Spelling suggestions: "subject:"λοιμώξεις"" "subject:"λοιμώξεως""
1 |
Χαρακτηρισμός της γλυκολιποπρωτεΐνης (G.L.P.) του Slime τριών πρότυπων στελεχών Pseudomonas aeruginosa και συγκριτική μελέτη αυτής ως προς τις ομοιότητες ή τις διαφορές με το λιποπολυσακχαρίτη (L.P.S.) του μικροοργανισμούΧριστοφίδου-Πλιάκα, Μυρτώ January 1989 (has links)
Από 3 πρότυπα στελέχη Pseudomonas aeruginosa το Smooth
στέλεχος PAC-IR και τα Rough στελέχη PAC-557 και PAC-605,
που δώρησε ευγενώς στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας του
Πανεπιστημίου Πατρών η Dr. ΡΜ Meadow του University
Co 1 lege, London παρελήφθησαν με ειδική μεθοδολογία ο
λιποπολυσακχαρίτης L.P.S, η εξωκυττάρια ουσία (Slime) και
οι εξωτερικές μεμβράνες.
Έγιναν ηλεκτροφορήσεις με αποδιατακτικούς παράγοντες
(SDS-PAGE) και χρώση των πηκτωμάτων για πρωτεΐνες με
Coomassie blue, και για L.P.S με AgNÖ3.
Οι ηλεκτροφορητικές εικόνες του Slime, του L.P.S και
των εξωτερικών μεμβρανών διαφέρουν μεταξύ τους και στα 3
στελέχη.
Ανάλυση των ουδετέρων σακχάρων έδειξε ότι και τα 3
Slime περί έχουν με ποσοτικές διαφορές 6 σάκχαρα, τη
ραμνόζη, τη φουκόζη, τη ξυλόζη, τη μαννόζη και τη
γαλακτόζη. Αντίθετα μαννόζη και γαλακτόζη δεν περιέχονται
στο Smooth L.P.S, ενώ οι Rough L.P.Ss περί έχουν μόνο
ραμνόζη και γλυκόζη.
Ανάλυση του λιπιδικού στοιχείου των 3 Slime και των 3
L.P.Ss έδειξε ότι ποιοτικά περιέχουν 5 ίδια λιπαρά οξέα.
Δωδεκανοικό οξύ (~Cii), 20Η-δωδεκανοικό (-Ci?),
δεκατετρανικό οξύ (~Ci 4), δεκαεξανικό οξύ (~Cit),
δεκαοκτανικό οξύ (-Ci s) και τα ισομερή του. Μετά από χρωματογραφία μοριακής διήθησης στα 3 Slime
ο πολυσακχαρίτης που παραλαμβάνεται από την υδατανθρακική
κορυφή δεν περιέχει L πρωτεΐνη και είναι μοριακού βάρους
40.000-100.000 daltons.
Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουν ότι η παραγωγή του
Slime είναι κοινή ιδιότητα Smooth και Rough στελεχών
Ρ.aeruginosa και ότι το υδατανθρακικό στοιχείο του Slime
είναι αυτοτελής ουσία, ελεύθερη πρωτεϊνών, που δεν
αποτελείται από τις πλευρικές αλυσίδες του L.P.S. / Lipopolysaccharide (L.P.S), slime and outer membranes
were obtained from a smooth, nonmucoid Pseudomonas
aeruginosa strain, PAC-IR and its two rough mutants, PAC~
557 and PAC-605 (Kindly provided by Dr. PM Meadow, University
College, London).
Electrophoretic analysis on SDS-polyacrylamide gels
and staining with silver nitrate and Coomassie blue showed
different profiles between L.P.S, Slime and outer
membranes in all three strains. Comparative analysis of
the saccharide moiety between L.P.S and Slime of each
strain by H.P.L.C demonstrated that the saccharide moiety
of slime has different composition from that of L.P.S.
Six neutral sugars, rhamnose, fucose, xylose, mannose,
galactose and glucose were identified in all three slimes
though in different amounts. Mannose and galactose were
not found in the smooth L.P.S, whereas only rhamnose and
glucose were identified in the L.P.Ss of the rough
strains.
Comparative analysis of the lipid moiety between L.P.S
and Slime in all three strains with Gas Chromatography and
Mass Spectroscopy indicated that lipid moiety had no quaiitative differences concerning the lipid acids. Five
lipid acids were identified in all three slimes and L.P.Ss
dodecanoic acid (~Ci2)> 20H~dodecanoic acid (-C2?),
tetradecanoic (-C14), exadecanoic (Ci(,), octadecanoic (-
Cis) and its isomeric forms.
After gel filtration of all three slimes the polysaccharide
obtained from the carbohydrate peak fraction was
found to be protein free. By gel filtration the mo 1 ecular
size of the polysaccharide was estimated to be about
40000-100000 daltons. Whether the polysaccharide moiety is
a glycolipid is not clear at the present. This problem is
currently under investigation.
Our results suggest that slime production is a common
property shared by both Smooth and Hough Ρ.aeruginosa
strains. The saccharide moiety of slime does not represent
the side chains of L.P.S and it is protein free.
|
2 |
Μοριακή ανίχνευση και τυποποίηση αδενοϊνών από ασθενείς με επιπεφυκίτιδα / Molecular detection and typing of adenoviruses from patients with conjunctivitisΜπαλασοπούλου, Αγγελική 02 April 2014 (has links)
Η επιπεφυκίτιδα (φλεγμονή του επιπεφυκότα) είναι η πιο συχνή ασθένεια των οφθαλμών, η οποία
εκδηλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων ή επιδημίας. Μπορεί να
είναι λοιμώδους (βακτήρια, ιοί, παράσιτα) ή μη λοιμώδους αιτιολογίας. Η κύρια αιτία της οξείας
ιογενούς αιτιολογίας επιπεφυκίτιδας είναι οι αδενοϊοί. Περίπου το 15- 70% του συνόλου των
κρουσμάτων της επιπεφυκίτιδας οφείλονται στους αδενοϊούς.
Σκοπός της μελέτης είναι η χρήση επιδημιολογικών δεδομένων προκειμένου να πραγματοποιηθεί
επιδημιολογική παρακολούθηση των κρουσμάτων επιπεφυκίτιδας στο Πανεπιστημιακό Γενικό
Νοσοκομείο Πατρών (ΠΓΝΠ) από ασθενείς οι οποίοι επισκέφθηκαν την οφθαλμιατρική κλινική και
τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου τη χρονική περίοδο 2 Ιανουαρίου – 29 Ιουλίου 2012
(εβδομάδες 1- 30), ο καθορισμός της συχνότητας της ιογενούς αιτιολογίας επιπεφυκίτιδας και ο
εντοπισμός πιθανής ύπαρξης επιδημίας. Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκε μοριακή ανίχνευση και
τυποποίηση αδενοϊών από ασθενείς με κλινική εικόνα ιογενούς επιπεφυκίτιδας το χρονικό
διάστημα μεταξύ 27 Φεβρουαρίου και 17 Ιουνίου.
Όλα τα κρούσματα καταγράφηκαν από τα ιατρικά αρχεία του ΠΓΝΠ για το χρονικό διάστημα
Ιανουαρίου- Ιουλίου του 2012 και για το ίδιο χρονικό διάστημα το προηγούμενο έτος (2011).
Καταγράφηκαν 231 κρούσματα επιπεφυκίτιδας (47,1% άνδρες και 52,8% γυναίκες), από τα οποία
τα 205 ήταν ιογενούς αιτιολογίας, τα 4 βακτηριογενούς αιτιολογίας και 22 ήταν απροσδιόριστης
αιτιολογίας από τους ιατρούς. Για την ίδια χρονική περίοδο το προηγούμενο έτος (2011), σύμφωνα
με τα αρχεία του ΠΓΝΠ καταγράφηκε ένα σύνολο από 156 κρούσματα επιπεφυκίδας (38,5%
άνδρες και 61,5% γυναίκες), από τα οποία τα 135 ήταν ιογενούς αιτιολογίας, τα 3 βακτηριογενούς
αιτιολογίας και 18 ήταν απροσδιόριστης αιτιολογίας. Ο αριθμός κρουσμάτων επιπεφυκίτιδας τους
δυο πρώτους μήνες καθώς και τον Ιούλιο του 2012 ήταν στα ίδια επίπεδα με τους αντίστοιχους
μήνες το 2011 και παρατηρείται επιδημία που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαρτίου- Ιουνίου 2012.
Οι ασθενείς κατανέμονταν σε όλες τις ηλικίες και στα δυο φύλα.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ 27 Φλεβάρη- 17 Ιουνίου του 2012 (εβδομάδες 9- 24), 48 επιχρίσματα
επιπεφυκότα ασθενών με κλινική εικόνα αδενικής επιπεφυκίτιδας συλλέχθηκαν από τους ιατρούς
του ΠΓΠΝ και μεταφέρθηκαν υπό κατάλληλες συνθήκες στο εργαστήριο Υγιεινής της Ιατρικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Ταυτόχρονα συμπληρώθηκε από τους ιδίους ερωτηματολόγιο
με δημογραφικά και κλινικά στοιχεία. Το DNA του ιού απομονώθηκε με Qiagen και ενισχύθηκε με
nested PCR. Τα θετικά αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν με αλληλούχιση του PCR προϊόντος. Για τον
προσδιορισμό της συγγένειας μεταξύ των διαφόρων απομονωμένων αλληλουχιών του DNA,
φυλογενετική ανάλυση πραγματοποιήθηκε. Από το σύνολο των δειγμάτων που αναλύθηκαν με μοριακές τεχνικές, DNA αδενοϊού ανιχνεύθηκε σε 40 δείγματα (83%). Στα σαράντα θετικά
δείγματα καθορίστηκε η αλληλουχία του DNA τους, από τα οποία τα 29 (72,5%) προσδιορίστηκαν
ως τύπος HAdV17 και τα 5 (12,5%) ως τύπος HAdV-54. Σε 6 θετικά δείγματα (15%) ο τύπος του
ιού δεν προσδιορίστηκε. Τέλος, με τη βοήθεια των μοριακών τεχνικών προκύπτει το συμπέρασμα
ότι το στέλεχος αδενοϊού 17 (Αd 17) είναι η αιτία της εμφάνισης επιδημίας μεταξύ Μαρτίου-
Ιουνίου 2012.
Η έρευνα αυτή είναι από τις λίγες πιυ έχουν πραγματοποιηθεί στον Ελλαδικό χώρο σε κρούσματα
επιπεφυκίτιδας με αποτέλεσμα να εμπλουτίζει τα φτωχά επιδημιολογικά και μοριακά δεδομένα για
την συγκεκριμένη ασθένεια και το συγκεκριμένο τύπο ιών. Παράλληλα μέσω της έρευνας
υπογραμμίζεται η ανάγκη για εθνικό σύστημα επιτήρησης της επιπεφυκίτιδας. / Conjunctivitis (inflammation of the conjunctiva) is the most common eye disease that occurs
worldwide in both sporadic and epidemic form. There are infectious conjunctivitis, which is caused
by a variety of microorganisms (such as bacteria, viruses and parasites) and noninfectious
conjunctivitis, which is caused by an allergic reaction. The leading cause of acute viral
conjunctivitis in clinical practice includes human adenoviruses (HAdVs). About 15- 70% of all
conjunctivitis cases worldwide are associated with AdVs.
The aim of the study is the performance of epidemiological surveillance of cases of conjunctivitis
using epidemiological data from patients who visited the ophthalmic clinic and the outpatient
ophthalmic department of the University General Hospital of Patras (UGHP) in the period from
January 2nd to July 29th in 2011 and 2012 (weeks 1st-30th), in order to determine the frequency of
viral conjunctivitis and to determine a potential epidemic. An additional task of the study is the
molecular detection and typing of adenoviruses for cases of patients with clinical viral conjunctivitis
in the period from February 27th to June 17th 2012.
All conjunctivitis cases referred to UGHP in the period between January and July 2012 as well as
between January and July 2011 were ascertained using medical records. 231 conjunctivitis cases
were reported (47.1% male and 52.8% female), in which 205 were virological conjunctivitis, 4
bacteriological conjunctivitis and 22 were undefined conjunctivitis. For the same period the
previous year (2011), according to the records of UGHP recorded a total of 156 conjunctivitis cases
(38.5% male and 61.5% female), of which 135 were of viral origin, 3 bacteriogenic orogin and 18
were undetermined etiology. The number of conjunctivitis cases in the first two months and in July
2012 was at the same level as the corresponding period in 2011 and there is an epidemic that took
place between March and June 2012. Patients were allocated to all age groups and both sexes.
In the period from February 27th ,2012 to June 17th , 2012 (weeks 9th – 24th), 48 conjunctival swabs
were collected from cases which were clinically suspected of having adenoviral conjunctivitis and
transported under appropriate conditions to the laboratory of Hygiene, Medical School, University
of Patras. At the same time, the patients were asked to answer a structured questionnaire with
demographic and clinical data. The viral DNA was isolated with Qiagen and amplified by nested
PCR. The positive results were confirmed by sequencing the PCR product. To determine the
relatedness between the different isolated sequences, a phylogenetic analysis was constructed.
Of the total samples, which were analyzed with molecular techniques, adenovirus DNA was
detected in 40 samples (83%). Of the positive samples which were confirmed by sequencing, 29
samples (72.5%) were typed as AdV17 and 5 samples (12.5%) as AdV54. For 6 positive samples (15%) the serotype was not determined. Finally, it was concluded that the strain Adenovirus 17 (Ad
17) was the cause of the epidemic between March and June 2012.
There are poor epidemiological and molecular data for this particular disease in Greece. This study
is one of the very few on conjunctivitis determination in Greece. This research underscores the
need for a national surveillance system for conjunctivis outbreaks.
|
3 |
Συγκεντρώσεις νεωτέρων από του στόματος κεφαλοσπορίνων και μακρολιδών στο ιγμόρειο άντρο και στις ρινικές εκκρίσειςΝαξάκης, Στέφανος 17 May 2010 (has links)
- / -
|
4 |
Αποτελέσματα πολιτικής χρήσης αντιβιοτικών σε τριτοβάθμιο νοσοκομείοΠαπαμαστοράκη - Τσιατά, Αικατερίνη 17 May 2010 (has links)
- / -
|
5 |
Διερεύνηση σηπτικών φλεγμονών επί εδάφους ολικής αρθροπλαστικής ισχίου με ραδιοεπισημασμένα μονοκλωνικά αντισώματα (LeukoSkan)Καϊσίδης, Αριστοτέλης Α. 23 January 2009 (has links)
Όταν οι κλινικοεργαστηριακές πληροφορίες είναι ανεπαρκείς για τη διά-
γνωση σηπτικής φλεγμονής επί αρθροπλαστικής ισχίου, η Πυρηνική Ιατρική μπορεί
να προσφέρει σημαντικά στη διαφοροδιάγνωση. Σκοπός της παρούσας προοπτικής
μελέτης είναι ο έλεγχος της καταλληλότητας του σπινθηρογραφήματος με σημασμένα
με 99mΤc μονοκλωνικά Fab-τμήματα αντισωμάτων ποντικού (IMMU-MN3, Leuko-
Scan®) ως προς την ακριβή τοπογραφική εντόπιση και διάγνωση περιπροθετικών
σηπτικών φλεγμονών επί αρθροπλαστικής ισχίου.
Στο διάστημα 1/2001-2/2004 διερευνήθηκαν 21 ασθενείς με 21
αρθροπλαστικές ισχίου (12 ολικές αρθροπλαστικές χωρίς και 3 με τσιμέντο, 2 υβριδιακές αρθροπλαστικές, 3 αρθροπλαστικές διπλής κίνησης και 1 ημιολική) ως προς
την πιθανότητα περιπροθετικής λοίμωξης και σηπτικής χαλάρωσης της αρθροπλαστικής. Ο χρόνος παρακολούθησης (follow up) ήταν κατά μέσο όρο 4,4 έτη (2-12). Οι
ασθενείς αντιμετωπίσθηκαν με αναθεώρηση της αρθροπλαστικής σε ένα χρόνο (9
ασθενείς, 42,8%), επέμβαση τύπου Girdlestone (8 ασθενείς, 38,1%), χειρουργικό
καθαρισμό και ροή-πλύση (3 ασθενείς, 14,3%) και αναθεώρηση της οστεοσύνθεσης
με πλάκα-βίδες επί οστεοτομίας βράχυνσης του μηριαίου σε συγγενή πάθηση ισχίου
(1 ασθενής, 4,7%). Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 63 έτη (42-78), με αναλογία άνδρες
/γυναίκες 8:13. Aπαραίτητες προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν οι ασθενείς στη
μελέτη ήταν: 1) Απουσία πιθανής εγκυμοσύνης, 2) Φυσιολογική νεφρική λειτουργία,
3) Μετεγχειρητικό διάστημα μετά την εμφύτευση της πρωτογενούς αρθροπλαστικής
του ισχίου μεγαλύτερο από 12 μήνες, 4) Χρονικό διάστημα άνευ λήψεως αντιμικροβιακών φαρμάκων τουλάχιστον 3 εβδομάδων προ της διερεύνησης μέσω
LeukoScan® και 5) Παθολογικά αυξημένες τιμές ταχύτητας καθίζησης ερυθρών
αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ) και C-αντιδρώσας πρωτεϊνης (CRP), επειδή οι φυσιολογικές
τιμές ουσιαστικά αποκλείουν την πιθανότητα σηπτικής φλεγμονής επί
αρθροπλαστικής ισχίου. Η επιλογή των ασθενών προς διαγνωστική διερεύνηση
βασίσθηκε σε ένα «πρωτόκολλο παραγόντων κινδύνου» σε συνδυασμό με την
κλινική υποψία της παρουσίας περιπροθετικής λοιμώξεως και σηπτικής χαλάρωσης.
Ο έλεγχος των ασθενών περιελάμβανε κλινική αξιολόγηση (Harris Hip Score),
κλασική ακτινολογική απεικόνιση και εργαστηριακές εξετάσεις αίματος (απόλυτος
αριθμός λευκοκυττάρων, ποσοστιαία αναλογία πολυμορφοπυρήνων ουδετεροφίλων
κοκκιοκυττάρων, ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων και C-αντιδρώσα πρωτεϊνη). Κατά τη σπινθηρογραφική διερεύνηση, το 99mTc-Dynamic Bone Scan προηγήθηκε του LeukoScan® λόγω της υψηλής ευαισθησίας του ως προς την ανίχνευση φλεγμονωδών εστιών, το χαμηλό του κόστος και της ισχύουσας διαγνωστικής τακτικής σε αμφίβολες περιπτώσεις οστικής λοίμωξης. Tα ευρήματα του LeukoScan®
διαβαθμίστηκαν σε 4 διακριτές κατηγορίες αποτελεσμάτων I-IV (I-άνευ αυξημένης καθήλωσης του ραδιοφαρμάκου, II-αυξημένη πρόσληψη στα μαλακά μόρια και φυσιολογική στο οστούν, III-ίση κατανομή σε μαλακά μόρια και οστούν, IV-μεγαλύτερη
πρόσληψη στο οστούν ή μόνο σε αυτό). Οι κατηγορίες I και II αντιπροσωπεύουν
αρνητικά LeukoScan®-αποτελέσματα, ενώ οι ΙΙΙ και ΙV θετικά αποτελέσματα. Ακολούθησε ιστοπαθολογική και μικροβιολογική εξέταση διεγχειρητικών δειγμάτων (αξιολογήθηκαν μόνο τα θετικά μικροβιολογικά αποτελέσματα) που ελήφθησαν από
προκαθορισμένες περιοχές. Ιστοπαθολογικό κριτήριο περιπροθετικής σηπτικής
φλεγμονής αποτέλεσε η ανεύρεση >5 ουδετερόφιλων πολυμορφοπυρήνων κοκκιο-
κυττάρων κατά μέσο όρο για κάθε μεγάλο οπτικό πεδίο. Τα ευρήματα του LeukoScan® συσχετίσθηκαν με τα ιστοπαθολογικά και μικροβιολογικά αποτελέσματα και
έγινε ονομαστική καταγραφή αληθών και λανθασμένων σπινθηρογραφικών διαγνώσεων.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η προεγχειρητική αξιολόγηση των ασθενών ανέδειξε τους εξής
μείζονες παράγοντες κινδύνου: Άλγος ισχίου ή/και άλγος μηρού (21 ασθενείς, 100%),
παθολογικές εργαστηριακές εξετάσεις αίματος (21 ασθενείς, 100%), προηγηθείσες
χειρουργικές επεμβάσεις (13 ασθενείς, 61,9%), λοίμωξη τραύματος του χειρουργημένου ισχίου (10 ασθενείς, 47,6%) και εστίες λοιμώξεως (9 ασθενείς, 42,8%). O
προεγχειρητικός μέσος όρος του υπολογιζόμενου κλινικού Harris Hip Score ήταν 64 βαθμοί, από 28 έως 93 βαθμούς. Η ιστολογική και μικροβιολογική εξέταση των διεγχειρητικών δειγμάτων ανέδειξε την παρουσία περιπροθετικής λοίμωξης σε 17 αρθροπλαστικές, ενώ σε 4 αρθροπλαστικές δεν ανιχνεύθηκε σηπτική φλεγμονή. Η υπολογιζόμενη μέση τιμή των εργαστηριακών παραμέτρων φλεγμονής ήταν σχετικά με τον
απόλυτο αριθμό λευκοκυττάρων 8,6 Κ/μl (3,9 – 14,5 Κ/μl), την ποσοστιαία αναλογία
των πολυμορφοπυρήνων κοκκιοκυττάρων 64% (39 – 79%), την ταχύτητα καθίζησης
ερυθρών αιμοσφαιρίων 56,3 mm (23 – 101 mm ) και την C-αντιδρώσα πρωτεϊνη 6,1
mg/dl (αρνητική τιμή – 40,5 mg/dl). Σε συνδυασμό με τα ιστολογικά και
μικροβιολογικά ευρήματα προκύπτει για την ΤΚΕ ευαισθησία ίση με 1, ακρίβεια 0,8
και θετική προγνωστική αξία 0,8. Αντίστοιχα για την CRP προκύπτει ευαισθησία
0,94, ειδικότητα 0,25, ακρίβεια 0,8, θετική και αρνητική προγνωστική αξία 0,84 και
0,5 αντίστοιχα.
Έγιναν 15 Dynamic Bone Scan εκ των οποίων 12 αληθώς θετικά, 1 αληθώς
αρνητικό και 2 ψευδώς θετικά. Η σπινθηρογραφική διερεύνηση μέσω LeukoScan®
που διενεργήθηκε σε 21 ασθενείς, ανέδειξε 17 αληθώς θετικά και 4 αληθώς αρνητικά
αποτελέσματα. Στην κατηγορία-III ταξινομήθηκαν 7 θετικά και στην κατηγορία-IV 10 θετικά LeukoScan®. Στην κατηγορία-I ταξινομήθηκε 1 αρνητικό και στη κατηγορία-II 3 αρνητικά LeukoScan®. Από τη στατιστική ανάλυση προκύπτει για το σπινθηρογράφημα οστών τριών φάσεων ευαισθησία ίση με 1, ειδικότητα 0,33, ακρίβεια 0,86,
θετική και αρνητική προγνωστική αξία 0,85 και 1 αντίστοιχα. Αντίστοιχα για το 99mTc-
Sulesomab όλες οι στατιστικές παράμετροι είναι ίσες με 1.
Σε τρεις ασθενείς διενεργήθηκε SPECT/CT-scan χωρίς επιπλέον χορήγηση
ραδιοφαρμάκου, προς διερεύνηση της περιοχής των τροχαντήρων και ενισχύθηκε η
ταξινόμηση των 99mTc-Sulesomab-ευρημάτων στην εκάστοτε κατηγορία. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ακολουθώντας τον προτεινόμενο διαγνωστικό αλγόριθμο με τη
σωστή επιλογή των ασθενών, το 99mTc-Sulesomab μπορεί να αποτελέσει σημαντική
διαγνωστική επιλογή κατά τη διερεύνηση των σηπτικών φλεγμονών επί αρθροπλαστικών ισχίου, καθώς κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις παρουσιάζει ευαισθησία, ειδικότητα, ακρίβεια, θετική και αρνητική προγνωστική αξία ίση με 1. Το
SPECT/CT-scan προσφέρει διαγνωστικά όταν οι φλεγμονώδεις αλλοιώσεις εντοπίζονται πάνω από το όριο σώματος μηριαίας πρόθεσης-αυχένος μηριαίας πρόθεσης. / AIM: Nuclear Medicine can contribute in differential diagnosis of septic loosening of
hip arthroplasty, when the clinical and laboratory findings are not clear. The aim of
this study was to determine the ability of scintigraphy with 99mΤc–Sulesomab
(LeukoScan®), to diagnose and localize periprosthetic septic lesions in patients with hip arthroplasty.
MATERIALS AND METHODS: 21 patients with hip arthroplasty (12 cementless, 3
cemented, 2 hybrid, 3 bipolar total hip arthroplasties and 1 semiarthroplasty) were
studied between 1/2001 up to 2/2004, for possible periprosthetic inflammation and
septic loosening. The mean follow up period was 4,4 years (2-12). 9 patients
(42,8%), were subjected in revision arthroplasty, 8 patients in Girdlestone procedure,
3 patients in surgical debridement and 1 patient, with congenital hip luxation who
was primary subjected in femoral shortening osteotomy and fixation with plate and
screws, in revision of the fixation. Then mean patient age was 63 years (42-78) and
the male to female ratio was 8:13.
All patients, in order to be evaluated, had to fulfill the following requirements:
1) absence of pregnancy, 2) normal renal function, 3) 12 months period after the
implantation of the primary prosthesis, 4) 3 weeks period free of antibiotic therapy,
before the investigation with Leukoscan and 5) abnormal high values of ESR and
CRP, since normal values exclude septic loosening. Patients’ selection for diagnostic
evaluation was based on a “high risk protocol” in combination with clinical suspicion
of periprothetic infection and septic loosening.
All patients were clinically evaluated using Harris Hip Score and were
investigated with standard x-rays and blood tests, including total white cell number,
percentage of neutrophile granulocytes, ESR and CRP. During scintigraphic studies,
99mTc-Dynamic Bone was done before LeukoScan®, because of its high sensitivity for detecting infectious areas, its low cost and the current diagnostic strategy for
doubtful cases of bone infection. LeukoScan® findings were classified in four distinct
categories I – IV (I – with normal radiopharmaceutical concentration, II – increased uptake in soft tissues and normal in bone, III – equal increased uptake in soft tissues
and bone, IV – increased bony uptake). Categories I and II represent negative
LeukoScan® findings, while III and IV were classified as positive. Histopathologic and
microbiologic tests of intraoperative samples were done (only positive microbiologic
tests were evaluated). Histopathologic criterion for periprothetic septic loosening was considered the finding of >5 neutrophile granulocytes per high energy field.
LeukoScan® findings were matched with histopathologic and microbiologic results. RESULTS: Patients’ preoperative evaluation revealed the following risk factors: hip
or thigh pain (21 patients, 100%), pathologic blood tests (21 patients, 100%),
previous operations (13 patients, 61,9%), wound infection (10 patients, 47,6%) and
other infectious regions (9 patients, 42,8%). Preoperative Harris Hip Score was 64
points (28 – 93). Histologic and microbiologic tests of intraoperative samples
revealed periprothetic infection in 17 cases. Mean value of laboratory tests revealing
infection with respect to total white cells number was 8,6 Κ/μl ( 3,9 – 14,5 Κ/μl ),
percentage of neutrophile granulocytes 64% (39 – 79%), ESR 56,3 mm (23 – 101
mm) and CRP 6,1 mg/dl. ESR showed a sensitivity of 1, accuracy 0,8 and positive
prognostic value 0,8. CRP had 0,94, 0,25 and 0,8 respective values, with positive
prognostic value 0,84.
15 Dynamic Bone Scan were done, 12 were classified as positive, 1 true
negative and 2 false positive. LeukoScan® were classified as 17 true positive and 4
true negative. 7 true positive tests were classified in category III and 10 in category
IV. 1 negative LeukoScan® was classified in category I and 3 in category II. Dynamic
Bone Scan showed a sensitivity 1, specificity 0,33, accuracy 0,86, positive and
negative prognostic value 0,85 and 1 respectively. 99mTc-Sulesomab showed for all
parameters value 1.
CONCLUSIONS: Following the appropriate diagnostic algorithm and patient
selection, 99mTc-Sulesomab can detect septic loosening, since it shows sensitivity,
specificity, accuracy, positive and negative prognostic values of 1. SPECT/CT-scan
offers significant diagnostic help when infection is localized above the neck of the
femoral component.
|
Page generated in 0.0294 seconds