• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 5
  • Tagged with
  • 5
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συσχέτιση της PaO2 και του λειτουργικού έλεγχου της αναπνοής με την ανοχή στην κόπωση ασθενών με αποφρακτική πνευμονοπάθεια

Ευφραιμίδης, Γεώργιος 23 June 2008 (has links)
Σκοπός: Η FEV1 αποτελεί μέτρο του βαθμού της απόφραξης των αεραγωγών και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιείται για τη σταδιοποίηση της ΧΑΠ και του άσθματος. Οι μηχανισμοί που εμπλέκονται και προσδιορίζουν τη δυνατότητα ανοχής στην κόπωση αυτών των ασθενών είναι πλέον πολύπλοκοι και δεν καθορίζονται μόνο από το βαθμό απόφραξης των αεραγωγών . Σκοπός της μελέτης ήταν η αξιολόγηση 1. Του βαθμού που ο λειτουργικός έλεγχος που προηγείται της κόπωσης σχετίζεται με την ανοχή στην κόπωση 2. Της σχέσης που υπάρχει μεταξύ της ποιότητας ζωής και της ανοχής στην κόπωση σε ασθενείς με αποφρακτική πνευμονοπάθεια Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 163 ενήλικες (107 άνδρες, 56 γυναίκες), οι οποίοι παρακολουθούνται στο τακτικό Πνευμονολογικό Ιατρείο της Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Στην μελέτη περιλήφθησαν 57 ασθενείς (44 άνδρες, 13 γυναίκες) με ΧΑΠ Επίσης περιλήφθησαν 29 ασθενείς με άσθμα (16 άνδρες, 13 γυναίκες). 77 (47 άνδρες, 30 γυναίκες) είχαν φυσιολογική σπιρομέτρηση και χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδα ελέγχου. Όλοι οι ασθενείς πριν την έναρξη του λειτουργικού ελέγχου συμπλήρωσαν την ελληνική μετάφραση του ερωτηματολογίου για τις αναπνευστικές νόσους το St. George’s Respiratory Questionnaire και υπεβλήθησαν σε πλήρη λειτυργικό έλεγχο της αναπνοής. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με ΧΑΠ και βαρύτητα νόσου σταδίου Ι είχαν φυσιολογική ανταπόκριση στην άσκηση με φυσιολογική ικανότητα για άσκηση, οι ασθενείς σταδίου ΙΙ είχαν μειωμένη ικανότητα κόπωσης 70%, ενώ οι ασθενείς σταδίου ΙΙΙ και ΙV είχαν πολλή μεγαλύτερη μείωση της ικανότητας για άσκηση. Όσο αφορα τους ασθματικούς 28 από τους 29 ασθματικούς ασθενείς είχαν φυσιολογική VO2peak (109%) και είχαν επαρκείς αναπνευστικές εφεδρείες (>43%), δείγμα ότι το αναπνευστικό σύστημα γι’ αυτούς τους ασθενείς δεν αποτέλεσε περιοριστικό παράγοντα άσκησης. Η ποιότητα ζωής των ασθενών με ΧΑΠ και ιδιαίτερα οι δραστηριότητες τους εξαρτώνται από τη μέγιστη ικανότητα για άσκηση και επομένως από τον περιορισμό των εκπνευστικών ροών όπως αυτές περιγράφονται από την FEF25-75, από τη βλάβη που υφίστανται οι μηχανικές ιδιότητες του πνεύμονα όπως αυτές περιγράφονται από τον MVV καθώς επίσης και από το δείκτη επιφανείας σώματος. Συμπεράσματα: Με αρκετά σημαντική ακρίβεια είναι δυνατόν να προβλεφθεί η μείωση της ικανότητας για άσκηση των ασθενών με ΧΑΠ από τις τιμές του λειτουργικού ελέγχου που προηγείται της άσκησης, ενώ και η ποιότητα ζωής των ασθενών με ΧΑΠ φαίνεται να επηρεάζεται από λειτουργικές παραμέτρους που συμβάλουν στη μειωμένη αυτή ικανότητα για άσκηση που εμφανίζουν οι ασθενείς με αποφρακτική πνευμονοπάθεια. / Exercise tolerance in patients with airflow limitation (COPD and Asthma) has multiple determinants and is difficult to predict from measurements of resting pulmonary function. Measurements of maximum exercise tolerance have been reported to be useful in disability evaluation and determination of the cause of exertional symptoms. In addition, understanding the factors which predict exercise capacity will provide clues to a better understanding of physical activity limitations in patients with airflow limitation (COPD and asthma). Previous studies in patients with COPD have indicated that ventilatory limitation is a primary determinant of exercise tolerance. However, individual pulmonary function parameters as FEV1 explain only about half of the variance in measured exercise tolerance. For many patients with airflow limitation, psychosocial characteristics may interact with physiologic abnormalities to limit physical work capacity. To date, few published studies have closely examined the role of psychosocial variables in the prediction of peak VO2 in patients with COPD and asthma. The Global Initiative for Chronic Obstructive Pulmonary Disease (GOLD) statement and GINA statement recommended that chronic obstructive disease and asthma be staged on the basis of the percentage of predicted FEV1. Patients with COPD have restricted respiratory airflow, which predisposes them to dyspnea. To avoid dyspnea, patients develop a sedentary lifestyle that leads to a decreased exercise tolerance, which, in turn, aggravates the dyspnea. The decrease in exercise tolerance is marked by a reduced maximum oxygen consumption (VO2max) and lower ventilatory anaerobic threshold (Vth). This study uses data from a clinical trial of rehabilitation in COPD patient and from outpatient stable asthmatic patient. The purposes of the analysis were the following: to examine how well exercise tolerance, specifically PaO2 after exercise and VO2 peak, can be predicted from a combination of physiologic and psychosocial measurements, and to provide insight into factors determining and limiting exercise capacity in COPD and asthmatic patients. The other purpose of this study was to examine the relation between patients with airway limitation (COPD and Asthma) and health-related quality of life. A total of 57 outpatient stable COPD patients and 29 asthmatic stable patients underwent cardiopulmonary testing and filled in a form of Saint George’s Respiratory Questionnaire (SGRQ). We examined the correlation between GOLD criteria for staging COPD patients and health-related QoL throughout the performance of a cardiopulmonary exercise test. CONCLUSIONS According to our results, maximum exercise tolerance is predicted reasonably well from measurements of resting pulmonary function in COPD patients. The most consistent predictors of VO2 peak were measurements of expiratory airflow limitation (FEF2575) and inspiratory– expiratory strength (MVV); none of the psychosocial variables added significantly to the accuracy of the prediction of peak VO2. In addition, only symptoms (dyspnea) influenced maximum exercise performance and decreased it. The effect of symptoms on VO2max depended on the severity of the disease set by the GOLD guidelines. Our findings indicate that we will have to include additional parameters in GOLD stages, such as the SGRQ and probably ergometry test, when COPD patients are classified. The predicted value and FEV1/FVC <70%) minimally affects health-related QoL, whereas stage II (FEV1, 30% to 80% of the predicted value) and stage III (FEV1< 30% of the predicted value) disease is associated with profound deterioration in health-related QoL. The relation between FEV1 and health-related QoL reported that the QoL was not significantly associated with the percentage of predicted FEV1; Activities are impaired proportionally to GOLD stages in our study. This indicates that COPD patients in early stages do not reduce their activities, but in severe stages (continually diminishing FEV1) their activities are reduced. We found that in COPD patients, activities do not correlate with aximum exercise performance our findings indicate that we will have to include additional parameters in GOLD stages, like SGRQ and probably ergometry test, when COPD patients are classified.
2

Μελέτη της αναπνευστικής λειτουργίας με εργοσπιρομετρία σε ασθενείς με γαστροοισοφαγική παλινδρομική νόσο

Γιαννικούλης, Χρήστος 08 May 2012 (has links)
Μελέτη της αναπνευστικής λειτουργίας με εργοσπιρομετρία σε ασθενείς με γαστροοισοφαγική παλινδρομική νόσο. Εισαγωγή: Η Γαστροοισοφαγική Παλινδρομική Νόσος (ΓΟΠΝ) έχει συσχετισθεί με πλειάδα πνευμονικών εκδηλώσεων αλλά είναι ασαφές εάν η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση προκαλεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία στην πνευμονική λειτουργία. Η εργοσπιρομετρία είναι μια εξειδικευμένη μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται για να διερευνήσει την αναπνευστική λειτουργία κατά την άσκηση. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν να αποκαλυφθεί οποιαδήποτε ανωμαλία της πνευμονικής λειτουργίας σε ασθενείς με ΓΟΠΝ και αναπνευστικά συμπτώματα. Μέθοδος: Μελετήσαμε 34 ασθενείς με ΓΟΠΝ (ηλικίας 21-63, 24 άνδρες/10 γυναίκες) και εξωοισοφαγικά αναπνευστικά συμπτώματα (συριγμός ή/και βήχας) πριν και μετά από 12 εβδομάδες θεραπεία με διπλή δόση ομεπραζόλης. Κανείς ασθενής δεν παρουσίασε παθολογική σπιρομέτρηση. Εργομετρία διενεργήθηκε σε όλους του ασθενείς πριν την θεραπεία και μετά την θεραπεία. Γαστροσκόπηση διενεργήθηκε σε όλους τους ασθενείς πριν την θεραπεία και σε αυτούς με οισοφαγίτιδα επανελήφθη μετά την θεραπεία. Καταγραφήκαν οι ακόλουθες εργομετρικές παράμετροι: VO2rest, VO2max, VCO2rest, VCO2max, O2–puls rest, O2–puls max, HR (heart rate) rest, HRmax, PETCO2rest, PETCO2max, VE/VCO2 SLOPE πριν και μετά την θεραπεία. Αποτελέσματα: Είκοσι τέσσερις ασθενείς (70.6%) είχαν οισοφαγίτιδα (βαθμού Α-D), 16 ασθενείς είχαν διαφραγματοκήλη (47.1%), και σε 13 ασθενείς (38.23 %) ανιχνεύθηκε Helicobacter pylori.Οι εργομετρικές παράμετροι ήταν εντός φυσιολογικών ορίων σε όλους τους ασθενείς, κανείς ασθενής δεν παρουσίασε οποιαδήποτε ανωμαλία κατά την άσκηση. Είκοσι οκτώ ασθενείς επανελέγχθηκαν. Καμία βελτίωση σε οποιαδήποτε εργομετρική παράμετρο μετά την θεραπεία δεν παρατηρήθηκε παρά την ύφεση των οισοφαγικών και των εξωοισοφαγικών συμπτωμάτων σε όλους τους ασθενείς. Καμία στατιστικώς σημαντική διαφορά δεν παρατηρήθηκε πριν και μετά την θεραπεία μεταξύ ασθενών μεγαλύτερων των 40 ετών και νεότερων των 40 ετών, καπνιστών και μη καπνιστών, Hp(+) και Hp(-) ασθενών, όπως επίσης και μεταξύ ασθενών με και χωρίς οισοφαγίτιδα, και μεταξύ ασθενών με και χωρίς διαφραγματοκήλη. Συμπεράσματα: Ασθενείς με ΓΟΠΝ, αναπνευστικές εκδηλώσεις και φυσιολογική σπιρομέτρηση, δεν παρουσιάζουν διαταραχές κατά την εργομετρία (δοκιμασία άσκησης). Επίσης δεν παρατηρείται καμιά κλινικά αξιόλογη μεταβολή στις εργομετρικές τιμές μετά την θεραπεία ούτε διαφορά στις εργομετρικές τιμές σύμφωνα με την ηλικία, το κάπνισμα, την παρουσία H.pylori, οισοφαγίτιδας ή διαφραγματοκήλης. / Evaluation of respiratory function with cardiopulmonary exercise test in patients with gastroesophageal reflux disease. Introduction: Gastroesophageal reflux disease (GERD) has been associated with a variety of pulmonary manifestations but it is unclear if gastroesophageal reflux causes any abnormality in pulmonary function. Cardiopulmonary exercise test (CPET) is a specialized method which is used to evaluate respiratory function during exercise. Aim: The aim of this study was to reveal any abnormality of pulmonary function in patients with GERD and respiratory symptoms. Method: We evaluated 34 patients with GERD (age 21-63, 24 men) and extraesophageal respiratory symptoms (wheezing and/or cough) before therapy and after twelve weeks treatment with double dose omeprazole. No patient presented abnormal spirometry. CPET was performed in all patients at baseline and after completion of 12 week treatment. The following CPET parameters: VO2rest, VO2max, VCO2rest, VCO2max, O2–pulse rest, O2–pulse max, HR (heart rate) rest, HRmax, PETCO2rest, PETCO2max, VE/VCO2 slope were recorded pre-treatment and post-treatment. Results: Twenty four patients (70.6%) had esophagitis (grade I-IV), 16 patients had hiatal hernia (47.1%) and in 13 patients (38,2%) Helicobacter pylori was positive. All patients completed the CPET. No one presented shortness of breath or respiratory symptoms. CPET parameters were within normal limits in all patients. Twenty eight patients were reevaluated. No improvement in any CPET parameter post treatment was observed despite remission of esophageal and extraesophageal symptoms in all patients. No statistically significant difference was observed pre and post-treatment, between older and younger than 40 year old patients, smokers and non smokers, Hp(+) and Hp(-) patients and those with and without hiatal hernia and esophagitis. Conclusions: Patients with GERD and respiratory manifestations and normal spirometry present no pulmonary dysfunction during CPET. Also no alterations in CPET values post-treatment neither differences in CPET values according to age, smoking, Hp status, presence of oesophagitis or hiatal hernia were observed.
3

Ανάπτυξη μεθόδων ανάλυσης ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος με χρήση μοντέλων συνδεσιμότητας και μεγεθών εντροπίας

Γιαννακάκης, Γιώργος Α. 20 April 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η ανάπτυξη και η εφαρμογή εξελιγμένων αλγορίθμων ανάλυσης ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος ηρεμίας (rest EEG) και προκλητών δυναμικών (ERP) για την εξαγωγή νευροφυσιολογικών συμπερασμάτων σχετικά με νευρολογικές/ψυχιατρικές ασθένειες. Οι τεχνικές που αναπτύσσονται εφαρμόζονται τόσο σε συνθετικά σήματα όσο και σε πραγματικά σήματα μαρτύρων και ατόμων με δυσλεξία, που υποβάλλονται στην ακουστική δοκιμασία Wechsler. Αρχικά μελετούνται τα συμβατικά χαρακτηριστικά προκλητών δυναμικών που αποτελούνται από τα πλάτη των κορυφώσεων και τους λανθάνοντες χρόνους πραγματοποίησής τους μετά το ερέθισμα. Μέσω στατιστικών αναλύσεων αναδεικνύεται ότι τα άτομα με δυσλεξία παρουσιάζουν σημαντικά μικρότερο πλάτος κορύφωσης N100 το οποίο μάλιστα συσχετίζεται με την απόδοση μνήμης. Επίσης, ο προσυνειδητός χρόνος απόκρισης στα ηχητικά ερεθίσματα παρουσιάζεται σε συγκεκριμένα ηλεκτρόδια σημαντικά παρατεταμένος σε άτομα με δυσλεξία. Οι ενεργειακές διαφοροποιήσεις στα φάσματα EEG/ERP προσφέρουν σημαντική πληροφορία σχετικά με το βαθμό ενεργοποίησης των διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου. Η ανάλυση ενεργειακών διαφοροποιήσεων πραγματοποιείται στο πεδίο χρόνου-συχνότητας, αναδεικνύοντας χρονικές μεταβολές του φασματικού περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτό, αξιολογούνται συγκριτικά τεχνικές αναπαράστασης χρόνου-συχνότητας τόσο δεύτερης τάξης όσο και προσαρμοστικές. Ο αλγόριθμος matching pursuit αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικός στη μείωση των διαγώνιων όρων και στην ανάδειξη ενεργειακών κορυφών. Για τη στατιστική αποτίμηση των ενεργειακών διαφορών στις ζώνες συχνοτήτων δ (0-4 Hz), θ (5-7 Hz), α (8-13 Hz), β (14-30 Hz), προτείνεται μεθοδολογία βασισμένη στο συνδυασμό μεθόδων κανονικοποίησης και διόρθωσης πολλαπλών συγκρίσεων. Η ύπαρξη σημαντικών ενεργειακών διαφοροποιήσεων ενδεχόμενα είναι απόρροια του διαφορετικού τρόπου λειτουργικής συνδεσιμότητας μεταξύ των δύο μελετούμενων ομάδων (μαρτύρων, ατόμων με δυσλεξία). Για το σκοπό αυτό, υπολογίζονται μεγέθη συνδεσιμότητας και αιτιότητας μεταξύ ηλεκτροεγκεφαλογραφικών καταγραφών, με χρήση του μοντέλου πολλαπλής παλινδρόμησης σε συνδυασμό με τις μεθόδους εκτίμησης Yule-Walker, Burg και Least Squares, καταδεικνύοντας την ανωτερότητα των δύο τελευταίων όσον αφορά στην ακρίβεια πρόβλεψης. Μετά από εκτεταμένη συγκριτική αξιολόγηση των μεγεθών αιτιότητας, προτείνεται ένα νέο μέγεθος ανάδειξης των άμεσων ροών δραστηριότητας, το οποίο βασίζεται στο συνδυασμό της μη κανονικοποιημένης κατευθυνόμενης συνάρτησης μεταφοράς και της μερικής κατευθυνόμενης συμφωνίας. Το μέγεθος αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποδοτικό στη μείωση ψευδών ή μη άμεσων ροών και παρουσιάζει φασματικές ιδιότητες παρόμοιες με αυτές των εμπλεκόμενων κυματομορφών. Η εφαρμογή του σε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ηρεμίας, όπου ικανοποιείται η συνθήκη στασιμότητας, οδηγεί στην ανάδειξη διαφοροποιήσεων σε συγκεκριμένες ροές δραστηριότητας. Στην περίπτωση μη στάσιμων χρονοσειρών, όπως είναι τα προκλητά δυναμικά, χρησιμοποιείται δυναμικό μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης για την εκτίμηση των μεγεθών σύζευξης. Μελετάται η ικανότητας αναπαράστασης γρήγορα μεταβαλλόμενων αιτιακών σχέσεων, με χρήση τόσο της προσέγγισης μικρού χρονικού παραθύρου όσο και προσαρμοζόμενων φίλτρων Kalman. Η μελέτη περιλαμβάνει την επίδραση του επιπέδου θορύβου, του συντελεστή προσαρμογής και της χρονικής μεταβολής των συνδέσεων του προτύπου συνδεσιμότητας. Το φίλτρο Kalman αποδεικνύεται ιδιαίτερα ακριβές στην εκτίμηση της χρονικής εξέλιξης των συντελεστών του μοντέλου τόσο σε συνθετικά όσο και σε πραγματικά ηλεκτροεγκεφαλογραφικά δεδομένα. Επιπλέον, μελετήθηκε η προβλεψιμότητα/πολυπλοκότητα των χρονοσειρών, με χρήση μεγεθών φασματικής και προσεγγιστικής εντροπίας. Η φασματική εντροπία και οι παραλλαγές της αποτελούν μεγέθη που αναδεικνύουν τη φασματική πολυπλοκότητα μιας χρονοσειράς και σχετίζονται με φαινόμενα συγχρονισμού και επικράτησης συγκεκριμένων ζωνών συχνοτήτων. Επειδή χρειάζεται να μελετηθεί η χρονική εξέλιξη της πολυπλοκότητας αυτής, τα μεγέθη αυτά υπολογίζονται τόσο με χρήση μετασχηματισμού κυματιδίου όσο και με χρήση βέλτιστου πυρήνα, καταδεικνύοντας την ανωτερότητα του τελευταίου στο διαχωρισμό μεταξύ των δύο ομάδων (μαρτύρων, ατόμων με δυσλεξία). Η αναπαράσταση με χρήση βέλτιστου πυρήνα επιτρέπει την προσαρμογή του πυρήνα σε κάθε υπό ανάλυση σήμα, κάτι το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις που παρατηρείται έντονη διακύμανση μεταξύ των καταγραφών. Τέλος, μέσω της προσεγγιστικής εντροπίας μελετάται η ύπαρξη όμοιων προτύπων παρατηρήσεων κατά μήκος των χρονοσειρών τόσο σε συγκεκριμένα ηλεκτρόδια όσο και μεταξύ ηλεκτροδίων. Οι μέθοδοι που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής συμβάλλουν στην πιο αντικειμενική και αξιόπιστη μελέτη συγχρονισμού, αιτιακών σχέσεων και πολυπλοκότητας κατά την ανάλυση ηλεκτροεγκεφαλογραφικών καταγραφών. / The purpose of the present Ph.D. thesis is to develop and apply advanced algorithms for EEG/ERP signal analysis in order to study neurophysiological alterations associated with dyslexia. The used methods aim at a reliable analysis of synchronization, causal connectivity and complexity of EEG/ERP signals and are evaluated on both synthetic and real EEG/ERP signals of dyslexics and controls, acquired during Wechsler auditory test. First, the conventional components of ERP waveforms (peak amplitudes, latencies) are studied. Statistical analysis points out that dyslexics’ signals present significantly lower N100 amplitudes which are known to be associated with memory performance. An important parameter in dyslexia is the pre-attentive reaction time to auditory stimuli which is reflected through P50 latency and is found to be significantly prolonged at specific electrodes. Energy differentiations in time-frequency between the two groups (dyslexics and controls) are examined, enabling study of the temporal changes of ERP content. Various second order and adaptive time-frequency methods are comparatively assessed in terms of their accuracy in representing temporally changing spectra. Matching pursuit is proved to be quite effective in cross terms suppression and representation of energy peaks. Significant energy differentiations at delta (0-4 Hz), theta (5-7 Hz), alpha (8-13 Hz) and beta (14-30 Hz) frequency bands are detected, through a methodology of statistical evaluation based on normalization and multiple comparisons correction methods. The presence of significant energy differentiations may be the result of differing functional connectivity patterns between the two groups (controls, dyslexics). In order to study causal connectivity patterns, the multivariate autoregressive model is estimated using the Yule-Walker, Burg and Least Squares methods, with Burg and Least Squares proved to provide superior performance in terms of prediction error. A new measure for the estimation of direct causal interactions is proposed, which is based on the combination of the full frequency directed transfer function and the partial directed coherence, exhibiting spectral properties similar with those of the involved signals, and increased efficiency in suppressing false and non direct flows. Study of rest EEG connectivity patterns, by means of the new connectivity measure, revealed differentiations in specific activity flows between the two groups under study (controls and dyslexics). In order to calculate coupling measures of non-stationary signals, like ERP, the dynamic autoregressive model is used and its ability to accurately represent rapid changes of causal interactions is assessed using short window and adaptive Kalman filter approaches. The superiority of the Kalman filter approach in terms of the accuracy provided in the estimation of the model’s autoregressive parameters is demonstrated on both synthetic and real EEG/ERP signals. Furthermore, the predictability/complexity of EEG/ERP time-series of dyslexics versus controls was studied, using measures of spectral and approximate entropy. Spectral entropy and its modifications quantify the spectral complexity of time-series and are related with synchronization and dominance of specific frequency bands. In order to study the temporal evolution of signals’ spectral complexity, wavelet transform and optimal kernel approaches were used, and the superiority of the latter concerning its ability to discriminate the two groups was demonstrated. The representation through optimal kernel permits the adjustment to each analyzed signal, a property that is quite important in analyzing data characterized by intense variability. Finally, through approximate entropy, the presence of differentiations in predictability of EEG time series related with single electrodes or pairs of electrodes is studied, demonstrating that dyslexics’ signals are characterized by more predictable patterns.
4

Η αναπνευστική λειτουργία εργαζομένων σε αρτοποιεία και η ευαισθητοποίηση αυτών στο αλεύρι / Respiratory function of workers in bakeries and their sensitization in flour

Πατούχας, Δημήτριος 03 August 2009 (has links)
Σκοπός: 1) Η μελέτη της αναπνευστικής λειτουργίας εργαζόμενων σε αρτοποιεία, όσον αφορά τα αναπνευστικά συμπτώματα τα σχετικά με την εργασία (βήχας, δύσπνοια, ρινίτιδα, πταρμός και επιπεφυκίτιδα) και τους δείκτες πνευμονικής λειτουργίας (FEV1, FVC, λόγος FEV1/FVC, RV, TLC, λόγος RV/TLC). 2) η μελέτη της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης των εργαζομένων στα αλλεργιογόνα των διάφορων αλεύρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του άρτου. Μελετήθηκαν 103 άτομα που εργάζονταν σε παραδοσιακά αρτοποιεία στην περιοχή της πόλης των Πατρών. Από αυτούς τους εργαζόμενους οι 58 απασχολούνται αποκλειστικά στην παραγωγή του άρτου και οι υπόλοιποι 45 αποκλειστικά στην πώληση του άρτου. Ελέγχθηκε ο επιπολασμός των αναπνευστικών συμπτωμάτων των σχετικών με την εργασία (βήχας, πταρμός, επιπεφυκίτιδα, δύσπνοια και ρινίτιδα) με την χρήση ερωτηματολόγιου και προσωπικής συνέντευξης των δύο ομάδων ελέγχου. Επίσης ελέγχθηκε η πνευμονική λειτουργία των εργαζομένων με την χρήση σπιρομέτρησης και σωματικής πληθυσμογραφίας, με τον υπολογισμό των δεικτών FEV1, FVC, τον λόγο FEV1/FVC , RV, TLC και τον λόγο RV/TLC). Αναζητήθηκε επίσης το ποσοστό αποφρακτικής και περιοριστικής νόσου και στους παραγωγούς και στους πωλητές του άρτου και το ποσοστό ανταπόκρισης στην βρογχοδιαστολή (ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφρακτικής νόσου). Τέλος εξετάστηκε ο επιπολασμός της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης των εργαζομένων στα αλλεργιογόνα άρτου (σιτάρι, βρώμη, σίκαλη και κριθάρι) με την χρήση της δερματικής δοκιμασίας δια νυγμού (skin prick test) και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης στα κοινά αλλεργιογόνα (γύρη λουλουδιών, ακάρεα σκόνης και επιθήλια γάτας και σκύλου) (ατοπία) Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται αποκλειστικά με την παραγωγή του άρτου εμφανίζουν σε ποσοστό 41,37% ένα τουλάχιστον αναπνευστικό σύμπτωμα σχετικό με την εργασία, έναντι 6,6% των εργαζομένων στην πώληση του άρτου. Το πιο συχνό αναπνευστικό σύμπτωμα είναι η ρινίτιδα (σε ποσοστό 24,13% για τους παραγωγούς και 4,4% για τους πωλητές). Για τους παραγωγούς βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ των αναπνευστικών συμπτωμάτων σχετικών με την εργασία και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης σε ένα τουλάχιστον αλλεργιογόνο των αρτοποιείων (p<0.01), και της ανοσολογικής ευαισθητοποίησης στο αλεύρι σίτου (p<0.05). Οι τιμές των πνευμονικών δεικτών FEV1, FVC και FEV1/FVC για τους παραγωγούς κατά μέσο όρο είναι 91,62%, 94,53% και 96,78%, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για τους πωλητές είναι 101,69%, 99,93% και 101,56%. Το ποσοστό αποφρακτικής νόσου μεταξύ των παραγωγών είναι 12,06%, ενώ το 20,68% παρουσιάζει ανταπόκριση στη βρογχοδιαστολή>12% (ενδεικτικό αναστρέψιμης αποφρακτικής νόσου-άσθμα). Το ποσοστό περιοριστικής νόσου είναι παρόμοιο για τις δυο ομάδες (12.06% για τους παραγωγούς και 11,1% για τους πωλητές ). Τέλος το 22,41% των παραγωγών άρτου εμφανίζει ευαισθητοποίηση σε ένα τουλάχιστον αλλεργιογόνο του άρτου, έναντι 4,4% των εργαζομένων στην πώληση του άρτου με καθοριστικό παράγοντα την ύπαρξη ατοπίας.(OR=15, 12, p<0.01). Το 17,24% των εργαζομένων στην παραγωγή του άρτου εμφανίζει ευαισθητοποίηση στο αλεύρι σίτου, ενώ μόνο το 2,2% των πωλητών εμφανίζει κάτι ανάλογο με την ατοπία επίσης να συντελεί σημαντικό ρόλο(OR=8.8, p<0.01) Οι εργαζόμενοι στην παραγωγή του άρτου παρουσιάζουν πιο συχνά αναπνευστικά συμπτώματα σχετικά με την εργασία ανοσολογικής προέλευσης, χαμηλότερες τιμές στους δείκτες πνευμονικής λειτουργίας που υποδηλώνουν αποφρακτική νόσο και σε μεγαλύτερο ποσοστό ανοσολογική ευαισθητοποίηση στο αλεύρι σίτου από τους πωλητές άρτου. Σημαντικό ρόλο πιθανόν να παίζει η αυξημένη έκθεση στη συγκέντρωση σκόνης αλευριού στην οποία εκτίθενται οι εργαζόμενοι στην παραγωγή του άρτου σε σχέση με τους πωλητές του άρτου. / Aim: 1) The study of the respiratory function of people working in bakeries, concerning the respiratory symptoms which are related to the work (cough, dyspnoea, rhinitis, sneezing and conjunctivitis) and the indexes of lung function (FEV1, FVC, ratio FEV1/FVC, RV, TLC, ratio RV/TLC). 2) The study of the immunologic sensitization of the people working in the allergies of different flours which are used in bread production. People working in traditional bakeries (103 people) in the area of the town of Patras were studied. Fifty eight of them were working exclusively in the bread production and forty five were working exclusively in the bread sale. The prevalence of the respiratory symptoms, related to the work (cough, sneezing, conjunctivitis, dyspnoea and rhinitis) was examined using a questionnaire and a personal interview of both groups being under examination. The lung function of the employees was also checked using a spirometry and body phlethysmography, calculating the indexes FEV1, FVC, the ratio FEV1/FVC, RV, TLC and the ratio RV/TLC). The percentage of the obstructive and the restrictive impairment both in the bread producers and sellers was also searched as well as the percentage of response in the bronchodilation (indication of inverted obstructive impairment). Finally the prevalence of the immunologic sensitization of people working in the allergies of flours (wheat, oats, rye and barley) was examined using the skin prick test and the immunologic sensitization in common allergies (pollen, house dust mite and animal dander). The people working exclusively in the bread production present at least one respiratory symptom related to their work in a percentage of 41.37%, versus the people working in bread sale with a percentage of 6.6%. The most often respiratory symptom is rhinitis (a 24.13% of bread producers and a 4.4% of bread sellers). There was a connection, for the bread producers, among the respiratory symptoms related to the work and the immunologic sensitization in at least one allergy of bakeries (p<0.01), and the immunologic sensitization in the wheat flour (p<0.05). The rates of the lung ratios FEV1, FVC and FEV1/FVC are 91.62%, 94.53% and 96.78% on the average for the bread producers, versus the equivalent rates which are 101.69%, 99.93% and 101.56% for the bread sellers. The percentage of obstructive impairment among the bread producers is 12.06%, while a 20.68% present a response in the bronchodilation >12% (indication of inverted obstructive impairment – asthma), and while the percentage of restrictive impairment is similar in both groups (12.06% for bread producers and 11.1% for bread sellers). Finally a 22.41% of the bread producers present sensitization in at least one of the allergies of flour, versus a 4.4% of the bread sellers with a defining factor the existence of atopy. (OR=15, 12, p<0.01). A 17.24% of bread producers present a sensitization in wheat flour, versus a 2.2% of the bread sellers who present something equivalent, with atopy having an important part (OR=8.8, p<0.01). The bread producers present more often respiratory symptoms of immunologic origin connected to the work, lower rates in the ratios of lung function which indicate obstructive illness and a higher percentage of immunologic sensitization to wheat flour versus the bread sellers. The increased exposure in the concentration of wheat dust, that the bread producers versus the bread sellers are exposed, is possible of important part.
5

Μελέτη της σχέσης λεπτίνης και αυξητικής ορμόνης κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και μετά φαρμακολογική πρόκληση σε παχύσαρκα παιδιά

Νικολακοπούλου, Νικολέτα 24 January 2011 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν: (1) να προσδιοριστεί η συχνότητα της διαταραχής ανοχής στη γλυκόζη (IGT) και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου II (ΣΔII) σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα και (2) να καθοριστεί εάν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας μπορούν να προβλέψουν τη διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη (IGT)) στα παιδιά αυτά σε σχέση με τα επίπεδα της λεπτίνης, της γκρελίνης, της αδιπονεκτίνης και της σωματομεδίνης, και την έκκριση της αυξητικής ορμόνης (GH) και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) κατά τη διάρκεια του 24ωρου μαζί με την ημερήσια έκκριση της κορτιζόλης. Έγινε καμπύλη σακχάρου (OGTT) μαζί με επίπεδα ινσουλίνης σε 117 παχύσαρκα παιδιά και εφήβους 12,1  2,7 ετών και μελετήθηκαν τα επίπεδα της λεπτίνης, της γκρελίνης, της αδιπονεκτίνης και της σωματομεδίνης (IGF-I) κατά τη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (OGTT). Επίσης, μελετήθηκαν τα επίπεδα της 24ωρης έκκρισης της GH και της TSH και της ημερήσιας έκκρισης της κορτιζόλης. Χρησιμοποιήθηκαν οι δείκτες HOMA-IR και ο ινσουλινογόνος δείκτης για την εκτίμηση της αντίστασης της ινσουλίνης και της λειτουργίας των β κυττάρων, αντίστοιχα. 17 ασθενείς (14,5%) είχαν IGT και σε κανένα δε διαγνώστηκε ΣΔII. Τα ποσοστά IGT και ΣΔΙΙ ήταν χαμηλότερα από αυτά μιας πολυεθνικής Αμερικανικής μελέτης. Η διαφορά εντοπίστηκε κυρίως στα προεφηβικά παιδιά (9% έναντι 25,4%), ενώ δεν παρατηρήθηκε διαφορά στους εφήβους (18% έναντι 21%). Ωστόσο, τα ποσοστά IGT ήταν υψηλότερα από αυτά που βρέθηκαν σε άλλες μελέτες από την Ευρώπη. Η γλυκόζη νηστείας, η ινσουλίνη και ο δείκτης HOMA-IR δεν προέβλεψαν την εμφάνιση IGT, όμως, η απόλυτη τιμή της ινσουλίνης στις 2 ώρες της OGTT και ο δείκτης AUCG προέβλεψαν την εμφάνιση IGT. Τα επίπεδα λεπτίνης και γκρελίνης ήταν υψηλότερα στα κορίτσια. Υπήρχε συσχετισμός μεταξύ BMI και λεπτίνης νηστείας, BMI και αδιπονεκτίνης, σωματομεδίνης (IGF-I) και λεπτίνης νηστείας, ενώ δεν υπήρχε καμιά συσχέτιση με τα επίπεδα της κορτιζόλης ή με τα 24ωρα επίπεδα της αυξητικής ορμόνης και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης. Συμπερασματικά, η OGTT φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να προβλέψει την IGT, ενώ οι τιμές γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας και οι τιμές του δείκτη HOMA-IR, αν και υψηλότερες στους ασθενείς με IGT και ενδεικτικές για αντίσταση στην ινσουλίνη, δεν μπορούν να προβλέψουν την IGT. / The aims of the present study were: (1) to determine the prevalence of impaired glucose tolerance (IGT) and diabetes mellitus II (DMII) in obese children and adolescents of Greek origin and (2) to study the concentrations of leptin, ghrelin, adiponectin and IGF-I during an oral glucose tolerance test as well as the 24-hour concentrations of growth hormone (GH) and thyrotropin secreting hormone (TSH), and the diurnal secretion of cortisol in these children. A total of 117 obese children and adolescents aged 12.1  2.7 years underwent an oral glucose tolerance test (OGTT) and the concentrations of leptin, ghrelin, adiponectin and IGF-I were studied during the duration of the OGTT in relation to the 24-hour secretion of GH and TSH and the diurnal secretion of cortisol. For the estimation of insulin resistance and beta cell function the homeostatic model assessment (HOMA-IR) and the insulinogenic index, respectively, were used. A total of 17 patients (14.5%) had IGT and none had DMII. The overall prevalence rates of both IGT and DMII observed in the obese children and adolescents were lower than those reported in a recent multiethnic US study. Nevertheless, the difference between the data of this study and those of the US study was mostly due to the prepubertal children (9% vs. 25.4%), while no difference was observed in the pubertal population (18% vs. 21%). The prevalence rates of IGT in this study though, were greater than those reported in other European studies. Fasting glucose, insulin and HOMA-IR values were not predictive of IGT. The absolute value of insulin at 2h of the OGTT combined with the time-integrated glycemia (AUCG) strongly predicted IGT, whereas higher area under the curve for insulin (AUCI) values were found to be protective. Leptin and ghrelin concentrations were higher in the females. There was a correlation found between BMI and fasting leptin, BMI and adiponectin, IGF-I and fasting leptin although there was no correlation found with the GH, TSH or cortisol concentrations. In conclusion, the OGTT seems to be capable of predicting IGT whereas the fasting glucose and insulin concentrations are unable to predict glucose intolerance since HOMA-IR values, although higher in IGT subjects and indicative of insulin resistance, cannot accurately predict IGT.

Page generated in 0.0476 seconds