• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 45
  • 12
  • 9
  • 3
  • 1
  • Tagged with
  • 79
  • 19
  • 17
  • 13
  • 12
  • 11
  • 10
  • 8
  • 6
  • 6
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • 5
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
51

Η διερεύνηση των μετεωρολογικών παραμέτρων και η προσέγγιση του υδρολογικού ισοζυγίου στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης του ποταμού Κόσυνθου, στο Νομό Ξάνθης

Μαυραποστόλου, Σοφία 01 October 2012 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση των Μετεωρολογικών Παραμέτρων και η προσέγγιση του Υδρολογικού Ισοζυγίου στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης του ποταμού Κόσυνθου, στον Νομό της Ξάνθης. Για να συμβεί αυτό πρέπει να γίνει γνωστή η γεωμετρία του υδρολογικού συστήματος που μελετάται και οι παράμετροι, οι οποίες λαμβάνουν μέρος στο υδρολογικό ισοζύγιο. Προσεγγίζοντας και διερευνώντας αυτές τις παραμέτρους προσπαθούμε να καταρτίσουμε αντιπροσωπευτικά ισοζύγια κατά λεκάνη. / -
52

Ρύθμιση του μοντέλου βροχής-απορροής MIKE-SHE για το ορεινό τμήμα της λεκάνης του Γλαύκου και σύγκριση με το μοντέλο ENNS

Σιαμπή, Κυριακή 12 May 2013 (has links)
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η εφαρμογή του μοντέλου βροχής-απορροής MIKE-SHE στο ορεινό τμήμα της λεκάνης του Γλαύκου. Σκοπός της μελέτης ήταν η διαμόρφωση της εσωτερικής δομής του MIKE-SHE έτσι ώστε να προσομοιώνει την διαδικασία της απορροής στην λεκάνη του Γλαύκου, η βαθμονόμηση των παραμέτρων του και η σύγκριση των αποτελεσμάτων των μοντέλων βροχής-απορροής MIKE-SHE και ENNS (Nachtnebel et al., 1993). Η ρύθμιση του μοντέλου ENNS πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εργασίας των Kaleris and Langousis (2012). Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας καθορίζεται η περιοχή μελέτης, τα χαρακτηριστικά της και τα δεδομένα εισαγωγής στο υδρολογικό μοντέλο MIKE SHE. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά αποτελούν η γεωμετρία, η γεωλογία και οι χρήσεις γης της λεκάνης απορροής. Επιπλέον παρουσιάζονται τα διαθέσιμα δεδομένα(βροχόπτωση, θερμοκρασία, μετρημένη απορροή) και η αξιολόγησή τους Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται η αδρομερής μορφή του μοντέλου MIKE-SHE, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την προσομοίωση. Για τις επιμέρους διαδικασίες επιλέχτηκαν οι εξής τρόποι υπολογισμού: η επιφανειακή ροή υπολογίζεται με την εξίσωση του Manning, η ροή στην ακόρεστη ζώνη με την μέθοδο του υδατικού ισοζυγίου (απλοποιημένη ροή μέσω μακροπόρων και μοντέλο κατείσδυσης Green and Ampt) και η υπεδάφια απορροή με τη μέθοδο του γραμμικού ταμιευτήρα. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται η διαδικασία βαθμονόμησης των παραμέτρων του μοντέλου MIKE-SHE και παρουσιάζονται οι αναλύσεις ευαισθησίας των σημαντικότερων παραμέτρων του μοντέλου. Η ανάλυση ευαισθησίας για τον προσδιορισμό των τιμών των παραμέτρων του μοντέλου MIKE-SHE πραγματοποιήθηκε για την περίοδο 1984-1989, καθώς ο λόγος ΕΤ/Ρ δεν παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις για τις χρονιές αυτές. Οι βέλτιστες τιμές των παραμέτρων για την ρύθμιση του μοντέλου MIKE-SHE, οι οποίες προέκυψαν για την ανωτέρω χρονική περίοδο, εφαρμόστηκαν για την προσομοίωση της απορροής και τις υπόλοιπες χρονιές. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του μοντέλου MIKE-SHE σε σύγκριση με εκείνα του μοντέλου βροχής-απορροής ENNS. Αρχικά, συγκρίνεται η συνολική απορροή των δυο μοντέλων μεταξύ τους και με την μετρημένη και εν συνεχεία, συγκρίνονται οι επιμέρους υδρολογικές συνιστώσες του υδρολογικού ισοζυγίου των δυο μοντέλων. Στο τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζονται συνοπτικά τα συμπεράσματα, τα οποία εξήχθησαν από την σύγκριση των δυο μοντέλων αλλά και από την γενική συμπεριφορά του μοντέλου MIKE-SHE. / The subject of my thesis is the application of the rainfall-runoff model MIKE-SHE in the mountainous part of Glafkos’s basin. The aim of this study is to calibrate the model and to compare the simulations of MIKE-SHE with corresponding simulations of ENNS (Nachtnebel et al., 1993). The simulations with ENNS have been presented by Kaleris and Langousis (2012). Specifically, in the first chapter the study area and its characteristics (morphology, geometry, geology), the available data for the runoff simulations (rainfall, temperature, measured runoff) and their evaluation are presented. In the second chapter is described the structure of the model MIKE-SHE. For the simulation of the individual processes the following concepts are used in MIKE-SHE: the surface flow is calculated using the equation of Manning and for the flow in the unsaturated zone the two-layer water balance method (simplified flow through macropores and infiltration model Green and Ampt) has been used. Finally, for the subsurface runoff the linear reservoir’s equations has been used. In the third chapter the parameters varied in the calibration of MIKE-SHE and the sensitivity of the runoff with respect to these parameters have been presented. By means of the sensitivity analysis the most important parameters, which have been varied for the model calibration have been selected. The fourth chapter presents the results of the MIKE-SHE calibration and their comparison with the results of the rainfall-runoff model ENNS. Particularly, this chapter contains the comparison of the simulated hydrographs of the total runoff with the corresponding measured hydrographs and the hydrographs resulting from ENNS, as well as the comparison of the other water budget components resulting from the two models. The last chapter summarizes the conclusions which are drawn from the comparison of the two models and the evaluation of the behavior of the model MIKE-SHE.
53

Conspiracy theory in Serbian culture at the time of the NATO bombing of Yugoslavia

Byford, Jovan T. January 2002 (has links)
The thesis examines Serbian conspiracy culture at the time of the NATO bombing of Yugoslavia in the spring of 1999. During the war, conspiratorial themes became a regular occurrence in Serbian mainstream media, as well as in pronouncements by the Serbian political establishment. For the most part, conspiratorial explanations focused on the machinations of transnational elite organisations such as the Bilderberg group or, more generally, on the conspiracy of 'the West'. However, conspiratorial accounts of the war occasionally invoked themes which were previously deemed to be beyond the boundaries of acceptable opinion, such as the allusion to a Jewish conspiracy or to the esoteric and occult aspects of the alleged plot. The thesis outlines the history of conspiracy theories in Serbia and critically reviews psychological approaches to understanding the nature of conspiracy theories. It suggests that the study of conspiratorial discourse requires the exploration of the rhetorical and argumentative structure of specific conspiratorial explanations, while paying special attention to the historical and ideological context within which these explanations are situated. The thesis is largely based upon the examination of the coverage of the war in the Serbian press. Recorded conversations with two well-known Serbian conspiracy theorists are also analysed. The study suggest that conspiratorial interpretations of the war drew upon a longstanding conspiracy tradition of explanation which has a strong anti-semitic legacy and is rooted in right-wing Christian ideology. Analytic chapters explore the discursive and ideological dynamics by which the anti-semitic and mystical aspects of the conspiracy tradition emerged briefly in Serbian mainstream media and political discourse. The thesis concludes by examining the status of conspiracy theories in Serbia in the aftermath of the political changes in October 2000.
54

Regulation of IP3 Receptor-Mediated Calcium Release by Na/K-ATPase

Chen, Ying January 2007 (has links)
No description available.
55

Síntese de copolímeros de l-lactídeo e ε-caprolactona para funcionalização in situ de partículas de celulose nanocristalina / Synthesis of l-lactide and ε-caprolactone copolymers for in situ functionalization nanocrystalline cellulose particles

Miranda, Katiusca Wessler 07 August 2015 (has links)
Made available in DSpace on 2016-12-08T15:56:18Z (GMT). No. of bitstreams: 1 KATIUSCA WESSLER MIRANDA.pdf: 4397696 bytes, checksum: da27bc7c1adc7efa3e74ecfcf87feb0e (MD5) Previous issue date: 2015-08-07 / Coordenação de Aperfeiçoamento de Pessoal de Nível Superior / This paper studied ring opening polymerizations L-lactide (LLA) and ε-caprolactone (ε-CL) by bulk polymerization and solution polymerization, in order to evaluate the influence of initiator concentration, reaction time and reaction temperature on the yield and molecular weight of both polymers. Tin octoate and methanol was employed as initiators. It was observed that LLA and ε-CL speed ring opening polymerization, increases with temperature and that the monomer/polymer conversion immediately occurs in the first hours of synthesis when 2% of initiator is used. The molar mass, determined by capillary viscometry, was approximately 7x103 g/mol, for both polymers. It was also studied the copolymerization of LLA and ε-CL by solution polymerization employing different solvents. Weight percentages of LLA/ε-CL equal to 100/0, 95/5, 90/10, 85/15 and 80/20 were studied. The toluene was the only solvent that enabled the production of polymers and copolymers at 120 ° C. Initiator concentration equal to 0.015% and reaction time equal to 24 hours, were assessed, generating polymers with average molar mass (Mw) around 2x104 g / mol, determined by GPC. It was observed by proton and carbon 13 nuclear magnetic resonance (13 C-NMR and 1H-NMR) that reactions conducted with ε-CL concentrations lower than 15% do not yield copolymer, only PLLA. Bulk polymerization it was also studied and the main difference compared to solution polymerization is associated with the molar mass of the copolymer P(LLA-co-εCL)80/20. This product had a higher molar mass when synthesized by the first technique. After the study of copolymerization, the functionalization of nanocrystalline cellulose particles (CNC) with LLA and ε-CL, by polymerization in solution, was studied. Three compositions were analyzed: (i) PLLA-CNC, (II) P(LLA-co-εCL)85/15-CNC and (III) P(LLA-co εCL)80/20-CNC; the reactions were conducted at 120 ° C for 24 hours. It was possible to functionalize CNC particles in situ, using 80/20 LLA/ε-CL systems, with tin octoate (0.015 wt%) as catalyst and toluene as solvent (composition III). The functionalization was confirmed by Fourier transform infrared spectroscopy (FTIR). The compatibility of the P(LLA-co-εCL)80/20-CNC particle increased in toluene, confirming the reduction of hydrophilicity of these particles. Unlike occurred with the compositions (I) and (II), the composition (III) only allowed the production CNC functionalized particles. PLLA, PCL and / or P (LLA-co-εCL) were not produced. This fact indicates that the concentration of ε-CL and the presence of cellulose hydroxyl groups decreased the reactivity between the monomers. / Neste trabalho foram estudadas as reações de abertura de anel dos monômeros L-lactídeo (LLA) e ε-caprolactona (ε-CL), pela técnica de polimerização em massa com o intuito de avaliar a influência da concentração de iniciador, do tempo e da temperatura de reação sobre o rendimento reacional e a massa molar de ambos os polímeros. O iniciador empregado neste estudo foi o octoato de estanho e como co-iniciador, metanol foi empregado. Foi observado que a velocidade de reação de obtenção do poli(L-ácido láctico) (PLLA) e da poli(ε-caprolactona) (PCL) aumenta em função da temperatura e que com 2% de iniciador a conversão de monômero em polímero ocorre logo nas primeiras horas de síntese. A massa molar determinada por viscosimetria capilar foi de aproximadamente 7x103 g/mol para ambos os polímeros. Também foi estudada a obtenção de copolímeros de LLA e ε-CL por reações de polimerização em solução empregando diferentes solventes. As porcentagens mássicas de LLA/ε-CL empregadas foram 100/0, 95/5, 90/10, 85/15 e 80/20. O tolueno foi o único solvente que possibilitou a produção de polímeros e copolímeros a 120 °C. Para estas sínteses a concentração de iniciador foi igual a 0,015% e o tempo de reação foi de 24 horas, gerando polímeros com massa molar ponderal média (Mw) ao redor de 2x104 g/mol, determinadas por GPC. Foi observado por ressonância magnética nuclear de hidrogênio e de carbono 13 (RMN1H e RMN13C) que as reações conduzidas com concentrações de ε-CL inferiores à 15% não rendem copolímero, apenas PLLA é produzido. A obtenção de copolímeros pela técnica de polimerização em massa também foi estudada e a principal diferença em relação a polimerização em solução está associada à massa molar do copolímero P(LLA-co-εCL)80/20, sendo que o produto da polimerização em massa apresentou massa molar mais elevada que o obtido pela polimerização em solução. Após o estudo da obtenção dos copolímeros, foi estudada a funcionalização de partículas de celulose nanocristalina (CNC) com os monômeros de LLA e ε-CL pela técnica de polimerização em solução. Foram analisadas três composições: (I) PLLA-CNC, (II) P(LLA-co-εCL)85/15-CNC e (III) P(LLA-co-εCL)80/20-CNC; as reações foram conduzidas a 120°C durante 24 horas. Foi possível funcionalizar partículas de CNC in situ, empregando 80% de LLA, 20% de ε-CL, 0,015% de octoato de estanho e tolueno como solvente (composição III). A funcionalização foi confirmada por análises de espectroscopia de infravermelho por transformada de Fourier (FTIR). Testes de dispersão do P(LLA-co-εCL)80/20-CNC em tolueno confirmaram a diminuição da hidrofilicidade destas partículas. Ao contrário do ocorrido com as composições (I) e (II), a composição (III) permitiu somente a produção partículas de CNC funcionalizadas. PLLA, PCL e/ou P(LLA-co-εCL) não foram produzidos. Este fato indica que o aumento da concentração de ε-CL e a presença de grupos hidroxilas de celulose diminuíram a reatividade entre os monômeros.
56

Nanocompósitos de poli(ácido lático), poli(ε-caprolactona) e nanotubos de carbono / Nanocomposites poly (lactic acid), poly(ε-caprolactone) and carbon nanotubes

Decol, Marindia 15 July 2015 (has links)
Made available in DSpace on 2016-12-08T17:19:26Z (GMT). No. of bitstreams: 1 Marindia Decol.pdf: 3575085 bytes, checksum: bed6c0ed662d3c76c64b6cfdac902d8b (MD5) Previous issue date: 2015-07-15 / Coordenação de Aperfeiçoamento de Pessoal de Nível Superior / Poly (lactic acid) (PLA) is a rigid and brittle thermoplastic polymer, and poly (ε-caprolactone) (PCL) is a thermoplastic polymer of lower rigidity and higher toughness than PLA. Combination of these properties through the blend PLA/PCL has been studied successfully to change the final properties of the PLA. The addition of multiwalled carbon nanotubes (MWCNT) in the blend PLA/PCL may induce peculiar orphologies depending on their location, resulting in the getting new properties or modifying the properties of the PLA matrix. This study aimed to evaluate the effect of adding the PCL, the compatibilizer Cesa-mix and MWCNT the final properties of the PLA. Mixtures were prepared in internal mixer chamber coupled to a torque rheometer and subjected to characterizations of morphological, thermal, mechanical and electrical properties. In the morphological analysis, there was a 37% reduction in the average size of the phases of the PCL blends PLA/PCL with the addition of compatibilizer Cesa®- mix, a heterogeneous distribution of MWCNT the PLA matrix and a selective location of MWCNT in phase PCL. With respect to thermal properties, the addition of the compatibilizing PCL and did not significantly affect the thermal degradation onset temperature (Tonset) of the PLA, but the addition of the MWCNT in PLA resulted in decreased Tonset nanocomposites. The melting temperature did not change significantly with the addition of PCL, the compatibilizer and MWCNT on the PLA matrix. Already cold crystallization temperature decreased and the degree of crystallinity of the PLA increased with the addition of PCL blends and MWCNT in nanocomposites. Decreases of 35% on elastic hardness and 29% in modulus of elasticity was observed with the addition of PCL and compatibilizer Cesa®-mix in the blends PLA/ PCL/AC/2,5%. With the addition of MWCNT was observed an increase of 6,8% on elastic hardness and 8% in the modulus of elasticity of PLA/CNT mixtures with 1,0% w/w. Blends of PLA/PCL with 0,5% and 1,0% w/w CNT with and without compatibilizer, had a decrease in modulus of elasticity and elastic hardness. No significant changes were observed in the electric resistance of the samples with the addition of the compatibilizer, the PCL and MWCNT with 0,5% and 1,0% w/w. Selective location of MWCNT the PCL phase had great influence on morphological, thermal, mechanical and electrical properties of nanocomposites. / O poli(ácido lático) (PLA) é um polímero termoplástico rígido e frágil, e a poli(ε-caprolactona) (PCL) é um polímero termoplástico de menor rigidez e maior tenacidade que o PLA. A combinação destas propriedades através da blenda PLA/PCL tem sido estudada com êxito no auxílio à alteração das propriedades finais do PLA. A adição de nanotubos de carbono de paredes múltiplas (NTCPM) na blenda PLA/PCL pode induzir a morfologias peculiares dependendo da sua localização, resultando na obtenção de novas propriedades ou na alteração das propriedades da matriz PLA. Este trabalho teve como objetivo avaliar o efeito da adição do PCL, do compatibilizante Cesa-mix e dos NTCPM nas propriedades finais do PLA. As misturas foram preparadas em misturador de câmara interna acoplado a reômetro de torque e submetidas à caraterizações das propriedades morfológicas, térmicas, mecânicas e elétricas. Na análise morfológica, observou-se uma redução de 37% no tamanho médio das fases de PCL nas blendas PLA/PCL com a adição do compatibilizante Cesa®- mix, uma distribuição heterogênea dos NTCPM na matriz PLA e uma localização seletiva dos NTCPM na fase PCL. Em relação às propriedades térmicas, a adição do PCL e do compatibilizante não afetaram significativamente na temperatura de início de degradação térmica (Tonset) do PLA, porém a adição de NTCPM no PLA resultou em decréscimo na Tonset dos nanocompósitos. A temperatura de fusão não apresentou variação significativa com a adição do PCL, do compatibilizante e dos NTCPM na matriz PLA. Já a temperatura de cristalização a frio diminuiu e o grau de cristalinidade do PLA aumentou com a adição de PCL nas blendas e dos NTCPM nos nanocompósitos. Diminuições de 35% na dureza elástica e de 29% no módulo de elasticidade foram observadas com a adição do PCL e do compatibilizante Cesa®-mix nas blendas PLA/PCL/AC 2,5%. Com a adição de NTCPM foi observado um aumento de 6,8% na dureza elástica e de 8% no módulo de elasticidade das misturas PLA/NTC com 1,0% m/m. As misturas de PLA/PCL com 0,5% e 1,0% m/m de NTC com e sem compatibilizante, tiveram um decréscimo no módulo de elasticidade e na dureza elástica. Não foram verificadas alterações significativas na resistência elétrica das amostras com a adição do compatibilizante, do PCL e dos NTCPM com 0,5% e 1,0% m/m. A localização seletiva dos NTCPM na fase PCL teve grande influência nas propriedades morfológicas, térmicas, mecânicas e elétricas dos nanocompósitos.
57

Παρακολούθηση ενεργού πεδίου διαφυγής αερίων στη θαλάσσια περιοχή του Κατακόλου Ηλείας με χρήση οπτικών ινών DTS και iDAS: Η πρώτη εφαρμογή σε θαλάσσιο περιβάλλον / Monitoring active gas seepages of Katakolo Bay, Western Greece, using DTS & iDAS optic fibres: A novel sub-marine use

Γκάτσου, Μαρία 11 October 2013 (has links)
Διαφυγές αερίων μεθανίου και υδρόθειου από τον πυθμένα του λιμανιού του Κατάκολου, Δυτική Πελοπόννησος, μελετήθηκαν με την χρήση των οργάνων distributed temperature sensor (DTS) και intelligent distributed acoustic sensor (iDAS) από το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας & Φυσικής Ωκεανογραφίας, του Παν/μίου Πατρών, σε συνεργασία με την εταιρεία Silixa Ltd. Είναι η πρώτη φορά που τα όργανα DTS & iDAS χρησιμοποιούνται για μελέτη σε υποθαλάσσιο περιβάλλον. Ο σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής ειδίκευσης είναι η δημιουργία θερμικών προφίλ και ακουστικών σινιάλων των φυσαλίδων κατά την διαφυγή τους από τον πυθμένα, και η έρευνα για την εφαρμοσιμότητα των δύο οπτικών ινών για ανίχνευση και αναγνώριση των υποθαλάσσιων διαφυγών αερίων. Για την επίτευξη του στόχου δημιουργήθηκαν, αρχικά, χωρικές κατανομές μέσης θερμοκρασίας και τυπικής απόκλισης θερμοκρασίας, καθώς και διαγράμματα θερμοκρασίας-απόστασης ώστε να εντοπιστούν πιθανές διαφυγές αερίων. Στην συνέχεια, οι χωρικές κατανομές συγκρίθηκαν με τα ακουστικά δεδομένα του iDAS με σκοπό την επιβεβαίωση των διαφυγών σε συγκεκριμένα σημεία κατά μήκος του καλωδίου. / A sizeable seepage of gas containing methane and hydrogen sulphide on the seafloor of Katakolo Bay in Western Greece was monitored using both a distributed temperature sensor (DTS) and an intelligent distributed acoustic sensor (iDAS) by the Laboratory of Marine Geology and Physical Oceanography, the Department of Geology, the University of Patras, in association with Silixa, Ltd. It was the first time that DTS and iDAS were used in a sub-marine environment. The aim of this thesis is to produce a thermal profile and study noise signal of seafloor seepages via bubble metrics and to investigate the applicability of both optical fibers to underwater seepage detection and recognition. This aim was to be achieved utilizing a two-fold methodology. Firstly, temperature and standard deviation spatial distributions and temperature-distance diagrams along the fiber were calculated in order to detect possible gas seepage. These figures were then used to ascertain whether and to what extent water current could impact measurement methodology. Secondly, spatial distributions were compared with acoustic data of iDAS in order to confirm the seepages along the fiber.
58

Ξυλώδης χλωρίδα των αστικών βιοτόπων : έρευνες στην πόλη της Πάτρας / Woody plants in urban biotopes : studies in the city of Patras

Τσιότσιου, Βασιλική Ε. 24 January 2011 (has links)
Μια πόλη συνίσταται από τρία επίπεδα οργάνωσης: το φυσικό, το τεχνητό και το κοινωνικό περιβάλλον, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ τους και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξή της. Η ισορροπία των τριών αυτών επιπέδων οργάνωσης διαταράσσεται ως αποτέλεσμα της έντονης αστικοποίησης, η οποία χαρακτηρίζει τα αστικά οικοσυστήματα και συνδέεται παγκοσμίως με την αλλαγή της χρήσης και του τρόπου κάλυψης της γης. Τα αστικά περιβάλλοντα πρέπει να διαχειρίζονται βάσει σχεδιασμού, ο οποίος θα λαμβάνει υπ‟ όψιν τα οικολογικά στοιχεία μιας περιοχής, όπως είναι για παράδειγμα η ξυλώδης χλωρίδα της. Η παρούσα διδακτορική διατριβή, η πρώτη στο είδος της για τον ελληνικό χώρο, στηρίζεται στη γνώση και στις αρχές της οικολογίας πόλεων και του αστικού σχεδιασμού. Έχει ως σκοπό να ερευνήσει την καλλιεργούμενη ξυλώδη χλωρίδα (δέντρα, θάμνους και ξυλώδη αναρριχώμενα) και την αυτοφυή εξάπλωσή της στην πόλη της Πάτρας και να εξετάσει εάν και με ποιο τρόπο οι τύποι αστικών βιοτόπων, δηλαδή φυσιογνωμικά ομοιόμορφες αστικές περιοχές με χαρακτηριστική δόμηση και ελεύθερους χώρους, μπορούν να χαρακτηρισθούν από τις καλλιεργούμενες ξυλώδεις συστάδες τους, καθώς και να διατυπώσει προτάσεις διαχείρισης για την ποιοτική αναβάθμισή τους. Για το σκοπό αυτό έγινε προσδιορισμός της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης, χλωριδική, βιολογική και χωρολογική ανάλυση των taxa, καταγραφή της φαινολογίας τους και εκτίμηση της συχνότητας και σταθερότητάς τους, λαμβάνοντας υπ‟ όψιν τη σχέση μεταξύ της οικολογίας φυτών, του τύπου δόμησης και της χρήσης γης. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκε η πόλη της Πάτρας, γιατί αφενός η καλλιεργούμενη χλωρίδα της δεν έχει μελετηθεί και αφετέρου παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής ελληνικής μεγαλόπολης, κυρίως όσον αφορά στη δόμηση και στους ελεύθερους χώρους. Διακρίθηκαν 8 διαφορετικοί τύποι αστικών βιοτόπων, όπως Ολιγώροφες κατοικίες συνεχούς και ασυνεχούς δόμησης, Πολυώροφες κατοικίες συνεχούς και ασυνεχούς δόμησης, Ολιγώροφες και πολυώροφες κατοικίες πανταχόθεν ελεύθερης δόμησης, Βίλες, Εργατικές κατοικίες και Πάρκα. Στη συνέχεια επιλέχθηκαν 54 περιοχές μελέτης κατανεμημένες σε όλη την περιοχή έρευνας, συνολικής έκτασης 2.374,4 στρεμμάτων, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύουν τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε τύπου αστικού βιοτόπου και καταγράφηκαν σε αυτήν 218 taxa. Ο αριθμός αυτός των ξυλωδών taxa που εμφανίζεται στην περιοχή έρευνας, θεωρείται χαμηλός σε σύγκριση με άλλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης, όπου έχουν εκπονηθεί αντίστοιχες μελέτες. Αυτό αποδίδεται στην πυκνή δόμηση που χαρακτηρίζει τον πυρήνα της πόλης της Πάτρας, αλλά και γενικά στις λιγοστές επιφάνειες πρασίνου. Όσον αφορά στην καταγωγή των ξυλωδών taxa το ποσοστό των ξενικών και υβριδίων στην Πάτρα ανέρχεται σε 61,5% (125 taxa και 9 taxa αντίστοιχα) με τα ασιατικά και αμερικάνικα taxa να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά (26,9% και 17,2% αντίστοιχα), ενώ των ιθαγενών σε 38,5% (84 taxa). Η κατανομή των βλαστητικών μορφών εντός της περιοχής έρευνας διαφέρει από εκείνη άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Έτσι, στην Πάτρα κυριαρχούν οι δενδρώδεις μορφές με ποσοστό 55,5% έναντι των θαμνωδών, ενώ σε πόλεις της κεντρικής Ευρώπης υπερτερούν οι θαμνώδεις μορφές. Όσον αφορά στην άνθηση, παρατηρείται μια παράταση στην περίοδο ανθοφορίας στο σύνολο των ξυλωδών ειδών. Το γεγονός αυτό αντανακλά την ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό τοπίο και την προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει ανθοφορία όλο το χρόνο, αποτρέποντας παράλληλα τη δημιουργία μονότονων περιοχών. Τα φυλλοβόλα υπερτερούν με μικρό ποσοστό έναντι των αειθαλών. Αυτό οφείλεται στην παρουσία ενός σημαντικού ποσοστού φυλλοβόλων taxa, που ανήκουν στις δύο πλουσιότερες σε taxa οικογένειες, δηλαδή σε αυτές των Rosaceae και Leguminoseae. Όλα σχεδόν τα ξυλώδη taxa σχηματίζουν καρπούς, εκτός από ένα μικρό ποσοστό (5,2%). Το 40,8% των taxa στο σύνολο της ξυλώδους χλωρίδας φέρει σαρκώδεις καρπούς, οι οποίοι αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για την ορνιθοπανίδα της περιοχής, αλλά και τρόπο εξάπλωσης των taxa μέσω των σπερμάτων τους. Το ποσοστό των καλλωπιστικών taxa στο σύνολο της χλωρίδας είναι σαφώς μεγαλύτερο από αυτό των ξυλωδών taxa με εδώδιμους καρπούς (76,8% και 22,6% αντίστοιχα), γεγονός που αντανακλά μια τάση προτίμησης των κατοίκων για καλλωπιστικά taxa και μάλιστα ξενικής καταγωγής, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την παρούσα οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ αριθμού ξυλωδών taxa και μεγέθους επιφάνειας δεν προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ τους, σε αντίθεση με πόλεις της Κ. Ευρώπης, επειδή, σύμφωνα με τη θεωρία «small island effect», στις μικρές περιοχές μελέτης η επιφάνεια παύει να είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Τaxa που να εμφανίζονται και στις 54 περιοχές μελέτης, δηλαδή με σταθερότητα 100%, δεν απαντούν. Όσα taxa εμφανίζονται με μεγάλη σταθερότητα, όπως τα Morus alba, Nerium oleander και Ailanthus altissima, είναι συγχρόνως και εκείνα με το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα taxa αυτά ευνοήθηκαν από τη φύτευσή τους. Όσον αφορά στη σύνθεση των ειδών των τύπων αστικών βιοτόπων της Πάτρας υπάρχει μεγάλη ετερογένεια. Χαρακτηριστικό είναι ότι μερικά είδη εμφανίζουν πολύ μεγάλη σταθερότητα σε ορισμένους τύπους βιοτόπων, ενώ σε άλλους πολύ μικρή ή καθόλου. Το Acer pseudoplatanus αποδείχθηκε το χαρακτηριστικό είδος μόνο για τις πολυώροφες κατοικίες ασυνεχούς τύπου δόμησης. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι οι τύποι των αστικών βιοτόπων της Πάτρας μπορούν να διαφοροποιηθούν με βάση τον αριθμό, όχι όμως και με βάση τη σύνθεση των ξυλωδών ειδών που εμφανίζονται σ‟ αυτούς. Η αυτοφυόμενη ξυλώδης χλωρίδα της Πάτρας εμφανίζεται με ένα ποσοστό 17,9% επί της συνολικής ξυλώδους χλωρίδας και είναι συγκρίσιμη με αυτή που απαντά σε πόλεις της Κ. Ευρώπης, όπου έχουν γίνει αντίστοιχες μελέτες. Και εδώ παρατηρείται σαφής υπεροχή των ξενικών (53,8%) έναντι των ιθαγενών, αλλά και των δενδρωδών μορφών έναντι των θαμνωδών, όπως παρατηρήθηκε και στη συνολική χλωρίδα. Τα πιο σταθερά και συγχρόνως τα πιο πλούσια σε αριθμό ξενικά αυτοφυόμενα ξυλώδη taxa είναι τα Morus alba, Ailanthus altissima, Vitis vinifera ssp. vinifera και Hibiscus syriacus και από τα ιθαγενή το Ligustrum vulgare. Οι μελετηθέντες τύποι αστικών βιοτόπων παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια ως προς τον αριθμό των αυτοφυόμενων ξυλωδών taxa, γεγονός που παρατηρείται και σε πόλεις της Κ. Ευρώπης. Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ αριθμού αυτοφυόμενων ξυλωδών taxa και μεγέθους επιφάνειας, δεν προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ τους. Για να αξιολογηθεί η κατάσταση των τύπων αστικών βιοτόπων της Πάτρας, εκτιμήθηκε η αξία των παραγόντων εκείνων που ενισχύουν ή αποδυναμώνουν το χαρακτήρα τους. Τέτοιοι παράγοντες είναι κυρίως το μικροκλίμα/αέρας (θερμοκρασία, αερισμός, εκπομπές καυσαερίων) το έδαφος, το νερό, το φυσικό περιβάλλον (χώροι πρασίνου), η κυκλοφορία (πολύ αυξημένη – μικρή), ο θόρυβος (ηχορύπανση), οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία (μικροκλίμα, εκπομπές καυσαερίων, κυκλοφορία, θόρυβος), οι χώροι αναψυχής, ο βαθμός εκμετάλλευσης (ενέργειας, επιφάνειας, κτισμάτων) καθώς και κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες (μείξη χρήσεων γης, π.χ. εργασία, κατοικία). Για τον καθένα από αυτούς τους παράγοντες καθορίστηκε μια 5-βάθμια κλίμακα αξιών. Μέσα από την εκτίμηση των αξιών των τύπων αστικών βιοτόπων προσδιορίσθηκαν τα πλεονεκτήματα, αλλά και τα προβλήματά τους. Την υψηλότερη οικολογική αξία την έχουν οι τύποι αστικών βιοτόπων που χαρακτηρίζονται από τον πανταχόθεν ελεύθερο τύπο δόμησης (Ολιγώροφες και πολυώροφες κατοικίες πανταχόθεν ελεύθερου τύπο δόμησης, Βίλες, Εργατικές Κατοικίες) και τα Πάρκα. Οι τύποι αστικών βιοτόπων που χαρακτηρίζονται από το συνεχή και τον ασυνεχή τύπο δόμησης εμφανίζονται μεν οικολογικά υποβαθμισμένοι, αλλά είναι κοινωνικοοικονομικά αναβαθμισμένοι. Γενικά όμως, όπου υπάρχει έντονη εκμετάλλευση του εδάφους υπάρχει και αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζεται η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Οι τύποι αστικών βιοτόπων που χαρακτηρίζονται από έντονη εκμετάλλευση πρέπει να βελτιώσουν για παράδειγμα το μικροκλίμα, την ποιότητα του αέρα και του εδάφους τους. Η ξυλώδης χλωρίδα των πόλεων δεν είναι ο μοναδικός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας των τύπων αστικών βιοτόπων, αλλά σίγουρα είναι ένας τρόπος θετικής παρέμβασης για την αναβάθμισή τους. Τα διαχειριστικά μέτρα που προτείνονται αφορούν στη βελτίωση του φυσικού, του τεχνητού και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Περιλαμβάνουν προτάσεις διαχείρισης που στοχεύουν στην αποκατάσταση, βελτίωση και διατήρηση των παραγόντων εκείνων που επηρεάζουν την ποιότητα των τύπων αστικών βιοτόπων, με απώτερο σκοπό την υγιή και άνετη διαβίωση των κατοίκων της πόλης. / A city is formed by the interaction between natural, built and social environment. These three areas are fundamental for environmental development. Urbanization phenomenon around the world has been an important component of land use and land cover change and influences negatively the balance of those three areas. Management of urban environments must be based on urban planning, which takes into consideration the significant ecological components of an area, such as the woody plants. The present doctorate thesis, the first of its kind in Greece, is based on the knowledge and principles of the science of urban ecology and urban planning. The aim of the present study was to survey the woody species (trees, shrubs and woody climbers) of the city of Patras and to examine whether and in which way the urban structural units (defined as “areas with physiognomically homogenous character, which are marked in the built-up area by a characteristic formation of buildings and open spaces”) can be characterized by their planted woody stands. For that reason the spectra, combination, frequency and consistency of species were assessed, considering the relationships between plant ecology, biotope structure and land-use. The wider area of Patras‟ city was chosen as a study area, because there is a lack of knowledge on its cultivated flora and because it has the features of a typical Greek city concerning the formation of buildings and the open spaces. Eight urban structural units were identified within the city of Patras. These are Multi-storeyed attached housing, Multi–storeyed semi–detached housing, Low–rise attached housing (bungalows–two floors), Low–rise semi-detached housing (bungalows–two floors), Multi–storeyed and low–rise detached housing, Villas, Workers‟ housing, Parks (incl. squares and bocages). In total, 237,44 ha of urban land were studied thoroughly in the fifty-four study areas designated throughout the wider area of Patras city. 218 woody plants were recorded in the eight urban structural units studied. The number of woody species recorded in the study area of 237,44 ha is considered to be low when compared with that of central Europe, where similar studies have been undertaken. This low number is due to the very high building density found in the city centre and also to the limited number of green areas (e.g. parks). Concerning the origin of the woody species in the city of Patras non-native and hybrids dominate. The proportion accounts for 61,5% (125 taxa non-native and 9 taxa hybrids), of which the Asiatic (26,9%) and the American (17,2%) species are represented by high percentages in the woody flora of Patras. The native species represent the 38,5% (84 taxa) of the total woody flora. The life-form spectrum of the woody flora in the city of Patras differs from that recorded in other European cities. The proportion of trees (55,5%) is higher than that of shrubs in the city of Patras, whereas in central European cities shrubs dominate. The prolongation of the flowering period recorded in the study area reflects human attempt to assure blooming all year, so that monotony of the urban landscape can be avoided. The proportion of deciduous species is slightly higher than that of evergreen species. This is due to the presence of high proportions of deciduous species, which belong to the two richest in species families, to these of Rosaceae and Leguminoseae. Almost all woody species fruit, except from a small percentage (5,2%). A significant proportion (40,8%) of the total woody species form fleshy fruits, which are an important food source for the fauna of the study area, especially for birds. At the same time, the distribution of the woody species is assured. The proportion of cultivated woody plants (76,8%) is higher than that of woody plants forming edible fruits (22,6%). This fact reflects inhabitants‟ preference for ornamental plants non-native in origin, denoting social and financial standing. Statistical analysis proves the absence of a positive correlation between the species number and the size of the area. On the contrary, in central European cities the correlation is positive. This is explained by the „small island effect‟ theory, according to which, in small study areas the size of the area does not play the most important role, when species – area relationship is surveyed. Species appearing in all study areas, i.e. with 100% consistency, were not observed. Those species with high consistency, such as Morus alba, Nerium oleander and Ailanthus altissima, are also those with the highest frequency. This shows that these species benefited from them being planted. Floristic composition in the various urban structural units shows great heterogeneity as several species present high consistency in some structural units but low or zero consistency in others. Acer pseudoplatanus proved to be a characteristic species only within the urban structure of multi-storeyed semi-detached housing. Taking these findings into account, we conclude that the urban structural units of Patras can be differentiated based on the number of woody species recorded in each, but not on their floristic composition. Spontaneous diffusion could only be identified for 17,9% of the cultivated species. This proportion is comparable to that recorded in other central European cities, where similar studies have been undertaken. The proportion of non-native species (53,8%) is higher than that of native, and so is the proportion of trees in comparison to that of shrubs. Similar proportions have been also recorded for the total woody flora of the city of Patras. The most frequent non-native spontaneous woody species observed in Patras are Morus alba, Ailanthus altissima and Hibiscus syriacus. The commonest native spontaneous species in the city is Ligustrum vulgare. The urban structural units studied in Patras show relative homogeneity concerning the number of spontaneous woody species. This homogeneity is also observed in cities of central Europe. The correlation between the species number and the size of the area is negative. For the evaluation of the urban structural units in the city of Patras, the value of criteria that strengthen or weaken the character of the urban structural units was taken into consideration. Those criteria are mainly microclimate / wind (temperature, emissions), soil, water, natural environment (green spaces), traffic (heavy or not), noise (noise pollution), dangers for public health (quality of microclimate, emissions, traffic, noise pollution), degree of resources‟ exploitation (of energy, surface, buildings) as well as socio-economic criteria (land-use). For each of these criteria a 5 – degree scale of values was designated. This consideration of the values which affect the urban structural units enabled the definition of the advantages and the drawbacks of each urban structural unit. The urban structural units characterized by detached free building style (multi-storeyed and low-rise detached housing, villas, workers‟ housing) and parks are highly attractive and have high ecological properties. The urban structural units characterized by attached or semi-detached housing have low ecological properties but are socioeconomically benefited. Generally, high exploitation degree (of energy or soil) is related to social and economic integration. At the same time the quality of the natural environment is degraded. Urban structural units characterized by high exploitation in terms of soil, water and energy must upgrade not only their microclimatic conditions, but also the quality of air and soil. The contribution of the woody flora to the environmental development is significant. The management measures proposed, aim to upgrade the natural, built and social environment. They include management proposals that aim to the upgrade and conservation of specific parameters which affect the quality of the urban structural units. Such proposals could make a valuable contribution to the upgrade of the quality of city life.
59

Περιβαλλοντική υδρογεωλογική μελέτης της πεδινής ζώνης της βορειοδυτικής Πελοποννήσου με τη χρήση υδροχημικών μεθόδων

Τσελίκα, Ιωάννα 20 September 2010 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας μελετώνται οι υδρογεωλογικές και υδροχημικές συνθήκες που επικρατούν στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου. Συγκεκριμένα, η περιοχή μελέτης αποτελεί την βόρεια απόληξη της εκτεταμένης πεδινής έκτασης Πύργου- Αμαλιάδας- Κάτω Αχαΐας, ενώ δίνεται έμφαση στη μελέτη του προσχωματικού υδροφόρου της περιοχής. Η περιοχή μελέτης γεωλογικά χαρακτηρίζεται από την επικράτηση αποθέσεων του Νεογενούς (Πλειόκαινο) και του Τεταρτογενούς, με τοπικές εμφανίσεις των αλπικών σχηματισμών της Ιόνιας ζώνης, στην οποία ανήκει η περιοχή, σύμφωνα με την γεωτεκτονική διαίρεση του Ελληνικού χώρου. Οι Πλειοτεταρτογενείς αποθέσεις αποτελούνται από εναλλαγές υδροπερατών, ημιπερατών και υδατοστεγανών σχηματισμών και χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη της υπόγειας υδροφορίας που παρουσιάζεται με τη μορφή επάλληλων υπό πίεση ή μερικώς υπό πίεση υδροφόρων οριζόντων. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν γεωτρήσεις που υδρομαστεύουν στρώματα σε διαφορετικά βάθη. Έτσι στις βαθιές γεωτρήσεις το βάθος φτάνει μέχρι και 170 μέτρα, ενώ στις αβαθείς δεν ξεπερνά τα 40 μέτρα. Η κύρια τροφοδοσία των μελετηθέντων υδροφόρων γίνεται κατά κύριο λόγο από την απευθείας κατείσδυση του νερού των βροχοπτώσεων κυρίως δια μέσου των υπερκείμενων τεταρτογενών αποθέσεων και από τη διήθηση του από τις κοίτες του δικτύου ρεμάτων. Για την υδροχημική έρευνα χρησιμοποιήθηκε πυκνό δίκτυο δειγματοληψίας νερού σε 21 αρδευτικές γεωτρήσεις της περιοχής έρευνας. Τα νερά των βαθύτερων γεωτρήσεων κατατάσσονται κατά Piper στις εξής ομάδες: α) Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά-οξυανθρακικά (Ca-HCO3), β) Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά- οξυανθρακικά – θειϊκά (Ca-HCO3-SO4) γ) Γαιοαλκαλικά νερά με υψηλό ποσοστό αλκαλίων - οξυανθρακικά (Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3) και δ) Αλκαλικά νερά- χλωριοθειϊκά (Na-Cl-SO4). Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσεται γεώτρηση του Ι. Γ. Μ. Ε με θερμομεταλλικό χαρακτήρα, που πιθανόν να συνδέεται με τις θερμομεταλλικές εμφανίσεις στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Κυλλήνης. Παρατηρείται τοπικά αύξηση της αγωγιμότητας (κυρίως στο βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης) με παράλληλη αύξηση των ιόντων χλωρίου, λόγω υφαλμύρινσης του νερού του υδροφόρου. Επίσης, παρουσιάζουν αυξημένες συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων Fe και Mn, που πιθανή προέλευσή τους μπορεί να θεωρηθούν οι κόνδυλοι σιδήρου και μαγγανίου που βρίσκονται μέσα στους κερατόλιθους της ζώνης της Πίνδου, οι οποίοι αναπτύσσονται ανατολικά της περιοχής έρευνας. Αντίστοιχα, τα νερά των αβαθών γεωτρήσεων ομαδοποιούνται ως εξής: α) Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά – οξυανθρακικά (Ca-HCO3), β)Κανονικά γαιοαλκαλικά νερά- οξυανθρακικά – θειϊκά (Ca-HCO3-SO4), γ) Γαιοαλκαλικά νερά με υψηλό ποσοστό αλκαλίων - οξυανθρακικά (Ca-Na-HCO3, Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3-SO4) και δ) Αλκαλικά νερά- χλωριοθειϊκά (Na-Ca-Cl). Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι διαπιστώθηκε σημειακή ρύπανση στο βόρειο και κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης από νιτρικά, λόγω αφ’ενός των κτηνοτροφικών αποβλήτων, και αφ’ετέρου των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται ευρέως στην περιοχή. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση προς τα κατάντη (στο βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης) τόσο της αγωγιμότητας όσο και των ιόντων νατρίου και χλωρίου λόγω της υφαλμύρινσης του υδροφόρου ορίζοντα, συνέπεια των υπεραντλήσεων που συμβαίνουν στην περιοχή. Μεταξύ των βαθιών και αβαθών γεωτρήσεων παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση ως προς τη θερμοκρασία, με τα νερά των βαθύτερων να εμφανίζουν υψηλότερες θερμοκρασίες λόγω γεωθερμικής βαθμίδας. Όσον αφορά την ποιότητα του νερού σε σχέση με την άρδευση τα νερά τόσο των βαθιών όσο και των αβαθών γεωτρήσεων χαρακτηρίζονται από μέτρια ποιότητα, καθώς παρουσιάζουν μικρή επικινδυνότητα νατρίου και μέση έως μεγάλη επικινδυνότητα αλατότητας. / In the frame of the present thesis the hydrogeological and hydrochemical conditions that prevail in the the north-western department of Peloponnese are analyzed and interpreted. Concretely, the region of study constitutes the northern ending of extensive flat extent of Pirgos-Amaliada-Kato Achaia. The study emphasizes in the unconfined aquifer of the region. The geology of the research area is characterized by the predominance of depositions of Neogene (Pliocene) and Quaternary, with local appearances of Alpine shapings of Ionian zone, in which belongs the region, according to the geotectonic division of Greek space. Plio-Quaternary depositions are constituted by alternations of shapings with small or medium permeability or without permeability and they characterize the growth of the aquifer system that is presented like equitant layers under pressure or partially under pressure of water wagon horizons. In the present work were studied drillings which are collecting water from layers in different depths. Thus in the deep drillings the depth reaches until 170 meters, while in the drillings of smaller depth it does not exceed 40 meters. The main catering of studied water wagon becomes in the first place from the direct percolation of water of rainfalls mainly via means of hypertexts of quaternary depositions and from his filtering from the watercourses of network of streams. For the hydrochemical research was used dense network of sampling of water in 21 irrigatory drillings of region of research. The waters of deeper drillings are classified at Piper in the following teams: a) Regularly waters (Ca-HCO3), b) Regularly waters- sulphurous (Ca-HCO3-SO4) g) Waters with high percentage of alkalis - (Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3) and [d]) Alkaline waters (Na-Cl-SO4). In the last category is classified drilling of Institute of Geological and Mineral Research with geothermal mineral’s character, that likely it is connected with the appearances of geothermal mineral’s waters in the wider region of the spring of Kyllinis. It’s locally observed increase of conductivity (mainly in the north-eastern department of region of study) with parallel increase of ions of chloride, because of sea water intrusion and as result catio-exchange phenomena took place. Also, they present increased stockings of trace elements Fe and Mn, that likely the cause of their existense can be considered the condyles of iron and manganese that finds in the cherts of area of Pindos, which are developed easternly of the region of research. Respectively, the waters of shallow drillings are grouped as follows: a) Regularly waters - (Ca-HCO3), b) Regularly waters - sulphurous (Ca-HCO3-SO4), g) Waters with high percentage of alkalis - (Ca-Na-HCO3, Ca-Na-Mg-HCO3, Ca-Na-HCO3-SO4) and [d]) Alkaline waters (Na-Ca-Cl). It deserves we underline that was realised specific pollution in the nothern and mainly in the south-eastern department of region of study from nitric, because on the one hand the veterinary surgeon waste, and on the other hand the fertilizers that are used widely in the region. At the same time, it is observed increase of the conductivity, in the northern department of region of study, with high quantities of ions of sodium and chloride because of the sea water intrusion, consequence of overpumpings that happens in the study area. Between the deep and shallow drillings is observed important differentiation as for the temperature, with waters of deepest they present higher temperatures because geothermal rung. With regard to the quality of water concerning the irrigation the waters of so much deep what shallow drillings are characterized by mediocre quality, while present small venturousness of sodium and middle until big venturousness of salinity.
60

Περιβαλλοντική γεωχημική μελέτη του Σαρωνικού Κόλπου

Σκληβάγκου, Ευγενία 07 July 2010 (has links)
- / -

Page generated in 0.0346 seconds