1 |
In vivo μελέτη της αντιοξειδωτικής δράσης των στύλων του Crocus sativusΔημακοπούλου, Ανδριάνα 30 March 2009 (has links)
Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η
επίδραση αρχικά του σεληνιώδους νατρίου και κατόπιν του εκχυλίσματος των
στύλων του Crocus sativus στον καταρράκτη, καθώς και σε βιοχημικές παραμέτρους
του φακού, του ήπατος και διαφορετικών εγκεφαλικών περιοχών νεογνών επίμυων.
Συγκεκριμένα, προσδιορίστηκε η αντιοξειδωτική ικανότητα και η συγκέντρωση του
περιεχόμενου ασκορβικού οξέος του φακού, του ήπατος, του εγκεφαλικού φλοιού και
της παρεγκεφαλίδας, ενώ μελετήθηκε και η υπεροξείδωση λιπιδίων των παραπάνω
περιοχών. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε και συγκριτική μελέτη των εγκεφαλικών
περιοχών των επίμυων-μαρτύρων ως προς την αντιοξειδωτική τους ισχύ και την
απόκρισή τους στο οξειδωτικό στρες. / Impact of Crocus sativus stigmas' extract in selenite-induced rats.
|
2 |
Aνάπτυξη αναλυτικής μεθοδολογίας για τον χρωματογραφικό προσδιορισμό βιοδραστικών συστατικών του Crocus sativus L. και άλλων ενδημικών taxaΚουλακιώτης, Νικόλαος-Σταύρος 11 January 2010 (has links)
Ο Kρόκος ο ήμερος (Crocus sativus Linneaus) ή ζαφορά ή σαφράνι, είναι ένα από τα σπάνια φαρμακευτικά, αρτυματικά και με μεγάλη χρωστική ικανότητα φυτά, που απαντάται από πολύ παλιά στην Ελλάδα. H δρόγη του Crocus sativus L. (saffron) είναι το υπέργειο μέρος του στύλου το οποίο έχει έντονη χρωστική ικανότητα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βαφική ύλη, αποτελεί σημαντικό άρτυμα και έχει φαρμακευτική δράση με νευροπροστατευτικές, αντινεοπλασματικές και αντιλιπιδαιμικές ιδιότητες. Το φυτό Crocus sativus L. (οικογένεια Iridaceae) σήμερα καλλιεργείται σε πολλές περιοχές του κόσμου όπως στην Ινδία, στο Ιράν, στην Κίνα στην Ισπανία, στην Ελλάδα κ.α Εδώ και περίπου 300 χρόνια ο Κρόκος Κοζάνης καλλιεργείται και αναπτύσσεται αποκλειστικά στο Νομό Κοζάνης και κατατάσσεται στην πρώτη κατηγορία κρόκου βιολογικής καλλιέργειας στον κόσμο. Η υψηλή τιμή της δρόγης ευνοεί τη νοθεία της με προσθήκη άλλων ειδών του γένους και με ίνες από κολλώδιο και ζελατίνη που έχουν διασκευασθεί και χρωματισθεί. Η νοθεία του κρόκου απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί σοβαρά το εμπόριο αυτού του προϊόντος. Έχει αναφερθεί ότι το 30 % του εμπορικού saffron δεν πληρεί τις προδιαγραφές ποιότητας κάνοντας επιτακτική την ανάγκη μιας αξιόπιστης αναλυτικής μεθοδολογίας για τον ποιοτικό έλεγχο των δειγμάτων του saffron.
Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν η ανάπτυξη αναλυτικής μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό και την ποσοτικοποίηση μερικών βιοδραστικών συστατικών του Crocus sativus L. (κροκίνες και πικροκροκίνη) των στύλων του Crocus sativus L. με τη χρήση υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης με ανιχνευτή υπεριώδους-ορατού συστοιχίας φωτοδιόδων (Ηigh Performance Liquid Chromatography-Diode Array Detector, HPLC-DAD). Η αναπτυχθείσα αναλυτική μεθοδολογία περιελάμβανε τρία κύρια στάδια:
1. Προκατεργασία των δειγμάτων του Crocus sativus L. πριν την ανάλυση.
2. Κατασκευή καμπύλης βαθμονόμησης με τη μέθοδο του εσωτερικού προτύπου (IS).
3. Επικύρωση της μεθόδου ( Method Validation) και συγκεκριμένα την εκτίμηση της γραμμικότητας (linearity), της ακρίβειας (precision), της ορθότητας (accuracy)και των ορίων ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης (Limit Of Detection/Quantitation, LOD/LOQ).
Η μεθοδολογία HPLC-DAD που αναπτύχθηκε επιτρέπει την αξιόπιστη ποσοτικοποίηση των υπό μελέτη βιοδραστικών συστατικών σε δείγματα saffron. Η μέθοδος παρουσίασε καλή ευαισθησία, ακρίβεια, ορθότητα και γραμμικότητα για ευρεία δυναμική περιοχή καθώς και μικρό χρόνο ανάλυσης (περίπου 30 min) συγκρινόμενη με παλιότερες δημοσιευμένες μεθόδους. Από την εφαρμογή της μεθόδου για την μέτρηση δειγμάτων saffron συμπεράθηκε ότι οι ελληνικοί στύλοι του εμπορικού saffron (Cooperative De Safran, Kozani) είναι πλούσιοι στα υπό μελέτη βιοδραστικά συστατικά και περιείχαν μεγαλύτερες ποσότητες αυτών συγκρινόμενοι με εμπορικά saffron από την Ισπανία και την Συρία. Επίσης χρησιμοποιήθηκε για την χαρτογράφηση βιοδραστικών συστατικών των στύλων σε άλλα ενδημικά taxa του γένους Crocus και συνεπώς για την κατηγοροποίηση αυτών σύμφωνα με την χημική τους ανάλυση και σύγκριση τους ως προς το χημικό περιεχόμενο των στύλων τους και των στύλων του καλλιεργούμενου Crocus. Sativus L.
Συνεπώς η προτεινόμενη αναλυτική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε για χαρτογράφηση και ποσοτικοποίηση των κύριων συστατικών του saffron και είναι ένα ιδανικό αναλυτικό εργαλείο για τον έλεγχο ποιότητας των δειγμάτων του saffron καθώς και για την χαρτογράφηση άλλων ενδημικών taxa του γένους Crocus. / Crocus sativus L., a stemless perennial herb of the Iridaceae family, is cultivated in many areas of the Mediterranean region and South Asia (mainly in Iran, India, Greece, Morocco, Italy and Spain) for its red stigmas (style branches, commonly known as saffron) that are used for culinary purposes (spice, food colorant, and in alcoholic and non-alcoholic beverages) and are important ingredients in Mediterranean, Indian and Chinese diet. From ancient times saffron has been also used as a drug to treat various human health conditions. The worldwide saffron production is facing challenging tasks mainly due to the need for quality control and prevention of adulteration, which is especially important for human health.
Chemical analysis of Crocus sativus L. styles has shown the presence of unusually polar carotenoids (crocins) that are mono-, di-, and triglycosydic esters of crocetin, a polyene dicarboxylic acid. Crocins (cis and trans glycosyl esters of crocetin) are the colouring components of saffron. The monoterpene aldehydes picrocrocin and its deglycosylated derivative, safranal formed in saffron during drying and storage by hydrolysis of the picrocrocin, are also important components of saffron, responsible of its bitter flavour and aroma, respectively. Saffron extract or its active constituents, crocetin and crocins, could be useful as a treatment for neurodegenative disorders accompanying memory impairment and it is a protective agent against chromosomal damage, a modulator of lipid peroxidation, and an antioxidant and detoxifying spice. Anticeptive and anti-inflammatory, as well as antiseizure, or reducing blood pressure effects have also been reported in animals. The aforementioned beneficial properties of Crocus sativus has made imperative the development of analytical methodologies for monitoring the quality control and batch adulteration, which is especially essential for human health.
The goal of the research work was the development of a liquid chromatography diode array detector (HPLC-DAD) method for the quantification of bioactive substances (crocins and picrocrocin) from saffron samples. A simple, sensitive and specific high performance liquid chromatography (HPLC) has been developed in order to quantify simultaneously six major biologically active ingredients of Crocus sativus L. (saffron) namely trans-crocin-4, trans-crocin-3, trans-crocin-2, cis-crocin-4, cis-crocin-3 and picrocrocin. In addition, other extracts of styles of other Crocus taxa, endemic in Greece were analyzed and characterized using the aforementioned developed methodology. The developed analytical methodology included three main stages:
1. Pretreament of styles of Crocus sativus L. prior to analysis.
2. Construction of calibration curves with the method of internal standard (IS).
3.Method Validation) and particularly estimation of linearity, precision, accuracy and Limits Of Detection/Quantitation, LOD/LOQ).
The above chromatographic method demonstrated a high separation capability, high sensitivity, precision, accuracy and short analysis time (less than 30 min), compared to previously published methods. The proposed method could be used for monitoring and quantification of the major saffron components. It is an ideal analytical tool for quality control of saffron batches as well as the screening of styles of other Crocus taxa.
|
3 |
Συμβολή στην κυτταρολογία, μορφομετρία και χημική ανάλυση των στύλων ενδημικών ειδών του γένους Crocus L. από την ΠελοπόννησοΠυλαρά, Αδαμαντία 05 February 2008 (has links)
Το γένος Crocus ανήκει στην οικογένεια Iridaceae και περιλαμβάνει 84 είδη, τα οποία εξαπλώνονται από τη ΝΔ. Ευρώπη έως την Τουρκία και τη ΝΔ. Ασία. Στην Ελλάδα είναι γνωστά 23 αυτοφυή είδη, τα οποία περιλαμβάνουν 34 taxa, από τα οποία 17 taxa είναι ενδημικά της Ελλάδας. Στην Πελοπόννησο φύονται 12 taxa του γένους Crocus, εκ των οποίων τα 5 είναι ενδημικά της Πελοποννήσου. Το C. sativus είναι το πιο γνωστό και περισσότερο μελετημένο είδος του γένους. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν πέντε ελληνικά ενδημικά taxa του γένους Crocus, τα C. biflorus ssp. melantherus, C. boryi ssp. boryi, C. goulimyi, C. laevigatus και C. niveus, ως προς τον καρυότυπό τους και τη μορφομετρία και χημική σύσταση των στύλων τους. Εξετάστηκαν ακόμα οι διαφορές στη μορφομετρία και χημική σύσταση των στύλων μεταξύ του C. sativus και των πέντε ελληνικών ενδημικών taxa καθώς και μεταξύ ίδιων taxa του γένους από διαφορετικές περιοχές. / The genus Crocus L. (Iridaceae) consists of 84 species worldwide, distributed from South-Western Europe through Central Europe to Turkey and South-Western parts of Asia. There are 23 native taxa in Greece and 17 taxa are endemic to it. In Peloponnese there exist 12 taxa and of these 5 are endemic to the region. Among these species, the cultivated C. sativus is the best known and studied. The present study examined five endemic taxa of the genus Crocus in Peloponnese: C. biflorus ssp. melantherus, C. boryi ssp. boryi, C. goulimyi, C. laevigatus and C. niveus. These taxa were examined concerning their cytology and the morphometry and chemical composition of their style. Moreover through this study was investigated the differences in morphometry and chemical composition of the styles between C. sativus and the five endemic taxa and among the same taxa from different regions.
|
Page generated in 0.0184 seconds