Spelling suggestions: "subject:"παρστατίνη"" "subject:"παρστατίνης""
1 |
Επίδραση της παρστατίνης in vivo σε μοντέλο αγγειογένεσης μυός / Effect of parstatin in a mouse model of angiogenesisΣταθοπούλου, Διονυσία 07 April 2015 (has links)
Η μελέτη των αναστολέων της αγγειογένεσης έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία, συγκεκριμένα από τότε που ανακαλύφθηκε συσχέτιση της αγγειογένεσης με πάνω από 70 νοσηρές καταστάσεις. Έχει δειχθεί ότι η παρστατίνη μπλοκάρει αποτελεσματικά την αγγειογένεση και έτσι μπορεί να αναπτυχθεί ως ένα πεπτίδιο με σημαντικά αποτελέσματα στην θεραπεία των νεοαγγειακών παθήσεων. Το πεπτίδιο 1-41 της παρστατίνης καταστέλλει την βασική μεμβράνη ή διεγείρει την αγγειογένεση με bFGF και VEGF αυξητικούς παράγοντες στο μοντέλο όρνιθας χοριοαλλαντοϊκής μεμβράνης (CAM) ή στο μοντέλο αγγειογένεσης με αορτικό δακτύλιο. Ο κύριος στόχος του προγράμματος αυτού είναι να διευκρινιστεί η μοριακής οδός μέσω της οποίας η παρστατίνη παίζει ρόλο στην αναστολή της αγγειογένεσης και να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο συγκεκριμένα πεπτίδια παρστατίνης (1-24 και 24-41) εμπλέκονται στην εξέλιξη της οδού αυτής. Για αυτό το σκοπό, μοντέλα αρουραίου και ποντικού χρησιμοποιούνται (στα ποντίκια μοντέλα απευθείας αγγειογένεσης - DIVAA - και στους αρουραίους μοντέλα δοκιμασίας αορτικών δακτυλίου) καθώς και ορισμένες κυτταρικές γραμμές των ενδοθηλιακών κυττάρων (ΜΤΤ και οι δοκιμασίες εκχύλισης πρωτεΐνης σε Ανθρώπινο Coron).
Στο ένα μέρος του προγράμματος που περιελάμβανε απευθείας αγγειογένεση DIVAA σε μοντέλο μυός καθώς και στα άλλα μέρη του προγράμματος, επιβεβαιώθηκε ότι η παρστατίνη έχει ισχυρή αντί-αγγειογενετική δράση. Ενώ το πεπτίδιο 24-41 δεν έδειξε να προκαλεί αναστολή της αγγειογένεσης, αντίθετα προήγε την αγγειογένεση. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πεπτίδιο 24-41 δεν συμβάλει στην αναστολή της αγγειογένεσης. Το συμπέρασμα αυτό όμως θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και με άλλα πειράματα στο εγγύς μέλλον. / Angiogenesis inhibitors have been under a great development in the last decade - precisely, since angiogenesis was associated with more than 70 disease conditions. Parstatin has been shown to effectively block angiogenesis and thus, it can be considered as an important molecule in the treatment of neovascular diseases. Parstatin 1-41 peptide inhibits basal membrane or induces angiogenesis with bFGF and VEGF growth factors in the chicken chorioallantoic membrane model (CAM) or in the angiogenesis aortic ring model. The main objective of this project is to clarify the molecular pathway through which parstatin plays a role in the inhibition of angiogenesis and to explore how two specific parstatin peptides (1-26 and 24-41) are involved in this development. For this, rat and mouse models were used (direct angiogenesis in mouse - DIVAA - and rat aortic ring assay in rats) and some cell lines of endothelial cells (MTT and protein extraction tests on Human Coron).
A part of the program which included the direct angiogenesis DIVAA murine model and also other parts of the program, confirmed that parstatin has strong anti-angiogenic properties.
Peptide 24-41 activity did not inhibit angiogenesis, but on the contrary it actually triggered the process. Hence, the submolecule 24-41 seems not to contribute to the inhibition of angiogenesis, but this has to be confirmed with more similar experiments in the future.
|
2 |
Πειραματική πρόκληση νεοαγγείωσης του κερατοειδούςΒασιλάκης, Παναγιώτης 14 February 2012 (has links)
Εισαγωγή: η οφθαλμική νεοαγγείωση αποτελεί την πρωταρχική αιτία τύφλωσης για μεγάλο εύρος ασθενειών του οφθαλμού. Ο ακριβής υποκείμενος παθογενετικός μηχανισμός της οφθαλμικής νεοαγγείωσης δεν είναι ακόμη απόλυτα κατανοητός αλλά θεωρείται, ότι η διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ αγγειογενετικών και αντί-αγγειογενετικών παραγόντων ευθύνεται, κυρίως για την επαγωγή αγγειογένεσης. Η παρστατίνη είναι ένα πεπτίδιο 41 αμινοξέων που ελευθερώνεται μετά την πρωτεολυτική ενεργοποίηση του PAR1 υποδοχέα και περιέχει μια έντονα υδρόφοβη και μια έντονα υδρόφιλη περιοχή (αλληλουχία αμινοξέων). Πρόσφατα, αποδείχθηκε ότι η παρστατίνη είναι ένας ισχυρός αναστολέας της αγγειογένεσης. Ο σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η ανάπτυξη ενός μοντέλου νεοαγγείωσης κερατοειδούς, για την χρήση του στην εκτίμηση της επίδρασης της παρστατίνης στην φλεγμονή και τη νεοαγγείωση του κερατοειδούς και στην διερεύνηση του λειτουργικού ρόλου της δομής της στην νεοαγγείωση.
Μέθοδος: για την επαγωγή της νεοαγγείωσης του κερατοειδούς σε Sprague–Dawley ποντίκια, έγινε έγκαυμα, με στειλεούς καλυμμένους 75% με διάλυμα νιτρικού αργύρου και 25% νιτρικού καλίου (κ.β.), στο κέντρο του κερατοειδούς για 4 δευτερόλεπτα. Η παρστατίνη και τα πεπτίδια με την υδρόφοβη και την υδρόφιλη περιοχή της παρστατίνης χορηγήθηκαν υπό τον επιπεφυκότα, αμέσως μετά το χημικό έγκαυμα. Η νεοαγγείωση του κερατοειδούς εκτιμήθηκε την 7η ημέρα μετά το έγκαυμα με τη χρήση ενός ημιαυτόματου προγράμματος που αναπτύχθηκε σε MATLAB 7.5. Η πυκνότητα των νεοαγγείων και η φλεγμονώδης διήθηση επίσης εκτιμήθηκε την 7η ημέρα μετά το έγκαυμα, με ιστοπαθολογική εξέταση λεπτών τομών κερατοειδούς.
Αποτελέσματα: η παρστατίνη χορηγούμενη υπό τον επιπεφυκότα ανέστειλε την νεοαγγείωση του κερατοειδούς και 200 μg ήταν η πιο αποτελεσματική δόση (αναστολή 59%). Επιπλέον η παρστατίνη ανέστειλε σημαντικά την φλεγμονώδη διήθηση του κερατοειδούς. Το πεπτίδιο που περιείχε την υδρόφοβη αλληλουχία του μορίου κατέστειλε την νεοαγγείωση με μέγιστη αναστολή 47% στην δόση των 200 μg, ενώ το πεπτίδιο που περιείχε την υδρόφιλη αλληλουχία έδειξε μέγιστη αναστολή 73% επίσης στην δόση των 200 μg. Τα αναγραμματισμένα πεπτίδια δεν έδειξαν κανένα σημαντικό αποτέλεσμα.
Συμπεράσματα: η παρστατίνη και ιδιαίτερα το υδρόφιλο τμήμα της, είναι ισχυρός αναστολέας της νεοαγγείωσης του κερατοειδούς και μπορεί να αποτελέσει ισχυρή θεραπευτική στρατηγική για την αντιμετώπιση της οφθαλμικής νεοαγγείωσης / Introduction: Ocular neovascularization is the primary cause of blindness in a wide range of ocular diseases. The exact mechanism underlying the pathogenesis of ocular neovascularization is not yet well understood, but it is believed that the imbalance between angiogenic stimulating factors and angiogenic inhibitors is the major contributor to angiogenesis. Parstatin is a 41-mer peptide formed by proteolytic cleavage on activation of the PAR1 receptor and contains a hydrophobic and a hydrophilic domain. Recently it was demonstrated that parstatin is a potent inhibitor of angiogenesis. The purpose of the study was to develop a model of corneal neovascularization which will be used to investigate the effect of parstatin on corneal inflammation and neovascularization and to evaluate the functional role of its structure on neovascularization.
Methods: Corneal neovascularization on Sprague–Dawley rats was induced with cauterization by an applicator stick, coated with 75% silver nitrate and 25% potassium nitrate, to the center of the cornea for 4 seconds. Parstatin and peptides containing the hydrophobic and hydrophilic domains of parstatin were administrated subconjunctival after the chemical burn. Corneal neovascularization was assessed the 7th day after cauterization using a semiautomatic custom software, developed in MATLAB 7.5. Corneal microvessel density and inflammatory cell infiltration was assessed also the 7th day after the burn by histopathology examination of corneal sections.
Results: Subconjunctival parstatin inhibited corneal neovascularization, with 200 μg the most effective dose (59% inhibition). In addition parstatin significantly inhibited corneal inflammatory infiltration. The peptide contained the hydrophobic domains of parstatin suppressed corneal neovascularization with maximum inhibition of 47% at 200 μg, whereas the peptide contained the hydrophilic domain exhibit maximum inhibition of 73% at 200 μg. Scrambled peptides were without any significant effect.
Conclusion: Parstatin and especially its hydrophilic domain, is a potent antiangiogenic agent of corneal neovascularization and may have clinical potential in the treatment of angiogenesis-related ocular disorders.
|
3 |
Μελέτη της ιστικής κατανομής in vivo της παρστατίνης και των αναλόγων της σε οφθαλμούς και νεφρούς επίμυος με την τεχνική της μικροσκοπίας φθορισμούΚεφάλα, Σωτηρία 30 May 2012 (has links)
Αγγειογένεση καλείται ο σχηματισμός νέων αγγείων από προϋπάρχοντα δίκτυα αιμοφόρων αγγείων σε προηγουμένως ανάγγειες δομές. Η αγγειογένεση συμμετέχει σε μια πλειάδα νοσημάτων (π.χ. καρκίνος, ρευματοειδής αρθρίτιδα) συμβάλλοντας καθοριστικά στην παθογένεια αυτών των καταστάσεων και στην ανάπτυξη επιπλοκών. Στον οφθαλμό, η παθολογική αγγειογένεση στις διάφορες στιβάδες του οργάνου αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης στον Δυτικό κόσμο, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ανάπτυξης νέων αντι-αγγειογενετικών παραγόντων, ικανών να κατανεμηθούν ενδοφθαλμίως και να αναστείλουν αποτελεσματικά τόσο την εν εξελίξει όσο και την εγκατεστημένη αγγειογένεση.
Η Παρστατίνη αποτελεί το ελεύθερο πεπτίδιο 41 αμινοξέων που προκύπτει από την πρωτεολυτική διάσπαση του αμινοτελικού άκρου του ανθρώπινου υποδοχέα PAR1 κατά την ενεργοποίησή του από τη θρομβίνη. Προηγούμενες πειραματικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η Παρστατίνη καταστέλλει την αγγειογένεση στον οφθαλμό και ασκεί καρδιοπροστατευτική δράση σε βλάβες εξ ισχαιμίας/επαναιμάτωσης. Επίσης, έχει δειχθεί ότι τα πεπτιδικά υπομόρια της Παρστατίνης, Π1-26 και Π24-41, παρουσιάζουν εξειδικευμένη δράση και επιδρούν εκλεκτικά στην προστασία του μυοκαρδίου και στην αναστολή της οφθαλμικής νεοαγγειογένεσης, αντιστοίχως. Σύμφωνα με αυτά τα πειράματα, οι δράσεις των Π1-26 και Π24-41 είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του μητρικού μορίου, Παρστατίνη. Σκοπός της τρέχουσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ιστικής κατανομής in vivo της Παρστατίνης και των αναλόγων-πεπτιδίων (Π1-26, Π24-41) αυτής στον οφθαλμό και στον νεφρό επίμυος.
Η Παρστατίνη και τα ανάλογα-πεπτίδιά της (Π1-26, Π24-41) σημασμένα με FITC χορηγήθηκαν υπό τον βολβικό επιπεφυκότα ή ενδοφλεβίως, σε υγιείς αρσενικούς επίμυες. Ακολούθως τα πειραματόζωα θανατώθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και οι ιστοί (οφθαλμοί, νεφροί, μυοκάρδιο) απομονώθηκαν χειρουργικά. Κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας, ελήφθησαν τομές ιστών νωπού παρασκευάσματος, πάχους 10 μm, οι οποίες παρατηρήθηκαν σε μικροσκόπιο φθορισμού.
Κατά την παρατήρηση των οφθαλμικών τομών με FITC-Παρστατίνη και αυτών με FITC-Π1-26, ισχυρό σήμα φθορισμού ανιχνεύτηκε στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς. Δεν παρατηρήθηκε σήμα φθορισμού στις εσώτερες στιβάδες του οφθαλμού. Ειδικότερα για την FITC-Παρστατίνη, η κατανομή του σήματος φθορισμού δεν μεταβλήθηκε σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα που κυμάνθηκαν από 30 λεπτά έως 19 ώρες. Συγκριτικά με τα παραπάνω αποτελέσματα, οι αντίστοιχες οφθαλμικές τομές με FITC-Π24-41 ανέδειξαν ισχνό σήμα φθορισμού στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς, χωρίς να συνοδεύεται από σήμα φθορισμού στις έσω ανατομικές δομές του οργάνου. Στις τομές νεφρού και μυοκαρδίου, ο ισχυρός αυτοφθορισμός δεν επέτρεψε τη μελέτη της ιστικής κατανομής των πεπτιδίων.
Συμπερασματικά, καταδεικνύεται ότι η χορήγηση υπό το βολβικό επιπεφυκότα της Παρστατίνης και των πεπτιδικών αναλόγων της, του Π1-26 και του Π24-41 δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη οδό χορήγησης για την ενδοφθάλμια κατανομή των χορηγούμενων ουσιών. / Angiogenesis refers to the formation of new blood vessels from pre-existing vasculature in previously avascular structures. Angiogenesis is an important component of numerous diseases (such as cancer, rheumatoid arthritis etc), contributing in the pathogenesis of these conditions. In the western world, pathological ocular angiogenesis constitutes the major cause of irreversible vision loss. Consequently, this fact gives rise to the need for the development of new anti-angiogenic agents, characterized by successful intraocular delivery and effective inhibition of developing angiogenesis and regression of already established vessels.
Parstatin is a 41-amino acid peptide, released through proteolytic cleavage of the human PAR1 receptor N-terminal region upon activation by thrombin. Experimental studies have demonstrated that Parstatin suppresses ocular neovascularization and has a potential therapeutic role in the protection of myocardium by ischaemia and reperfusion injury. In addition, it has been shown that the Parstatin fragments, P1-26 and P24-41, have distinct effects in protecting myocardium and inhibiting ocular neovascularization, respectively. In fact, these effects are more potent than the native Parstatin. The aim of the present study was the in vivo evaluation of tissue-distribution of Parstatin and its peptide fragments (P1-26, P24-41) in rat eyes and kidneys.
To address this question, Parstatin and its peptide analogues (P1-26, P24-41) were conjugated with FITC. Pathogen-free male rats received subconjunctival or intravenous injections of the FITC-labeled peptides. Following euthanasia of rats at different time points after the injections were performed, the tissues (eyes, kidneys, hearts) were surgically excised from the respective animals. After treatment, the fresh-frozen tissues were sectioned sagittally into 10 μm thick slices and observed using fluorescence microscope.
When sections of eyes treated with FITC-Parstatin and those ones treated with FITC-P1-26 were examined, intensive FITC signal was detected at the sites of administration and at periocular tissues. FITC signal was not observed in internal ocular layers. Regarding FITC-Parstatin, the distribution of specific signal showed no variability during different time intervals which ranged from 30 minutes to 19 hours. As compared to the above results, the respective ocular sections with FITC-P24-41 revealed weak FITC signal at the injection sites and at periocular tissues, accompanied by no detection of intraocular localization. On the other hand, high autofluorescence present in kidney sections and heart sections did not allow the investigation of tissue-distribution of the peptide molecules.
In the present study, it appeared that subconjunctival administration of Parstatin and of its peptide fragments, P1-26 and P24-41, is not the appropriate route for the drug delivery into the internal ocular tissues.
|
4 |
Η επίδραση της παρστατίνης στη νεφρική βλάβη εξ ισχαιμίας/επαναιμάτωσης στον επίμυΚυριαζής, Ιάσων 20 April 2011 (has links)
Παρστατίνη ονομάζεται το πεπτίδιο 41 αμινοξέων που αποκόπτεται από το αμινοτελικό άκρο του υποδοχέα PAR-1 κατά την ενεργοποίησή του από τη θρομβίνη. Προηγούμενες πειραματικές μελέτες κατέδειξαν ότι η Παρστατίνη δρα ώς καρδιοπροστατευτικός παράγων κατά την ισχαιμία-επαναιμάτωση του μυοκαρδίου. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της Παρστατίνης στη νεφρική βλάβη εξ ισχαιμίας - επαναιμάτωσης. Μια πιθανή τέτοια δράση θα καθιστούσε την Παρστατίνη πολύτιμο εργαλείο σε μια σειρά κλινικών συνθηκών που σχετίζονται με το συγκεκριμένο φαινόμενο περιορισμού της νεφρικής λειτουργίας.
Μέθοδος και αποτελέσματα: Σε μια πρώτη φάση του πειράματος Παρστατίνη διαφόρων συγκεντρώσεων χορηγήθηκε σε 77 αρσενικούς επίμυες οι οποίοι υποβλήθηκαν σε χειρουργικά επαγόμενη νεφρική ισχαιμία 45 λεπτών και μετέπειτα 4ωρη επαναιμάτωση. Στο τέλος της περιόδου αυτής τα πειραματόζωα θανατώθηκαν και δείγματα αίματος, ούρων και νεφρών ελήφθησαν προς ανάλυση. Η Παρστατίνη βρέθηκε να παρουσιάζει στατιστικά σημαντική νεφροπροστατευτική δράση έναντι του σχετικού μάρτυρα, όπως αυτή καταδείχτηκε από τον περιορισμό της αύξησης της κρεατινίνης πλάσματος, του κλάσματος “franctional excretion of Na (FENa)” και των ιστολογικών βλαβών στο νεφρικό παρέγχυμα.
Δεδομένης της αποτελεσματικότητας της Παρστατίνης στην πρώιμη φάση της μελέτης, ένα πεπτιδικό παράγωγο 26 αμινοξέων της Παρστατίνης (η ακολουθία των αμινοξέων της Παρστατίνης από τη θέση 1 έως και 26 - Π1-26) μελετήθηκε στο ίδιο πειραματικό μοντέλο σε 29 αρρουραίους, με σκοπό να καταδειχθεί αν το μικρότερο αυτό μόριο διατηρούσε τη δράση του μητρικού μορίου και ταυτόχρονα εμφάνιζε βελτιωμένη αποτελεσματικότητα. Στη δεύτερη φάση, το Π1-26 αναδείχτηκε εξίσου ισχυρός νεφροπροστατευτικός παράγων με το μητρικό μόριο.
Συμπεράσματα: Η Παρστατίνη καθώς και το μόριο Π1-26 δρουν ως νεφροπροστατευτικοί παράγοντες κατά την ισχαιμία-επαναιμάτωση του νεφρού του αρουραίου. Μελέτες σε άλλα πειραματικά είδη καθώς και σε διαφορετικά μοντέλα νεφρικής ισχαιμίας κρίνονται σκόπιμες προκειμένου να επιβεβαιώσουν τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα της παρούσης μελέτης.
Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα έρχονται να προστεθούν στην προσφάτως αναγνωρισμένη καρδιοπροστατευτική δράση της Παρστατίνης. Αναδεικνύεται επομένως πως η νεφροπροστατευτική και καρδιοπροστατευτική ιδιότητα του μορίου αυτού πιθανώς να μην είναι ειδική για τα όργανα που έχουν μελετηθεί, αλλά η Παρστατίνη να δρα ενάντια στο φαινόμενο της βλάβης εξ’ ισχαιμίας επαναιμάτωσης εν γένει, ανεξάρτητα από τον ιστό στον οποίο αυτό συμβαίνει. Επέκταση της μελέτης και σε άλλους ιστούς κρίνεται αναγκαία. / Parstatin, is a 41 amino acid peptide that is cleaved from the proteinase-activated receptor-1 (PAR-1) during its activation by thrombin. Previous studies have demonstrated that parstatin as well as its hydrophobic N-terminal part (parstatin 1-26) demonstrate cardioprotective properties in in-vivo and in vitro experimental models of cardiovascular ischemia reperfusion injury. In this study we examine whether parstatin as well as parstatin1-26 attenuates renal ischemia reperfusion injury (RIRI) in a rat model.
Methods
In total 106 male Wistar rats were used for the purposes of this study. RIRI model included 45 minutes of bilateral renal ischemia, though clamping of both renal pedicles, followed by 4 hours of reperfusion. The effects of Parstatin on RIRI were initially examined in 77 animals divided into 8 groups including sham (vehicle/no ischemia), sham/parstatin (parstatin/no ischemia), control (vehicle pretreatment/ischemia), parstatin 3-100μg/Kg (pretreatment with 3, 10, 30 or 100μg/Kg parstatin/ischemia), scramble (pretreatment with a non-parstatin 41 aminoacid peptide/ischemia) and after (ischemia/administration of 30μg/Kg parstatin after ischemia). The effects of parstatin 1-26 were then examined in 29 animals divided into 5 groups, including control (veicle/ischemia), parstatin1-26 1-100 μg/Kg (pretreatment with 1, 10 or 100μg/Kg parstatin1-26/ischemia) and after (ischemia/administration of 10μg/Kg parstatin1-26 after ischemia). At the end of reperfusion period all animals were sacrificed and their kidneys, urine and blood samples were taken for histological and biochemical examination. Studied parameters were serum creatinine and BUN levels, Fractional Excretion of Sodium (FENa) and histological evaluation of renal specimens.
Results
Administration of 10 or 30μg/Kg of parstatin before or 30μg/Kg after renal ischemia attenuated RIRI. Dose response study revealed that at the higher examined dose (100μg/Kg parstatin effects were reversed. Pretreatment with 10μg/Kg of parstatin1-26 attenuated RIRI as well. Nevertheless, parstatin1-26 failed to induce statistically significant nephroprotection when administered after ischemia.
Conclusions
Parstatin as well its hydrophobic N-terminal segment, parstatin1-26, can preserve renal function and histological status in RIRI. The later reveals a potential role of this molecule in clinical entities related to the phenomenon of RIRI such as partial nephrectomy.
|
5 |
Μελέτη της προφυλακτικής δράσης της παρστατίνης έναντι της νεφροτοξικότητας των ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων κατά τη διάρκεια εξετάσεων με ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφίαΔιαμαντόπουλος, Αθανάσιος 11 October 2013 (has links)
Εισαγωγή:
Τα ιωδιούχα σκιαγραφικά μέσα (ΣΜ) σήμερα χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο για διαγνωστικούς λόγους όσο και κατά τη διάρκεια επεμβατικών πράξεων στην Επεμβατική Ακτινολογία ή/και την καρδιολογία. Δυστυχώς, η χρήση τους δεν στερείται επιπλοκών με την νεφροτοξικότητα (Νεφροτοξικότητα οφειλόμενη στα ΣΜ - ΝΣΜ) να είναι μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες. Παρά το γεγονός ότι πολλές στρατηγικές με σκοπό τόσο την πρόληψη όσο και την θεραπεία έχουν προταθεί και δοκιμαστεί ευρέως τα τελευταία χρόνια στη μάχη κατά της ΝΣΜ, καμία δεν έχει καταφέρει να δείξει ισχυρά αξιόπιστα αποτελέσματα.
Η Παρστατίνη είναι το αμινο τελικό 41-αμινοξέων πεπτίδιο που διασπάται και αποσπάται από τον υποδοχέα PAR1 όταν αυτός ενεργοποιείται από τη θρομβίνη. Οι χαμηλές δόσεις Παρστατίνης είναι γνωστό ότι εμφανίζουν προστατευτική δράση στο μυοκάρδιο αρουραίου μετά από βλάβη του τύπου της ισχαιμίας / επαναιμάτωσης. Η κύρια υπόθεση της μελέτης μας ήταν ότι η συγκεκριμένη ουσία μπορεί να ασκήσει προστατευτική δράση στους νεφρούς έναντι της ΝΣΜ. Για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση, χρησιμοποιήσαμε ένα πειραματικό μοντέλο ΝΣΜ σε θηλαστικά (Κόνικλους Νέας Ζηλανδίας).
Υλικά και Μέθοδοι:
Το πρώτο στάδιο της μελέτης αφορούσε στην ανάπτυξη ενός αξιόπιστου πειραματικού μοντέλου νεφροτοξικότητας μετά τη χορήγηση ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων. Το μοντέλο αναπτύχθηκε και αξιολογήθηκε εκτενώς σε μία σειρά από λευκούς κονίκλους Νέας Ζηλανδίας. Εν συνεχεία ακολούθησε η συστηματική δοκιμή της προστατευτικής δράσης της Παρστατίνης. Στο μέρος αυτό τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε τρεις υπό-ομάδες. Μια υπό-ομάδα έλαβε την υπό δοκιμή ουσία (Παρστατίνη) σε δόση 10μg/kg ακριβώς 15 λεπτά πριν από την έναρξη της ενδοφλέβιας έγχυσης του ΙΣΜ αντίθεσης. Σε αυτή τη φάση όλα τα πειραματόζωα της ομάδας ελέγχου προήλθαν από τα προκαταρκτικά πειράματα τα οποία είχαν λάβει ίσο όγκο φυσιολογικού ορού (NaCl 0,9%).
Στις λοιπές δύο υπό-ομάδες χορηγήθηκε Παρστατίνη σε δόση είτε υποδεκαπλάσια (1μg/kg) είτε δεκαπλάσια (100μg/kg) της αρχικής. Ως κατώφλι για την αναγνώριση ανάπτυξης ΝΣΜ τέθηκε η τιμή της κρεατινίνης του ορού ίση ή άνω του 1,5mg/dl 48 ώρες μετά την έγχυση του ΣΜ. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πειραματόζωων υποβλήθηκε σε ευθανασία 48 ώρες μετά τη λήψη του ΣΜ με σκοπό την ιστολογική εξέταση/ανάλυση.
Αποτελέσματα:
Το πρώτο μέρος της μελέτης συμπεριέλαβε συνολικά 32 πειραματόζωα. Σε 7 εξ’ αυτών πραγματοποιήθηκε μόνο πείραμα προσομοίωσης (ομάδα sham) έτσι ώστε να οριστούν οι τιμές βάσης. Η μέση τιμή της κρεατινίνης ορού σε αυτή την ομάδα ήταν 0,90 mg/dl (Cl:0,80-1,10). Τα υπόλοιπα πειράματα έδειξαν ότι η μεγαλύτερη αναπαραγωγιμότητα του μοντέλου επιτυγχάνεται με ρυθμό έγχυσης του σκιαγραφικού μέσου αντίθεσης μεταξύ 2,5 έως 3,0 ml/min. Έτσι το σύνολο της σκιαγραφικής ουσίας χορηγείτο μεταξύ 28-35 λεπτών. Σε συνολικά 15 πειραματόζωα τα οποία αποτέλεσαν και την ομάδα ελέγχου και για τα λοιπά πειράματα (control group) η μέση τιμή της κρεατινίνης ορού ήταν 3,09 mg/dl (CI:2,40-4,00), ενώ το 86,7% αυτών ανέπτυξε κλινικά σημαντική ΝΣΜ.
Όσον αφορά τα αποτελέσματα του δεύτερου μέρους αναγνωρίστηκε η θεραπευτική δράση της Παρστατίνης σε δόση ίση με 10μg/Kg. Ποίο συγκεκριμένα στην ομάδα πειραματόζωων (n=18) που έλαβε την ανωτέρο δόση η μέση τιμή της κρεατινίνης 48 ώρες μετά τη χορήγηση του ΙΣM ήταν 1,01mg/dl (CI:0,93-2,34) (Στατιστικά σημαντική διαφορά συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, p=0,012). Το αποτέλεσμα αυτό εξαλείφεται με τον δεκαπλασιασμό και με τον υπό-δεκαπλασιασμό της ανωτέρο δόσης. Στατιστικά σημαντικά μικρότερος ήταν και ο αριθμός των πειραματόζωων που ανέπτυξαν ΝΣΜ στην ομάδα της Παρστατίνης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (27,8% έναντι 86,7%, p<0,001).
Τα ιστολογικά αποτελέσματα έδειξαν σημαντικά μικρότερη σωληναριακή νέκρωση στην ομάδα των πειραματόζωων που έλαβαν θεραπεία με Παρστατίνη συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (13,13 Vs 26.60 στην ομάδα ελέγχου, ρ = 0.0007).
Συμπέρασμα:
Η υπό δοκιμή ουσία Παρστατίνη (Parstatin) αναστέλλει επιτυχώς την ανάπτυξη νεφροτοξικότητας μετά την χορήγηση σκιαγραφικών μέσων σε ένα πειραματικό in-vivo μοντέλο. Το παραπάνω αποτέλεσμα αποδείχτηκε τόσο με εργαστηριακές μετρήσεις της κρεατινίνης ορού όσο και μετά από ιστολογική μελέτη νεφρών. Το παραπάνω αποτελεί ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα. Παρόλα αυτά περαιτέρω μελέτες είναι αναγκαίες για την επικύρωση του προστατευτικού αυτού ρόλου. / Introduction:
Iodinated Contrast Media (CM) are today widely used in routine non-invasive or percutaneous invasive imaging examinations and therapeutic interventions. Unfortunately, use of CM is not free of complications with nephrotoxicity (Contrast-Induced nephropathy – CIN) being one of the most severe. Although numerous preventing and/or therapeutic strategies have been proposed and widely tested during recent years in the battle against CIN, none of them manage to show strong reliable evidence that can prevent CIN development.
Parstatin is the N-terminal-41-amino-acid peptide cleaved by thrombin from the protease-activated receptor-1. Low doses of Parstatin are known to have a protective effect in the rat myocardium after ischemia/reperfusion injury. The primary hypothesis of our study was that Parstatin may exert a nephroprotective role against the development of CIN. To test this hypothesis we used a mammalian experimental CIN model.
Materials and Methods:
The first stage of the study involved the development of a reliable experimental model of nephrotoxicity after administration of iodinated contrast media. The model was developed and extensively evaluated in a series of New Zealand white rabbits. The next stage involved the systematic testing of the protective effect of Parstatin. In this part the animals were divided into three sub-groups. A sub-group received the test substance (Parstatin) at a dose of 10mg/kg just 15 minutes before intravenous infusion of iodinated contrast medium. In the other two sub-groups Parstatin was administered at a dose of either subdivided by ten times (1mg/kg) or multiplied by ten times (100mg/kg) of the original. In this phase the control group was derived from the preliminary experiments of the first stage.
As a threshold for the recognition of CIN development was the value of serum Creatinine equal to or more than 1,5 mg/dl 48 hours after injection of the CM. A representative sample of experimental animals was euthanized 48 hours after receiving the CM in order to perform histological examination and analysis.
Results:
The first part of the study included a total of 32 animals. In 7 of them only a simulation experiment was performed (group sham) to define baseline values of sCr. The mean serum Creatinine in this group was 0,90mg/dl (Cl:0,80-1,10). Following experiments showed that greater reproducibility of the model is achieved with injection rate of the contrast medium contrast between 2.5 έως 3,0 ml/min. Based on that the total contrast agent was administered between 28-35 minutes. In a total of 15 rabbits which were and the control group for the following experiments (control group) the mean sCr was 3,09 mg/dl (CI:2,40-4,00), while 86.7% of them developed clinically significant CIN.
Regarding the results of the second part recognized that the maximum therapeutic effect of Parstatin is accomplished with a dose of 10mg/Kg. More specifically in the group of animals (Group P10, n=18) who received the abovementioned dose the mean sCr values 48 hours after administration of the CM was 1,01 mg/dl (CI:0,93-2,34) (Statistically significant difference compared with the control group, p=0,012). This therapeutic effect was eliminated when the dose was either multiplied or divided by 10. A significantly lower number of animals developed the CIN in the treatment group (Group P10) compared with the control group (27.8% vs. 86.7%, p<0.001).
The histological results showed significantly less tubular necrosis in the group of animals treated with Parstatin compared to controls (13,13 Vs 26.60 in the control group, p = 0.0007).
Conclusion:
The test substance Parstatin successfully inhibits the development of contrast-induced nephrotoxicity in an in-vivo experimental model. The above result was verified both by laboratory measurements of serum Creatinine and after histological examination of kidney specimens. The above is a very optimistic message. Nevertheless, further studies are necessary to validate the protective role of Parstatin against contrast nephrotoxicity in both experimental and clinical settings.
|
Page generated in 0.0161 seconds