1 |
Μελέτη της προκαλούμενης βελτίωσης στην απόδοση εύρους ζώνης με χρήση πολλαπλών συστημάτων HAPS σε κοινή γεωγραφική περιοχήΕυαγγέλου, Ευάγγελος 28 February 2013 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο Εργαστήριο
Ασύρματης Τηλεπικοινωνίας του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και
Τεχνολογίας Υπολογιστών. Ο στόχος της εργασίας αυτής ήταν η μελέτη της
προκαλούμενης βελτίωσης στην απόδοση εύρους ζώνης με χρήση
πολλαπλών συστημάτων HAPS σε κοινή περιοχή κάλυψης.
Με γνώμονα τη συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη του σύγχρονου
ανθρώπου για ευρυζωνικές υπηρεσίες υψηλών ταχυτήτων σε περιοχές οι
οποίες είναι φτωχές σε τηλεπικοινωνιακή κάλυψη καθώς και σε περιοχές με
αυξημένη τηλεπικοινωνιακή κίνηση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι
τηλεπικοινωνίες με τη χρήση εναέριων πλατφορμών (HAPS) οι οποίες δρουν
σε πολύ χαμηλότερο ύψος από τους δορυφόρους και με σημαντικά
μικρότερες ισχείς , αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη τεχνολογία για τα
επόμενα χρόνια.
Σημαντικός παράγων στον οποίο βασίζεται οι τεχνολογία των HAPS
είναι η εξοικονόμηση του φάσματος συχνοτήτων με τη χρήση κοινής
συχνότητας εκπομπής από όλες τις πλατφόρμες , γεγονός που οδηγεί
βαθμιαία σε αύξηση των παρεμβολών που λαμβάνουν οι χρήστες.
Στόχος μας ήταν να προσδιορίσουμε τις κατάλληλες συνθήκες και
παραμέτρους ώστε ο χρήστης στο έδαφος να λαμβάνει έναν ικανοποιητικό
λόγο σήματος προς θόρυβο συν παρεμβολές (CINR) ώστε να υπάρχει
επαρκές εύρος ζώνης για τις τηλεπικοινωνιακές του ανάγκες.
Για την εξαγωγή των γραφικών παραστάσεων χρησιμοποιήθηκε το
πρόγραμμα Matlab R2010b. / This diploma thesis was developed at the Laboratory of
Wireless Communications, at the Department of Electrical an Computer
Engineering. The objective of this work was to study the improvement in the
bandwidth efficiency that occurs by using multiple high-altitude-platformsystems
(HAPS) serving a common coverage area.
Considering the even increasing need of the modern people for high
speed broadband applications in areas that have poor telecommunication
coverage and also in areas that have an increased telecommunication traffic
we came to the conclusion that the use of the HAPS operating in lower
altitude comparing to the satellites and using even lower power levels, is a
very promising technology for the years to come.
A very important factor on which the HAPS technology is based on is
the saving of the frequency spectrum by using the same transmission
frequency from all the platforms, a fact that leads to an increasing interference
level that the users receive.
Our goal was to determine the proper conditions and parameters so as
to the users on the ground receive a satisfying level of CINR in order to have
enough bandwidth efficiency for his telecommunication needs.
In order to export the graphics, we used Matlab R2010b.
|
2 |
Παράγοντες και στάσεις που επηρεάζουν τις μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις των εταιρειών με τους πελάτες τους και την επιχειρηματική απόδοση. Ποσοτική, εμπειρική μελέτη στο επιχειρηματικό δίκτυο του φαρμακευτικού κλάδουΓεωργή, Χριστίνα 02 April 2014 (has links)
Η φαρμακευτική αγορά αποτελεί έναν κρίσιμο τομέα της οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει, αφού το συναλλακτικό προϊόν της το φάρμακο, αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Σχεδόν εδώ και έναν αιώνα η κύρια πηγή ενημέρωσης των γιατρών για τα φάρμακα ήταν και είναι οι ιατρικοί επισκέπτες. Η σχέση μεταξύ γιατρού και ιατρικού επισκέπτη είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και δεν περιορίζεται ως αυστηρά επαγγελματική, αλλά έχει και κοινωνικές προεκτάσεις. Βέβαια ο γιατρός έχει την επιρροή (δύναμη στη λήψη αποφάσεων), η οποία βασίζεται στην θέση και την επιστημονική του αυθεντία (κανονιστική δύναμη-normative power). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λήψεως αποφάσεων, οι σχέσεις ιατρών-φαρμακευτικής βιομηχανίας θα περιμέναμε να είναι μάλλον ασύμμετρες, ή μη ισορροπημένες. Με αυτή την έννοια, κάποιος θα περίμενε ότι οι σχέσεις γιατρών και ιατρικών επισκεπτών θα ήσαν περισσότερο διακριτές, χωρίς έρεισμα για ανάπτυξη μακροχρόνιων δεσμών. Από τη άλλη πλευρά, οι γιατροί χρειάζονται τις νέες γνώσεις των φαρμακευτικών εταιρειών, όπως αυτές εξελίσσονται μέσα από την διαρκή κλινική και εργαστηριακή έρευνα. Έτσι η διαδικασία στη λήψη αποφάσεων είναι πολύπλοκη- μη δομημένη σε μεγάλο βαθμό, οπότε και χρειάζεται πλούσια και άμεση διαπροσωπική επικοινωνία. Για παράδειγμα, το φαρμακευτικό προϊόν έχει μη άμεσα απτές ιδιότητες (intangible), διότι την δράση του (απόδοσή του) δεν μπορούμε να τη γνωρίζουμε, αν ο ασθενής δεν το καταναλώσει. Επομένως, ο γιατρός θα πρέπει να αναπτύξει εμπιστοσύνη σε κάποιες παραμέτρους κατά περίπτωση (π.χ. όνομα φαρμάκου, κλινικές μελέτες, αξιοπιστία ιατρικού επισκέπτη, κλπ), που πάντως καθιστούν την διαδικασία λήψης απόφασης αρκετά πολύπλοκη. Την ίδια στιγμή, οι φαρμακευτικές εταιρείες προσπαθούν να ασκούν και τον ρόλο ενός εμπειρογνώμονα, ασκώντας επιρροή γνώσης (referent power) κάνοντας έτσι την σχέση μεταξύ των παραπάνω δρώντων πιο ισόρροπη και συμμετρική.
Παρόλο το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει στην υπάρχουσα φαρμακευτική αγορά και τις μεμονωμένες μελέτες, απ’ όσο γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, δεν έχει εμφανισθεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο, που να εξετάζει συνολικά τις σχέσεις μεταξύ ιατρών και των αντιπροσώπων των φαρμακευτικών εταιριών (των ιατρικών επισκεπτών).
Σκοπός της παρούσας ποσοτικής μελέτης είναι να καλύψει σε ένα βαθμό αυτό το κενό στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός της παρούσας διατριβής συνίσταται στην μορφοποίηση ενός θεωρητικού μοντέλου ανάπτυξης μακροχρονίων σχέσεων μεταξύ γιατρών και ιατρικών επισκεπτών, που περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν, ως ανεξάρτητες μεταβλητές τις επικοινωνιακές ικανότητες και ικανότητες ανάπτυξης σχέσεων εκ μέρους των ιατρικών επισκεπτών, αφ’ ετέρου δε, ως εξαρτημένες μεταβλητές μακροχρονίων σχέσεων, την εμπιστοσύνη και την δέσμευση των ιατρών και ως εξαρτημένες μεταβλητές αποτελεσματικότητας, την απόδοση των ιατρικών επισκεπτών και την ικανοποίηση των ιατρών. Το μοντέλο, επίσης, εξετάζει την ικανότητα περιβαλλοντικών μεταβλητών όπως είναι η αβεβαιότητα, ο δυναμισμός και η ένταση του ανταγωνισμού, της σύγκρουσης μεταξύ ιατρών-ιατρικών επισκεπτών, καθώς και των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των ιατρών, να παίξουν τον ρόλο των επιδρώντων παραγόντων (contingency factors) στις σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξηρτημένων μεταβλητών. Εκτός των άλλων, η έρευνα ειδικότερα επιχειρεί να αποτυπώσει και την εικόνα της ελληνικής φαρμακευτικής αγοράς, θεωρούμενης ως δυνητικό πλαίσιο ανάπτυξης σχέσεων γιατρών-ιατρικών επισκεπτών.
Η μορφοποίηση του θεωρητικού μοντέλου βασίσθηκε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και αρθρογραφία που αντλήσαμε από τα επιστημονικά πεδία του μάρκετινγκ επιχειρήσεων (business-to-business marketing), του σχεσιακού μάρκετινγκ (relationship marketing), του φαρμακευτικού μάρκετινγκ, καθώς και της επιχειρηματικής ψυχολογίας. Επίσης βασίσθηκε σε πρωτογενή στοιχεία, με συνεντεύξεις από αντιπροσωπευτικούς συμμετέχοντες (key-informants), που αφορούσε κυρίως την προσαρμογή κλιμάκων μέτρησης στο περιβάλλον της έρευνάς μας. Τόσο η δειγματοληψία, όσο και οι στατιστικές αναλύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, βασίσθηκαν στην σχετική επιστημονική βιβλιογραφία και αρθρογραφία. Το μοντέλο μας ελέχθηκε με μια σειρά αναλύσεων συσχέτισης, παλινδρομήσεων, t-test και ανάλυσης δομικών εξισώσεων (structural equation modeling), όλες βασισμένες σε αθροιστικές μεταβλητές (παράγοντες), οι οποίες είχαν προηγουμένως ελεχθεί ως προς την αντιπροσωπευτικότητα, αξιοπιστία και εγκυρότητά τους.
Συμπερασματικά, όπως φάνηκε από τις αναλύσεις παλινδρόμησης, οι επικοινωνιακές ικανότητες και οι ικανότητες ανάπτυξης σχέσεων του ιατρικού επισκέπτη έχουν αρκετές στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με τις εξηρτημένες μεταβλητές του μοντέλου μας, την ανάπτυξη εμπιστοσύνης και δέσμευση του γιατρού, και στη συνέχεια με την αποτελεσματικότητα του ιατρικού επισκέπτη, επαληθεύοντας έτσι, τις περισσότερες από τις υποθέσεις της έρευνας. Επίσης, οι στατιστικοί δείκτες κατέδειξαν ότι το μοντέλο δομικών εξισώσεων που χρησιμοποιήσαμε συνολικά είναι δυνατό (έχει στατιστική σημαντικότητα).
Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα, φαίνεται να είναι διακριτός ο τρόπος ανάπτυξης σχέσεων των γιατρών με τους ιατρικούς επισκέπτες σε δύο επίπεδα, στο κοινωνικό και στο επαγγελματικό. Έτσι, εξαιρετικά ανεπτυγμένες προσωπικές σχέσεις με έναν γιατρό δεν συνεπάγονται αυτόματα και την συνταγογράφηση του φαρμάκου που εκπροσωπεί το ιατρικός επισκέπτης, από τον συγκεκριμένο γιατρό.
Όσον αφορά την ανάλυση των ψυχογραφικών χαρακτηριστικών των γιατρών, προέκυψαν δύο ομάδες, οι αλτρουιστές και οι πραγματιστές. Από την συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών ομάδων με τις μεταβλητές της έρευνας φαίνεται ότι οι πραγματιστές εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τον ιατρικό επισκέπτη και στον τρόπο που αυτός ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους. Από την άλλη πλευρά, οι αλτρουιστές φαίνεται ότι είναι στραμμένοι περισσότερο και προς την γενικότερη ανάπτυξη σχέσεων και την απόκτηση πληροφόρησης γύρω από τα φάρμακα, για αυτό και φαίνεται να δίνουν μεγάλη σημασία στην ικανοποίηση από την επικοινωνία.
Αναφορικά με τους παράγοντες επιρροής (contingency factors) του περιβάλλοντος, παρατηρούμε ότι υψηλός ανταγωνισμός, υψηλός δυναμισμός (μεταβλητικότητα της τεχνολογίας) και υψηλή αβεβαιότητα επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξηρτημένων μεταβλητών. Το περιβάλλον είναι εκείνο μέσα στο οποίο λειτουργεί η σχέση και, όπως φαίνεται, επηρεάζει τις συνιστώσες της. Ομοίως, η σύγκρουση μεταξύ γιατρού-ιατρικού επισκέπτη, καθώς και η προσωπικότητα του γιατρού φαίνεται ότι επηρεάζουν τις υπό εξέταση σχέσεις της μελέτης μας.
Tα συμπεράσματα οδηγούν σε ορισμένες επιπτώσεις και προτάσεις για τα στελέχη των φαρμακευτικών εταιρειών καθώς και σε προτάσεις για περαιτέρω έρευνα. / The pharmaceutical market is a key asset of the economy and the society in general, since drugs, its transaction products, are public goods. For almost a century, the main source of information for doctors, about medicines, are pharmaceutical representatives. The relationship between a physician and a pharmaceutical representative is particularly complicated, and it is not stringent professional but has also social implications. Of course, the doctor has the power in decision making, which is based on position and scientific authority (normative power). In such decision making context, relations between doctors and pharmaceutical industry would be expected to be rather asymmetrical, or unbalanced. In this sense, one would expect that the relationships of doctors and pharmaceutical representatives would be more distinct, without the basis for developing long term bonds. On the other hand, doctors need new scientific data, as knowledge progresses through the ongoing clinical and laboratory research of the pharmaceutical companies. So the decision-making process is complex, greatly unstructured, and requires frequent face to face communication. For example, medicines do not have directly tangible properties, because we cannot know the action (performance) of any medicine, if the patient does not consume it first. Therefore, the physician should initialliy develop confidence in some parameters of the drug as appropriate (e.g. brand name of the drug, clinical trials, pharmaceutical representative reliability, etc.), which, however, makes the decision process very complicated. At the same time, pharmaceutical companies are trying to perform the role of an expert, exerting influence knowledge (referent power) thus making the relationship between these actors more balanced and symmetrical.
Despite the increased interest in the pharmaceutical market and the individual studies that exist to date, there has not emerged, to our knowledge, an integrated model that comprehensively address the relationships between doctors and representatives of pharmaceutical companies.
The purpose of this quantitative study is to cater to a certain extent this gap in the existing literature. More specifically, the purpose of this study is to formulate a theoretical model for developing long-term relationships between doctors and pharmaceutical representatives, which includes on one hand, as independent variables communication skills and relationship development skills by pharmaceutical representatives, and on the other hand as dependent variables of longterm relationships, trust and commitment of doctors and dependent variables of effectiveness, the performance of pharmaceutical representatives and satisfaction of physicians. The model also examines the ability of a.) environmental variables such as uncertainty, dynamism and intensity of competition, b.) conflict between doctors and pharmaceutical representatives, and c.) psychographic characteristics of physicians, playing the role of contingency factors in relationships between independent and dependent variables. Among other things, the research specifically seeks to capture the image of the Greek pharmaceutical market, viewed as a potential framework for developing relations between doctors and pharmaceutical representatives.
In conclusion, as shown by the regression analysis, communication skills and relationship skills development of the pharmaceutical representative have several statistically significant correlations with the dependent variables of our model, trust and commitment of the doctor, and the effectiveness of the pharmaceutical representative, confirming thus, most of the hypotheses of the research. Also, statistical indicators show that the structural equation model is overall possible (is statistically significant).
However, according to the findings it appears that doctors are developing relationships with pharmaceutical representatives in two distinct levels, social and professional. So highly developed personal relationships with one doctor, does not automatically imply prescribing the drug, the pharmaceutical representative promotes, from the individual physician.
Regarding the analysis of psychographic characteristics of the physicians, emerged two groups, altruists and pragmatists. From the correlation between these two groups with the variables of the survey it seems that pragmatists focus their interest on developing trust with the pharmaceutical representative and on his responsiveness. On the other hand, altruists seem to be mainly facing towards overall development of relationships, the acquisition of information about medicines, and to give great importance to the satisfaction from communication.
With respect to contingency factors, as far as environment is concerned, we observe that high competition, high dynamism (variability technology) and high uncertainty affect the relations between the independent and dependent variables. The environment is the one in which the relationship operates and as it is shown affects its components. Similarly, conflict between doctor and pharmaceutical representative, and doctor's personality appear to influence ongoing relationships of our study.
These conclusions lead to some implications and suggestions for managers of pharmaceutical companies as well as suggestions for further research.
|
3 |
Επίδραση των πρακτικών διοίκησης ολικής ποιότητας στην απόδοση ξενοδοχειακών επιχειρήσεωνΓιαννακοπούλου, Μαρία 25 May 2015 (has links)
Είναι γεγονός, ότι η Διοίκηση Ολικής Ποιότητας είναι μια έκφραση της Οργάνωσης και Διοίκησης των Επιχειρήσεων και έχει υιοθετηθεί σε μεγάλο βαθμό από επιχειρήσεις παγκοσμίως, αποτελώντας ένα ισχυρό εργαλείο για τη βελτίωση των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Η ποιότητα αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους ανταγωνιστικούς παράγοντες για τη μακροπρόθεσμη ικανοποίηση των πελατών. Ως εκ τούτου, η αποτελεσματική διοίκηση της ποιότητας των προϊόντων-υπηρεσιών, ξεκινάει από την αξιόπιστη και ακριβή μέτρηση της συνεισφοράς της ποιότητας, τόσο στον οργανωτικό σχεδιασμό όσο και στην οργανωτική απόδοση.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι μέσω τόσο μιας θεωρητικής ανασκόπησης όσο και ενός ερευνητικού κομματιού να αναλυθεί η σημασία των πρακτικών Διοίκησης Ολικής Ποιότητας στον τομέα των ξενοδοχείων, ώστε στη συνέχεια να αποφανθούμε κατά πόσο αυτές σχετίζονται με την βελτίωση της απόδοσης των ξενοδοχείων. / It is a fact that TQM is an expression of Organization and Management of Business and has been adopted widely by businesses worldwide, providing a powerful tool for improving products and services.
Quality is one of the most important competitive factors for long-term customer satisfaction. Therefore, the effective management of quality of products and services starts from the reliable and accurate measurement of the contribution of quality, both in organizational design and in the organizational performance.
The purpose of this work is through both a theoretical background and a research track to analyze the importance of TQM practices in the hotel, so then to judge whether these relate to improving the performance of hotels.
|
4 |
Εταιρική κοινωνική ευθύνη και χρηματοοικονομική απόδοση : Η περίπτωση της Π.Γ. ΝΙΚΑΣ Α.Β.Ε.Ε.Καφετζή, Μαρία 07 July 2015 (has links)
Η διπλωματική εργασία διερευνά τη σημασία του θεσμού της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και της Χρηματοοικονομικής Απόδοσης μέσα στη σύγχρονη επιχειρηματική δραστηριότητα. Για το σκοπό αυτό, αρχικά παρουσιάζονται οι δυο αυτές έννοιες και στην συνέχεια γίνεται αναφορά στο πώς διάφορες έρευνες καταλήγουν στην σχέση τους.
Η εργασία χωρίζεται σε δυο μέρη. Το ποιοτικό που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και στηρίζεται κυρίως σε ένα μεγάλο εύρος παγκόσμιων και ευρωπαϊκών βιβλιογραφικών πηγών που αφορούν την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και την Χρηματοοικονομική απόδοση και το ποσοτικό που χρησιμοποιείται κυρίως για την χρήση των αριθμοδεικτών στο 5 κεφάλαιο. / This thesis explores the importance of the institution of Corporate Social Responsibility and Financial Performance in contemporary business. For this purpose, initially presented these two concepts, and then referring to how various investigations resulting in the relationship.
The task is divided into two parts. The quality that includes the majority of the task and is mainly based on a wide range of global and European literature sources relating to Corporate Social Responsibility and Financial Performance and quantitative used mainly for using the indicators in Chapter 5.
|
5 |
Συστηματική μελέτη της απόδοσης εκπομπής φωτός και των αντίστοιχων ενδογενών φυσικών χαρακτηριστικών μονοκρυσταλλικών σπινθηριστών, με ενεργοποιητή τρισθενές δημήτριο (Ce3+) σε ευρεία κλίμακα ενεργειών (20kV-18MV) για ιατρικές εφαρμογές / Systematic study of the light emission efficiency and the corresponding intrinsic physical characteristics of single crystal scintillators, doped with the trivalent cerium (Ce3+) activator, in wide energy range (from 20kV-18MV) for medical applicationsΒαλαής, Ιωάννης 14 October 2008 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να συμβάλει στην επιλογή του βέλτιστου σπινθηριστή ανάμεσα σε αυτούς που χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα απεικονιστικά συστήματα τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων PET και PET μικρών ζώων, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ένα ανιχνευτικό σύστημα πολλαπλών εφαρμογών PET/CT, MV CBCT, κλπ.) με έναν κοινό ανιχνευτή. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν δείγματα από τους ακόλουθους κρυσταλλικούς σπινθηριστές: α) πυριτικού οξειδίου του γαδολινίου (GSO), β) πυριτικού οξειδίου του λουτεσίου (LSO), γ) πυριτικού οξειδίου του λουτεσίου-υτρίου (LΥSO), δ) αλουμινικού οξειδίου του υτρίου (YAP) και ε) αλουμινικού οξειδίου του λουτεσίου-υτρίου (LuYAP). Όλα τα δείγματα των σπινθηριστών ήταν ενεργοποιημένα με τρισθενές δημήτριο (Ce+3). Η μελέτη έγινε σε ευρεία κλίμακα ενεργειών (20kV-18MV). / The aim of this thesis was to select the best scintillator among the ones currently used in PET and animal PET systems, which could be used in a single detector multimodality scanner. To this aim crystal samples of GSO, LSO, LYSO, LuYAP and YAP scintillators, doped with cerium (Ce+3) were examined under a wide energy range (from 20kV-18MV). Measurements concerning determination of absolute efficiency, energy absorption efficiency, intrinsic conversion efficiency, detector optical gain and detector quantum efficiency, giving information on light yield and the intrinsic properties of the scintillators. Information on the compatibility of the light emission spectrum of the scintillators with the currently used optical photon detectors was obtained by calculating the spectral matching factors of each scintillator examined.
|
6 |
Προσεγγιστικά αναλυτικά μοντέλα για τη μελέτη της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεμένων δικτύων μεταγωγήςΣτεργίου, Ελευθέριος 05 January 2011 (has links)
H παρούσα ερευνητική εργασία αφορά την εκτίμηση της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής. Για την εκτίμηση της απόδοσης αναπτύχθηκαν προσεγγιστικά αναλυτικά μοντέλα τα οποία και παρουσιάζονται στην εργασία αυτή. Πιο συγκεκριμένα:
1. Παρουσιάζεται μια πρωτότυπη ολοκληρωμένη μεθοδολογία εύρεσης της απόδοσης αυτό-δρομολογούμενων απλών πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων (πχ κλασσικά δίκτυα banyan) τα οποία συγκροτούνται από συμμετρικά στοιχειώδη συστήματα μεταγωγής (πχ 2x2 Switch Element). Το μοντέλο που δημιουργήθηκε βασίστηκε στην λειτουργία και την συμπεριφορά μιας τυχαίας μνήμης (ουράς) ενός στοιχειώδους συστήματος μεταγωγής. Βασιζόμενοι στην ανάλυση, η οποία συμπεριλαμβάνει έναν επαναληπτικό αλγόριθμο ο οποίος συγκλίνει σε πολύ λίγες επαναλήψεις, υπολογίζουμε την Χρησιμοποίηση των ουρών του συστήματος. Στην συνεχεία προσδιορίζουμε τους λοιπούς δείκτες απόδοσης.
2. Παρουσιάζεται διαδικασία εκτίμησης της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής, τα οποία έχουν την ικανότητα να εξυπηρετούν φορτίο με δύο οι περισσότερες προτεραιότητες. Προτάθηκε ένα στοιχειώδες σύστημα μεταγωγής (SE- Switch Element) το οποίο διαθέτει παράλληλες μνήμες σε κάθε είσοδο, μία για κάθε υποστηριζόμενη προτεραιότητα φορτίου, και το οποίο μοντελοποιήθηκε με την βοήθεια ουρών. Βασιζόμενοι στην ανάλυση του μοντέλου αυτού και με την βοήθεια σχετικού επαναληπτικού αλγορίθμου ο οποίος συγκλίνει με λίγες επαναλήψεις, υπολογίστηκαν με ακρίβεια όλοι οι δείκτες απόδοσης.
3. Επιπρόσθετα, αναπτύσσεται μια ακόμη πρωτότυπη αναλυτική προσέγγιση η οποία παρέχει την εκτίμηση της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής με ένα ή περισσότερα επίπεδα τα οποία εφαρμόζουν ως τεχνική εκπομπής πακέτων την τεχνική ‘full multicast’, όταν τα δίκτυα αυτά εξυπηρετούν φορτίο απλής και πολλαπλής εκπομπής (multicast). Δημιουργήθηκε σχετικό μοντέλο για την μελέτη των δικτύων αυτών. Απεδείχθη ότι τα διασυνδεδεμένα δίκτυα τα οποία διαθέτουν περιορισμένο αριθμό επιπέδων, υποστηρίζουν με εξαιρετική αποτελεσματικότητα φορτίο απλής και πολλαπλής εκπομπής (multicast).
4. Αναπτύσσεται και άλλη αναλυτική μελέτη η οποία παρέχει την εκτίμηση της απόδοσης πολυβάθμιων διασυνδεδεμένων δικτύων μεταγωγής με ένα ή περισσότερα επίπεδα τα οποία όμως εφαρμόζουν ως τεχνική εκπομπής πακέτων την τεχνική ‘partial multicast’.
5. Παρουσιάζεται αναλυτική προσέγγιση απόδοσης η οποία αφορά αυτο-δρομολoγούμενα πολυβάθμια συστήματα με περιορισμένα επίπεδα τα οποία όμως εφαρμόζουν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές πολιτικές εκπομπής πακέτων, μία σε κάθε τμήμα τους. Και πάλι ακολουθώντας παρόμοια διαδικασία προσδιορίστηκαν όλοι οι δείκτες απόδοσης των πολυβάθμιων δικτύων αυτών
6. Για διευκόλυνση των μελετητών, ορίστηκε ένας γενικός συντελεστής απόδοσης (CPF) του συστήματος ο οποίος εκφράζει την γενική απόδοση μιας πολυβάθμιας συσκευής μεταγωγής πακέτων, λαμβάνοντας υπ όψιν όλους τους ανεξάρτητους δείκτες, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι αναλυτικές μέθοδοι παρέχουν αναλυτικά αποτελέσματα για όλα τα ενδιάμεσα στάδια. Όλα τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν από εφαρμογή των αναλυτικών μεθόδων επιβεβαιώθηκαν με προσομοιώσεις που δημιουργήθηκαν γι αυτό τον σκοπό.
Επίσης τα αποτελέσματα τα οποία ελήφθησαν από τις αναλυτικές μεθόδους, συγκρίθηκαν με αποτελέσματα από παλαιότερες εργασίες. Η σύγκριση αναδεικνύει την μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα των αναλυτικών μεθόδων που παρουσιάζονται στην παρούσα εργασία έναντι όλων των παλαιοτέρων ερευνητικών τεχνικών.
Εξετάζοντας τις σχετική ερευνητική βιβλιογραφία καθίσταται πρόδηλο ότι υπάρχει ανεπάρκεια αναλυτικών μελετών οι οποίες να καλύπτουν θέματα εκτίμησης απόδοσης συγχρόνων δικτύων μεταγωγής, όπως πχ είναι τα πολυεπίπεδα δίκτυα.
Οι παραπάνω αναλυτικές προσεγγίσεις αναμένεται να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τους σχεδιαστές και κατασκευαστές δικτυακών συστημάτων στην προσπάθειά τους να πετύχουν κατασκευή δικτύων με καλύτερη ποιότητα εξυπηρέτησης (QoS). / This research work concerns the performance evaluation of multistage, interconnected switching networks. To assess the performance, approximated analytical models are developed and presented. In particular:
1. A novel integrated methodology for assessing the performance of simple, self-routing, multistage, interconnected networks (e.g. banyan networks), which are formed by symmetrical switch elements, is presented. The model that is created is based on the function and behaviour of a random simple multistage switch system in a memory level (queue). Based on analysis, which includes a repetitive algorithm that converges within a small number of iterations, the queue's’ utilisation is estimated. Subsequently, other performance indicators are determined.
2. A performance evaluation process for multistage interconnection networks, which has the ability to service traffic with two or more classes of priorities, is presented. Particularly, a new switch element which has parallel memories in each entry is proposed to ensure effective servicing of multi-priority traffic. This switch element has one memory for each supported class of priority, and is modelled by means of queues. Based on the analysis provided by this model, and in conjunction with the application of a repetitive algorithm which converges with few iterations, all performance indicators were precisely calculated.
3. In addition, a novel analytical approach was developed that provides a performance evaluation of multistage interconnection networks that have one or more levels which apply the packet transmission ‘full multicast’ method when these networks serve unicast and multicast traffic. A relevant study model for those networks was created. It appears that the interconnected networks which have a limited number of levels lend excellent support with effective unicast and multicast traffic.
4. The study provides a performance evaluation of multistage interconnection networks with one or more levels, and uses a technical transmission packet technique for multicast traffic, the ‘partial multicast’ operation.
5. Also is presented an analytical approach that estimates a performance evaluation of self-routing, multistage interconnection networks (which have a limited number of levels) that apply two different transmission packet techniques in each segment. By application of a similar procedure, all the performance indicators of multistage networks are identified.
6. To assist designers, a compound performance factor (CPF) is defined which expresses the overall performance evaluation of multistage interconnection network devices (taking into account all the individual performance factors, according to a specific set of criteria).
It is noteworthy that all of the analytical methods provide detailed results for all intermediate stages. All of the results obtained by application of analytical methods are confirmed by simulations.
The results garnered by analytical methods are also compared with the results from previous work. The comparison highlights the greater accuracy and speed that these analytical methods have over older research techniques. Examination of the relevant research literature makes it evident that there is an insufficient number of analytical studies which cover the performance evaluation issue relating to modern switched networks; for example, multi-layered networks. This gap in the field of research is completed by this work.
These analytical approaches will be useful tools for designers and manufacturers of network systems in their efforts to provide better quality of service (QoS).
|
7 |
Οι αποδόσεις της εκπαίδευσης : ανασκόπηση βιβλιογραφίαςΚαραβότα, Αγγελική 08 May 2012 (has links)
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των OLS και IV εκτιμήσεων που προκύπτουν απο μια σειρά εμπειρικών μελετών οι οποίες εκτιμούν το βαθμό απόδοσης της εκπαίδευσης. Μέσα απο την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και λαμβάνοντας υπόψη προβλήματα που σχετίζονται με το θέμα, όπως η ενδογένεια και το σφάλμα μέτρησης, η εργασία καταλήγει επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα που έχει η συνάρτηση αποδοχών του Mincer ακόμα και στις μέρες μας, καθιστώντας την το πιο χρήσιμο εργαλείο των οικονομικών της εκπαίδευσης. / The purpose of this paper is to present the OLS and IV estimates derived from a number of empirical studies that assess the efficiency of education. Through the literature review and taking into account problems associated with it,such as endogeneity and measurement error, the work concludes by pointing out the importance of the Μincer's earnings function even in our days, making it the most usefull tool for the economics of education.
|
8 |
Δυναμική των φωτοβολταϊκών σε πόλεις με διαφορετική ηλιακή ακτινοβολίαΚαπετανάκης, Μιχαήλ 14 February 2012 (has links)
Σκοπός αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της απόδοσης των φωτοβολταϊκών πλαισίων σε διαφορετικές πόλεις ανά την Ελλάδα. Ως γνωστόν στην χώρα μας οι κλιματολογικές συνθήκες, κατά κύριο λόγο η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας και η θερμοκρασία, διαφέρουν μεταξύ των περιοχών σε μεγάλο βαθμό έχοντας αυτό ασφαλώς μεγάλη επίδραση στην συμπεριφορά και απόδοση των φωτοβολταϊκών. Οι τύποι φωτοβολταϊκών πλαισίων που μελετήθηκαν είναι αυτοί του μονοκρυσταλλικού και του πολυκρυσταλλικού πυριτίου.
Αρχικά, σε μια θεωρητική προσέγγιση του θέματος μας, μοντελοποιήσαμε και προσομοιώσαμε τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις με την βοήθεια του προγράμματος PV*SOL expert 4.5. Μελετήσαμε και συγκρίναμε τα αποτελέσματα της προσομοίωσης για εννέα περιοχές της Ελλάδας, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε τους βασικούς τύπους κλίματος που επικρατούν στην περιοχή. Οι τύποι των εγκαταστάσεων που προσομοιώσαμε είναι τέσσερεις, εκ των οποίων δύο τύποι είναι εγκαταστάσεις με μονοκρυσταλλικό και πολυκρυσταλλικό πυρίτιο υπό σταθερή γωνία κλίσης ενώ οι άλλοι δύο περιλαμβάνουν την χρήση tracker δύο αξόνων. Συμπερασματικά από αυτή την ενότητα είδαμε ότι αυξάνεται η ενεργειακή απόδοση των εγκαταστάσεων όσο πιο νότια και ανατολικά είναι εγκατεστημένες. Την μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση είχαν της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου. Επίσης συγκρίνοντας τα υλικά των πλαισίων είδαμε ότι ο βαθμός απόδοσης ηm των πλαισίων από μονοκρυσταλλικό πυρίτιο είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των πλαισίων πολυκρυσταλλικού πυριτίου κάτι που σημαίνει ότι για την ίδια ποσότητα ισχύος χρειαζόμαστε λιγότερο χώρο άρα και υλικό για εγκαταστάσεις με πλαίσια μονοκρυσταλλικού πυριτίου. Τέλος με την χρήση tracker δύο αξόνων είδαμε μεγάλη αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των εγκαταστάσεων της τάξης του 23% περίπου και στα δύο είδη πλαισίων.
Στο πειραματικό μέρος της διπλωματικής μας, πραγματοποιήσαμε μετρήσεις στον χώρο της ταράτσας του νέου κτιρίου του τμήματος των Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών, με ένα πλαίσιο από πολυκρυσταλλικό πυρίτιο ισχύος 80Wp υπό σταθερή κλίση 38ο . Οι μετρήσεις πραγματοποιηθήκαν την περίοδο Ιανουάριου έως Αυγούστου του 2011 τουλάχιστον δύο ημέρες ανά μήνα και για όλη την διάρκεια της ημέρας, με μετρήσεις περίπου ανά δέκα λεπτά. Για τις μετρήσεις αυτές, χρησιμοποιήθηκε το όργανο PVPM το οποίο ήταν συνδεμένο με τον υπολογιστή όπου έπαιρνε και αποθήκευε τις μετρήσεις. Με αυτές τις μετρήσεις μελετήσαμε την απόκριση του πλαισίου μας και πιο συγκεκριμένα τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά του (Voc, Isc, Pmpp, Vmax, Imax) σε σχέση με την ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας και την θερμοκρασία. Από αυτή μας την μελέτη επιβεβαιώσαμε αυτό που γνωρίζαμε θεωρητικά. Η αύξηση της έντασης της ακτινοβολίας προκαλεί γραμμική αύξηση της έντασης του ρεύματος του πλαισίου και πολύ μικρή αύξηση της τάσης που βέβαια μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν αμελητέα. Αντίστοιχα λοιπόν και η ισχύς του πλαισίου αυξάνεται γραμμικά με την αύξηση της έντασης της ακτινοβολίας. Όσον αφορά την θερμοκρασία πλαισίου, επιδρά αρνητικά στη τιμή της τάσης. Όσο αυξάνεται η θερμοκρασία μειώνεται λογαριθμικά η τιμή της τάσης ενώ έχουμε μια πολύ μικρή αύξηση της έντασης του ρεύματος. Άρα στην ισχύ του πλαισίου η αύξηση της θερμοκρασίας επιδράει αρνητικά αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με την ακτινοβολία. Στην συνέχεια υπολογίσαμε την ενεργειακή απόδοση του πλαισίου μας.
Μετά την επεξεργασία των μετρήσεων του δικού μας πλαισίου, παρουσιάζουμε και επεξεργαζόμαστε δεδομένα από τις υπόλοιπές εγκαταστάσεις που έχουμε δεδομένα για διαφορετικές περιοχές ανά την Ελλάδα. Αυτές τις κατατάσσουμε στις τέσσερεις κατηγορίες που είδαμε και στην θεωρητική μοντελοποίηση και σύγκριση (εγκαταστάσεις με μονοκρυσταλλικό ή πολυκρυσταλλικό πυρίτιο υπό σταθερή κλίση ή με χρήση tracker δύο αξόνων). Για κάθε είδος εγκατάστασης έχουμε δεδομένα από πέντε έως εννιά περιοχές της Ελλάδας. Παραθέτοντας τα χαρακτηριστικά στοιχεία των πλαισίων σε κάθε εγκατάσταση και τα κλιματολογικά δεδομένα της κάθε περιοχής που αναφέρουμε, μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη ανάλυση των αποτελεσμάτων της κάθε εγκατάστασης. Κύριος συντελεστής που εξετάζουμε για την απόδοση των πλαισίων είναι η μηνιαία αποδιδόμενη ενέργεια ανά kWp εγκατεστημένης ισχύος των συστημάτων και ο μέσος όρος του οχταμήνου. Από αυτή την διαδικασία επιβεβαιώσαμε αυτό που γνωρίζαμε για την απόδοση των πλαισίων στις διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Επίσης είδαμε την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης με την χρήση tracker δύο αξόνων που είναι της τάξης του 25%. Στα πειραματικά αποτελέσματα βέβαια είχαμε και μερικά αποτελέσματα που δεν ανταποκρινόταν στα αναμενόμενα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στους τύπους πλαισίων που χρησιμοποιηθήκαν αφού σε κάθε εγκατάσταση έχουμε διαφορετικούς τύπους ή στην σχεδίαση της εγκατάστασης. Επίσης στις εγκαταστάσεις που παραθέσαμε είχαμε αρκετές βλάβες μέσα στο οχτάμηνο ειδικά σε αυτές με τους tracker δύο αξόνων κάτι που επηρέασε τα αποτελέσματα. Τέλος στην κάθε εγκατάσταση, η περιοχή που είναι υλοποιημένη μπορεί να έχει τοπικές ιδιαιτερότητες ως προς τα κλιματολογικά δεδομένα σε σχέση με τις μέσες τιμές της ευρύτερης περιοχής και άρα η απόδοση των πλαισίων να διαφοροποιείται σε σχέση με τα αναμενόμενα. Στο τελευταίο κεφάλαιο παραθέτουμε τα γενικά συμπεράσματα αυτής της εργασίας. / The aim of this diplomatic thesis is the study of attribution of photovoltaic modules in different cities of Greece. As we know in our country the climatic conditions, mainly the intensity of solar radiation and the temperature, differ between the regions, having certainly serious effect in the properties and output energy of the photovoltaic’s. The types of photovoltaic modules that were studied are these of the monocrystalline and polycrystalline silicon.
Initially, in a theoretical approach, we modulate and simulate the photovoltaic installations using a software called PV*SOL expert 4.5. We studied and compare the results of the simulation for nine regions of Greece, trying to approach the basic types of climate that prevail in the region. The types of installations where simulated was four. Two types were installations with monocrystalline and polycrystalline silicon modules under constant tilt and the other two include the use of tracker two axes. In conclusion from this part, we observed that the energy attribution of installations is increasing as the PV installation is located from north to south and from west to east. The bigger energy output yielded in Crete and in the islands of Aegean. Also comparing the materials of the modules, we observed that the degree of performance (ηm ) of the modules from monocrystalline silicon is bigger than the equivalents of the polycrystalline silicon, therefore for the same quantity of force, we need less space therefore less material for the modules of monocrystalline silicon. Finally with the use of tracker two axes we observed big increase of output energy of the installations, about 23% , roughly in the two kinds of modules.
In the experimental part of our diplomatic thesis, we collected measurements from a module of polycrystalline silicon of 80Wp force under constant tilt of 38o which was seated in the roof of the new building of department of Electrician Engineers and Technology of Computers. The measurements were realized in the period January until August 2011, at least two days per month and for all the duration of the day (we collected measurements every ten minutes). For these measurements, was used a device called PVPM which was connected with a computer where the measurements were stored. With these measurements, we studied the response of our module’s electric characteristics (Voc, Isc, Pmpp, Vmax, Imax) in combination with the intensity of solar irradiation and the temperature. From this, we confirmed the theory. The increase of the intensity of the radiation causes linear increase of intensity of current of module and very small increase of tendency that of course can be considered almost negligible. Respectively therefore, the force of frame is increased linearly with the increase of intensity of the radiation. Regarding to the temperature of the module, it effects negatively the price of tendency. As long as the temperature is increased, the value of tendency is decreased logarithmically while we have a very small increase of the intensity of current. Hence in the force of module, the increase of temperature effects negatively but less serious in combination with the radiation. Then we calculated the energy attribution of our module.
Afterwards, the processing of our own module’s measurements, we present and processed data from the other installations that we have data, from different regions of Greece. They are classified in the four categories that we have also observed in the theoretical part (installations with monocrystalline or polycrystalline silicon under constant tilt or with use of tracker two axes). For each kind of installation we have data from five to nine regions of Greece. Importing the data of the characteristic facts of the modules in each installation and the climatic data of each region that we examine, we make a first analysis of the results of each installation. Main factor we examine, for the attribution of modules, is the monthly attributed energy per kWp installed force of the systems, in the period of eight month. From this process we confirmed what we knew for the attribution of modules in the different regions of Greece. We also observed the increase of energy output with the use of tracker two axes (about 25%). In this part we had results that did not correspond as expected. This can be owed in the types of modules that were used in each installation (they are different types) or in the designing of installation. Also the installations that we mention, had damages in the period of the eight month, specifically those with the tracker two axes, something that influenced the results. Finally in each installation, the region that is materialized can have local particularities in the climatic data in combination to the medium prices of the wider region and hence the attribution of modules to be differentiated in combination to the expected. After this process in the last capital we mention the conclusions.
|
9 |
Έλεγχος αποτελεσματικότητας υποδείγματος αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων (C.A.P.M.) πριν και μετά την κρίσηΧαρίση, Ελένη 01 July 2014 (has links)
Η εργασία έχει ως σκοπό την παρουσίαση του Υποδείγματος Αποτίμησης Περιουσιακών Στοιχείων Capital Asset Pricing Model, CAPM, καθώς και να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά του όταν η ισορροπία της αγοράς διαταράσσεται όπως είναι η περίοδος από το 2007 και μετά για την ελληνική οικονομία. Στη μελέτη μας θα παρουσιάσουμε το υπόδειγμα του CAPM, θα δώσουμε κάποια ιστορικά στοιχεία ως προς την εξέλιξή του, και θα προσπαθήσουμε να ελέγξουμε την ισχύ του ερμηνεύοντας τη συμπεριφορά περιουσιακών στοιχείων που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών την περίοδο 2001-2013. Η μελέτη μας γίνεται με την ανάλυση της γραμμικής παλινδρόμησης χρησιμοποιώντας το οικονομετρικό εργαλείο w-views. Τα δεδομένα της έρευνας είναι οι αποδόσεις επιμέρους κλαδικών δεικτών και οι αποδόσεις του γενικού δείκτης, ο οποίος λαμβάνεται ως ο δείκτης τους χαρτοφυλακίου της αγοράς. Ως περιουσιακό στοιχείο χωρίς κίνδυνο θεωρούμε το επιτόκιο τους εξαμηνιαίου εντόκου γραμματίου. Η πρώτη ενότητα της εργασίας έγκειται στο να παρουσιάσουμε το υπόδειγμα και την σχέση του με την αποτελεσματικότητα της αγοράς, αλλά και να δώσουμε πληροφορίες για τα προβλήματα που προκύπτουν από τις παραβιάσεις της απλής γραμμικής παλινδρόμησης. Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζει την ιστορία του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προκειμένου να γίνει αντιληπτό το περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε και τέλος το τρίτο μέρος αποτελεί το ερευνητικό μέρος της εργασίας, στο οποίο παρουσιάζεται ο τρόπος συλλογής δεδομένων, η έρευνα και τα αποτελέσματά της. / This paper aims to present the Capital Asset Pricing Model - CAPM, as well as to evaluate its effectiveness in periods when market balance is disturbed as the years from 2007 to 2013 for the Greek economy. In our study we will present CAPM, provide some historical data, and try to check the efficiency by interpreting the bahanior of asset traded on the Athens Stoch Exchange in the period from 2001 to 2013. Our study uses linear regression analysis and the econometric tool e-views.Our data are the yields of individual sectoral indices and the yields of the General Index, which is taken as the indicator of the market portfolio. As an asset without risk we consider the 6-months Treasury Bill rate. The fisrt unity of this paper is to present the model and it's relationship with the efficiency of the market. The second section presents the history of the Athens Stock Exchange in order to understand the enviroment in which we move and finally the third part is the research part, in which we present data collection, research and results. From the results we come to the conclusio that the theory of CAPM is not in effect for the particular sectors of this period.
|
10 |
Νεότερες εξελίξεις στην κοινωνική λογιστική των επιχειρήσεων : Η σχέση κοινωνικής με την οικονομικής τους απόδοσης / Recent developments in corporate social accounting : The relationship between social and financial performanceΦίλιος, Φίλιππος 04 December 2014 (has links)
Στην μελέτη αυτή εξετάζονται μία σειρά από συναφή ζητήματα τα οποία συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους:
Α) Πως μετριούνται οι κοινωνικές επιδόσεις των εταιρειών;
Β) Ποιες συνέπειες μπορεί να έχει μία καλή κοινωνικώς απόδοση;
Γ) Ποιες σχέσεις τεκμηριώνονται εμπειρικώς ανάμεσα στην απόδοση σε κοινωνικούς όρους και στην απόδοση σε οικονομικούς όρους.
Δ) Είναι εφικτό ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ επιχειρήσεων και κοινωνίας; Ποια μορφή μπορεί αυτό να πάρει;
Ε) Τι ρόλους καλείται να παίξει και πως η Κοινωνική Λογιστική των Εταιρειών; Ποια επιμέρους είδη Κοινωνικής Λογιστικής έχουν αναπτυχθεί και ποιες σκοπιμότητες-χρησιμότητες υπηρετούν;
ΣΤ) Τι εννοείτε ως ηθική συμπεριφορά στον Τραπεζικό τομέα;
Ζ) Case-Study: «Η Alpha Bank» / In this study i examine, throw desk research, a series of related issuew which are closely connected:
A) How the Corporate Social Performance is measured?
B) What consequences can have a socially good performance?
C) Which relationships are empirically documented between corporate social performance and corporate financial performance?
D) Is it feasible a social Contract between corporation and society?
E) Which roles has been called the Micro-Social Accounting to play? What kinds of Micro-Social Accounting have been developed and which scope does each serve?
F) What do we mean as ethical behaviour in banking sector?
G) Case-Study: “Alpha Credit Bank”
|
Page generated in 0.0382 seconds