Spelling suggestions: "subject:"τύπους"" "subject:"τύπου""
1 |
Σεισμοί στον εθνικό και επαρχιακό τύποΠαράσχη, Τόνια 04 February 2008 (has links)
Αποτύπωση των μεγαλύτερων σεισμών του 20ου αιώνα στον Ελληνικό χώρο από τον εθνικό και επαρχιακό Ελληνικό τύπο.Σύγκριση των δημοσιευμάτων σχετικά με τεσσερις μεγάλους σεισμούς των τελευταίων πενήντα χρόνων. / Recording of the larger scale earthquakes of 20th century in Greece from the national and provincial Greek press. Comparison of publications referring to four of the largest scale earthquakes of the last fifty years.
|
2 |
Οι αντιδράσεις στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 : Το παράδειγμα της εφημερίδας «Ακρόπολις»Σούκουλη, Φωτεινή 11 October 2013 (has links)
Η εργασία αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 της κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, δηλαδή τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια που κατατέθηκαν επί Υπουργίας Κ. Γόντικα (1929) και Γ. Παπανδρέου (1930 -1932), από μία εφημερίδα του Τύπου της εποχής, μη προσκείμενης στην κυβερνητική παράταξη, την εφημερίδα «Ακρόπολις».
Θεωρήθηκε ενδιαφέρον να μελετηθεί η άποψη της συγκεκριμένης εφημερίδας, αφού σημείωνε επιτυχία ως προς την κυκλοφορία της, κι επειδή φιλοξένησε στις σελίδες της άρθρα για την επιχειρούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Δημήτρη Γληνού, παιδαγωγού και διανοούμενου που είχε αναλάβει σημαντικό ρόλο στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1913, η οποία είχε κατατεθεί και πάλι από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων.
Εκτός από τις αναφορές σε βιβλιογραφικές πηγές, γίνεται παράθεση και ανάλυση των δημοσιευμάτων της εφημερίδας, με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου, που αναφέρονται στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929. / This thesis deals with the criticism on the Greek education reform of 1929, comprising from the education bills submitted when ministers of education were K. Gontikas (1929) and G. Papandreou (1930-1932), by the government of Eleftherios Venizelos, from a newspaper not supporting the governing party, namely newspaper “Akropolis”.
The study of this particular newspaper was considered interesting, since it achieved high circulation and contained articles written by D. Glinos, an educator and intellectual who played an important role in the education reform of 1913, which had also been submitted by the governing party of Liberals led by Eleftherios Venizelos.
Apart from the bibliographic references, newspaper articles are provided and analyzed, using content analysis, referring to the education reform of 1929.
|
3 |
Η επίδραση διαφορετικού επιπέδου φυσικής δραστηριότητας στο μέγεθος και τύπο μυικών ινών του πολυσχιδούς μυός. Συγκριτική μελέτη ομάδων ασθενών οσφυαλγίας και υγειών ατόμωνΜάζης, Νικόλας 03 May 2010 (has links)
Ανασκόπηση βιβλιογραφίας: Όπως υποστηρίζεται από διάφορες έρευνες οι μυς της οσφυϊκής χώρας και συγκεκριμένα ο πολυσχιδής μυς, παίζουν σημαντικό ρόλο στη σταθερότητα της σπονδυλικής στήλης. Προηγούμενες εργασίες που μελέτησαν τα χαρακτηριστικά του πολυσχιδή μυός σε ασθενείς με οσφυαλγία δεν έχουν συμπεριλάβει στο σχεδιασμό τους την παράμετρο της φυσικής δραστηριότητας. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει την διάμετρο και την ποσοστιαία αναλογία των μυϊκών ινών του πολυσχιδή μυός μεταξύ ομάδων ασθενών με οσφυαλγία διαφορετικού επιπέδου φυσικής δραστηριότητας και υγιών ατόμων.
Μεθοδολογία: Στη μελέτη συμμετείχαν εθελοντικά 64 ασθενείς με οσφυαλγία. Βασιζόμενοι στο επίπεδο φυσικής δραστηριότητας των ασθενών, το οποίο εκτιμήθηκε με την συμπλήρωση συγκεκριμένου ερωτηματολογίου (IPAQ), δημιουργήθηκαν τρεις (3) ερευνητικές ομάδες. Η διαχωρισμός των τριών ομάδων έγινε ανάλογα με το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας ως εξής: χαμηλή (ΧΦΔ), μέση (ΜΦΔ), υψηλή (ΥΦΔ). Επίσης στον σχεδιασμό της έρευνας συμπεριελήφθη μια ομάδα ελέγχου αποτελούμενη από 17 άτομα. Βιοπτικό υλικό, διαστάσεων περίπου 5Χ5Χ10 χιλ., ελήφθη από τον πολυσχιδή μυ στο επίπεδο Ο4-Ο5.
Αποτελέσματα: Αντίθετα με την ομάδα ελέγχου, οι ομάδες ασθενών με οσφυαλγία παρουσίασαν στατιστικώς μεγαλύτερη ποσοστιαία αναλογία μυϊκών ινών Τύπου ΙΙ καθώς και μικρότερη διάμετρο και στους δύο τύπους ινών (p<0.05). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας δεν επηρέασε τα χαρακτηριστικά του πολυσχιδή μυ καθώς δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές (p>0.05) στη διάμετρο και ποσοστιαία αναλογία των ινών μεταξύ των ομάδων ΥΦΔ, ΜΦΔ και ΧΦΔ. Διάφορες ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις που παρατηρήθηκαν ήταν εμφανέστερες στις ομάδες ασθενών με οσφυαλγία συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (p<0.05). Η διάμετρος και των δύο τύπων μυϊκών ινών ήταν μεγαλύτερη στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες (p<0.05).
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας μεταξύ των ομάδων ασθενών με οσφυαλγία δεν επηρέασε την διάμετρο και ποσοστιαία αναλογία των μυικών τους ινών. Συμπερασματικά, βάση αυτών των ευρημάτων η έρευνα προτείνει ότι τόσο η φυσική αδράνεια όσο και η υψηλή φυσική δραστηριότητα μπορούν να επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά των ινών του πολυσχιδή μυός. / Background: Previous studies examining the multifidus fiber characteristics among low back pain (LBP) patients have not considered the variable of physical activity. The present study sought to investigate the muscle fiber size and type distribution of the lumbar multifidus muscle among LBP patient groups with different physical activity levels and healthy controls.
Methods: 64 patients were assigned to one of three groups named according to the physical activity level, determined for each patient by the IPAQ questionnaire. These were low (LPA), medium (MPA) and high (HPA) physical activity groups. A control group comprising of 17 healthy individuals was also recruited. Muscle biopsy samples were obtained from the multifidus muscle at the level L4-L5.
Results: In contrast with the control group, LBP patient groups showed a significantly higher Type II fiber distribution as well as reduced diameter in both fiber types (p<0.05). The physical activity level did not have an effect on multifidus characteristics since no significant differences were observed in fiber type and diameter (p>0.05) among LPA, MPA and HPA patient groups. Various pathological conditions were detected which were more pronounced in LBP groups compared to the control (p<0.05). Males had a larger fiber diameter compared to females for both fiber types (p<0.05).
Conclusion: The results showed that the level of physical activity did not affect muscle fiber size and type distribution among LBP patients groups. These findings suggest that not only inactivity but also high physical activity levels can have an adverse effect on the multifidus muscle fiber characteristics.
|
4 |
Οι προτιμώμενοι τρόποι μάθησης, στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σύμφωνα με το μοντέλο εμπειρικής μάθησης του Kolb: Η περίπτωση των μεταπτυχιακών φοιτητών στα προγράμματα “Σπουδές στην εκπαίδευση” και “Εκπαίδευση ενηλίκων” του Ελληνικού Ανοικτού ΠανεπιστημίουΘανοπούλου, Μαρία 21 October 2011 (has links)
Στην παρούσα έρευνα επιχειρείται η διερεύνηση των προτιμώμενων τρόπων μάθησης των μεταπτυχιακών φοιτητών στα προγράμματα σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «Σπουδές στην Εκπαίδευση» και «Εκπαίδευση Ενηλίκων», στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Ως ερμηνευτικό πλαίσιο της έρευνας χρησιμοποιείται η θεωρία της εμπειρικής μάθησης του Kolb. Η συλλογή των δεδομένων στηρίχθηκε στη μέθοδο της επισκόπησης, με εργαλείο μέτρησης το ερωτηματολόγιο. Από την ποσοτική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων διαπιστώνεται η τάση των μεταπτυχιακών φοιτητών προς τον συγκλίνοντα μαθησιακό τύπο. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μεθοδολογία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης εμπίπτει στις προτιμώμενες μαθησιακές συνθήκες του συγκεκριμένου μαθησιακού τύπου. / This research focuses on the attempt to look into the learning preferences of Hellenic Open University’s post graduate students, in the fields of “Education” and “Adult Education”, that they study in the context of open and distance learning methodology. The interpretative context of the research is formed by Kolb’s theory of experiential learning. The research method is based on the questionnaire. The quantitative processing of data ascertains the tendency of post graduate students towards convergent learning style. The results demonstrate that the methodology of open and distance education, as a learning environment, supports the preferences which associate with convergent learning style.
|
5 |
Αναλύσεις μακροοικολογικών και βιογεωγραφικών προτύπων σε νησιωτικές βιοκοινότητες / Analyses of macroecological and biogeographical patterns in insular communitiesΠίττα, Εύα 13 January 2015 (has links)
Ακολουθώντας μακροικολογική προσέγγιση, στόχος της διατριβής είναι η μελέτη των προτύπων συγκρότησης των νησιωτικών βιοκοινοτήτων. Συγκεκριμένα, στόχος είναι η διερεύνηση των προτύπων συνεμφάνισης ειδών, των προτύπων ανομοιότητας στη σύνθεση ειδών και της επίδρασης περιβαλλοντικών παραγόντων σε αυτά, καθώς και των προτύπων εγκιβωτισμού σε νησιωτικές βιοκοινότητες. Για το σκοπό αυτό, συνέλεξα μεγάλο αριθμό δεδομένων από διάφορα νησιωτικά συστήματα του κόσμου, καταρτίζοντας πίνακες παρουσίας-απουσίας ειδών για κάθε νησιωτικό σύστημα. Στη συνέχεια προσπάθησα να αναδείξω γενικά προτύπα συγκρότησης των νησιωτικών βιοκοινοτήτων.
Αρχικά, αξιολόγησα δύο δείκτες («φυσικός» δείκτης και δείκτης CS), οι οποίοι εξετάζουν τα πρότυπα συνεμφάνισης σε επίπεδο ζευγών ειδών, ως προς την καταλληλότητα τους για τη διερεύνηση των προτύπων συνεμφάνισης ειδών. Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι και οι δύο δείκτες είναι κατάλληλοι ως δείκτες διερεύνησης των προτύπων συνεμφάνισης των ειδών. Mε τη χρήση αυτών των δύο δεικτών ανιχνεύονται σημαντικά πρότυπα συνεμφάνισης ειδών σε πολύ λιγότερες περιπτώσεις σε σύγκριση με τον δείκτη C-score που εξετάζει τα πρότυπα συνεμφάνισης σε επίπεδο ολόκληρου πίνακα παρουσίας-απουσίας ειδών. Γενικά, τα περισσότερα πρότυπα συνεμφάνισης ανιχνεύονται στις νησιωτικές κοινότητες των σπονδυλωτών και των φυτών.
Ακολούθως, διερεύνησα τα προτύπα ανομοιότητας στη σύνθεση ειδών διάφορων ομάδων οργανισμών σε ωκεάνια και ηπειρωτικά νησιωτικά συστήματα, σε μερικές περιπτώσεις υπό το πρίσμα των διαφορετικών ικανοτήτων διασποράς των τάξων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανομοιότητα στη σύνθεση ειδών μεταξύ νησιών επηρεάζεται από την ομάδα οργανισμών που μελετάται. Τάξα με μεγάλη ικανότητα διασποράς τείνουν να έχουν χαμηλότερο βαθμό ανομοιότητας μεταξύ νησιών σε σύγκριση με άλλα τάξα με μικρότερη ικανότητα διασποράς.
Η ανομοιότητα στη σύνθεση ειδών μεταξύ νησιών επηρεάζεται επίσης από τον τύπο νησιωτικού συστήματος. Τα ωκεάνια νησιωτικά συστήματα τείνουν να έχουν υψηλότερο βαθμό ανομοιότητας στη σύνθεση ειδών μεταξύ νησιών από ότι τα ηπειρωτικά νησιωτικά συστήματα (αποδείχθηκε για τις κοινότητες σαυρών).
Οι διαφορές στην έκταση και η απόσταση μεταξύ των νησιών επηρεάζουν σημαντικά την ανομοιότητα στη σύνθεση ειδών μεταξύ νησιών. Οι διαφορές στο υψόμετρο επηρεάζουν σε μικρότερο βαθμό την ανομοιότητα στη σύνθεση ειδών και κυρίως φαίνεται να επιδρούν στα ωκεάνια νησιά και στις κοινότητες των τάξων με μεγάλη ικανότητα διασποράς, όπως είναι τα πτηνά και οι νυκτερίδες.
Τέλος, διερεύνησα τον βαθμό εγκιβωτισμού των νησιωτικών βιοκοινοτήτων χρησιμοποιώντας τον δείκτη εγκιβωτισμού NODF. Σε συνδυασμό με ένα μηδενικό μοντέλο που διατηρεί σταθερό το άθροισμα των στηλών και των σειρών του πίνακα παρουσίας-απουσίας ειδών, ανιχνεύονται αρκετές «αντι-εγκιβωτισμένες» νησιωτικές βιοκοινότητες. Οι περισσότερες από αυτές επιδεικνύουν σημαντικό πρότυπο συνεμφάνισης ειδών. Αρκετές «αντι-εγκιβωτισμένες» βιοκοινότητες έχουν πολύ υψηλό βαθμό αντι-εγκιβωτισμού δηλαδή έχουν αρκετά νησιά τα οποία δεν έχουν κανένα κοινό είδος. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην ύπαρξη διαφορετικών δεξαμενών ειδών για τα νησιά του ίδιου νησιωτικού συστήματος είτε στη μειωμένη ικανότητα διασποράς των ειδών και κατά συνέπεια στη διαμόρφωση ξεχωριστών βιοκοινοτήτων στα νησιά. / Following a macroecological approach the aim of this thesis is the study of the assembly patterns of insular communities. In particular, the aim is to investigate species co-occurrence patterns, compositional dissimilarity patterns as well as the effect of environmental factors on those patterns and also to investigate nestedness patterns of insular communities. I collected a large number of data from various insular systems of the world, compiling species presence-absence matrices for each insular system and Ι attempted to describe general assembly patterns of insular communities.
First, I evaluated the statistical properties of two metrics ("natural" and CS), that are used to examine co-occurrence patterns at the species-pair level, to determine if they can be used in the investigation of species co-occurrence patterns. The results show that both metrics can be used in the investigation of these patterns. Using the "natural" and the CS metrics, significant species co-occurrence patterns are identified in very few cases. On the contrary, using the CS metric, significant species co-occurrence patterns are identified in many cases. The majority of the significant species co-occurrence patterns are identified in the communities of vertebrates and plants.
Also, I investigated compositional dissimilarity patterns of various taxa in oceanic and continental shelf insular systems, in some cases taking into account the differences in the dispersal ability among taxa.
The results showed that compositional dissimilarity patterns are dependent on the taxon. Taxa with good dispersal abilities tend to have level lower levels of between-island compositional dissimilarity than taxa with poor dispersal abilities.
Compositional dissimilarity patterns are also dependent on island type. Oceanic insular systems tend to have a higher level of compositional dissimilarity than continental shelf insular systems (clearly demonstrated for lizards).
Inter-island distance, as well as area differences between islands, have an important effect on compositional dissimilarity between islands. Elevation differences between islands have a weaker effect on compositional dissimilarity. Significant effects of elevation differences between islands are only observed in oceanic insular systems and in the communities of taxa with good dispersal abilities such as birds and bats.
Finally, I investigated the nestedness degree of insular communities. Using the NODF metric in combination with a null model that preserves the column and row sums of the species presence-absence matrix, we can detect several "anti-nested" insular communities. The majority of these communities also exhibit a significant species co-occurrence pattern. Several "anti-nested" communities have high values of the anti-nestedness index, indicating that they have many island pairs that have no species in common. A possible explanation for this is that for a given insular system there may be more than one species source pool. Poor dispersal abilities of various species can also lead to the assembly of distinct communities on different islands.
|
Page generated in 0.0337 seconds