1 |
Ρομποτικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα : μελέτη της διαδικασίας προγραμματισμούΜπόκος, Αλέξανδρος 13 January 2015 (has links)
Η διδασκαλία των γενικών αρχών του προγραμματισμού, ειδικά όταν αφορά ηλικίες της πρώτης βαθμίδας εκπαίδευσης, συγκεντρώνει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της ερευνητικής κοινότητας. Η εργασία αυτή έχει σαν σκοπό να παρουσιάσει μια πρόταση διδασκαλίας της έννοιας της διαδικασίας σε μαθητές πέμπτης και έκτης δημοτικού. Η προτεινόμενη διδακτική παρέμβαση αξιοποιεί το προγραμματιζόμενο ρομπότ δαπέδου Pro-Bot και προσπαθεί να διερευνήσει το βαθμό εξοικείωσης των μαθητών με την έννοια της διαδικασίας στον προγραμματισμό και να ανιχνεύσει τυχόν διδακτικά προβλήματα που προκύπτουν κατά τη διδασκαλία της.
Αφού γίνει μια εισαγωγή στην έννοια της ρομποτικής και στα οφέλη που προκύπτουν από την ένταξή της στη μαθησιακή διαδικασία, περιγράφονται διάφορα διαθέσιμα πακέτα και γίνεται εκτενής αναφορά στο προγραμματιζόμενο ρομπότ Pro-Bot. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η έννοια και το περιβάλλον χρήσης της διαδικασίας, ενώ ερευνάται η βιβλιογραφία που σχετίζεται με την εφαρμογή της ρομποτικής στη διδασκαλία των διαδικασιών στην εκπαίδευση. Ακολουθεί η περιγραφή των στόχων και της μεθοδολογίας της έρευνας και παρουσιάζονται αναλυτικά οι δραστηριότητες, συνοδευόμενες από παρατηρήσεις και φωτογραφικό υλικό από την πορεία της διδασκαλίας. Τέλος, μέσα από την αξιολόγηση των φύλλων εργασίας και του υπόλοιπου υλικού, εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα. / Teaching the general principles of programming, especially to primary education students, becomes more and more interesting to the research community. This thesis aims to present a teaching proposal of the concept of procedure to fifth and sixth graders. The proposed approach utilizes the programmable floor robot Pro-Bot and tries to explore the extent to which students get familiar with the concept of procedure in programming and to detect any problems that may arise when teaching.
Once introducing the concept of robotics and the arising benefits of its integration into the learning process, various robotic packages available are described followed by a detailed reference to the programmable robot, Pro-Bot. Furthermore, procedure concept and usage environment is introduced, succeeded by literature research related to the application of robotics in teaching procedures, description of the research objectives and methodology and presentation of teaching activities, together with observations and photos of the course of instruction. Finally, through the evaluation of worksheets and the rest of the material, useful conclusions are made.
|
2 |
Πειραματική διερεύνηση διηλεκτρικής αντοχής υγρών διηλεκτρικώνΠαπαλέξης, Ανδρέας 04 September 2013 (has links)
Η μόνωση του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων υψηλής τάσης επιβάλλεται για την διατήρηση της διαφοράς δυναμικού ανάμεσα στα υπό υψηλή τάση αγώγιμα μέρη. Μια ευρέως χρησιμοποιούμενη κατηγορία μονωτικών υλικών είναι τα μονωτικά υγρά. Χρήση των μονωτικών ελαίων έχουμε σε μετασχηματιστές, πυκνωτές, καλώδια, μονωτήρες διέλευσης και μετασχηματιστές οργάνων. Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του γενικότερου ερευνητικού αντικειμένου της μεταβολής της διηλεκτρικής αντοχής των μονώσεων σε συνάρτηση με το σύνολο των παραγόντων που την επηρεάζουν. Η μόνωση γενικότερα, αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε συστήματος και εξοπλισμού υψηλής τάσης, με την αντοχή της οποίας εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία του τελευταίου. Μία μόνωση υπόκειται σε διάφορες καταπονήσεις, οι οποίες οφείλονται σε υπερτάσεις που εμφανίζονται για ποικίλους λόγους. Οι κυριότερες εξ’ αυτών είναι οι εξωτερικές υπερτάσεις, που προκαλούνται από πτώση κεραυνού σε γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι εσωτερικές, οι οποίες προκαλούνται από σφάλματα ή χειρισμούς που λαμβάνουν χώρα σε δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και οι υπερτάσεις από υπερπηδήσεις, που εμφανίζονται κατά τη διάσπαση άλλων μονώσεων μεταξύ κυκλωμάτων διαφορετικών τάσεων. Υπό την επίδραση καταπονήσεων η μόνωση μπορεί να υποστεί μεταβολές (μόνιμες ή παροδικές) διαφόρων ιδιοτήτων της. Η ορθή σχεδίαση της μονώσεως προϋποθέτει τη γνώση των υπερτάσεων που αναμένεται να αναπτυχθούν σε αυτή.
Η μορφή της υπέρτασης που εξετάζεται στην παρούσα εργασία είναι η κεραυνική κρουστική τάση. Για τις ατμοσφαιρικές υπερτάσεις (κεραυνού) έχει οριστεί ως τάση δοκιμής η κρούση 1.2/50 μs γιατί η μέση τιμή πολλών καταγραφέντων ρευμάτων κεραυνού κατέληξε σε αυτή περίπου τη μορφή. Η παραγωγή των συγκεκριμένων τάσεων πραγματοποιήθηκε από τη πολυβάθμια κρουστική γεννήτρια του εργαστηρίου Υψηλών Τάσεων, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της οποίας αναλύονται στο τρίτο κεφάλαιο. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να καθορίσει την επίδραση διαφόρων παραγόντων
στην πιθανότητα μία κρούση να προκαλέσει ηλεκτρική διάσπαση στο μονωτικό έλαιο, καθώς και να μελετήσει την επίδραση των παραγόντων αυτών στα χαρακτηριστικά της διάσπασης, από τα οποία σημαντικότερη είναι η τιμή της τάσης διάσπασης. Τα δεδομένα που προέκυψαν από τη πειραματική
διαδικασία αναλύθηκαν στατιστικά και εξάχθηκαν συγκεκριμένα συμπεράσματα όσον αφορά τη φύση της εξάρτησης της διηλεκτρικής αντοχής του μονωτικού ελαίου με τους διάφορους παράγοντες που μελετήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πειράματος. Συγκεκριμένα αναλύθηκε η ένταση και το εύρος της εξάρτησης εξωτερικών παραγόντων, όπως οι ατμοσφαιρικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά του διακένου στο οποίο εφαρμόσθηκε η τάση, αλλά και εσωτερικών όπως είναι η ποιότητα του χρησιμοποιηθέντος μονωτικού ελαίου, δηλαδή ο βαθμός καταπόνησης που το χαρακτηρίζει τη στιγμή που του ασκούμε κρουστική διέγερση. / In order to retain the potential difference between under high voltage conductible particles, insulation of high voltage equipment and facilities is necessary. A commonly used group of insulating materials are insulating liquids. Most popular among them are fossil oils, which are made of oil, because of their easy provision and relatively low cost. Insulating oils are used in transformers, oil disruptors, condensers, cables, transit insulators, and tool transformers. The current essay was developed within the general research topic of the study of dielectric liquids behavior under the influence of strain. Insulation in general is an important component of all high voltage systems and equipment, and through its resistance their proper operation is ensured. An insulation subjects a variety of strains that are caused by variable reasons. The main are caused by external overvoltage, which is caused due to lightning strike on electric power transition lines, internal overvoltage, which is caused by errors and manipulations that take place in the electric power transition field, and flashover overvoltage, caused during the disruption of other insulations among circuits of different voltages. Under the influence of strains an insulation can subject changes (permanent or transient) on various of its qualities. The correct design of an insulation requires a strong knowledge of the overvoltages expecting to take place. The form of hyper voltage that is examined in this essay is lightning impact voltage. As to the atmospheric hyper voltages (lightning), it has been set as test voltage the shock 1.2/50μs, because that was more or less the form in which the average rate of many recorded currents has concluded. The production of
specific voltages took place at the multi stage impact generator of the High Voltage laboratory, whose function is described in Chapter III. The purpose of this essay is to examine the influence of a variety of factors in the probability of a shock to cause electric disruption in the insulating liquid, and to study the effect of these factors on the characteristics of the disruption. The data that the experimental process revealed were statistically analyzed and certain conclusion were extracted as regards the nature of the dependence between the dielectric endurance of the insulating oil and the diverse factors studied during the conduction of this experiment. More specifically the study of both external
– such as the atmospheric conditions, and internal – such as the quality of the used insulating oil, were a major part of the current essay.
|
3 |
Ιεραρχική ανάλυση αποφάσεων (AHP) : ένα μοντέλο λήψης αποφάσεων σε συνθήκες πολλαπλών κριτηρίωνΚόλλια, Ηλιάνα 17 September 2012 (has links)
Η παρούσα εργασία σκοπεύει στην παρουσίαση και ανάλυση μιας μεθόδου Λήψης Αποφάσεων η οποία διαχειρίζεται αποφάσεις πολυσταδιακές ως προς τα κριτήρια. Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες έχουν συγκεκριμένες εναλλακτικές επιλογές και πολλαπλά κριτήρια. Αποφάσεις σαν αυτές συνδέονται με κάθε επιστημονικό κλάδο αλλά τις συναντάμε και στην καθημερινότητα μας, γεγονός που καθιστά τον αποτελεσματικό χειρισμό τους σημαντικό.
Η μέθοδος με την οποία θα ασχοληθούμε ονομάζεται Αναλυτική Ιεραρχική Διαδικασία (Analytic Hierarchy Process – AHP), δημιουργός της είναι ο Thomas L. Saaty και χρονολογείται μέσα στην δεκαετία του 1970. Η AHP βασίζεται στις σχετικές συγκρίσεις ανάμεσα στους παράγοντες που προσδιορίζουν την εκάστοτε απόφαση. Οι συγκρίσεις πραγματοποιούνται με κοινή βάση την θεμελιώδη κλίμακα του Saaty. Στο πρώτο κεφάλαιο όπου παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο της μεθόδου, θα δούμε ότι με τον τρόπο αυτό η AHP καθιστά τα πάντα μετρήσιμα. Σκοπός είναι μέσω της ιεραρχική δόμησης του προβλήματος να προσδιοριστεί η καλύτερη από τις εναλλακτικές.
Η AHP προσεγγίζει με απλότητα την πολυπλοκότητα των αποφάσεων, γεγονός που κάνει την εννοιολογικά απλή προσέγγιση της μεθόδου εξαιρετικά ισχυρή. Στην πορεία της εργασίας θα παρουσιάσουμε το μαθηματικό υπόβαθρο της μεθόδου μέσα από την αξιωματική θεμελίωση όπως δόθηκε από τον Thomas L. Saaty. Τέλος, θα αναλύσουμε προβλήματα επιλογής τοποθεσίας σε διεθνές επίπεδο και θα ολοκληρώσουμε με την υλοποίηση ενός τέτοιου προβλήματος στο Expert Choice. / This paper intends to present and analyze a method of multi-criteria decision making. In these decisions the alternatives have been predetermined and there are multiple criteria affecting them. Decisions like these are linked with many areas of science, but there are in everyone’s daily lives too, fact that makes the effective handling really important. The present study is been dealing with a method called Analytic Hierarchy Process (AHP), invented by Thomas L. Saaty in seventies. The AHP is based on pairwise comparisons among the factors that determine the decision. The Saaty’s fundamental scale of absolute numbers is used in making paired comparison judgments. In the first chapter of the study where the theoretical base of the method is represented, will be seen that AHP with the relative comparisons makes everything measurable. AHP intends through hierarchical structuring of the problem to determine the best of the alternatives. The AHP approach with simplicity to the complexity of decisions makes the method conceptually simple and extremely powerful. Later in this paper will be presented the mathematical background of the method through the axiomatic foundation as given by Thomas L. Saaty. Finally, will be dealt with problems of location selection decisions in international operations and the paper will be completed with the implementation of such a problem in Expert Choice.
|
4 |
Η πολυκριτηριακή ανάλυση στην αξιολόγηση και επιλογή προμηθευτών / Multicriteria analysis in vendor selection and evaluationΠαπαγιαννάκης, Νικόλαος 01 September 2009 (has links)
Η αξιολόγηση και επιλογή προμηθευτών αποτελεί μια απαραίτητη επιχειρησιακή
λειτουργία για την επίτευξη βέλτιστων δυνατών προμηθειών. Λόγω της φύσης του
προβλήματος αυτού, οι μέθοδοι Πολυκριτηριακής Ανάλυσης μπορούν να παίξουν
αποφασιστικό ρόλο στην επίλυσή του.
Η εργασία αυτή μελετά και παρουσιάζει τα πιο συνηθισμένα κριτήρια καθώς και τις
πιο διαδεδομένες μεθόδους της Πολυκριτηριακής Ανάλυσης για την αξιολόγηση και
επιλογή προμηθευτών των επιχειρήσεων.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής, παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο, όπου
γίνεται αναφορά στις έρευνες προηγούμενων μελετητών του προβλήματος της
αξιολόγησης και επιλογής προμηθευτών, ομαδοποιώντας μια σειρά από τους
σημαντικότερους παράγοντες για την επιλογή προμηθευτών. Στη συνέχεια
παρουσιάζονται οι πλέον χρηστικές μέθοδοι Πολυκριτηριακής Ανάλυσης στην
αξιολόγηση προμηθευτών με αντίστοιχα παραδείγματα.
Στο δεύτερο μέρος γίνεται εφαρμογή της μεθόδου της Αναλυτικής Διαδικασίας
Ιεράρχησης (ΑΗΡ) συνδυάζοντάς την με Γραμμικό Προγραμματισμό, επί των
πραγματικών δεδομένων της μικρομεσαίας επιχείρησης επεξεργασίας νερού Health
Affair, για αξιολόγηση και επιλογή των προμηθευτών της. / Vendor selection and evaluation is a very important process for all kinds of firms.
Due to the nature of the vendor selection problem, Multicriteria methods can play a
decisive role to its solution.
This work examines and presents the most commonly used criteria and the most
widespread Multicriteria methods for vendor selection and evaluation.
In the first part of the project, the Theoretical Framework is presented, where the
work of previous researchers is mentioned, by grouping some of the most vital criteria
in vendor selection process. Moreover, the most useful Multicriteria methods in
vendor selection are analyzed into their corresponding examples.
In the second part of the project, the method of Analytical Hierarchy Process (AHP)
in combination with Linear Programming is implemented on the real data of a Greek
water treatment SME.
|
5 |
Μελέτη θορυβικής συμπεριφοράς μικροηλεκτρονικών ταλαντωτών σε συστήματα επικοινωνίαςΚόνδης, Δημήτρης 05 January 2011 (has links)
Ο θόρυβος φάσης που εμφανίζεται στους ταλαντωτές, επηρεάζει την ποιότητα των σημάτων που επεξεργάζονται τα επικοινωνιακά ηλεκτρονικά κυκλώματα. Η παρούσα μελέτη, δεν έχει σκοπό μια θεωρητική η πρακτική εξέταση των αιτιών του θορύβου φάσης, ή την παρουσίαση τεχνικών μείωσής του, αλλά εξετάζεται η επίδραση του θορύβου φάσης πάνω σε διαμορφωμένα σήματα επικοινωνιών. Αυτή η επίδραση πάνω στα διαμορφωμένα σήματα επικοινωνιών δε λαμβάνεται υπ' όψιν μέχρι σήμερα στην βιβλιογραφία. Δείχνουμε ότι αυτή η επίδραση, που στις περισσότερες πρακτικές περιπτώσεις αγνοείται, μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να είναι πολύ σημαντική. Αυτό ισχύει ακόμα, και όταν το σήμα του ταλαντωτή με τον συνοδευτικό θόρυβο φάσης, λείπει όπως π.χ στην περίπτωση διαμόρφωσης SSB.
Η ύπαρξη της ανωτέρω επίδρασης, έχει την προέλευσή της στη διαδικασία (πράξη) διαμόρφωσης. Για να αποδείξουμε το παραπάνω, χρησιμοποιούμε δύο βασικές ιδιότητες, την ιδιότητα μετατόπισης της συχνότητας, και την ιδιότητα του γινόμενου στο πεδίο του χρόνου - συνέλιξης στην περιοχή της συχνότητας. Η διερεύνηση των δύο προσεγγίσεων, οδηγεί σε παρόμοια αποτελέσματα, σε διάφορα θέματα, σχετιζόμενα με την θορυβική ανάλυση, όπως π.χ η επίδραση του θορύβου φάσης στην ενδιάμεση συχνότητα (I.F). Τα αποτελέσματα και οι εφαρμογές, δεν είναι εξαρτημένα από τη γραμμικότητα του κυκλώματος του ταλαντωτή, αλλά η υπόθεση της γραμμικότητας, απλοποιεί πολλούς χειρισμούς. Εισάγουμε βασικά την έννοια της αντιγραφής του θορύβου φάσης του ταλαντωτή, λόγω της διεργασίας της διαμόρφωσης (mirror imaging), σε κάθε διαμορφωμένη συχνότητα, που είναι συνιστώσα του συνολικά διαμορφωμένου σήματος. Εφαρμογή του θεωρήματος της διαμόρφωσης συνεπάγεται απλή μετατόπιση του φάσματος του ταλαντωτή, λόγω διαμόρφωσης, για κάθε διαμορφωμένη συνιστώσα, για τους διάφορους τύπους διαμορφώσεων. Αυτά τα αντίγραφα στις διαφορετικές συνιστώσες συχνότητες του διαμορφωμένου φάσματος, δίνουν σε κάθε λαμβανόμενη συνιστώσα συχνότητας διαμορφωμένης πληροφορίας, ένα ανεπιθύμητο ποσό ισχύος πού αντιστοιχεί σε θόρυβο. / The role of the phase noise on the oscillators performance, is wide known. This noise stems mostly from the electronic circuitry used to implement the oscillator.
Moreover, it is well known, the direct influence of the oscillator Phase Noise on the nearby modulated up (down) converted signals at the frequency domain. In the literature the direct influence, on the oscillator phase noise sidebands, is generally examined.
In this work, we do not attempt, an examination of the reasoning of phase noise phenomenon, nor a reduction of the phase noise itself, but rather we examine the direct effect, of the phase noise sidebands on the modulated signals.
The Phase Noise (PN) is considered of a given character and its influence on the communication signals is examined. These effects have their origin on the PN, but there are present and influence the signal integrity even if oscillator’s phase noise is absent. Their existence origins from the modulation action, at the respective frequency transfer, of a realistic oscillator via the non ideal output , which is corrupted by PN.
Two basic concepts, the theorem of the Time Domain Product – Frequency Domain Convolution Theorem, and the Frequency Shifting Theorem, which lead basically to the same results, are applied and extended to the Intermediate Frequency and relative concepts.
These results basically do not depend on the supposed circuit linearity, but the linearity supposition simplifies a lot of the manipulations.
Thus oscillator’s phase noise is “copied”, because of the modulation action to every modulated frequency that the modulated signal consists of, at the different types of modulation. These copies from the neighbored frequencies give at every modulated frequency an undesirable sum of noise contributions.
The small amplitude and phase variations of the carrier, from another more representative view, via the Frequency Shifting Theorem or because of the respective convolution , are transferred to the shifted spectrum via the modulation action.
The here above are examined, firstly using the Time Domain Product – Frequency Domain Convolution Theorem. All the “copies” of the carrier form every modulated constitute of the information are accumulated to a “worst case” integral. The referenced integral, is an indicative calculation, of the introduced fluctuations. The second approach deals with the total spectrum movement due to fluctuations and is more pictorial and prone to relevant calculations, as analyzed in this thesis.
|
6 |
Προς το Web 3.0 : διαδικασία ανάπτυξης και αρχιτεκτονική υποστήριξης εφαρμογών παγκόσμιου ιστού που συνδυάζουν τεχνολογίες Web 2.0 και semantic web / Towards Web 3.0 : development process and supporting architecture for web applications combining semantic web and Web 2.0 technologiesΠομόνης, Τζανέτος 21 March 2011 (has links)
Η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο να συνεισφέρει στον τομέα του Web Engineering εισάγοντας τρόπους αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Μηχανικοί Παγκόσμιου Ιστού κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής των Εφαρμογών και των Πληροφοριακών Συστημάτων
Παγκόσμιου Ιστού επόμενης γενιάς, και ειδικότερα κατά το σχεδιασμό, την ανάπτυξη και συντήρησή τους.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η εξέλιξη των εφαρμογών Παγκόσμιου Ιστού στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, σε δυο τεχνολογικούς “πυλώνες”: στις βασικές αρχές και τεχνολογίες του Web 2.0 και στο Semantic Web. Είναι ισχυρή η πεποίθηση πως αυτές οι δύο διαφορετικές “σχολές” στην εξέλιξη του Παγκόσμιου Ιστού δε βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, αλλά μπορούν να συνδυαστούν κατάλληλα ώστε να ξεπεράσουν τις όποιες εγγενείς αδυναμίες τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι εφαρμογές Παγκόσμιου Ιστού της επόμενης γενιάς θα είναι σε θέση να συνδυάζουν τις αρχές του Web 2.0, κυρίως αυτές που στοχεύουν στην ευχρηστία των εφαρμογών και στη συνεργατική ανάπτυξη, με το ισχυρό τεχνολογικό υπόβαθρο του Semantic Web που διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την ανταλλαγή και το διαμοιρασμό πληροφορίας μεταξύ των εφαρμογών Παγκόσμιου Ιστού.
Προσφάτως, έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος Web 3.0 για να περιγράψει τη μελλοντική κατεύθυνση που τείνουν να ακολουθήσουν οι εφαρμογές Παγκόσμιου Ιστού. Το Web 3.0 προβλέπεται σαφώς να περιλαμβάνει τις αρχές του Semantic Web και του Web 2.0, αλλά οι ερευνητές πιστεύουν πως θα περιλαμβάνει επίσης και κάποια πιο εξειδικευμένα πεδία όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη στον Παγκόσμιο Ιστό (Web AI). Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν έχει καταστεί ξεκάθαρο, όχι μόνο το ποια θα είναι τα πλήρη χαρακτηριστικά του Web 3.0, αλλά και το ποιες θα είναι οι κατάλληλες διαδικασίες και τεχνολογίες, με βάση τις οποίες θα μπορούν να δομηθούν και να αναπτυχθούν οι αντίστοιχες εφαρμογές επόμενης γενιάς, με αποτέλεσμα η πορεία προς το Web 3.0 να γίνεται προς το παρόν με αυθαίρετο και άναρχο τρόπο.
Σε αυτή την κατεύθυνση, μελετάται η παρούσα κατάσταση σχετικά με την υποστήριξη των εφαρμογών του Web 3.0, και γίνονται συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωσή της.
Σαν πρώτο βήμα προτείνεται μια αρχιτεκτονική τριών επιπέδων (3-tier), η οποία αφενός, στο χαμηλότερο επίπεδο, περιλαμβάνει μια ισχυρή υποδομή σημασιακής βάσης γνώσης που μπορεί να υποστηρίξει το συνδυασμό πολλαπλών διάσπαρτων πηγών δεδομένων, χωρίς να απαιτεί ένα ισχυρό προϋπάρχον σημασιακό υπόβαθρο, και αφετέρου, στα ψηλότερα επίπεδα, προσφέρει μεγάλη ευελιξία στο χρήστη κατά την αλληλεπίδραση με το υποκείμενο μοντέλο οντολογιών, και μπορεί να υποστηρίξει τη συνεργατική ανάπτυξη των εφαρμογών Παγκόσμιου Ιστού επόμενης γενιάς.
Επίσης, ένα από τα σημαντικότερα τμήματα της παρούσας διατριβής, είναι η πρόταση για μια συγκεκριμένη διαδικασία ανάπτυξης και ένα μοντέλο κύκλου ζωής των εφαρμογών του Web 3.0, όπου, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα στοιχεία και τον διττό χαρακτήρα των εν λόγω εφαρμογών, δίνονται εμπεριστατωμένα βήματα για το πως μπορούν να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια και να υπάρξει η μέγιστη δυνατή απόδοση κατά το σχεδιασμό και την ανάπτυξη των εφαρμογών Παγκόσμιου Ιστού επόμενης γενιάς.
Με βάση τα παραπάνω, δίνεται η δυνατότητα για την ανάπτυξη κάποιων ενδεικτικών εφαρμογών Παγκόσμιου Ιστού, οι οποίες συνδυάζουν τη φιλοσοφία του Web 2.0 και το ισχυρό τεχνολογικό υπόβαθρο του Semantic Web. / --
|
7 |
Αποτελεσματικότητα τεχνολογιών υγείας / Health technology efficiencyΠαπαθανασόπουλος, Φώτιος 05 July 2012 (has links)
Η παρούσα διατριβή έχει στόχο τη διερεύνηση της επίδρασης της νέας ιατρικής τεχνολογίας στην αποτελεσματικότητα παραγωγής των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) στην Ελλάδα, καθώς και τον εντοπισμό των στοιχείων που επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) για την υιοθέτηση ιατρικής τεχνολογίας.
Για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας κάθε μονάδας, εφαρμόζεται η τεχνική bootstrapped DEA των Simar και Wilson (2007), ενώ για την διερεύνηση των στοιχείων που οδηγούν στην απόφαση υιοθέτησης γίνεται χρήση υποδειγμάτων probit. Κατόπιν, με τη χρήση υποδειγμάτων επιβίωσης εντοπίζονται οι παράγοντες που κατηγοριοποιούν τις Νοσοκομειακές μονάδες αναφορικά με το χρόνο υιοθέτησης. Ο αξονικός τομογράφος στα δημόσια νοσοκομεία χρησιμοποιείται σαν μελέτη περίπτωσης.
Η μελέτη κατέδειξε ελλείμματα τόσο στην τεχνική αποτελεσματικότητα όσο και στην αποτελεσματικότητα κλίμακας στις περισσότερες μονάδες που εξετάστηκαν, κυρίως λόγω έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι αν και η τεχνική αποτελεσματικότητα επωφελείται από την ενσωμάτωση των νέων ιατρικών τεχνολογιών, η αποτελεσματικότητα κλίμακας παραμένει ανεπηρέαστη. Αναφορικά με το την πιθανότητα και το χρόνο υιοθέτησης, διαπιστώθηκε ότι το μέγεθος του νοσοκομείου και η πληρότητα επιδρούν θετικά.
Τέλος, τα συμπεράσματα επεξηγούν το βαθμό στον οποίο η υιοθέτηση νέας τεχνολογίας επηρεάζει τόσο την αποτελεσματικότητα των Νοσοκομειακών μονάδων γενικότερα, όσο και τη διαδικασία λήψης σχετικών αποφάσεων.
Η παρούσα Διατριβή συμβάλλει στην γενικότερη ανάπτυξη της αποτελεσματικότητας του Συστήματος Υγείας και στην προώθηση του διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων στα θέματα διοίκησης και διαχείρισης του Συστήματος Υγείας. / This thesis aims to investigate the effect of new medical technology on the production efficiency of Intensive Care Units (ICUs) in Greece and unravel the elements which influence the decision making process concerning the adoption of new medical technologies in the context of the Greek Health System.
In order to evaluate the efficiency of each Unit, the bootstrapped DEA of Simar and Wilson (2007) is applied, while a probit model is used for exploring the elements that lead to the adoption decision. Then, the factors that categorize hospitals regarding the timing of adoption are identified through the use of survival models. Computerized tomography in the Greek public sector is used as a case study.
The study demonstrated deficits in both technical and scale efficiency in most Units, mainly due to lack of nursing staff. The results show that while technical efficiency has benefited from new medical technology integration, the scale efficiency remains unaffected. With respect to the likelihood and the time of adoption, it was found that the hospital’s size and plenitude have positive impact.
Finally, the findings explain the extent to which health technology adoption affects both the hospital’s efficiency and the decision-making process.
The present thesis contributes to the overall increase of the Health System efficiency as well as in promoting the dialogue between health administrators.
|
8 |
Ανάπτυξη νοητικών δεξιοτήτων τετράχρονων παιδιών, μέσα από διαδικασίες επίλυσης μαθηματικού προβλήματοςΣιακαλλή, Μαρία Άντζελα 26 July 2013 (has links)
Ο βασικός σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση του κατά πόσον:
κατά τη διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος εντός ενός ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος μιας τάξης πρωτοσχολικής ηλικίας, τα παιδιά, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους και με τη νηπιαγωγό, εμπλέκονται σε διεργασίες οι οποίες προάγουν την ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Ο πιο πάνω σκοπός διερευνάται μέσα από τρία βασικά ερευνητικά ερωτήματα καθένα από τα οποία αναλύεται σε επιμέρους ερωτήματα:
1. πώς λειτουργεί η εκτενής σε χρονική διάρκεια, τακτική (καθημερινή) και οργανωμένη από την νηπιαγωγό ενασχόληση παιδιών με διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος, μέσα σε ένα ευνοϊκό μαθησιακό περιβάλλον;
2. πώς επιδρά στα παιδιά η διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων
(α) εμπλοκής στην επίλυση του μαθηματικού προβλήματος :
(i) το παιδί χρησιμοποιεί το υλικό αναπαράστασης του προβλήματος και καταγραφής των λύσεών του με τρόπο που οδηγεί σε επίλυση του προβλήματος; (ii) το παιδί εργάζεται με τρόπο που δείχνει ότι έχει λάβει υπόψη τα δεδομένα του προβλήματος; (iii) το παιδί εργάζεται με τρόπο που οδηγεί σε επίλυση του προβλήματος;
(β) ανάπτυξης στρατηγικών επίλυσης του μαθηματικού προβλήματος:
(i) ποιες στρατηγικές αναπτύσσουν τα παιδιά κατά τη διαδικασία επίλυσης του κάθε μαθηματικού προβλήματος; (ii) τα παιδιά εφαρμόζουν την ίδια στρατηγική και σε επόμενες διαδικασίες επίλυσης του ίδιου μαθηματικού προβλήματος; (iii) παρατηρείται ανάπτυξη ή βελτίωση της στρατηγικής από τα παιδιά σε επόμενη εφαρμογή της διαδικασίας επίλυσης του ίδιου μαθηματικού προβλήματος;
(γ) ανίχνευσης των λύσεων του μαθηματικού προβλήματος:
(i) μπορούν τα παιδιά να ανιχνεύσουν όλες τις λύσεις του μαθηματικού προβλήματος (ii) με ποιους τρόπους καταφέρνουν τα παιδιά να ανιχνεύσουν όλες τις λύσεις του προβλήματος;
(δ) γραφικής αναπαράστασης των λύσεων του μαθηματικού προβλήματος:
(i) πώς επιλέγουν τα παιδιά να αναπαραστήσουν γραφικά τις λύσεις του κάθε προβλήματος; (ii) πώς χρησιμοποιούν τα παιδιά τις γραφικές αναπαραστάσεις των λύσεων του προβλήματος στη διαδικασία επίλυσής του;
3. μπορούν οι γλωσσικές αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσονται σε μια τάξη πρωτοσχολικής εκπαίδευσης μεταξύ παιδιών αλλά και μεταξύ παιδιών και νηπιαγωγού να συνεισφέρουν στην επίλυση μαθηματικού προβλήματος; :
(ι)σε ποια από τις κατηγορίες σωρευτικός λόγος, λόγος αμφισβήτησης, διερευνητικός λόγος εμπίπτει ο διάλογος μεταξύ παιδιών και πού οδηγεί; (ii) που οδηγεί ο διάλογος μεταξύ παιδιού/παιδιών και νηπιαγωγού; (iii) πού οδηγεί ο μονόλογος του παιδιού;
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι (α) μέσα από την αλληλεπίδραση, τόσο μεταξύ τους όσο και με τη νηπιαγωγό, ακόμη και τετράχρονα παιδιά μπορούν να καταστούν ικανά να εφαρμόσουν διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος (β) η συστηματική, εκτενής και οργανωμένη ενασχόληση παιδιών με διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος προάγει την ανάπτυξη δεξιοτήτων (γ) βασικό ρόλο στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων παίζει η νηπιαγωγός και ο τρόπος με τον οποίο η ίδια οργανώνει το μαθησιακό περιβάλλον της τάξης.
Η παρούσα εργασία αποτελείται από τέσσερα Κεφάλαια. Στο πρώτο Κεφάλαιο μελετάται η διαδικασία επίλυσης μαθηματικού προβλήματος στο νηπιαγωγείο και ο όρος του ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος. Ο καθορισμός των στοιχείων του ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος γίνεται μέσα από βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με το ρόλο της εκπαιδευτικού στη δημιουργία του όλου περιβάλλοντος και της προαγωγής γλωσσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ της ίδιας και των παιδιών και μεταξύ των παιδιών. Στο δεύτερο Κεφάλαιο αναλύεται η μεθοδολογία της έρευνας. Στο τρίτο Κεφάλαιο παρουσιάζονται και αναλύονται τα δεδομένα της παρούσας έρευνας. Στο τέταρτο, και τελευταίο, Κεφάλαιο συνοψίζονται τα σημαντικότερα ευρήματα της παρούσας εργασίας και διατυπώνονται τα βασικά της συμπεράσματα, μέσα από την απάντηση των ερευνητικών της ερωτημάτων και παρουσιάζονται εισηγήσεις για μελλοντική διερεύνηση ερωτημάτων που προέκυψαν από την παρούσα εργασία. / The aim of this study is to investigate whether:
during the process of mathematical problem solving within a favorable learning environment of a pre-school classroom setting, while child-child and child-teacher interaction takes place, children involve themselves in processes promoting skill development.
The above hypothesis is studied through three basic research questions, each of which is analysed in further and more specific questions:
1. how does the extensive, frequent (daily) and organized by the teacher, occupation of children with mathematical problem solving process, within a favorable learning environment, function?
2. how does the mathematical problem solving process effect children’s skill development in
(a)their involvement in the mathematical problem solving process :
(i)can the child use the material created for the mathematical problem representation in a way that leads to the solution of the problem? (ii) does the child’s work show that he/she has considered the problem’s data, (iii) does the child’s work lead to the solution of the mathematical problem?
(b)the development of strategies in order to solve the mathematical problem :
(i)which strategies do the children develop during the mathematical problem solving process? (ii) do the children apply the same strategy every time they engage in the process of solving the same mathematical problem? (iii) is there a development or an improvement of the children’s strategy during future processes of solving the same mathematical problem?
(c)the detection of all possible solutions of a mathematical problem :
(i)can children detect all possible solutions of the mathematical problem? (ii) in which ways do the children manage to detect all possible solutions of the mathematical problem?
(d)graphically representing the solutions of the mathematical problem :
(i)how do children chose to graphically represent the solutions of the mathematical problem? (ii) how do children use graphical representations of problem solutions during the problem solving process?
3. can child-child and child-teacher language interactions, which develop within a pre-school classroom setting, contribute to the problem solving process
(i)in which of the categories cumulative talk, investigative talk, exploratory talk does children’s dialogue fall and where does it lead? (ii) where does child-child and child-teacher dialogue lead? (iii) where does child monologue lead?
The results show that (a) through child-child and child-teacher interaction children as young as four years old can become capable of applying the mathematical problem solving process, (b) extensive, frequent and organized occupation of young children with the mathematical problem solving process leads to skill development, (c) the teacher’s role is central to the development of skills in the way she organizes the classroom’s learning environment.
The present study consists of four chapters. Chapter I studies the problem solving process in pre-school and the term “favorable learning environment”. The determination of the elements of such an environment is established through bibliographical research relative to the teacher’s role in the creation of the classroom environment and the promotion of language interaction between herself and children and between children. Chapter II analyses the methodology of the current study. Chapter III presents and studies the research findings. Chapter IV summarizes the basic findings of the study and presents its conclusions through answering its research questions and gives suggestions for future investigation of questions that have emerged from the present study.
|
9 |
Σχεδιασμός και ανάπτυξη συστήματος ηλεκτρονικής μάθησης Βιοπληροφορικής με αυτόματη άντληση πληροφορίας από ιστοσελίδεςΚαράλη, Χρυσούλα Στυλιανή 12 October 2013 (has links)
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στις μέρες μας αποτελεί η εξαγωγή και η κατανόηση του πλήθους των πληροφοριών που βρίσκονται κρυμμένες στα βιολογικά δεδομένα. Ο καταιγισμός των πληροφοριών που προέρχονται από τη βιολογική έρευνα είναι τόσο σύνθετος που χρειάζεται να αναλυθεί με τη χρήση προηγμένων υπολογιστικών μεθόδων. Αυτό οδήγησε στη Βιοπληροφορική, έναν επαναστατικό επιστημονικό τομέα, ο οποίος εφαρμόζει στοιχεία της επιστήμης των υπολογιστών και της τεχνολογίας των πληροφοριών για τη διαχείριση των βιολογικών δεδομένων. Ο κλάδος της Βιοπληροφορικής σήμερα θεωρείται, παγκοσμίως, ένας από τους πλέον εξελισσόμενους, ενώ έχει ήδη επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα και έχει συγκεντρώσει ιδιαίτερα σημαντικές διακρίσεις.
Η εκπαίδευση εξειδικευμένων ατόμων σε θέματα Βιοπληροφορικής αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση, καθώς οι εκπαιδευόμενοι προέρχονται από τον τομέα της Βιολογίας ή της Πληροφορικής, παρουσιάζοντας γι' αυτόν τον λόγο μεγάλες διαφορές στο μαθησιακό τους υπόβαθρο. Επιπλέον, δημοσιεύονται συνεχώς καινούριες μέθοδοι επεξεργασίας βιολογικών δεδομένων, καθιστώντας το δύσκολο ακόμα και για κάποιον εκπαιδευτικό να παρακολουθεί την εξέλιξη και να ενημερώνει το εκπαιδευτικό περιεχόμενο των μαθημάτων του.
Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία της ηλεκτρονικής εκμάθησης έχει γίνει ένα εναλλακτικό μαθησιακό πρότυπο. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, για τους περισσότερους από εμάς, η έννοια της μάθησης ήταν συνυφασμένη με τις παραδοσιακές αίθουσες διδασκαλίας. Όμως, από τον 21ο αιώνα άρχισε να κυριαρχεί μια νέα κουλτούρα μάθησης. Χάρη στην κατάλληλη χρήση των τεχνολογιών πληροφορίας, των δικτύων και των πολυμέσων, μαθητές και ερευνητές οι οποίοι διαχωρίζονται από την απόσταση, συνδέονται τεχνολογικά. Η γνώση γίνεται διαθέσιμη στο σύγχρονο ακαδημαϊκό και επαγγελματικό κόσμο, χωρίς χωρικούς ή χρονικούς περιορισμούς. Η συνεχώς αυξανόμενη υποδομή των ψηφιακών δικτύων ενισχύει την ικανότητα για πρόσβαση και χρήση απεριόριστων πηγών και εργαλείων. Επιπλέον, η ηλεκτρονική μάθηση εκτείνεται πέρα από την απλή πρόσβαση στην πληροφορία, αλλά βασίζεται στην επικοινωνία και στην αλληλεπίδραση των ατόμων που συμμετέχουν στη διαδικασία της μάθησης.
Οι πλατφόρμες της ηλεκτρονικής εκμάθησης είναι ιδιαίτερα χρήσιμες και στην εκπαίδευση της Βιοπληροφορικής, καθώς μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της διδασκαλίας και να μειώσουν τον χρόνο που απαιτείται για τη διαχείριση του εκπαιδευτικού υλικού. Πέραν τούτου, το αντικείμενο της Βιοπληροφορικής είναι πλήρως συνυφασμένο με τη χρήση του Διαδικτύου, καθώς μέσω αυτού μπορούν να βρεθούν πολλές πηγές δεδομένων και χρήσιμα εργαλεία.
Στην παρούσα διπλωματική εργασία, προηγμένες διαδικασίες ηλεκτρονικής μάθησης έχουν αναπτυχθεί ώστε να εισαγάγουν ολοένα και περισσότερους μαθητές στην επαναστατική επιστήμη της Βιοπληροφορικής. Μια σύγχρονη διαδικτυακή εφαρμογή, η οποία όχι μόνο αποθηκεύει και διαχειρίζεται τον πλούτο της γνώσης και της εμπειρίας της ερευνητικής ομάδας «Υπολογιστικής Βιολογίας και Βιοπληροφορικής» του Πανεπιστημίου Πατρών, αλλά επιπλέον επιτρέπει στους χρήστες του συστήματος να προβάλλουν, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, και να αλληλεπιδρούν με το πλούσιο μαθησιακό περιεχόμενο το οποίο παρουσιάζεται με τη μορφή κειμένων, υπερκειμένων,εικόνων, παρουσιάσεων και βίντεο. Δημοσιεύσεις σε συνέδρια και περιοδικά, ερευνητικά έργα, διπλωματικές εργασίες, παρουσιάσεις, εργαλεία και ανακοινώσεις είναι μόνο μερικά δείγματα της καθημερινής συνεισφοράς και της ανεκτίμητης προσπάθειας της ερευνητικής ομάδας. Πλήθος πληροφοριών, καλά οργανωμένων και δυναμικά ανανεώσιμων, είναι πάντα στη διάθεση μας. Σημαντικότατο στοιχείο του συστήματος ηλεκτρονικής εκμάθησης αποτελεί η ευφυΐα του, με άλλα λόγια η ικανότητα παροχής μιας εξατομικευμένης μαθησιακής πορείας στον κάθε εκπαιδευόμενο, με βάση το επίπεδο γνώσεων, τις μαθησιακές ανάγκες αλλά και την πρόοδο του.
Επιπρόσθετα, η εν λόγω διαδικτυακή εφαρμογή εκμάθησης της Βιοπληροφορικής ευνοεί τη δημιουργία μαθησιακών κοινοτήτων οι οποίες ενισχύουν τη συνεργασία, την επικοινωνία αλλά και την αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων, όπως δηλαδή συμβαίνει σε μία παραδοσιακή αίθουσα διδασκαλίας. Όμως, μέσα από την ηλεκτρονική μάθηση, ο εκπαιδευόμενος αποτελεί πλέον το «κέντρο της μαθησιακής διαδικασίας», καθώς μετατρέπεται από παθητικό σε ενεργό δέκτη της μάθησης, επιλέγοντας το πώς και τι μαθαίνει. / One of the greatest challenges today is the extraction and comprehension of the huge mass of information hidden in biological data. The flood of information that comes from the biological research is so complex that needs to be analyzed by means of advanced computational methods. This has given rise to Bioinformatics, a revolutionary scientific field which applies elements of computer science and information technology to the management of this biological information. Bioinformatics is now considered, worldwide, as one of the most evolving fields since it has already demonstrated some very significant achievements and it has gathered really important distinctions.
Training students in Bioinformatics is an important challenge as they have big academic differences and their learning background is either in Biology or in Informatics. Moreover, new methods for biological data processing are being published frequently and it is very hard even for professionals in the field of Bioinformatics to follow the new publications and renew the material of their courses.
At the same time, the e-learning technology has become an alternative learning standard. During the 20th century, for most of us, the concept of learning was intertwined with the traditional classrooms. But, since the 21st century a new culture of learning has begun. Thanks to the proper use of modern information technologies, networks and multimedia, students and researches who are separated by distance, get technologically connected. Knowledge becomes available to the contemporary academic and professional world, without any geographical restrictions or time limits. The growing infrastructure of digital networks enhances the ability to access and use unlimited resources and tools. Furthermore, e-learning extends beyond simple access to information, but it is based on the communication and interaction of people involved in the learning process.
The e-learning platforms are particularly useful in Bioinformatics education, as they can improve the quality of teaching and reduce the time required for the administration of educational material. Furthermore, the scientific field of Bioinformatics is completely interwoven with the use of the Internet due to the fact that many data sources and software tools are accessible through it.
In this thesis, advanced e-learning processes have been developed in order to introduce more and more students to the revolutionary science of Bioinformatics. A modern web application which not only stores and manages the wealth of knowledge and experience provided by the Computational Biology and Bioinformatics group of the University of Patras, but also permits visitors to visualize, anywhere and anytime, and interact with this rich learning content which is presented in the form of text, hypertext, images, presentations and videos. Publications in conferences and journals, research projects, theses, presentations, tools, latest news and announcements are just some demonstrations of the daily contribution and the priceless effort spent by this group. A great deal of information, securely organized and dynamically updated, always at our disposal. The most important element of this e-learning application is its intelligence, in other words its ability to provide a personalized learning path to each student, based on his level of knowledge, his learning needs and the progress made in every step of the e-learning training.
In addition, this Bioinformatics e-learning application, favors the creation of learning communities which enhance collaboration, communication and interaction between trainers and trainees, as that occurs in a traditional classroom. However, through e-learning, the trainee becomes the "center of the learning process", as he turns from a passive to an active receiver of learning, by choosing how and what he learns.
|
10 |
Ενεργειακή βελτιστοποίηση θερμοκηπίου με χρήση συστήματος θέρμανσης με υπέρυθρη ακτινοβολία : θεώρηση της μικρού μήκους κύματος ακτινοβολίας (NIR)Καυγά, Αγγελική 21 March 2011 (has links)
Μετά την πρώτη ενεργειακή κρίση την δεκαετία του ’70 κατά την οποία τα περιορισμένα αποθέματα ενέργειας προκάλεσαν την πρώτη σημαντική αύξηση στην τιμή της ενέργειας, η χρήση ενέργειας στα θερμοκήπια έχει γίνει κύριο ερευνητικό ζήτημα. Η ανάγκη για μείωση του ενεργειακού κόστους είναι σημαντική, γιατί η ενέργεια αποτελεί σημαντικό κλάσμα του συνολικού κόστους παραγωγής. Στις Μεσογειακές χώρες έχει υπολογιστεί ότι η χρήση ενέργειας για έλεγχο των συνθηκών περιβάλλοντος και ειδικότερα για τη θέρμανση, είναι 20% - 30% του συνολικού κόστους παραγωγής, ποσοστό το οποίο στις βορειότερες χώρες αυξάνεται. Ταυτόχρονα, με το έντονο ενδιαφέρον για το παγκόσμιο φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις κλιματικές αλλαγές, η χρήση των συμβατικών καυσίμων είναι και πάλι στην πολιτική ατζέντα. Έτσι και η βιομηχανία θερμοκηπίων είναι αντιμέτωπη με οικονομική, πολιτική και κοινωνική πίεση για μείωση της χρήσης ενέργειας και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των θερμοκηπίων μέσω τεχνολογικών καινοτομιών.
Η κατανάλωση ενέργειας για τη θέρμανση του θερμοκηπίου αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα διότι οι απώλειες του θερμοκηπίου σε θερμότητα λόγω των λεπτών τοιχωμάτων του και της κατασκευής του, είναι πολύ μεγάλες, 6-12 φορές μεγαλύτερες από εκείνες ενός συνήθους κτίσματος ίσου όγκου. Η θερμότητα παρέχεται στο θερμοκήπιο κυρίως μέσω συμβατικών συστημάτων θέρμανσης (συστήματα σωληνώσεων θερμού νερού, συστήματα θερμού αέρα) και σε περιορισμένη έκταση με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή, γεωθερμία, βιομάζα). Για να επιτευχθεί με αυτές τις μεθόδους η απαραίτητη θερμοκρασία στο επίπεδο των φυτών, το εσωτερικό του θερμοκηπίου πρέπει να θερμανθεί στην ίδια ή υψηλότερη θερμοκρασία από την επιθυμητή θερμοκρασία των φυτών με αποτέλεσμα την δημιουργία ισοθερμοκρασιακού κλίματος σε ολόκληρο το θερμοκήπιο (όλον κλίμα). Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής σε όλες τις μελέτες που διεξάγονται είναι ότι, τα θερμοκήπια καταναλώνουν απαράδεκτα υψηλά ποσά ενέργειας σε σχέση με την ενέργεια που απορροφάται από τα φυτά, για να καλύπτουν τις αυξημένες ενεργειακές απώλειες που λόγω κατασκευής παρουσιάζουν.
Στην παρούσα διατριβή αναπτύσσεται μια ολοκληρωμένη πρόταση για την δημιουργία ενός "ψυχρού θερμοκηπίου" στο οποίο τα φυτά θα λαμβάνουν απευθείας την ενέργεια που χρειάζονται προκειμένου να φτάσουν και να διατηρήσουν την επιθυμητή για την ανάπτυξή τους θερμοκρασία χωρίς να υπάρχει ανάγκη για αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα του θερμοκηπίου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται σύστημα θέρμανσης με μικρού μήκους υπέρυθρη ακτινοβολία (NIR). Σε αυτά τα συστήματα η θερμότητα μεταδίδεται απευθείας από την πηγή στον δέκτη, στην προκειμένη περίπτωση στα φυτά και το έδαφος και το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ισοθερμοκρασιακού κλίματος μόνο στην περιοχή του φυτικού θόλου (τοπικό κλίμα).
Ειδικότερα η παρούσα εργασία αντιμετωπίζει τη θερμική συμπεριφορά του θερμοκηπίου λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ουσιαστικά θερμικά φαινόμενα που συμβαίνουν κατά την διάρκεια θέρμανσης (με συμβατικό και με σύστημα θέρμανσης με ακτινοβολία) και παρουσία καλλιέργειας. Γι αυτό τον λόγο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη ενός μαθηματικού μοντέλου που προσομοιάζει επαρκώς τις κύριες διαδικασίες μεταφοράς θερμότητας μέσα στο θερμοκήπιο, το οποίο περιλαμβάνει ένα σύνολο λειτουργικών συνθηκών, και στο οποίο καθορίζονται με σχετική ακρίβεια οι παράγοντες που επηρεάζουν την θερμική συμπεριφορά του θερμοκηπίου. Το μοντέλο προσομοίωσης δίνει την δυνατότητα αξιόπιστης περιγραφής του περιβάλλοντος του θερμοκηπίου, και σαφούς εκτίμησης των ενεργειακών αναγκών του και με τις δυο τεχνικές θέρμανσης. Ετσι προσδιορίζεται το εξοικονομούμενο ενεργειακό όφελος που προκύπτει με τη χρήση συστήματος θέρμανσης με ακτινοβολία.
Ο έλεγχος της ποιότητας του μοντέλου προσομοίωσης και η περαιτέρω βελτίωσή του γίνεται με σύγκριση των θεωρητικών αποτελεσμάτων με πειραματικά δεδομένα, η συλλογή και επεξεργασία των οποίων αποτελεί τον πυρήνα της έρευνας. Τα πειραματικά δεδομένα προέρχονται από πειράματα που διεξήχθησαν σε δύο πειραματικά θερμοκήπια συζευγμένα με αυτόματο μετεωρολογικό σταθμό, στα οποία εφαρμόζεται συμβατικό σύστημα θέρμανσης και θέρμανση με υπέρυθρη ακτινοβολία αντίστοιχα. Αυτό δίνει την δυνατότητα πιστοποίησης των δυνατοτήτων της θέρμανσης με ακτινοβολία και ποσοτικοποίησης του ενεργειακού οφέλους που επιτυγχάνεται.
Συμπερασματικά, η συστηματική θεωρητική και πειραματική μελέτη ενός "ψυχρού" θερμοκηπίου με χρήση μικρού μήκους υπέρυθρης ακτινοβολίας (NIR) και ενός "θερμού θερμοκηπίου" με χρήση συμβατικού συστήματος θέρμανσης αναδεικνύουν το κύριο πλεονέκτημα της υπέρυθρης ακτινοβολίας, δηλαδή η θερμότητα να μεταδίδεται απευθείας από το σύστημα ακτινοβολίας στα φυτά και το έδαφος χωρίς να παρεμβάλεται ο αέρας του εσωτερικού περιβάλλοντος του θερμοκηπίου. Αυτό οδηγεί σε ομοιομορφία θέρμανσης του φυτικού θόλου και ταυτόχρονα σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας της τάξεως του 40-50%. / After the first energy crisis in the seventies during which limited energy supplies led to an important increase in energy prices, greenhouse energy consumption has again become a major research issue. The energy cost reduction need is significant, since energy forms a substantial fraction of the total production costs. In Mediterranean countries it has been estimated that energy consumption for environment conditions control and more specifically for heating, consists 20% - 30% of total production cost, a percentage that is higher in northern countries. Moreover, due to the recent pronounced interest in the global greenhouse effect and climatic change, the use of fossil fuels is once again in the political agenda. Therefore the greenhouse industry is confronted with economical, political and social pressure to reduce energy usage and improve the greenhouse energy efficiency via technological innovations.
Energy consumption for greenhouse heating represents a serious concern because greenhouse heat losses due to thin covers and construction specifics are 6-12 times higher than those of a common building of equal volume. Traditionally, thermal energy is transmitted to the greenhouse mainly through conventional heating systems (either by hot water circulation through a piping system or by air heaters) and, in a limited scale, through renewable energy sources (solar, geothermal, biomass). In order for the plants to reach required temperature through these methods, the greenhouse interior has to be heated to the same or even to a slightly higher temperature than the value targeted for the plants (entire climate). This practice results in extremely increased heat losses compared to the energy absorbed by plants, because of the increased energy losses due to construction specifications.
The present thesis formulates a complete proposal for the creation of a "cold greenhouse" where plants will directly receive the needed energy in order to reach and preserve the desirable growth temperature without having to increase the internal greenhouse air temperature. The near infrared radiation (NIR) is used for this purpose. In the radiation system, heating is transmitted straight from the source to the receiver, in this particular case plants and soil. The result is an isothermal climate formation in the plant canopy (local climate).
Specifically this study investigates the greenhouse thermal performance taking into account all the essential thermal phenomena that take place during heating (conventional and IR heating) and cultivation. For this reason, emphasis is given to the development of a mathematical model that simulates the main heating transfer procedures inside the greenhouse, takes into account a sum of operational conditions and determines all factors influencing the greenhouse thermal performance with relevant accuracy. The simulation model allows a credible description of greenhouse environment as well as a clear estimation of its energy needs with both heating systems. Thus the resulting energy saving by IR heating usage is determined.
Quality control of the simulation model and its forward improvement is done by comparing the theoretical results with experimental data. Collecting and processing these data forms the research kernel. The experimental data correspond to experiments that took place in two experimental greenhouse connected with automatic meteorological station where conventional and IR heating have been used respectively. This method makes possible the identification of IR heating potential and quantification of energy saving.
Concluding, the systematic theoretical and experimental study of a "cold" greenhouse using near IR heating, and of a "warm" greenhouse using conventional heating, proves the main advantage of IR heating that is that, the heat is directly transferred from the radiation system to the plants and the soil without interference of the internal greenhouse air. This leads to uniform heating of the plant canopy and at the same time to a significant energy saving of 40-50%.
|
Page generated in 0.0404 seconds