• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • Tagged with
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Κλινική μελέτη των καλυμμένων με φαρμακευτικές ουσίες ενδοπροθέσεων στα κνημιαία αγγεία

Κρανιώτης, Παντελής 26 January 2009 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη είχε ως σκοπό την διερεύνηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των sirolimus-eluting stent, σε σχέση με τα απλά μεταλλικά stent, στα πλαίσια αγγειοπλαστικής των κνημιαίων αγγείων, σε ασθενείς με χρόνια κρίσιμη ισχαιμία του κάτω άκρου. Πρόκειται για μια προοπτική ελεγχόμενη, κλινική μελέτη με διπλό σκέλος. Τα stent τοποθετήθηκαν σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής αγγειοπλαστικής (δηλ. σε περιπτώσεις ελαστικής επαναφοράς-υπολειμματικής στένωσης >30% και σε περιπτώσεις διαχωρισμού). Οι ασθενείς ελέγχθηκαν κλινικά και αγγειογραφικά στο εξάμηνο και στο 1 έτος. Ασθενείς και μέθοδοι: 29 ασθενείς, εκ των οποίων 8 γυναίκες και 21 άνδρες, με μέση ηλικία τα 68,7 έτη υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική στα κνημιαία αγγεία, με απλά μεταλλικά stent, ομάδα Β. Σε αυτή την ομάδα τοποθετήθηκαν απλά stent σε 65 αλλοιώσεις, εκ των οποίων 38 στενώσεις και 27 αποφράξεις σε συνολικά 40 κνημιαία αγγεία. Άλλοι 29 ασθενείς, 8 γυναίκες και 21 άνδρες, με μέση ηλικία τα 68,8 έτη αντιμετωπίστηκαν με sirolimus-eluting stent, ομάδα S. Σε αυτή την ομάδα αντιμετωπίστηκαν 66 αλλοιώσεις εκ των οποίων 46 στενώσεις και 20 αποφράξεις, σε 41 συνολικά αγγεία. Οι ασθενείς επανελέγχθηκαν κλινικά και με ενδαρτηριακή αγγειογραφία στους 6 μήνες και στο 1 έτος, μετά την αρχική επέμβαση. Έγινε στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα: Οι συνοδές νόσοι ήταν περισσότερες στην ομάδα S (όπως η συμπτωματική νόσος από την καρδιά και τις καρωτίδες, καθώς και η υπερλιπιδαιμία, p<0.05). Η τεχνική επιτυχία ήταν 96,6% (28/29 άκρα) στην ομάδα Β έναντι 100% (29/29 άκρα) στην ομάδα S (p=0.16) Στον επανέλεγχο εξαμήνου: Η βατότητα ήταν 68,1% στην ομάδα Β και 92,0% στην ομάδα S, (p<0.002). Τα μεγαλύτερα ποσοστά βατότητας των sirolimus-eluting stent, μετά από πολυπαραγοντική regression analysis είχαν OR 5.625, με 95% CI 1.711- 18.493, που ήταν στατιστικά σημαντικό (p=0.004). Η δυαδική επαναστένωση εντός του stent ήταν 55,3% ενώ η επαναστένωση στα άκρα του stent ήταν 66,0% στους ασθενείς με τα απλά μεταλλικά stent. Αντιθέτως τα ποσοστά στους ασθενείς με sirolimus-eluting stent ήταν 4,0% και 32,0% αντίστοιχα. Συγκεκριμένα η επαναστένωση εντός του stent είχε OR 0.067, με 95% CI 0.021-0.017, και η επαναστένωση στα άκρα του stent είχε OR 0.229 με 95% CI 0.099-0.533. Και τα δύο ήταν ήταν στατιστικά σημαντικά με p<0.001 και p=0.001, αντίστοιχα. Τα συνολικά ποσοστά επανεπέμβασης (TLR) στο εξάμηνο ήταν 17,0% στην ομάδα Β έναντι 4,0% στην ομάδα S, (OR 0.057, με 95% CI 0.008-0.426). Το αποτέλεσμα ήταν επίσης στατιστικά σημαντικό υπέρ των sirolimus stent. (p=0.02) Η διάσωση του άκρου ήταν 100% και στις δύο ομάδες. Η θνησιμότητα και ο ελάσσων ακρωτηριασμός στο εξάμηνο ήταν 6,9% και 17,2% στην ομάδα Β έναντι 10,3% και 3,4% στην ομάδα S (p=0.32 και p=0.04, αντίστοιχα). Στον επανέλεγχο έτους: Τα sirolimus-eluting stent σχετίζoνταν και πάλι με καλύτερη πρωτογενή βατότητα (OR 10.401, με 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) και σημαντικά μειωμένη δυαδική επαναστένωση εντός του stent (OR 0.156, με 95% CI 0.060-0.407, p<0.001), καθώς και στα άκρα του stent. (OR 0.089, με 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) Τα ποσοστά επανεπέμβασης στις βλάβες (TLR) ήταν πολύ μικρότερα στην ομάδα του sirolimus (OR 0.238, με 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) . Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες Β και S όσον αφορά στα ποσοστά θνησιμότητας 10,3% έναντι 13,8%, στη διάσωση του άκρου 100% έναντι 96% και στους ελάσσονες ακρωτηριασμούς 17,2% έναντι 10,3% αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Τα sirolimus-eluting stents περιορίζουν την ενδοθηλιακή υπερπλασία στα κνημιαία αγγεία. Η εφαρμογή τους έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση των ποσοστών επαναστένωσης και μειώνει την ανάγκη για επανεπεμβάσεις. / Aim : The purpose of our study was to investigate the 6-month and 1-year angiographic and clinical outcome in the setting of a controlled clinical study. The study examined the safety and relative effectiveness of sirolimus-eluting stents opposed to conventional metal stents, in the infrapopliteal vessels, in patients with critical limb ischemia (CLI). The stents were used in a bail-out setting during infrapopliteal endovascular procedures, i. e. stenting was carried out in cases of suboptimal angioplasty results (recoil - residual stenosis >30%, or in cases of dissection, after angioplasty). Patients and Methods: Twenty-nine patients comprising 8 women and 21 men with a mean age of 68.7 years were submitted to infrapopliteal revascularization with conventional (bare) metal stents, called group B. In these patients 65 lesions were treated with bare stents, of whom 38 stenoses and 27 occlusions, in a total of 40 infrapopliteal vessels. Another 29 patients, again 8 women and 21 men, with a mean age of 68.8 years were treated with sirolimus-eluting stents, named group S. There were 66 lesions in this group with 46 of them stenoses and 20 occlusions, in a total of 41 arteries. Patients were followed-up with clinical examination and intrarterial angiography 6 months and 1 year after the procedure. Both results were subsequently analyzed statistically. 135 Results: Co morbidities like symptomatic cardiac and carotid disease, as well as hyperlipidemia were more prominent in group S (p<0.05). Technical success was 96.6% (28/29 limbs) in group B against 100.0% (29/29 limbs) in group S (p=0.16). During 6-month patient follow-up: Primary patency was 68.1% in group B opposed to 92.0% in group S (p<0.002). Sirolimus-eluting stents exhibited higher primary patency with OR 5.625 and 95% CI 1.711-18.493, which was statistically significant (p=0.004). Binary in-stent restenosis rate was 55.3% while in-segment restenosis was 66.0%, in patients who had received bare metal stents. In opposition the respective restenosis rates, in patients with sirolimus-eluting stents were 4.0% and 32.0%. Diminished in-stent (OR 0.067 with 95% CI 0.021-0.017) and insegment (OR 0.229 with 95% CI 0.099-0.533) binary restenosis were both statistically significant with p values being p<0.001 and p=0.001 respectively. Collective target lesion re-intervention (TLR) at 6 month follow-up was 17.0% in group B against 4.0% (OR 0.057 with 95% CI 0.008-0.426) in group S, which proved again statistically significant for sirolimus stents (p=0.02). Six-month limb salvage rate was 100% in both groups. Six-month mortality and minor amputation rates were respectively 6.9% and 17.2%, in group B versus 10.3% and 3.4%, in group S (p=0.32 and p=0.04, respectively). During 1-year patient follow-up: 136 SES were still related with better primary patency rate (OR 10.401 with 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) and considerably lesser events of in-stent binary restenosis (OR 0.156, 95% CI 0.060-0.407, p<0.001) as well as insegment (OR 0.089, 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) binary restenosis. Target lesion re-intervention (TLR), was much lower in the SES patients group during 1-year follow-up (OR 0.238 with 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) . At 1 year follow-up there were no statistically significant differences among group B and group S regarding mortality (10.3% against 13.8%), limb salvage rates (100% vs. 96%) and minor amputation (17.2% vs. 10.3%). Conclusions: Sirolimus-eluting stents appear to limit intimal hyperplasia in the infrapopliteal vessels. The use of sirolimus-eluting stents decreases considerably restenosis rates in the infrapopliteal vessels and reduces the need for repeat interventions
2

Ενδοαγγειακή απεικόνιση των αγγείων κάτωθεν του βουβωνικού συνδέσμου με Οπτική Συνεκτική Τομογραφία (Optical Coherence Tomography)

Παρασκευόπουλος, Ιωάννης 18 June 2014 (has links)
Η οπτική συνεκτική τομογραφία με τη χρήση συχνοτήτων ( FD-OCT) είναι μια ενδαγγειακή απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιεί εγγύς στο υπέρυθρο φως, για να παράγει υψηλής ανάλυσης εικόνες του τοιχώματος του αυλού του αγγείου. Όπως και στην τεχνολογία υπερήχων, εκπέμπεται φωτεινή ενέργεια η οποία ανακλάται και εξασθενεί, σύμφωνα με την υφή του προσπιπτομένου ιστού. Το OCT μπορεί να απεικονίσει, με ανάλυση από 10 έως 20 μm, μικροδομές του αγγειακού τοιχώματος με εξαίσια λεπτομέρεια. Μέχρι σήμερα, η δυνατότητα εφαρμογής της μεθόδου είχε περιοριστεί σε μικρές αρτηρίες διαμέτρου έως 4mm και δεν είχε εφαρμοστεί in vivo στα αγγεία των κάτω άκρων, κάτωθεν του επιπέδου των βουβώνων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αναφερθεί για παγκοσμίως πρώτη φορά η ασφάλεια και η σκοπιμότητα της απεικόνισης με Οπτική Συνεκτική Τομογραφία του αρτηριακού άξονα των κάτω άκρων , κάτωθεν του επιπέδου της βουβώνας ( μηροϊγνυακός άξονας και κνημιαία αγγεία), καθώς και οι σχετιζόμενες με το FD-OCT επιπλοκές. Επιπρόσθετα, να διερευνηθούν για πρώτη φορά, με τη χρήση FD-OCT, τα χαρακτηριστικά του αγγειακού τοιχώματος του ανωτέρω άξονα (τόσο πριν όσο και μετά από αγγειοπλαστική ή/και τοποθέτηση stent), η μορφολογία της αθηρωματικής πλάκας, η μορφολογία και η ποσοτικοποίηση της υπερπλασίας του νέου εσωτερικού χιτώνα (neointima) εντός του stent, η επαναστένωση εντός του stent (ISR) και η κακή εναπόθεση (malapposition) των stent struts σε μια σειρά από ασθενείς που πάσχουν από περιφερική αρτηριοπάθεια (PAD). Μελετήθηκαν, με ποσοτική ανάλυση του αυλού τους (Quantitative vascular analysis), αρτηρίες με διάμετρο έως 7 χιλιοστά. Μικτά χαρακτηριστικά από περιοχές πλούσιες σε λιπίδια, εναποθέσεις ασβεστίου και ασβεστοποιημένες πλάκες, νεκρωτικές περιοχές και ίνωση εντοπίστηκαν σε όλες τις απεικονιζόμενες αθηροσκληρωτικές βλάβες. Ωστόσο, με βάση το επικρατέστερο από τα παραπάνω απεικονιστικά χαρακτηριστικά, οι βλάβες στο πλαίσιο της έρευνας ταξινομήθηκαν ως αμιγώς ινωτικές, ως ινοασβεστοποιημένες, ως πλούσιες σε λιπίδια και τέλος ως νεκρωτικές/ασβεστοποιημένες. Συσσώρευση των μακροφάγων εντός της αθηρωματικής πλάκας σημειώθηκε σε μικρό ποσοστό των de novo αθηρωματικών αλλοιώσεων. Ποικίλοι βαθμοί υπερπλασίας του νέου έσω χιτώνα απεικονίσθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις ISR αλλοιώσεων, με καθαρά ινωτικά χαρακτηριστικά και σημαντική νεοαγγείωση σε κάποιες από αυτές. Η νεοαγγείωση συνέπεσε με το επίπεδο της μέγιστης στένωσης του αγγειακού αυλού. Σημαντικού βαθμού διαχωρισμός με μεγάλο περιορισμό του αγγειακού αυλού, τέτοιος ώστε να απαιτηθεί να τοποθετηθεί ενδοαυλικό stent, ανιχνεύθηκε σε αρκετές περιπτώσεις της de novo αθηρωμάτωσης. Η ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία παρέλειψε να προσδιορίσει μεγάλο ποσοστό των σοβαρών διαχωρισμών μετά από αγγειοπλαστική. Η νεοαθηροσκλήρυνση εντός του νέου έσω χιτώνα των κνημιαίων φαρμακευτικών stents (DES), είναι ένα συχνό εύρημα τόσο στους συμπτωματικούς όσο και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, κατά αναλογία με τα εμφυτευμένα DES στα στεφανιαία αγγεία, η ελαττωματική ενδοθηλιοποίηση που προκαλείται από την εκλυόμενη φαρμακευτική ουσία, μαζί με την νεοαγγείωση που αναπτύσσεται μεταξύ των stent struts, μπορούν να υποδαυλίσουν την νεοαθηροσκλήρυνση εντός του νέου έσω χιτώνα των κνημιαίων DES, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επαναστένωση εντός του stent (ISR) και απώλεια του εμβαδού του αυλού των περιφερικών αρτηριών. Οι παρατηρήσεις της μελέτης αυτής θέτουν σε αμφισβήτηση το παραδοσιακό τρόπο κατανόησης της περιφερειακής επαναστένωσης εντός του stent ως μιας απλής υπερπολλαπλασιαστικής απάντησης στο βαρότραυμα. Η απεικόνιση με FD-OCT είναι ένα βέλτιστο πειραματικό εργαλείο για την αξιολόγηση της εξέλιξης της αθηροσκληρωματικής νόσου και την επαναστένωση του αγγείου. Μπορεί να παρέχει υψηλής ευκρίνειας ενδοαγγειακή απεικόνιση κατά τη διάρκεια αγγειοπλαστικών επεμβάσεων στα κάτω άκρα και θα μπορούσε να αποδειχθεί κλινικά χρήσιμο για τον προσδιορισμό της εντός του stent πρόπτωσης ιστού και του strut malapposition. Παρ 'όλα αυτά, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη συνήθη κλινική πρακτική μέχρι να προκύψουν στοιχεία από περαιτέρω κλινικές δοκιμές για τον καθορισμό των ειδικών ενδείξεων της απεικόνισης με FD-OCT στις περιφερικές αρτηρίες. / Optical coherence tomography (OCT) is a catheter-based imaging method that employs near-infrared light to produce high-resolution intravascular images. OCT can readily visualize vessel microstructure at a 10- to 20-μm resolution with exquisite detail. To date, however, applicability of the method has been limited to small diameter arteries (≤4 mm). To the best of the author’s knowledge, this study is the first worldwide that demonstrates the safety and clinical feasibility of frequency domain Optical Coherence Tomography (FD-OCT) imaging of infrainguinal vessels in vivo during infrainguinal angioplasty procedures. It is also the first study that reports the use of intravascular FD-OCT to detect and characterize in-stent neointimal tissue following infrapopliteal drug eluting stent (DES) placement in patients suffering from critical limb ischemia. Quantitative lumen analysis of arteries with diameter up to 7 mm was performed. High-resolution OCT images provided exquisite two-dimensional axial and longitudinal views of the infrainguinal arteries and allowed thorough investigation of a variety of angioplasty sequela, including and not limited to intimal tears and dissection flaps, white and red thrombus, stent mesh malapposition, and intrastent plaque prolapse. Of interest, OCT identified cases of suboptimal postangioplasty outcome that single-plane subtraction angiography did not recognize and accounted. Mixed features of lipid pool areas, calcium deposits and calcified plaques, necrotic areas, and fibrosis were identified in all of the imaged atherosclerotic lesions. However, based on the predominant baseline imaging findings, lesions under investigation were classified as purely fibrotic, fibrocalcific, mostly lipid-laden and necrotic/calcified. Intraplaque accumulation of macrophages was noted in some of de novo atheromatic lesions. Varying degrees of neointimal hyperplasia were demonstrated in all cases of in stent restenosis (ISR) lesions with purely fibrotic features and considerable neovascularization in some of them. The latter finding coincided with the level of maximum vessel stenosis in all cases. Neoatherosclerosis following infrapopliteal DES placement is a frequent finding in both symptomatic and asymptomatic patients. Our preliminary observations allow us to speculate that analogous to coronary implanted DES, defective endothelialization induced by the eluted drug, along with neovascularization developing between the stent struts, may incite neointimal neoatherosclerosis, which may result in ISR and lumen loss of the peripheral arteries. It also seems that infrapopliteal neoatherosclerosis may be a significant contributing factor for ISR rather than a minor and sporadic process, highlighting the clinical significance of the phenomenon. Our observations put in dispute the traditional way of understanding peripheral in-stent restenosis as a simple hyperproliferative response to barotraumas and may explain the paramount importance of aggressive risk factor modification strategies. Neointimal neoatherosclerosis as identified by FD-OCT may have a role in the development of below-the-knee restenosis and thus warrants further investigation by larger controlled studies. Moreover, it may prove clinically useful for the determination of intrastent tissue prolapse and strut malapposition. FD-OCT should not be utilized as a tool for routine clinical practice until evidence from further clinical trials emerge to determine the specific indications for OCT imaging of the peripheral arteries.

Page generated in 0.0813 seconds