• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 2
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 5
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συγκριτική μελέτη μεταξύ υψηλών δόσεων σιπροφλοξασίνης έναντι κεφταζιντίμης+ αμικασίνης ως εμπειρική θεραπεία σε ουδετεροπενικούς ασθενείς που εμφανίζουν εμπύρετα επεισόδια

Γρουζή, Ελισάβετ Ι. 16 December 2008 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν να καθορισθεί εάν η μονοθεραπεία με σιπροφλοξασίνη σε υψηλές δόσεις (400 mg x 3φορές/ημέρα ενδοφλεβίως), είναι αποδεκτή ως αρχική εμπειρική αντιμικροβιακή θεραπεία σε εμπύρετα επεισόδια ουδετεροπενικών ασθενών με αιματολογικά νοσήματα σε σχέση με τον καθιερωμένο συνδυασμό κεφταζιντίμης+αμικασίνης, και επιπρόσθετα να διερευνηθεί εάν η χορήγηση σιπροφλοξασίνης από του στόματος (750 mg x 2 φορές/ημέρα) μπορεί αποτελεσματικά να υποκαταστήσει την ενδοφλέβια χορήγηση 72 ώρες μετά την έναρξη αυτής. Σε προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη μελετήθηκαν συνολικά 123 εμπύρετα ουδετεροπενικά επεισόδια, σε 61 από τα οποία χορηγήθηκε σιπροφλοξασίνη και σε 62 ο συνδυασμός κεφταζιντίμης+αμικασίνης. Επί του συνόλου σε 96 (78,1%) η υποκείμενη νόσος ήταν οξεία λευχαιμία, σε 24 (19,5%) μη-Hodgkin λέμφωμα και σε 3 (2,4%) απλαστική αναιμία. Επιτυχής κλινική ανταπόκριση στο τέλος της θεραπείας χωρίς τροποποίηση αυτής παρατηρήθηκε σε 30/61 (49,2%) επεισόδια στην ομάδα της σιπροφλοξασίνης και σε 31/62 (50%) στην ομάδα της κεφταζιντίμης+αμικασίνης (p=1,00). Σε 40/61 (65,6%) επεισόδια στην ομάδα της σιπροφλοξασίνης η ενδοφλέβια θεραπεία αντικαταστάθηκε με από του στόματος μετά από 4,3±069 ημέρες, με επιτυχή ανταπόκριση στο 75%(30/40) αυτών. Επί του συνόλου των επεισοδίων στις μικροβιολογικά αποδεδειγμένες λοιμώξεις κυριαρχούσαν οι Gram-θετικοί μικροοργανισμοί σε ποσοστό 56,8%, ενώ οι Gram-αρνητικοί αποτελούσαν το 43,2%. Η ανταπόκριση στην θεραπεία με σιπροφλοξασίνη στις μικροβιολογικά αποδεδειγμένες λοιμώξεις (βακτηριαιμίες και άλλες λοιμώξεις) ήταν 40,0%, στις κλινικά αποδεδειγμένες λοιμώξεις 50% και στα επεισόδια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας 55,2%, έναντι 41,2%, 43,8% και 58,6% αντίστοιχα στην δεύτερη ομάδα. Ειδικότερα στις βακτηριαιμίες από gram-θετικά παθογόνα επιτυχής έκβαση παρατηρήθηκε στο 20% των επεισοδίων στην ομάδα της σιπροφλοξασίνης και στο 12,5% στην ομάδα του συνδυασμού. Στη διάρκεια της μελέτης παρατηρήθηκαν 6 επιλοιμώξεις μόνο στην ομάδα της σιπροφλοξασίνης και 4 επαναλοιμώξεις μόνο στην ομάδα του συνδυασμού κεφταζιντίμης/αμικασίνης, (p=0,006). Οι επιλοιμώξεις ήταν δύο μυκητιασικές πνευμονίες, μια λοίμωξη ουροποιητικού από P. aeruginosa, και τρεις βακτηριαιμίες από P. Aeruginosa, St. viridans και Enterococcus spp.. Οι επαναλοιμώξεις αφορούσαν δύο βακτηριαιμίες μία από P. aeruginosa και μια από St. Aureus, μία λοίμωξη ουροποιητικού από E. coli και μία γαστρεντερίτιδα από Ε. faecalis. Ο αριθμός των θανάτων στις πρώτες 72 ώρες ήταν 2 για την ομάδα της σιπροφλοξασίνης και 1 για την ομάδα κεφταζιντίμης+αμικασίνης. Επιπλέον 11 ασθενείς ακόμη (7 vs 4, p=0,363) κατέληξαν στη φάση της ουδετεροπενίας. Επί του συνόλου 12/14 θανάτους οφείλονταν σε λοίμωξη. Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι η παρατεταμένη και σοβαρή ουδετεροπενία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ανταπόκριση στη θεραπεία. Στην ομάδα της σιπροφλοξασίνης ουδετεροπενία με ουδετερόφιλα <100/μl για περισσότερο από 14 ημέρες επηρεάζει εξαιρετικά ισχυρά την ανταπόκριση στη θεραπεία (p=0,003), ενώ στην ομάδα του συνδυασμού κεφταζιντίμης+αμικασίνης η διαφορά αυτή, παρότι υπάρχει, δεν εμφανίζεται στατιστικά σημαντική (p=0,07). Με ανάλυση λογαριθμικής παλινδρόμησης καθορίσθηκαν παράγοντες που κατά την έναρξη του εμπυρέτου επεισοδίου και την διάρκεια αυτού ασκούν σημαντική επίδραση στην ανταπόκριση στη θεραπεία, και επομένως είναι δυνατόν να χαρακτηρίσουν τον ασθενή ως “χαμηλού κινδύνου” για την εμφάνιση επιπλοκών. Θετική επίδραση στην ανταπόκριση στη θεραπεία κατά την έναρξη του πυρετού έχουν η απουσία κλινικής λοίμωξης, ο αριθμός των ουδετεροφίλων >100/μl, η αιματολογική κακοήθεια σε ύφεση, το διάστημα από την προηγηθείσα αντινεοπλασματική χημειοθεραπεία να είναι > από 10 ημέρες από την έναρξη αυτής και το περιβάλλον εμφάνισης της λοίμωξης να είναι αυτό της κοινότητας (εξωνοσοκομειακή λοίμωξη). Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου οι παράγοντες αυτοί είναι η άνοδος των ουδετεροφίλων >100/μl και >500/μl, η διάρκεια της ουδετεροπενίας <100/μl να είναι <14ημέρες, καθώς και η διάρκεια της ουδετεροπενίας <500/μl να είναι επίσης <14ημέρες. Τέλος αναλύοντας τα επεισόδια με ουδετερόφιλα <100/μl για περισσότερο από 14ημέρες είχαν 2,75 φορές πιθανότητα επιτυχούς έκβασης εάν έπαιρναν το συνδυασμό κεφταζιντίμης+αμικασίνης (p=0,038, odds ratio=2,75). Ανεπιθύμητες ενέργειες παρατηρήθηκαν σε 9/61 (14,7%) επεισόδια της ομάδας της σιπροφλοξασίνης και σε 10/62 (16,1%) της ομάδας κεφταζιντίμης+αμικασίνης (p=1,00), χωρίς να απαιτηθεί σε κανένα διακοπή της θεραπείας. Συμπερασματικά φαίνεται ότι η μονοθεραπεία με υψηλές δόσεις σιπροφλοξασίνης είναι εξ’ ίσου αποτελεσματική και ασφαλής με τον καθιερωμένο συνδυασμό κεφταζιντίμης+αμικασίνης, ως εμπειρική θεραπεία ουδετεροπενικών ασθενών “χαμηλού κινδύνου” με πυρετό. Επιπρόσθετα στους ασθενείς που ανταποκρίθηκαν, έχει το πλεονέκτημα της από του στόματος χορήγησης για τη συμπλήρωση της αγωγής, ενώ συγχρόνως στερείται νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας. Παρόλα αυτά ιδιαίτερα σημαντικό είναι κατά την επιλογή της εμπειρικής αντιμικροβιακής θεραπείας, να λαμβάνεται υπόψη το μικροβιακό φάσμα που επικρατεί και η ανθεκτικότητα των μικροοργανισμών που απομονώνονται στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. / The aim of the present study was to compare administration of ciprofloxacin, given initially at the higher intravenous dose 400 mg three times a day for at least 72 hours, followed by oral administration 750 mg twice a day, with the standard combination regimen of ceftazidime plus amikacin as empiric treatment in patients with febrile neutropenia. In a prospective study, a total of 123 febrile neutropenic patients were randomized: 61 in the ciprofloxacin group and 62 in the ceftazidime plus amikacin group. In 78,1% of the patients acute leukemia was the underlying disease, another 19,5% of the patients suffered from high-grade non-Hodgkin’s lymphoma, and the remaining 2,4% of the patients suffered from aplastic anemia. The frequency of successful clinical response without modification at the end of therapy was almost identical for ciprofloxacin [49,2% (30/61 patients)] compared with that for ceftazidime plus amikacin [50% (31/62 patients)], (p=1,00). For 40/61 (65,6%) patients, it was possible to switch from parenteral ciprofloxacin to the oral after a mean of 4,3±069 days, and the response was successful for 30/40 (75%) patients. Gram-positive organisms accounted for 56,8% of all organisms isolated. The response to therapy in ciprofloxacin group was 40,0% for the microbiologically documented infections, 50% for the clinically documented infections and 55,2% for the episodes with fever of unknown origin, compared with 41,2%, 43,8% and 58,6% respectively in ceftazidime plus amikacin group. The efficacies of the regimens against gram-positive bacteremias were 20% for the ciprofloxacin group and 12,5% for the combination group. Superinfections were seen in 6 episodes in ciprofloxacin group and 4 episodes of reinfection in ceftazidime plus amikacin group (p=0,006). 3 patients (2 of ciprofloxacin group and 1 of combination group) died within 72 hours of randomization. Another 11 patients (7 vs 4 respectively, p=0,363) died before resolution of neutropenia. Of the total 12/14 patients died because of infection. The analysis of the data shown that the prolonged and severe granulocytopenia is a critical factor for the successful outcome. In ciprofloxacin group the neutropenia with neutrophils <100/μl for 14 days or more is significantly associated with the response to treatment (p=0,003). In the combination group this association is not significant (p=0,07). Logistic regression analyses were performed to estimate the probability of success and to identify “low risk” neutropenic patients. The covariates could be assessed at the onset of fever and during treatment as well. Among the tested covariates, the following variables were significant predictors of outcome at the onset of fever: absence of signs of clinically documented infection, neutrophils >100/μl, primary disease in remission, fever developing more than 10 days from the recent course of chemotherapy and outpatients status before the onset of fever. The significant predictors of outcome during treatment were: increasing neutrophils count >100/μl, increasing neutrophils count >500/μl, neutrophils <100/μl for less than 14 days and neutrophils <500/μl for less than 14 days as well. Furthermore episodes with 14 days or more of neutropenia <100/μl treated with ceftazidime plus amikacin had response rates 2,75 times higher compared to episodes treated with ciprofloxacin (p=0,038, odds ratio=2,75). Adverse events were mostly self-limited and were observed in 9 (14,7%) ciprofloxacintreated patients and 10 (16,1%) patients who were receiving the combination. In summary, this trial suggests that high-dose ciprofloxacin is therapeutically equivalent to the routine regimen of ceftazidime plus amikacin in “low risk” febrile neutropenic patients and has the advantages of intravenous and oral administration, without nepfro- and ototoxicity. However, it is very important that before an empirical therapy is chosen each hospital determine bacteriologic predominance and perform resistance surveillance.
2

Estabilidade dos fármacos ceftazidima e aminofilina em soluções parenterais de grande volume (SPGV) carreados pelo copolímero Pluronic® F68. Emprego da proteína verde fluorescente (GFP) como biossensor da estabilidade de fármacos em SPGV / Stability of ceftazidime and aminophyline carried by Pluronic®F68 in parenteral solutions. Green Fluorescent Protein (GFP) as a biossensor for drug stability in parenteral solutions

Santos, Carolina Alves dos 03 December 2010 (has links)
Diante da extensa utilização de fármacos associados às soluções parenterais de grande volume (SPGV) e muitas vezes da impossibilidade da administração dos mesmos em diferentes veículos de infusão, sejam pela perda da estabilidade ou por insolubilidade destes, a utilização de copolímeros como carreadores de fármacos vêm a favorecer a associação destes às SPGV. Este trabalho visa avaliar a estabilidade dos fármacos ceftazidima e aminofilina nas SPGV carreados pelo copolímero Pluronic® F68 e o estudo da GFP como potencial biossensor da estabilidade de fármacos nas SPGV. A estabilidade dos fármacos ceftazidima (320ug/mL) e aminofilina (160ug/mL) em SPGV foi avaliada, na presença e na ausência de Pluronic® F68, através da utilização de HPLC logo após preparo e após período de 24hs, usando sistema Schimadzu LC10, LC-solution software, Schimadzu C18, fluxo 0,5mL/min, detecção em &#955;=255nm (ceftazidima) e &#955;=275nm (aminofilina), volume de injeção 20uL, 25ºC. A determinação da concentração mínima inibitória (CMI) foi realizada em amostras de ceftazidima (240ug/mL) na presença e na ausência de Pluronic® em SPGV de 5% glicose usando E. coli ATCC 25922 e P.eruginosa ATCC 9721 na concentração de 106UFC/mL . Pluronic® F68 foi utilizado nas amostras para avaliação da estabilidade dos fármacos ceftazidima e aminofilina na concentração 10% m/m. Resultados mostraram uma incompatibilidade entre a associação dos fármacos em SPGV de 5% glicose, com perda de concentração de 25% do fármaco ceftazidima na ausência de Pluronic®. Nos ensaios de CMI realizados com fármaco ceftazidima em SPGV de 5% glicose observou-se uma melhora dos valores de CMI quando o fármaco foi associado ao copolímero Pluronic® para ambos os microrganismos estudados. O estudo da GFP mostrou que fatores como (i) as propriedades físico-químicas dos fármacos, (ii) valores de pH das soluções e (iii) interações entre a proteína e as SPGV, podem favorecer mudanças de intensidade de fluorescência da GFP (determinada em espectrofluorímetro &#955;ex=394nm, &#955;em=509nm), favorecendo seu potencial emprego como biossensor da estabilidade de fármacos. / Drug association administered through parenteral solutions is a common hospital practice. Copolymers as carriers in parenteral solutions may allow originally unstable or insoluble drug combinations, or even improve their action. The aim of this work was to evaluate the stability of ceftazidime and aminophylline in parenteral solutions carried by Pluronic® F68, besides the application of the green fluorescent protein as a biossensor of drug stability. To evaluate the stability of ceftazidime (320 &#181;g/mL) and aminophylline (160 &#181;g/mL) carried by Pluronic® F68 (10%) in parenteral solutions, HPLC measurements were made immediately after the drug mixture preparation and after 24 hours, detected at &#955;=255nm (ceftazidime) and &#955;=275nm (aminophylline). In addition, minimal inhibitory concentration test (MIC) was used to determine the biological activity of ceftazidime (240 &#181;g/mL) in 5% glucose parenteral solution, with or without Pluronic® F68 (10%). The strains tested by MIC were E. coli ATCC 25922 and P.aeruginosa ATCC 9721 (106UFC/mL). The HPLC experiments showed incompatibility of ceftazidime and aminophylline associated in 5% glucose parenteral solution, with 25% loss for ceftazidime without Pluronic® F68. MIC analysis for ceftazidime, with or without aminophylline, showed that lower antibiotic concentration values were required to inhibit E. coli and P.aeruginosa growth, when the copolymer Pluronic® F68 was present in the samples. It was also showed that physical chemical drugs alterations, pH values and protein-parenteral solution interactions can change GFP fluorescence intensity (detected by espectrofluorimeter &#955;ex=394nm, &#955;em=509nm). These data endorse the potential of this protein as a biosensor of drug stability in parenteral solutions.
3

Antimicrobial Nanoparticles: A Green and Novel Approach for Enhancing Bactericidal Efficacy of Commercial Antibiotics

Shah, Monic 01 August 2014 (has links)
On the verge of entering the post-antibiotic era, numerous efforts are in place to regain the waning charm of antibiotics which are proving ineffective against most “Superbugs”. Engineered nanomaterials, especially gold nanoparticles (GNPs) capped with antibacterial agents, are proving to be an effective and novel strategy against multidrug resistant (MDR) bacteria. In this study, we report a one-step synthesis of antibioticcapped GNPs (25 ± 5 nm) utilizing the combined reducing and capping ability of a cephalosporin antibiotic, ceftazidime. No signs of aggregation or leaching of ceftazidime from GNP surface was observed upon its storage. Antibacterial testing showed dosedependent broad spectrum activity of Cef-GNPs against both Gram-positive (S. bovis and E. durans) and Gram-negative (P. aeruginosa and E. aerogenes) bacteria. A significant reduction in the minimum inhibition concentration (MIC) of Cef-GNPs was observed as compared to the ceftazidime by itself against Gram-negative bacteria. The MIC of Cef- GNPs were 0.1 mg mL-1 (P. aeruginosa and E. aerogenes) and 1.2 mg mL-1 (E. durans and S. bovis). Cef-GNPs exerted bactericidal action on both P. aeruginosa and E. durans by disrupting the cellular membrane resulting in leakage of cytoplasmic content and death of bacterial cell. Our investigation and results provides an additional step in the development of antibiotic capped GNP as potent next generation antibacterial agents.
4

Estabilidade dos fármacos ceftazidima e aminofilina em soluções parenterais de grande volume (SPGV) carreados pelo copolímero Pluronic® F68. Emprego da proteína verde fluorescente (GFP) como biossensor da estabilidade de fármacos em SPGV / Stability of ceftazidime and aminophyline carried by Pluronic®F68 in parenteral solutions. Green Fluorescent Protein (GFP) as a biossensor for drug stability in parenteral solutions

Carolina Alves dos Santos 03 December 2010 (has links)
Diante da extensa utilização de fármacos associados às soluções parenterais de grande volume (SPGV) e muitas vezes da impossibilidade da administração dos mesmos em diferentes veículos de infusão, sejam pela perda da estabilidade ou por insolubilidade destes, a utilização de copolímeros como carreadores de fármacos vêm a favorecer a associação destes às SPGV. Este trabalho visa avaliar a estabilidade dos fármacos ceftazidima e aminofilina nas SPGV carreados pelo copolímero Pluronic® F68 e o estudo da GFP como potencial biossensor da estabilidade de fármacos nas SPGV. A estabilidade dos fármacos ceftazidima (320ug/mL) e aminofilina (160ug/mL) em SPGV foi avaliada, na presença e na ausência de Pluronic® F68, através da utilização de HPLC logo após preparo e após período de 24hs, usando sistema Schimadzu LC10, LC-solution software, Schimadzu C18, fluxo 0,5mL/min, detecção em &#955;=255nm (ceftazidima) e &#955;=275nm (aminofilina), volume de injeção 20uL, 25ºC. A determinação da concentração mínima inibitória (CMI) foi realizada em amostras de ceftazidima (240ug/mL) na presença e na ausência de Pluronic® em SPGV de 5% glicose usando E. coli ATCC 25922 e P.eruginosa ATCC 9721 na concentração de 106UFC/mL . Pluronic® F68 foi utilizado nas amostras para avaliação da estabilidade dos fármacos ceftazidima e aminofilina na concentração 10% m/m. Resultados mostraram uma incompatibilidade entre a associação dos fármacos em SPGV de 5% glicose, com perda de concentração de 25% do fármaco ceftazidima na ausência de Pluronic®. Nos ensaios de CMI realizados com fármaco ceftazidima em SPGV de 5% glicose observou-se uma melhora dos valores de CMI quando o fármaco foi associado ao copolímero Pluronic® para ambos os microrganismos estudados. O estudo da GFP mostrou que fatores como (i) as propriedades físico-químicas dos fármacos, (ii) valores de pH das soluções e (iii) interações entre a proteína e as SPGV, podem favorecer mudanças de intensidade de fluorescência da GFP (determinada em espectrofluorímetro &#955;ex=394nm, &#955;em=509nm), favorecendo seu potencial emprego como biossensor da estabilidade de fármacos. / Drug association administered through parenteral solutions is a common hospital practice. Copolymers as carriers in parenteral solutions may allow originally unstable or insoluble drug combinations, or even improve their action. The aim of this work was to evaluate the stability of ceftazidime and aminophylline in parenteral solutions carried by Pluronic® F68, besides the application of the green fluorescent protein as a biossensor of drug stability. To evaluate the stability of ceftazidime (320 &#181;g/mL) and aminophylline (160 &#181;g/mL) carried by Pluronic® F68 (10%) in parenteral solutions, HPLC measurements were made immediately after the drug mixture preparation and after 24 hours, detected at &#955;=255nm (ceftazidime) and &#955;=275nm (aminophylline). In addition, minimal inhibitory concentration test (MIC) was used to determine the biological activity of ceftazidime (240 &#181;g/mL) in 5% glucose parenteral solution, with or without Pluronic® F68 (10%). The strains tested by MIC were E. coli ATCC 25922 and P.aeruginosa ATCC 9721 (106UFC/mL). The HPLC experiments showed incompatibility of ceftazidime and aminophylline associated in 5% glucose parenteral solution, with 25% loss for ceftazidime without Pluronic® F68. MIC analysis for ceftazidime, with or without aminophylline, showed that lower antibiotic concentration values were required to inhibit E. coli and P.aeruginosa growth, when the copolymer Pluronic® F68 was present in the samples. It was also showed that physical chemical drugs alterations, pH values and protein-parenteral solution interactions can change GFP fluorescence intensity (detected by espectrofluorimeter &#955;ex=394nm, &#955;em=509nm). These data endorse the potential of this protein as a biosensor of drug stability in parenteral solutions.
5

Untersuchungen zum Postantibiotischen Effekt bei Pseudomonas aeruginosa-Isolaten einer Intensivstation

Hummel, Heike 19 July 1999 (has links)
In der vorliegenden Untersuchung wurde der Postantibiotische Effekt (PAE) von Amikacin und Ceftazidim alleinig und in Kombination beider Antibiotika nach einmaliger und mehrfacher Exposition bei Pseudomonas aeruginosa bestimmt. Es wurden verschiedene Stämme mit unterschiedlicher Resistenz gegen Amikacin und Ceftazidim untersucht. Die MHK-Werte bewegten sich für Ceftazidim zwischen < 0,25 µg/ml bis 4 µg/ml und für Amikacin zwischen < 2 µg/ml bis 32 µg/ml. Der PAE lag nach der einmaligen Inkubation von Amikacin bei 0 bis 2,65 Stunden, von Ceftazidim bei 0 bis 2,78 Stunden und in der Kombination beider bei 2,4 bis 5,37 Stunden. Außerdem ergab die mehrmalige Exposition bei Amikacin nach der 1. Inkubation einen PAE von 0,75 bis 2,25 Stunden und stieg auf 2,3 bis 3,5 Stunden nach der 3. Inkubation an; bei Ceftazidim von 1,1 bis 2,18 Stunden Anstieg auf 1,18 bis 2,5 Stunden und bei der Kombination von Amikacin und Ceftazidim von 2,3 bis 3,75 Stunden war ein geringer Abfall auf 1,25 bis 3,25 Stunden zu verzeichnen. Es wurde ein Zusammenhang zwischen dem PAE und der MHK beobachtet: je höher die Resistenz, desto kürzer der PAE. Die Dosierungsintervalle wurden so gewählt, daß sie der klinisch üblichen dreifach Applikation pro Tag entsprachen. Aus unseren Untersuchungen läßt sich theoretisch eine einmalige Applikation pro Tag für Aminoglykoside und eine Kombinationstherapie Aminoglykosid plus Beta-Lactamantibiotika ableiten; vor allem auch, daß bei Mehrfachapplikation der PAE nicht kürzer wird. Für Ceftazidim erscheint eine Dauerinfusion bei fehlendem PAE sinnvoll. / In the current study we examinated the postantibiotic effect (PAE) of the antimicrobial agents amikacin and ceftazidime in vitro. We analyzed the PAE using both agents alone and in combination and after once and several expositions of different isolates of Pseudomonas. Different resistant stains of Pseudomonas were explored versus amikacin and ceftazidime. The observed minimum inhibitory concentration values (MIC) for ceftazidime ranged from < 0.25µg/ml to 4.0µg/ml and for amikacin from < 2.0µg/ml to 32µg/ml. After unique incubation the PAE of amikacin ranged from 0 to 2.65 hours while ceftazidime ranged from 0 to 2.78 hours. In combination of both we observed PAEs between 2.4 to 5.37 hours. A several exposition of amikacin showed after the first incubation PAEs between 0.75 to 2.25 hours increasing after third incubation from 2.3 to 3.5 hours whereas ceftazidime ranged from 1.1 to 2.18 hours and 1.18 to 2.5 hours. Both antimicrobial agents in combination had PAEs between 2.3 and 3.75 hours after first incubation and decreased low after third incubation between 1.25 and 3.25 hours. There is significant correlation to be seen between PAE and MIC-values: the higher resistance is, the shorter PAE will become.

Page generated in 0.0458 seconds