• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 674
  • 83
  • 24
  • 23
  • 23
  • 8
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • 7
  • Tagged with
  • 1030
  • 1030
  • 145
  • 118
  • 112
  • 110
  • 93
  • 92
  • 89
  • 86
  • 77
  • 76
  • 72
  • 70
  • 68
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
631

Resolving conflict for gutpela sindaun an analysis and evaluation of traditional and modern methods of achieving peaceful intergroup relations among the Enga of Papua New Guinea /

Young, Douglas W. January 1995 (has links)
Thesis (PhD) -- Macquarie University, School of History, Philosophy, and Politics, Centre for Conflict Resolution, 1995. / Includes bibliographical references and appendices.
632

Η διοίκηση των συγκρούσεων στην διαδικασία αξιολόγησης του ανθρωπίνου δυναμικού

Βογιατζή, Στυλιανή 29 July 2011 (has links)
Οι σημερινές επιχειρήσεις λειτουργούν μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και πολύπλοκο περιβάλλον. Η υιοθέτηση συστημάτων στρατηγικής διοίκησης (strategic management) και μέτρησης απόδοσης (performance measurement), μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση της ικανότητας τους να ανταγωνιστούν με επιτυχία σε εθνικό ή και διεθνές επίπεδο, εφόσον φυσικά αναπτυχθούν και χρησιμοποιηθούν σωστά. Κανένα υποσύστημα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ο στρατηγικός σχεδιασμός στην προσπάθεια των επιχειρήσεων για συνεχή βελτίωση της συνολικής τους απόδοσης. Από την άλλη πλευρά, η μέτρηση της συνολικής απόδοσης, για να συμβάλλει σημαντικά στην επιτυχία μιας επιχείρησης, πρέπει να συνδέεται άμεσα με το σύστημα της στρατηγικής διοίκησης (και το στρατηγικό πρόγραμμα). Μόνο όταν η μέτρηση της απόδοσης βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής διοίκησης μπορεί η επιχείρηση να καταβάλλει προσπάθειες για την συνεχή βελτίωσή της. Η σύνδεση μεταξύ του συστήματος μέτρησης και βελτίωσης της συνολικής απόδοσης, του στρατηγικού προγράμματος, και των τεθέντων μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων στόχων, αποτελεί την σημαντικότερη πρόκληση για τα στελέχη των σημερινών επιχειρήσεων. Σημαντικότερο «εργαλείο» της επιχείρησης προς την επίτευξη των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων στόχων, αποτελεί το ανθρώπινο δυναμικό της. Το ανθρώπινο δυναμικό, συνιστά καίριο παράγοντα για την επίτευξη του σκοπού μιας οργάνωσης, αφού μέσω αυτού ενεργοποιούνται τα υπόλοιπα μέρη της οργάνωσης. Η Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων, έγκειται στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της οργάνωσης, μέσω άσκησης αποτελεσματικού management σε καθεμιά από τις επιμέρους λειτουργίες που σχετίζονται με αυτό, ούτως ώστε να επιτευχθούν αποτελεσματικότερα οι στόχοι της. Ως επιμέρους λειτουργίες ορίζονται, ο Προγραμματισμός, η Επιλογή, η Αξιολόγηση, η Εκπαίδευση και λοιπές δευτερεύουσες λειτουργίες που σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα επιτυχημένη πορεία του. Το Management προκειμένου να είναι επιτυχές κατά την εφαρμογή του απαιτεί συνδυασμό επιστημονικών γνώσεων, ικανοτήτων, και εμπειρίας, ενώ επηρεάζεται από τη φιλοσοφία της χρονικής περιόδου και τις δυνατότητες της οργάνωσης. Επίσης επηρεάζεται από παράγοντες έξω από την οργάνωση όπως η οικονομική και πολιτική συγκυρία κλπ. Οι σύγχρονες επιχειρήσεις, έχοντας κατανοήσει πλήρως την σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στην περαιτέρω ανάπτυξη τους, χειρίζονται τους εργαζομένους τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκομίζουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από τις ικανότητες τους και να αποκτούν προβάδισμα έναντι του ανταγωνισμού. Προκειμένου να είναι ενήμερες για την λειτουργία και την εξέλιξη των εργασιών στο εσωτερικό τους, εφαρμόζουν συστήματα και μεθόδους αξιολόγησης απόδοσης του ανθρώπινου δυναμικού. Η διαδικασία αξιολόγησης σχετίζεται με την μέτρηση της απόδοσης των εργαζομένων της επιχείρησης για μια ορισμένη χρονική περίοδο και την σύγκριση αυτής βάσει προκαθορισμένων προτύπων απόδοσης. Η διαδικασία αξιολόγησης αποτελείται συνήθως από τρία βήματα: α) την ανάλυση της θέσης εργασίας, β) τον καθορισμό των προτύπων αποτελεσμάτων και γ) την επιλογή των κατάλληλων μεθόδων αξιολόγησης. Οι μέθοδοι αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται από τις σύγχρονες επιχειρήσεις δεν είναι ίδιες σε κάθε περίπτωση. Ποικίλουν ανάλογα με το στυλ διοίκησης και τις πολιτικές και τακτικές που ακολουθεί μια επιχείρηση, όπως επίσης και με τις ανάγκες και την προσωπικότητα των εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτήν. Μεταξύ των δημοφιλέστερων και πιο συχνά χρησιμοποιούμενων συγκαταλέγονται οι μέθοδοι: αφηγηματικής έκθεσης, βαθμίδων αξιολόγησης, κρίσιμων συμβάντων, αξιολόγησης με τη συμβολή ειδικού, κατάταξης σε βαθμολογημένη κλίμακα, τα κέντρα αξιολόγησης , κυκλικής αξιολόγηση 360 μοιρών και άλλες. Η διαδικασία μέτρησης της συνολικής απόδοσης εξοπλίζει τα στελέχη της επιχείρησης με ένα τέτοιο πληροφοριακό σύστημα ανατροφοδότησης που οδηγεί στην συνεχή βελτίωσή της μέσα από την τακτική αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων στρατηγικών της. Η αναπληροφόρηση των αποτελεσμάτων στους εργαζόμενους, που πραγματοποιείται συνήθως μέσω συνεντεύξεων αξιολόγησης απόδοσης, αποτελεί το σημείο σταθμό στην διαδικασία της αξιολόγησης, που θα σημάνει την επιτυχή ή όχι έκβασή της. Παρά τα πολλαπλά οφέλη που μπορεί να αποκομίσει η επιχείρηση από τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αντλούνται κατά την διενέργεια των συνεντεύξεων και γενικότερα της διαδικασίας αξιολόγησης, αρκετά συχνά κατά την φάση αυτή προκαλούνται διαμάχες και προστριβές μεταξύ των αντιπαραβαλλόμενων μερών που εμφανίζονται κυρίως με την μορφή σύγκρουσης απόψεων και μπορεί να στοιχίσουν σε βάρος της αποδοτικότητας και της ανάπτυξης της επιχείρησης. Οι συγκρούσεις αυτές, που εκφράζονται συνήθως μέσω της στάσης άμυνας και της διαφωνίας, ενώ αποδίδονται κατά κύριο λόγο στην έλλειψη αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας του συστήματος αξιολόγησης, στην αποφυγή ανάληψης ευθυνών, στην αδυναμία συμμετοχής των εργαζομένων στην λήψη αποφάσεων, σε ελλιπή εκπαίδευση - μειωμένες ικανότητες των αξιολογητών και σε χαμηλού επιπέδου πληροφόρηση σχετικά με την απόδοση των εργαζομένων. Παρόλα αυτά αρκετές φορές οι αιτίες των συγκρούσεων δεν είναι τόσο ξεκάθαρες και χρήζουν περισσότερης προσοχής και βαθύτερης αναζήτησης. Για το λόγο αυτό η αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας σύγκρουσης προϋποθέτει σε πρώτο στάδιο την διάγνωση και την κατανόηση της και σε δεύτερο την παρέμβαση. Ως σύγκρουση, ορίζεται επί το πλείστον το αποτέλεσμα διαφωνίας μεταξύ του μέλους ή των μελών μιας οργάνωσης, που εμπλέκονται σε αντιφατικούς και ανταγωνιστικούς ρόλους και δραστηριότητες, επιδιώκοντας αντικρουόμενους στόχους. Σε κάθε περίπτωση, για τον βέλτιστο χειρισμό μιας σύγκρουσης απαιτείται προηγουμένως η διάγνωση και η κατανόηση των γενεσιουργών αιτιών της. Οι κυριότερες πηγές μιας ενδο-επιχειρησιακής σύγκρουσης προέρχονται από: συγκρουόμενους στόχους, διαφορές κύρους και κοινωνικής θέσης, οριζόντια διαφοροποίηση, χαμηλό βαθμό τυπικότητας, αλληλεξάρτηση των καθηκόντων, αβεβαιότητα, κακή επικοινωνία και παρανόηση πληροφοριών, σπανιότητα των πόρων, πολιτιστικές διαφορές – διαφορές στην κουλτούρα, διαφωνίες σχετικά με την οργανωτική δομή, σφαίρα επιρροής, οργανωτικές αδυναμίες. Ανάλογα με την προέλευσή τους οι συγκρούσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε συγκρούσεις που εμφανίζονται στο ίδιο το άτομο, ή σε συγκρούσεις μεταξύ ατόμων ομάδων και οργανώσεων. Η διαδικασία της σύγκρουσης εξελίσσεται κατά βάση σε έξι διαδοχικά στάδια: α) συνειδητοποίηση της σύγκρουσης, β) σκέψεις και συναισθήματα (ανάλυση - ερμηνεία της), γ) προθέσεις (αποφάσεις για μελλοντική δράση), δ) συμπεριφορά (οι προθέσεις γίνονται πράξη), ε) αντίδραση του άλλου μέλους και στ) αποτελέσματα (εξεύρεση λύσης – αδιέξοδο). Η διοίκηση μιας επιχείρησης καλείται κάθε φορά να αντιμετωπίσει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο μια σύγκρουση επιλέγοντας, ανάλογα με την περίσταση, την πλέον καταλληλότερη μέθοδο διαχείρισής της. Η διαχείριση της σύγκρουσης δεν αναφέρεται οπωσδήποτε στην εξάλειψη, αποφυγή ή μείωση της σύγκρουσης αλλά στην ελαχιστοποίηση των μη λειτουργικών χαρακτηριστικών (εμποδίζουν την απόδοση) της με την ταυτόχρονη στην ενίσχυση των λειτουργικών της στοιχείων (βελτιώνουν την απόδοση). Οι εναλλακτικοί τρόποι διαπραγμάτευσης μια σύγκρουσης είναι η ενσωμάτωση στόχων (integrating), η παραχώρηση (obliging), η επιβολή (dominating), η αποφυγή (avoiding) και ο συμβιβασμός (compromising) , ενώ προκύπτουν από τον συνδυασμό δύο διαστάσεων: α) ενδιαφέρον για τους ατομικούς στόχους (χαμηλός–υψηλός βαθμός), β) ενδιαφέρον για τους στόχους τρίτων (χαμηλός–υψηλός βαθμός). Ανάλογα με την σημασία που αποδίδεται από την διοίκηση και τους αξιολογητές σε κάθε συγκρουσιακό φαινόμενο, όπως και της επιτακτικότητας επίλυσής του για την επιχείρηση, επιλέγεται και ο αντίστοιχος τρόπος αντιμετώπισης Παρόλα αυτά, επιδιωκόμενος στόχος των σημερινών επιχειρήσεων, κατά το στάδιο της αξιολόγησης ανθρώπινου δυναμικού, δεν αποτελεί η επιτυχής και μόνο αντιμετώπιση ενός συγκρουσιακού φαινομένου αλλά και η ελαχιστοποίηση ή αποφυγή επανεμφάνισής του, όπως επίσης και η εξασφάλιση της μελλοντικής αποδοτικότητας των εργαζομένων και της επιχείρησης. Σημαντικότεροι παράγοντες προς αυτή την κατεύθυνση, είναι υιοθέτηση ικανοτήτων συναισθηματικής νοημοσύνης και η επαρκής εκπαίδευση των αξιολογητών, όπως επίσης και η καλλιέργεια κλίματος επικοινωνίας και η ένταξη συμμετοχικών διαδικασιών των εργαζομένων στην διαδικασία αξιολόγησης. Αξιολογητές με υψηλά επίπεδα συναισθηματικής νοημοσύνης έχουν την δυνατότητα να αναγνωρίζουν πιθανές εντάσεις και να τις κατευνάζουν προτού εξελιχθούν σε συγκρούσεις, επικίνδυνες για την πορεία του οργανισμού. Επίσης, η ενσωμάτωση της ανοιχτής και αβίαστης επικοινωνίας στην διαδικασία αξιολόγησης δίνει την δυνατότητα αμφίδρομης ανταλλαγής και έκφρασης ιδεών σκέψεων και συναισθημάτων όπως επίσης και την δυνατότητα απολογισμού και αιτιολόγησης μιας ορισμένης εργασιακής συμπεριφοράς. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα υγιές και ειρηνικό κλίμα που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και κίνητρα για περαιτέρω εργασιακές επιδόσεις. Τέλος, η συμμετοχική προσέγγιση της όλης διαδικασίας δίνει την δυνατότητα συμμετοχής των εργαζομένων στην λήψη αποφάσεων για το καθορισμό μελλοντικών στόχων ή ακόμα και στο καθορισμό ή επαναπροσδιορισμό των προτύπων και των μεθόδων αξιολόγησης, εξασφαλίζοντας κατά συνέπεια την μεγαλύτερη αξιοπιστία και ακρίβεια της όλης διαδικασίας, την μέγιστη ικανοποίηση των εργαζομένων και την δέσμευσή τους για υψηλότερες επιδόσεις. Εν κατακλείδι, είναι γεγονός ότι οι συγκρούσεις αποτελούν σύνηθες φαινόμενο για τις σύγχρονες επιχειρήσεις ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που εμπλέκεται ο ανθρώπινος παράγοντας, και δη στην διαδικασία αξιολόγησης ανθρώπινου δυναμικού, όπου έρχονται σε αντιπαράθεση διαφορετικοί στόχοι, φιλοδοξίες πιστεύω και πεποιθήσεις των αντιπαραβαλλόμενων πλευρών και τίθενται στο επίκεντρο συζητήσεων κρίσιμα θέματα για την αποδοτικότητα και το μέλλον των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διοίκηση καλείται για άλλη μία φορά, να λάβει τον πρώτο λόγο, επιλέγοντας τα βέλτιστα μέτρα αντιμετώπισης, ελαχιστοποίησης ή πρόληψης της σύγκρουσης, και μετατρέποντάς την, όταν είναι εφικτό, σε ευκαιρία για πρόοδο και μάθηση. / -
633

Knowledge management and early warning systems : the case of Southern African Development Community's conflict prevention strategy

Monama, Fankie Lucas 12 1900 (has links)
Thesis (MPhil (Information Science))--Stellenbosch University, 2008. / Africa’s socio-economic reconstruction and development is constrained by the spate of violent conflicts afflicting the continent. Internecine strife and humanitarian concerns have prompted international debates surrounding the efficacy of existing conflict prevention, management and resolution strategies. With Africa seemingly in a semi-permanent state of tension and crisis, and the inability of the global and continental systems and structures to effectively deal with these situations, it requires a disentanglement of a “complex interplay of institutional-bureaucratic and political dynamics,” that place the continent at the centre of intervention dilemma. At the end of the Cold War, violent conflicts on the continent did not wither away, but have become so complex, thus confounding efforts to achieve sustainable peace. This complexity requires greater efforts to improve international, regional and subregional institutional capacities and contingency instruments to facilitate effective responses. The key emphasis within the international community is to enhance instruments to facilitate early detection of conflict situations in order to initiate preventive actions. Put differently, conflict prevention can be facilitated through the dynamic improvement of the processes, structures and functions of (conflict) early warning systems (EWS). In addition, political will is crucial towards the operationalisation of such systems to ensure swift and coordinated implementation of preventive actions. Cedric de Coning argues that conflict early warning systems can “improve our ability to generate the political will necessary to authorize preventive action much earlier in the conflict cycle, by improving our ability to estimate the potential future cost of inaction, and the way we bring this information to the attention of decision makers.” Schmeidl also argues that “early warning needs to be seen as a precondition to developing political will, and thus initiate (or better inform) reasonable response strategies.” However, existing organisational structures crucial for facilitating and expediting conflict prevention initiatives, suffer from “inertia” due to entrenched political structures, hierarchies and competing interests. The United Nations (UN) is an international body with the authority to facilitate conflict prevention. However, it is constrained by organisational complexities such as sectional political self-interest and the “bureaucratic red tape in large bureaucracies”, thus hampering its ability to swiftly and with the correct mandate, to respond to a call for preventive intervention. Hence the devolution of the responsibilities for the settlement of conflicts to the regional and subregional bodies. Conflicts have also “tended to pay little respect to State borders, proving the necessity for inter-State cooperation.” Because of the regionalisation of conflicts, the case of inter-regional collaboration has become increasingly vital as the “appropriate initial actors in seeking to defuse tensions and resolve local disputes within the region.” To this end, stronger intergovernmental mechanisms to facilitate early recognition of conflict situations and early intervention to prevent eruption or mitigate escalation have to be maintained. African countries, as a result, bear the burden of peace interventions from the African Union (AU) which consists of 53 members, to regional economic communities (RECs) such as Southern African Development Community (SADC), which consists of 14 members. These organisations are attenuated by bureaucratic ineptitude for adaptive behaviour that impact on swift and flexible responses. Nation states with diverse historical backgrounds, different political systems and unequal economic strengths are inclined to have fundamental inequalities in power and influence. Consequently, opposing political values, national interest and competing rationalities underlining their actions become sources of contention and impede the establishment of a common ground. These hurdles breed tensions and suspicion that impact on coordination of effort and information sharing regarding conflict situations. Thus, to surmount these barriers, it is imperative to reconcile competing interests through comprehensive inclusiveness, cooperation and effective collaborative partnerships among various stakeholders, particularly civil society and political decision makers. ‘Preventive action’ must, insists the International Peace Academy (IPA), “not be considered as an expedient product or event, but as a continuous, organic process that necessitates a highest degree of inclusiveness and multisectoral participation in dialogue and peace-building. These aspects should be institutionalised within the inter-regional organisations to establish the culture of common effort for common purpose. In the interest of collective effort and to expand AU’s capacity for conflict prevention, the Peace and Security Council (PSC) was established in 2003. The PSC is defined as “a collective security and early warning arrangement to facilitate timely and efficient response to conflict and crisis situation in Africa. Apparently, the PSC, as an instrument of conflict prevention on the continent, is also aimed at achieving unity of thought in dealing with the threats to peace and stability. In conflict situations, state sovereignty, political desirability and competing goals often render peace processes ineffective due to differences regarding the best course of action. The PSC is regarded as the means to create a platform for shared understanding and common vision regarding the challenge of conflict prevention. Still, to be more effective, it requires a strong collaboration with subregional organisations (e.g. SADC) and multisectoral participation of, for example academics, research institutes, civil society organisations (CSOs), non-governmental (NGOs) and community-based organisations (CBOs). The main thrust should be to create a shared framework for political decision makers to make “collective sense” of the problems on the continent, and be in a position to synchronise efforts to achieve peace and stability. Conversely, the AU and also SADC remain politically diverse organisations. As such, operationalisation of conflict prevention initiatives is likely to encounter obstacles emanating from, as Gina van Schalkwyk indicated, “conflict around political values amongst states in the [sub]region and …disputes on the basis of divergent interpretations [of policies]. This creates a paradox between the necessity of conflict prevention and the divergent national interests. Convergent thinking and creating a shared outlook in the existing organisational frameworks (e.g. SADC) is imperative in order to generate political will and to facilitate improved decision making and implementation of proactive responses in the prevention of conflicts.
634

A convivência na escola a partir da perspectiva de alunos e professores : investigando o clima e sua relação com o desempenho escolar em uma instituição de ensino fundamental II e médio /

Colombo, Terezinha Ferreira da Silva. January 2018 (has links)
Orientadora: Alessandra de Morais / Banca: Alonso Bezerra de Carvalho / Banca: Eliane Giachetti Saravali / Banca: Luciana Nogueira da Cruz / Banca: Telma Pileggi Vinha / Resumo: O convívio escolar é fonte de desenvolvimento da cidadania. E é no espaço escolar que as relações se estabelecem e a natureza dessas relações depende da formação autônoma de cada indivíduo. Isso nos remete à dinâmica peculiar e inerente ao ambiente educacional: o clima escolar. O clima escolar é caracterizado pela síntese das percepções dos integrantes da instituição com relação a várias dimensões que se inter-relacionam tais como aprendizagem, relacionamentos sociais, segurança, justiça, participação, infraestrutura e pertencimento. Portanto, para conhecer o clima de uma escola é preciso investigar o conjunto de percepções em relação à instituição pelos seus integrantes, o que poderá propiciar à escola a ampliação do conhecimento de sua realidade com vistas a futuras propostas de intervenção. E nesse contexto, esta pesquisa tem como objetivo geral compreender como alunos e professores percebem e avaliam o clima escolar de uma instituição educativa de Ensino Fundamental II e Ensino Médio, e se haveria uma relação entre a qualidade da avaliação apresentada pelos alunos com o desempenho escolar por eles alcançado. Por específicos: averiguar o clima escolar com professores e alunos de Ensinos Fundamental II e Médio; relacionar os dados do clima, a partir das percepções dos alunos, com os de desempenho desses mesmos sujeitos; comparar as percepções dos alunos conforme o nível de ensino e as dos professores com as dos alunos, dando-se especial atenção às dimensões "Ensino e Aprend... (Resumo completo, clicar acesso eletrônico abaixo) / Abstract: Coexisting in the school environment is a way to learn how to be an active citizen. Relationships are established in the school, and their nature depends on the development and upbringing of each person. There is a peculiar dynamic regarding the school environment: the school climate, characterized by the synthesis of the perceptions of all members of the institution. This climate has many interrelated dimensions, like learning, social relationships, safety, justice, participation, infrastructure and the sense of belonging. To know the climate in a school one needs to investigate how its members perceive the institution. This investigation can help the school enhance its knowledge of the situation, in order to provide means of further intervention. In this context, the general objective of this research was to understand how teachers and students of a middle and high school institution perceive and evaluate the climate of the school, in order to understand if there is a direct correlation between the qualitative evaluation expressed by the students and their academic performance. The specific purpose was to understand how these teachers and students assess the school climate; correlate all data, regarding the perception of the students, to their performance; compare the perceptions of students and teachers according to their level, giving special attention to the themes "Teaching and learning", "Social relationships and conflicts in school" and "Rules, sanctions and safety in... (Complete abstract click electronic access below) / Doutor
635

Desenho animado e desenvolvimento moral : uma proposta de intervenção na forma de resolução de conflitos /

Oliveira, Dilian Martin Sandro de. January 2015 (has links)
Orientadora: Alessandra de Morais Shimizu / Banca: Patrícia Unger Raphael Bataglia / Banca: Vanessa Fagionatto Vicentin / Resumo: Dentro de uma perspectiva construtivista sobre os estilos de resolução de conflitos, esta pesquisa teve como objetivos: analisar o desenho animado mais assistido pelos participantes, verificar os estilos de resolução de conflitos presentes em seus episódios; compreender a influência que a veiculação dos conteúdos presentes no desenho animado pode ter na forma como as crianças resolvem conflitos hipotéticos e reais, e verificar o efeito de um determinado Programa de Intervenção. A pesquisa foi de delineamento quase experimental, com uma primeira fase exploratória e uma segunda fase com a realização do procedimento quase experimental propriamente dito. Na primeira fase participaram 70 crianças e jovens de seis a dezessete anos de idade, e foi aplicado um questionário para a identificação do desenho animado mais assistido pelos participantes, assim como foi realizada a gravação e análise de dois episódios do desenho escolhido, a fim de se identificar os estilos de resolução de conflitos mais presentes. Na segunda fase, participaram 30 crianças de seis a onze anos de idade, distribuídas de forma aleatória em um Grupo Controle (GC) e dois Grupos Experimentais (GE1 e GE2), cada um composto por dez integrantes. Nesse momento da pesquisa, foram realizadas sessões de exposição ao desenho selecionado no GE1 e no GE2, e a aplicação de um Programa de Intervenção voltado para o desenvolvimento de formas mais assertivas de resolução de conflitos no GE2. Para verificar o efeito da exposição aos desenhos e do Programa de Intervenção nos estilos de resolução de conflitos foram feitas sessões de observação das ações das crianças, em momentos de recreação livre, e aplicada a Children's Action Tendency Scale-CATS, ambos os recursos foram empregados como pré e pós-teste nos três grupos (GC, GE1 e GE2). Os ... (Resumo completo, clicar acesso eletrônico abaixo) / Abstract: In a constructivist perspective about the styles of conflict resolution, the objectives of this study are: analyze the most watched cartoon by the participants, verify the styles of conflict resolution present in the episodes; understand the influence that the placement of the contents in the cartoon may have on how children solve hypothetical and real conflicts, and verify the effect of a certain Intervention Program. The study was almost experimental design, with an exploratory first phase and a second phase with the realization of the almost experimental procedure properly said. In the first phase 70 children and young people from six to seventeen years old participated, and a questionnaire to identify the most watched cartoon by the participants was applied, as well as the recording was made and the review of two episodes of the chosen cartoon, to identify the most present styles of conflict resolution. In the second phase, 30 children from six to eleven years old participated, distributed randomly in a Control Group (GC) and two Experimental Groups (GE1 and GE2), each group consisted by 10 participants. In this moment of the study, exposure sessions of the selected cartoon were performed in the GE1 and GE2, and the application of an Intervention Program aimed on the development of more assertive ways of conflict resolution in the GE2. To verify the effect of the exposure to the cartoons and the Intervention Program in the styles of conflict resolution, it was made observation sessions of the actions of the children, in moments of free recreation, and applied the Children's Action Tendency Scale-CATS, both resources were used as pre and post-test in the three groups (GC, GE1 and GE2). The results showed that in the analyzed cartoon the strategies of conflict resolution, presented by its respective ... (Complete abstract click electronic access below) / Mestre
636

An analysis of military power sharing in Mozambique: a conflict management perspective

Molefhe, Ishmael Rapula Moagi January 2017 (has links)
This study is a conceptual analysis of power-sharing. It applies power-sharing in the context of Mozambique. The study is informed on the premise that components of power sharing contribute to the duration of peace. However, findings from empirical investigations show that certain types of power sharing are associated with more durable peace than others, primarily through their positive effects on governance and public service delivery. The specific objectives of the study were to contextualize the concept of military power sharing arrangement; to explore the challenges faced in implementing the military power sharing arrangement in Mozambique; to explore the strategies used to manage the Mozambique peace process; to ascertain the challenges faced by the BDF during the reintegration standardized training of FRELIMO and RENAMO forces; and to propose recommendations for future interventions. In order to achieve these objectives, the study used a purposive sampling technique to assemble participants that provided useful data for the study. The target population was made up of members of the Botswana Defence Force (BDF) who participated in the United Nations Peace Mission in Mozambique dubbed UNOMOZ; and those who conducted the reintegration standardized training of FRELIMO and RENAMO military personnel Thematic analysis of the participants’ responses from the interviews was used to address the objectives of the study. The findings of the study reveal that poorly trained military personnel were a challenge to the implementation of power sharing deal in Mozambique. Also, there was a lack of trust and confidence between constituent parties, and a lack of transitional authority in holding forth power until the power sharing deal was fully implemented. In addition, the study found out that there was the problem of language barrier, and that very little counselling was offered to those who were traumatized by the conflict. Also, there was a kind of unwillingness by civilians to accept former combatants in their midst and a lack of logistics for both the peace keepers and the combatants. Among others, the study recommended that NGOs, civil society organizations, and churches should be more pro-active in engaging the government and not only ensuring that every party involved in the power-sharing deal fulfills its role, but also organizing and carrying out counselling sessions for ex-combatants as part of reintegration process.
637

Managers in disputes and use of alternative dispute resolution in France

Borbély, Adrian 19 December 2012 (has links)
Cette thèse explore les facteurs de résistance aux Modes Alternatifs de Règlement des Conflits (MARC) présents au sein des entreprises françaises, en particulier dans les interactions entre gestionnaires et professionnels du droit en situation de litige d’entreprise. Cet ouvrage se compose de trois articles académiques qui proposent des avancées théoriques, notamment en transposant la théorie de l’agence dans les services professionnels, et deux études empiriques. La première lève le voile sur la diversité et le caractère dynamique des relations gestionnaires-juristes et propose des leviers organisationnels visant à promouvoir une gestion efficace des litiges. La seconde lie les comportements individuels des gestionnaires, en particulier en relation avec leurs conseils juridiques, avec l’utilisation et le succès des MARC. Ensemble, ces articles mettent en lumière la notion de coproduction et invitent à seconcentrer sur le comportement des clients de la résolution des litiges d’entreprise. Ils suggèrent que, les MARC se trouvant à la frontière de la sphère de compétence des juristes français, des pratiques efficaces de résolution des litiges nécessitent que les clients s’adaptent, voire des efforts de changement organisationnel. Ces études contribuent à la théorie de la gestion des conflits et participent à la promotion d’une résolution efficace des litiges au sein des entreprises françaises. / This dissertation explores resistance factors toward Alternative Dispute Resolution (ADR) that can be observed in French companies, more precisely in relation with the micro interactions between managers and lawyers as they respond to business disputes. It consists of three academic papers that feature new theory developments, transposition of agency theory in professional services, and two supporting empirical studies. The first one unveils the diverse and dynamic nature of manager-lawyer interaction schemes and offers potential organizational levers to promote efficient dispute resolution practices. The second relates manager individual behavior in disputes, especially in relationship to lawyers, with the successful use of ADR. As a whole, this thesis places at the forefront the notion of coproduction and invites to focus on client behavior in business dispute resolution. It suggests that, as ADR lies at the borders of the French lawyers’ sphere of competency, efficient dispute resolution may require adaptation on the clients’ side, as well as organizational redesign. These studies aim to offer new insights for conflict management theory and reflections for the further promotion of efficient resolution of disputes in France.
638

Sources of power and conflict handling styles of supervisors

Neuper, Thomas Paul 11 1900 (has links)
In order to fill the gap in existing research on the topic, this study was undertaken to establish whether a relationship exists between five sources of power and five conflict handling styles. A theoretical study regarding the concepts of power and conflict was undertaken. In the empirical study these variables were measured using the Power Base Index and Thomas-Kilmann Conflict MODE questionnaires. Reward power was significantly related to the competing and avoiding conflict handling styles; expert power was significantly related to the compromising style; and legitimate power was significantly related to the collaborating conflict handling style. The research contributes towards a better understanding of power and conflict in organisations and in supervisors' day-to-day management. However, the results indicate the importance of wider, more sophisticated research. / Industrial and Organisational Psychology / M. Com. (Industrial Psychology)
639

”Jag upplevde en ganska stor ambivalens över det ansvaret jag ville ta men inte kunde” : En kvalitativ studie om biologiska barns perspektiv på konflikt och konflikthantering i och med ett familjehemsuppdrag / ”I experienced quite a big ambivalence over the responsibility I wanted to take but couldn ́t : A qualitative study of biological children ́s perspective on conflict and conflict management in a foster family

Lindström, Johanna, Malik, Majid January 2018 (has links)
Syftet med studien har varit att öka kunskapen om biologiska barns perspektiv på konflikter och konflikthantering samt att undersöka rollens betydelse för konflikter i och med ett familjehemsuppdrag. Behovet av studien baserades på att konflikter mellan biologiska barn och familjehemsplacerade barn är en vanlig orsak till sammanbrott. Uppsatsen har en kvalitativ ansats som utgått från semistrukturerade intervjuer med åtta respondenter i åldrarna 18-28 år. Respondenterna delar den gemensamma erfarenheten om vad det innebär att vara biologiskt barn i ett familjehem. Studien har sin teoretiska utgångspunkt i ett barndomssociologiskt perspektiv och resultatet tolkades tematiskt och analyserades sedan med hjälp av konflikt-och konflikthanteringsperspektiv samt rollteori. Resultatet visar att de företeelser och situationer biologiska barn behöver förhålla sig till inom ramen för familjehemsuppdraget innefattar system-, mellanmänskliga-och individuella konflikter, där individuella konflikter visat sig mest framträdande i form av ambivalenta känslor och samvetskval. Studien visar också att biologiska barn hanterar konflikter på olika sätt. De synliga hanteringsstilarna är undvikande, anpassande, kompromissande och samarbetande, där undvikande och anpassande visat sig mest framträdande. Resultatet visar vidare att biologiska barn intar olika roller i familjehemsuppdraget som innefattas av ansvar och deltagande på olika sätt, vilket kan resultera i olika individuella konflikter. Respondenterna i studien berättar också att antingen mer stöd från familjen eller stöd utifrån hade gynnat deras upplevelse av familjehemsuppdraget. / The purpose of the study has been to increase the knowledge about biological children's perspective on conflicts and conflict management, as well as to study the importance of the role of conflicts in foster families. The need for the study was based on the fact that conflicts between biological children and foster children are a common cause of cancelation of fostering in foster families. The essay has a qualitative approach based on semi-structured interviews with eight respondents aged 18-28. Respondents share the common experience about what it means to be a biological child in a foster family. The study has its theoretical point of view in a childhood sociological perspective and the result was interpreted thematically and then analyzed using conflict and conflict management perspectives as well as role theory. The results show that the phenomena and situations thatbiological children need to relate to within the context of being part of a foster family include systemic, interpersonal and individual conflicts, whereas individual conflicts have been shown to be most prominent in terms of ambivalent feelings and compunction. The study also shows that biological children handle conflicts in different ways. The visible management styles are avoiding, adaptive, compromising and collaborative, where avoiding and adapting proved most prominent. The result further shows thatbiological children occupy different roles in the foster family, which is comprised of responsibility and participation in different ways, which can result in different individual conflicts. The respondents in the study also says that either more support from the family or support from outside would have benefited their experience of being a foster family.
640

Gestão de conflitos na governança de territórios de identidade rural e da cidadania: uma possibilidade prática

Oliveira Neto, João Martins de 28 May 2015 (has links)
Submitted by Fabiany Feitosa (fabiany.sousa@ufba.br) on 2016-03-15T22:08:46Z No. of bitstreams: 1 João Martins de Oliveira Neto.pdf: 4062482 bytes, checksum: 2ff1e5a9033ff0ee278ecc90f22069c5 (MD5) / Approved for entry into archive by Tatiana Lima (tatianasl@ufba.br) on 2016-03-22T21:30:27Z (GMT) No. of bitstreams: 1 João Martins de Oliveira Neto.pdf: 4062482 bytes, checksum: 2ff1e5a9033ff0ee278ecc90f22069c5 (MD5) / Made available in DSpace on 2016-03-22T21:30:27Z (GMT). No. of bitstreams: 1 João Martins de Oliveira Neto.pdf: 4062482 bytes, checksum: 2ff1e5a9033ff0ee278ecc90f22069c5 (MD5) / A gestão de conflitos de processos e de tarefas em dispositivos de governança de territórios ainda é pouco explorada como campo de estudo na gestão social dos territórios. O desafio dessa pesquisa foi acrescentar essa temática no léxico dos gestores sociais dos Núcleos Dirigentes (ND) dos Colegiados Territoriais Rural Vale do Jaguaribe e da Cidadania do Cariri, no Estado do Ceará, como uma oportunidade de qualificar o diálogo e a cooperação exercida na gestão social dos territórios, a partir de sua identificação e gestão processual. Para tanto, se construiu uma Tecnologia de Gestão Social (TGS) denominada Modelo de Gestão de Conflitos em Governança de Territórios. Essa TGS possibilita ouvir os atores envolvidos na Coordenação dos ND dos Territórios sobre os conflitos de processos e de tarefas de forma participativa para, em seguida, fazer a gestão dos conflitos identificados. Com isso, reconhecemos que os conflitos devem ser abordados de forma direta evitando que os mesmos se tornem destruidores da convivência social organizacional. A metodologia utilizada no estudo empírico foi a Pesquisa-ação aliada a Residência Social como prática vivencial nos territórios pesquisados. Um dos principais resultados obtidos foi perceber que os atores envolvidos até reconhecem ou conceituam conflitos. Contudo, a ausência de uma ferramenta processual para gestão de conflito fragiliza a gestão dos territórios e causa mais conflitos. / ABSTRACT The conflict of processes and tasks management in devices of governance of territories is still poorly explored as a field of study in the social management of territories. The challenge of this research was to add this theme in the lexicon of social managers of Directors Nucleos (DN) of Colegiados Territoriais Rural Vale do Jaguaribe and the Cidadania do Cariri, in the state of Ceará, as an opportunity to qualify the dialogue and the cooperation exercised in the social management of territories, from their identification and process management. To do so, build a Social Management Technology (TGS) called Model of Conflict Management for Governance of Territories. This TGS enables hear actors involved in the Coordination of the DN of Territories about the conflict of processes and tasks in a participatory manner for, then, do the management of the identified conflicts. Thus, we recognize that conflicts should be addressed directly preventing them from becoming destructive of the coexistence organizational social. The methodology used in the empirical study was the Research-action combined with Social Housing as a living practice in the surveyed territories. One of the main results obtained was to realize that the actors involved even recognize or conceptualize conflict. However, the absence of a procedural tool for conflict management weakens the management of territories and cause more conflicts.

Page generated in 0.115 seconds