• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 15
  • Tagged with
  • 15
  • 11
  • 6
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Κλινική μελέτη των καλυμμένων με φαρμακευτικές ουσίες ενδοπροθέσεων στα κνημιαία αγγεία

Κρανιώτης, Παντελής 26 January 2009 (has links)
Σκοπός: Η μελέτη είχε ως σκοπό την διερεύνηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των sirolimus-eluting stent, σε σχέση με τα απλά μεταλλικά stent, στα πλαίσια αγγειοπλαστικής των κνημιαίων αγγείων, σε ασθενείς με χρόνια κρίσιμη ισχαιμία του κάτω άκρου. Πρόκειται για μια προοπτική ελεγχόμενη, κλινική μελέτη με διπλό σκέλος. Τα stent τοποθετήθηκαν σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής αγγειοπλαστικής (δηλ. σε περιπτώσεις ελαστικής επαναφοράς-υπολειμματικής στένωσης >30% και σε περιπτώσεις διαχωρισμού). Οι ασθενείς ελέγχθηκαν κλινικά και αγγειογραφικά στο εξάμηνο και στο 1 έτος. Ασθενείς και μέθοδοι: 29 ασθενείς, εκ των οποίων 8 γυναίκες και 21 άνδρες, με μέση ηλικία τα 68,7 έτη υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική στα κνημιαία αγγεία, με απλά μεταλλικά stent, ομάδα Β. Σε αυτή την ομάδα τοποθετήθηκαν απλά stent σε 65 αλλοιώσεις, εκ των οποίων 38 στενώσεις και 27 αποφράξεις σε συνολικά 40 κνημιαία αγγεία. Άλλοι 29 ασθενείς, 8 γυναίκες και 21 άνδρες, με μέση ηλικία τα 68,8 έτη αντιμετωπίστηκαν με sirolimus-eluting stent, ομάδα S. Σε αυτή την ομάδα αντιμετωπίστηκαν 66 αλλοιώσεις εκ των οποίων 46 στενώσεις και 20 αποφράξεις, σε 41 συνολικά αγγεία. Οι ασθενείς επανελέγχθηκαν κλινικά και με ενδαρτηριακή αγγειογραφία στους 6 μήνες και στο 1 έτος, μετά την αρχική επέμβαση. Έγινε στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα: Οι συνοδές νόσοι ήταν περισσότερες στην ομάδα S (όπως η συμπτωματική νόσος από την καρδιά και τις καρωτίδες, καθώς και η υπερλιπιδαιμία, p<0.05). Η τεχνική επιτυχία ήταν 96,6% (28/29 άκρα) στην ομάδα Β έναντι 100% (29/29 άκρα) στην ομάδα S (p=0.16) Στον επανέλεγχο εξαμήνου: Η βατότητα ήταν 68,1% στην ομάδα Β και 92,0% στην ομάδα S, (p<0.002). Τα μεγαλύτερα ποσοστά βατότητας των sirolimus-eluting stent, μετά από πολυπαραγοντική regression analysis είχαν OR 5.625, με 95% CI 1.711- 18.493, που ήταν στατιστικά σημαντικό (p=0.004). Η δυαδική επαναστένωση εντός του stent ήταν 55,3% ενώ η επαναστένωση στα άκρα του stent ήταν 66,0% στους ασθενείς με τα απλά μεταλλικά stent. Αντιθέτως τα ποσοστά στους ασθενείς με sirolimus-eluting stent ήταν 4,0% και 32,0% αντίστοιχα. Συγκεκριμένα η επαναστένωση εντός του stent είχε OR 0.067, με 95% CI 0.021-0.017, και η επαναστένωση στα άκρα του stent είχε OR 0.229 με 95% CI 0.099-0.533. Και τα δύο ήταν ήταν στατιστικά σημαντικά με p<0.001 και p=0.001, αντίστοιχα. Τα συνολικά ποσοστά επανεπέμβασης (TLR) στο εξάμηνο ήταν 17,0% στην ομάδα Β έναντι 4,0% στην ομάδα S, (OR 0.057, με 95% CI 0.008-0.426). Το αποτέλεσμα ήταν επίσης στατιστικά σημαντικό υπέρ των sirolimus stent. (p=0.02) Η διάσωση του άκρου ήταν 100% και στις δύο ομάδες. Η θνησιμότητα και ο ελάσσων ακρωτηριασμός στο εξάμηνο ήταν 6,9% και 17,2% στην ομάδα Β έναντι 10,3% και 3,4% στην ομάδα S (p=0.32 και p=0.04, αντίστοιχα). Στον επανέλεγχο έτους: Τα sirolimus-eluting stent σχετίζoνταν και πάλι με καλύτερη πρωτογενή βατότητα (OR 10.401, με 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) και σημαντικά μειωμένη δυαδική επαναστένωση εντός του stent (OR 0.156, με 95% CI 0.060-0.407, p<0.001), καθώς και στα άκρα του stent. (OR 0.089, με 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) Τα ποσοστά επανεπέμβασης στις βλάβες (TLR) ήταν πολύ μικρότερα στην ομάδα του sirolimus (OR 0.238, με 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) . Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες Β και S όσον αφορά στα ποσοστά θνησιμότητας 10,3% έναντι 13,8%, στη διάσωση του άκρου 100% έναντι 96% και στους ελάσσονες ακρωτηριασμούς 17,2% έναντι 10,3% αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Τα sirolimus-eluting stents περιορίζουν την ενδοθηλιακή υπερπλασία στα κνημιαία αγγεία. Η εφαρμογή τους έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση των ποσοστών επαναστένωσης και μειώνει την ανάγκη για επανεπεμβάσεις. / Aim : The purpose of our study was to investigate the 6-month and 1-year angiographic and clinical outcome in the setting of a controlled clinical study. The study examined the safety and relative effectiveness of sirolimus-eluting stents opposed to conventional metal stents, in the infrapopliteal vessels, in patients with critical limb ischemia (CLI). The stents were used in a bail-out setting during infrapopliteal endovascular procedures, i. e. stenting was carried out in cases of suboptimal angioplasty results (recoil - residual stenosis >30%, or in cases of dissection, after angioplasty). Patients and Methods: Twenty-nine patients comprising 8 women and 21 men with a mean age of 68.7 years were submitted to infrapopliteal revascularization with conventional (bare) metal stents, called group B. In these patients 65 lesions were treated with bare stents, of whom 38 stenoses and 27 occlusions, in a total of 40 infrapopliteal vessels. Another 29 patients, again 8 women and 21 men, with a mean age of 68.8 years were treated with sirolimus-eluting stents, named group S. There were 66 lesions in this group with 46 of them stenoses and 20 occlusions, in a total of 41 arteries. Patients were followed-up with clinical examination and intrarterial angiography 6 months and 1 year after the procedure. Both results were subsequently analyzed statistically. 135 Results: Co morbidities like symptomatic cardiac and carotid disease, as well as hyperlipidemia were more prominent in group S (p<0.05). Technical success was 96.6% (28/29 limbs) in group B against 100.0% (29/29 limbs) in group S (p=0.16). During 6-month patient follow-up: Primary patency was 68.1% in group B opposed to 92.0% in group S (p<0.002). Sirolimus-eluting stents exhibited higher primary patency with OR 5.625 and 95% CI 1.711-18.493, which was statistically significant (p=0.004). Binary in-stent restenosis rate was 55.3% while in-segment restenosis was 66.0%, in patients who had received bare metal stents. In opposition the respective restenosis rates, in patients with sirolimus-eluting stents were 4.0% and 32.0%. Diminished in-stent (OR 0.067 with 95% CI 0.021-0.017) and insegment (OR 0.229 with 95% CI 0.099-0.533) binary restenosis were both statistically significant with p values being p<0.001 and p=0.001 respectively. Collective target lesion re-intervention (TLR) at 6 month follow-up was 17.0% in group B against 4.0% (OR 0.057 with 95% CI 0.008-0.426) in group S, which proved again statistically significant for sirolimus stents (p=0.02). Six-month limb salvage rate was 100% in both groups. Six-month mortality and minor amputation rates were respectively 6.9% and 17.2%, in group B versus 10.3% and 3.4%, in group S (p=0.32 and p=0.04, respectively). During 1-year patient follow-up: 136 SES were still related with better primary patency rate (OR 10.401 with 95% CI 3.425-31.589, p<0.001) and considerably lesser events of in-stent binary restenosis (OR 0.156, 95% CI 0.060-0.407, p<0.001) as well as insegment (OR 0.089, 95% CI 0.023-0.349, p=0.001) binary restenosis. Target lesion re-intervention (TLR), was much lower in the SES patients group during 1-year follow-up (OR 0.238 with 95% CI 0.067-0.841, p=0.026) . At 1 year follow-up there were no statistically significant differences among group B and group S regarding mortality (10.3% against 13.8%), limb salvage rates (100% vs. 96%) and minor amputation (17.2% vs. 10.3%). Conclusions: Sirolimus-eluting stents appear to limit intimal hyperplasia in the infrapopliteal vessels. The use of sirolimus-eluting stents decreases considerably restenosis rates in the infrapopliteal vessels and reduces the need for repeat interventions
12

Η επίδραση μεσολαβητών της νεφρικής βλάβης στο σύστημα νιτρικού οξειδίου σε ανθρώπινα σωληναριακά και μεσεγχυματικά νεφρικά κύτταρα / The impact of kidney injury mediators on nitric oxide system on human tubular and mesenchymal kidney cells

Παπαχρήστου, Ευάγγελος 03 May 2010 (has links)
Η εξέλιξη της χρόνιας νεφρικής νόσου χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια της νεφρικής λειτουργίας και εναπόθεση εξωκυττάριας ύλης που οδηγεί σε γενικευμένη ίνωση του νεφρικού ιστού. Στους μηχανισμούς που ενοχοποιούνται για την εξέλιξη της βλάβης αυτής προς ίνωση συμμετέχουν κυτταροκίνες και αυξητικοί παράγοντες που προέρχονται από ενδοθηλιακά, επιθηλιακά σωληναριακά κύτταρα και κύτταρα του διάμεσου νεφρικού ιστού. Η ίνωση του διάμεσου νεφρικού χώρου είναι μία κοινή διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την de novo ενεργοποίηση μυοϊνοβλαστών με αποτέλεσμα την αυξημένη εναπόθεση εξωκυττάριας ύλης. Τα επιθηλιακά σωληναριακά κύτταρα είναι πηγή προέλευσης των ενεργοποιημένων μυοϊνοβλαστών μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται επιθηλιακή προς μεσεγχυματική μετάπτωση. Διάφοροι μεσολαβητές της νεφρικής βλάβης όπως είναι και η κυκλοσπορίνη ερχόμενοι σε επαφή με κύτταρα του εγγύς εσπειραμένου σωληναρίου οδηγούν σε ενεργοποίηση προϊνωτικών παραγόντων εκκρίνοντας εξωκυττάρια ύλη. Μεταξύ αυτών των μεσολαβητών της νεφρικής βλάβης, ιδιαίτερο ρόλο φαίνεται ότι διαδραματίζουν το νιτρικό οξείδιο και η ενδοθηλίνη, δύο παράγοντες που μετέχουν σε φυσιολογικές, αλλά και παθοφυσιολογικές κυτταρικές διαδικασίες. Τα συστήματα νιτρικού οξειδίου και ενδοθηλίνης αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε επίπεδο υποδοχέων στο κυτταρικό επίπεδο προκαλώντας αλλαγές του αγγειακού τόνου και ενεργοποίηση ή αναστολή προϊνωτικών σημάτων. Ο σκοπός της εργασίας ήταν η μελέτη της έκφρασης των συστημάτων νιτρικού οξειδίου και ενδοθηλίνης σε σωληναριακά νεφρικά κύτταρα κάτω από την επίδραση της κυκλοσπορίνης. Χρησιμοποιήθηκαν ανθρώπινες κυτταροκαλλιέργειες νεφρικών επιθηλιακών κυττάρων του εγγύς εσπειραμένου σωληναρίου (ΗΚ-2) τα οποία επωάσθηκαν σε θεραπευτικές και τοξικές συγκεντρώσεις κυκλοσπορίνης (CsA) και ακολούθησε η ανίχνευση του νιτρικού οξειδίου (NO), της ενδοθηλιακής και επαγώγιμης συνθετάσης του ΝΟ (e-NOS, i-NOS) και της ενδοθηλίνης-1 (ET-1) με τους Α και Β υποδοχείς της (ΕΤ-Α, ΕΤ-Β). Το ΝΟ μετρήθηκε σύμφωνα με τη μέθοδο Griess, ενώ η συσσώρευση της ενδοθηλίνης και των Α και Β υποδοχέων της καθώς και οι συνθετάσες του ΝΟ ανιχνεύθηκαν τόσο σε επίπεδο μεταγράφου (m-RNA) χρησιμοποιώντας RT-PCR, όσο και σε επίπεδο πρωτεΐνης με Western Blot ανάλυση. Πειράματα πραγματοποιήθηκαν επίσης χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα στο επωαστικό μέσο εκτός από κυκλοσπορίνη και ειδικούς αναστολείς του ΝΟ (L-NAME) και των υποδοχέων της ενδοθηλίνης (BQ123, BQ 788), ενώ ακολούθησε η ανίχνευση των συνθετασών του ΝΟ και των υποδοχέων της ενδοθηλίνης αντίστοιχα. Από τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν προκύπτει ότι η κυκλοσπορίνη ασκεί τοξική δράση σε νεφρικά σωληναριακά κύτταρα και επάγει τη συσσώρευση της ΕΤ-1,του ΝΟ, των συνθετασών του ΝΟ και των Α και Β υποδοχέων της ΕΤ-1. Η επαγωγή του ΕΤ-Α υποδοχέα είναι ανεξάρτητη από την παρουσία ή μη ΝΟ, σε αντίθεση με τον ΕΤ-Β υποδοχέα η επαγωγή του οποίου καταστέλλεται πλήρως όταν αναστέλλεται το σύστημα του νιτρικού οξειδίου (L-NAME). Η επαγωγή της e-NOS από την κυκλοσπορίνη είναι απόλυτα εξαρτώμενη από το σύστημα της ΕΤ-1, σε αντίθεση με την i-NOS η οποία επάγεται σε σημαντικό βαθμό ακόμη και όταν το σύστημα ενδοθηλίνης αδρανοποιείται πλήρως με ειδικούς αναστολείς (BQ123 και BQ788). / The progression of renal fibrosis is characterized by loss of kidney function and deposition of extracellular matrix components. The mechanism implicated in the development of renal fibrosis involves cytokines and growth factors originating from endothelial, tubular epithelial and interstitial cells. Activated myofibloblasts derive from differentiated tubular epithelial cells trough a process called epithelial to mesenchymal transition. Various kidney injury mediators like cyclosporine-A (CsA) are entering the luminal space of the tubules causing activation of profibrotic factors such as nitric oxide (NO) and endothelin-1 (ET-1). A cross talk exists between endothelin and NO systems in the regulation of vascular tone and inflammatory process. Aim of this study was to investigate the effect of cyclosporine-A on the expression of Nitric Oxide and endothelin-1 on cultured renal tubular cells. Human tubular epithelial cells (HK-2) were cultured in the presence of CsA at various concentrations (0 -1,000 ng/ml). RT-PCR was used to determine NO synthases (eNOS, iNOS) and endothelin receptors (ETR-A, ETR-B) and Western Blot analysis for the subsequent proteins. Similar experiments were also carried out using specific NO (L-NAME) and endothelin receptor (BQ123, BQ 788) inhibitors. At therapeutic concentrations, CsA exerts a significant cytotoxic effect on tubular epithelial cells. A dose dependent activation of NO synthases eNOS and iNOS and endothelin receptors ET-A and ETR-B was observed, even at therapeutic concentrations of CsA. An interaction between NO and ET-1 systems under the influence of CsA was also observed, since blockage of NO production was followed by down-regulation of ET-B while blocking of endothelin pathway with ET receptor antagonists, was followed by down-regulation of eNOS expression.
13

Μεθοδολογία στατιστικής μάθησης για την πρόγνωση ασθενών με τη Β-χρόνια λεμφογενή λευχαιμία (Β-ΧΛΛ) με χρήση δεδομένων κυτταρομετρίας ροής / Statistical learning methodology for the prognosis of B-chronic lymphocytic leukemia (B-CLL) using flow cytometry data

Λακουμέντας, Ιωάννης 20 April 2011 (has links)
Η Β-χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία (Β-ΧΛΛ) αποτελεί τον πιο κοινό τύπο λευχαιμίας στο Δυτικό κόσμο. Η πρόγνωσή της θεωρείται ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προβλήματα απόφασης στην κλινική έρευνα και πρακτική. Για διάφορους κλινικούς και εργαστηριακούς δείκτες είναι γνωστό ότι σχετίζονται με την εξέλιξη της νόσου. Για τις παραμέτρους, όμως, που εξάγονται με ανάλυση κυτταρομετρίας ροής, οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της διαδικασίας διάγνωσης της νόσου, το αν προσφέρουν επιπρόσθετη προγνωστική πληροφορία αποτελεί ανοιχτό πρόβλημα. Στη διατριβή αυτή προτείνουμε ένα σύστημα υποβοήθησης για τις αποφάσεις των ειδικών του πεδίου, το οποίο πραγματοποιεί πολυπαραμετρική πρόγνωση ασθενών με Β-ΧΛΛ, συνδυάζοντας τη χρήση ποικίλων ετερογενών προγνωστικών δεικτών (κλινικών, εργαστηριακών και κυτταρομετρίας ροής) που σχετίζονται με τη νόσο. Η διάγνωση της Β-ΧΛΛ βασίζεται κυρίως στη μελέτη του αντιγονικού φαινότυπου των κυττάρων των ασθενών, η οποία διενεργείται με κυτταρομετρία ροής. Αν και η διαδικασία που ακολουθείται κατά την ανάλυση αυτή είναι σαφώς ορισμένη, ο τρόπος με τον οποίο οι εργαστηριακοί υπεύθυνοι την πραγματοποιούν παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από ανακρίβεια και υποκειμενικότητα. Καθώς η τεχνολογία της κυτταρομετρίας ροής εξελίσσεται ραγδαία, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη για την ανάπτυξη αυτοματοποιημένων μεθόδων ανάλυσης των δεδομένων που παράγει. Σε αυτά τα πλαίσια, παρουσιάζουμε ένα χρήσιμο παράδειγμα αυτοματοποιημένης ανάλυσης κυτταρομετρικών δεδομένων, η οποία δεν απαιτεί την άμεση επίβλεψη των ειδικών, για τη διάγνωση ασθενών με Β-ΧΛΛ. Οι τιμές των χαρακτηριστικών παραμέτρων που εξάγονται με εφαρμογή της προτεινόμενης μεθοδολογίας, ενσωματώνονται κατόπιν στο προαναφερθέν προγνωστικό σύστημα. Ανάγοντας το πρόβλημα της πρόγνωσης της Β-ΧΛΛ σε ένα στιγμιότυπο ταξινόμησης προτύπων, καθώς και προσομοιώνοντας κάθε ένα από τα βήματα της διαδικασίας της διάγνωσης της νόσου με ένα στιγμιότυπο συσταδοποίησης δεδομένων, αντιμετωπίσαμε τα δύο προβλήματα εφαρμόζοντας τεχνικές στατιστικής μάθησης. Εστιάσαμε σε μεθοδολογίες δικτύων πεποίθησης, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα το naïve-Bayes μοντέλο και για τις δύο περιπτώσεις, στην επιβλεπόμενη και στη μη επιβλεπόμενη εκδοχή του, αντίστοιχα. Τα χαρακτηριστικά και η φύση των δεδομένων (κυρίως των κυτταρομετρικών) που παράγονται από έναν παθολογικό υποκείμενο μηχανισμό, όπως αυτός της νόσου, δεν ευνοούν την απευθείας εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου στο εκάστοτε στιγμιότυπο. Για το λόγο αυτό, συνδυάσαμε την εφαρμογή του naïve-Bayes μοντέλου με κατάλληλες ευρετικές αλγοριθμικές διαδικασίες, για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων, με κριτήριο βέλτιστου όχι μόνο κάποιες συχνά χρησιμοποιούμενες μετρικές αποτίμησης αλγόριθμων, αλλά και τη γνώμη των αιματολόγων. Χάρη στην ιδιότητά τους να ενσωματώνουν την έμπειρη γνώση των ειδικών ως εκ των προτέρων πληροφορία αρχικοποίησης των μεθόδων μάθησής τους, οι Bayesian μεθοδολογίες κρίνονται ως οι πλέον κατάλληλες για την εφαρμογή τους σε τέτοιου τύπου προβλήματα. / B-Chronic Lymphocytic Leukemia (B-CLL) is known to be the most common type of leukemia in the Western world. Its prognosis remains one of the most interesting decision problems in clinical research and practice. Various clinical and laboratory factors are known to be associated with the evolution of the disease. However, for the parameters obtained by flow cytometry analysis, that are traditionally utilized as the cornerstone during the diagnosis procedure of the disease, whether they offer additional prognostic information is an open issue. In this dissertation, we propose a decision support system to the hematologists, that provides multiparametric B-CLL patients’ prognosis, combining the usage of diverse heterogeneous factors (clinical, laboratory and flow cytometry) associated with the disease. B-CLL diagnosis is primarily derived from the study of the antigenic phenotype of the patients’ blood cells, which is held with flow cytometry analysis. Despite the fact that the method of the analysis is well defined, the process traditionally followed by the laboratory experts is characterized by amounts of inexactness and subjectivity. As flow cytometry technology advances rapidly, the need for adequate automated (computer-assisted) analysis methodologies on the data it produces is accordingly increasing. In this context, we present a useful paradigm of automated analysis of flow cytometry data, that does not require the direct supervision of the expert, for B-CLL patients’ diagnosis. The values of the flow cytometry characteristic parameters extracted by applying the proposed methodology are afterward incorporated to the prognostic system for B-CLL mentioned above. By reducing the B-CLL prognosis problem to an instance of the pattern classification problem, as well as by simulating each step of the B-CLL diagnosis procedure with an instance of the data classification problem, we proceeded with applying statistical learning techniques. We focused on Bayesian network methodologies and utilized the naïve-Bayes model for both cases, in its supervised and unsupervised version, respectively. The characteristics of the data (especially of the flow cytometry ones) generated by a pathological underlying mechanism, like the disease’s one, did not encourage the direct use of the above model. Therefore, we combined the naïve-Bayes model with a set of suitable heuristic algorithmic procedures to obtain better results, not only with respect to some commonly used algorithmic optimality metrics, but also by considering the experts’ opinion. Due to their ability of incorporating the expert knowledge as a priori initial information to their learning methods, Bayesian methodologies are considered as the most appropriate ones to make use of in such types of applications.
14

Χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε θεραπεία υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας με αιμοκάθαρση, περιτοναϊκή κάθαρση, ή έχουν υποβληθεί σε επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού

Παναγοπούλου, Αλκυόνη 07 June 2010 (has links)
Η εργασία αυτή αποτελεί μία από τις πρώτες που ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση του τρόπου ζωής των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, οι οποίοι υποβάλλονται σε μέθοδο υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας με αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποβληθεί σε επιτυχή μεταμόσχευση νεφρού στον Ελλαδικό χώρο και συγκρίνει τα αποτελέσματα με τα υπάρχοντα από ανάλογες εργασίες που έχουν επιτελεστεί στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική. Στο πρώτο μέρος της διατριβής έγινε αναφορά: α) στους νεφρούς και στη λειτουργία τους και β) στη διαχρονική εξέλιξη των μεθόδων υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας. Στο δεύτερο μέρος αναφέρθηκαν τα γενικά χαρακτηριστικά των ασθενών σε υποκατάσταση και στη συνέχεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ανάλογα με την μέθοδο υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας, αιμοκάθαρση ,περιτοναϊκή κάθαρση ή μεταμόσχευση Στη συνέχεια για κάθε ομάδα ασθενών προσδιορίστηκαν: α) δημογραφικά χαρακτηριστικά (ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, τόπος κατοικίας, γραμματικές γνώσεις, χρονικό διάστημα σε υποκατάσταση) β) επαγγελματική κατάσταση γ) δραστηριότητες και φυσική κατάσταση δ) κοινωνική κατάσταση (σεξουαλική ζωή, συμμετοχή στις κοινωνικές εκδηλώσεις, ικανοποίηση από τη ζωή, τις κοινωνικές παροχές, την ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα, σχέσεις με οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον ) ε) ψυχολογική κατάσταση ως προς το άγχος και την κατάθλιψη και ζ) έγινε σύγκριση των αποτελεσμάτων με αυτά από ανάλογες εργασίες που έχουν επιτελεστεί στον Ευρωπαϊκό και στον βόρειο-αμερικανικό χώρο. Από τα αποτελέσματα της διατριβής προκύπτει ότι από τις διάφορες μεθόδους αντιμετώπισης της ΧΝΝ τελικού σταδίου, η νεφρική μεταμόσχευση φαίνεται να υπερέχει, συμβάλλοντας σε καλύτερο βαθμό συνολικής αποκατάστασης, αφού εξασφαλίζει βελτιωμένη φυσική κατάσταση, καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική ευεξία. Ακολουθούν οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ οι οποίοι φαίνεται να έχουν καλύτερη ψυχολογική προσαρμογή με λιγότερο stress, άγχος και κατάθλιψη, μεγαλύτερη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αυτό τους διευκολύνει για καλύτερη κοινωνική προσαρμογή με μεγαλύτερες δυνατότητες και ευκαιρίες απασχόλησης και κοινωνικής δραστηριοποίησης. Αντίστοιχα η ζωή των ασθενών υπό ΑΚ επηρεάζεται ιδιαίτερα, ο τρόπος ζωής αλλάζει δραματικά σε όλους τους παραπάνω τομείς, αν και δείχνουν να προσαρμόζονται καλύτερα στις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν έναντι των ασθενών άλλων χωρών. Πιο αναλυτικά τα αποτελέσματα της διατριβής ήταν τα παρακάτω: - Οι ασθενείς των ομάδων ΑΚ και ΣΦΠΚ είναι κυρίως ηλικιωμένα άτομα, ενώ οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς είναι άτομα νεαρής ηλικίας. Ως προς την οικογενειακή κατάσταση και τον τόπο κατοικίας και οι τρεις ομάδες ακολουθούν την κατανομή του γενικού πληθυσμού. Οι γραμματικές γνώσεις των ασθενών των ομάδων ΑΚ και ΣΦΠΚ είναι κυρίως επιπέδου δημοτικού σχολείου, ενώ των μεταμοσχευμένων ασθενών επιπέδου γυμνασίου. Μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε θεραπεία υποκατάστασης παρουσιάζουν οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς. - Οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς παρουσιάζουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και ακολουθούν οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ, ενώ το ποσοστό των ασθενών υπό Α/Κ που εργάζεται είναι πολύ μικρό. - Προβάδισμα στις δραστηριότητες, φυσική κατάσταση έχουν και πάλι οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς έναντι των άλλων ομάδων και ακολουθούν οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ. - Οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς παρουσιάζουν καλύτερο επίπεδο κοινωνικής κατάστασης. - Σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση βρίσκονται οι ασθενείς υπό ΣΦΠΚ και ακολουθούν με μικρή διαφορά οι μεταμοσχευμένοι. - Αντίστοιχα αποτελέσματα δίνουν έρευνες που έχουν γίνει σε ασθενείς σε άλλες Ευρωπαϊκές και Βόρειο-Αμερικανικές χώρες αν και οι ασθενείς της παρούσας έρευνας και των τριών ομάδων δείχνουν να έχουν καλύτερους δείκτες αναφορικά με τις παραπάνω παραμέτρους και να προσαρμόζονται καλύτερα στις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν, έναντι των ασθενών άλλων χωρών. / The present work is one of the first dealing with the study of the lifestyle of patients with end stage renal failure, under renal function substitution with haemodialysis or peritoneal dialysis or successful kidney transplantation, in Greece, and compares this data with existing results from Europe and North America. In the first part of the thesis there is a presentation of: a) the kidneys and their function and b) the evolution of renal function substitution methods through time. In the second part, the general characteristics of the included patients are reported, followed by the specific characteristics due to the renal substitution methods, haemodialysis, peritoneal dialysis or transplantation. In every group of patients the following parameters were determined: α) demographic data (age, family status, place of living, education, time in renal substitution) β) job status γ) activities and physical status δ) social status (sex life, participation in social events, satisfaction due to life, social benefits, medical and nursery care, relations with friends and relatives) ε) psychology due to stress and depression ζ) comparison of these results with other from Europe and North America. The results of this work reveal that renal transplantation preponderates all other substitution methods for renal function, since it guarantees improved physical status, better job rehabilitation and social welfare. Patients in peritoneal dialysis come next in adaptation, with lesser stress anxiety and depression, bigger autonomy and independence. They have more possibilities and opportunities to work and participate in social activities. On the contrary, the lifestyle of renal patients under dialysis is more negatively affected and their lives changes dramatically in all of the above sections; even though they seem to adapt better in the adverse conditions they are dealing with. In detail, the results of this work are: - Patients under haemodialysis (HD) or peritoneal dialysis (PD) are older people, while transplanted patients are younger. All patients follow the general population distribution, as for family status and place of living. The education level of the HD and PD patients is mostly elementary, while, most transplanted patients have a high school degree. These patients have spent longer periods under renal substitution. - Transplanted patients present better job rehabilitation, followed by patients in PD, while the percentage of working patients in HD is too small. - Transplanted patients have a better physical condition, followed by PD patents. - Transplanted patients are in a better level of social status compared with other renal patients. - Patients in PD seem to have a better psychological profile slightly higher than transplanted patients. - Similar results are presented in other studies from Europe and North America, although patients of all groups, in the present work, show better indices as for the above parameters and adapt better in adverse living conditions, compared with patients of other countries.
15

Εφαρμογή προγράμματος πρώιμης εξόδου από νοσοκομείο και κατ' οίκον νοσηλείας χρονίως πασχόντων ασθενών με χρήση φορητών και φορετών συσκευών / Deploying early discharge and hospital at home schemes in chronic patients using remote monitoring wearable devices

Μίλσης, Αλέξης 08 July 2011 (has links)
Η αντιμετώπιση των χρόνιων ασθενών αποτελεί σήμερα για τα συστήματα υγείας και κοινωνικής φροντίδας ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα διεθνώς, τόσο από ιατρικής όσο και από κοινωνικό-οικονομικής πλευράς. Για το λόγο αυτό, τα αντίστοιχα συστήματα στις ΗΠΑ και ΕΕ έχουν αποδυθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα εντατικό αγώνα για την αναδόμηση (reengineering) της συνολικής αντιμετώπισής τους, με στόχο τη βελτιστοποίηση των παρεχομένων υπηρεσιών και τον εξορθολογισμό του κόστους. Στρατηγικό εργαλείο για τη παροχή των νέων υπηρεσιών αποτελούν οι νέες Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Στο πλαίσιο της παρούσας ερευνητικής εργασίας εξετάζεται η αξιοποίηση σύγχρονων και ευρέως διαθέσιμων τεχνολογιών επικοινωνιών (ευρυζωνικότητα, δίκτυα κινητής τηλεφωνίας κ.ά.), σε συνδυασμό με τη χρήση καινοτόμων προϊόντων, όπως αυτά των «ηλεκτρονικών» υφασμάτων (e-Textiles) για την παροχή καινοτόμων υπηρεσιών παρακολούθησης από απόσταση. Η παρούσα διπλωματική είχε σαν στόχο την εφαρμογή και αξιολόγηση ενός προγράμματος πρώιμης εξόδου από νοσοκομείο και κατ’ οίκον νοσηλείας σε χρόνιους αναπνευστικούς ασθενείς στο Νοσοκομείο «Η Σωτηρία» και διεξήχθη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Προγράμματος ‘HealthWear’. Η μεθοδολογική προσέγγιση έγινε αφενός με την ευρεία βιβλιογραφική ανασκόπηση αναλόγων παρεμβάσεων και αφετέρου με την αξιολόγηση ενός προγράμματος κλινικής εφαρμογής του σε πραγματικές συνθήκες. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 48 ασθενείς με Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, διαχωρισμένοι τυχαία σε ομάδα ελέγχου (ενδονοσοκομειακή φροντίδα), και ομάδα παρέμβασης (πρώιμη έξοδος και παρακολούθηση με τη χρήση φορετών και φορητών, μη επεμβατικών συσκευών). Παρουσιάζονται αναλυτικά ο σχεδιασμός του συστήματος και της υπηρεσίας, η μεθοδολογία και ο τρόπος παρακολούθησης των ασθενών της ομάδας παρέμβασης καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Η εφαρμογή του προγράμματος στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη κατέδειξε τη χρήση φορητών και φορετών συστημάτων ως αξιόπιστη εναλλακτική μέθοδο για την πρώιμη έξοδο και συνέχεια της φροντίδας των ασθενών με Χ.Α.Π. Παράλληλα διερευνήθηκαν μελλοντικές προοπτικές εφαρμογών για την εξ αποστάσεως παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του ύπνου ή ταυτόχρονα με εκτέλεση άσκησης σε εξωτερικούς χώρους. / Treatment of chronic patients is currently one of the most difficult international issues that health and social care systems need to address, both medically and by socio-economic terms. For this reason, the corresponding systems in the U.S. and EU have engaged the last years a lot of effort, in an intense struggle, for the restructuring (reengineering) of the total care management process, in order to optimize service and streamline costs. Strategic tool for providing new services is Information and Communication Technologies (ICTs). In the current study, the usage of modern and widely available communication technologies (broadband internet, mobile telephony, etc.), combined with innovative products, such as the 'electronic' fabrics (e-Textiles), in order to provide advanced remote monitoring services, were thoroughly examined. This thesis aimed to implement and evaluate a program of early hospital discharge, followed by a home hospitalization program, in chronic respiratory patients of ‘Sotiria’ Hospital in the region of Attica - Greece, conducted within the framework of a European Research Project named 'HealthWear'. The methodological approach followed was first to establish an in-depth background for this type of interventions, through a broad, thorough systematic literature review, and secondly to evaluate a clinical trial, in the real everyday life of a public hospital. The program involved 48 patients with Chronic Obstructive Pulmonary Disease (COPD), separated randomly into control group (traditional care) and intervention group (early discharge and follow up by using wearable, portable, non-invasive devices). A comprehensive presentation of the ICT system used, the clinical protocol of the service and the methodology for the remote monitoring the intervention group patients, are followed by the assessment results of the trial. Our experience from this trial allows the prediction that wearable and wireless systems can be proved as new era’s tools in patients’ remote follow up and personalized care, especially valuable in early discharge, as well as in home based monitoring during sleep and outdoor activities.

Page generated in 0.044 seconds