• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 36
  • 2
  • Tagged with
  • 38
  • 36
  • 15
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Διερεύνηση του ρόλου του μονοξειδίου του αζώτου στους μηχανισμούς ρύθμισης της αγγειογένεσης

Σάκκουλα, Ελένη 09 April 2010 (has links)
- / -
12

Λειτουργικός και βιολογικός ρόλος της αλληλουχίας Arg-Gly-Asp(RGD) στο μόριο της θρομβίνης

Παπακωνσταντίνου, Ματθαίος 03 August 2010 (has links)
- / -
13

Η θρομβίνη και ο υποδοχέας της PAR-1, ως στόχοι για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων στην αντιμετώπιση ασθενειών που σχετίζονται με την αγγειογένεση

Ζανιά, Παναγιώτα 08 September 2010 (has links)
- / -
14

Επίδραση της ιοντίζουσας ακτινοβολίας στην αγγειογένεση

Χατζηκωντή, Όλγα 30 March 2010 (has links)
- / -
15

Επίδραση της ιοντίζουσας ακτινοβολίας στην αγγειογένεση

Χατζηκώντη, Όλγα 02 June 2010 (has links)
- / -
16

Μελέτη της ιστικής κατανομής in vivo της παρστατίνης και των αναλόγων της σε οφθαλμούς και νεφρούς επίμυος με την τεχνική της μικροσκοπίας φθορισμού

Κεφάλα, Σωτηρία 30 May 2012 (has links)
Αγγειογένεση καλείται ο σχηματισμός νέων αγγείων από προϋπάρχοντα δίκτυα αιμοφόρων αγγείων σε προηγουμένως ανάγγειες δομές. Η αγγειογένεση συμμετέχει σε μια πλειάδα νοσημάτων (π.χ. καρκίνος, ρευματοειδής αρθρίτιδα) συμβάλλοντας καθοριστικά στην παθογένεια αυτών των καταστάσεων και στην ανάπτυξη επιπλοκών. Στον οφθαλμό, η παθολογική αγγειογένεση στις διάφορες στιβάδες του οργάνου αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης στον Δυτικό κόσμο, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ανάπτυξης νέων αντι-αγγειογενετικών παραγόντων, ικανών να κατανεμηθούν ενδοφθαλμίως και να αναστείλουν αποτελεσματικά τόσο την εν εξελίξει όσο και την εγκατεστημένη αγγειογένεση. Η Παρστατίνη αποτελεί το ελεύθερο πεπτίδιο 41 αμινοξέων που προκύπτει από την πρωτεολυτική διάσπαση του αμινοτελικού άκρου του ανθρώπινου υποδοχέα PAR1 κατά την ενεργοποίησή του από τη θρομβίνη. Προηγούμενες πειραματικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η Παρστατίνη καταστέλλει την αγγειογένεση στον οφθαλμό και ασκεί καρδιοπροστατευτική δράση σε βλάβες εξ ισχαιμίας/επαναιμάτωσης. Επίσης, έχει δειχθεί ότι τα πεπτιδικά υπομόρια της Παρστατίνης, Π1-26 και Π24-41, παρουσιάζουν εξειδικευμένη δράση και επιδρούν εκλεκτικά στην προστασία του μυοκαρδίου και στην αναστολή της οφθαλμικής νεοαγγειογένεσης, αντιστοίχως. Σύμφωνα με αυτά τα πειράματα, οι δράσεις των Π1-26 και Π24-41 είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του μητρικού μορίου, Παρστατίνη. Σκοπός της τρέχουσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ιστικής κατανομής in vivo της Παρστατίνης και των αναλόγων-πεπτιδίων (Π1-26, Π24-41) αυτής στον οφθαλμό και στον νεφρό επίμυος. Η Παρστατίνη και τα ανάλογα-πεπτίδιά της (Π1-26, Π24-41) σημασμένα με FITC χορηγήθηκαν υπό τον βολβικό επιπεφυκότα ή ενδοφλεβίως, σε υγιείς αρσενικούς επίμυες. Ακολούθως τα πειραματόζωα θανατώθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και οι ιστοί (οφθαλμοί, νεφροί, μυοκάρδιο) απομονώθηκαν χειρουργικά. Κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας, ελήφθησαν τομές ιστών νωπού παρασκευάσματος, πάχους 10 μm, οι οποίες παρατηρήθηκαν σε μικροσκόπιο φθορισμού. Κατά την παρατήρηση των οφθαλμικών τομών με FITC-Παρστατίνη και αυτών με FITC-Π1-26, ισχυρό σήμα φθορισμού ανιχνεύτηκε στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς. Δεν παρατηρήθηκε σήμα φθορισμού στις εσώτερες στιβάδες του οφθαλμού. Ειδικότερα για την FITC-Παρστατίνη, η κατανομή του σήματος φθορισμού δεν μεταβλήθηκε σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα που κυμάνθηκαν από 30 λεπτά έως 19 ώρες. Συγκριτικά με τα παραπάνω αποτελέσματα, οι αντίστοιχες οφθαλμικές τομές με FITC-Π24-41 ανέδειξαν ισχνό σήμα φθορισμού στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς, χωρίς να συνοδεύεται από σήμα φθορισμού στις έσω ανατομικές δομές του οργάνου. Στις τομές νεφρού και μυοκαρδίου, ο ισχυρός αυτοφθορισμός δεν επέτρεψε τη μελέτη της ιστικής κατανομής των πεπτιδίων. Συμπερασματικά, καταδεικνύεται ότι η χορήγηση υπό το βολβικό επιπεφυκότα της Παρστατίνης και των πεπτιδικών αναλόγων της, του Π1-26 και του Π24-41 δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη οδό χορήγησης για την ενδοφθάλμια κατανομή των χορηγούμενων ουσιών. / Angiogenesis refers to the formation of new blood vessels from pre-existing vasculature in previously avascular structures. Angiogenesis is an important component of numerous diseases (such as cancer, rheumatoid arthritis etc), contributing in the pathogenesis of these conditions. In the western world, pathological ocular angiogenesis constitutes the major cause of irreversible vision loss. Consequently, this fact gives rise to the need for the development of new anti-angiogenic agents, characterized by successful intraocular delivery and effective inhibition of developing angiogenesis and regression of already established vessels. Parstatin is a 41-amino acid peptide, released through proteolytic cleavage of the human PAR1 receptor N-terminal region upon activation by thrombin. Experimental studies have demonstrated that Parstatin suppresses ocular neovascularization and has a potential therapeutic role in the protection of myocardium by ischaemia and reperfusion injury. In addition, it has been shown that the Parstatin fragments, P1-26 and P24-41, have distinct effects in protecting myocardium and inhibiting ocular neovascularization, respectively. In fact, these effects are more potent than the native Parstatin. The aim of the present study was the in vivo evaluation of tissue-distribution of Parstatin and its peptide fragments (P1-26, P24-41) in rat eyes and kidneys. To address this question, Parstatin and its peptide analogues (P1-26, P24-41) were conjugated with FITC. Pathogen-free male rats received subconjunctival or intravenous injections of the FITC-labeled peptides. Following euthanasia of rats at different time points after the injections were performed, the tissues (eyes, kidneys, hearts) were surgically excised from the respective animals. After treatment, the fresh-frozen tissues were sectioned sagittally into 10 μm thick slices and observed using fluorescence microscope. When sections of eyes treated with FITC-Parstatin and those ones treated with FITC-P1-26 were examined, intensive FITC signal was detected at the sites of administration and at periocular tissues. FITC signal was not observed in internal ocular layers. Regarding FITC-Parstatin, the distribution of specific signal showed no variability during different time intervals which ranged from 30 minutes to 19 hours. As compared to the above results, the respective ocular sections with FITC-P24-41 revealed weak FITC signal at the injection sites and at periocular tissues, accompanied by no detection of intraocular localization. On the other hand, high autofluorescence present in kidney sections and heart sections did not allow the investigation of tissue-distribution of the peptide molecules. In the present study, it appeared that subconjunctival administration of Parstatin and of its peptide fragments, P1-26 and P24-41, is not the appropriate route for the drug delivery into the internal ocular tissues.
17

Μελέτης [sic] της αγγειογενετικής δράσης του νευρικού αυξητικού παράγοντα (NGF) σε μοντέλο ισχαιμίας οπίσθιων άκρων κονίκλων

Καρατζάς, Ανδρέας 15 September 2014 (has links)
Η περιφερική αρτηριοπάθεια αποτελεί μία νόσο με αυξημένη επίπτωση στις σύγχρονες χώρες. Οι τρόποι αντιμετώπισής της ποικίλουν, ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις υπάρχουσες συμβατικές θεραπείες, είτε χειρουργικές, είτε συντηρητικές. Η αγγειογένεση αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο τρόπο αντιμετώπισης. Επιτελείται ευρεία έρευνα με χρησιμοποίηση μιας μεγάλης ποικιλίας ουσιών και κυττάρων με στόχο την επίτευξη θεραπευτικής αγγειογένεσης που θα βελτιώσει την κλινική εικόνα των ασθενών με περιφερική αρτηριοπάθεια. Ο νευρικός αυξητικός παράγοντας (NGF) υπάρχουν αναφορές ότι έχει σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική και παθολογική αγγειογένεση. Βασισμένοι σε αυτές τις παρατηρήσεις, υποθέσαμε ότι ο NGF μπορεί να επάγει το σχηματισμό λειτουργικών αιμοφόρων αγγείων σε μοντέλο ισχαιμίας οπισθίων άκρων κονίκλου. Η ισχαιμία στα οπίσθια άκρα προκλήθηκε σε 34 κονίκλους με αμφοτερόπλευρο εμβολισμό της μηριαίας αρτηρίας. Την 7η, 14η και 20η ημέρα μετά τον εμβολισμό χορηγήθηκε NGF ενδομυϊκά σε ένα από τα δύο ισχαιμικά άκρα και εγχύθηκε μάρτυρας στο άλλο άκρο. Την 40η ημέρα, τα νεοσχηματισμένα παράπλευρα αγγεία διαμέτρου μεγαλύτερης των 500μm ποσοτικοποιήθηκαν με διαωτιαία ενδοαρτηριακή αφαιρετική αγγειογραφία. Πραγματοποιήθηκε, επίσης, in vivo δυναμική αξονική τομογραφία αιμάτωσης σε αμφότερα τα άκρα ώστε να διερευνηθεί η αιμοδυναμική ανάρρωση των ισχαιμικών ιστών. Η λειτουργική εκτίμηση της αιμάτωσης των άκρων έδειξε στατιστικά σημαντική αύξηση της αιματικής ροής και του όγκου αίματος στα άκρα που χορηγήθηκε NGF. Ωστόσο, η αύξηση των παράπλευρων αγγείων δεν ήταν ανιχνεύσιμη αγγειογραφικά, κάτι που υποδηλώνει ότι ο NGF ενίσχυσε τη δημιουργία τριχοειδικού δικτύου αλλά όχι την αρτηριογένεση. Ο συνδυασμός του NGF είτε με αναστολέα του TrkA είτε με αναστολέα του VEGFR-2, κατήργησε την αιμοδυναμική ανάρρωση που προκάλεσε ο NGF. Αυτό δείχνει εξάρτηση της αγγειογενετικής δράσης του NGF τόσο από το δικό του υποδοχέα άμεσα, όσο και από τον υποδοχέα του VEGF έμμεσα. Τα ανωτέρω ευρήματα προσφέρουν νέους ορίζοντες στην κατανόηση της δράσης του NGF στο σχηματισμό νέων αγγείων και στις πιθανές εφαρμογές του στη θεραπευτική αγγειογένεση. / Nerve growth factor (NGF) has been reported to play an important role in physiological and pathological angiogenesis. Based on these observations, we hypothesized that NGF may induce the formation of functional blood vessels in a hindlimb ischemic rabbit model. Hindlimb ischemia was induced in 34 rabbits bilaterally by endovascular embolization of femoral arteries. On the 7th, 14th, and 20th postembolization days, NGF was injected intramuscularly, in 1 ischemic limb, and vehicle was injected in the contralateral control limb. On the 40th day, newly developed collateral vessels (diameter .500 mm) were quantified by transauricular intraarterial subtraction angiography. Perfusion analysis of an in vivo dynamic computed tomography study was performed to the limbs to investigate the hemodynamic recovery of the distal ischemic tissues. Functional estimation of limb perfusion showed a statistically significant increase of blood flow and blood volume for NGF. However, the increase of the collateral vessels was not detectable angiographically, providing evidence for the existence of a NGF-stimulated capillary angiogenic network but not increase of arteriogenesis. The combination of NGF with either tropomyosin-related kinase type A or vascular endothelial growth factor receptor 2 antagonists abolished the NGF-induced hemodynamic recovery. These findings provide new insights into understanding the involvement of NGF in vascular formation and its applications in therapeutic angiogenesis.
18

Ο ρόλος των διαύλων KATP στην αγγειογένεση / Role of KATP channels in angiogenesis

Bukar, Umaru January 2015 (has links)
Worldwide research devotes significant effort to identify new, targetable molecular mechanisms in the field of angiogenesis, since therapeutic modulation of angiogenesis can critically alter the progression of a number of diseases. Stimulation of angiogenesis is desirable in situations characterized by tissue-damaging ischemia where blood supply is severely reduced, such as lower limb diabetic arteriopathy or following myocardial infarct. In contradistinction, stemming excessive or ectopic angiogenesis can be beneficial in situations such as solid tumor growth or in neovascular age-related macular degeneration. It has been previously shown that Hydrogen Sulfide (H2S), a new vasoactive gasotransmitter, can initiate angiogenic responses which depend on the activation of ATP-sensitive potassium channels (KATP). Intriguingly, C-type Natriuretic Peptide (CNP), which is also known to activate KATP, has been reported to promote endothelial cell growth; however, its angiogenic properties have not been explored at any depth. This pattern prompted us to investigate whether direct KATP activation induces angiogenic responses and whether endothelial responses to CNP or Vascular Endothelial Growth Factor (VEGF) indeed require KATP activation. We undertook a dual-pronged approach, based on both in vivo and in vitro experimental approaches. In vivo, chick embryo chorioallantoic membrane (CAM) angiogenesis was similarly enhanced by the direct KATP channel activator SG-209 and by the polypeptides CNP or VEGF. Two KATP inhibitors, Glibenclamide and 5-Hydroxydecanoate (5-HD), abrogated both basal and CNP-induced CAM angiogenesis. In vitro, direct activators of KATP such as Nicorandil and SG- 209 and receptor-acting agonists such as VEGF and CNP, increased proliferation and migration in the mouse brain endothelial cell line bEnd.3. In addition, VEGF and CNP induced comparable capillary tube-like formation by Human Umbilical Vein Endothelial cells (HUVECs) in low growth factor Matrigel. All these in vitro pro-angiogenic endothelial responses were effectively abrogated by Glibenclamide or by 5-HD. Transfection of HUVECs with a siRNA specifically targeting the inwardly rectifying potassium channel (Kir) 6.1 subunit decreased the expression of this subunit at both the mRNA and the protein level. The resulting knock-down of the Kir6.1 KATP subunit impaired HUVEC migration through transwells in vitro and substantially decreased tubular network formation in Matrigel in response to either the direct KATP activator SG-209 or the receptor-operating KATP activator CNP. Furthermore, the bEnd.3 endothelial cell proliferation and migration responses to SG-209 required mobilization of the “classic” endothelial pro-angiogenesis kinases Erk1/2, p38 and Akt, since the responses to SG-209 were all abolished by each of the respective kinase inhibitors. This work allows us to firmly conclude that: a) direct pharmacological modulation of KATP channels affects angiogenic responses in vitro and in vivo, b) CNP is a bona fide angiogenic factor, as potent and efficient to mobilize endothelial cells as VEGF, c) the angiogenic effects of CNP and VEGF depend on the activation of endothelial KATP channels and specifically require the expression of the Kir6.1 pore-forming KATP subunit, and finally d) KATP activation may be a common molecular mechanism that underpins angiogenesis to a wide variety of endogenous vasoactive stimuli that includes H2S, VEGF and CNP. The therapeutic implications of this work are significant: Sulfonylurea-type KATP channel inhibitors, with questionable selectivity for pancreatic β-cells, are widely used drugs to treat type II diabetes, a disease characterized by arterial dysfunction and higher incidence of myocardial and lower limb ischemia. The outcome of cardiac ischemia in diabetic patients is worse if they have been treated with sulfonylureas, indicating some, until now unresolved, deleterious cardiovascular activity of this class of compounds. The present demonstration that endothelial KATP channel activation is a common pro-angiogenic mechanism, may in part explain this unfavorable outcome of sulfonylurea treatment in diabetics. Furthermore, it raises the need to design new molecules which, while inhibiting the pancreatic KATP channels, should spare the endothelial KATP channels and the ensuing angiogenesis, thus exhibiting increased therapeutic benefit. / Σε πολλά εργαστήρια, σε παγκόσμιο επίπεδο, συντελείται σημαντική ερευνητική προσπάθεια για την ταυτοποίηση νέων μοριακών μηχανισμών στο πεδίο της αγγειογένεσης ως στόχων ανάπτυξης φαρμάκων, καθώς η θεραπευτική ρύθμιση της αγγειογένεσης μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη πολλών ασθενειών. Η διέγερση της αγγειογένεσης είναι επιθυμητή σε καταστάσεις ισχαιμίας όπου η παροχή αίματος μειώνεται σοβαρά, με αποτέλεσμα δυσλειτουργία ή νέκρωση ιστών, όπως πχ συμβαίνει κατά την εμφάνιση αρτηριοπάθειας στο διαβητικό κάτω άκρο ή μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σε αντιδιαστολή, η αναστολή υπερβολικής ή έκτοπης αγγειογένεσης μπορεί να είναι επωφελής σε καταστάσεις όπως κατά την ανάπτυξη συμπαγούς όγκου ή σε νεοαγγειακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας σχετιζόμενη με την ηλικία. Έχει δειχθεί ότι το Υδρόθειο (H2S), ένας νέος αγγειοδραστικός αέριος διαβιβαστής (gasotransmitter), μπορεί να εκκινήσει αγγειογόνες αποκρίσεις που εξαρτώνται από την ενεργοποίηση των ευαίσθητων στο ΑΤΡ διαύλων καλίου (ΚΑTP). Μας κίνησε επίσης το ενδιαφέρον η αναφορά οτι το C-νατριουρητικό πεπτίδιο (CNP), που είναι γνωστό ότι ενεργοποιεί τους ίδιους διαύλους καλίου, δύναται να προάγει τον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων. Ωστόσο, οι αγγειογενετικές ιδιότητες του CNP δεν έχουν διερευνηθεί σε βάθος. Αυτή η σύγκλιση μας ώθησε στη διερεύνηση του κατά πόσον η άμεση ενεργοποίηση των ΚΑTP διαύλων καλίου προκαλεί αγγειογενετική απόκριση και επίσης εάν η απόκριση των ενδοθηλιακών κυττάρων στο CNP ή στον αγγειακό ενδοθηλιακό αυξητικό παράγοντα (VEGF) απαιτούν πράγματι ενεργοποίηση των διαύλων ΚΑTP. Η πειραματική προσέγγιση σχεδιάστηκε με βάση τόσο in vivo, όσο και in vitro μεθόδους. In vivo, η φυσιολογικά συντελλούμενη αγγειογένεση στην χοριοαλλαντοϊκή μεμβράνη εμβρύου όρνιθας (CAM) ενισχύθηκε απο τον άμεσο ενεργοποιητή των διαύλων ΚΑTP, το μόριο SG-209, καθώς και απο τα πολυπεπτίδια CNP και VEGF. Δύο αναστολείς των διαύλων ΚΑTP, η γλιβενκλαμίδη (glibenclamide) και το 5-υδροξυδεκανοϊκό οξύ (5-HD), ανέστειλαν τόσο την αγγειογένεση υποβάθρου (basal) της χοριοαλλαντοϊκής μεμβράνης, όσο και την επαγόμενη απο το CNP αγγειογένεση το σύστημα αυτό. In vitro, άμεσοι ενεργοποιητές των διαύλων ΚΑTP όπως η νικορανδίλη (nicorandil) και το SG-209, καθώς και έμμεσοι ενεργοποιητές, μέσω αρχικής αγωνιστικής δράσης τους σε ειδικούς υποδοχείς, όπως ο VEGF και το CNP, αύξησαν τον πολλαπλασιασμό και τη μετανάστευση εγκεφαλικών ενδοθηλιακών κυττάρων ποντικού της κυτταρικής σειράς bEnd.3. Επιπλέον, ο VEGF και το CNP επάγουν με παρόμοιο τρόπο το σχηματισμό τριχοειδών αγγείων απο ενδοθηλιακά κύτταρα απομονωμένα απο φλέβα ανθρώπινου ομφάλιου λώρου (HUVEC) που δημιουργούνται σε Matrigel με χαμηλή περιεκτικότητα σε αυξητικούς παράγοντες. Όλες αυτές οι in vitro θετικές αγγειογενετικές ενδοθηλιακές αποκρίσεις αναστέλλονται παρουσία της γλιβενκλαμίδης και του 5-HD. Διαμόλυνση κυττάρων HUVECs με siRNA που στοχεύει ειδικά την υπομονάδα του δίαυλου καλίου Kir 6.1 μείωσε αποτελεσματικά την έκφραση αυτής της υπομονάδας τόσο σε επίπεδο mRNA όσο και σε πρωτεϊνικό επίπεδο. Η μείωση στην έκφραση της υπομονάδας Kir6.1 των διαύλων καλίου προκάλεσε καταστολή της μετανάστευσης των κυττάρων HUVECs σε θαλάμους τύπου φρέατος (transwells) καθώς και σημαντική απομείωση στο σχηματισμό δικτύου τριχοειδών αγγείων σε Matrigel, όταν αυτές οι αποκρίσεις επάγονται είτε απο τον άμεσο ενεργοποιητή των διαύλων ΚΑTP, το μόριο SG-209, είτε απο τον έμμεσο ενεργοποιητή των διαύλων ΚΑTP (μέσω δράσης σε ειδικούς υποδοχείες), το πεπτίδιο CNP. Επιπλέον, ο πολλαπλασιασμός και η μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων bEnd.3 που διεγείρονται ως απόκριση στο μόριο SG-209 απαιτούν κινητοποίηση των "κλασσικών" ενδοθηλιακών προ-αγγειογενετικών κινασών Erk1 / 2, p38 και Akt, δεδομένου ότι οι αποκρίσεις αυτές στον SG-209 καταστάλθηκαν απο κάθε ένα από τους αντίστοιχους αναστολείς των κινασών. Η παρούσα μελέτη μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι: α) άμεση φαρμακολογική τροποποίηση της λειτουργίας των διαύλων ΚATP επηρεάζει σημαντικά τις αγγειογόνες αποκρίσεις τόσο in vitro όσο και in νίνο, β) το CNP είναι όντως ένας αγγειογενετικός παράγοντας, τόσο ισχυρός και αποτελεσματικός για την κινητοποίηση ενδοθηλιακών κυττάρων όσο και ο VEGF, γ) οι αγγειογόνες επιδράσεις του CNP και του VEGF εξαρτώνται από την ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών διαύλων ΚΑTP και συγκεκριμένα απαιτούν την έκφραση της υπομονάδας Kir6.1 του διαύλου ΚΑTP, και τέλος δ) η ενεργοποίηση των διαύλων ΚΑTP φαίνεται οτι είναι ένας κοινός μοριακός μηχανισμός που υποστηρίζει την αγγειογένεση που διεγείρεται απο ένα ευρύ φάσμα ενδογενών αγγειοδραστικών χυμικών ερεθισμάτων, που περιλαμβάνουν το H2S, τον VEGF και το CNP. Οι επιπτώσεις της μελέτης αυτής στην θεραπευτική πράξη είναι πιθανώς σημαντικές: Οι τύπου σουλφονυλουρίας αναστολείς διαύλων των διαύλων ΚΑTP, που στοχεύουν μη-επαρκώς επιλεκτικά σε β-παγκρεατικά κύτταρα, χρησιμοποιούνται ευρέως ως φάρμακα για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου II, μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από γενικευμένη δυσλειτουργία του αρτηριακού συστήματος, με συνέπεια υψηλή επίπτωση εμφράγματος του μυοκαρδίου και ισχαιμίας των κάτω άκρων. Η εξέλιξη ενός επεισοδίου μυοκαρδιακής ισχαιμίας σε διαβητικούς ασθενείς είναι χειρότερη εάν αυτοί ακολουθούσαν φαρμακολογική θεραπεία με σουλφονυλουρίες, υποδεικνύοντας κάποια, μέχρι τώρα σε σημαντικό βαθμό ανεξήγητη, επιβλαβή καρδιαγγειακή επίδραση αυτής της κατηγορίας ενώσεων. Η παρούσα μελέτη αποδεικνύει ότι η ενεργοποίηση ενδοθηλιακών διαύλων ΚΑTP είναι ένας κοινός προ- αγγειογενετικός μηχανισμός, που μπορεί εν μέρει να εξηγήσει αυτή την αρνητική έκβαση της πρότερης θεραπείας με σουλφονυλουρίες σε διαβητικούς. Επιπλέον, η έρευνα αυτή υποστηρίζει την ανάγκη για το σχεδιασμό νέων μορίων, τα οποία, ενώ θα αναστέλλουν τους διαύλους ΚΑTP στο πάγκρεας, δεν θα επηρεάζουν τους ενδοθηλιακούς διαύλους ΚΑTP και την εξαρτώμενη απο αυτούς αγγειογένεση, και έτσι θα παρουσιάζουν, βάσει των ανωτέρω, βελτιωμένη θεραπευτική δράση.
19

Μελέτη της αγγειογένεσης στη χοριοαλλαντοϊκή μεμβράνη εμβρύου κοτόπουλου με τη μέθοδο των πλαστικών εκμαγείων

Δημητροπούλου, Χρηστιάνα 30 March 2010 (has links)
- / -
20

Ενδοθηλιακοί σύνδεσμοι κυττάρων και ο ρόλος αυτών στον έλεγχο της αγγειακής διαπερατότητας και της αγγειογένεσης

Ανδριοπούλου, Παρασκευή 30 March 2010 (has links)
- / -

Page generated in 0.0518 seconds