61 |
Τεκτονική ανάλυση των ρηξιγενών ζωνών Κατούνας και ΑμφιλοχίαςΓκαδρή, Ελισσάβετ 31 May 2012 (has links)
Η μελέτη του αναγλύφου με τη χρήση μορφοτεκτονικών παραμέτρων κατά μήκος ρηξιγενών ζωνών μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την ενεργότητα ή όχι των ζωνών αυτών και επίσης για την κατανόηση των επιφανειακών επιπτώσεων των σεισμών και τη σεισμική επικινδυνότητά τους. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή ειδίκευσης μελετήθηκαν, με τη βοήθεια της μορφοτεκτονικής ανάλυσης, οι ΒΒΔ– διεύθυνσης ρηξιγενείς ζώνες της Κατούνας (ΡΖΚ) και Αμφιλοχίας (ΡΖΑ) στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (Δυτ. Ελλάδα). Για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό της τεκτονικής ενεργότητας των ΡΖΚ και ΡΖΑ εφαρμόστηκαν διάφοροι μορφοτεκτονικοί δείκτες, όπως ο δείκτης ευθυγράμμισης ορεογραφικού μετώπου (Smf), ο δείκτης λόγου πλάτους προς ύψος κοιλάδας (Vf), ο δείκτης μήκους-κλίσης ρέματος (SL), ο συντελεστής ασυμμετρίας λεκάνης απορροής (AF), ο δείκτης σχήματος λεκάνης απορροής (Bs), και το ποσοστό τριγωνικών γεωμορφών (Pf), οι οποίοι υπολογίστηκαν με τη βοήθεια ψηφιακών μοντέλων εδάφους (DEM).
Από την ανάλυση των διαγραμμάτων κατακόρυφης μετατόπισης με το μήκος στις δύο ρηξιγενείς ζώνες φαίνεται ότι αυτές παρουσιάζονται τμηματοποιημένες, ενώ μεγαλύτερη κατακόρυφη μετατόπιση, της τάξης των 750–800m παρουσιάζεται στη ΡΖΑ. Από τη συσχέτιση των δεικτών Smf και Vf, προκύπτει ότι και οι δύο ρηξιγενείς ζώνες είναι ενεργές και συγκεκριμένα ανήκουν στην τάξη 1 της τεκτονικής ενεργότητας, με ρυθμό ανύψωσης μεγαλύτερο από 1mm/yr. Επίσης, από την συσχέτιση των τιμών των δεικτών Vf – Bs – SL προκύπτει ότι η αυξημένη ενεργότητα και για τις δύο ρηξιγενείς ζώνες, συγκεντρώνεται στις περιοχές επικάλυψης και αλληλεπίδρασης των επιμέρους ρηξιγενών τμημάτων. Η ύπαρξη επιμήκων και ασύμμετρων λεκανών απορροής στη βάση των ρηξιγενών ζωνών και η σεισμικότητα κατά μήκος τους επιβεβαιώνει ότι οι ευθύγραμμοι αυτοί ρηξιγενείς πρόποδες είναι τεκτονικά ενεργοί. Τα ποσοστά τριγωνικών γεωμορφών υποδηλώνουν ότι η παραμόρφωση πραγματοποιείται με αργό ρυθμό.
Οι ρηξιγενείς ζώνες Κατούνας και Αμφιλοχίας χαρακτηρίζονται από ένα ενδιάμεσο τύπο παραμόρφωσης μεταξύ εφελκυσμού, κάθετα στις ΒΒΔ – διευθυνόμενες ζώνες, και αριστερόστροφης διατμητικής παραμόρφωσης, προσδίδοντας σε αυτές ένα χαρακτήρα ζωνών μεταβίβασης (transfer zone) με διαγώνια διαστολή μεταξύ των ΔΒΔ – διευθυνόμενων τεκτονικών τάφρων του Πατραϊκού και Αμβρακικού κόλπου. / The study of the topographic relief along fault zones using geomorphological indices provides important information about the activity of these zones and understanding of the surface effects of earthquakes and possible seismic risk. In this study, a morphotectonic analysis was applied along the NNW-trending fault zones of Katouna (PZK) and Amfilochia (PZA), which are located in Aitoloakarnania (W. Greece). For the qualitative and quantitative determination of tectonic activity along the PZK and PZA zones several morphotectonic indices were implemented, such as the mountain – front sinuosity index (Smf), the ratio of valley–floor width to valley height (Vf), the stream length–Gradient index (SL), the Basin Asymmetry Factor (AF), the Drainage Basin Shape (Bs), and the percentage of triangular facets along mountain fronts (Pf). All these morphotectonic indices and the drainage basin pattern were calculated using a 30 m Digital Elevation Model (DEM).
The distribution of the throw along the fault zones implies that these zones are segmented and consist of several individual fault segments, while the highest throw values, on the order of 750-800m, are located in the central segments of the PZA. The maximum throw in PZK is lower and reaches a value of 250-300m. From the correlation of morphotectonic indices Smf and Vf, it seems that both fault zones are active (class 1 of tectonic activity), with a rate of uplift > 1mm/yr. Furthermore, the correlation of Vf , Bs and SL shows that the highest tectonic uplift and subsequent activity for both fault zones concentrates on the relay zones (overlapping or underlapping) between the interacting fault segments. The presence of long and asymmetric basins on the footwall block of the fault zones and the associated seismicity along them confirms that the segments are tectonically active. The percentage of triangular facets (22-55%) suggests the low rates of deformation along these fault zones and the increased activity of them towards the southern tip zones.
The fault zones of Katouna and Amfilochia appear to be characterized by an intermediate type of deformation, showing extensional deformation in a NE-orientation and sinistral shear deformation along their NNW-orientation. The Katouna and Amfilochia fault zones appears to act as a composite transfer zone accommodating left-lateral oblique extension between the more active WNW-directed grabens of Amvrakikos and Gulf of Patras.
|
62 |
Οικολογική αξιολόγηση των λιμνών της ΒΔ Ελλάδας με έμφαση στις σχέσεις υδροβίων μακρόφυτων - ζωοπλαγκτού και της ποιότητας του νερού / Ecological assessment of lakes of NW Greece with emphasis on the associations between aquatic macrophytes, zooplankton and water qualityΣτεφανίδης, Κωνσταντίνος 28 February 2013 (has links)
Οι λίμνες αποτελούν πλέον ένα εκτενές ερευνητικό αντικείμενο για πολλά και διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Ο ρόλος τους ως αναπόσπαστο μέρος του υδρολογικού κύκλου και ως «πηγή» νερού καθιστά τις λίμνες οικοσυστήματα ύψιστης σημασίας που προσελκύουν το παγκόσμιο ερευνητικό ενδιαφέρον. Γι αυτό το λόγο άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση με την έκδοση της οδηγίας 2000/60 Πλαίσιο για τα ύδατα απαιτεί από τα κράτη μέλη της Ε.Ε να εφαρμόσουν βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης των εσωτερικών υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής ώστε έως το 2015 να έχει επιτευχθεί τουλάχιστο «Καλή οικολογική κατάσταση». Η ανάγκη για μεγαλύτερη κατανόηση της λειτουργίας των λιμναίων οικοσυστημάτων αυξήθηκε, γεγονός που οδήγησε στη διεξαγωγή πολυάριθμων ερευνητικών εργασιών που προσεγγίζουν διαφορετικές πτυχές της πολύπλοκης λειτουργίας των λιμνών. Μεγάλο μέρος της έρευνας επικεντρώνεται σε ομάδες οργανισμών που αποτελούν βιοδείκτες σύμφωνα με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60, όπως τα ψάρια, το φυτοπλαγκτό, τα βενθικά μακροασπόνδυλα και τα υδρόβια μακρόφυτα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως προκαλούν και οι αλληλεπιδράσεις των διάφορων βιοκοινωνιών οι οποίες αποδεικνύονται καθοριστικές για την καλή λειτουργία των οικοσυστημάτων.
Το αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας επτά λιμνών της Δυτικής και Βόρειοδυτικής Ελλάδας βάσει φυσικοχημικών χαρακτηριστικών, της σύνθεσης των ειδών της υδρόβιας βλάστησης και των κύριων ταξινομικών ομάδων του ζωοπλαγκτού. Τα αποτελέσματα της διατριβής παρουσιάζονται σε τέσσερις ενότητες-κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις εποχικές διακυμάνσεις και τις χωρικές διαφοροποιήσεις των συγκεντρώσεων των θρεπτικών αλάτων του αζώτου και του φωσφόρου (νιτρικά, νιτρώδη, αμμωνιακά, φωσφορικά και ολικός φώσφορος) και των φυσικοχημικών παραμέτρων που μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των δειγματοληψιών στις επτά υπό διερεύνηση λίμνες της ΒΔ Ελλάδας. Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στη σύνθεση των ειδών των υδρόβιων μακροφύτων και των Κλαδοκερωτών και των Τροχόζωων, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο εφαρμόζονται δείκτες αξιολόγησης της τροφικής και οικολογικής κατάστασης των υπό διερεύνηση λιμνών με βάση τα αβιοτικά χαρακτηριστικά, τα υδρόβια μακρόφυτα και το ζωοπλαγκτό. Στο τέταρτο κεφάλαιο διερευνήθηκε η επίδραση της υδρόβιας βλάστησης στη χωρική διακύμανση της αφθονίας και της σύνθεσης των κύριων ταξινομικών ομάδων του ζωοπλαγκτού.
Σε όλες τις λίμνες μετρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις ολικού φωσφόρου που υποδεικνύουν την ισχυρή επίδραση του ευτροφισμού. Όσον αφορά τη συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α υπήρχαν σημαντικές διαφορές με τις βαθύτερες λίμνες να παρουσιάζουν μικρότερες τιμές. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιβαλλοντικές παραμέτρους που παρουσιάζονται στο πρώτο κεφάλαιο, η χλωροφύλλη-α θεωρείται ως περισσότερο αντιπροσωπευτική παράμετρος των συγκεκριμένων υδατικών οικοσυστημάτων που αντικατοπτρίζει τις διαφοροποιήσεις των λιμνών αναφορικά με τα κλιματολογικά και τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης λεκάνης απορροής.
Αναφορικά με τα υδρόβια μακρόφυτα, στις περισσότερες λίμνες επικρατούν λίγα υφυδατικά είδη με πολύ μεγάλες αφθονίες. Τα είδη Ceratophyllum demersum, Trapa natans, Potamogeton pectinatus, Vallisneria spiralis αποτελούν χαρακτηριστικά είδη για τις λίμνες Λυσιμαχία, Μεγάλη Πρέσπα, Πετρών και Βεγορίτιδα αντίστοιχα. Τα κυρίαρχα υφυδατικά είδη που καταγράφηκαν στις υπό διερεύνηση λίμνες είναι κοινά και χαρακτηριστικά των ευτροφικών συνθηκών.
Όσον αφορά τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού στις τέσσερις λίμνες όπου πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές δειγματοληψίες, συνολικά αναγνωρίστηκαν 14 είδη Κλαδοκερωτών που ανήκουν σε 11 γένη και 6 οικογένειες και 39 είδη Τροχόζωων σε 17 γένη και 12 οικογένειες. Όσον αφορά τα Κλαδοκερωτά τα πιο κοινά είδη που βρέθηκαν και στις τέσσερις λίμνες ήταν τα Bosmina longirostris, Chydorus sphaericus και Diaphanosoma brachyurum. Το Κλαδοκερωτό Bosmina longirostris βρέθηκε σε μεγαλύτερη αφθονία και με μεγαλύτερη συχνότητα κατά τη διάρκεια των δειγματοληψιών ενώ από τα τροχόζωα το είδος Keratella cochlearis βρέθηκε να απαντά σε υψηλές αφθονίες και στις τέσσερεις λίμνες. Η ελάχιστη συμμετοχή μεγάλων Κλαδοκερωτών (Daphnia sp.) στη σύνθεση του ζωοπλαγκτού, ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της έντονης θηρευτικής πίεσης που μπορεί να προέρχεται είτε από την ιχθυοπανίδα είτε από τα μακροασπόνδυλα. Στις λίμνες Πετρών και Καστοριάς το είδος Keratella cochlearis απαντά σε πολύ μεγαλύτερη αφθονία συγκριτικά με τα υπόλοιπα Τροχόζωα, ενώ για τις λίμνες Μικρή Πρέσπα και Βεγορίτιδα συμμετέχουν με σημαντικές αφθονίες περισσότερα είδη όπως για παράδειγμα το Keratella quadrata και είδη του γένους Lecane και Polyarthra. Όσον αφορά τις αφθονίες των σημαντικών ειδών και γενών των Καρκινοειδών, το γένος Bosmina απαντά σε μεγαλύτερη αφθονία στις λίμνες Καστοριά και Πετρών. Στις λίμνες Μικρή Πρέσπα και Βεγορίτιδα καταγράφηκαν επίσης σε μεγαλύτερη αφθονία σε σχέση με τις λίμνες Καστοριάς και Πετρών είδη της οικογένειας Chydoridae. Επίσης μεγάλα σε μέγεθος είδη που ανήκουν στο γένος Daphnia βρέθηκαν να συμμετέχουν σε μεγαλύτερη αφθονία στη λίμνη Μικρή Πρέσπα.
Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή των τροφικών δεικτών του Carlson δείχνουν πως οι δείκτες που βασίζονται στη συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α και στο βάθος Secchi κατατάσσουν τις λίμνες Μικρή Πρέσπα, Καστοριάς και Πετρών σε ευτροφική έως υπερευτροφική κλάση, τη Μεγάλη Πρέσπα και τη Τριχωνίδα σε μεσοτροφική και ολιγοτροφική έως μεσοτροφική κλάση αντίστοιχα και τη Λυσιμαχία σε μεσοτροφική ως ευτροφική κλάση. Οι τιμές του Μακροφυτικού Δείκτη (MI) σε γενικές γραμμές συμφωνούν με το ευρύτερο πλαίσιο των αποτελεσμάτων και υποδεικνύουν την Τριχωνίδα ως τη λίμνη με τη «λιγότερο ανεκτική» στον ευτροφισμό υδρόβια βλάστηση. Σύμφωνα με την εφαρμογή του δείκτη Wetland Zooplankton Index, ο οποίος αναπτύχθηκε ως εργαλείο αξιολόγησης των υγροτόπων των Μεγάλων Λιμνών της Β. Αμερικής βάσει της αφθονίας ενδεικτικών στον ευτροφισμό ειδών του ζωοπλαγκτού, προκύπτει πως καλύτερη οικολογική ποιότητα παρουσιάζουν οι λίμνες Μικρή Πρέσπα και Βεγορίτιδα συγκριτικά με τις λίμνες Πετρών και Καστοριάς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η εφαρμογή του δείκτη WZI κρίνεται ως ικανοποιητική αφού φαίνεται πως αντικατοπτρίζει τις διαφοροποιήσεις των λιμνών σχετικά με τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού και τη γενικότερη οικολογική κατάσταση. Η αναπροσαρμογή του δείκτη WZI σύμφωνα με τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού στις συνθήκες των Μεσογειακών υγροτόπων, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο της οικολογικής αξιολόγησης των λιμναίων οικοσυστημάτων της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής η πυκνότερη υδρόβια βλάστηση συμβάλλει σε μεγαλύτερη αφθονία παρόχθιων ειδών ζωοπλαγκτού και πελαγικών ειδών που μπορεί περιστασιακά να βρεθούν στην παρόχθια ζώνη, αλλά δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι συμβάλλει στην παροχή καταφυγίου μεγάλων Κλαδοκερωτών. Εξάλλου, τα μεγάλα Κλαδοκερωτά απαντούν σε πολύ μικρούς αριθμούς στις υπό μελέτη λίμνες γεγονός που μπορεί να οφείλεται στον ευτροφικό χαρακτήρα των λιμνών όσο και στην ύπαρξη θηρευτικής πίεσης από ψάρια και άλλους θηρευτές. Επίσης σύμφωνα με τα αποτελέσματα των Αναλύσεων Πλεονασμού RDA και του ελέγχου Monte Carlo τα υδρόβια μακρόφυτα Potamogeton pectinatus, Potamogeton lucens, Trapa natans και Myriophyllum spicatum φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τα είδη του ζωοπλαγκτού. Οι περαιτέρω αναλύσεις ταξιθέτησης που πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά μεταξύ των Τροχόζωων και των Κλαδοκερωτών και των υδρόβιων μακροφύτων ανέδειξαν ως περισσότερο στατιστικά σημαντικά είδη υδρόβιων μακροφύτων τα είδη Trapa natans και Potamogeton natans για τα Τροχόζωα, και τα είδη Myriophyllum spicatum και Potamogeton perfoliatus για τα καρκινοειδή. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των Καρκινοειδών και των Τροχόζωων ίσως αποτελεί ένδειξη της προτίμησης των μεγάλων ταξινομικών ομάδων του ζωοπλαγκτού σε διαφορετικού τύπου ενδιαίτημα, είτε αυτό της παρόχθιας ζώνης όπου κυριαρχούν υφυδατικά μακρόφυτα, είτε αυτό της μεταβατικής ζώνης μεταξύ παρόχθιας ζώνης και ανοικτών νερών όπου κυριαρχούν περισσότερο εφυδατικά είδη μακροφύτων.
Η πολυπλοκότητα των δομών ορισμένων υφυδατικών μακροφύτων φαίνεται να σχετίζεται με παρόχθια είδη ζωοπλαγκτού, όπως για παράδειγμα το γένος Chydorus, ενώ μακρόφυτα με απλούστερες δομές σχετίζονται περισσότερο με πελαγικά είδη των οποίων η αφθονία δε διαφοροποιείται στην πελαγική ή στην παρόχθια ζώνη. Άλλες περιβαλλοντικές παράμετροι όπως η αγωγιμότητα, και η συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α παρουσίασαν συσχέτιση κυρίως με Τροχόζωα και Κλαδοκερωτά όπως το γένος Bosmina. Η αδυναμία των υπολοίπων αβιοτικών παραμέτρων να εξηγήσουν ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της σύνθεσης και της κατανομής του ζωοπλαγκτού στις τέσσερις υπό διερεύνηση λίμνες επιβεβαιώνει το γεγονός ότι σε κάθε λίμνη υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες που καθορίζουν τη σύνθεση του ζωοπλαγκτού και που σχετίζονται με «από πάνω προς τα κάτω» (top-down) και «από κάτω προς τα πάνω» (bottom-up) διαδικασίες, όπως η σύνθεση και η αφθονία της ιχθυοκοινωνίας και η αφθονία της υδρόβιας βλάστησης.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής επισημαίνουν την επίδραση των ευτροφικών συνθηκών στις βιοκοινωνίες των υδρόβιων μακροφύτων και του ζωοπλαγκτού. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις πως ανθρωπογενείς επεμβάσεις όπως η εισαγωγή αλλόχθονων ειδών ψαριών ενδέχεται να καθορίζουν επίσης σε σημαντικό βαθμό τη σύνθεση ειδών του ζωοπλαγκτού ενισχύοντας έμμεσα το φαινόμενο του ευτροφισμού. Περαιτέρω διερεύνηση της σύνθεσης της ιχθοκοινωνίας της παρόχθιας ζώνης σε συνδυασμό με τη μελέτη της οριζόντιας μετακίνησης του ζωοπλαγκτού από και προς την παρόχθια ζώνη ενδεχομένως να συμβάλλει εκτενέστερα στη διελεύκανση του ρόλου της παρόχθιας ζώνης και των υδρόβιων μακροφύτων ως καταφύγιο για το ζωοπλαγκτό. Επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της διατριβής φαίνεται πως η αφθονία της υδρόβιας βλάστησης συμβάλλει στην αφθονία του ζωοπλαγκτού και ως ένα βαθμό φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των υδρόβιων μακροφύτων με πολύπλοκες δομές και της αφθονίας των Κλαδοκερωτών. Επερχόμενες έρευνες που εστιάζουν στη διαφοροποίηση της σύνθεσης του ζωοπλαγκτού μέσα στις μακροφυτικές συναθροίσεις σε επίπεδο μικροενδιαιτήματος θα μπορούσαν επίσης να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το ρόλο των υδρόβιων μακροφύτων ως ενδιαίτημα και καταφύγιο για το ζωοπλαγκτό.
Αναμφισβήτητα, οι σχέσεις μεταξύ των υδρόβιων οργανισμών σε ένα λιμναίο οικοσύστημα είναι πολυδιάστατες, ωστόσο η κατανόηση των μηχανισμών που τις διέπουν είναι σημαντική ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών διαχείρισης και ανάκαμψης των επιβαρυμένων οικοσυστημάτων. Επιπλέον, όσον αφορά τα Μεσογειακά υδατικά οικοσυστήματα λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών η διεξαγωγή ερευνών με αντικείμενο τις βιοτικές αλληλεπιδράσεις χρήζει μεγάλης σπουδαιότητας. / Lakes are extremely invaluable ecosystems due to their significance as a crucial component of the water circle and a source of fresh water. The last few decades there is an increasing interest of the scientific community for the functions and mechanisms associated with the lake ecosystems. Moreover, the Water Framework Directive requires the implementation of sustainable fresh water management, including the lake ecosystems, in order to achieve a minimum good ecological quality by 2015. Consequently, there is a lot of research focused on important biotic groups used as biological indicators by the WFD. However, it is well known that the biotic interactions between the various groups of aquatic organisms can often provide key background information regarding the ecological quality of the ecosystem.
The main objective of the present thesis is the evaluation of the ecological status of seven lakes in West and NW Greece based on physicochemical characteristics, aquatic macrophyte composition and the major zooplankton taxonomic groups composition. The results of the current thesis are presented in four basic parts. The first part is focused on the seasonal and spatial variations among the seven studied lakes regarding the nutrient concentrations and the abiotic parameters. The second part describes the composition of aquatic macrophytes and the composition of Cladocera and Rotifera in the studied lakes. In the third part the ecological status of the studied lakes was assessed using Trophic State Indices and indices based on aquatic macrophytes and zooplankton. Finally, the fourth part investigates the effects of the aquatic vegetation on the spatial distribution and abundances of the major zooplankton taxonomic groups.
According to the results of the current thesis, several statistically significant differences were found among the studied lakes regarding the abiotic parameters. Most notable differences include those of chlorophyll-a concentrations between the deeper and the shallower lakes reflecting the variations in nutrient loading, geomorphology and local climate. During the present thesis, high concentrations of total phosphorus were recorded indicating the influence of eutrophic conditions.
As far as the aquatic macrophytes are concerned, few submerged species were found in high abundances which are indicative of the eutrophic conditions. Ceratophyllum demersum, Trapa natans, Potamogeton pectinatus, Vallisneria spiralis were characterized as dominant indicator species for the lakes Lysimachia, Megali Prespa, Petron and Vegoritis respectively.
Regarding the zooplankton composition a total of 14 Cladocera and 39 Rotifera were identified in lakes Mikri Prespa, Kastoria, Vegoritis and Petron. Most common Cladocerans were the species Bosmina longirostris, Chydorus sphaericus and Diaphanosoma brachyurum. The small sized Cladoceran Bosmina longirostris was found in greater density while Keratella cochlearis was the most abundant among the Rotifera. The high abundance of small Cladocerans combined with the low contribution of large Daphnia indicates the high predation pressure on the zooplankton. Lakes Mikri Prespa and Vegoritis were characterized by a larger contribution of Cladocera in relation with lakes Kastoria and Petron, including littoral species such as Chydorus. Other Rotifera species such as Keratella quadrata, Lecane and Polyarthra were also recorded in significant abundances in lakes Mikri Prespa and Vegorits.
The ecological assessment of the studied lakes based on the application of Trophic State Indices classified lakes Mikri Prespa, Kastoria and Petron as eutrophic to hypereutrophic class, lake Lysimachia as mesotrophic to eutrophic class, lake Megali Prespa as mesotrophic and lake Trichonis as oligotrophic to mesotrophic class. The results from Macrophyte Index evaluation highlight the high nutrient enrichment and the eutrophic influence on the aquatic macrophyte composition. According to the results of Wetland Zooplankton Index, an index based on zooplankton developed for the assessment of wetlands in Great Lakes of N. America, lakes Mikri Prespa and Vegoritis are characterized by higher ecological status than lakes Kastoria and Petron. Wetland Zooplankton Index can provide an important tool for a holistic approach of the ecological assessment of lake ecosystems in Greece.
According to the results of the present thesis, dense aquatic macrophyte assemblages contribute to a higher total zooplankton species richness. Specifically, in macrophyte assemblages occupying the whole water column were found higher abundances of littoral Cladocerans and Rotifers in relation with the abundances found among thinner macrophyte stands. Moreover, Redundancy Analysis revealed Potamogeton pectinatus, Potamogeton lucens, Trapa natans and Myriophyllum spicatum as most statistically significant aquatic macrophytes that influence the spatial distribution of zooplankton. Further analysis conducted separately for the Cladocera and Rotifera taxa suggest that Trapa natans and Potamogeton natans have a larger influence on Rotifera spatial variation while the submerged macrophytes Myriophyllum spicatum and Potamogeton perfoliatus will influence mostly the crustacean spatial distribution. These differences can be attributed to a preference of littoral Cladocerans for more complex macrophyte structures that provide habitat for foraging. Few abiotic parameters were found to have a significant effect on zooplankton spatial variability which highlights the importance of top-down and bottom-up factors for determination of biotic community interactions.
In conclusion, the results of this thesis underline the influence of eutrophication on the biological communities of aquatic macrophytes and zooplankton. However, there are indications that other human induced activities, such as introduction of exotic fish species, may have a significant effect on the zooplankton composition. Additional research, focused on the composition of littoral fish communities combined with studies on the horizontal distribution of zooplankton in the littoral zone could provide solid information on the role of littoral aquatic vegetation as refuge. Moreover, the results of this thesis indicate that the aquatic vegetation has a significant effect on the zooplankton abundance and there is a possible relationship between complex macrophyte structures and Cladocera density. Further investigation of the spatial variation of zooplankton composition inside the macrophyte assemblages may also elucidate the role of aquatic vegetation as microhabitats for the zooplankton communities.
Although the interactions between the biotic communities in a lake ecosystem can be quite complex, the comprehension of the background mechanisms is necessary in order to implement successive management and restoration strategies. Especially, in Mediterranean region, because of the special climate, environmental and socioeconomic conditions, the research on lake ecosystems is particularly important and highly significant for an effective sustainable water management.
|
63 |
Ιζηματολογική και παλαιογεωγραφική ανάλυση της υπολεκάνης του Πλατάνου στην Δυτική ΚρήτηΓιαχαλή, Ανδριάνα 11 July 2013 (has links)
Η εργασία αυτή έχει ως σκοπό τη συλλογή και την εργαστηριακή επεξεργασία ενός α-ριθμού δειγμάτων από τη νοτιοδυτική Κρήτη και συγκεκριμένα από τον Πλάτανο. Τα δείγματα μελετήθηκαν εργαστηριακά με τη μέθοδο του ανθρακικού ασβεστίου, του ορ-γανικού υλικού με τιτλοδότηση και της κοκκομετρίας με κόσκινα (για τα πιο ανδρομε-ρή κλάσματα)και με πιπέττες (για τα λεπτόκοκκα κλάσματα). Τα αποτελέσματα που προκύπτουν φανερώνουν το περιβάλλον και τις συνθήκες απόθεσης των δειγμάτων της περιοχής, τις διαδικασίες μεταφοράς και απόθεσης, την περιεκτικότητα τους σε CaCO3 και TOC. Στην συνέχεια, εφόσον είναι γνωστοί αυτοί οι παράγοντες σε συνδι-ασμό με τη γενικότερη γεωλογία της περιοχής μπορούμε να εξετάστηκαν οι πιθανότη-τες που υπάρχουν να σχηματιστούν οι υδρογονάνθρακες, να αποθηκευτούν αλλά και να μεταναστέψουν. / Sedimetological analysis of 42 samples, sieve and pipette grain size analysis in rela-tion with statistical analysis, from a cross-section from Platanos basin in NW Crete island, shows that sedimentation took place in a shelf environment with low energy, where sediments transported through suspension. Depositional conditions changed during sedimentation, with changes in depositional depth from shallower to deeper. The main lithology is sandy clay and from the samples is seen that the fraction of clay has small values. TOC analysis showed that organic matter ranges from 0% to 2.38%. The presence of TOC values, more than 0.5%>, suggest that the studied de-posits could be source rocks under special conditions. CaCO3 analysis, with values from 34,87to 87,47, with an average 53.3%, indicate rapid sedimentary conditions. Comparison between TOC-CaCO3 seems to show that majority of samples are negative with low TOC and CaCO3 showing increased oxidative environment condi-tions sedimentation. At least 3 cases where we have increased TOC could character-ize the relationship as positive. Where high rates of both indicators show the oxidiz-ing conditions of the environment to maintain the high rate of organic carbon may be due to the high rate of sedimentation in a quickly plunge basin. Finally, in the heterolithic phase where most changes occur in the rates of both indicators also confirm the alternation of lithology showing strong variation of depth due to sedi-mentation apparently of tectonic activity. In this case it could and the correlation mentioned above to be connected with the change of tectonic regime in the passage from the phase of clay in heterolithic phase
|
64 |
Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης, παλαιογεωγραφική εξέλιξη και δυνατότητα γένεσης υδρογοναθράκων των Μειοκαινικών αποθέσεων του νησιού της ΖακύνθουΜποτζιολής, Χρύσανθος 11 July 2013 (has links)
Λαμβάνοντας υπόψη ιζηματογενείς δομές και υφές, και την βιοστρωματογραφία κατα-λήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ιζηματογενής ακολουθία κατά μήκος της νότιας ακτής της Ζακύνθου από το χωριό Κερί μέχρι και τη χερσόνησο του Άγιου Σώστη έχει επη-ρεαστεί από ισχυρή τεκτονική δραστηριότητα, παράγοντας τουλάχιστον τέσσερις κύ-κλους με αυξανόμενο κοκκομετρικό μέγεθος προς τα πάνω. Η παρουσία της ακολου-θίας Bouma και των οριζόντων ολίσθησης συστήνουν ένα βαθύ θαλάσσιο περιβάλλον απόθεσης. Η κοκκομετρική ανάλυση έδειξε μια σταδιακή πλήρωση του κάθε κύκλου ιζηματογένεσης, αλλά και ολόκληρης της περιοχής. Επιπροσθέτως, η ανάλυση του TOC και του CaCO3 έδειξε ότι υπάρχει μια σχέση του ποσοστού τους με το περιβάλ-λον απόθεσης, καθώς και ότι υπάρχουν αρκετά καλές πιθανότητες για ανάπτυξη μη-τρικών πετρωμάτων με μέτρια έως καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. / Taking into account sedimentary structures and textures, and biostratigraphy we conclude that the sedimentary sequence along the southern coast of Zakynthos is-land from Keri village as far as Ag. Sostis peninsula was influenced by strong tec-tonic activity, producing at least four coarsening upward cycles. The presence of Bouma sequence and slump horizons within the studied sediments introduce gener-ally deep sea depositional conditions. Grain size analysis showed a gradual upward swallowing of depositional conditions both to each cycle and general to the whole area. In addition, TOC and CaCΟ3 analysis showed that there is a relation of their content with the depositional conditions and moreover there are quite enough condi-tions for the development of source rocks with fair to good hydrocarbon generation.
|
65 |
Wettability Modification of Electrospun Poly(ε-caprolactone) Fiber Surfaces by Femtosecond Laser IrradiationHe, Lingna January 2011 (has links)
No description available.
|
66 |
Γεωλογία και διαχείριση των σύγχρονων αποθέσεων και των υδατικών πόρων στους χείμαρρους της ΒΔ/κής Πελοποννήσου / Geology and management of recent deposits and water resources in torrents of NW Peloponnese, GreeceΠαγώνας, Μιχάλης 28 September 2009 (has links)
Η περιοχή έρευνας, η οποία καταλαμβάνει τις αυτοτελείς υδρολογικές λεκάνες των χειμάρρων Σέλεμνου, Ξυλοκέρα και Βολιναίου, καταλαμβάνει συνολική έκταση 68.6 km2 και εντοπίζεται στη ΒΔ Πελοπόννησο, στο βόρειο τμήμα του Νομού Αχαΐας. Από βορρά ορίζεται από τον Πατραϊκό Κόλπο και από νότο από το Παναχαϊκό Όρος.
Το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής αποτελούν οι σχηματισμοί της ζώνης Ωλονού – Πίνδου, ενώ το ημιορεινό και πεδινό τμήμα της είναι πληρωμένο από Πλειο-Πλειστοκαινικά και Ολοακινικά ιζήματα. Η περιοχή καλύπτεται κυρίως από φυσική βλάστηση και δάση (46.11%) καθώς και συστήματα καλλιεργειών (46.29%), ενώ υπάρχουν και μικρές εκτάσεις βοσκοτόπων (5.67%). Όσον αφορά τους κατοίκους, εκτός από τις καλλιέργειες και την εκτροφή ζώων, που αποτελούν τις κύριες δραστηριότητές τους, υπάρχει και ένας μικρός αριθμός βιομηχανιών (1.51%) οι οποίες εντοπίζονται κοντά στις αστικές περιοχές.
Το μέσο υψόμετρο της περιοχής είναι 480.74 m και η μέση κλίση 42.04%. Οι υψηλές αυτές τιμές δείχνουν ότι στην περιοχή διατηρείται ένα ισχυρό ανάγλυφο. Η διατήρηση του ισχυρού αναγλύφου έχει να κάνει με την ενεργό τεκτονική που έχει δράσει στην περιοχή κατά τη Μεταλπική περίοδο. Μέρος της ενεργού τεκτονικής είναι και ο πλέον υψηλός ρυθμός ανύψωσης που υφίσταται η περιοχή, αφού κοντά στην υπολεκάνη του Ρίου έχει υπολογιστεί στα 4.5 mm/year.
Η αύξηση του ρυθμού ανύψωσης κατά το Τεταρτογενές συνεπάγεται την ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου καθώς επίσης και μεγάλης έκτασης μεταβολή της κοκκομετρίας, από λεπτόκοκκο σε αδρόκοκκο, προς τα πάνω, με παράλληλη αύξηση του όγκου του παραγόμενου υλικού.
Η μέση κλίση των λεκανών κυμαίνεται μεταξύ 36.34% και 44.46%, ενώ το μέσο υψόμετρο μεταξύ 441.89 m και 611.99 m. Το υψόμετρο μεγίστης συχνότητας κυμαίνεται από 250 έως 450 m, ενώ ο βαθμός αναγλύφου από 0.143 έως 0.165.
Το υδρογραφικό δίκτυο είναι καλά αναπτυγμένο και επικρατεί η κατακόρυφη διάνοιξη των κοιλάδων. Βρίσκεται στο στάδιο νεότητας και η επικρατούσα μορφή του είναι η δενδριτική. Η ανάπτυξή του είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη των τεκτονικών ασυνεχειών ΔΝΔ-ΑΒΑ διεύθυνσης, δεδομένου ότι αποτελούν επιφάνειες αδυναμίας τις οποίες τα ρέοντα ύδατα μπορούν να διαβρώσουν και σχηματίσουν κανάλια επιφανειακής απορροής. Φτάνει μέχρι την 5η τάξη, ενώ η υδρογραφική πυκνότητα κυμαίνεται μεταξύ 2.425 και 3.223 και η συχνότητα μεταξύ 5.175 και 8.742.
Η μελέτη των ιστολογικών χαρακτηριστικών των κόκκων στις κοίτες των χειμάρρων έδειξε ότι η ποσοτική παρουσία των λιθολογιών καθώς και μεταβολή του αριθμητικού μέσου σχετίζονται, κυρίως, με την εισροή νέου υλικού (στο ανώτερο και μέσο ρουν) καθώς και με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στους χαμηλότερους σταθμούς δειγματοληψίας. Επίσης, τα ποσοστά των ασβεστόλιθων μεταβάλλονται αντίστροφα με τα ποσοστά των κερατόλιθων.
Από τη μελέτη των δειγμάτων του Σέλεμνου και του Βολιναίου παρατηρήθηκε ότι η μεταβολή της στρογγυλότητας σχετίζεται με την εισροή νέου υλικού, ενώ στον Ξυλοκέρα, πέραν της εισροής νέου υλικού, έχει μικρή συμμετοχή και ο ανθρωπογενής παράγοντας.
Στα δείγματα του Σέλεμνου η σφαιρικότητα επηρεάζεται κυρίως από την εισροή νέου υλικού και δευτερευόντως από τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Η σφαιρικότητα στους κόκκους του Ξυλοκέρα επηρεάζεται από την εισροή νέου υλικού. Τέλος, στα δείγματα του Βολιναίου η σφαιρικότητα εξαρτάται κυρίως από την εισροή νέου υλικού και δευτερευόντως από την εκλεκτική ταξινόμηση και την ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ δείχνει να αυξάνεται με την απόσταση μεταφοράς.
Τα επικρατέστερα σχήματα των κόκκων και στους τρεις χείμαρρους είναι το δισκοειδές και το σφαιρικό, ενώ οι πεπλατυσμένοι και οι κυλινδρικοί εμφανίζονται σε ποσοστό 8-10%.
Όσον αφορά τα υποεπιφανειακά ιζήματα της κοίτης, αυτά χαρακτηρίζονται από πολύ πτωχή ταξινόμηση. Ακόμα, παρουσιάζουν θετική έως πολύ θετική ασυμμετρία, που υποδεικνύει την περίσσεια λεπτόκοκκου υλικού το οποίο φιλτράρεται μέσα στο χονδρόκοκκο.
Τα ιζήματα αυτά χαρακτηρίζονται από λεπτόκυρτη έως μεσόκυρτη καμπύλη, που σημαίνει ότι παρουσιάζουν μεγαλύτερη διασπορά τιμών στο κέντρο. Αυτό επιβεβαιώνει και την παγίδευση του λεπτού υλικού μέσα στο χονδρόκοκκο, ενώ η ταχύτητα παραμένει σχεδόν σταθερή. Ωστόσο, κατά θέσεις, τα ιζήματα παρουσιάζουν πλατύκυρτη καμπύλη, ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων της ταχύτητας ροής.
Από υδρολογικής σκοπιάς, οι πλέον ξηροί μήνες είναι οι Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος, ενώ οι μέγιστες τιμές βροχόπτωσης εμφανίζονται κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Το ύψος βροχής αυξάνεται με ρυθμό 85 mm ανά 100 m αύξησης του υψομέτρου.
Η θερμοκρασία ακολουθεί κανονική κατανομή, με μέγιστα τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και ελάχιστα τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Κυμαίνεται μεταξύ 8 και 26 ºC και ελαττώνεται με ρυθμό 0.75 ºC ανά 100 m αύξησης του υψομέτρου.
Η σχετική υγρασία παρουσιάζει παραπλήσια πορεία με αυτή των βροχοπτώσεων, ενώ το αντίθετο παρατηρείται με την πορεία της σχετικής υγρασίας και της θερμοκρασίας. Αντίθετα, η ηλιοφάνεια και η θερμοκρασία παρουσιάζουν παραπλήσιες πορείες.
Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται ως εύκρατο με ξηρό θέρος.
Ο μέσος ετήσιος όγκος (1975-2004) νερού από βροχόπτωση ανέρχεται σε 71.649x106 m3, που αντιστοιχεί σε ένα μέσο ύψος βροχόπτωσης της τάξης των 1168.84 mm. Ο βροχομετρικός αυτός δείκτης είναι αρκετά υψηλός, αφού ο μέσος δείκτης για τον Ελλαδικό χώρο είναι 823 mm.
Η μέση ετήσια ποσότητα που κατεισδύει και γίνεται υπόγειο νερό ανέρχεται σε 13.487x106 m3 ή 223.94 mm νερού, που αντιστοιχεί στο 19.07% του ετήσιου ύψους βροχόπτωσης. Από αυτά, τα 2.24x106 m3 (16.64%) κατεισδύουν στον προσχωματικό υδροφόρο και τα 8.525x106 m3 στους ασβεστόλιθους (63.34%).
Οι απώλειες λόγω εξατμισοδιαπνοής υπολογίζονται σε 27.149x106 m3, που αντιστοιχούν σε 439.05 mm νερού ή στο 37.68% του ύψους βροχόπτωσης. Ακόμα, οι απώλειες λόγω επιφανειακής απορροής υπολογίζονται σε 31.013x106 m3 και αντιστοιχούν σε 505.76 mm νερού ή στο 43.25% του συνολικού ύψους βροχόπτωσης. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλο και αποδίδεται στο ισχυρό ανάγλυφο που επικρατεί στην περιοχή.
Η γενική κατεύθυνση ροής στα υπόγεια ύδατα του προσχωματικού υδροφόρου είναι Β έως ΒΔ, με τις ισοπιεζομετρικές καμπύλες να μετατοπίζονται κατά την υγρή περίοδο προς την ακτογραμμή.
Οι μεταβολές της στάθμης μεταξύ υγρής – ξηρής περιόδου κυμαίνονται μεταξύ 0 και 4.7 m και η μέση διακύμανση της στάθμης ανέρχεται στα 2.05 m. Η υδραυλική κλίση ισούται με 2.5‰ στις περιοχές των λεκανών Σέλεμνου και Ξυλοκέρα και 5-8‰ στην περιοχή της λεκάνης του Βολιναίου.
Τα ρυθμιστικά αποθέματα του προσχωματικού υδροφόρου υπολογίζονται στα 3.25x106 m3.
Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία και χημική ανάλυση από 20 σημεία ύδατος (σημεία κοίτης και γεωτρήσεις του προσχωματικού υδροφόρου) κατά τα έτη 2005-2008.
Οι κύριες πηγές μόλυνσης των επιφανειακών υδάτων είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εξαιτίας της απόπλυσης και της απορροής λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, καθώς και η εκτροφή ζώων. Ωστόσο, οι τιμές της αμμωνίας, του φωσφόρου και των νιτρωδών και νιτρικών ιόντων δεν είναι υψηλές ώστε να καθιστούν απαγορευτική τη χρήση των επιφανειακών υδάτων για άρδευση ή ακόμα και για ύδρευση (μετά από κατάλληλη επεξεργασία σε ειδικές εγκαταστάσεις).
Το σύνολο των δειγμάτων νερού των γεωτρήσεων του προσχωματικού υδροφόρου κατατάσσεται στην κατηγορία CaHCO3. Το νερό του υδροφόρου είναι καλής ποιότητας με την αγωγιμότητα να κυμαίνεται μεταξύ 433 και 771.5 μS/cm. Οι χαμηλές τιμές Cl- και Na+ δεν υποδεικνύουν φαινόμενα υφαλμύρινσης. Έτσι, τα υπόγεια ύδατα κατατάσσονται στις κατηγορίες S1-C2 και S1-C3 του διαγράμματος SAR-EC, που σημαίνει ότι είναι κατάλληλα για άρδευση.
Η ανάγκη πρόβλεψης έντονων διαβρωτικών συνθηκών και πλημμυρικών φαινομένων είναι σημαντική γιατί επιτρέπει τον ορθολογικό σχεδιασμό των έργων υποδομής της περιοχής και την αποφυγή εκτεταμένων καταστροφών από αιφνίδια και μη φαινόμενα (βροχοπτώσεις και καταιγίδες). Η ανάγκη αυτή υπαγορεύτηκε εξαιτίας, κυρίως, των σοβαρών συνεπειών στα τεχνικά έργα (π.χ. προσχώσεις σε ταμιευτήρες ή υποχώρηση φραγμάτων) αλλά και στον άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν ειδικά μοντέλα προσομοίωσης.
Για τον υπολογισμό της εδαφικής διάβρωσης στις λεκάνες απορροής, έγινε χρήση της Παγκόσμιας Εξίσωσης Εδαφικής Απώλειας (ΠΕΕΑ) η οποία συνυπολογίζει τις γεωλογικές, γεωμορφολογικές και μετεωρολογικές συνθήκες καθώς και τις χρήσεις γης της περιοχής. Από τη χρήση του μοντέλου, ως περιοχές υψηλού κινδύνου εδαφικής απώλειας ορίζονται οι περιοχές στους οικισμούς Αργυρά, Σελλά και Πιτίτσα καθώς και στα νότια της περιοχής έρευνας. Για τις υψηλές τιμές εδαφικής απώλειας ευθύνονται, κυρίως, το μεγάλο ύψος βροχόπτωσης καθώς και η μορφολογία, αφού οι περιοχές βρίσκονται στην ορεινή ζώνη όπου επικρατούν μεγάλα πρανή με απότομες κλίσεις. Οι περιοχές αυτές εμφανίζουν πολύ υψηλές τιμές στερεοπαροχής, αφού η επιφανειακή απορροή είναι εξίσου μεγάλη. Σε αυτό συμβάλλουν και οι γεωλογικοί σχηματισμοί οι οποίοι παρουσιάζουν μικρά ποσοστά κατείσδυσης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η επιφανειακή απορροή.
Για τον υπολογισμό των φερτών υλικών που προέρχονται από την πλευρική και σε βάθος διάβρωση της κοίτης των χειμάρρων, χρησιμοποιήθηκαν οι κοκκομετρικές αναλύσεις των επιφανειακών ιζημάτων και έγινε προσομοίωση ροής για δοσμένες τιμές βάθους ροής. Τα αποτελέσματα της προσομοίωσης έδειξαν ότι, η αύξηση του βάθους ροής (και επομένως της ταχύτητας) συνεπάγεται αύξηση της κινητικής ενέργειας των χειμάρρων και επομένως της ποσότητας του ιζήματος που μπορούν να διαβρώσουν και να μεταφέρουν, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και η στερεοπαροχή. Η στερεοπαροχή συνδέεται άμεσα με τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στις εκβολές των χειμάρρων (απόθεση, διάβρωση).
Όσον αφορά τον εντοπισμό περιοχών πλημμυρικής επικινδυνότητας, εφαρμόστηκαν τρεις μεθοδολογίες, η Υδρολογική Προσομοίωση των λεκανών απορροής, ο υπολογισμός της Ενέργειας του Χειμάρρου και η Πολυπαραγοντική Ανάλυση του Αναγλύφου. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά δεδομένα των μηχανισμών απορροής και κυρίως υδρομετεωρολογικά δεδομένα επί μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη συνήθεις και ακραίες συνθήκες. Από την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων και τη σύγκρισή τους, προκύπτει μία σύγκλιση αποτελεσμάτων που σημαίνει ότι, τα σημεία που προκύπτουν είναι και τα πιθανότερα για την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων. Περιοχές που παρουσιάζουν πολύ υψηλό κίνδυνο πλημμυρικής επικινδυνότητας είναι στους οικισμούς Άνω Καστρίτσι, Αργυρά και Σελλά. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο σε αυτές τις θέσεις να εκδηλωθούν πλημμυρικές απορροές, ούτε και ότι η εμφάνιση τέτοιων φαινομένων αποκλείεται στις υπόλοιπες θέσεις.
Από τη μελέτη των διαχρονικών μεταβολών της ακτογραμμής προκύπτει πως, η ακτή, από το στόμιο του χείμαρρου Χάραδρου μέχρι την προβλήτα του Ψαθόπυργου, συνολικά διαβρώνεται. Η διάβρωση αυτή οφείλεται, κυρίως, στον εγκιβωτισμό των χειμάρρων, στην καταστροφή του προφίλ ισορροπίας της παραλίας με την δημιουργία ασφαλτόδρομων και τοιχίων προστασίας, την κατασκευή προβόλων και λιμενικών εγκαταστάσεων, καθώς και στην απόληψη αδρανών υλικών και στον καθαρισμό των κοιτών των χειμάρρων.
Η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης από τη δράση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στις λεκάνες απορροής, καθώς και ο υπολογισμός του υδατικού ισοζυγίου της περιοχής βοηθούν στο σωστό σχεδιασμό των απαραίτητων έργων για την προστασία των υδατικών πόρων. Τα έργα αυτά θα στοχεύουν στην προμήθεια νερού καλής ποιότητας τόσο για ύδρευση όσο και για άρδευση, στην εξασφάλιση και εξοικονόμηση των απαραίτητων ποσοτήτων νερού καθώς και στην προστασία από τα ακραία υδρολογικά φαινόμενα (πλημμύρες, εδαφική διάβρωση, ξηρασίες).
Η περιβαλλοντική επιβάρυνση των επιφανειακών υδάτων των χειμάρρων προκαλείται από την απόπλυση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Με τη δημιουργία ειδικών ζωνών βλάστησης (θάμνοι, δένδρα, χορτάρι) στα σημεία της όχθης όπου εντοπίζονται πηγές μόλυνσης, μειώνονται τα θρεπτικά συστατικά και άλατα που καταλήγουν στο χείμαρρο αφού δεσμεύονται από τις ζώνες αυτές. Παράλληλα, η καλλιέργεια των επικλινών εκτάσεων κατά τις ισοϋψείς καμπύλες καθώς και σε αναβαθμίδες θα συμβάλλει στη μείωση της εδαφικής απώλειας και της επιφανειακής απορροής φερτών υλικών.
Η απόληψη υλικού από τις κοίτες των χειμάρρων Σέλεμνου και Ξυλοκέρα είναι απαγορευτική αφού εγκυμονεί κινδύνους πλημμυρίσματος της παράκτιας οικιστικής ζώνης, ενώ παράλληλα στερεί σε ίζημα την ακτή με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα εκτεταμένης διάβρωσης. Αντίθετα, η ελεγχόμενη απόληψη υλικού από την κοίτη του Βολιναίου μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατολίσθησης στην ακτή.
Η εκτεταμένη διάβρωση κατά μήκος της ακτής μπορεί να αποκατασταθεί, έως ένα βαθμό, με την αποκατάσταση του ιζηματολογικού ισοζυγίου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την απομάκρυνση των προβόλων και την απαγόρευση κατασκευής έργων (όπως παραλιακά τοιχία και ασφαλτόστρωση της παραλίας) κατά μήκος της ακτής καθώς και με την επανατροφοδότηση της παραλίας που διαβρώνεται με άμμο από την υποπαράκτια ζώνη.
Ένα μεγάλο ποσοστό (43.25%) του ετήσιου όγκου νερού που πέφτει στην περιοχή, απορρέει επιφανειακά και καταλήγει στη θάλασσα. Για την αξιοποίησή του, απαραίτητη είναι η κατασκευή φραγμάτων ανάσχεσης σε κατάλληλες θέσεις, τα οποία μειώνουν τη χειμαρρική ροή και αυξάνουν το χρόνο παραμονής του νερού στην κοίτη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και το ποσοστό κατείσδυσης. Παράλληλα, συγκρατούν το στερεοφορτίο των χειμάρρων, το οποίο μπορεί να συλλεχθεί και να χρησιμοποιηθεί για αδρανή υλικά.
Η κατασκευή μίας τεχνητής λίμνης στη λεκάνη απορροής του Βολιναίου, μπορεί να εξοικονομεί μέχρι και το 41.16% του ετήσιου όγκου που δέχεται η λεκάνη. Το νερό αυτό θα χρησιμοποιείται για την κάλυψη υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών, ύστερα από τον απαραίτητο έλεγχο και επεξεργασία σε ειδικές εγκαταστάσεις. / The aim of this thesis is to analyze the geological, hydrological and hydrogeological conditions of the study area and develop a complete water resources plan which will help in the protection and restoration of water quality.
The study area consists of three drainage basins, these of Selemnos, Xylokeras and Volinaios. It covers 68.6 km2 and is located in NW Peloponnese, in the northern part of the prefecture of Achaia. It is bounded in the north by the Gulf of Patras and in the south by Panachaiko Mountain.
From a geological perspective, the Olonos – Pindos geotectonic zone comprises the alpine substratum of the area, while Post Alpine sediments (Pliocene – Quaternary age) cover the lowlands. The land cover is constituted by forests (46.11%) and farmland (46.29%), while pasturelands are present (5.67%). Main activities, except farming and pasturing, are small industries (1.51%) next to urban or semi-urban areas.
The mean elevation of the study area is 480.74 m and the mean gradient 42.04%, which indicates a high relief. This is due to tectonic activity during the Post – Alpine period that results a high uplifting rate of the area, which in the Rio basin is measured 4.5 mm/year.
The mean gradient of the basins varies between 36.34% and 44.46%, the mean elevation between 441.89 m and 611.99 m and the relief ratio between 0.143 and 0.165.
The drainage network is well developed with a dendritic pattern and is mostly controlled by the tectonic activity with WSW-ENE direction. According to the Strahler classification, the maximum stream order is 5th while drainage density varies between 2.425 and 3.223 and stream frequency between 5.175 and 8.742.
Analysis of textural characteristics for river-bed sediments in the three torrents showed that lithology and mean size are mainly related to the inflow of new material (at the upper sampling stations) and anthropogenic interventions (at the 2-3 lower sampling stations). Pebbles were divided qualitatively into three major categories; limestone, chert and sandstone, with limestone and chert rates showing reverse distribution.
Roundness is mainly related to the inflow of new material (for Selemnos and Volinaios), while for Xylokeras to anthropogenic interventions as well.
The particle shape is often disc-shaped and spherical and less blade and rod-like. Sphericity is related to lateral sediment sources and to anthropogenic interventions (for Selemnos) and to selective transport as well (for Volinaios). For Xylokeras, sphericity is mainly related to the inflow of new material.
Subsurface sediments show very low sorting and positive asymmetry, as a result of fine-grained sediment trapped into coarse-grained, while flow velocity remains steady.
From a meteorological perspective, June, July and August are mostly dry, while November and December are mostly wet, with precipitation increasing 85 mm every 100 m of altitude.
Maximum temperature is occur during July and August and decreases at a rate of 0.75°C every 100 m of altitude. Minimum values are during January and February.
Moisture varies according to rainfall rates and temperature according to sunlight. Moisture and temperature are showing reverse distributions. The climate is mild with dry summer.
The mean annual precipitation (period 1975-2004) for the studied area reaches 1168.84 mm that corresponds to 71.649x106 m3. A small amount of the water infiltrates (19.07%), while a significant volume of 31.013x106 m3 (43.25%) runs off and ends up to the sea. Another 27.149x106 m3 (37.68%) are lost through evaporation and transpiration processes.
The main direction of underwater flow in the alluvial aquifer is N to NW, while the mean variance of water level is 2.05 m. The hydraulic gradient varies between 2.5‰ (for Selemnos and Xylokeras basins) and 5-8‰ (for the Volinaios basin).
Chemical analysis of surface water (torrent flow) and groundwater (alluvial aquifer) took place during 2005-2008.
Main contamination sources for surface water are agricultural activities, because of the use of fertilizers and intensive farming that affect nitrogen and phosphorus balance. However, these concentrations are not prohibitive for irrigation or water supply, given that there is appropriate chemical treatment and purification.
Groundwater can be classified to the CaHCO3 chemical type that includes generally freshwater with good recharge and renewal conditions. Low concentrations of Cl-, Na+ and electric conductivity between 433 and 771.5 μS/cm define water with good drinking quality. According to the SAR-EC diagram, groundwater is classified to S1-C2 and S1-C3 types, which indicate good irrigation quality.
Prediction of erosion and flood hazard is necessary for the right planning and development for the sufficient control of hazards due to natural phenomena (rainfalls and storms).
Soil erosion was estimated using the Universal Soil Loss Equation. This model calculates the mean annual soil erosion from cultivated (or non-) land using geological, geomorphological and meteorological data. The results show that regions of high risk for soil erosion are mainly located to Argyra, Sella and Pititsa as well as to the southern part of the area. Sediment transport is high as well due to increased runoff values.
Sediment derivation due to bed surface corrosion was calculated using grain size analysis of bed-surface sediments. Sediment derivation is mainly connected to the coastal processes (deposition, erosion).
Three models were used to determine regions with high risk of flood hazard; Hydrological Simulation of drainage basins, Stream Power and Relief Factor Analysis. For these models, real meteorological and runoff data were used. These models show a convergence of results which means that the areas of Ano Kastritsi, Argyra and Sella are regions with high risk of flood hazard.
An investigation of recent shoreline shifting was also conducted (from Haradros river mouth to Psathopyrgos). The investigation showed that the shoreline is mainly eroded due to human activities such as harbor and road construction, river bed flattening and bed load extraction, causing the disturbance of natural coastal process.
Streams can be polluted by a variety of substances from adjacent lands such as soil particles (sediment) and nutrients (nitrogen and phosphorus) through runoff. Vegetation within a riparian zone can slow the overland movement of water and cause sediment and attached nutrients to be deposited on the land before they can reach the stream channel. In addition, contouring and terrace cultivation will minimize soil erosion and sediment transport.
Bed load extraction is prohibitive for Selemnos and Xylokeras due to high risk of flood to the coastal urban zone. For Volinaios a selective bed load extraction could prevent a future coastal slide at the river mouth.
Coastal erosion can be reduced with the restoration of natural coastal process. This can be achieved with the restriction of human activities across the shoreline such us road, harbor and wall construction as well with sand-supply of the eroded coast.
A significance percent (43.25%) of the annual volume of water runs off and ends up to sea. Construction of small dams will result in the reduction of torrential flow and increase water infiltration. Also, suspended and bed-load sediment can be easily collected and used for construction material. In addition, a big dam in Volinaios drainage basin can save up to 41.16% of the annual water of the basin. The water can be used for irrigation and water supply, after appropriate treatment and purification.
|
67 |
Μορφολογική εξέταση του ρηματικού συστήματος του κερκυραϊκού ιδιώματοςΑυλωνίτη, Στυλιανή-Ζαΐρα Π. 29 August 2008 (has links)
Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή έχει ως στόχο τη μελέτη του ρηματικού συστήματος του κερκυραϊκού ιδιώματος και τη διερεύνηση των ιδιαιτεροτήτων του. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας παρατίθενται ιστορικά στοιχεία των οποίων η αναφορά έχει στόχο να διαφωτίσει τους σταθμούς εκείνους της ιστορίας της Κέρκυρας που τη διαφοροποιούν από την υπόλοιπη Ελλάδα και που έχουν ορατό αντίκτυπο γενικότερα στη μορφολογία του τοπικού ιδιώματος και συγκεκριμένα στη ρηματική μορφολογία. Ο εκτεταμένος δανεισμός από τη διάλεκτο της Βενετίας, εκτός του ότι άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του στο τοπικό λεξιλόγιο εμπλουτίζοντάς το, είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων μορφημάτων, θεμάτων και προσφυμάτων, η δυναμική παρουσία των οποίων έχει συντελέσει κατά ένα μέρος ακόμα και στην αναδιάρθρωση του συστήματος των κλιτικών τάξεων. Από την άλλη μεριά, ο ερχομός πληθυσμών από την υπόλοιπη Ελλάδα και η εγκατάστασή τους στα χωριά της Κέρκυρας συνέτεινε στον περιορισμό της διάδοσης των δανείων στην ύπαιθρο χώρα και στην εδραίωση πιθανόν κάποιων «καθαρών» ελληνικών στοιχείων. Δεδομένου ότι οι διάλεκτοι/ τα ιδιώματα που απέχουν αρκετά από τον εθνικό κορμό π.χ. τα ποντιακά και οι διάλεκτοι των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας (Mackridge, 1997) συνήθως ακολουθούν μια κάπως ανεξάρτητη γλωσσική πορεία, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι η Κέρκυρα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες στο τοπικό ιδίωμα, όπως π.χ. η διάσωση και η αδιάκοπη χρήση αρχαιοελληνικών ρηματικών τύπων στην θέση των αντίστοιχων νεοελληνικών. Στη συνέχεια από το τρίτο κεφάλαιο και εξής επιχειρείται μια αμιγώς μορφολογική ανάλυση των γλωσσικών δεδομένων. Δεχόμενη τη διάκριση των ρημάτων σε κλιτικές τάξεις που προτείνει η Ralli (1988), θα εξετάσω τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει το κλιτικό παράδειγμα στο κερκυραϊκό ιδίωμα και τις αποκλίσεις του από την Κοινή Νέα Ελληνική. Στηριζόμενη στην ανάλυση της Ralli (2005) σχετικά με το ρόλο της θεματικής αλλομορφίας ως προς τη διαμόρφωση του κλιτικού παραδείγματος και την επακόλουθη τάση για ομαλοποίηση του συστήματος, θα εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η θεματική αλλομορφία στο κερκυραϊκό ιδίωμα και τις επιπτώσεις που έχει στο ρηματικό σύστημα, εξετάζοντας την τάση για αναδόμηση του συστήματος των κλιτικών τάξεων (4ο κεφάλαιο). Στο 5ο κεφάλαιο, θα αναφερθούμε στο ιδιαίτερο φαινόμενο της υποχρεωτικής αύξησης στους παρελθοντικούς χρόνους που εμφανίζονται στο ρηματικό σύστημα του κερκυραϊκού ιδιώματος. Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Παραγωγή. Αφου παρουσιαστούν τα συνήθη παραγωγικά επιθήματα, θα γίνει μια εκτενής αναφορά στο δάνειο επίθημα –αρω που παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλή παραγωγικότητα. Τέλος, στο παράρτημα της εργασίας, αναφέρομαι στις γραπτές πηγές που χρησιμοποίησα για να συλλέξω τα απαραίτητα γλωσσικά δεδομένα. / The main aim of this master thesis is to investigate the particularities that are observed in the dialect of Corfu concerning the verbal system. The corfiot dialect is a member of the Ionian Sea dialects in Greece. Due to its historical background, the island of Corfu has followed a separate route, which influences dramatically the spoken language until today and differentiates it from Standard Modern Greek. This master thesis is orientated to morphological analysis. It is divided into six chapters. The first two chapters are introductory and afford information about the historical background, emphasizing on the extended borrowing coming from the dialect of Venice, and the main discernible dialectal characteristics of the today spoken language in Corfu. The next four chapters are dedicated to morphological analysis. Having noticed the main divergencies that are observed in the inflectional paradigm in the local dialect, I will examine the factors that play a crucial role in the formation of the corfiot inflectional paradigm. Having taken into serious consideration the proposal of Ralli (1988) concerning the verbal classification according to which the allomorphic pattern that verbs present classifies them into two main classes, and the proposal of Ralli (2005) referring to the way that the allomorphic pattern determines the reconstruction of the system of inflectional classes (functioning as an inflectional class demarcator), I will try to apply these proposals to my linguistic data coming from the Corfiot verbal system. Furthermore, having ended the morphological analysis for the trends that are visible and concern Inflection, I will examine the obligatory presence of the verbal augment in the corfiot dialect. In the sixth chapter, I will make some comments on the productivity of several derivational suffixes and I will focus my interest on the extremely productive derivational suffix –aro (which has italian origin). At the end of this master thesis, there is an extended appendix, in which I refer to the written material on which I based my morphological analysis.
|
68 |
Η κατάσταση στη φύση και η δημιουργία μόνιμων επιφανειών παρακολούθησης του ενδημικού φυτού Quercus trojana Webb subsp. euboica (Papaioannou) K. I. Chr.Δόγανος, Δημήτριος 29 July 2011 (has links)
Η Εύβοια είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας, στο οποίο απαντάται μεγάλη ποικιλομορφία αναγλύφου, γεωλογικού υποστρώματος και υψομέτρου, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα του. Σε συνδυασμό με το κλίμα που επικρατεί, δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες, οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη σπανίων ή απειλούμενων φυτικών ειδών και υποειδών μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Το Quercus trojana subsp. euboica, η ευβοϊκή δρυς όπως ονομάζεται κοινώς, είναι ένα από τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα φυτικά taxa, τα οποία φύονται στη βόρεια Εύβοια. Μάλιστα, είναι ένα από τα στενότοπα ενδημικά taxa της Εύβοιας και ταυτόχρονα το μοναδικό ενδημικό υποείδος του γένους Quercus στην Ελλάδα. Έχει χαρακτηριστεί ως Τρωτό (VU) βάσει της κατηγοριοποίησης της IUCN (2001) σύμφωνα με το κριτήριο C1, όμως οι περιοχές εξάπλωσής του δεν υπόκεινται ακόμη σε καθεστώς νομικής προστασίας. Υφίσταται πιέσεις από ανθρωπογενείς επιδράσεις όπως πυρκαγιές, βόσκηση και υλοτομίες.
Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας ξεκίνησε η διαδικασία παρακολούθησης (monitoring) της κατάστασης στη φύση του ενδημικού taxon Quercus trojana subsp. euboica. Ως “monitoring” ορίζονται οι επανειλημμένες μετρήσεις διαφόρων παραγόντων και μεταβλητών (αριθμός ατόμων εκάστοτε taxon, ύψος-διάμετρος κορμού, εδαφοκάλυψη, ανθοφορία, καρποφορία, φυτρωτικότητα ατόμων, βιωσιμότητα αρτιφύτρων κ.ά.) σε βάθος χρόνου και σε έκταση. Τοποθετήθηκαν δέκα συνολικά επιφάνειες παρακολούθησης επιφάνειας 25 m2 η καθεμία στις περιοχές εξάπλωσής του, με επιμέρους υποτετράγωνα 1 m2. Πραγματοποιήθηκε έρευνα επί τρία έτη και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Πάρθηκαν ποικίλες μετρήσεις (γεωγραφικό μήκος-πλάτος, υψόμετρο, κλίση-έκθεση, εδαφολογικές παρατηρήσεις), ενώ συλλέχθηκαν φυτικά δείγματα για την πλήρη χλωριδική ανάλυση και φωτογραφήθηκε λεπτομερώς κάθε επιφάνεια.
Πραγματοποιήθηκε ταξινομικός προσδιορισμός των δειγμάτων βάσει της πλέον πρόσφατης βιβλιογραφίας, έγινε προσδιορισμός των βιομορφών, διάκριση των χωρολογικών στοιχείων και φυτοκοινωνιολογική ανάλυση σύμφωνα με τη μέθοδο Braun-Blanquet. Έτσι, βρέθηκαν 93 taxa στις περιοχές εξάπλωσης της ευβοϊκής δρυός, με κυρίαρχες οικογένειες την Asteraceae (17%) και την Poaceae (6%). Τα Ημικρυπτόφυτα αποτελούν σχεδόν το 41% του συνόλου, ενώ το 44,1% είναι Μεσογειακά taxa. Επίσης, παρατηρήθηκαν 18 ελληνικά ενδημικά taxa, εκ των οποίων τα 6 είναι στενότοπα ενδημικά.
Έπειτα, όλες οι δειγματοληπτικές επιφάνειες καταχωρήθηκαν στη βάση δεδομένων Turboveg και χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα TWINSPAN (two-way indicator species analysis) για να ομαδοποιηθούν οι φυτοληψίες. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος DCA (Detrended Correspondence Analysis-DECORANA) για τη δημιουργία γραφικής απεικόνισης του πίνακα των φυτοκοινωνιολογικών δεδομένων. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα SPSS 13.0 πραγματοποιήθηκε Ανάλυση Ομαδοποίησης (Cluster Analysis) με τη μέθοδο Σύνδεσης Γειτόνων (Neighbor Joining) για τις δέκα επιφάνειες παρακολούθησης. Ο δείκτης που χρησιμοποιήθηκε είναι αυτός της παρουσίας-απουσίας ειδών Jaccard.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη αυτή, οι περιοχές εξάπλωσης της ευβοϊκής δρυός φαίνεται να έχουν υποστεί συρρίκνωση από την πυρκαγιά του 1977, ενώ οι πληθυσμοί της κινδυνεύουν από τη διαρκή πίεση της βόσκησης. Τέλος, προτείνονται μέτρα για την καλύτερη πρoστασία του Quercus trojana subsp. euboica. / Evvia is the second largest greek island, which is characterized by a great variety of terrain, geologic substrate and altitude, especially in its northern part. In combination with the climate, the appropriate conditions are met that favor the evolvement of rare or endangered plant species and subspecies of great scientific interest.
Quercus trojana subsp. euboica, the euboean oak as it is commonly reffered to, is one of the most interesting plant taxa that grow in northern Evvia. Not only is it one of the local endemic taxa of northern Evvia, but it is the unique endemic subspecies of the Quercus genus in Greece. It has been characterized as vulnerable (VU) according to the IUCN (2001) categories and the C1 criteria, though it has yet not been included in a protectin law regime. It has been under the constant pressure of human impact such as fire, browsing and timbering.
During this study, monitoring the status of the endemic taxon Quercus trojana subsp. euboica has begun. The monitoring process involves the repeated measurement of multiple factors and variables (such as measurement of height/diameter, soil-coverage, florescence, fruition, germination/viability of individuals etc.) in a length of time and area extent. A number of ten monitoring plots was set, each plot occupying a surface of 25 m2 in total, with 25 subplots of 1 m2. The study lasted three years and was conducted throughout the year. Multiple measurements took place (geographic length and width, altitude, gradient, exposure etc.), while plant samples were collected in the framework of a full floristic analysis and each monitoring plot was thoroughly photographed.
A taxonomic assessment of the plant samples was conducted according to the latest bibliography, as well as a distinction of biomorphs and geographic elements. Moreover, a phytosociologic analysis was conducted according to the Braun-Blanquet method. Thus, 93 different taxa were found in the vicinity of the territories that Quercus trojana subsp. euboica takes up. Asteraceae and Poaceae families were found to be dominant in the plots with a percentage of 17% and 6% respectively. Hemicryptophyts represent 41%, while the Mediterranean elements dominate with a percentage of 44,1%. Nevertheless, 18 greek endemic plant taxa were found, 6 of which are local endemics of Evvia.
Thereinafter, all of the monitoring plots were registered in the TurboVeg database and the TWINSPAN (Two-way indicator species analysis) program was used in order to group the plots. Furthermore, the DCA method (Detrended Correspondence Analysis-DECORANA) was used for the creation of a graphic display of the phytosociologic data index. The SPSS 13.0 program was used so that a Cluster Analysis was conducted, using the Neighbor Joining Method for the 10 plots. The Jaccard presence-absence indicator was used.
In a nutshell, this study showed that Quercus trojana subsp. euboica territories of appearance have been reduced after the 1977 wildfire, while the taxon’s population is in danger due to the constant pressure of goat grazing. Concluding, measures for better protection of the taxon are proposed.
|
69 |
Une histoire culturelle et politique du Festival yougoslave du film documentaire et du court-métrage, 1954-2004. : Du socialisme yougoslave au nationalisme serbe. / Cultural and Political History of the Yugoslav Documentary and Short Film Festival, 1954-2004. : From Yugoslav Socialism to Serbian Nationalism.Jelenkovic, Dunja 01 December 2017 (has links)
Dans cette thèse, nous analysons le Festival yougoslave du film documentaire et du court-métrage, dans le but de questionner la manière dont celui-ci a participé au processus de création d'une identité (nationale) commune dans deux contextes distincts et successifs – celui de la Yougoslavie socialiste multinationale (1943) et celui de la Yougoslavie postsocialiste, État serbe mono-national (1992). Parce qu’il montre des images de véritables personnes, des vrais lieux et des vraies situations, le documentaire, au lieu d'être perçu comme la vision artistique de la réalité, peut être confondu par le public avec la réalité elle-même. Dans cette optique, l'objectif de ce travail est de questionner à travers l'analyse des programmes du festival, le type de « réalité » qui était présenté aux différents publics à une époque marquée par la succession de deux régimes autoritaires, mais opposés sur le plan idéologique. L’analyse débute par la création du festival en 1954 et se conclue par son internationalisation en 2004. Il s’agit pour le festival, d’un adieu officiel à son passé yougoslave, plus d’une décennie après sa sortie effective du cadre yougoslave. / This thesis analyses the programs of the Yugoslav Documentary and Short Film Festival in order to examine how the festival participated in the creation of common (national) identities of two of its host-states – firstly, the multi-national socialist Yugoslavia (created in 1943) and secondly, the post-socialist Yugoslavia as a mono-national Serbian state (created in 1992). Due to its particular form, completely relying on the images ‘from the reality’ (real people, places and situations), the general audiences might tend to understand documentary cinema as a truthful representation of reality, instead of critically analyzing it as an artistic vision of reality. Bearing in mind the previous assessment, the study examines what kind of ‘reality’ was presented to the festival audiences in two distinct political periods, corresponding to the establishment of two different states, both born in wars, and both defined by authoritarian, but mutually opposing political regimes. The analysis starts with the creation of the festival in 1954 and ends with its internationalisation in 2004.
|
70 |
Genre et tradition : circulation, réception et appropriation de la « question féminine » dans la culture balkanique slavophone au XXème siècle / Gender and Tradition in the Balkan Slavic Culture : the “Women Question” in the Twentieth CenturyKaragyozova, Tanya 09 December 2015 (has links)
A l’échelle de l’Histoire des Balkans du XXème siècle, la percée des femmes dans l’économie rémunérée, dans l’enseignement supérieur et l’activisme féministe se sera concrétisée de manière toute aussi remarquable qu’ailleurs en Europe. Cependant, dans le contexte des Balkans slavophones en général et en Bulgarie en particulier, les conditions concrètes de cette évolution se négocient selon les critères inéluctables d’un rapport singulier à la tradition. Nous proposons, tout d’abord, de situer ce contexte (rarement abordé à travers l’histoire des femmes et encore moins dans une perspective féministe) à partir d’un regard ethnographique sur la culture traditionnelle et la spécificité des interdits pesant sur le corps et la parole des femmes. Nous prolongerons notre observation à travers la modernité balkanique qui induit de profondes transformations des notions de culture, de nation et de minorités ethniques. Nous les mettrons en perspective avec la réponse de l’État-nation moderne à la « question féminine » [Zenski vapros / Женски въпрос] qui, de fait, valida constitutionnellement nombre de logiques d’exclusion. Il s’agira également de resituer les mouvements féministes de la première heure en mettant l’accent sur ceux s’étant associés aux luttes ouvrières et la difficulté du mouvement socialiste féminin [zhensko sotsialistichesko dvizhenie / женско социалистическо движение] de résister à l’assimilation. Dans la continuité de notre réflexion, nous interrogerons le discours égalitariste de l’époque communiste, en privilégiant un cadrage sur les années 1970-1980. Afin de mettre en lumière les conditions concrètes de l’émancipation dans la vie privée (avortement, divorce, rapports de sexe), nous explorons un corpus homogène articulé autour de l’unique revue féministe éditée par les successeurs du mouvement socialiste féminin du début du siècle. Ce retour sur l’histoire mouvementée de la seconde moitié du XXème siècle, effectué sous le prisme du genre, évoque ce qui dérange le plus dans l’idéologie des régimes communistes, mais aussi dans le discours marxiste, tel qu’interprété localement. Cette thèse révèle les mécanismes à l’œuvre lors de la réception et l’appropriation de la réponse marxiste à la « question féminine » sur le terrain, en insistant sur les résonances singulières avec le discours traditionaliste d’époques antérieures; tel que nous le retraçons dans le folklore, dans la littérature classique de la Renaissance balkanique à la croisée d'influences européennes et orientales, mais aussi dans le sillage du processus d’européanisation à relier, notamment, aux circulations éditoriales. Tout au long de cette recherche, nous plaçons au centre l’analyse générale de la « question féminine » comme discours, tout en questionnant la longévité des résistances face à ses ambitions émancipatrices et ceci jusqu’à l’époque contemporaine de transition néolibérale. En effet, aborder les remaniements des discours d’émancipation revient à poser la question du renouvellement des modèles de féminité, à (re)penser leur réception et à réfléchir au rôle des femmes dans ces processus et ceci dans une investigation de vaste chronologie, de temps long, sans aucunement prétendre à l’exhaustivité. / Over the course of 20th century Balkan history, the advancement of women in the paid economy, education, and female activism had concretized itself as prominently as throughout Europe. Within the context of Balkan Slavic culture in general, and its translation within the national domain of Bulgaria in particular, the precise conditions of this evolution resulted from a compromise of the inevitable criteria of a distinct relationship to tradition. We intend to illuminate and situate this context, rarely approached in the discourse of women’s studies, and even less from a feminist perspective. This examination aims to undertake two challenges: A general analysis of “The woman question” as discourse, and further, a more critical observation on the nature of resistance against ambitions of emancipation. While not claiming to be exhaustive, the objective is to put into perspective the theoretical contributions of reflection on hierarchical representations of gender diversity, and the territorial nuances that we explore. Addressing revisions of “The woman question” is to invite the notion of renewing models of femininity, to rethink the effects of discourse, and to reflect on the role of women in the process. Finally, a second glance at the eventful history of the second half of the 20th century, executed under the prism of gender, explores the most distorted in the aesthetic of communist regimes. The purpose of this study is to shed light on the social realities of women in the socialist era in parallel with traditionalist discourse as we retrace the cross of European, Oriental, orthodox, folklore, and modern influences in Slavic literature. Thus, from this approach emerge new prospects for understanding Women’s Studies in the Slavic Balkans in general, and Bulgaria in particular.
|
Page generated in 0.041 seconds