• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 5
  • Tagged with
  • 5
  • 3
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Κυτταρολογική μελέτη ενδημικών και σπάνιων φυτών στην Κεφαλονιά

Σαμαροπούλου, Σοφία 30 December 2014 (has links)
Δώδεκα ενδημικά και σπάνια στην Κεφαλονιά taxa μελετήθηκαν κυτταρολογικά. Εκτός από τον χρωμοσωματικό αριθμό και την ανάλυση του καρυοτύπου, δίνονται στοιχεία για τη μορφολογία και το ενδιαίτημα τους και επιχειρείται η αξιολόγηση της κατάστασης των πληθυσμών τους και η πρόταση μέτρων για την αειφορική διαχείριση και προστασία τους. Οι χρωμοσωματικοί δείκτες TCL και ACL δίνονται για πρώτη φορά σε κάθε taxon. Το Allium ionicum (ενδημικό των Ιονίων) μελετήθηκε πρώτη φορά από την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Ο χρωμοσωματικός αριθμός παραμένει σταθερός 2n = 16, αλλά οι καρυότυποι διαφέρουν μεταξύ τους και με την υπάρχουσα βιβλιογραφία στον αριθμό και το μέγεθος των δορυφόρων. Η Centaurea subciliaris subsp. subciliaris (ενδημικό των Ιονίων), με διπλοειδή (2n = 18) και τετραπλοειδή (2n = 36 + 1Β) άτομα, παρουσίασε διαφορά από προηγούμενες μελέτες στην παρουσία των Β-χρωμοσωμάτων. Για πρώτη φορά μελετήθηκε το μέγεθος του γονιδιώματος και των δύο βαθμών πλοειδίας. Το Cerastium candidissimum (ενδημικό Ελλάδας) έχει 2n = 36 χρωμοσώματα. Αυτή είναι η πρώτη μελέτη σε υλικό από την Κεφαλονιά και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η πρώτη δημοσίευση του καρυοτύπου και της μορφολογίας των χρωμοσωμάτων του είδους. Η Saponaria aenesia [στενότοπο ενδημικό Κεφαλονιάς και Κινδυνεύον (ΕΝ) ] έχει 2n = 2x = 28 χρωμοσώματα. Ο χρωμοσωματικός αριθμός και η μορφολογία του καρυοτύπου του είδους ήταν μέχρι σήμερα άγνωστα. Ο χρωμοσωματικός αριθμός 2n = 24 που βρέθηκε στο είδος Silene ionica (ενδημικό Ελλάδας) συμφωνεί με παλαιότερη εργασία, αλλά πληροφορίες για τον καρυότυπο παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Η Sulla coronaria (μεσογειακό, σπάνιο στην Ελλάδα) έχει 2n = 16 χρωμοσώματα. Η φωτογραφία του καρυοτύπου δίνεται εδώ για πρώτη φορά. Η Scutellaria rupestris subsp. cephalonica [ενδημικό Κεφαλονιάς και Κινδυνεύον (ΕΝ) ] έχει 2n = 34 χρωμοσώματα. Τα αποτελέσματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες. Οι χρωμοσωματικοί αριθμοί των Stachys parolinii (ενδημικό Ελλάδας, 2n = 34) και Thymus holosericeus (ενδημικό Ιονίων, 2n = 4x = 28) συμφωνούν με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, αλλά οι μετρήσεις των χρωμοσωμάτων δίνονται για πρώτη φορά. Η Fritillaria messanensis subsp. gracilis (με Αδριατικο-Ιόνιο εξάπλωση) μελετήθηκε κυτταρολογικά και τα αποτελέσματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες. Επιπλέον, μετρήθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα το συνολικό ποσό του γονιδιώματός της και μελετήθηκε κυτταρογενετικά σε σύγκριση με τα υποείδη F. messanensis subsp. messanensis και F. messanensis subsp. sphaciotica με σήμανση των πλούσιων σε GC περιοχών με χρωμομυκίνη Α3 και in situ υβριδοποίηση φθορισμού (FISH), για τον εντοπισμό 18S - 5.8S - 26S και 5S γονιδίων. Η Fritillaria mutabilis (ενδημικό Ελλάδας) έχει 2n = 24 +1B χρωμοσώματα. Αυτή είναι η πρώτη κυτταρολογική μελέτη του είδους από την Κεφαλονιά και η πρώτη εκτίμηση του μεγέθους του γονιδιώματος του είδους. Τέλος, ο χρωμοσωματικός αριθμός 2n = 4x = 28 που βρέθηκε στο υποείδος Cymbalaria microcalyx subsp. minor (ενδημικό Ελλάδας) συμφωνεί με προηγούμενες αναφορές. Παρ’ όλα αυτά, δίνονται πρώτη φορά μετρήσεις των χρωμοσωμάτων. / Twelve endemic and rare taxa of Kefalonia were karyologically examined. Apart from their chromosome numbers, karyomorphology and comments on the karyotype morphology, data are also given about their habitat and potential threats. Moreover, an attempt is being made to assess the conservation status of their populations and to suggest measures for their protection and sustainable management. For every taxon, the chromosome indicators TCL and ACL are given for the first time. Allium ionicum (endemic of the Ionian Islands) is studied for the first time from Kefalonia and Zakynthos. The chromosome number is always 2n = 16, but the kayotypes differ as far as the number and the size of the satellites are concerned. Centaurea subciliaris subsp. subciliaris (endemic of the Ionian Islands), with diploid (2n = 18) and tetraploid (2n = 36 + 1Β) individuals, showed difference comparing to previous refers regarding the presence of B-chromosomes. The DNA amount of the subspecies, for both diploid and tetraploid individuals, was counted for the first time. Cerastium candidissimum (Greek endemic) has 2n = 36 chromosomes. This is the first study for Kefalonia and first publication of the karyotype. Saponaria aenesia (endemic of Kefalonia, Endangered) has 2n = 28 chromosomes and this is the first report for the species. The chromosome number 2n = 24, found for Silene ionica (Greek endemic), agrees with previous studies. However, information about its karyotype is presented here for the first time. Sulla coronaria (Mediterranean, rare in Greece) has 2n = 16 chromosomes. The karyotype is given here for the first time. Scutellaria rupestris subsp. cephalonica (exclusive endemic taxon of Kefalonia, Endangered) has 2n = 34 chromosomes. Our results are in accordance with previous refers for the taxon. The chromosome numbers of Stachys parolinii (Greek endemic, 2n = 34) and Thymus holosericeus (endemic of the Ionian Islands, 2n = 4x = 28) agree with previous studies. The results for Fritillaria messanensis subsp. gracilis (Adriatic - Ionian distribution) with 2n = 24 +1B chromosomes, agree with previous publications. Moreover, the DNA amount of the taxon was estimated for the first time for material from Greece. The subspecies was also observed after CMΑ3 and FISH to detect the 18S - 5.8S - 26S και 5S genes and compared with the other two subspecies, F. messanensis subsp. messanensis and F. messanensis subsp. sphaciotica. Fritillaria mutabilis (Greek endemic) has 2n = 24 chromosomes. This is the first study for Kefalonia and first estimation of the DNA amount for the species. Finally, the chromosome number 2n = 4x = 28, found for Cymbalaria microcalyx subsp. minor (Greek endemic), agrees with previous research for the species from the island. The chromosomes were measured here for the first time.
2

Τεκτονική ανάλυση των δύο μεγάλων επωθήσεων στις περιοχές 'Ορμου Μύρτου και Κόλπου Αγίας Κυριακής στο βόρειο τμήμα της νήσου Κεφαλονιάς

Καπατσώρης, Άγγελος 05 July 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την τεκτονική ανάλυση δύο μεγασκοπικών επωθήσεων στο βόρειο τμήμα της νήσου Κεφαλονιάς. Για την ανάλυση αυτών πάρθηκαν μετρήσεις με γεωλογική πυξίδα οι οποίες προβλήθηκαν σε στερεογραφικά δίκτυα για εξαγωγή συμπερασμάτων. Βάσει των μετρήσεων αυτών κατασκευάστηκαν δύο γεωλογικές τομές εγκάρσια στις επωθήσεις με σκοπό την απεικόνιση της λειτουργίας αυτών. Τονίζεται ότι τα παραπάνω παρουσιάζουν ορθή ερμηνεία μόνο σε συσχέτιση με υπαίθριες παρατηρήσεις. / The present work is a tectonic analysis of two major thrusts in the northern part of Kefalonia island. Measures were taken in the area with a geologic compass and then plotted in Schmidt diagramms. Presented are also two geologic cross sections perpendicular to the two thrusts.
3

Φυλογεωγραφία της άποδης σαύρας Anguis (Reptilia: Anguidae) στη Νότια Ελλάδα

Βούλγαρη-Κόκοτα, Άννα 27 May 2014 (has links)
Η γεωμορφολογία της Ελλάδας και η ποικιλία των βιοτόπων της την καθιστούν ιδιαίτερη περιοχή μελέτης ως προς την ερπετοπανίδα της. Σήμερα, εκτιμάται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 64 είδη ερπετών, με τα εννέα από αυτά να είναι ενδημικά. Το κεφαλονίτικο κονάκι Anguis cephallonica πρόκειται για μια περίπτωση άποδης σαύρας με κρυπτική οικολογία, που εντοπίζεται στην Πελοπόννησο και τα νησιά Κεφαλονιά, Ζάκυνθος και Ιθάκη του Ιονίου Πελάγους. Έως πρόσφατα, αναγνωρίζονταν δύο είδη στο γένος Anguis (Reptilla: Anguidae): το A. cephallonica Werner, 1894 και το A. fragilis Linnaeus, 1758 με το δεύτερο να θεωρείται ότι εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη δυτική περιοχή της Παλαιαρκτικής. Σήμερα, οι εξελικτικές γραμμές του γένους έχουν μερικώς αποκαλυφθεί. Εκτός από τα δύο προαναφερόμενα, θεωρούνται αποδεκτά τα είδη A. colchica (Nordmann 1840) και A. graeca Bedriaga, 1881, ενώ πρόσφατα προτάθηκε και η ύπαρξη ενός νέου είδους, του A. veronensis Pollini, 1818. Από αυτά, εκτός του A. cephallonica, εντοπίζονται στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κονάκι A. fragilis, που απαντάται στη Βόρεια Ελλάδα και το ελληνικό κονάκι A. graeca, που απαντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα δυτικά της κεντρικής Μακεδονίας, στην Εύβοια, στη Βόρεια Πελοπόννησο και στα νησιά Κέρκυρα και Λευκάδα. Στην παρούσα εργασία, σκοπός είναι η διερεύνηση των φυλογενετικών σχέσεων και η ταξινόμηση των γενεαλογικών γραμμών τόσο εντός του είδους A. cephallonica, όσο και σε σχέση με τα συγγενικά με αυτό είδη- ιδιαίτερα με το μερικώς συμπάτριο A. graeca, έτσι ώστε να προσεγγισθούν βασικά ερωτήματα που αφορούν στις διεργασίες που καθόρισαν ή επηρέασαν την εξελικτική και βιογεωγραφική ιστορία του είδους. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο πληθυσμών από τοποθεσίες της Πελοποννήσου, της Κεφαλονιάς και της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Η πειραματική πορεία που ακολουθήθηκε αρχίζει με την εξαγωγή ολικού γονιδιωματικού DNA από κάθε χρησιμοποιούμενο δείγμα και συνεχίζεται με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης για τον μοριακό δείκτη που χρησιμοποιήθηκε, τον καθαρισμό του προϊόντος της PCR και την αλληλούχηση. Ο μοριακός δείκτης που επιλέχθηκε για την προσέγγιση των φυλογενετικών σχέσεων και τη διερεύνηση των γενεαλογικών γραμμών τόσο εντός του A. cephallonica, όσο και μεταξύ αυτού και των συγγενών με αυτό ειδών, είναι το τμήμα του μιτοχονδριακού DNA που περιέχει το κωδικό γονίδιο ND2 και πέντε αλληλουχίες tRNA και επιλέχθηκε κυρίως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα και με επιτυχία σε άλλες φυλογενετικές αναλύσεις ερπετών και αμφιβίων, ενώ φέρει όλα τα πλεονεκτήματα του μιτοχονδριακού DNA. Μετά το πέρας της πειραματικής διαδικασίας είχαν προσδιορισθεί 22 νέες αλληλουχίες για τον μοριακό δείκτη, που αντιστοιχούν σε 14 απλοτύπους. Πιο συγκεκριμένα, για το A. cephallonica προσδιορίσθηκαν 17 αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε εννέα απλοτύπους και για το είδος A. graeca προσδιορίσθηκαν πέντε αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε πέντε διαφορετικούς απλοτύπους. Στην ανάλυση συμπεριελήφθησαν ακόμα 19 αλληλουχίες, που ανακτήθηκαν από τη βάση δεδομένων του Εθνικού Κέντρου Βιοτεχνολογικής Πληροφορίας των ΗΠΑ NCBI (National Center for Biotechnology Information), έτσι ώστε συνολικά, για το είδος A. cephallonica στην ανάλυση να έχουν συμπεριληφθεί 19 αλληλουχίες που ισοδυναμούν με εννέα απλοτύπους, για το είδος A. graeca 19 αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε 16 διαφορετικούς απλοτύπους και για το είδος A. fragilis δύο αλληλουχίες που αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικούς απλοτύπους. Μετά την ανάγνωση των αλληλουχιών σειρά είχε η εκτίμηση των γενετικών αποστάσεων με βάση τo μοντέλο Tamura–Nei και η φυλογενετική ανάλυση. Εφαρμόσθηκαν τρεις διαφορετικές μέθοδοι αναλύσεων: η μέθοδος Σύνδεσης Γειτόνων, Μέγιστης Πιθανοφάνειας και Μπεϋεσιανής Συμπερασματολογίας. Ως εξωομάδα, χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις αναλύσεις ένας απλότυπος Pseudopus apodus. Η χρήση του κρίθηκε κατάλληλη εφόσον τα γένη Pseudopus και Anguis είναι αδελφά taxa, με το είδος Pseudopus apodus να εντοπίζεται στην Ελλάδα. Με βάση τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας, όσον αφορά τόσο στις γενετικές αποστάσεις όσο και στις φυλογενετικές αναλύσεις, τα διαθέσιμα δεδομένα για τον μοριακό δείκτη που επιλέχθηκε κατατάχθηκαν ευκρινώς σε τρία διαφορετικά taxa που αντιστοιχούν στα είδη A. cephallonica, A. graeca και A. fragilis. Στην τοπολογία των φυλογενετικών δέντρων διακρίνονται τρεις κλάδοι, με απόλυτη στατιστική υποστήριξη, που αντιστοιχούν σε κάθε ένα από τα τρία προαναφερόμενα είδη Anguis. Η τοπολογία των δέντρων δείχνει ότι το ελληνικό κονάκι A. graeca φαίνεται να ακολουθεί ένα γενικό γεωγραφικό πρότυπο με κατεύθυνση από τον βορρά προς τον νότο. Στην ανάλυση με τη μέθοδο της μέγιστης πιθανοφάνειας, το ελληνικό κονάκι A. graeca ομαδοποιείται εγγύτερα στο κεφαλλονίτικο κονάκι A. cephallonica, από ό, τι στο A. fragilis, ωστόσο με πολύ χαμηλή στατιστική υποστήριξη. Από άποψη γενετικής απόστασης, βρίσκεται εγγύτερα στο είδος A. fragilis, κάτι που συμφωνεί και με το γεωγραφικό πρότυπο εξέλιξης του κάθε είδους. Τα φυλογενετικά δέντρα συμφωνούν για το είδος A. cephallonica, όσον αφορά στη σχέση των κύριων κλάδων με τα γεωγραφικά δεδομένα. Το κεφαλλονίτικο κονάκι A. cephallonica φαίνεται να ακολουθεί ένα σαφές γενικό γεωγραφικό πρότυπο εξέλιξης στην Πελοπόννησο και το Ιόνιο, από τα νότια προς τα βόρεια ή τα βορειοδυτικά. Η ανάλυση με τις μεθόδους μπεϋεσιανής συμπερασματολογίας, μέγιστης πιθανοφάνειας και σύνδεσης γειτόνων συμφωνούν μεταξύ τους και αποκαλύπτουν διακριτές και γεωγραφικά εντοπισμένες επιμέρους γενεαλογικές γραμμές. Πλέον, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το είδος A. fragilis, που θεωρείτο ότι καλύπτει την μεγαλύτερη περιοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας, έχει το νότιο όριό του στην Βόρεια Ελλάδα. Επίσης, το είδος A. colchica δεν θεωρείται πλέον ότι εξαπλώνεται ως τα νότια Βαλκάνια. Η μορφή που συναντούμε νοτιότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, μέχρι και την Πελοπόννησο, χωρίς ωστόσο το όριο της εξάπλωσής της στην Πελοπόννησο να μπορεί να ορισθεί με βεβαιότητα, γνωρίζουμε, πλέον, ότι είναι διαφορετικό είδος, το ελληνικό κονάκι A. graeca. Τα διαφορετικά εξελικτικά πρότυπα, οι γενετικές αποστάσεις και τοπολογίες των ειδών A. graeca και A. cephallonica αποκλείουν μία κοινή γενεαλογική γραμμή στον ελλαδικό χώρο, που μπορεί να οδήγησε στην σημερινή εξάπλωση του γένους σε αυτόν. Σε συνδυασμό με το στοιχείο της μικρότερης γενετικής απόστασης που συνδέει το A. graeca με το A. fragilis, φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση πως το κεφαλλονίτικο κονάκι ανήκει σε διαφορετικό εξελικτικό κλάδο από αυτόν που ανήκουν τα δύο άλλα είδη. Οι δύο εξελικτικές γραμμές φαίνεται ότι συναντήθηκαν γεωγραφικά, με αποτέλεσμα τη μερικώς συμπάτρια εξάπλωσή τους στη Βόρεια Πελοπόννησο. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να διαλευκάνει τμήμα της εξελικτικής διαφοροποίησης εντός του γένους Anguis. Μπορεί να συμβάλει σε μελλοντικές προσπάθειες περαιτέρω διερεύνησής της, όπως και σε μελέτες που θα ασχοληθούν με τη διαχείριση των πληθυσμών του. / The geomorphology and the vast diversity of biotopes make Greece a special region as far as the reptile fauna is concerned. It is estimated that Greece is the home of 64 reptile species with nine of them being characterized as endemic. One of them is the slowworm of Cephalonia, Anguis cephallonica, which is a legless lizard of cryptic ecology, found in Peloponnesus and the islands of Cephalonia, Zakynthos and Ithaca of the Ionian Sea. Up until recently, only two species were recognized among the Anguis genus (Reptilla: Anguidae): A. cephallonica Werner, 1894 and A. fragilis Linnaeus, 1758. A. fragilis dispersal was supposed to cover a wide region of the whole western Palaiarctic. Today, it is believed that the evolutionary lineages of the genus complex has been partially revealed. Apart from the aforementioned species, A. colchica (Nordmann, 1840), A. graeca Bedriaga, 1818 and the recently proposed from the Italian peninsula A. veronensis Pollini, 1818 have also been referred as different species, with A. cephallonica, A. graeca and A. fragilis occurring in the Greek region. The European slowworm A. fragilis is supposed to be found in Northern and North-Eastern Greece, while the dispersal of the Greek slowworm, A. graeca corresponds to western continental Greece, towards Euboia and Northern Peloponnesus and also to the Ionian islands of Corfu and Lefkas. The aim of the present study focuses on the revealing of the phylogenetic relationships and the classification of the genealogical lineages both within A. cephallonica and also between A. cephallonica and the partially sympatric A. graeca, so that the basic questions, which relate to the processes which affected and determined the evolutionary and biogeographic history of the species, are approached. For this purpose, an extensive population net was used from locations from Peloponnesus, Cephalonia and western continental Greece. The experimental procedure followed begins with the whole genomic DNA extraction for each sample included in this study. The procedure continues with PCR amplification for the mitochondrial molecular marker selected, clean-up of the PCR product and sequencing. The molecular marker selected is a fragment of mitochondrial DNA, which includes ND2 gene and five smaller sequences which are transcripted to tRNAs. This particular marker was selected, mostly because of the successful application of which in former phylogenetic studies of reptiles and amphibians, while it also carries all the advantages that refer to mitochondrial DNA. After the laboratorian procedure was completed, 22 new sequences had been determined, corresponding to 14 different haplotypes. 17 sequences corresponding to nine haplotypes referring to A. cephallonica and five sequences each corresponding to a different haplotype referring to A. graeca. 19 more sequences retrieved from NCBI were included in the phylogenetic analysis, so as for A. cephallonica to sum up to nine haplotypes and for A. graeca to 16. Also, two sequences corresponding to two haplotypes were included for A. fragilis. After the sequences data set editing, the estimation of the genetic distences among them, using the Tamura Nei model, and also the phylogenetic analysis could proceed. Three different methods were used for the cladograms to be built: Neighbour Joining, Maximum likelihood and Bayesian Inference. A Pseudopus apodus haplotype was used as an outgroup for the genetic distances estimation and the phylogenetic analyses, as this species is found in Greece with the Pseudopus genus being quite relative to genus Anguis. The haplotype trees built, both based on genetic distances estimation and also on phylogenetic analysis, all agreed on a three clade motif, each corresponding to one of the three Anguis species included. The phylogenetic trees topology discriminates three clades each corresponding to one of the three Anguis species, with absolute statistical support. All trees topology shows that A. graeca follows a genetical degradation among a North to South axon. In ML analysis, A. graeca is more closely grouped with A. cephallonica rather than A. fragilis; however, the statistical support is extremely low while this doesn’t agree both with the genetic distance estimations and also with the geographical pattern of each species. Phylogenetic trees agree as far as the internal A. cephallonica clades are concerned, in accordance with geographical correspondence. A. cephallonica seems to follow a clear general geographical evolutionary pattern from the South to the North or Northwest. BI and ML analyses agree, showing discrete and geographically located genealogical lines. We can now support that A. fragilis, which was supposed to cover all continental Greece region has its south European border at Northern Greece. Also, A. colchica dispersal does not reach Southern Balkans, as it was formerly believed. The morphotype which corresponds to findings from continental Greece and north Peloponnesus is identified as A. graeca, the Greek slow worm. Different evolutionary patterns, genetic distances and tree topologies outrule a common genealogical line within the Greek region for the two species. it seems that the hypothesis of closer connection for the Greek and the European slowworm is confirmed, with the slowworm from Cephalonia belonging to a different evolutionary clade. Present study is intended on revealing a part of the evolutionary differentiation within Anguis genus in Greece. it can thus contribute to future attempts of further investigation and also should be taken under consideration for future conservation and protection management decisions.
4

Αξιολόγηση φυσικών κινδύνων & θεματική χαρτογράφηση στο νησί Κεφαλληνίας με χρήση δορυφορικών εικόνων ASTER / Estimated risks of physical disasters in the island of Kefalonia with ASTER images

Πεντόγαλου, Βερόνα 20 October 2010 (has links)
Μέσα από την διαδικασία που ακολουθείται στην παρούσα εργασία, αξιολογείται η επικινδυνότητα εμφάνισης κατολίσθησης στο ΝΑ τμήμα της Νήσου Κεφαλληνίας μέσω θεματικής χαρτογράφησης από ψηφιακά γεωγραφικά δεδομένα. / In this task we are aiming at the estimation of the risk of physical disasters in the island of Kefalonia by using spatial analysis methods and ASTER images.
5

Οι ανθρώπινες επιδράσεις στην εξελικτική πορεία της χλωρίδας και της βλάστησης της Κεφαλονιάς από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα: μελέτη για την εφαρμογή στην περιβαλλοντική εκπαίδευση

Ευθυμιάτου-Κατσούνη, Ευτυχία-Νίκη 10 June 2013 (has links)
Κρίναμε αναγκαίο να συνδέσουμε τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στην εξελικτική πορεία της χλωρίδας και της βλάστησης της Κεφαλονιάς με την ιστορία του νησιού με το εξής σκεπτικό: όλες οι ιστορικές περίοδοι από την εμφάνιση του ανθρώπου μέχρι σήμερα αποτυπώνουν τη βαθμίδα του πολιτισμού τους στο ποσοστό, που ο άνθρωπος ως φορέας πολιτισμού εκμεταλλεύεται το περιβάλλον. Για τον λόγο αυτό το Α΄ μέρος της διατριβής «Προϊστορική και ιστορική περίοδος» το αφιερώσαμε στο διαχρονικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα ιστορικά γεγονότα, που προκάλεσαν τις παρεμβάσεις του ανθρώπου στην εξελικτική πορεία της χλωρίδας και της βλάστησης στην Κεφαλονιά. Για κάθε ιστορική περίοδο, παραθέσαμε και τα αντίστοιχα συμπεράσματα. Η παρουσία του ανθρώπου στο νησί χρονολογείται από το τέλος της Αρχαιότερης Παλαιολιθικής περιόδου (100.000 χρόνια πριν). • Δημοσιεύσαμε στην παρούσα διατριβή την πληθώρα των λίθινων εργαλείων από άγνωστες μέχρι τώρα θέσεις επιφανείας της Κεφαλονιάς και • ανακοινώσαμε για πρώτη φορά πιστοποιημένη θέση επεξεργασίας πυριτολίθου in situ. • Αναφέραμε νέες πιθανές θέσεις σπηλαιοκατοίκησης κατά την Εποχή του Λίθου. • Αξιολογήσαμε τις παρεμβάσεις του ανθρώπου στο περιβάλλον ως κυνηγού και τροφοσυλλέκτη, όπως ενός οποιουδήποτε άλλου χορτοφάγου ή σαρκοφάγου ζώου. Η αλλαγή στην Κεφαλονιά έρχεται κατά τη Νεολιθική περίοδο γύρω στα ~ 5.600 – 4800 π.Χ. με την έναρξη της γεωργίας, όπως εξακριβώθηκε από τα κατάλοιπα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στο σπήλαιο της Δράκαινας. • Δεν αποκλείσαμε ότι για το στάδιο αυτό της αλλαγής υπήρξε μία βαθύτερη στον χρόνο προεργασία. • Διαπιστώσαμε ότι τα ανθρακολογικά κατάλοιπα του σπηλαίου της Δράκαινας υποδηλώνουν μία χλωρίδα, της οποίας η σημερινή αποτελεί φυσική συνέχεια παρά την κακή διαχείριση εκ μέρους του ανθρώπου. Κατά την περίοδο της Χαλκοκρατίας (Μυκηναϊκοί χρόνοι) από τα ανασκαφικά ευρήματα και με αρωγό τη μυθική παράδοση • διαπιστώσαμε ότι η οικονομία πλέον στηρίζεται στο τρίπτυχο γεωργία, κτηνοτροφία, εμπόριο. Το καθεστώς αυτό θα κρατήσει πολλούς αιώνες μετά. • Διαπιστώσαμε επίσης ότι η εμφάνιση για πρώτη φορά της κεφαλληνιακής Ελάτης σε μυκηναϊκούς σφραγιδολίθους υποδηλώνει δραστηριότητες με επίκεντρο τα δάση του Αίνου. • Από τα ευρήματα (δόντια κάπρου) και τις απεικονίσεις ελάφου επίσης σε σφραγιδολίθους οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση της αυτοφυούς βλάστησης στην Κεφαλονιά θα ήταν περισσότερο ακμαία από τη σημερινή, για να συντηρεί αυτού του είδους τα ζώα. Η μορφή της οικονομίας παραμένει ίδια και στο Οδυσσειακό κράτος. Βασίζεται στον πρωτογενή τομέα της παραγωγικής διαδικασίας, χωρίς οργάνωση, με μονάδες παραγωγής μεγέθους οίκου. • Πιστοποιήσαμε την ύπαρξη ελαιοκαλλιέργειας στα νησιά του Ιονίου, γεγονός που θεωρούμε ως την πιο σημαντική παρέμβαση από άποψη διατροφής των κατοίκων, αλλά και στην εξελικτική πορεία της χλωρίδας και της βλάστησης των Ιονίων Νήσων και δη της ομηρικής Ιθάκης, που στην επικράτεια του Οδυσσέα την εννοούμε ως ενιαίο χώρο με την Κεφαλονιά. Οι απεικονίσεις στα νομίσματα της Κεφαλληνιακής Τετράπολης μας βεβαιώνουν ότι το τρίπτυχο της οικονομίας, γεωργία – κτηνοτροφία – εμπόριο, υφίσταται και κατά τους κλασικούς χρόνους. • Συμπεράναμε ότι η οργάνωση των τεσσάρων αυτόνομων κρατών με τη συνακόλουθη αύξηση πληθυσμού συνεπάγεται και επέκταση καλλιεργειών και βοσκοτόπων σε βάρος αυτοφυούς βλάστησης και • ότι η επέκταση των καλλιεργειών ενδέχεται να άνοιξε τον δρόμο για μία νέα εγκατάσταση ξενοφύτων στο νησί. • Αξιολογήσαμε ως πιο σοβαρή παρέμβαση στο περιβάλλον την έναρξη της συστηματικής κατά τα φαινόμενα υλοτόμησης του ελατοδάσους του Αίνου για την εκμετάλλευση της κεφαλληνιακής Ελάτης ως προϊόντος. Τούτο συνάγεται από την απεικονίσεις στα νομίσματα των Πρόννων, δεδομένου ότι το ξύλο της Ελάτης ήταν κατάλληλο για τη ναυπήγηση πλοίων. Στην εποχή, που ακολουθεί, μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους η Κεφαλονιά γίνεται πεδίο πολεμικών συγκρούσεων, λεηλασιών και εξανδραποδισμού. • Οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι οι φημισμένες κεφαλληνιακές τριήρεις, που έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις αναμετρήσεις με τον ρωμαϊκό και τον συμμαχικό τους στόλο, πρέπει να ήταν ναυπηγημένες από κεφαλληνιακή Ελάτη. Όταν η Τετράπολις παύει να υπάρχει, το γεωργικό καθεστώς διαμορφώνεται στο πρότυπο του ρωμαϊκού συστήματος της δουλοπαροικίας με τον μεγάλο κλήρο. • Αξιολογήσαμε τις συνέπειες του μεγάλου κλήρου και των καλλιεργειών ως παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον, γιατί μεγάλος κλήρος και εκτεταμένες καλλιέργειες σημαίνουν εκχερσώσεις και περιορισμό της δασικής βλάστησης. • Θεωρούμε δεδομένο ότι η «παγκοσμιοποίηση» του εμπορίου στο αχανές ρωμαϊκό κράτος είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων φυτικών ειδών και στα λιμάνια της Κεφαλονιάς. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Κεφαλονιά στον τομέα της οικονομίας ακολουθεί την ίδια πορεία με τις υπόλοιπες επαρχίες του Βυζαντινού κράτος. Η νομοθεσία άλλοτε ευνοεί και άλλοτε υποβαθμίζει την αγροτική οικονομία. Με την επιβολή του τιμαριωτικού συστήματος από τους Φράγκους κατακτητές η οικονομία καταρρέει. Η περίοδος, κατά την οποία η Κεφαλονιά τελούσε υπό την κατοχή των Ενετών και των Άγγλων, ήταν περίοδος μεγάλων αλλαγών στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με τις ανάλογες επιπτώσεις στην εξελικτική πορεία της βλάστησης. • Διαπιστώσαμε ότι η συρρίκνωση του πληθυσμού λόγω των Ενετοτουρκικών πολέμων και της πειρατείας μείωσε την κτηνοτροφία με αποτέλεσμα την ανάκαμψη της βλάστησης. Αντίθετα η εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας επί Ενετοκρατίας έγινε σε βάρος της αυτοφυούς βλάστησης. • Χαρακτηρίσαμε ως μεγαλύτερη παρέμβαση κατά την εποχή αυτή την εισαγωγή της μαύρης σταφίδας (Uva passa), της οποίας η καλλιέργεια σχεδόν εκτόπισε τα σιτηρά. • Συμπεράναμε ότι η αλματώδης άνοδος της σταφιδοπαραγωγής (22,5 εκατομμύρια λίτρες) επέφερε σοβαρό πλήγμα στην εξελικτική πορεία της βλάστησης γιατί δόθηκαν στην καλλιέργεια χιλιάδες στρέμματα όχι μόνον των πεδιάδων, αλλά και των άνυδρων, ξηρών ασβεστολιθικών βουνών, που μέχρι τότε δεν είχαν καλλιεργηθεί και διατηρούσαν την αυτοφυή βλάστηση. Τον 19ο και μέχρι τα μέσα του 20ου αι. η οικονομία της Κεφαλονιάς διατήρησε τον αγροτικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα βασιζόταν στα εμβάσματα εκ του εξωτερικού. Μετά τους ισοπεδωτικούς σεισμούς του 1953, αρχίζει η φάση της εκβιομηχάνισης. Κατά τον 20ο και 21ο αιώνα λόγω των επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης • διαπιστώσαμε εγκατάλειψη της αροτριαίας καλλιέργειας, την ανάπτυξη του τουρισμού και την αύξηση του αριθμού των αιγοπροβάτων. Γενικά παρατηρήσαμε αλλαγή στη χρήση της γης. Στο Β΄ μέρος «Χλωρίδα και βλάστηση της Κεφαλονιάς» αναφερθήκαμε: • Στη συμμετοχή της Κεφαλονιάς στην ελληνική βιοποικιλότητα με 1088 taxa, από τα οποία τα 61 είναι ενδημικά όλων των κατηγοριών (στενότοπα της Κεφαλονιάς, ενδημικά Ιονίων Νήσων και της Ελλάδας). • Ερευνήσαμε, καταγράψαμε και ταυτοποιήσαμε 53 taxa αλλόχθονων φυτών. • Δημοσιεύσαμε ότι τα ποσοστά των αλλόχθονων επί της τοπικής χλωρίδας είναι περίπου παρόμοια με εκείνα των αλλόχθονων του συνόλου της ελληνικής χλωρίδας. • Εντοπίσαμε και ανακοινώσαμε την ύπαρξη μικρής συστάδας ατόμων μαύρης Πεύκης (Pinus nigra) στον Αίνο μέσα σε πυκνόφυτη τοποθεσία από Abies cephalonica. Αξιολογήσαμε ότι αυτό το σπάνιο για το νησί εύρημα αποτελεί μοναδική μαρτυρία ότι στη δασοκάλυψη του Αίνου συμμετείχε και το εν λόγω είδος, του οποίου η παρουσία ανιχνεύθηκε στα ανθρακολογικά κατάλοιπα του νεολιθικού σπηλαίου της Δράκαινας. • Στο Κεφ. ΧIV αναφερθήκαμε διεξοδικά στα ορεινά δάση της Κεφαλονιάς και ιδιαιτέρως στον ρόλο του Αίνου και στη σημασία της Ελάτης από τους ομηρικούς χρόνους μέχρι σήμερα. • Αναλύσαμε την ετυμολογία της ονομασίας των βουνών Αίνος, Άτρος, και Αγία Δυνατή και τη συνδέσαμε με την αρχαία λατρεία. • Καταθέσαμε την άποψη ότι ο Νήριτος των ομηρικών επών είναι ο Αίνος της Κεφαλονιάς. • Αναφερθήκαμε στις καταστροφικές ανθρώπινες παρεμβάσεις στα δάση του Αίνου και του Άτρου από την εποχή της Ενετοκρατίας μέχρι σήμερα (κυρίως πυρκαγιές), οι οποίες είχαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του ελατοδάσους από 72.280 στρέμματα σε 28.620 συνολικά (του Αίνου 23.160 στρ. και του Ρουδίου 5.460 στρ.), ενώ τα δάση του Άτρου εξαφανίστηκαν. • Καταλήξαμε στη θλιβερή διαπίστωση ότι μόνον οι ξένοι κατακτητές, Ενετοί και Άγγλοι, προσπάθησαν να προστατεύσουν το δάσος από τις εγκληματικές δραστηριότητες των κατοίκων του νησιού. • Χαρακτηρίσαμε το υπολειμματικό δάσος της Ι. Μονής Θεμάτων στην Αγία Δυνατή ως ανάμνηση των αρχαίων δασών Quercus στην Κεφαλονιά. • Αναλύσαμε τους τομείς της οικονομικής σημασίας του δάσους, η οποία υπήρξε σημαντική μέχρι τα μέσα του 20ου αι., αλλά με την εκβιομηχάνιση της χώρας περιορίστηκε στον τομέα της κτηνοτροφίας για τα τμήματα του δάσους εκτός Εθνικού Δρυμού. • Αναφερθήκαμε στις καθοριστικές παρεμβάσεις στη βλάστηση και τη χλωρίδα πεδινών εκτάσεων και ακτών, λόγω αλλαγής στη χρήση της γης και της ανάπτυξης του τουρισμού. Στο Γ΄ μέρος καταγράψαμε τις «Διαπιστωμένες Καλλιέργειες» (σιτηρά, άμπελος, λινάρι, ελιά) ως ανθρώπινες παρεμβάσεις από τη Νεολιθική περίοδο μέχρι σήμερα. Εκφράζουμε την υπόθεση ότι η Κεφαλονιά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία αυτόνομη περιοχή δημιουργίας νέων μορφών καλλιεργήσιμων σιτηρών στο Ιόνιο κατά την περίοδο των πρώτων καλλιεργειών από τους κατοίκους της. • Αναφερθήκαμε στην καλλιέργεια εκλεκτών τοπικών οινοπαραγωγών ποικιλιών. • Αφιερώσαμε επίσης ξεχωριστή ενότητα για την ελαιοκαλλιέργεια και • Καταθέσαμε την άποψη ότι η εισαγωγή της ελαιοκαλλιέργειας στην Κεφαλονιά προέρχεται από τη Κρήτη. Γενικότερη διαπίστωση, που αφορά σε όλες τις ιστορικές περιόδους, είναι ότι οι ανθρώπινες επιδράσεις στην εξελικτική πορεία της χλωρίδας και της βλάστησης έχουν άμεση σχέση με τις νομοθετικές ρυθμίσεις, που διέπουν το αγροτικό καθεστώς κάθε εποχής, καθώς και με την κατανομή του κλήρου. Στο Δ΄ μέρος « Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» αναλύσαμε • τη δυναμική της παρούσας διατριβής, καθώς και τους λόγους, για τους οποίους μπορεί να αποτελέσει μελέτη για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. • Αναπτύξαμε την πολυμέρεια του θέματος, που συνδυάζει δεδομένα θεωρητικών και θετικών Επιστημών (Αρχαιογνωσία, Ιστορία, Αρχαιολογία, Παλαιοβοτανική, Βοτανική, Βιολογία κ.λπ., και ανοίγει δρόμους για ποικιλία δραστηριοτήτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. • Δώσαμε παραδείγματα βιωματικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας μέσα από λογοτεχνικά κείμενα και • σχεδιάσαμε ένα πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης βασισμένο στη θεματολογία της διατριβής ως παράδειγμα αξιοποίησης του υλικού της. / It was deemed necessary to connect the human interventions in the evolutionary process of the flora and vegetation of Cephalonia with the history of the island, under the following consideration: all the historical periods, from the appearance of man until today, demonstrate their level of cultural growth as the percentage at which man, as a bearer of culture, exploits the environment. For this reason, part A of this thesis “Prehistoric and historic period” was devoted to a time context, within which historical events took place that cause human intervention to the evolutionary process of the flora and vegetation of Cephalonia. For each historical period, we present the relevant conclusions. The human presence on the island is dated since the end of the oldest Paleolithic period (100,000 years BP). • With the current thesis, we publish the wealth of stone tools from unknown, until today, surface localities of Cephalonia and • we announce for the first time a verified site of in situ flint processing (treatment). • We report possible new sites of cave-dwelling during the Stone Era. • We evaluate the human interventions to the environment as a hunter and food gatherer, in a way similar to any other herbivorous or carnivorous animal. The change in Cephalonia occurs during the Neolithic period, ca, 5,600 – 4,800 BC, with the advent of agriculture, as was verified by the remnants of anthropogenic activities in Drakaina cave. • We do not reject the possibility that for this stage of change there existed a deeper in time preparation • We establish that the carbon remains of Drakaina cave imply a flora, the contemporary one of which appears to constitute its natural succession, despite any bad management on the human part. During the Bronze Age (Mycenaean time) from the excavation findings and with the support of the mythological tradition: • we establish that economy is now based on the trio agriculture, stock-breeding and commerce. This status will last for centuries later. • We also established that the appearance for the first time of the Cephalonian Fir on Mycenaean, seal-stone implies the existence of activities, centered on the forests of Mt. Ainos. • From the findings (wild boar teeth) and the deer depictions, also on seal-stones, we draw the conclusion that the condition of the native flora of Cephalonia at that time would have been more vigorous than today, in order to support the sustenance of such animals. The economical form remains the same also during the Odyssey state. It is based on the primary sector of the production process, with no organization, instead with production units of domestic size. • We verify the existence of olive tree cultivation in the Ionian islands, which we consider as the most important intervention from a nourishment point of view, but also to the evolutionary process of the vegetation and flora of the Ionian Islands and particularly of the Homeric Ithaca, which in the Ulysses dominion, we consider as unified with Cephalonia. The representations on the coins of the Cephalonian Tetrapolis confirm the the trio agriculture – stock-breeding – commerce also exists during the Classical times. • We conclude that the organization of the four autonomous states with the subsequent population increase, entails the expansion of cultivation and grazing areas at the expense of native vegetation and • that cultivation expansion possibly made way for a new xenophytic establishment on the island. • We evaluate the advent of an apparently systematic logging of the Fir forest on Mt. Ainos, for the exploitation of the Cephalonian Fir as a product, to be the most serious environmental intervention. This is extrapolated from the representations on the Pronnoi coins, given the fact that Fir wood was suitable for ship-building. In the era that follows up until the roman times, Cephalonia becomes a field of war conflicts, lootings and enslaving. • We draw the conclusion that the famous Cephalonian triremes that play a primary role in the encounters with the roman and allied fleets, must have been built from Cephalonian Fir. When the Tetrapolis ceases to exist, the agricultural status is modified, following the model of the roman system of serfdom • We evaluate the consequences of the large plots and cultivations as an intervention to natural environment, since large plots and extensive cultivations mean land clearing and restriction of the forest vegetation. • We take it as granted that the “globalization” of commerce in the vast Roman Empire results in the introduction of new plant species, also in the Cephalonian ports. During the Byzantine times, in the economical sector Cephalonia follows the same process with the other states of the Byzantine Empire. In different times legislature either favors or degrades agricultural economy. With the enforcement of the timariot system by the Venetic conquerors, the economy collapses. The period, during which, Cephalonia was under the Venetian and English occupation, was marked with significant changes in the sectors of agriculture and stock-breeding, with respective implications in the evolutionary process of vegetation. • We discover that the shrinking of the population, due to the Venetian-Turkish wars and piracy, decreased stock-raising, thus leading to a restoration of the vegetation. In contrast, the expansion of the olive tree cultivation during Venetian occupation took place at the expense of native flora. • We characterize as the biggest intervention during this era the introduction of the black raisin (Uva passa), the cultivation of which almost displaced cereal cultivations. • We concluded that the rapid growth of raisin production (22.5 million liters) exerted a serious blow to the evolutionary process of the vegetation, because not only thousands of acres of plains were given to cultivation, but also arid, dry, calciferous mountains, that had not been cultivated until then and which preserved the native flora. During the 19th and until the mid-20th century, the economy of Cephalonia preserved its agricultural identity, while relying, at the same time, to money transfers from abroad. Following the obliterating earthquakes of 1953, the industrialization phase began. During the 20th and 21st century, due to the EU subsidies: • we observe the abandonment of plowable cultivation, the development of tourism and the population increase of goats and sheep. In general, we remark the alteration in land use. In part B “Flora and Vegetation of Cephalonia”: • We mention the contribution of Cephalonia to the Greek biodiversity with 1088 taxa, 61 of which are endemic of all categories (stenotopic of Cephalonia, Ionian island endemics and Greek endemics). • We studied, recorded and identified 53 taxa of allochthonous plants. • We located and announce the existence of a small group of European black pine individuals (Pinus nigra) on Mt. Ainos, within a dense Abies cephalonica locality. We evaluate this rare finding for the island as a unique testimony that this particular species participated in the forest coverage of Mt. Ainos, the presence of which was also detected in the carbon remains of the Neolithic cave of Drakaina. • In chapter XIV we refer in detail to the mountainous forests of Cephalonia and particularly to the role of Mt. Ainos and the importance of Fir from the Homeric times until today. • We analyze the etymology of the names of Ainos, Atros and Agia Dynati mountains and connect it to ancient worship. • We deposit the view that Niritos of the Homeric works is Ainos of Cephalonia. • We refer to the catastrophic human interventions to the forests of Ainos and Atros from the Venetian occupation era until today (mainly fires), which resulted in the shrinking of the Fir forest from 72,280 acres to 28,620 in total (23,160 on Mt. Ainos and 5,460 on Mt. Roudi), whereas Atros forests disappeared. • We reach the sad conclusion that only the foreign conquerors, Venetians and English, tired to protect the forest from criminal activities of the island inhabitants. • We characterize the relict forest of Themata Monastery as a remnant of the ancient Quercus forests of Cephalonia. • We analyze the sectors of the financial importance of the forest, which was significant up until mid-20th century, but with the industrialization of the country this importance was restricted to the sector of stock-raising for the forest parts outside the National Park. • We refer to the decisive interventions to the vegetation and flora of the lowland and coastal areas, due to the change in land use and the touristic development. In part C we record the “Verified Cultivations” (cereals, vineyards, linum, olive trees) as human interventions from the Neolithic period onwards. • We hypothesize that Cephalonia could be considered an autonomous area of the Ionian region for the creation of new forms of cultivated cereals by its inhabitants, during the period of the first cultivations • We refer to the cultivation of exquisite local wine-producing varieties. • We also devote a special section to olive tree cultivation and • We submit the view that olive tree cultivation was introduced to Cephalonia from Crete. A general conclusion, that concerns all historical periods, is that the human impacts on the evolutionary process of the flora and the vegetation are directly linked to the legislative regulations that govern the agricultural status of each era, as well as to the distribution of land. In part D, “Environmental Education”: • We analyze the dynamics of this thesis, as well as the reasons why it could constitute a study for Environmental Education. • We develop the multi-disciplinary character of the subject, which combines data of theoretical and applied sciences (Ancient Knowledge, History, Archaeology, Paleobotany, Botany, Biology etc.) and creates ways for a variety of Environmental Education activities. • We give examples of experiential educational activity through literature texts and • We design a program of Environmental Education, as a utilization example of the included material, based on the themes of this thesis.

Page generated in 0.0314 seconds