• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Εφαρμογή και αξιολόγηση ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την πρόληψη του άγχους εξέτασης σε μαθητές Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού σχολείου

Γκίνη, Αικατερίνη 19 May 2015 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας ήταν η δημιουργία ενός ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος για την πρόληψη και μείωση του άγχους εξέτασης μαθητών της Ε΄και ΣΤ΄τάξης Δημοτικού Σχολείου, το οποίο θα προσέφερε την ευκαιρία σε κάθε εκπαιδευτικό να το εφαρμόσει στην τάξη με τους μαθητές του. Στη συνέχεια το ολοκληρωμένο και σχεδιασμένο πρόγραμμα υλοποιήθηκε και ελέγχθηκε πειραματικά ως προς συγκεκριμένες υποθέσεις με σκοπό αυτή η έρευνα να οδηγήσει στην αξιολόγηση του προγράμματος και της αποτελεσματικότητας του ως προς την πρόληψη/ μείωση του άγχους εξέτασης. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν μαθητές της Ε΄και ΣΤ΄τάξης του 1ου 12/θ Δημοτικού Σχολείου Σκάλας Λακωνίας. Ο αριθμός των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα ψυχοεκπαίδευσης ανέρχεται συνολικά σε 56 υποκείμενα. Τριάντα (30) μαθητές, εκ των οποίων 15 αγόρια και 15 κορίτσια, χωρίστηκαν σε δύο υποομάδες ως προς την τάξη φοίτησής του με αποτέλεσμα να προκύψει η πειραματική ομάδα Ε΄τάξης και η πειραματική ομάδα ΣΤ΄τάξης με 15 μέλη έκαστη. Οι υπόλοιποι 26 μαθητές (11 αγόρια και 15 κορίτσια) σχημάτισαν την ομάδα ελέγχου. Τα μέλη της πειραματικής ομάδας συμμετείχαν σε οκτώ συναντήσεις (μία συνάντηση/ εβδομάδα), βασισμένες σε συγκεκριμένες θεματικές και με συγκεκριμένους στόχους η καθεμιά, το χρονικό διάστημα Φεβρουάριος 2014- Απρίλιος 2014. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα εργαλεία μέτρησης και κλίμακες αξιολόγησης. Σύμφωνα με τις ερευνητικές υποθέσεις, τα μέλη της πειραματικής ομάδας θα δήλωναν λιγότερο άγχος εξέτασης μετά το πέρας της ψυχοεκπαίδευσης εν συγκρίσει με την ομάδα ελέγχου. Επίσης, τα μέλη της πειραματικής ομάδας θα εμφάνιζαν λιγότερο κοινωνικό άγχος/ φόβο αρνητικής αξιολόγησης εν συγκρίσει με την ομάδα ελέγχου μετά τη λήξη του προγράμματος και τα μέλη της πειραματικής ομάδας θα παρουσίαζαν μειωμένα καταθλιπτικά συμπτώματα σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Ως προς το άγχος εξέτασης, βρέθηκε πως τα μέλη της πειραματικής ομάδας εμφάνισαν τάση για μείωση σε δύο υπο-κλίμακες (σωματικά συμπτώματα και άσχετες ως προς το έργο συμπεριφορές ) έως και ένα μήνα μετά το πέρας του ψυχοεκπαιδευτικού προγράμματος ενώ στην υπο- κλίμακα (σκέψεις) δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά. Τέλος, ως προς το κοινωνικό άγχος και τα καταθλιπτικά συμπτώματα δεν επιβεβαιώθηκαν οι υποθέσεις. / The purpose of this research was the creation of a psychoeducational programme for the prevention and reduction of test anxiety among students in the fifth and sixth year of Primary School. This programme would offer teachers the opportunity to apply it in class with their students. The complete and designed programme was conducted and checked on an experimental basis according to certain suppositions in order for this research to lead to the evaluation of the programme and its efficiency for the prevention of test anxiety The sample of the research were students of the fifth and sixth year of the 1st Primary School in Skala, Lakonia. The number of the participants in the psychoeducational group is totally 56 students. Thirty (30) students of whom 15 were boys and 15 were girls, were divided into two subgroups according to their class. As a result two experimental groups were created the group of the fifth year and with group of the sixth year with 15 members each. The remaining 26 students (11 boys and 15 girls) formed the checking group. The members of the experimental group took part in eight meetings (one meeting per week) based on specific topics and specific goals each, the time being February 2014 to April 2014. For the data collection suitable measurement tools and scales of evaluation were used. According to the research suppositions, the members of the group would show less test anxiety after the end of psychoeducation compared to the checking team. Moreover, the members of the group would show less fear of negative evaluation compared to the checking group after the end of the programme and they would show less symptoms of depression compared with the checking group. As for the test anxiety, it was found that the members of the group showed a tendency of reduction into two sub-scales (autonomic reactions and off- task behaviors) up to one month after the end of the psychoeducational programme while no significant differences were found statistically in the sub-scale (thoughts). Finally concerning the fear of negative evaluation and the symptoms of depression suppositions were not confirmed.
2

Νοητικά μοντέλα σκέψης στα γεωφυσικά φαινόμενα : ανίχνευση σκέψης και μαθησιακών εμποδίων που εμφανίζουν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας για το φαινόμενο του σεισμού, την πρόληψη και αντιμετώπισή του

Παπαευθυμίου, Ιωάννα 21 October 2011 (has links)
Τα τελευταία χρόνια, τόσο στη διεθνή όσο και στην ελληνική επιστημονική κοινότητα, παρατηρείται ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το πώς η σκέψη των μικρών παιδιών προσεγγίζει το φυσικό κόσμο. Έτσι το πεδίο έρευνας των Φυσικών Επιστημών επικεντρώνεται στην ανίχνευση και μελέτη των βιωματικών παραστάσεων των παιδιών (Ραβάνης, 1999). Η ανίχνευση και η καταγραφή αυτών των παραστάσεων θεωρείται σημαντική, καθώς είναι παρούσες στη σκέψη των παιδιών και αποτελούν εμπόδια για την κατανόηση των επιστημονικών εννοιών και φαινομένων (Baster, 1995, Sharp, 1995). Αυτή η έρευνα διεξήχθη για να τεθεί ένα γενικότερος προβληματισμός ως προς τις σκέψεις των παιδιών της προσχολικής ηλικίας, για ένα γεωλογικό φαινόμενο που ταράσσει συχνά τον ελλαδικό χώρο, τον σεισμό, καθώς και για να διαπιστωθεί αν τα παιδιά της συγκεκριμένης ηλικίας μπορούν να ανταπεξέρθουν επαρκώς ως προς την πρόληψη και αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Έτσι, επιχειρήθηκε η ανίχνευση των νοητικών παραστάσεων των παιδιών προσχολικής ηλικίας σχετικά με τη γεωφυσικά χαρακτηριστικά της γης, για να εμβαθύνει στη συνέχεια στο φαινόμενο του σεισμού καθώς και στην πρόληψη και αντιμετώπισή του. Αρχικά, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο με βάση το οποίο σχεδιάστηκε η παρούσα έρευνα και φυσικά τα πορίσματα ερευνών που έχουν διεξαχθεί σχετικά με το υπό εξέταση θέμα. Εν συνεχεία, γίνεται αναφορά στο μεθοδολογία της συγκεκριμένη έρευνα και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα, τόσο σε κάθε φάση της ανίχνευσης όσο και συνολικά. Τέλος, ο σχολιασμός των αποτελεσμάτων, τα συμπεράσματα και η συζήτηση καθώς και οι επιπτώσεις των ευρημάτων της έρευνας που αναδύονται σχετικά με τη διδασκαλία των εννοιών που εξετάζονται, ολοκληρώνουν την παρούσα έρευνα. / In the past few year, in the international and Greek scientific community, is observed an increased interest for how the thought of children approaches the natural world. Thus, the field of research of Natural Sciences is focused in the detection and study of experiential representations of children (Ravanis, 1999). The detection and the recording of these representations are considered important, while are present in the thought of children and constitute obstacles for the comprehension of scientific significances and phenomena (Baster, 1995, Sharp, 1995). This research was carried out, in order to placed a more general reflection, as for the thoughts of children of preschool age, for a geological phenomenon that upsets often the hellenic space, the earthquake. In addition, this research was carried out in order to realize if the children of particular age are sufficiently capable to face this phenomenon as well as its prevention and confrontation. Thus, was attempted the detection of intellectual representations of children of preschool age with regard to geophysical characteristic of ground, in order to it deepens afterwards in the phenomenon of earthquake as well as in the prevention and his confrontation. Initially, it is presented the theoretical frame on which we based to drawn the present research and the conclusions of researches that have been carried out with regard to the subject under review. Then, the report continues with the methodology concept and is presented the results. Finally, the conclusion of this research represents the annotation of results, the conclusions and the discussion as well as the repercussions of discoveries of research that emerge with regard to the teaching of significances that is examined.
3

Διαχείριση της φυματίωσης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη

Τσίρος, Γεώργιος 07 April 2011 (has links)
Η φυματίωση είναι λοιμώδης νόσος μεταδιδόμενη αερογενώς και προκαλούμενη από βακτήρια τα οποία ανήκουν στην ομάδα των Μυκοβακτηριδίων και ιδιαίτερα στο σύμπλοκο της φυματιώσεως (Mycobacterium tuberculosis complex). Τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα επιδεινούμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας ανά την υφήλιο, με επίπτωση παγκοσμίως για το 2007 139/100.000 πληθυσμό, ενώ για την Ευρώπη 54/100.000 και για την Ελλάδα 5,9/100.000 πληθυσμό. Η σωστή καταγραφή των κρουσμάτων, συμβάλλει στην πραγματική αποτύπωση του μεγέθους του προβλήματος και των χαρακτηριστικών της νόσου και θα οδηγήσει σε αποτελεσματικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, ώστε να επιτευχθούν και στη χώρα μας οι στόχοι που έχει θέσει η ΠΟΥ, δηλαδή ο περιορισμός κατά το ήμισυ της νοσηρότητας και των θανάτων από φυματίωση έως το 1015, συγκριτικά με το 1990 και η εκρίζωση της νόσου έως το 2050. Στην παρούσα μελέτη έγιναν αρχικά δύο επιδημιολογικές έρευνες που αφορούσαν: α) την επιδημιολογία της φυματίωσης στη Δυτική Ελλάδα και την αξιολόγηση της πληρότητας των υποχρεωτικών δηλώσεων (2000-2003) καθώς και β) την εκτίμηση του δείκτη διαμόλυνσης σε μαθητικό πληθυσμό του Νομού Ηλείας (1994-2000). Σκοπός μας ήταν να περιγραφεί και να αναλυθεί η επιδημιολογία της φυματίωσης στη Δυτική Ελλάδα (Νομοί Ηλείας, Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας), ώστε να εξετασθεί η επάρκεια ολόκληρου του συστήματος επιτήρησης και ελέγχου για τη δηλωτέα αυτή νόσο στο ΚΕΕΛΠΝΟ, καθώς και να αξιολογηθεί η εξέλιξη του δείκτη διαμόλυνσης της φυματίωσης στο νομό Ηλείας, στα πλαίσια πρόληψης της νόσου. Για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν επίσημα στοιχεία από την ΠΟΥ, το ΚΕΕΛΠΝΟ, τις Νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, αλλά και αρχεία των νοσοκομείων ENΝΘΔΕ, του ΠΓΝ Πατρών, καθώς και του Κέντρου Υγείας Γαστούνης. Εν συνεχεία, μελετήθηκε η εφαρμογή της Άμεσα Επιτηρούμενης Θεραπείας (DOTS) σε 13 νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με φυματίωση, συγκριτικά με την έκβαση 41 πρώην διαγνωσθέντων ασθενών (μάρτυρες) χωρίς ΑΕΘ, αλλά με την έως τώρα συντηρητική αντιμετώπιση, όλοι κάτοικοι του Νομού Ηλείας. Για την ολοκλήρωση της μελέτης υπήρξε συνεργασία του Πνευμονολογικού Ιατρείου του Γ.Ν. Πύργου με τον ειδικά εκπαιδευμένο Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό, ο οποίος πραγματοποιούσε τις κατ΄ οίκον επισκέψεις και προσωπικές συνεντεύξεις στους νέους ασθενείς, στους μάρτυρες αλλά και στα μέλη των οικογένειών τους. Για την στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων μας, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS (11,0 – 15,0). Από επιδημιολογικές μελέτες προκύπτει ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζουν μια σταθερή μείωση του μέσου όρου επίπτωσης της φυματίωσης το διάστημα 1986-2006, με την Ελλάδα να έχει τις μικρότερες τιμές (4,7/100.000 το 2001 και 6/100.000 το 2007). Με βάση όμως «ενδεικτικές» επιδημιολογικές μελέτες-έρευνες της φυματίωσης στον Ελλαδικό χώρο σε αντίστοιχα διαστήματα, προκύπτει διακύμανση της επίπτωσης από 16 – 73/100.000. Αναφορικά με την έρευνά μας στη Δυτική Ελλάδα, η μέση ετήσια επίπτωση βρέθηκε να είναι 5,4 ανά 100.000 άτομα (4 Αχαΐα, 6 Αιτωλοακαρνανία, 7,2 Ηλεία), ενώ τα επίσημα στοιχεία από το ΚΕΕΛΠΝΟ παρουσιάζουν μόνο 3,8 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμό. Στην μελέτη μυκοβακτηριδιακής διαμόλυνσης για τον μαθητικό πληθυσμό του νομού Ηλείας, συγκρίνοντας τις δύο τριετίες 1994-1996 και 1998-2000, ο Μ.Ο. εξάπλωσης του ΔΜΔ για τους μαθητές του Δημοτικού μειώθηκε από 0,7% σε 0,16%, ενώ στους μαθητές του Γυμνασίου παρατηρήθηκε μια μικρή πτώση, από 2,51% σε 2,41%. Σε επίπεδο γειτονικών νομών (αλλά και αναπτυγμένων χωρών), ο μέσος φυματινικός δείκτης είναι <1%, ενώ ως εκρίζωση κατά την Π.Ο.Υ. νοείται ο περιορισμός του Δ.Δ.<0,1%. Με βάση τις διεθνείς οδηγίες, η θεραπευτική αντιφυματική αγωγή αποτελείται από INH, RIF, PZA και EMB για 2 μήνες και για τους επόμενους 4 μήνες χορηγούνται μόνο INH και RIF. Κατόπιν αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της προοπτικής μας μελέτης υπό το πρόγραμμα DOTS, προκύπτει ότι τα ποσοστά επιτυχούς θεραπείας ήταν 84,6% (προσεγγίζοντας το κατώτερο 85% που έχει θέσει ο WHO), εκ των οποίων 69,2% είχαν αρνητικά πτύελα στο τέλος της θεραπείας και 15,4% ολοκλήρωσαν την θεραπεία χωρίς μικροβιολογική εξέταση πτυέλων (2 αθίγγανοι που δε συνεργάστηκαν). Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένας ασθενής απεβίωσε και ένας εξαφανίστηκε, λόγω αλλαγής πόλης στην οποία εργαζόταν. Αντίθετα, για τους μάρτυρες μόνο το 75,6% επιβεβαιώνουν αποτελεσματικότητα της θεραπείας, το 49% έλαβε 9μηνη αντιφυματική αγωγή και το 36% 12μηνη. Η σημαντικότητα της κατ’ οίκον επιτηρούμενης θεραπείας, πέραν της επιτυχούς θεραπείας των ασθενών, παρουσιάζει οφέλη και για τα μέλη. Πριν την κατ’ οίκον επίσκεψη δεν είχε γίνει η διενέργεια Mantoux στο 43,3%, από τα μέλη των ασθενών, στους οποίους και έγινε κατά την επίσκεψη στις οικίες τους από το Γενικό Ιατρό. Αντίθετα, το ήμισυ από τα μέλη των οικογενειών των μαρτύρων, κατά την διάγνωση του ασθενούς τους, δεν προσήλθαν στο νοσοκομείο για διενέργεια Mantoux. Μετά τις επισκέψεις στις οικίες από τον Γενικό Ιατρό, τηρήθηκε απόλυτα η εφαρμογή των μέτρων πρόληψης και συνθηκών διαβίωσης (αερισμός, φωτεινότητα, καθαριότητα, συγχρωτισμός, κ.τ.λ.) στα μέλη των ασθενών. Στα δε μέλη των μαρτύρων ούτε εκεί εφαρμόζονταν σωστά (92,3%) μέτρα πρόληψης – προφύλαξης και αυτό συνέβη καθ’ όλη την διάρκεια θεραπείας του ασθενούς. Σχετικά με τη νοσηρότητα των μελών, από τους 30 συγγενείς – μέλη των ασθενών, οι 4 (13,3%) χρειάστηκαν χημειοπροφύλαξη, ενώ από τους 111 συγγενείς – μέλη των μαρτύρων, οι 14 (12,6%) χρειάστηκαν χημειοπροφύλαξη και οι 7 (6,3%) νόσησαν και έλαβαν θεραπεία. Συμπερασματικά, η σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος δεν έγκειται μόνο στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, αλλά και στην αξιόπιστη καταγραφή των κρουσμάτων που θα μας ευαισθητοποιήσουν στο να αντιληφθούμε την πραγματικά ανησυχητική διάσταση του προβλήματος και να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικότερους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης. Για την πληρέστερη δήλωση των κρουσμάτων, θα πρέπει να υπάρχει ευαισθητοποίηση και ένα εύκολο και προσιτό δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ του ΚΕΕΛΠΝΟ, των Νοσοκομειακών αλλά και των ιδιωτών ιατρών, των Κ.Υ. αλλά και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, προκειμένου να κατανοηθεί επακριβώς ο τρόπος καταγραφής και αποστολής των στοιχείων, κατόπιν διάγνωσης των κρουσμάτων. Η άμεσα επιτηρούμενη θεραπεία, στοχεύει όχι μόνο στη σωστή παρακολούθηση και ίαση των ασθενών με φυματίωση, αλλά και στην εκπαίδευση των μελών των οικογενειών τους σε θέματα πρόληψης και βελτίωσης των επιβαρυντικών παραγόντων διαβίωσης, μειώνοντας σημαντικά τη νοσηρότητα του πληθυσμού. / Tuberculosis is an infectious disease transmitted aerogen and caused by bacteria which belong to the Mycobacterium tuberculosis complex. In the past few years it constitutes an increasing problem of public health with a worldwide incidence rate of 139/100 000 population in the year 2007, while in Europe the incidence was 54 and in Greece 5.9, respectively. The accurate recording of cases contributes to the actual mapping of the burden of the disease leading thus to focused therapeutic interventions, which can be also achieved in our country, according to the goals set by WHO, i.e. the decrease of morbidity and mortality from tuberculosis at least the half until 2015, in comparison to 1990 and the eradication of the disease until 2050. In the present research two epidemiologic studies were carried out, concerning a) the epidemiology of tuberculosis in Western Greece and the evaluation of completeness of TB notifications (2000-2003), b) the estimation of tuberculin status in school population in the Prefecture of Ilia (1994-2000). The aim of the studies was to described and analyze the epidemiological characteristics of tuberculosis in Europe in comparison to Greece, to describe and analyze the epidemiology of tuberculosis in Western Greece (Prefectures Ilia, Achaia, Etoloakarnania) and to evaluate the completeness of TB notifications in order to examine the effectiveness of the surveillance system and the effectiveness of disease control and prevention, as well as to evaluate the tuberculin status in the prefecture of Ilia, in order to examine if satisfactory progress has been achieved in the control and prevention of tuberculosis. For these purposes, official data of WHO, KEELPNO (Hellenic Centre of Disease Control), the local and prefectoral self-administrations were used, as well as records of the hospitals in the examined area and of the Health Centre of Gastouni. Furthermore, a study was carried out, implementing a Directly Observed Treatment Short Course (DOTS) programme in the prefecture of Ilia (Western Greece) and assessing the efficacy of the WHO-recommended strategy in 13 newly detected pulmonary tuberculosis cases in comparison to 41 TB cases managed conventionally. In collaboration with the clinic of pulmonology of the general hospital of Pyrgos a general practitioner who was educated in DOTS strategy carried out home visits and completed a questionnaire in a face-to-face interview with the newly diagnosed patients, the past treated patients as well as the household members of the patients. All statistical analyses were performed using SPSS for Windows (v.11.0 – v.15.0). According to the results of the epidemiological studies, the countries of the European Union present a steady decline of the average incidence of tuberculosis (<20/100 000), with Greece presenting the lowest rates (4.7/100 000, 2001). Based on other “indicative” epidemiological studies carried out in Greece, the incidence of tuberculosis varies from 16 – 73, respectively. In regard to the study performed in Western Greece, the mean annual incidence was found to be 5.4 (4 in Achaia, 6 in Etoloakarnania and 7.2 in Ilia), respectively, while the official data from KEELPNO for Western Greece revealed only 3.8 cases per 100 000 population. Finally, for the school population in the prefecture of Ilia, comparing the two three-year periods from 1994-1996 and 1998-2000, the mean prevalence of positive tuberculin status in the primary schoolchildren declined from 0.7% to 0.16%, while in the secondary schoolchildren we observed a very small decline, from 2.51% to 2.41%. In the neighboring prefectures (but also in developed countries), the mean prevalence of positive tuberculin status is <1%, while as indicator for eradication WHO determine a positive tuberculin status<0.1%. Based on the international guidelines, the antituberculosis therapy comprises INH, RIF, PZA and EMB for 2 months and for the following next 4 months only INH and RIF are taking. The evaluation of the results of the prospective DOTS study shows treatment success in 84.6% (approximating the lower limit of 85% set by the WHO), out of them 69.2% had negative saliva swab test at the end of treatment and 15.4% completed the treatment without microbiological examination of the saliva (2 gypsies who showed non compliance). One case under DOTS programme died during the study and one was lost to follow-up, because of change of residence. On the contrary, among the past treated cases 75.6% confirmed treatment effectiveness, in 49% after 9 month therapy duration and in the 36% after 12, respectively. The importance of the Directly Observed Treatment Short Course, beyond the successful treatment of patients, presents benefits also for the household members. Before the 1st home visit, Mantoux test was not carried out in 43.3% of the household members, but performed in all members during the 1st home visit by the general practitioner. On the contrary, 50% of the household members of the past treated patients had not carried out Mantoux test after diagnosis confirmation in the past treated patients, since they did not visit the hospital/health center for vaccination. After the doctor’s home visits, the family members adhered to the preventive measures and adequate living conditions (airing, brightness, cleanness, etc.). In the members of past treated patients the preventive measures were not met in 92.3% during the whole treatment period. With regard to the morbidity of the members of DOTS patients, from the 30 household members 4 (13.3%) needed chemoprophylaxis, while from the 111 members of past treated patients, 14 (12.6%) needed chemoprophylaxis and 7 (6.3%) antituberculosis treatment. In conclusion, the adequate confrontation of the problem does not lie only in the early diagnosis and treatment of TB, but also in the reliable notification of cases, in order to create public awareness of the burden and to implement more effective control and prevention measures. For optimal monitoring a more accurate and to all accessible communication network with proper and sincere co-operation between all actors (KEELPNO, hospitals, doctors in private praxis, health centers and prefectoral self-governments) is needed, in order to improve the accuracy of the notification system. The Directly Observed Treatment Short Course aims not only in the appropriate control and cure of the TB patients, but also in the education of the household members, in regard to prevention and improvement of aggravating risk factors, decreasing thus considerably the burden of the disease.

Page generated in 0.0318 seconds