• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 16
  • Tagged with
  • 16
  • 9
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Φυλογεωγραφία της άποδης σαύρας Anguis (Reptilia: Anguidae) στη Νότια Ελλάδα

Βούλγαρη-Κόκοτα, Άννα 27 May 2014 (has links)
Η γεωμορφολογία της Ελλάδας και η ποικιλία των βιοτόπων της την καθιστούν ιδιαίτερη περιοχή μελέτης ως προς την ερπετοπανίδα της. Σήμερα, εκτιμάται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 64 είδη ερπετών, με τα εννέα από αυτά να είναι ενδημικά. Το κεφαλονίτικο κονάκι Anguis cephallonica πρόκειται για μια περίπτωση άποδης σαύρας με κρυπτική οικολογία, που εντοπίζεται στην Πελοπόννησο και τα νησιά Κεφαλονιά, Ζάκυνθος και Ιθάκη του Ιονίου Πελάγους. Έως πρόσφατα, αναγνωρίζονταν δύο είδη στο γένος Anguis (Reptilla: Anguidae): το A. cephallonica Werner, 1894 και το A. fragilis Linnaeus, 1758 με το δεύτερο να θεωρείται ότι εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη δυτική περιοχή της Παλαιαρκτικής. Σήμερα, οι εξελικτικές γραμμές του γένους έχουν μερικώς αποκαλυφθεί. Εκτός από τα δύο προαναφερόμενα, θεωρούνται αποδεκτά τα είδη A. colchica (Nordmann 1840) και A. graeca Bedriaga, 1881, ενώ πρόσφατα προτάθηκε και η ύπαρξη ενός νέου είδους, του A. veronensis Pollini, 1818. Από αυτά, εκτός του A. cephallonica, εντοπίζονται στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κονάκι A. fragilis, που απαντάται στη Βόρεια Ελλάδα και το ελληνικό κονάκι A. graeca, που απαντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα δυτικά της κεντρικής Μακεδονίας, στην Εύβοια, στη Βόρεια Πελοπόννησο και στα νησιά Κέρκυρα και Λευκάδα. Στην παρούσα εργασία, σκοπός είναι η διερεύνηση των φυλογενετικών σχέσεων και η ταξινόμηση των γενεαλογικών γραμμών τόσο εντός του είδους A. cephallonica, όσο και σε σχέση με τα συγγενικά με αυτό είδη- ιδιαίτερα με το μερικώς συμπάτριο A. graeca, έτσι ώστε να προσεγγισθούν βασικά ερωτήματα που αφορούν στις διεργασίες που καθόρισαν ή επηρέασαν την εξελικτική και βιογεωγραφική ιστορία του είδους. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο πληθυσμών από τοποθεσίες της Πελοποννήσου, της Κεφαλονιάς και της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Η πειραματική πορεία που ακολουθήθηκε αρχίζει με την εξαγωγή ολικού γονιδιωματικού DNA από κάθε χρησιμοποιούμενο δείγμα και συνεχίζεται με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης για τον μοριακό δείκτη που χρησιμοποιήθηκε, τον καθαρισμό του προϊόντος της PCR και την αλληλούχηση. Ο μοριακός δείκτης που επιλέχθηκε για την προσέγγιση των φυλογενετικών σχέσεων και τη διερεύνηση των γενεαλογικών γραμμών τόσο εντός του A. cephallonica, όσο και μεταξύ αυτού και των συγγενών με αυτό ειδών, είναι το τμήμα του μιτοχονδριακού DNA που περιέχει το κωδικό γονίδιο ND2 και πέντε αλληλουχίες tRNA και επιλέχθηκε κυρίως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα και με επιτυχία σε άλλες φυλογενετικές αναλύσεις ερπετών και αμφιβίων, ενώ φέρει όλα τα πλεονεκτήματα του μιτοχονδριακού DNA. Μετά το πέρας της πειραματικής διαδικασίας είχαν προσδιορισθεί 22 νέες αλληλουχίες για τον μοριακό δείκτη, που αντιστοιχούν σε 14 απλοτύπους. Πιο συγκεκριμένα, για το A. cephallonica προσδιορίσθηκαν 17 αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε εννέα απλοτύπους και για το είδος A. graeca προσδιορίσθηκαν πέντε αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε πέντε διαφορετικούς απλοτύπους. Στην ανάλυση συμπεριελήφθησαν ακόμα 19 αλληλουχίες, που ανακτήθηκαν από τη βάση δεδομένων του Εθνικού Κέντρου Βιοτεχνολογικής Πληροφορίας των ΗΠΑ NCBI (National Center for Biotechnology Information), έτσι ώστε συνολικά, για το είδος A. cephallonica στην ανάλυση να έχουν συμπεριληφθεί 19 αλληλουχίες που ισοδυναμούν με εννέα απλοτύπους, για το είδος A. graeca 19 αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε 16 διαφορετικούς απλοτύπους και για το είδος A. fragilis δύο αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικούς απλοτύπους. Μετά την ανάγνωση των αλληλουχιών σειρά είχε η εκτίμηση των γενετικών αποστάσεων με βάση τo μοντέλο Tamura–Nei και η φυλογενετική ανάλυση. Εφαρμόσθηκαν τρεις διαφορετικές μέθοδοι αναλύσεων: η μέθοδος Σύνδεσης Γειτόνων, Μέγιστης Πιθανοφάνειας και Μπεϋεσιανής Συμπερασματολογίας. Ως εξωομάδα, χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις αναλύσεις ένας απλότυπος Pseudopus apodus. Η χρήση του κρίθηκε κατάλληλη εφόσον τα γένη Pseudopus και Anguis είναι αδελφά taxa, με το είδος Pseudopus apodus να εντοπίζεται στην Ελλάδα. Με βάση τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας, όσον αφορά τόσο στις γενετικές αποστάσεις όσο και στις φυλογενετικές αναλύσεις, τα διαθέσιμα δεδομένα για τον μοριακό δείκτη που επιλέχθηκε κατατάχθηκαν ευκρινώς σε τρία διαφορετικά taxa που αντιστοιχούν στα είδη A. cephallonica, A. graeca και A. fragilis. Στην τοπολογία των φυλογενετικών δέντρων διακρίνονται τρεις κλάδοι, με απόλυτη στατιστική υποστήριξη, που αντιστοιχούν σε κάθε ένα από τα τρία προαναφερόμενα είδη Anguis. Η τοπολογία των δέντρων δείχνει ότι το ελληνικό κονάκι A. graeca φαίνεται να ακολουθεί ένα γενικό γεωγραφικό πρότυπο με κατεύθυνση από τον βορρά προς τον νότο. Στην ανάλυση με τη μέθοδο της μέγιστης πιθανοφάνειας, το ελληνικό κονάκι A. graeca ομαδοποιείται εγγύτερα στο κεφαλλονίτικο κονάκι A. cephallonica, από ό, τι στο A. fragilis, ωστόσο με πολύ χαμηλή στατιστική υποστήριξη. Από άποψη γενετικής απόστασης, βρίσκεται εγγύτερα στο είδος A. fragilis, κάτι που συμφωνεί και με το γεωγραφικό πρότυπο εξέλιξης του κάθε είδους. Τα φυλογενετικά δέντρα συμφωνούν για το είδος A. cephallonica, όσον αφορά στη σχέση των κύριων κλάδων με τα γεωγραφικά δεδομένα. Το κεφαλλονίτικο κονάκι A. cephallonica φαίνεται να ακολουθεί ένα σαφές γενικό γεωγραφικό πρότυπο εξέλιξης στην Πελοπόννησο και το Ιόνιο, από τα νότια προς τα βόρεια ή τα βορειοδυτικά. Η ανάλυση με τις μεθόδους μπεϋεσιανής συμπερασματολογίας, μέγιστης πιθανοφάνειας και σύνδεσης γειτόνων συμφωνούν μεταξύ τους και αποκαλύπτουν διακριτές και γεωγραφικά εντοπισμένες επιμέρους γενεαλογικές γραμμές. Πλέον, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το είδος A. fragilis, που θεωρείτο ότι καλύπτει την μεγαλύτερη περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας, έχει το νότιο όριό του στην Βόρεια Ελλάδα. Επίσης, το είδος A. colchica δεν θεωρείται πλέον ότι εξαπλώνεται ως τα νότια Βαλκάνια. Η μορφή που συναντούμε νοτιότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, μέχρι και την Πελοπόννησο, χωρίς ωστόσο το όριο της εξάπλωσής της στην Πελοπόννησο να μπορεί να ορισθεί με βεβαιότητα, γνωρίζουμε, πλέον, ότι είναι διαφορετικό είδος, το ελληνικό κονάκι A. graeca. Τα διαφορετικά εξελικτικά πρότυπα, οι γενετικές αποστάσεις και τοπολογίες των ειδών A. graeca και A. cephallonica αποκλείουν μία κοινή γενεαλογική γραμμή στον ελλαδικό χώρο, που μπορεί να οδήγησε στην σημερινή εξάπλωση του γένους σε αυτόν. Σε συνδυασμό με το στοιχείο της μικρότερης γενετικής απόστασης που συνδέει το A. graeca με το A. fragilis, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση πως το κεφαλλονίτικο κονάκι ανήκει σε διαφορετικό εξελικτικό κλάδο από αυτόν που ανήκουν τα δύο άλλα είδη. Οι δύο εξελικτικές γραμμές φαίνεται ότι συναντήθηκαν γεωγραφικά, με αποτέλεσμα τη μερικώς συμπάτρια εξάπλωσή τους στη Βόρεια Πελοπόννησο. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να διαλευκάνει τμήμα της εξελικτικής διαφοροποίησης εντός του γένους Anguis. Μπορεί να συμβάλει σε μελλοντικές προσπάθειες περαιτέρω διερεύνησής της, όπως και σε μελέτες που θα ασχοληθούν με τη διαχείριση των πληθυσμών του. / The geomorphology and the vast diversity of biotopes make Greece a special region as far as the reptile fauna is concerned. It is estimated that Greece is the home of 64 reptile species with nine of them being characterized as endemic. One of them is the slowworm of Cephalonia, Anguis cephallonica, which is a legless lizard of cryptic ecology, found in Peloponnesus and the islands of Cephalonia, Zakynthos and Ithaca of the Ionian Sea. Up until recently, only two species were recognized among the Anguis genus (Reptilla: Anguidae): A. cephallonica Werner, 1894 and A. fragilis Linnaeus, 1758. A. fragilis dispersal was supposed to cover a wide region of the whole western Palaiarctic. Today, it is believed that the evolutionary lineages of the genus complex has been partially revealed. Apart from the aforementioned species, A. colchica (Nordmann, 1840), A. graeca Bedriaga, 1818 and the recently proposed from the Italian peninsula A. veronensis Pollini, 1818 have also been referred as different species, with A. cephallonica, A. graeca and A. fragilis occurring in the Greek region. The European slowworm A. fragilis is supposed to be found in Northern and North-Eastern Greece, while the dispersal of the Greek slowworm, A. graeca corresponds to western continental Greece, towards Euboia and Northern Peloponnesus and also to the Ionian islands of Corfu and Lefkas. The aim of the present study focuses on the revealing of the phylogenetic relationships and the classification of the genealogical lineages both within A. cephallonica and also between A. cephallonica and the partially sympatric A. graeca, so that the basic questions, which relate to the processes which affected and determined the evolutionary and biogeographic history of the species, are approached. For this purpose, an extensive population net was used from locations from Peloponnesus, Cephalonia and western continental Greece. The experimental procedure followed begins with the whole genomic DNA extraction for each sample included in this study. The procedure continues with PCR amplification for the mitochondrial molecular marker selected, clean-up of the PCR product and sequencing. The molecular marker selected is a fragment of mitochondrial DNA, which includes ND2 gene and five smaller sequences which are transcripted to tRNAs. This particular marker was selected, mostly because of the successful application of which in former phylogenetic studies of reptiles and amphibians, while it also carries all the advantages that refer to mitochondrial DNA. After the laboratorian procedure was completed, 22 new sequences had been determined, corresponding to 14 different haplotypes. 17 sequences corresponding to nine haplotypes referring to A. cephallonica and five sequences each corresponding to a different haplotype referring to A. graeca. 19 more sequences retrieved from NCBI were included in the phylogenetic analysis, so as for A. cephallonica to sum up to nine haplotypes and for A. graeca to 16. Also, two sequences corresponding to two haplotypes were included for A. fragilis. After the sequences data set editing, the estimation of the genetic distences among them, using the Tamura Nei model, and also the phylogenetic analysis could proceed. Three different methods were used for the cladograms to be built: Neighbour Joining, Maximum likelihood and Bayesian Inference. A Pseudopus apodus haplotype was used as an outgroup for the genetic distances estimation and the phylogenetic analyses, as this species is found in Greece with the Pseudopus genus being quite relative to genus Anguis. The haplotype trees built, both based on genetic distances estimation and also on phylogenetic analysis, all agreed on a three clade motif, each corresponding to one of the three Anguis species included. The phylogenetic trees topology discriminates three clades each corresponding to one of the three Anguis species, with absolute statistical support. All trees topology shows that A. graeca follows a genetical degradation among a North to South axon. In ML analysis, A. graeca is more closely grouped with A. cephallonica rather than A. fragilis; however, the statistical support is extremely low while this doesn’t agree both with the genetic distance estimations and also with the geographical pattern of each species. Phylogenetic trees agree as far as the internal A. cephallonica clades are concerned, in accordance with geographical correspondence. A. cephallonica seems to follow a clear general geographical evolutionary pattern from the South to the North or Northwest. BI and ML analyses agree, showing discrete and geographically located genealogical lines. We can now support that A. fragilis, which was supposed to cover all continental Greece region has its south European border at Northern Greece. Also, A. colchica dispersal does not reach Southern Balkans, as it was formerly believed. The morphotype which corresponds to findings from continental Greece and north Peloponnesus is identified as A. graeca, the Greek slow worm. Different evolutionary patterns, genetic distances and tree topologies outrule a common genealogical line within the Greek region for the two species. it seems that the hypothesis of closer connection for the Greek and the European slowworm is confirmed, with the slowworm from Cephalonia belonging to a different evolutionary clade. Present study is intended on revealing a part of the evolutionary differentiation within Anguis genus in Greece. it can thus contribute to future attempts of further investigation and also should be taken under consideration for future conservation and protection management decisions.
2

Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης και στρωματογραφική διάρθρωση του φλύσχη της Πελοποννήσου-πιθανή γένεση υδρογονοθράκων

Κωνσταντόπουλος, Παναγιώτης 20 October 2009 (has links)
Η χαρτογράφηση των περιβαλλόντων ιζηματογένεσης της λεκάνης προχώρας της Πίνδου στην Δυτική Πελοπόννησο στις περιοχές της Τριταίας στα βόρεια, του Χρυσοβιτσίου στα κεντρικά και της Φοινικούντας στα νότια, η οποία βασίστηκε στα υποπεριβάλλοντα των τουρβιδιτικών αποθέσεων έδειξε την ύπαρξη των αποθέσεων εσωτερικού, εξωτερικού ριπιδίου, και αποθέσεις πεδίου λεκάνης. Η ανάπτυξη των τουρβιδιτικών αυτών υποπεριβαλλόντων έλαβε χώρα από το Ανώτερο Ηώκαινο έως το Κατώτερο Ολιγόκαινο (NP18-NP21), ηλικίες οι οποίες προσδιορίστηκαν από ασβεστιτικά ναννοαπολιθώματα. Το συνολικό στρωματογραφικό πάχος των υπό μελέτη τουρβιδιτών της λεκάνης προχώρας στην Δυτική Πελοπόννησο είναι 418m στην περιοχή της Φοινικούντας, 1096m στην περιοχή της Τριταίας και 327m στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου, και φαίνεται να αποτέθηκαν κατά την διάρκεια ενός κύριου τεκτονικού γεγονότος όπου η Γάβροβος και η Ιόνιος ζώνη συμπεριφέρθηκαν ως μια ενιαία λεκάνη προχώρας. Κατά την διάρκεια του Ανώτερου Ηώκαινου η προχώρα στην Δυτική Πελοπόννησο αποκτά μεγάλο πλάτος με αποθέσεις εσωτερικού και εξωτερικού ριπιδίου. Οι αποθέσεις λοβών εξωτερικού ριπιδίου αναπτύσσονται στο ανατολικό τμήμα της (περιοχή Τριταίας, περιοχή Φοινικούντας) ενώ οι αποθέσεις πεδίου λεκάνης το διάστημα αυτό εντοπίζονται μόνο στην περιοχή της Φοινικούντας στο δυτικό τμήμα της λεκάνης. Η παρουσία των αποθέσεων του πεδίου λεκάνης αυτής της ηλικίας των ιζημάτων στο δυτικό τμήμα της περιοχής της Φοινικούντας, δείχνει μια πιθανή βύθιση, η οποία σχηματίστηκε εξαιτίας πιθανά της δράσης της εσωτερικής επώθησης που βρέθηκε κατά την διάρκεια της διατριβής στην λεκάνη της Φοινικούντας. Το γεγονός ότι η ροή των ιζημάτων, όπως προέκυψε από τα παλαιορευματικά δεδομένα, έχει στις τρεις υπό μελέτη περιοχές φορά προς τα δυτικά, υποδεικνύει ότι ακόμα δεν έχει ενεργοποιηθεί η επώθηση της εσωτερικής Ιονίου, οπότε τα ιζήματα προελαύνουν προς τα δυτικότερα τμήματα της λεκάνης. Στην περιοχή του Χρυσοβιτσίου στο διάστημα αυτό η ιζηματογένεση χαρακτηρίζεται από την απόθεση καναλιών μεσαίου ριπιδίου, γεγονός που υποδεικνύει ένα καθεστώς μεγαλύτερης ευστάθειας του δυτικού περιθωρίου της λεκάνης σε αυτό το τμήμα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο στάδιο αυτό οι αποθέσεις λοβών στην περιοχή της Φοινικούντας και τμήμα των αποθέσεων του εσωτερικού ριπιδίου στην περιοχή της Τριταίας παρουσιάζουν τεκτονική παραμόρφωση που εκφράζεται με πτύχωση, γεγονός που σημαίνει ότι οι αποθέσεις αυτές αφού αποτέθηκαν και διαγενέθηκαν, υπέστησαν παραμόρφωση πιθανά από την δράση της επώθησης της εσωτερικής Ιονίου. Θα πρέπει ωστόσο να ειπωθεί ότι η παραμόρφωση των αποθέσεων αυτών πιθανά να οφείλεται εν μέρει και σε ολισθήσεις (slump). / The study area lies on the W Peloponnesus, and contains three areas, Tritea on the North, Xrysovitsi on the central and Finikounda on the south. The aim of this thesis is the detailed study of the sedimentary rocks deposited on West Peloponnesus during late Eocene to early Oligocene. Sediments consist of submarine fan and shelf deposits respectively. Study was realized by combining both field and laboratory data that included: detailed sedimentological and tectonic analysis, organic and inorganic geochemical research, porosity and permeability assessment, age determination, petrographical research and grain-size statistic and hydraulic parameters determination. The object of the thesis is the certain classification of the submarine fan system, the palaiogeographic reconstruction of the Pindos foreland turbidite deposits in west Peloponnesus region and the exploration of possible generation, existence and preservation of hydrocarbons. Outcrops of both deep-water and shelf sediments were selected for study on the three study areas. Due to the scarcity of the outcrops, the studied outcrops were restricted to road cuts and beaches. The lithological units were described in terms of colour, texture, thickness, grain size and sedimentary structures. During this time interval (NP18-NP21) the study area was characterized by the deposition of submarine fans that overly shelf deposits with this swallowing upward trend to be owed to tectonic activity. The flow types that controlled the depositional processes of the submarine fans were grain flows, debris flows and low-, medium- and high-density turbidity currents while the deposition of shelf can be attributed to both turbidity and shelf storm currents. The turbidity system is structured by a “basin floor” fan that is presented overlying a “slope” fan and was constructed under the simultaneous interaction of both progradation and aggradation processes. “Basin floor” fan is the more distal and lower positioned, unchannelized fan and is composed of lobe, lobe-fringe and fan-fringe deposits. The “slope fan” consists of channel-overbank deposits where channel-fill facies without base conglomerate underlying the equivalent with base conglomerate demonstrating greater proximity to the source area. Both “basin floor” and “slope” fans constitute the lower parts of the stratigraphic column in the study area and have been interpreted as parts of a sand-rich submarine fan on the base of slope to basin floor environment in Finikounda area, and as a mixed sand-mud submarine fan system in Tritea area.
3

Υδρογεωλογική και υδροχημική μελέτη των θερμομεταλλικών πηγών της δυτικής Πελοποννήσου με τη χρήση σταθερών ισοτόπων

Στρατικόπουλος, Κωνσταντίνος 29 October 2007 (has links)
Στην παρούσα μεταπτυχιακή διπλωματικής εργασίας παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σχετικά με την προέλευση και το μηχανισμό γένεσης των θερμομεταλλικών εμφανίσεων της δυτικής Πελοποννήσου. Μετά από υδρογεωλογική και υδροχημική μελέτη των κυριοτέρων πιθανών θερμομεταλλικών εμφανίσεων, αναγνωρίστηκαν ως θερμομεταλλικές πηγές οι πηγές του Καϊάφα, της Κυλλήνης, του Βρομονερίου και του Κουνουπελίου. Οι παραπάνω πηγές έχουν γενικό υδροχημικό τύπο Na-Cl και είναι πλούσιες σε H2S, το οποίο προέρχεται κυρίως από διαδικασίες αναγωγής των θειικών ιόντων. Οι θερμομεταλλικές εμφανίσεις σχετίζονται με την τεκτονική, καθώς δημιουργούνται από μετεωρικό είτε θαλασσινό νερό, το οποίο κατεισδύει σε μεγάλα βάθη και στη ανέρχεται στην επιφάνεια δια μέσω ρηγμάτων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ισοτοπικών αναλύσεων, τα θερμομεταλλικά νερά από τις πηγές του Καϊάφα, το Βρομονέρι και την Κυλλήνη έχουν μετεωρική προέλευση. Αντίθετα η πηγή στο Κουνουπέλι έχει μεικτή προέλευση 60% μετεωρικού και 40% θαλασσινού νερού. / In present postgraduate diplomatic work are presented the results of research that were realised with regard to the origin and the mechanism of genesis of genesis of thermal waters in western Peloponnese. After the hydrogeological and hydrochemical study of the main thermal springs, they were recognized as thermal and mineral waters the samples from Kaiafa, Kyllini, Vromoneri and Kounoupeli. These waters have general hydrochemical type Na-Cl and they are rich in H2S, as a result, from the reduction of sulphate ions under suitable conditions. The thermal appearances of Western Peloponnese are related with the infiltration of meteoric or sea water in great depths and their amounted in surface via major faults. According to the isotopic data the springs of Kaiafa, Kyllini and Vromoneri have meteoric origin. On the contrary the Kounoupeli’s spring is a mixed water (60% meteoric water and 40% sea water).
4

Γένεση και εξέλιξη παράκτιων λιγνιτικών κοιτασμάτων Δ. Πελοποννήσου

Παπαζησίμου, Στέφανος 15 July 2010 (has links)
- / -
5

Η γεωλογική δομή της Κέντρο-δυτικής Πελοποννήσου

Λαλέχος, Νικόλαος Σ. 05 August 2010 (has links)
- / -
6

Περιβάλλοντα αποθέσεως των ιζημάτων του Πήδασου (Ν.Δ. Πελοπόννησος)

Κοντόπουλος, Νικόλαος Σ. 21 September 2010 (has links)
- / -
7

Θερμομεταλλικές πηγές δυτικής Πελοποννήσου

Μπακοπούλου, Χαρίκλεια 28 February 2013 (has links)
Στην παρούσα πτυχιακή εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σχετικά με την προέλευση και το μηχανισμό γένεσης των θερμομεταλλικών εμφανίσεων του Νομού Ηλείας. Αφού εντοπίστηκαν οι κυριότερες θερμομεταλλικές εμφανίσεις, αποφασίστηκε να μελετηθούν οι πηγές του Καϊάφα, της Κυλλήνης και του Βρωμονερίου Λεχαινών. Οι παραπάνω πηγές έχουν γενικό υδροχημικό τύπο Na-Cl και είναι πλούσιες σε H2S, το οποίο προέρχεται κυρίως από διαδικασίες αναγωγής των θειικών ιόντων.Οι θερμομεταλλικές εμφανίσεις σχετίζονται με την τεκτονική, καθώς δημιουργούνται από μετεωρικό νερό, το οποίο κατεισδύει σε μεγάλα βάθη και στη συνέχεια ανέρχεται στην επιφάνεια δια μέσω ρηγμάτων. / In this study there are presented the results of a research. This research was conducted in regard to the origin and the mechanism of genesis of thermal and mineral waters in Ilia. After we located the main thermal springs, we decided to study the samples of Kaiafa, Kyllini and Vromoneri waters. These waters have general hydrochemical type Na-Cl and they are rich in H2S, as a result, from the reduction of sulphate ions under suitable conditions.The thermal appearances are related to the infiltration of meteoric water in great depths and their amounted in surface via major faults.
8

Συγκριτική ιζηματολογική μελέτη των ποτάμιων συστημάτων της ΒΔ Πελοποννήσου και συσχέτισή της με το τύπο του ποτάμιου συστήματος, κλίση της λεκάνης απορροής και το ρυθμό ανύψωσης της περιοχής

Κουρκούνης, Γρηγόριος 20 September 2010 (has links)
- / -
9

Μελέτη βλαβών σε εξοπλισμό μέσης τάσης

Παπαδημάτος, Παναγιώτης 04 November 2014 (has links)
Στην παρούσα διπλωματική εργασία θα ασχοληθούμε με την ποσοτική καταγραφή και στατιστικοποίηση των αιτίων βλάβης με κριτήριο το Σημείωμα Αποκατάστασης Βλάβης της ΔΕΗ (Σ.Α.Β), στις περιοχές των δήμων Πατρώων, Ερύμανθου και Αιγιάλειας. Οι μετρήσεις αυτές μας δόθηκαν σε ηλεκτρονική μορφή και παρέχουν λεπτομερή αναφορά των βλαβών που υπέστησαν οι εξοπλισμοί Μέσης Τάσης στις εν λόγω περιοχές. Στο πρώτο κεφάλαιο θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να επεξηγήσουμε κάποιες βασικές έννοιες, ώστε να διευκολύνουμε την μελέτη αυτής της διπλωματικής εργασίας και από έναν μέσο αναγνώστη. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση της μορφής των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας με ιδιαίτερη έμφαση στο σύστημα διανομής. Παρουσιάζεται η δομή του συστήματος διανομής, τα επιμέρους μέρη και εξαρτήματα από τα οποία αποτελείται καθώς και τα χαρακτηριστικά τους. Στο τέλος παρουσιάζονται δεδομένα και στατιστικά του ελληνικού συστήματος διανομής. Στο τρίτο κεφάλαιο, γίνεται μια σύντομη παρουσίαση των σφαλμάτων και υπερτάσεων που παρουσιάζονται στο σύστημα διανομής καθώς και των μέσων προστασίας που χρησιμοποιούμε προκειμένου να εξασφαλίσουμε την αδιάλειπτη λειτουργία του συστήματος διανομής Στο τέταρτο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε όλες τις βλάβες για όλες τις προαναφερθείσες περιοχές συνολικά και για όλα τα πιθανά αίτια βλάβης. Επίσης θα απεικονίσουμε στατιστικά και συγκριτικά τα αίτια βλάβης της κακοκαιρίας και του κεραυνού για τα έτη 2003 έως 2011 και για τους δήμους Πατρώων, Ερύμανθου και Αιγιάλειας ξεχωριστά. Τέλος ακολουθούν τα τελικά συμπεράσματα που απορρέουν από την επεξεργασία των στοιχείων που διαχειριστήκαμε. / In this diploma work we intend to deal with the quantitative report and statistics of the causes of damages concerning the damage repair document of ΔΕΗ, (Σ.Α.Β.), around the areas of the municipals of Patrai, Erymanthos and Egialia. All these measurements were given to us in electronic form including a detailed report of damages which occurred to the medium voltage equipment in the whole place of Achaia. In the first chapter our effort will be to determine and explain a number of basic concepts, so that the study of this diploma work will be easy understood by an average reader. The second chapter contains the presentation of the form of electric power systems, with special emphasis on the distribution system. It is a presentation of the distribution system structure, the individual parts and devices as well as their features. Data and statistics of the Greek distribution system are presented at the end of the section. The third section is a brief presentation of the faults and overvoltage occurring at the distribution system as well as of the protection measures we use in order to ensure the uninterrupted operation and the integrity of our system. In chapter four what will be presented are the damages of all the above mentioned areas in total, as well as the possible causes of them. Moreover there will be a presentation of damages caused by bad weather and thunder from the year 2003 up to 2011 for the municipals of Patrai, Erymanthos and Egialia separately. All this work will be done through statistics and comparison. At the end we will expose the final conclusions that come from the data we handled.
10

Περιβαλλοντική υδρογεωλογική μελέτης της πεδινής ζώνης της βορειοδυτικής Πελοποννήσου με τη χρήση υδροχημικών μεθόδων

Τσελίκα, Ιωάννα 20 September 2010 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας μελετώνται οι υδρογεωλογικές και υδροχημικές συνθήκες που επικρατούν στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου. Συγκεκριμένα, η περιοχή μελέτης αποτελεί την βόρεια απόληξη της εκτεταμένης πεδινής έκτασης Πύργου- Αμαλιάδας- Κάτω Αχαΐας, ενώ δίνεται έμφαση στη μελέτη του προσχωματικού υδροφόρου της περιοχής. Η περιοχή μελέτης γεωλογικά χαρακτηρίζεται από την επικράτηση αποθέσεων του Νεογενούς (Πλειόκαινο) και του Τεταρτογενούς, με τοπικές εμφανίσεις των αλπικών σχηματισμών της Ιόνιας ζώνης, στην οποία ανήκει η περιοχή, σύμφωνα με την γεωτεκτονική διαίρεση του Ελληνικού χώρου. Οι Πλειοτεταρτογενείς αποθέσεις αποτελούνται από εναλλαγές υδροπερατών, ημιπερατών και υδατοστεγανών σχηματισμών και χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη της υπόγειας υδροφορίας που παρουσιάζεται με τη μορφή επάλληλων υπό πίεση ή μερικώς υπό πίεση υδροφόρων οριζόντων. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν γεωτρήσεις που υδρομαστεύουν στρώματα σε διαφορετικά βάθη. Έτσι στις βαθιές γεωτρήσεις το βάθος φτάνει μέχρι και 170 μέτρα, ενώ στις αβαθείς δεν ξεπερνά τα 40 μέτρα. Η κύρια τροφοδοσία των μελετηθέντων υδροφόρων γίνεται κατά κύριο λόγο από την απευθείας κατείσδυση του νερού των βροχοπτώσεων κυρίως δια μέσου των υπερκείμενων τεταρτογενών αποθέσεων και από τη διήθηση του από τις κοίτες του δικτύου ρεμάτων. Για την υδροχημική έρευνα χρησιμοποιήθηκε πυκνό δίκτυο δειγματοληψίας νερού σε 21 αρδευτικές γεωτρήσεις της περιοχής έρευνας. Τα νερά των βαθύτερων γεωτρήσεων κατατάσσονται κατά Piper στις εξής ομάδες: α) Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά-οξυανθρακικά (Ca-HCO3), β) Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά- οξυανθρακικά – θειϊκά (Ca-HCO3-SO4) γ) Γαιοαλκαλικά νερά με υψηλό ποσοστό αλκαλίων - οξυανθρακικά (Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3) και δ) Αλκαλικά νερά- χλωριοθειϊκά (Na-Cl-SO4). Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσεται γεώτρηση του Ι. Γ. Μ. Ε με θερμομεταλλικό χαρακτήρα, που πιθανόν να συνδέεται με τις θερμομεταλλικές εμφανίσεις στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Κυλλήνης. Παρατηρείται τοπικά αύξηση της αγωγιμότητας (κυρίως στο βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης) με παράλληλη αύξηση των ιόντων χλωρίου, λόγω υφαλμύρινσης του νερού του υδροφόρου. Επίσης, παρουσιάζουν αυξημένες συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων Fe και Mn, που πιθανή προέλευσή τους μπορεί να θεωρηθούν οι κόνδυλοι σιδήρου και μαγγανίου που βρίσκονται μέσα στους κερατόλιθους της ζώνης της Πίνδου, οι οποίοι αναπτύσσονται ανατολικά της περιοχής έρευνας. Αντίστοιχα, τα νερά των αβαθών γεωτρήσεων ομαδοποιούνται ως εξής: α) Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά – οξυανθρακικά (Ca-HCO3), β)Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά- οξυανθρακικά – θειϊκά (Ca-HCO3-SO4), γ) Γαιοαλκαλικά νερά με υψηλό ποσοστό αλκαλίων - οξυανθρακικά (Ca-Na-HCO3, Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3-SO4) και δ) Αλκαλικά νερά- χλωριοθειϊκά (Na-Ca-Cl). Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι διαπιστώθηκε σημειακή ρύπανση στο βόρειο και κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης από νιτρικά, λόγω αφ’ενός των κτηνοτροφικών αποβλήτων, και αφ’ετέρου των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται ευρέως στην περιοχή. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση προς τα κατάντη (στο βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης) τόσο της αγωγιμότητας όσο και των ιόντων νατρίου και χλωρίου λόγω της υφαλμύρινσης του υδροφόρου ορίζοντα, συνέπεια των υπεραντλήσεων που συμβαίνουν στην περιοχή. Μεταξύ των βαθιών και αβαθών γεωτρήσεων παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση ως προς τη θερμοκρασία, με τα νερά των βαθύτερων να εμφανίζουν υψηλότερες θερμοκρασίες λόγω γεωθερμικής βαθμίδας. Όσον αφορά την ποιότητα του νερού σε σχέση με την άρδευση τα νερά τόσο των βαθιών όσο και των αβαθών γεωτρήσεων χαρακτηρίζονται από μέτρια ποιότητα, καθώς παρουσιάζουν μικρή επικινδυνότητα νατρίου και μέση έως μεγάλη επικινδυνότητα αλατότητας. / In the frame of the present thesis the hydrogeological and hydrochemical conditions that prevail in the the north-western department of Peloponnese are analyzed and interpreted. Concretely, the region of study constitutes the northern ending of extensive flat extent of Pirgos-Amaliada-Kato Achaia. The study emphasizes in the unconfined aquifer of the region. The geology of the research area is characterized by the predominance of depositions of Neogene (Pliocene) and Quaternary, with local appearances of Alpine shapings of Ionian zone, in which belongs the region, according to the geotectonic division of Greek space. Plio-Quaternary depositions are constituted by alternations of shapings with small or medium permeability or without permeability and they characterize the growth of the aquifer system that is presented like equitant layers under pressure or partially under pressure of water wagon horizons. In the present work were studied drillings which are collecting water from layers in different depths. Thus in the deep drillings the depth reaches until 170 meters, while in the drillings of smaller depth it does not exceed 40 meters. The main catering of studied water wagon becomes in the first place from the direct percolation of water of rainfalls mainly via means of hypertexts of quaternary depositions and from his filtering from the watercourses of network of streams. For the hydrochemical research was used dense network of sampling of water in 21 irrigatory drillings of region of research. The waters of deeper drillings are classified at Piper in the following teams: a) Regularly waters (Ca-HCO3), b) Regularly waters- sulphurous (Ca-HCO3-SO4) g) Waters with high percentage of alkalis - (Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3) and [d]) Alkaline waters (Na-Cl-SO4). In the last category is classified drilling of Institute of Geological and Mineral Research with geothermal mineral’s character, that likely it is connected with the appearances of geothermal mineral’s waters in the wider region of the spring of Kyllinis. It’s locally observed increase of conductivity (mainly in the north-eastern department of region of study) with parallel increase of ions of chloride, because of sea water intrusion and as result catio-exchange phenomena took place. Also, they present increased stockings of trace elements Fe and Mn, that likely the cause of their existense can be considered the condyles of iron and manganese that finds in the cherts of area of Pindos, which are developed easternly of the region of research. Respectively, the waters of shallow drillings are grouped as follows: a) Regularly waters - (Ca-HCO3), b) Regularly waters - sulphurous (Ca-HCO3-SO4), g) Waters with high percentage of alkalis - (Ca-Na-HCO3, Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3-SO4) and [d]) Alkaline waters (Na-Ca-Cl). It deserves we underline that was realised specific pollution in the nothern and mainly in the south-eastern department of region of study from nitric, because on the one hand the veterinary surgeon waste, and on the other hand the fertilizers that are used widely in the region. At the same time, it is observed increase of the conductivity, in the northern department of region of study, with high quantities of ions of sodium and chloride because of the sea water intrusion, consequence of overpumpings that happens in the study area. Between the deep and shallow drillings is observed important differentiation as for the temperature, with waters of deepest they present higher temperatures because geothermal rung. With regard to the quality of water concerning the irrigation the waters of so much deep what shallow drillings are characterized by mediocre quality, while present small venturousness of sodium and middle until big venturousness of salinity.

Page generated in 0.4088 seconds