• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • 1
  • Tagged with
  • 4
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Quantitative methods for the assessment of intestitial lung disease in MDCT / Ποιοτική και ποσοτική εκτίμηση διάμεσης νόσου του πνεύμονα στην πολυτομική υπολογιστική τομογραφία

Παπαπαναγιώτου, Νικόλαος 10 June 2014 (has links)
Interstitial lung diseases are a heterogeneous group of disorders that vary widely in etiology, clinic-radiologic presentation, histopathologic features, and clinical course. MDCT is the modality of choice for determining the extent of diffuse interstitial lung disease and predicting the clinical outcomes as the scoring of fibrosis correlates well with the mortality rate. Different visual scoring systems for evaluating ILDs’ extent on HRCT have been developed over the past 20 years. Several visual scoring methods have been used to characterize and quantify the disease, correlate with common clinical parameters, prognosticate patients, assess disease progression and evaluate response to treatment. Up to date, visual scoring remains the method of choice for assessing disease extent in clinical practice. However, these methods show variable reproducibility in literature and therefore, a more accurate classification system is necessary for objective and reproducible assessment of disease extent. This has lead to considerable research efforts in advanced computer-based ILD extent quantification systems in the last 10 years. In this Thesis we compare four different available methods for the assessment of interstitial lung disease, for total, ground glass and reticular extent. A radiologist in training evaluated disease extent using a semi-quantitative visual scoring method (a), a visual pixel-based method (b) and semi-automated histogram thresholding technique (c). An automated CAD algorithm (d) was also utilized. All methods were applied to the same data sample of patients with collagen vascular diseases and lung involvement. The sample performance is reported on axial slice basis in terms of mean, standard deviation and range. Furthermore, methods have been compared pairwise by means of Bland-Altman analysis, utilized in order to assess by inspection the degree of agreement for varying disease extent. Additionally, the Intraclass Correlation Coefficient index has been calculated for all pairs compared. Statistical analysis showed almost perfect agreement between our visual pixel based method and the automated system concerning total and reticular disease extent, while the CAD algorithm and thresholding technique have demonstrated substantial agreement. None of the pairwise comparisons exhibited a high degree of agreement concerning ground glass extent estimation. Inter-observer comparison manifested significantly higher degree of agreement for the visual pixel based technique as compared to semi-quantitative visual scoring method. CAD algorithms provide a fast and reproducible disease extent and in our study present a high agreement with visual pixel based method, which is accounted for the more precise, albeit time wasting method. Resultantly, these automated systems could replace semi-quantitative visual scoring methods, not radiologists, in terms of accuracy, reproducibility and more precise clinical decision. / Οι διάμεσες πνευμονοπάθειες αποτελούν μια ετερογενή κατηγορία διαταραχών με ποικίλη αιτιολογία, κλινική, ιστολογική και ακτινολογική εικόνα. Η MDCT αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για την εκτίμηση της έκτασης της νόσου και επομένως για την κλινική πορεία των ασθενών, εφόσον η έκταση της ίνωσης εμφανίζει υψηλή συσχέτιση με το δείκτη θνητότητας. Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν αναπτυχθεί πολλά διαφορετικά συστήματα και μέθοδοι, που βασίζονται στην οπτική παρατήρηση και αποσκοπούν στον χαρακτηρισμό και την ποσοτικοποίηση της έκτασης της διάμεσης νόσου, καθώς και στο συσχετισμό της με κλινικές παραμέτρους, όπως η πρόγνωση και η ανταπόκριση στη θεραπεία. Οι ημιποσοτικές μέθοδοι, που βασίζονται στην οπτική παρατήρηση παραμένουν έως και σήμερα μέθοδοι εκλογής για την αξιολόγηση και ποσοτικοποίηση της έκτασης της νόσου. Εντούτοις, χαρακτηρίζονται σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα από χαμηλούς δείκτες επαναληψιμότητας. Ως εκ τούτου, η αναζήτηση περισσότερο αντικειμενικών και επαναλήψιμων μεθόδων για την εκτίμηση της διάμεσης πνευμονοπάθειας είναι επιτακτική ανάγκη. Ως αποτέλεσμα, τα τελευταία 10 χρόνια η ερευνητική προσπάθεια έχει προσανατολιστεί σε αυτοματοποιημένες μεθόδους για την ποσοτικοποίηση της διάμεσης νόσου. Στην παρούσα διπλωματική συγκρίθηκαν τέσσερεις διαφορετικές μέθοδοι, διαθέσιμες για την ποσοτικοποίηση των αλλοιώσεων του πνευμονικού ιστού. Η έκταση της νόσου αξιολογήθηκε από έναν ειδικευόμενο ακτινολόγο με ημιποσοτική μέθοδο με οπτική παρατήρηση (α), με ποσοτική μέθοδο χειρονακτικού σχεδιασμού και τμηματοποίησης των προσβεβλημένων περιοχών (β) και με μια ημι-αυτόματη μέθοδο κατωφλίωσης ιστογράμματος (γ). Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιήθηκε ένας αλγόριθμος υποβοήθησης διάγνωσης (CAD) (δ). Όλες οι μέθοδοι εφαρμόστηκαν στο ίδιο δείγμα δεδομένων από ασθενείς με νοσήματα του συνδετικού ιστού και πνευμονική προσβολή. Τα ημιποσοτικά αποτελέσματα, καθώς και αυτά της χειρωνακτικής τμηματοποίησης συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα δύο έμπειρων ακτινολόγων in consensus και μελετήθηκε η συμφωνία τους. Οι αποδόσεις των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στην εκτίμηση τόσο της συνολικής έκτασης της νόσου, όσο και των επιμέρους προτύπων συγκρίθηκαν ανά ζεύγη με ανάλυση κατά Bland-Altman και με υπολογισμό του δείκτη ICC (Intraclass Correlation Coefficient). Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε σημαντική συσχέτιση μεταξύ του CAD και του χειρωνακτικού σχεδιασμού για τη συνολική έκταση και το reticular πρότυπο, ενώ χαμηλότερη είναι η συμφωνία μεταξύ του CAD και της μεθόδου κατωφλίωσης ιστογράμματος. Δεν παρατηρήθηκε υψηλός δείκτης συμφωνίας σε κανένα ζεύγος συσχέτισης όσο αφορά την εκτίμηση του προτύπου θαμβής υάλου. Η συμφωνία των ακτινολόγων είναι υψηλότερη για την οπτική μέθοδο αξιολόγησης με χειρονακτική τμηματοποίηση σε σχέση με την ημιποσοτική μέθοδο με οπτική παρατήρηση. Οι αλγόριθμοι υποβοήθησης διάγνωσης παρέχουν γρήγορη και επαναλήψιμη εκτίμηση της έκτασης της διάμεσης νόσου και στη δικιά μας μελέτη παρουσιάζουν υψηλού βαθμού συσχέτιση με την ποσοτική μέθοδο, η οποία θεωρείται η πιο ακριβής, εντούτοις χρονοβόρα μέθοδος. Συμπερασματικά, τα αυτόματα αυτά συστήματα θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις υποκειμενικές ημιποσοτικές μεθόδους στην ποσοτικοποίηση των διάμεσων αλλοιώσεων του πνεύμονα.
2

Κόστος ενδονοσοκομειακής περίθαλψης ασθενών με οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο

Γιολδάσης, Γεώργιος 10 October 2008 (has links)
Τα ΑΕΕ είναι η πρώτη αιτία αναπηρίας και η τρίτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Επίσης οι ασθενείς με ΑΕΕ είναι οι συχνότεροι χρήστες των υπηρεσιών υγείας. Παράλληλα, στη χώρα μας δαπανάται ετησίως το 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) για την υγεία σε σχέση με το μέσο όρο του 8,9% των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Στόχος της μελέτης είναι η οικονομική αξιολόγηση του ενδο-νοσοκομειακού κόστους ασθενών με οξύ ΑΕΕ στην Ελλάδα καθώς επίσης και ο προσδιορισμός ανεξάρτητων παραγόντων που επηρεάζουν το κόστος νοσηλείας. Καταγράφηκαν δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά σε 429 συνεχόμενους ασθενείς με οξύ ΑΕΕ (ισχαιμικό ή αιμορραγικό) που εισήχθησαν σε όλες τις κλινικές του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών για διάστημα 18 μηνών. Υπολογίσαμε το κόστος, για κάθε ασθενή ατομικά, από την ώρα της εισβολής του ΑΕΕ έως την έξοδό του από το νοσοκομείο. Το κόστος μετρήθηκε σε ευρώ (€) και σύμφωνα με τις πραγματικές δαπάνες του νοσοκομείου. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 68.9 (±12.7) έτη και η διάρκεια νοσηλείας ήταν 10.9 (±7.9) ημέρες. Οι 345 ασθενείς (80%) είχαν ισχαιμικό ΑΕΕ και 84 (20%) είχαν πρωτοπαθή ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Το άμεσο ενδο-νοσοκομειακό κόστος νοσηλείας όλων των ασθενών με οξύ ΑΕΕ ανήλθε στα 1.551.445,00 € για μια συνολική διάρκεια νοσηλείας 4.674 ημερών (331,9 € ανά ημέρα νοσηλείας). Το μέσο ενδονοσοκομειακό κόστος ανά ασθενή με ΑΕΕ ήταν 3.624,9(±2695.4) €. Το 59% του συνολικού κόστους αποδόθηκε στο κόστος "κλίνης και προσωπικού", (6%) "προ εισαγωγής", (13%) "εργαστηριακό έλεγχο", (6%) "απεικονιστικό έλεγχο", (8%) "αποκλειστική νοσηλευτική φροντίδα", (7%) "φαρμακευτική αγωγή", (0.6%) "θεραπεία αποκατάστασης" και (0.7%) "διάφορα έξοδα". Τα αιμορραγικά ΑΕΕ είχαν σημαντικά μεγαλύτερο κόστος από τα ισχαιμικά ΑΕΕ (μέσο 5305.4 και 3.214,5 €, αντίστοιχα). Μεταξύ των υπότυπων των ισχαιμικών ΑΕΕ το συνολικό μέσο κόστος ήταν σημαντικά χαμηλότερο για τα "κενοτοπιώδη" έμφρακτα (2328.7±1100.2 €). Η διάρκεια νοσηλείας είχε υψηλή συσχέτιση με το συνολικό ενδο-νοσοκομειακό κόστος. Η πολυπαραγοντική γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι το τμήμα εισαγωγής, η βαρύτητα του ΑΕΕ στην εισαγωγή, ο τύπος του ΑΕΕ και η κατάσταση εξόδου ήταν ανεξάρτητοι παράγοντες του κόστους. Αν επιθυμούμε τη συγκράτηση του νοσοκομειακού κόστους, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πολιτικές διοίκησης που στοχεύουν στη μείωση της διάρκειας νοσηλείας. / Stroke is the first cause of disability and the third cause of death worldwide. Moreover, in the western countries, the stroke patients are the most frequent users of all the health services and the hospital budgets. At the same time, 10% of the Gross Domestic Product (GDP) is annually spent on health in relation with the average 8.9% of the Organisation for Economic Co-operation and Development (OECD) countries. Aim of this study is the economic evaluation on the in-hospital cost of patients with an acute stroke in Greece and the identification of potential independent factors influencing this cost. Demographic and clinical data were recorded on 429 consecutive patients with an acute stroke (ischemic and hemorrhagic), admitted to the University General Hospital of Patras during a period of 18 months. We calculated the cost, individually for each patient, from the stroke onset until the discharge from the hospital. The cost was measured in euro (€), according to the real expenditure of hospital. Mean age was 68.9 (±12.7) years and length of stay (LOS) was 10.9 (±7.9) days. In all, 345 patients (80%) had an ischemic stroke and 84 (20%) had a primary intracerebral hemorrhage. The direct in-hospital cost of all stroke patients, 1.551.445,00 €, accounted for a total hospitalisation of 4.674 days (331.9 € per day in hospital). The mean in-hospital cost per patient was 3.624,9 (±2695.4) €. The 59% of the total cost concerns the cost of "bed and staff", (6%) "pre-hospital cost", (13%) "laboratory investigations", (6%) "imaging investigations", (8%) "supportive nursing", (7%) "medication", (0.6%) "rehabilitation therapy" and (0.7%) "other expenses". Hemorrhagic strokes were significantly more expensive than the ischemic strokes (mean 5305.4 (± 4204.8) € and 3214,5 (±1976.2) € respectively). Amongst ischemic stroke subtypes the mean total cost was significantly lower for lacunar strokes (2328.7 ± 1100.2 €). The length of stay was highly correlated with in-hospital total cost. Multivariate linear regression model showed that the admission ward, stroke severity on admission, stroke type and status discharge were independent predictors of cost. In order to withhold the hospital cost, policies of administration that aiming to the reduction of length of stay should be taken into consideration.
3

Μελέτη της συμβολής της απόπτωσης και της έκφρασης των heat shock proteins στη μη αποδοτική αιμοποίηση του μυελοδυσπλαστικού συνδρόμου και στην πρόοδο της νόσου

Μιχαλοπούλου, Σωτηρία 30 July 2008 (has links)
Το Μυελοδυσπλαστικό Σύνδρομο (ΜΔΣ) αποτελεί μια ετερογενή ομάδα κλωνικών αιματολογικών διαταραχών με κοινό χαρακτηριστικό τη μη αποδοτική αιμοποίηση που οδηγεί σε ανθεκτικές κυτταροπενίες και συχνή εκτροπή προς Οξεία Λευχαιμία (ΟΛ). Η παράδοξη συνύπαρξη ενός πληθωρικού ή νορμοκυτταρικού μυελού των οστών και κυτταροπενιών στην περιφέρεια έχει αποδοθεί στην αυξημένη απόπτωση προγονικών και ώριμων αιμοποιητικών κυττάρων του μυελού των ασθενών αυτών. Παρ'όλ'αυτά, αιτιοπαθογενετική σχέση της υπέρμετρης απόπτωσης με την ανεπαρκή κλωνογόνο ικανότητα των προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων του μυελοδυσπλαστικού μυελού δεν τεκμηριώνεται επαρκώς από τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα. Αντίθετα, αδιαμφισβήτητη είναι η συσχέτιση της κατάργησης των μηχανισμών του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου στο προχωρημένο ΜΔΣ με την εκτροπή της νόσου προς ΟΛ. Η αυξημένη έκφραση αντιαποπτωτικών πρωτεϊνών όπως οι Bcl-2, Bcl-xL, IAPs, survivin έχει προταθεί ότι υποστηρίζει την πρόοδο της νόσου και την επακόλουθη λευχαιμική εξέλιξη. Οι Heat Shock Proteins αποτελούν θεμελιώδεις πρωτεΐνες, ως προς τις αποφάσεις των κυττάρων σχετικά με την επιβίωση ή το θάνατό τους. Η Hsp73, ένα σταθερά εκφραζόμενο μέλος, και οι Hsps 72 και 27, δύο ισχυρά επαγόμενες από ποικίλα στρεσσογόνα ερεθίσματα πρωτεΐνες, είναι τρεις από τις πιο σημαντικές Hsps εκδηλώνοντας πολυδιάστατη αντι-αποπτωτική δράση και παρέχοντας ισχυρή κυτταροπροστασία. Σε αρκετά είδη συμπαγών όγκων αλλά και αιματολογικών κακοηθειών έχει δειχθεί υπερέκφραση των Hsps, ενώ έχει προταθεί ακόμη και αιτιοπαθογενετική σχέση της διαταραχής της έκφρασης των πρωτεϊνών αυτών με την ογκογένεση. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η εκτίμηση του βαθμού της απόπτωσης στα προγονικά και ώριμα κύτταρα μυελού ασθενών με ΜΔΣ και η περαιτέρω διερεύνηση της ουσιαστικής συνεισφοράς του φαινομένου στην ανεπαρκή κλωνογόνο ικανότητα των προγονικών κυττάρων και, κατ' επέκταση, στη μη αποδοτική αιμοποίηση που χαρακτηρίζει το σύνδρομο. Εν συνεχεία, διερευνήθηκαν οι αποπτωτικές μεταβολές κατά την πρόοδο της νόσου οι οποίες συσχετίσθηκαν με την έκφραση των αντι-αποπτωτικών Heat Shock Proteins. Η έκφραση των Hsps 72, 27 & 73 μελετήθηκε υπό συνθήκες ηρεμίας (βασική έκφραση, ΒΕ), ενώ ελέγχθηκε η επαγωγιμότητα των Hsps 72 και 27 κατόπιν εφαρμογής θερμικού shock ή ο-αποπτωτικής διέγερσης με συνδυασμό κυτταροκινών (TNFα+IFNγ). Η προσδιοριζόμενη έκφραση των Hsps συσχετίσθηκε, κατόπιν, με την απόπτωση και το στάδιο της νόσου. Η παρούσα μελέτη επιβεβαιώνει την παρουσία αυξημένης απόπτωσης τόσο στα ώριμα CD34- όσο και στα προγονικά CD34+ κύτταρα του μυελού ασθενών με ΜΔΣ με αξιοσημείωτη ετερογένεια να διέπει τα αποτελέσματα ακόμη και μεταξύ ασθενών της ίδιας κατά FAB κατηγορίας νόσου. Τα επίπεδα ανιχνευόμενης απόπτωσης υπερείχαν σημαντικά στο μυελό των ασθενών με "πρώιμη" (RA και RARS) έναντι εκείνων με "προχωρημένη" (RAEB και RAEB-t) νόσο, ενισχύοντας τη θεωρία της κατάργησης των αποπτωτικών μηχανισμών κατά την πρόοδο της νόσου. Μετά από 24 ώρες υγρής καλλιέργειας, το ποσοστό των ανιχνευόμενων πρώιμων αποπτωτικών CD34+ κυττάρων μυελού ασθενών με ΜΔΣ μειώθηκε σημαντικά. Προκειμένου να διερευνηθεί η πραγματική συμβολή της απόπτωσης στη μη αποδοτική αιμοποίηση του ΜΔΣ in vitro, αποπτωτικά και μη αποπτωτικά προγονικά CD34+ φρέσκα κύτταρα μυελού διαχωρίστηκαν με τη μέθοδο του Κυτταροδιαχωρισμού ενεργοποιούμενου από φθορισμό και τοποθετήθηκαν σε βραχείας διάρκειας ημιστερεές καλλιέργειες, όπου ελέγχθηκε η σχετική κλωνογόνος ικανότητά τους. Τόσο τα αποπτωτικά όσο και τα μη αποπτωτικά CD34+ κύτταρα των ασθενών με ΜΔΣ επέδειξαν εξίσου ανεπαρκή ανάπτυξη in vitro, υποδεικνύοντας ότι η παρουσία απόπτωσης δεν επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά των κυττάρων στην καλλιέργεια. Η βασική ενδοκυττάρια έκφραση των αντιαποπτωτικών Hsps 27, 72 και 73 βρέθηκε σημαντικά αυξημένη στο μυελό ασθενών με ΜΔΣ. Η υπερέκφραση των Hsps αφορούσε κυρίως τα ολικά μονοπύρηνα κύτταρα του μυελού των ασθενών, ενώ τα προγονικά CD34+ κύτταρα δεν επέδειξαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα των υπό μελέτη πρωτεϊνών. Επιπλέον, η εφαρμογή θερμικού shock οδήγησε επιτυχώς στην επαγωγή των Hsps 27 και 72 στο μυελό ασθενών και μαρτύρων, προσεγγίζοντας όμως υψηλότερα τελικά επίπεδα έκφρασης στο μυελό των ασθενών. Tόσο η βασική όσο και η εκ θερμικού stress επαγόμενη έκφραση της Hsp72 βρέθηκε σημαντικά ενισχυμένη στα μονοπύρηνα κύτταρα του μυελού ασθενών με "προχωρημένου τύπου" ΜΔΣ, ενώ σημαντικά θετική συσχέτιση τεκμηριώθηκε μεταξύ της έκφρασης ηρεμίας των τριών Hsps και του ποσοστού των βλαστών του μυελού των ασθενών. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ενδεχόμενο ρόλο της υπερέκφρασης των Hsps στην ευνοϊκή επιλογή και εξάπλωση των κλωνικών κυττάρων και, συνεπακόλουθα, στην πρόοδο της νόσου. Η συνδυασμένη επίδραση κυτταροκινών σε κύτταρα φυσιολογικών μυελών οδήγησε σε σημαντική μείωση της έκφρασης της Hsp72, ενώ στο 36% των ασθενών παρατηρήθηκε αύξηση της έκφρασης της Hsp72. Τέλος, αρνητική ήταν η συσχέτιση της βασικής ή επαγόμενης έκφρασης των Hsps με την αυτόματη ή προκλητή απόπτωση σε ολικά ή προγονικά κύτταρα μυελού ασθενών με ΜΔΣ, επιβεβαιώνοντας τον κυτταροπροστατευτικό τους ρόλο. Συνοψίζοντας, τα ευρήματα της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνουν την παρουσία αυξημένης απόπτωσης στο μυελό των ασθενών με ΜΔΣ, ιδιαίτερα πρώιμου τύπου. Τα πρώιμα αποπτωτικά προγονικά κύτταρα επιδεικνύουν δυνατότητα διαφυγής από τον κυτταρικό θάνατο και σχετική λειτουργική ανάνηψη κατά την απομάκρυνσή τους από το προαποπτωτικό μικροπεριβάλλον του μυελού. Εναλλακτικά, πρόκειται για κύτταρα που, εξ'αιτίας αποτυχίας του αποπτωτικού μηχανισμού να περατωθεί, υφίστανται "ατελή απόπτωση" και διασώζονται, φέροντα όμως δυνητικά ογκογόνες μεταλλάξεις. Η γενική αντίληψη, πάντως, που καθιστά την απόπτωση ως την αιτία της μη αποδοτικής αιμοποίησης του συνδρόμου κλονίζεται, καθώς αποπτωτικά και μη αποπτωτικά προγονικά κύτταρα διαθέτουν παρόμοια κλωνογόνο ικανότητα, in vitro; φαίνεται ότι επιπρόσθετες ενδογενείς ανωμαλίες περιορίζουν το κλωνογόνο δυναμικό αποπτωτικών και μη προγονικών κυττάρων. Η υπερέκφραση Hsps που τεκμηριώθηκε στο μυελό ασθενών με ΜΔΣ ενδεχομένως υποστηρίζει την διαδικασία κακοήθους εξαλλαγής μέσω της σιωπηρής συσσώρευσης μεταλλάξεων στα κύτταρα του κλώνου. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα των αντι-αποπτωτικών αυτών πρωτεϊνών θα μπορούσε να ευθύνεται για την προτεινόμενη ατελή απόπτωση των κυττάρων του μυελοδυσπλαστικού μυελού. Όπως προκύπτει από τη σημαντική συσχέτιση της έκφρασης των Hsps τόσο με το ποσοστό βλαστών όσο και με το στάδιο της νόσου, τα υπερεκφράζοντα ώριμα με τα αντίστοιχα προγονικά τους παθολογικά κύτταρα, ενέχοντας πλεονέκτημα επιβίωσης έναντι των φυσιολογικών στο προ-αποπτωτικό μικροπεριβάλλον του δυσπλαστικού μυελού, φαίνεται ότι επιλέγονται και επικρατούν κατά την πρόοδο της νόσου. Σε ένα τέτοιο υπόστρωμα αντίστασης στην απόπτωση ένα επιγενετικό συμβάν που αναστέλλει τη διαφοροποίηση ενδέχεται να πυροδοτήσει τη λευχαιμική εκτροπή. / Myelodysplastic syndrome comprises a heterogeneous group of clonal stem cell disorders characterized by ineffective hematopoiesis leading to refractory cytopenias and frequent evolution to acute myeloid leukemia (AML). The existing inconsistency between normal or hypercellular bone marrow and peripheral blood cytopenias remains a paradox that has been attributed to excessive intramedullary apoptosis. However, a causative relationship of apoptosis to the progenitor’s defective clonogenic growth has not been sufficiently demonstrated. On the other hand, it is widely accepted that abrogation of apoptotic control in advanced MDS favours the expansion of the malignant clone and contributes to the frequently observed evolution to acute myeloid leukaemia (AML). Enhanced expression of antiapoptotic proteins Bcl-2, Bcl-xL, IAPs, survivin has been proposed to contribute to elimination of apoptosis, disease progression and subsequent leukemic evolution. Heat Shock Proteins (Hsps) are fundamental for cell life and death decisions and essential for the coordination between proliferation, differentiation and apoptosis. Hsp73, one of the constitutively expressed Hsps, and Hsps 72 and 27, two strongly inducible by several stress stimuli proteins, are three of the most important Hsps. These three Hsps regulate programmed cell death by interfering with multiple key-regulatory points of the apoptotic cascade, acting as apoptosis inhibitors and conferring strong cytoprotection. Hsps 72 and 27 are overexpressed in a number of human cancers and haematological malignancies, while a causative relationship of these proteins to oncogenesis has even been proposed. The aim of our study was to determine the degree of programmed cell death in progenitor and mature bone marrow cells of MDS patients. Moreover, apoptosis' actual contribution to defective clonogenic capacity of MDS progenitors and, subsequently, to ineffective hematopoiesis in MDS was assessed. Furthermore, apoptosis modifications during disease progression were detected and correlated to the expression of antiapoptotic Hsps. Hsps 72, 27 and 73 intracellular expression was studied under conditions of tranquillity in bone marrow and progenitor cells of MDS patients, while the inducibility of Hsps 27 and 72 was further tested after application of an environmental type of stress (heat shock) and pro-apoptotic stimulation under combined cytokine treatment (TNFα+IFNγ). Finally, we determined an existing link between Hsps' levels, apoptosis and disease progression. Apoptosis was significantly augmented in both progenitor and mature bone marrow cell fractions from MDS patients. Apoptosis determined in the bone marrow of patients with "early" MDS (RA and RARS) significantly exceeded cell death levels detected in those with "advanced" (RAEB and RAEB-t) disease, supporting the theory of apoptosis' abrogation as the disease evolves. We should remark, however, that even inside the same FAB-category, a great heterogeneity existed in results. After 24 hours of liquid culture the percentage of early apoptotic progenitors in MDS BM significantly decreased. In order to determine apoptosis' actual contribution to defective clonogenic capacity of MDS progenitors, “apoptotic” and “non-apoptotic” bone marrow CD34+ cells were sorted by FACS (Fluorescence Activated Cell Sorting) and their differential clonogenic capacity was assessed in a short-term semisolid culture system. There was no correlation between apoptosis’ existence and culture performance, since non-apoptotic as well as apoptotic CD34+ bone marrow cells both exhibited similar defective growth. Basal intracellular expression of antiapoptotic Hsps 27, 72 and 73 was found significantly elevated in bone marrow cells of MDS patients. Hsps overexpression mainly involved total BMMC, while higher protein levels were also detected within patients’ progenitor bone marrow cells, but the differences noted did not attain statistical significance. Moreover, HS treatment provoked the effective induction of Hsps 27 and 72 in both MDS and normal subjects leading to the achievement of even higher final protein levels in the patients’ marrow, despite the already enhanced basal expression. Both basal and HS-induced Hsp72 expression were significantly enhanced in BMMC of MDS patients with advanced disease, while a positive correlation between all three Hsps basal expression and blast percentage was established in the patients' marrow. These findings suggest a probable role of Hsps overexpression in the favored selection and expansion of clonal cells, further hematopoiesis depression and disease progression. Combined pro-apoptotic treatment of normal BM cells caused a significant downregulation of Hsp72. On the contrary, BM cells from MDS patients responded by elevating the expression of cytoprotective Hsp72 in about 36% of cases. Finally, in accordance to the well-demonstrated cytoprotective role of Hsps, an inverse correlation was noted between spontaneous or induced apoptosis and Hsps basal or induced expression. In conclusion, our findings support the previous observations of increased apoptosis in MDS marrow, especially in "early" disease. Interestingly, early apoptotic MDS progenitors exhibit the potential to escape from apoptosis and even recover functionally, as shown in CFU-assays, when separated from the bone marrow microenvironment, the main source of pro-apoptotic signalling. Alternatively, these cells, due to intrinsic defects in cell death activated pathways, may undergo incomplete apoptosis and get rescued possibly carrying, though, potentially transforming mutations. However, apoptosis does not seem to be the only cause of impaired clonogenic growth in MDS, as apoptotic and non-apoptotic progenitors exhibit similar patterns of growth, both defective compared to normal. Apparently, additional intrinsic abnormalities limit the clonogenic potential of apoptotic and non-apoptotic progenitors. Augmented Hsps expression established in MDS marrow may support the underlying transformation process through the suppression and silent gathering of mutations, probably promoting viability and growth of otherwise mutant cells. Moreover, increased levels of anti-apoptotic Hsps may account for the proposed incomplete apoptosis of MDS marrow cells. Hsps appear to provide resistance against spontaneous or induced apoptosis to the overexpressing cell population. Hsps' positive correlation to blast count and disease stage implies that the overexpressing mature cells along with their abnormal progenitors, encompassing a survival advantage over normal cells in the pro-apoptotic MDS marrow, get selected and expanded during disease progression. On such a background of non-susceptibility to apoptosis a secondary event blocking differentiation could lead to leukaemic transformation.
4

Η λειτουργία του άξονα υποθάλαμος–υπόφυση–επινεφρίδια σε νοσηλευόμενους ασθενείς της Παθολογικής Κλινικής με διαφορετικής βαρύτητας νοσήματα

Μαργέλη, Θεοδώρα 03 May 2010 (has links)
Ο άξονας Υποθάλαμος – Υπόφυση – Επινεφρίδια και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι τα περιφερικά σκέλη του συστήματος απάντησης στο στρες, με στόχο τη διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού. Ανεπάρκεια ανταπόκρισης των επινεφριδίων στη σοβαρή νόσο μπορεί να παρουσιαστεί χωρίς προφανή βλάβη στον άξονα ΥΥΕ. Σε πολλούς ασθενείς με σοβαρή νόσο, τα επίπεδα κορτιζόλης παρά το ότι είναι αυξημένα, δεν είναι αρκετά ώστε να εκδηλώσουν επαρκή επινεφριδιακή απάντηση σε σχέση με τη σοβαρότητα της νόσου. Η βέλτιστη απάντηση του άξονα ΥΥΕ σε καταστάσεις νόσου παραμένει υπό αμφισβήτηση. Η διάγνωση της πιθανής σχετικής με τη νόσο παροδικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας και η ανάγκη για χορήγηση κορτικοστεροειδών είναι ακόμη υπό συζήτηση. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η εκτίμηση της επινεφριδιακής απάντησης ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου στην οξεία φάση της νόσου και η μελέτη του άξονα ΥΥΕ τόσο στην οξεία φάση, όσο και στην ανάρρωση. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 56 νοσηλευόμενοι ασθενείς με διαφορετικής βαρύτητας νόσημα (ΑΕΕ, ήπια νόσο, σήψη και σοβαρή σήψη), καθώς και 15 υγιή άτομα – μάρτυρες. Σε όλους τους συμμετέχοντες, κατά την εισαγωγή τους (1η ημέρα), μετρήθηκε η κορτιζόλη και η ACTH. Κατόπιν εφαρμόστηκε η δοκιμασία με χαμηλή δόση (1μg) κορτικοτροπίνης και δύο ώρες αργότερα η δοκιμασία με τη συνήθη δόση (250μg) κορτικοτροπίνης. Τη δεύτερη ημέρα νοσηλείας στους ασθενείς μετρήθηκε η ημερήσια διακύμανση της κορτιζόλης. Κατά την 5η -6η ημέρα νοσηλείας (φάση ανάρρωσης) έγινε επανάληψη των δοκιμασιών σε 15 ασθενείς (7 με σήψη και 8 με σοβαρή σήψη). Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων, στην ομάδα των ΑΕΕ και της σοβαρής σήψης παρατηρούνται οι υψηλότερες τιμές κορτιζόλης, καθώς επίσης και εξάλειψη της ημερήσιας διακύμανσης της κορτιζόλης. Παράλληλα, σε όλους τους ασθενείς παρατηρείται διαχωρισμός των επιπέδων κορτιζόλης και ACTH. Η αύξηση της κορτιζόλης (Δmax κορτιζόλης) μετά από διέγερση με 1 μg κορτικοτροπίνης δεν διέφερε μεταξύ των ομάδων νόσου, ενώ η Δmax κορτιζόλης μετά από διέγερση με 250μg κορτικοτροπίνης παρουσίασε οριακά σημαντική διαφορά με μια τάση να είναι υψηλότερη στην ομάδα των υγιών μαρτύρων. Η συχνότητα της απάντησης ή μη στη συνήθη δοκιμασία με βάση το κριτήριο Δmax κορτιζόλης <9 δεν διέφερε μεταξύ των υγιών και των ομάδων ασθενών, ενώ όλοι οι ασθενείς επιβίωσαν χωρίς τη χορήγηση κορτικοειδών, ανεξάρτητα από την απάντηση ή μη στις δοκιμασίες με ACTH. Στους ασθενείς με σήψη, η Δmax κορτιζόλης μετά από διέγερση με 250 μg κορτικοτροπίνης ήταν υψηλότερη στη φάση ανάρρωσης σε σχέση με την οξεία φάση, ενώ στους ασθενείς με σοβαρή σήψη η αντίστοιχη διαφορά δεν ανεδείχθη σε σημαντικό βαθμό. Η βασική κορτιζόλη ήταν υψηλότερη στην οξεία φάση σε σχέση με τη φάση ανάρρωσης και στις δύο ομάδες νόσου. Συμπερασματικά, διαπιστώνονται ήπιες αλλαγές στον άξονα ΥΥΕ, ανάλογα με τη σοβαρότητα του νοσήματος. Παρόλα αυτά, δεν επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σχετικής επινεφριδιακής ανεπάρκειας σε μη βαριά νοσούντες ασθενείς. / Relative corticosteroid insufficiency maybe is common in critically ill patients, associated with poor outcome; however it is not known the response of the hypothalamic-pituitary-adrenal (HPA) axis in nursed patients. Our aim was to evaluate the response of HPA axis in non-critically ill nursed (NCIN) patients. Fifty -six nursed patients, divided into four groups (stroke, mild disease, sepsis and severe sepsis) as well as a control group (n=15) were studied. At admission (day 1), cortisol and ACTH measured and a low - dose (1mug ) corticotropin test was performed, followed two hours later by a standard-dose (250 mug). Diurnal variation of cortisol was obtained on day 2. A second identical set of low and standard set of corticotropin tests were performed on day 5 or 6 (recovery phase). In patients with stroke and severe sepsis cortisol had the highest values and its diurnal variation was abolished. Dissociation of ACTH and cortisol was found in all patients. The Deltamax of cortisol after the 1 mug corticotropin test did not differ among the groups while after the 250 mug corticotropin test was borderline higher in controls. The ratio of responders (Deltamax of cortisol >/= 9 mug/dL) to non-responders after 1 mug or 250 mug corticotrophin tests did not differ among patients and controls. All patients had a good outcome without glucocorticoid treatment. In conclusion, mild alterations of the HPA axis, depending on the severity of illness occurred. However, relative corticosteroid insufficiency in non-critically ill nursed patients did not confirm.

Page generated in 0.2084 seconds