• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • 2
  • Tagged with
  • 5
  • 5
  • 5
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Διέυρυνση της λειτουργίας του άξονα: υποθάλαμος - υπόφυση - γονάδες μετά από μεταμόσχευση μυελού

Σώμαλη, Μαρία 25 June 2007 (has links)
Η µεγάλη επιτυχία που σηµειώνεται µε τη µέθοδο της αυτόλογης ή άλλο- γενούς µεταµόσχευσης µυελού έχει ως αποτέλεσµα την µακρά επιβίωση µεγάλου αριθµού ασθενών κατ’ εξοχή νεαρής ηλικίας. Καθώς το προσδόκιµο ζωής στους ασθενείς αυτούς αυξάνεται, σηµαντική γίνεται η µελέτη των επιπλοκών της µεταµόσχευσης µυελού που θα µπορούσαν να επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών.3 Οι µεταµοσχευµένοι ασθενείς υποβάλλονται σε χηµειοθεραπεία µε υψηλές δόσεις αλκυλιωτικών παραγόντων είτε για την αντιµετώπιση της βασικής τους νόσου, είτε κατά το προπαρασκευαστικό σχήµα που προηγείται της µεταµόσχευ- σης. Στη σύγχρονη πρακτική χρησιµοποιείται συνδυασµός κυκλοφωσφαµίδης και busulphan χωρίς συνοδό ακτινοβολία, σε δοσολογία 16mg/kg busulphan και 200mg/kg κυκλοφωσφαµίδης, το αποκαλούµενο “big Bu-Cy” ή ο ίδιος συνδυα- σµός σε χαµηλότερη δοσολογία κυκλοφωσφαµίδης, 120mg/kg, το “little Bu-Cy”.5,7 Εκτός από τους παραπάνω χορηγούνται σε συνδυασµό και άλλοι χηµειοθερα- πευτικοί παράγοντες όπως ετοποσίδη, αραβινοσίδη και µελφαλάνη, (σχήµατα BECYM, BEAM)6. Οι συχνότερες άµεσες αλλά και απώτερες ενδοκρινικές διαταραχές που αναπτύσσονται µετά από µεταµόσχευση µυελού όπου έχουν ακολουθηθεί τα παραπάνω χηµειοθεραπευτικά σχήµατα είναι αυτές που αφορούν στις γονάδες και στο θυρεοειδή αδένα.1 Ο κίνδυνος ανάπτυξης επιπλοκών από το ενδοκρινικό σύστηµα επηρεάζεται ίσως από την βασική νόσο, την ηλικία του ασθενούς, το είδος και τη δοσολογία των αντινεοπλασµατικών παραγόντων, και την ανάπτυξη της χρόνιας νόσου του µοσχεύµατος κατά του ξενιστή (GVHD).1,2,3,4 Μόνιµη πρωτοπαθής ανεπάρκεια των ωοθηκών έχει παρατηρηθεί σε όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας µε την προσθήκη busulphan µετά από χορήγηση είτε του ‘’big’’ είτε του ‘’little’’ BUCY ενώ στους άνδρες το σπερµατικό επιθήλιο είναι εκείνο που εµφανίζει την µεγαλύτερη ευαισθησία στην τοξική επίδραση της χηµειοθεραπείας. Η πλειοψηφία των ανδρών εµφανίζει υπογονιµότητα µετά την µεταµόσχευση, αλλά διατηρεί φυσιολογικά επίπεδα τεστοστερόνης 1,2 Στους ασθενείς που έλαβαν προπαρασκευαστικό σχήµα BUCY χωρίς ακτινοβολία, η συχνότητα της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας µετά τη µεταµόσχευ- 102 ση, στις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές ανέρχεται σε 10% - 11% και πιστεύεται ότι η τοξικότητα οφείλεται κυρίως στη busulphan. 12,13 Στη παρούσα µελέτη διερευνήθηκε η βλαπτική επίδραση των χηµειοθερα- πευτικών προπαρασκευαστικών σχηµάτων όπως το BUCY, το BEAM και το BECYM, χωρίς συνοδό ακτινοβολία, στη λειτουργία της υπόφυσης και συγκε- κριµένα στους άξονες Υποθάλαµος – Υπόφυση – Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά νεοπλασµατικά νοσήµατα. Χρησιµοποιήσαµε τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH και παρακο- λουθήσαµε τους ασθενείς µας επί δύο χρόνια επαναλαµβάνοντας τις δοκιµασίες ανά έτος για να µελετήσουµε καλύτερα την παρακαταθήκη των υποφυσιακών κυττάρων. Ξεκινήσαµε την µελέτη µας µε 72 ασθενείς (31 άνδρες και 41 γυναίκες) οι οποίοι υποβλήθηκαν στις δοκιµασίες LHRH TRH. Στον επανέλεγχο στους 12 µήνες επανήλθαν 35 ασθενείς (15 άνδρες και 20 γυναίκες) και ολοκλήρωσαν την µελέτη δύο χρόνια αργότερα 21 ασθενείς (10 άνδρες και 11 γυναίκες). Παρατηρήσαµε ότι τα προπαρασκευαστικά σχήµατα για την µεταµόσχευση µυελού όπως τα BUCY, BECYM, BEAM, στα οποία είχαν υποβληθεί οι ασθενείς µας, δεν παρουσίαζαν τοξική επίδραση στη λειτουργία των γοναδοτρόφων και θυρεοειδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης. Οι άξονες Υποθάλαµος-Υπόφυση– Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής διατηρούσαν την λειτουργική ακεραιότητά τους κατά τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH που διενεργήθηκαν σε 72 ασθενείς συνολικά, (31 άνδρες και 41 γυναίκες), µέσης ηλικίας 32,6 έτη, 0,2 έως 9,8 έτη µετά την µεταµόσχευση (µέση διάρκεια από την µεταµόσχευση 1,5 έτη). Ο µεγαλύτερος αριθµός ασθενών, σε ποσοστό 69% είχε υποβληθεί σε χηµειοθεραπεία µε το σχήµα BUCY ενώ 17% των ασθενών είχε υποβληθεί σε BECYM, 8% σε ΒΕΑΜ και 6% σε ΒΕΑΜ και BUCY. Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε αλλογενή µεταµόσχευση µυελού (44%). Σε αυτόλογο µεταµόσχευση µυελού είχε υποβληθεί το 23% των ασθενών, σε αυτόλογο µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 18% και σε αλλογενή µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 15% των ασθενών. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου πρωτοπαθούς υποθυ- ρεοειδισµού µε αυξηµένα ή φυσιολογικά βασικά επίπεδα της TSH και υπερ- απάντηση αυτής µετά από διέγερση µε TRH, υποδηλώνοντας βλάβη του τελικού οργάνου – του θυρεοειδή – και όχι της υπόφυσης. 103 Αυξηµένα επίπεδα TSH >5 IU/ml παρατηρήθηκαν πιο συχνά στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες (19% και 10% αντίστοιχα). Το ποσοστό των ασθενών µε υπεραπάντηση της TSH ειδικότερα στους χρόνους 30’ και 60’ της δοκιµασίας TRH (59% των ανδρών και 64% των γυναικών), ξεπερνούσε το ποσοστό των ασθενών µε παθολογικά βασικά επίπεδα TSH ενδεικτικό υψηλής επίπτωσης υποκλινικού πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισµού. Η ακεραιότητα του άξονα Υποθάλαµος-Υπόφυση-Γονάδες δεν παρουσίασε διαταραχές στο επίπεδο υποθαλάµου ή υπόφυσης στους ασθενείς που µελετήθηκαν µετά από µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά κακοήθη νοσήµατα. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου Υπεργοναδοτροφικού υπογονα- δισµού µε αυξηµένα βασικά επίπεδα γοναδοτροφινών ενδεικτικά βλάβης του τελικού οργάνου, δηλαδή των γονάδων. Αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH εµφάνιζε το 69% των ανδρών ενώ ποσοστό 50% εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα LH. Αρκετά µεγαλύτερο ποσοστό εµφάνιζε αυξηµένη απάντηση της FSH στη δοκιµασία LHRH, εύρηµα που συνηγορεί υπέρ διαταραχών της σπερµατογέννησης που δεν ανιχνεύονται µε την βασική τιµή της FSH µόνο. Η πλειοψηφία των γυναικών εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH και LH (ποσοστό 97% και 92% αντίστοιχα) µε υπεραπάντηση στη δοκιµασία LHRH. Τα ευρήµατά µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι τα γοναδοτρόφα κύτταρα της υπόφυσης δεν επηρεάζονται από τα προπαρασκευαστικά χηµειοθεραπευτικά σχήµατα κατά την µεταµόσχευση µυελού τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες ενώ επηρεάζονται τα κύτταρα των γονάδων και στα δύο φύλα µε αποτέλεσµα βλάβη του τελικού οργάνου και υπεργοναδοτροφικό υπογοναδισµό. Από τις παραµέτρους που µελετήσαµε, (βασικά επίπεδα και επίπεδα µετά από διέγερση των TSH, PRL, FSH, LH) καµία δεν παρατηρήθηκε να επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από το χρόνο στη διετή διάρκεια της µελέτης. Η επίδραση του φύλου σχετικά µε την έκταση της τοξικής επίδρασης της χηµειοθεραπείας ήταν εµφανής. Οι γυναίκες εµφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα FSH και LΗ υποδηλώνοντας προφανώς µεγαλύτερη ευαισθησία των ωοθηκών στην τοξική επίδραση χηµειοθεραπευτικών σχηµάτων απ’ ότι οι γονάδες στους άνδρες. Η αλληλεπίδραση του χρόνου και του φύλου θεωρήθηκε στατιστικά σηµαντική µόνο όσον αφορά την λειτουργία του θυρεοειδούς και κατ’ επέκταση του άξονα Υποθάλαµος – Υπόφυση - Θυρεοειδής. Υπήρχε τάση γρηγορότερης 104 αποκατάστασης των επιπέδων της FT4 στις γυναίκες στο χρόνο, δηλαδή ανάκτηση της φυσιολογικής λειτουργίας του θυρεοειδούς µετά δύο έτη, (παροδικός υποκλι- νικός ή κλινικός υποθυρεοειδισµός). ∆εν παρατηρήθηκε στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση χρόνου και φύλου στη λειτουργία και απαντητικότητα των γοναδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης στην δοκιµασία LHRH. Οι ενδοκρινολογικές διαταραχές που εµφανίζονται µετά την µεταµόσχευση µυελού αφορούν όργανα στόχους και όχι τον υποθάλαµο ή την υπόφυση µε αποτέλεσµα την πρώιµη εµµηνόπαυση στις γυναίκες και την διαταραχή της σπερµατογένεσης στους άνδρες ,ενώ λιγότερο συχνά εµφανίζεται υπογοναδισµός στους άνδρες. Οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα µε κύρια εκδήλωση τον κλινικό ή υποκλινικό πρωτοπαθή υποθυρεοειδισµό ακολουθούν σε συχνότητα. 105
2

Γονιδιωματική αστάθεια στο επιθήλιο μετά από αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων : μηχανισμός και κλινική σημασία

Θέμελη, Μαρία 15 March 2012 (has links)
Υποθέσαμε ότι το χρόνιο ιστικό στρες που προκαλείται από τις αλλοαντιδράσεις μετά από αλλογενή Μεταμόσχευση Αιμοποιητικών Κυττάρων (άλλο-ΜΑΚ) μπορεί να επάγει την εμφάνιση γονιδιωματικής αστάθειας (GI) στους επιθηλιακούς ιστούς. Για αυτό, 176 στοματικά επιχρίσματα από 71 ασθενείς μετά από άλλο-ΜΑΚ αναλύθηκαν για την ανίχνευση αστάθειας μικροδορυφορικών αλληλουχιών (microsatellite instability-MSI). Tα αποτελέσματα συσχετίσθηκαν με κλινικές παραμέτρους. Σε ένα in vitro σύστημα ανίχνευσης μεταλλάξεων ελέγξαμε την υπόθεση ότι οι αλλοαντιδράσεις μπορεί να επάγουν τη GI στην κυτταρική σειρά HaCaT. Ανιχνεύθηκε MSI στο 52% των αλλομεταμοσχευμένων ασθενών ενώ δεν ανιχνεύθηκε MSI σε ασθενείς μετά από αυτόλογη ΜΑΚ και υγιείς εθελοντές. Βρέθηκε σημαντική συσχέτιση της εμφάνισης MSI με την ηλικία του ασθενούς και του δότη, τη μεταμόσχευση από γυναίκα σε άνδρα και τον αριθμό CD34+ κυττάρων στο μόσχευμα. Οι ασθενείς με ιστορικό σοβαρού βαθμού αντίδρασης μοσχεύματος εναντίον ξενιστή είχαν μεγαλύτερο σχετικό κίνδυνο για εμφάνιση MSI. Δευτεροπαθής κακοήθεια διαγνώσθηκε σε 5 από τους MSI+ ενώ μόνο σε ένα από τους MSI- ασθενείς. Στο in-vitro σύστημα ανίχνευσης GI παρατηρήθηκε σημαντική επαγωγή μεταλλάξεων και βλάβης του DNA μετά από επώαση των HaCaT κυττάρων με Μεικτή Λεμφοκυτταρική Καλλιέργεια (MLC) ενώ η επίδραση με κυτταροκίνες, υπερκείμενο MLC ή ενεργοποιημένα με PHA περιφερικά μονοπύρηνα κύτταρα δεν προκάλεσε την επαγωγή GI. Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν τη συμμετοχή των ενεργών ριζών οξυγόνου στον υποκείμενο μηχανισμό. Οι in vivo και in vitro μελέτες μας επιβεβαιώνουν ότι παράγοντες που ενέχονται στο αλλοαντιδραστικό μικροπεριβάλλον μετά από άλλο-ΜΑΚ μπορεί να προκαλέσουν GI στο επιθήλιο. Η κατανόηση του υποκείμενου μηχανισμού μπορεί να αναδείξει νέους βιοδείκτες και θεραπευτικούς στόχους. / We hypothesized that chronic tissue stress due to interaction of alloreactive donor cells with host epithelium after allogeneic hematopoietic cell transplantation (allo-HCT) may cause genomic alterations. We therefore analysed 176 buccal samples obtained from 71 unselected allo-transplanted patients for microsatellite instability (MSI). MSI was observed in 52% of allo-transplanted patients but never in 31 healthy or auto-transplanted controls. The patient age, the donor age, a female-to-male transplantation and a low number of CD34+ cells in the graft were significantly correlated with genomic instability. There was a trend for increasing risk of MSI for patients who experienced severe graft-versus-host-disease. Secondary malignancy was diagnosed in 5 (14%) of the MSI+ and only in 1 (3%) MSI- patient. In an in-vitro model of mutation analysis we found significant induction of frameshift mutations and DNA strand breaks in HaCaT keratinocytes co-cultured with Mixed Lymphocyte Cultures (MLC) but not after their exposure to IFN-γ, TNF-α, TGF-β, MLC-supernatant, peripheral blood mononuclear cells (PBMC) or phytohemagglutinin stimulated PBMC. A ROS mediated mechanism is implicated. Our in-vivo and in-vitro data show that alloreactions after allo-HCT may induce genomic alterations in epithelium. Progress in understanding DNA damage and repair after allo-HCT can potentially provide molecular biomarkers and therapeutic targets.
3

Επαγωγή της έκφρασης του μορίου HLA- G in vitro σε λεμφοκύτταρα περιφερικού αίματος υγιών ατόμων και λειτουργικός χαρακτηρισμός αυτών

Ζούδιαρη, Αναστασία 09 July 2013 (has links)
There is an urgent need for novel preventive and therapeutic strategies for graft versus host disease (GvHD) occurring after allogeneic hematopoietic cell transplantation (allo-HCT). T-cell-based immunotherapies have been developed, however there are still some hurdles for the use of currently availably regulatory T-cells in clinical practice (naturally occurring FOXP3 + nTregs and inducible regulatory T cells), mainly owing to the lack of specific cell surface markers. The hypomethylating agent azacytidine (5-aza-dC) has been shown to generate immunoregulatory T-cells ex vivo. Interestingly, it has been shown that genes other than FOXP3 are responsible for the suppressor function of 5-aza-dC induced T-regs. HLA-G is a surface molecule with potent immunoregulatory functions which is normally expressed during pregnancy protecting the “semi-allogeneic” fetus from maternal immune attack and then is epigenetically repressed. The aim of this study was the induction of HLA-G expression in T-lymphocytes with the use of the demethylating agent 5-Aza-dC and investigation of their possible immunoregulatory properties. Our results showed that short in vitro treatment of peripheral blood T-cells with 5-aza-dC induces HLA-G expression and, more importantly, these induced HLA-G + T-cells could suppress lymphoproliferation when added as third party cells in mixed lymphocyte cultures. This suppression seems to be reduced after HLA-G neutralization and cell-to-cell contact independent. Furthermore, these induced HLA-G + T-cells show a reduced proliferation to allogeneic stimuli. Taken together, our results indicate the ex vivo production of HLA-Gpos T-lymphocytes with immunoregulatory properties. Our long term goal is the use of this population as adoptive cellular therapy for GvHD and other T-cell mediated diseases. / -
4

Ενδομυελική ήλωση οστών με τον ήλο S2 : προοπτική μελέτη για τις ιδιαιτερότητες και τα πλεονεκτήματα που αφορούν στην περιφερική ασφάλιση

Αθανασέλης, Ευστράτιος 03 August 2009 (has links)
Η ενδομυελική ήλωση αποτελεί πλέον μια κοινώς αποδεκτή και καταξιωμένη μέθοδο, στην αντιμετώπιση καταγμάτων διάφυσης μακρών οστών (και όχι μόνο). Μετά από μισό και πλέον αιώνα εφαρμογής της, έχει αποκτηθεί σημαντική εμπειρία και για πολλούς Ορθοπαιδικούς χειρουργούς αποτελεί μέθοδο εκλογής στην καθημερινή χειρουργική πρακτική. Πολλές πτυχές της μεθόδου έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής μελέτης αλλά το ζήτημα της περιφερικής ασφάλισης των ενδομυελικών ήλων, εξακολουθεί να προκαλεί ίσως το μεγαλύτερο προβληματισμό για τον χειρουργό. Η «δια χειρός» (free-hand) αναζήτηση των οπών περιφερικής ασφάλισης του ήλου είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, συχνά τραυματική και κυρίως επιβαρυντική με ακτινοβολία Χ λόγω χρήσης ακτινοσκοπικού μηχανήματος διεγχειρητικά, ακόμη και για έμπειρους χειρουργούς. Τα μηχανικά σκόπευτρα (στις διάφορες παραλλαγές που μέχρι τώρα έχουν χρησιμοποιηθεί) μπορούν να βοηθήσουν. Η συχνά αναπόφευκτη όμως παραμόρφωση του ήλου κατά την εισαγωγή του στον αυλό, καθιστά προβληματική τη λειτουργικότητα και μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα τους. Αυτό σε συνδυασμό με το συχνά περίπλοκο εξοπλισμό αλλά και την απαιτούμενη εκμάθηση της τεχνικής, αποθαρρύνουν σε πολλές περιπτώσεις το Χειρουργό, που καταφεύγει τελικά εκ νέου στη free-hand τεχνική. Η εκτεταμένη πλέον χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και στη χειρουργική, έχει βρει πεδίο εφαρμογής και στο θέμα αυτό. Πολύπλοκα λογισμικά με αντίστοιχο εξοπλισμό και μεθοδολογία, φιλοδοξούν να κατευθύνουν με ακρίβεια το χέρι του Χειρουργού στις οπές ασφάλισης του ήλου. Μέχρι σήμερα τέτοια συστήματα αποτελούν «σενάριο απ’ το μέλλον» για το μέσο Ορθοπαιδικό Χειρουργό (και ειδικότερα για τα δεδομένα του Ελληνικού χώρου). Οι υψηλές απαιτήσεις τους σε τεχνογνωσία και εξοπλισμό σε συνδυασμό με το σημαντικό κόστος τους, είναι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούν να θεωρηθούν ρεαλιστική λύση επί του παρόντος. Το σύστημα περιφερικής σκόπευσης του ήλου S2 ανήκει στην κατηγορία των μηχανικών σκοπεύτρων. Χωρίς να διαφέρει σημαντικά στις απαιτήσεις του ως προς την εκμάθηση της συναρμολόγησης και χρήσης του από τον Χειρουργό (και το βοηθητικό προσωπικό του χειρουργείου) σε σχέση με άλλα μηχανικά σκόπευτρα, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Η προσαρμοστικότητα του μηχανισμού σκόπευσης παρέχει τη δυνατότητα απόσβεσης της γεωμετρικής παραμόρφωσης (προσθιοπίσθιας, πλαγιοπλάγιας και στροφικής) του ήλου μετά την εισαγωγή του, εντός φυσικά ορισμένων ορίων με αξιόλογο όμως εύρος. Η παρούσα διατριβή παρουσιάζει τα μετρήσιμα ευρήματα από μια σειρά 190 περιστατικών, στα οποία εφαρμόστηκε κλινικά για πρώτη φόρα ο ήλος S2 σε κατάγματα μηριαίου και κνήμης, καθώς επίσης και συγκριτική μελέτη αποτελεσματικότητας του σκοπεύτρου του ήλου S2 και της «δια χειρός» περιφερικής σκόπευσης για την ασφάλιση του ήλου G-K. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στην ευστοχία του σκοπεύτρου, στην ταχύτητα εφαρμογής της μεθόδου και ιδιαίτερα στην μείωση της χρήσης ακτινοσκοπικών λήψεων. Τα ευρήματα αυτά σε σύγκριση με αντίστοιχα άλλων μεθόδων, όπως προκύπτει από τα έως τώρα βιβλιογραφικά δεδομένα, καθιστούν τον ήλο S2 και το σύστημα σκόπευσης του, μια ιδιαίτερα αποτελεσματική και κυρίως ελάχιστα επιβαρυντική ως προς την ακτινοβολία (για ασθενή, Χειρουργό και βοηθητικό προσωπικό) μέθοδο. / Intramedullary nailing is a well known, successful and widely accepted method in treatment of diaphyseal fractures (and not only) of long bones. After more than a half of century of application of intramedullary nails, important experience has been acquired and for many Orthopaedic surgeons the specific method constitutes the treatment of choice in the daily chirurgical practice. Many aspects of the method have been studied extensively but the part of distal locking of intramedullary nails continues to be troubleshooting for many Surgeons. “Free-hand” technique is excessively used as a targeting method for distal locking despite the fact that it is a time-consuming process, frequently traumatic and mainly aggravating with radiation, as the use of image intensifier is mandatory intra-operatively. Mechanical targeting devices (in many variants) that up to now have been used, can help. However the deformation of nail, usually inevitable during its import in the intramedullary canal, turns out to be the main cause of limited effectiveness. This, in combination with the relatively complex equipment, but also the required learning time of technique, usually discourage surgeon of using these mechanical targeting devices and finally the free-hand technique turns again to be the method of choice in distal locking. The extensive henceforth, use of computers in operating theatre has also found a challenging field of application in this subject. Complicate software with corresponding equipment and methodology aspire to drive surgeon’s hand with precision to distal screw holes of intramedullary nails. Still, such systems seem to be “script of future” for the average Orthopaedic surgeon. High requirements in know-how and equipment, in combination with considerable cost of computer-assisted navigation, are strong reasons for not being considered as a realistic solution on the present. S2 nails with associated distal targeting system, belong in the category of nail mounted, mechanical targeting devices. Without differing considerably in requirements and learning demands from the Surgeon (and the assisting personnel in operating theatre), in comparison with other mechanical devices, it presents one particular characteristic. The adaptability of targeting system provides the ability of damping of nail deformation (during intramedullary application), inside limits with appreciable breadth. This dissertation presents the measurable findings of the first 190 cases of femoral and tibial shaft fractures treated by intramedullary nailing with S2TM nail and S2TM distal targeting device, and also a comparative study between S2 distal targeting device and ‘free-hand’ technique for G-K distal locking. The interest was focused in the effectiveness of the device, the duration of the procedure (distal locking screws placement and total intramedullary nailing time) and particularly in the reduction of image intensifier use (reduction of patient, surgeon and personnel exposition to x-rays). Results were compared to bibliographic data of other well-studied methods of distal targeting in intramedullary nailing and in conclusion, S2TM nail and its distal targeting device is a significantly effective and mainly minimally aggravating with x-ray radiation, method.
5

The role of HLA-G in bone marrow transplantation / Ο ρόλος του μορίου HLA-G στη μεταμόσχευση μυελού των οστών

Λαζανά, Ιωάννα 17 July 2014 (has links)
The human leukocyte antigen-G (HLA-G has been considered to be an important tolerogeneic molecule playing an essential role in maternal-fetal tolerance, which constitutes the perfect example of successful physiological immunotolerance of semi-allografts. In this context, we investigated the putative role of this molecule in the allogeneic hematopoietic cell transplantation setting. The percentage of HLA-G+ cells in peripheral blood of healthy donors and allo-transplanted patients was evaluated by flow cytometry. Their immunoregulatory and immunotolerogeneic properties were investigated in in vitro immunostimulatory and immunosuppression assays. Immunohistochemical analysis for HLA-G expression was performed in skin biopsies from allo-transplanted patients and correlated with the occurrence of graft-versus-host disease. We identified a CD14+ HLA-Gpos population with an HLA-DRlow phenotype and decreased in vitro immunostimulatory capacity circulating in peripheral blood of healthy individuals. Naturally occurring CD14+HLA-Gpos cells suppressed T cell responses and acted immunotolerogenic on T cells by rendering them hyporesponsive and immunosuppressive in vitro. After allogeneic hematopoietic cell transplantation, HLA-Gpos cells increase in blood. Interestingly, besides an increase of CD14+HLA-Gpos cells there was also a pronounced expansion of CD3+HLA-Gpos cells. Of note, CD3+HLA-Gpos and CD14+HLA-Gpos cells from transplanted patients were suppressive in in vitro lymphoproliferation assays. Furthermore, we found an upregulation of HLA-G expression in skin specimens from transplanted patients which correlated with graft-versus-host disease. Inflammatory cells infiltrating the dermis of transplanted patients were also HLA-Gpos. Here, we report the presence of naturally occurring HLA-Gpos monocytic cells with in vitro suppressive properties. HLA-G epressing regulatory blood cells were found in increased numbers after allogeneic transplantation. Epithelial cells in skin affected by graft-versus-host disease revealed elevated HLA-G expression. / Το ανθρώπινο λεμφοκυτταρικό αντιγόνο -G (HLA-G) θεωρείται ένα σημαντικό ανοσορρυθμιστικό μόριο, το οποίο κατέχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην προαγωγή εμβρυο-μητρικής αντοχής, η οποία αποτελεί το ιδανικό παράδειγμα επιτυχούς φυσιολογικής ανοσοαντοχής του ημι-αλλομοσχεύματος. Στο πλαίσιο αυτό, στοχεύσαμε στη διερεύνηση του πιθανού ρόλου του μορίου HLA-G στην αλλογενή μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (άλλο-ΜΑΚ). Το ποσοστό των HLA-G+ κυττάρων στο περιφερικό αίμα των υγιών ενηλίκων και των μεταμοσχευμένων ασθενών ελέγθηκε με κυτταρομετρία ροής. Ο ανοσορρυθμιστικός τους ρόλος και οι ανοσοκατασταλτικές τους ικανότητες ελέγθηκαν σε in vitro ανοσοδιεγερτικές και ανοσοκατασταλτικές δοκιμασίες. Ανοσοιστοχημική ανάλυση της έκφρασης του HLA-G πραγματοποιήθηκε σε δερματικές βιοψίες από άλλο-μεταμοσχευμένους ασθενείς και συσχετίστηκε με την εμφάνιση της νόσου του μοσχεύματος έναντι του ξενιστή(GvHD). Ένας CD14+HLA-Gθετ πληθυσμός με HLA-DRlow φαινότυπο και μειωμένη in vitro ανοσοδιεγερτική ικανότητα ανιχνεύτηκε στο περιφερικό αίμα των υγιών ενηλίκων. Τα φυσικώς εμφανιζόμενα CD14+HLA-Gθετ κύτταρα κατέστειλαν τον Τ λεμφοκυτταρικό πολλαπλασιασμό και είχαν ανοσοκατασταλτική επίδραση στα Τ κύτταρα, μετατρέποντάς τα σε υπο-απαντητικά και ανοσοκατασταλτικά κύτταρα in vitro. Μετά την αλλογενή μεταμόσχευση, τα HLA-Gθετ κύτταρα αυξάνουν στο αίμα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι πέραν της αύξησης των CD14+HLA-Gθετ κυττάρων παρατηρήθηκε επίσης μια ιδιαίτερη αύξηση των CD3+HLA-Gθετ κυττάρων στο αίμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα CD14+HLA-Gθετ και CD3+HLA-Gθετ κύτταρα των άλλο-μεταμοσχευμένων ασθενών ήταν ικανά να καταστέλλουν τον Τ κυτταρικό πολλαπλασιασμό in vitro. Επιπλέον ανιχνεύθηκε μια αύξηση της έκφρασης του HLA-G στις δερματικές βιοψίες των μεταμοσχευμένων ασθενών, η οποία συσχετίζονταν με τη νόσο GvHD. Τα φλεγμονώδη κύτταρα που είχαν διεισδύσει στο δέρμα των ασθενών ήταν επίσης HLA-G θετικά. Στη συγκεκριμένη εργασία αναφέρουμε την παρουσία φυσικώς εμφανιζόμενων HLA-Gθετ μονοκυττάρων με in vitro ανοσοκατασταλτικές ικανότητες. HLA-G εκφραζόμενα ρυθμιστικά κύτταρα ανιχνεύονται στο αίμα μετά τη μεταμόσχευση σε αυξημένους αριθμούς. Τα επιθηλιακά κύτταρα του δέρματος που είναι προσβεβλημένο από τη νόσο GvHD εμφανίζουν αυξημένη έκφραση του HLA-G.

Page generated in 0.0288 seconds