• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 11
  • Tagged with
  • 11
  • 11
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Η επίδραση της έντονης φυσικής άσκησης στην ανάπτυξη και την ενήβωση αθλητών γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου / The influence of intensive physical exercise on growth and pubertal development of elite artistic gymnasts

Rottstein, Loredana 10 June 2014 (has links)
Οι ομάδες των ορμονών που επηρεάζουν σημαντικά την αύξηση και την ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, ανήκουν κυρίως στον άξονα της αύξησης και της αναπαραγωγής, στο σύστημα του stress και στο ανοσολογικό σύστημα. Η κορτιλόλη, η λεπτίνη και η IL-6 αποτελούν στρεσογόνους παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τη δυναμική της ανάπτυξης και ενηβωσης του ανθρώπινου οργανισμού. Εκτός από την επίδραση τον ορμονών, η ενήβωση και η αναπαραγωγή του φύλου μπορεί να επηρεαστεί από φαρμακολογικούς παράγοντες, όπως είναι η υδροκορτιζόνη, τα αναβολικά στεροειδή και τα οιστρογόνα. Η φυσική άσκηση είναι ένας τύπος φυσικού stress που προκαλεί πλήθος ορμονικών, μεταβολικών και ανοσολογικών αλλαγών ενώ οι αθλητές και οι αθλήτριες ρυθμικής και ενόργανης γυμναστικής εκτίθονται σε έντονους φυσικούς και ψυχολογικούς στρεσογόνους παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια οι προσδιορισμοί στο σίελο προσελκύουν τεράστιο ενδιαφέρον (λόγω του ανώδυνου τρόπου συλλογής του σιέλου) και κυρίως χρησιμοποιούνται στην Ενδοκρινολογία για την παρακολούθηση των επιπέδων των στεροειδών ορμονών. Υλικά και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 142 αθλήτριες και 97 αθηλτές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου καθώς και 107 αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής. Ως ομάδα ελέγχου μελετήθηκαν 73 κορίτσια και 68 αγόρια, τα οποία δεν αθλούνταν. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε χρησιμοποιώντας μια ειδικά σχεδιασμένη συσκευή συλλογής σιέλου (Salivette). Για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο χρησιμοποιήθηκε ραδιοανοσολογική μέθοδος ενώ για τον προσδιορισμό της κορτιζόλης η μέθοδος ηλεκτροχημειοφωταύγειας. Για την μέτρηση της IL-6 στο σίελο αναπτύχθηκε και επικυρώθηκε μέθοδος Elisa υψηλής ευαισθησίας. Αποτελέσματα: Οι αθήτριες της ρυθμικής και της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στο σίελο (p<0,01) συγκριτικά με τους μάρτυρες και τους αθλητές της ενόργανης. Τόσο στους αθλητές όσο και στις αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής, οι απογευματινές τιμές κορτιζόλης (μετά από άσκηση) παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τις πρωινές τιμές. Στις αθλήτριες της ενόργανης τα επίπεδα της IL-6 παρουσιάζουν τάση αύξησης και της λεπτίνης τάση μείωσης μετά από άσκηση, αν και οι μεταβολές αυτές δεν είναι στατιστικά σημαντικές. Η συλλογή του σιέλου είναι μια μη επεμβατική, ανώδυνη τεχνική που επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη δειγματοληψία. Η ραδιοανοσολογικής μέθοδος είναι απλή και εύκολη για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο, ενώ η μέθοδος της ηλεκτροχημειοφωταύγειας αποτελεί αξιόπιστη επιλογή για τη μέτρηση της κορτιζόλης στο σίελο. Για τον προσδιορισμό της IL-6 στο σίελο απαιτείται η ανάπτυξη και η επικύρωση μεθόδου Elisa, λόγω του ότι ο σίελος επηρεάζει τη μέτρηση της συγκεκριμένης κυτοκίνης. Τόσο στις αθλήτριες όσο και στους αθλητές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου, ο νυχθημερήσιος ρυθμός έκκρισης της κορτιζόλης καταργείται. Επίσης οι αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερες τιμές δεικτών stress συγκριτικά με τους αθλητές. / The aim of this study was to evaluate the effects of intensive physical exercise and acute psychological stress during high level athletic competition as reflected on the levels of salivary cortisol, leptin and IL-6 in elite artistic and rytmic gymnasts. Design: The study included two hundred and forty-nine (249) Caucasian athletes (elite Gymnasts) -142 girls(aged 16.0 ± 1.6 years) and 97 boys (aged 16.8 ± 1.1 years) from 44 European countries, during theEuropean Championship of Gymnastics held in Volos-Greece on April 2006. One hundred and forty-one pubertal adolescents, who were recruited from public schools in Greece, not engaged in strenuous sports activities were used as controls (73 girls aged 16.0 ± 1.4 years and 68 boys aged 15.3 ±2.0 years). Methods: Saliva samples were collected, the morning before training and in the afternoon shortly after the competition. Cortisol concentrations were measured using a chemmiluminesce method. Leptin and IL-6 concentrations were measured using RIA and ELISA methods. Acute stress was assessed using a questionnaire designed for the study. Results: No difference was found between morning and afternoon salivary cortisol levels in both male and female AG. Female AG presented higher levels of morning salivary cortisol than female controls (p<0.05). Both male and female AG had higher degree of psychological stress in comparison with controls . Female AG had higher morning and afternoon salivary cortisol levels and higher degree of stress than males. Conclusions: In elite AG the diurnal rhythm of salivary cortisol has been abolished, probably due to the strenuous training and competition conditions. Female AG presented higher levels of morning salivary cortisol and psychological stress compared to both male AG and female controls. The long term consequences of these modifications of the HPA axis remain to be elucidated.
2

Πρότυπα έκφρασης των ισομορφών του υποδοχέα της λεπτίνης (OB-R) και άμεσες in vitro επιδράσεις της ανασυνδυασμένης λεπτίνης σε ανθρώπινες αιμοποιητικές καρκινικές σειρές και σε κύτταρα ασθενών με οξεία μυελογενή λευχαιμία

Δερβίλη, Ζωή 22 December 2009 (has links)
Πολλές μελέτες έχουν συνδέσει τη λεπτίνη με την παθοφυσιολογία των νεοπλασιών. Εμείς ερευνήσαμε την άμεση επίδραση της λεπτίνης σε κακοήθη αιματοποιητικό ιστό που περιελάμβανε κύτταρα οξείας μυελογενούς λευχαιμίας (AML) και λευχαιμικές κυτταρικές σειρές. Τα PBMC, τα Τ κύτταρα, τα Β κύτταρα και τα μονοκύτταρα από υγιείς δότες χρησιμοποιήθηκαν ως δείγματα αναφοράς. Προσδιορίσαμε τα πρότυπα έκφρασης των OB-R ισομορφών στα AML κύτταρα και σε λευχαιμικές κυτταρικές σειρές σε σύγκριση με τα κύτταρα αναφοράς με RT-PCR. Η ανασυνδυασμένη λεπτίνη αύξησε την έκφραση του OB-R και την ενδογενή λεπτίνη στους AML βλάστες και σε συγκεκριμένες κυτταρικές σειρές, μα όχι στα κύτταρα αναφοράς. Η CBA ανάλυση προ- και αντι-φλεγμονωδών κυτταροκινών έδειξε ότι η ανανσυνδυασμένη λεπτίνη αυξάνει την έκφραση της IL-6 από τα ΑΜL κύτταρα, πολλών κυτταροκινών από τις λευχαιμικές κυτταρικές σειρές που εξετάστηκαν, και έκκριση της IL-10 από τα PBMC κύτταρα. Ανάλυση western αποκάλυψε ότι η επίδραση της ανασυνδυασμένης λεπτίνης ήταν ανεξάρτητη από τα JAK-2/phospho-JAK-2 πρωτεϊνικά επίπεδα. Προτείνουμε πως το σύστημα λεπτίνης/ υποδοχέα επιδρά άμεσα και ισχυρά στην υποστήριξη ανάπτυξης αιματοποιητικών ανωμαλιών. / Several studies have implicated leptin in the pathophysiology of neoplasias. We investigated the direct effect of leptin on malignant hematopoietic tissue that included primary acute myeloid leukemia (AML) cells και leukemic cell lines. PBMC, T-cells, B-cells and monocytes from healthy subjects served as controls. We defined the patterns of OB-R isoform expression in AML cells and leukemic cell lines in comparison to control cells by RT-PCR. rLeptin upregulated the expression of OB-R and endogenous leptin in AML blasts and certain cell lines but not in control cells. Cytometric Bead Array analysis of pro- and anti-inflammatory cytokines showed that rleptin upregulates IL-6 secretion by AML cells, various cytokines by the leukemic cell lines tested and IL-10 secretion by control PBMC, contributed by monocytes. Western immunoblotting revealed that the effect of rleptin was independent of JAK-2/phospho-JAK-2 protein levels. We propose that the leptin/OB-R system is strongly and directly involved in supporting the growth of hematopoietic malignancies.
3

Ο ρόλος της λεπτίνης και της CRH στην παιδική ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα / The role of leptin and CRH in childhood idiopathic thrombopenic purpura

Δημονίτσα, Αλεξάνδρα 07 October 2011 (has links)
H ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων και αιμορραγίες. Επιπλέον αυτή η ασθένεια κατηγοριοποιείται σε οξεία (όταν διαρκεί λιγότερο από έξι μήνες) και χρόνια μορφή. Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη/κυτταροκίνη που παράγεται από τα αδιποκύτταρα και ρυθμίζει την όρεξη και τον μεταβολισμό. Ως κυτταροκίνη η λεπτίνη προάγει την Th1 απόκριση και παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στα αυτοάνοσα νοσήματα όπως έχει παρατηρηθεί σε πολλά μοντέλα ζώων. Στην εργασία αυτή μελετήσαμε τον ρόλο της λεπτίνης στην παιδική ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα (ΙΘΠ). Από τα πειράματά μας διαπιστώσαμε ότι τα επίπεδα της λεπτίνης συσχετίζονται αρνητικά με τον αριθμό των αιμοπεταλίων των ασθενών. Επιπλέον αποδείξαμε ότι στην ασθένεια που μελετήσαμε η λεπτίνη έχει αντί-φλεγμονώδη ρόλο αφού επάγει την έκφραση της IL-10 από το μονοκύτταρα Το μόριο της εκλυτικής ορμόνης της κορτικοτροπίνης (CRH) εκφράζεται κυρίως στον υποθάλαμο και ενεργοποιεί μέσω του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια τα γλυκοκορτικοειδή τα οποία έχουν ανοσοκατασταλτική δράση. Η CRH που εντοπίζεται στην περιφέρεια έχει αντιθέτως προ-φλεγμονώδη δράση. Εμείς μετρήσαμε τα επίπεδα της CRH στο πλάσμα υγιώς και ασθενών δοτών και παρατηρήσαμε ότι στους υγιείς δότες η CRH έχει την ικανότητα να ρυθμίζει αρνητικά την έκφραση της λεπτίνης. Ο έλεγχος όμως αυτός χάνεται στους ασθενείς με αποτέλεσμα τα επίπεδα τα λεπτίνης αυξάνονται στον ορό τους / Ιdiopathic thrombocytopenic purpura is an autoimmune disease characterized by a low platelet count and bleeding. Moreover this disorder is classified as acute (of six month or less duration) or chronic. Leptin is an adipocyte-derived hormone/cytokine that regulates food intake and basal metabolism. As a cytokine leptin promotes T helper 1 (TH1)-cell differentiation and can modulate the onset and progression of autoimmune responses in several animal models of disease. Here, we review the role of leptin in childhood idiopathic thrombopenic purpura (ITP). We found that leptin levels negatively correlated with platelet numbersand also that it plays an active anti-inflammatory role by promoting IL-10 secretion by monocytes. Corticotropin-Releasing Hormone (CRH) CRH, the hypothalamic component of the hypothalamic-pituitary,adrenal axis, attenuates inflammation through stimulation of glucocorticoid release, whereas peripherally expressed CRH acts as a proinflammatory mediator. We measured CRH levels in the plasma of children suffering from ITP and in the plasma of the paediatric controls, and we found that in controls CRH down-regulates leptin’s expression but not in patients.
4

Η δράση της λεπτίνης στην παιδική ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα

Τσίτουρας, Κωνσταντίνος 10 August 2011 (has links)
Η σύνθεση της λεπτίνης γίνεται κατά κύριο λόγο από τα αδιποκύτταρα και η δράση της είναι να περιορίζει την πρόσληψη της τροφής και να προάγει τον καταβολισμό του λίπους. Έχει δειχτεί, επίσης, ότι η λεπτίνη προάγει την ενεργοποίηση των μονοκυττάρων και των Τ λεμφοκυττάρων in vitro, και σε πειραματικά μοντέλα (ποντίκια) αυτοάνοσων νοσημάτων συμμετέχει στην επαγωγή της ανοσολογικής απάντησης, πιθανότατα μέσω της κλωνικής έκπτυξης και της διατήρησης παθολογικών Τh1 λεμφοκυττάρων. Για τη διερεύνηση των δράσεων της λεπτίνης στην Αυτοάνοση Ιδιοπαθή Θρομβοπενική Πορφύρα της παιδικής ηλικίας, μετρήσαμε τα επίπεδα της λεπτίνης στο πλάσμα 18 παιδιών με οξεία ΙΘΠ πριν, μετά τη θεραπεία και κατά τη διάρκεια της ύφεσης της νόσου, και τα συγκρίναμε με τα επίπεδα στο πλάσμα 18 υγιών μαρτύρων, ερευνώντας παράλληλα το κατά πόσον τα επίπεδα αυτά σχετίζονται με τη δραστηριότητα της νόσου. Παρατηρήσαμε ότι τα επίπεδα της λεπτίνης του πλάσματος σε ασθενείς με ενεργό νόσο είναι κατά 6 φορές πιο αυξημένα (μέση τιμή 64ng/ml) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (μέση τιμή 11ng/ml). Η χορήγηση ενδοφλέβιας ανοσοσφαιρίνης G προκάλεσε ελάχιστη πτώση των τιμών της λεπτίνης στο πλάσμα (μέση τιμή 57ng/ml) ενώ η θεραπεία με κορτικοστεροειδή προκάλεσε πτώση των τιμών της λεπτίνης σε επίπεδα μικρότερα από την ομάδα ελέγχου (μέση τιμή 6ng/ml). Κατά την ύφεση της νόσου τα επίπεδα της λεπτίνης ήταν ίδια με την ομάδα ελέγχου (μέση τιμή 8ng/ml). Τα επίπεδα της λεπτίνης παρουσίασαν αρνητική συσχέτιση με τον αριθμό των αιμοπεταλίων, τις τιμές του TGF-β και τα επίπεδα γονιδιακής έκφρασης της IL-4. Αντίθετα, τα επίπεδα της λεπτίνης ακολουθούσαν τα μοτίβα της έκφρασης της IL-2, IFN-γ και IL-10. Ανασυνδυασμένη λεπτίνη προστέθηκε σε καλλιέργειες μονοπύρηνων κυττάρων του περιφερικού αίματος, όπου και φάνηκε ότι επάγει την έκφραση IL-10. Σύμφωνα με πειράματα που διενεργήθηκαν με απομονωμένους πληθυσμούς μονοκυττάρων, η IL-10 φαίνεται ότι προέρχεται από τα μονοκύτταρα. Υποστηρίζουμε ότι στην Αυτοάνοση Ιδιοπαθή Θρομβοπενική Πορφύρα της παιδικής ηλικίας, η λεπτίνη,εκτός των άλλων, παρουσιάζει αντιφλεγμονώδη δράση προάγοντας την έκκριση IL-10 από τα μονοκύτταρα. / Leptin is synthesized by adipocytes to limit the intake of food and promote the breakdown of fat. Leptin was also shown to promote monocyte and T-cell activation in vitro, and contribute to the induction and propagation of inflammation in murine models for autoimmune diseases, probably through the expansion and maintenance of pathogenic Th1-cell populations. To assess the role of leptin in the human autoimmune disease childhood Idiopathic Thrombocytopenic Purpura (ITP), we measured leptin levels in the plasma of 18 children suffering from acute ITP before, after therapy and in remission, and 18 healthy age- and Body Mass Index-matched controls, and investigated if and how these correlate with disease activity. We observed a 6-fold increase in plasma leptin (mean 64ng/ml) in the patients with active disease compared to the controls (mean 11ng/ml). Intravenous Immunoglobulin G treatment resulted in a slight decrease in plasma leptin (mean 57ng/ml) while steroid treatment brought down leptin to below control levels (6ng/ml). In remission, leptin levels were within control range (mean 8ng/ml). Leptin levels negatively correlated with platelet numbers, plasma TGF-β and IL-4 gene expression levels. In contrast, leptin levels followed the patterns of IL-2, IFN-γ and IL-10 expression. Recombinant leptin added alone to the patients’ peripheral blood mononuclear cell cultures, induced IL-10 only. Experiments with purified cells identified the monocytes as the exclusive source of leptin-induced IL-10. We propose that in the human autoimmune setting of childhood ITP, leptin plays an active anti-inflammatory role by promoting IL-10 secretion by monocytes.
5

Η επίδραση της λεπτίνης στη β-θαλασσαιμία

Άγα, Αικατερίνη 12 April 2013 (has links)
Η λεπτίνη, μια ορμόνη που ρυθμίζει την όρεξη έχει βρεθεί να ενισxύει την τύπου 1 ανοσολογική απόκριση και να αναστέλλει την παροδική ανοσοπάρεση που παρατηρείται στα ζώα με έλλειψη λεπτίνης ή στους ανθρώπους που υποφέρουν από εγγενή ή φυσιολογική έλλειψη λεπτίνης. Οι ασθενείς που υποφέρουν από β-θαλασσαιμία έχει παρατηρηθεί ότι έχουν έλλειψη λεπτίνης, ένα φαινόμενο που αποδίδεται κυρίως στην υπερφόρτωση με σίδηρο και τις πολλαπλές ενδοκρινοπάθειες που συνοδεύουν αυτή τη νόσο. Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να καθοριστούν τα επίπεδα λεπτίνης και φερριτίνης του ορού των ασθενών που υποφέρουν από μείζονα β-θαλασσαιμία και να διερευνηθεί η επίδραση της λεπτίνης στην Th1 (IL-2, IFN-γ ) και Th2 (IL-4, IL-10) έκκριση κυτταροκινών από περιφερικά Τ κύτταρα που απομονώθηκαν από ασθενείς και controls. Τα δείγματα αίματος προήλθαν από143 ασθενείς και 58 υγιείς κατά αντιστοιχία ηλικίας και ΒΜΙ (δείκτη μάζας σώματος). Από όλους τους ασθενείς το μόνο γκρουπ που έδειξε μια ασθενή θετική συσχέτιση μεταξύ ΒΜΙ και λεπτίνης ήταν αυτό των ενήλικων γυναικών που λάμβαναν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Μια αρνητική συσχέτιση λεπτίνης και φεριττίνης παρατηρήθηκε σε όλους τους ασθενείς. Η ανασυνδυασμένη λεπτίνη όταν προστέθηκε στα Τ κύτταρα των controls δεν επηρέασε σημαντικά την έκκριση της IFN-, IL-2 ή της IL-4 ενώ μείωσε ελαφρώς την έκκριση της IL-10. Στα Τ-κύτταρα των ασθενών η ανσυνδυασμένη λεπτίνη οδήγησε στην έκκριση μόνο της IFN-γ. Οι ομόζυγοι θαλασσαιμικοί ασθενείς λαμβάνουν πολλαπλές μεταγγίσεις και χρειάζονται μια ισχυρή Th1 ανσολογική απόκριση για να χειριστούν αποτελεσματικά την συνεχή έκθεση σε παθογόνα. Η ικανότητα της λεπτίνης να αλλάζει την έκφραση των κυτταροκινών στους ασθενείς με θαλασσαιμία προς έναν ευνοϊκό γι’ αυτούς τύπου 1 φαινότυπο θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον σχεδιασμό νέων θεραπευτικών σχημάτων. / Leptin, a hormone that regulates appetite, has been shown to enhance the type 1 immune response and reverse the partial immunoparesis observed in leptin-deficient animals or humans suffering from congenital or physiological leptin deficiency. Patients suffering from -thalassemia have also been reported to be leptin deficient, a phenomenon attributed mainly to the iron overload and multiple endocrinopathies that accompany this disease. The purpose of our study was to determine the serum leptin and ferritin levels of patients suffering from -thalassemia major and investigate the effect of leptin on Th1 (IL-2, IFN- ) and Th2 (IL-4, IL-10) cytokine secretion patterns of peripheral blood T-cells isolated from thalassemic patients and controls. Blood samples were drawn from 143 patients and 58 age- and Body Mass Index-matched controls. From all the patients, the only group that showed a week positive correlation between BMI and leptin values was this of adult females that were treated with sex hormones. A negative correlation of leptin and ferritin levels was observed in all patients. Recombinant leptin (rleptin) added alone to control T-cells did not significantly influence IFN-, IL-2 or IL-4 production whereas it weakly induced IL-10 secretion. In patients’ T-cells, rleptin induced IFN- secretion only. Homozygous thalassemic patients receive multiple blood transfusions and need a strong Th1 immune response to cope with the resulting exposure to pathogens. Leptin’s ability to skew the cytokine secretion pattern in thalassemic patients towards a beneficial for them Th1 phenotype, could be taken into consideration for the design of new therapeutics.
6

Ο ρόλος της λεπτίνης στην παθογένεια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας

Σταθάτου, Δήμητρα 06 December 2013 (has links)
Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη 16 kD που κωδικοποιείται απότογονίδιο obκαι παράγεται από τα λιποκύτταρα ρυθμίζοντας το ενεργειακό ισοζύγιο. Τα επίπεδα λεπτίνης στο πλάσμα είναι ανάλογα με το δείκτη σωματικής μάζας (BMI), ενώ η έκφρασή της εξαρτάται από τη νηστεία και τη σίτιση, την ινσουλίνη, τα γλυκοκορτικοειδή, καθώς και από προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες, κύριως τον TNF-α και την IL-1. Το μόριο της λεπτίνης παρουσιάζει ομοιότητες με τη μακριά έλικα των κυτταροκινών και δρά μέσω του υποδοχέα της (OB-R), ο οποίος ανήκει στην υπεροικογένεια των υποδοχέων των κυτταροκινών και εμφανίζεται σε ποικιλία ισομορφών ενώ εκφράζεται σε διάφορους ιστούς και κύτταρα του νευροενδοκρινικού, αναπαραγωγικού, αιματοποιητικού και ανοσοποιητικού συστήματος. Η λεπτίνη εμπλεκεται και σε αυτοάνοσες καταστάσεις με το να προάγει τη διατήρηση παθογόνων Th1 κυτταρικών υποπληθυσμών. Στην παρούσα μελέτη προκειμένου να διερευνήσουμε το ρόλο της λεπτίνης σε αυτοάνοσες καταστάσεις μετρήσαμε τα επίπεδα αυτής και του υποδοχέα της σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, μια χρόνια συστεμική αυτοάνοση νόσο, για να δούμε εάν αυτά σχετίζονται με το στάδιο της νόσου ή τη θεραπεία. Ακόμη μελετήθηκε η εμπλοκή της λεπτίνης στην έκφραση προ- και αντιφλεγμονωδών κυτταροκινών στον ορό ασθενών και μαρτύρων. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως τα επίπεδα λεπτίνης είναι υψηλά στους ασθενέις με ΡΑ. Επιπλέον τα επίπεδα λεπτίνης δεν βρέθηκε να σχετίζονται με το στάδιο της νόσου ή τη χορηγούμενη θεραπεία. Παρόλα αυτά τα αυξημένα επίπεδα λεπτίνης σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα καταδεικνύουν ενδεχομένως έναν παθογενετικό ρόλο της λεπτίνης. / Leptin is a 16 kD peptide hormone, encoded by the ob gene and synthesized mainly by adipocytes to regulate the energy balance. In humans, leptin plasma levels are strongly correlated with body mass index (BMI) and the expression of leptin is regulated by fasting and feeding, insulin, glucocorticoids and pro-inflammatory cytokines, mainly TNFa and IL-1. Leptin is structurally similar to long-chain helical cytokines and it signals through its receptor, OB-R, which is a member of the cytokine receptor superfamily. OB-R comes in a variety of protein isoforms, and is expressed in several tissues and cells of the neuroendocrine system as well as the reproductive, hematopoietic and immune systems. Leptin has also been implicated in the pathogenesis of autoimmunity. It has also been suggested that leptin may promote the expansion and maintenance of pathogenic Th1-cell populations in autoimmune diseases. In this study to investigate the role of leptin in human autoimmunity, we measured leptin and OB-Rs levels inthe sera of patients suffering from rheumatoid arthritis (RA), a common chronicsystemic inflammatory disease, and tested for a possible correlation with disease activity and type of treatment. In addition, we studied whether leptin has an effect on the expression patterns of pro- and anti-inflammatory cytokine genes in PBMC isolated from RA patients and controls.Our results showed significantly elevated serum leptin levels in the rheumatoid population compared to the healthy controls.In addition, there was an absence of correlation between serum leptin levels and disease activity, as well as the nature and quantity of the medications administered to the patients. The absence of correlation between serum leptin levels and disease activity, coupled with the significantly and stably elevated levels of this hormone in the rheumatoid sera compared to the controls, are probably indicative of an insiduous pathogenetic role of leptin in rheumatoid arthritis.
7

Μελέτη της έκφρασης λιποκινών και του υποδοχέα CB1 των ενδοκανναβινοειδών σε περιαορτικό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό ανθρώπου και συσχέτιση με την αθηροσκλήρωση

Σπύρογλου, Σοφία 27 December 2010 (has links)
Οι λιποκίνες αποτελούν πρωτεϊνικά προϊόντα του λιπώδους ιστού με αυτοκρινείς, παρακρινείς και ενδοκρινείς δράσεις που εμπλέκονται στην παθογένεια της καρδιαγγειακής νόσου. Η τοπική παραγωγή λιποκινών, ειδικά από τον περιαγγειακό λιπώδη ιστό, μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογία και την παθολογία των αγγείων. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα σχετίζεται με τη ρύθμιση της ενδοκρινούς λειτουργίας του λιπώδους ιστού, αλλά και με την παθογένεια της αθηροσκλήρωσης. Μελετήσαμε την έκφραση της αντιπονεκτίνης, της βισφατίνης, της λεπτίνης και των νεότερων λιποκινών χεμερίνης και βασπίνης, καθώς και του υποδοχέα ενδοκανναβινοειδών CB1 σε ανθρώπινο περιαορτικό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό, καθώς και τη συσχέτισή τους με την αορτική και τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση. Εφαρμόστηκε ανοσοϊστοχημική χρώση για τις λιποκίνες και τον CB1 σε δείγματα ανθρώπινου περιαορτικού, περιστεφανιαίου και επικαρδιακού λίπους της κορυφής της καρδιάς. Οι αθηροσκληρωτικές βλάβες στο παρακείμενο αγγειακό τοίχωμα αξιολογήθηκαν με βάση την κατάταξη του AHA. Οι λιποκίνες εκφράστηκαν στον περιαγγειακό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό της κορυφής και – με εξαίρεση την αντιπονεκτίνη – στα αγγειακά λεία μυικά κύτταρα και στα αφρώδη κύτταρα των αθηροσκληρωτικών βλαβών. Ο CB1 εκφράστηκε στον περιαορτικό και επικαρδιακό λιπώδη ιστό, καθώς και στα αορτικά και στεφανιαία αγγειακά λεία μυικά κύτταρα. Η αορτική αθηροσκλήρωση συσχετίστηκε θετικά με την έκφραση της χεμερίνης, της βασπίνης, της βισφατίνης και της λεπτίνης στο περιαορτικό λίπος. Η στεφανιαία αθηροσκλήρωση συσχετίστηκε θετικά με την έκφραση της χεμερίνης και της βασπίνης στο περιστεφανιαίο λίπος. Η έκφραση της αντιπονεκτίνης στο λιπώδη ιστό συσχετίστηκε αρνητικά τόσο με την αορτική όσο και με τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση. Η έκφραση λιποκινών στον επικαρδιακό λιπώδη ιστό της κορυφής δε συσχετίστηκε με την αθηροσκλήρωση. Επίσης, η έκφραση του CB1 δε συσχετίστηκε με την αορτική ή με τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση. Συμπερασματικά, παρατηρήθηκε: α) διαφορετικό προφίλ έκφρασης της αντιπονεκτίνης, βισφατίνης, λεπτίνης, χεμερίνης, βασπίνης και του CB1 στον περιαορτικό, περιστεφανιαίο και επικαρδιακό λιπώδη ιστό της κορυφής, β) συσχέτιση των λιποκινών, αλλά όχι του CB1, με την αορτική ή και με τη στεφανιαία αθηροσκλήρωση, με χαρακτηριστικό τρόπο για κάθε λιποκίνη. Η τοπική παραγωγή λιποκινών ενδεχομένως επηρεάζει ποικιλοτρόπως την αθηροσκληρωτική διαδικασία σε διαφορετικές θέσεις. / Adipokines are protein products of adipose tissue with autocrine, paracrine and endocrine actions, which have been implicated in the pathogenesis of cardiovascular disease. Locally produced adipokines, especially by periadventitial adipose tissue, may affect vascular physiology and pathology. The endocannabinoid system has also been implicated in the pathogenesis of atherosclerosis and in adipose tissue endocrine function regulation. We investigated the expression of adiponectin, visfatin, leptin and novel adipokines chemerin and vaspin, as well as CB1 endocannabinoid receptor, in human periaortic and epicardial adipose tissue, as well as their correlation to aortic and coronary atherosclerosis. Standard immunohistochemical staining for the adipokines and CB1 was performed on samples of human periaortic, pericoronary and apical epicardial adipose tissue. Atherosclerotic lesions of the adjacent vascular wall were assessed using the AHA classification. Adipokines were expressed in periadventitial and apical epicardial adipose tissue and - except for adiponectin - in vascular smooth muscle cells and foam cells in atherosclerotic lesions. CB1 was expressed in periaortic and epicardial adipose tissue, as well as in aortic and coronary vascular smooth muscle cells. Aortic atherosclerosis was positively correlated with chemerin, vaspin, visfatin and leptin periaortic fat expression. Coronary atherosclerosis was positively correlated with chemerin and visfatin pericoronary fat expression. Adipose tissue adiponectin expression was negatively correlated to atherosclerosis in both locations. Expression of adipokines in apical epicardial fat was not associated to atherosclerosis. CB1 expression was not correlated with either aortic or coronary atherosclerosis. Our results show: a) a different expression pattern of adiponectin, visfatin, leptin, chemerin, vaspin and CB1 in periaortic, pericoronary and apical epicardial adipose tissue, b) a correlation of these adipokines - but not CB1 - with either aortic or coronary atherosclerosis or both in a pattern characteristic for each adipokine and suggest that locally produced adipokines might differently affect the atherosclerotic process in different locations.
8

Διερεύνηση της σχέσης επιπέδων λεπτίνης και επιπέδων προ- και αντι-φλεγμονωδών κυτταροκινών σε νεογνά με σκοπό την αναζήτηση πιθανής συμβολής αυξημένων επιπέδων λεπτίνης στην παθογένεια αυτοάνοσων νοσημάτων

Ράπτης, Γεώργιος 06 August 2013 (has links)
Η λεπτίνη παράγεται από τα κύτταρα του λιπώδους ιστού, καθώς και από άλλους ιστούς συμπεριλαμβανομένων του πλακούντος και ρυθμίζει τη πρόσληψη τροφής, τη κατανάλωση ενέργειας, την αναπαραγωγική διαδικασία και τις ανοσολογικές λειτουργίες. Για τη διερεύνηση του ρόλου της λεπτίνης επί του νεογνικού ανοσολογικού συστήματος μετρήσαμε τα επίπεδα λεπτίνης και κυτταροκινών (INF-γ, TNF-α, IL-2, IL-4, IL-10 και IL-12) στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου 481 φυσιολογικών νεογνών τα οποία γεννήθηκαν από υγιείς μητέρες. 317 ήταν νεογνά με ιδανικό βάρος γέννησης για την ηλικία κύησης (AGA) και 164 έφεραν αυξημένο βάρος για την ηλικία κύησης (LGA). Η ενδιάμεση συγκέντρωση λεπτίνης σε ολόκληρο το δείγμα ήταν 11.6 ng/ml. Στο 12% AGA νεογνών, τα επίπεδα λεπτίνης ήταν υψηλότερα του μέσου όρου (ενδιάμεση τιμή 34 ng/ml). Στο 33% των νεογνών αυτών (4% του ολικού δείγματος) τα επίπεδα λεπτίνης κυμαίνονταν μεταξύ 37.5-204 ng/ml, στην ομάδα αυτή βρέθηκαν επίσης υψηλά επίπεδα ιντερφερόνης-γ (μέση τιμή 27.11 pg/ml, διακύμανση 17.5-38.5 pg/ml). Κατόπιν μελετήσαμε εάν η λεπτίνη μπορεί να επηρεάσει τη γονιδιακή έκφραση κυτταροκινών στα Τ κύτταρα και μονοκύτταρα αίματος ομφαλίου λώρου. Η καλλιέργεια των κυττάρων ομφαλίου λώρου (Τ ή μονοκυττάρων) AGA νεογνών, τυχαία επιλεγμένων ή κυττάρων περιφερικού αίματος ενηλίκου, με λεπτίνη είχε σαν αποτέλεσμα τη γονιδιακή έκφραση IL-2, INF-γ και IL-4 από τα κύτταρα του ομφαλίου λώρου, καθώς και από τα Τ κύτταρα του ενηλίκου όπως και την έκφραση IL-10 κυρίως από τα μονοκύτταρα αίματος ομφαλίου λώρου. Σημαντικά υψηλότερη γονιδιακή έκφραση INF-γ παρατηρήθηκε σε Τ κύτταρα ομφαλίου λώρου θήλεος τα οποία καλλιεργήθηκαν με λεπτίνη συγκριτικά με τα Τ κύτταρα ομφαλίου λώρου άρρενος. Συμπερασματικά, η παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων λεπτίνης και INF-γ στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου φυσιολογικών AGA νεογνών, καθώς και το γεγονός ότι η λεπτίνη μπορεί άμεσα να διεγείρει τη γονιδιακή έκφραση κυτταροκινών σε κύτταρα ομφαλίου λώρου (Τ και μονοκύτταρα) δείχνει ότι τα υψηλά επίπεδα λεπτίνης μπορούν ανεξάρτητα να επηρεάσουν το ανοσολογικό σύστημα των φυσιολογικών νεογνών και να συμβάλλουν στη Th1 διαφοροποίηση της ανοσολογικής απόκρισης. / Leptin is a hormone synthesized by adipocytes and other tissues, including the placenta, and it regulates food intake and energy expenditure, reproductive and immune functions. To investigate the role of leptin in neonatal immunity, we measured serum leptin and cytokine (INF-γ, TNF-α, IL-2, IL-4, IL-10, IL-12) levels in cord blood (cb) of 481 healthy neonates, born to healthy mothers, of which 317 were appropriately grown for gestational age (AGA) and 164 were large for gestational age (LGA). The median serum leptin concentration in the whole sample was 11.6 ng/ml. In 12% AGA neonates, leptin levels were well above average, with a median of 34 ng/ml. In 33% of these neonates (4% of the total sample) leptin levels ranged between 37.5-204 ng/ml; in this group, significantly elevated levels of serum IFN- were also found (mean 27.11 pg/ml, range 17.5-38.5 pg/ml). We then investigated whether leptin can independently influence cytokine gene expression by cb T-cells and monocytes (Mc). Culture of cb T-cells or Mc, isolated from randomly selected AGA neonates or adult peripheral blood mononuclear cells (PBMC), with leptin, resulted in upregulation of IL-2, IFN- and IL-4 gene expression in cb and adult T-cells and IL-10 gene expression mainly in cb-Mc. Significantly higher expression of IFN- occurred in female cb-T-cells cultured with leptin, compared with male cb-T-cells. In conclusion, the concurrent presence of high concentrations in both leptin and INF- in cb of healthy AGA infants, together with the fact that leptin can directly upregulate cytokine gene expression in cb T and Mc cells, indicate that abnormally high leptin levels can independently influence the immune system of healthy newborns, and may mediate gender differences in the development of a Th1 polarized immune response.
9

Μελέτη των παραγόντων που οδηγούν στη μεταβολή του σωματικού βάρους ασθενών με εξωπυραμιδική συνδρομή, που υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία με εμφύτευση ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο και εν τω βάθει ηλεκτρικό ερεθισμό

Μαρκάκη, Έλλη 16 May 2014 (has links)
Ο εν τω βάθει ηλεκτρικός εγκεφαλικός ερεθισμός (DBS) αποτελεί μία ευρέως αποδεκτή και πολύ αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδο για ασθενείς με φαρμακοανθεκτική ν. Πάρκινσον. Διάφορες μελέτες έδειξαν ότι το DBS στον υποθαλάμιο πυρήνα (STN) οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους, ο μηχανισμός της οποίας παραμένει άγνωστος. Τα τελευταία χρόνια διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για τον πιθανό μηχανισμό αυτής της αύξησης βάρους. Σύμφωνα με μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θεωρίες, η αύξηση βάρους οφείλεται σε διαταραχή του μηχανισμού ρύθμισης της λήψης τροφής σε υποθαλαμικό επίπεδο. Είναι γνωστό ότι ο υποθάλαμος κατέχει κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της ομοιόστασης της ενέργειας: δέχεται, επεξεργάζεται και ερμηνεύει ορεξιογόνα και ανορεξιογόνα σήματα όπως η γκρελίνη, το ΝΡΥ και η λεπτίνη. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της πιθανής συμμετοχής του ηλεκτρικού ερεθισμού του υποθαλάμιου πυρήνα στη ρύθμιση της ομοιόστασης της ενέργειας, μέσω της διαταραχής των ορεξιογόνων και ανορεξιογόνων πεπτιδίων γκρελίνη, ΝΡΥ και λεπτίνη. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν 23 από τους ασθενείς με ν.Πάρκινσον που υποβλήθηκαν σε STN DBS στην κλινική μας (15 άντρες-8 γυναίκες, ηλικία: 65,2 ± 8,9χρόνια, διάρκεια νόσου:12,7 ± 6χρόνια). Κάθε ασθενής εξετάστηκε σε 3 διαδοχικές χρονικές στιγμές: 3 μέρες πριν το χειρουργείο, 3 και 6 μήνες μετά το χειρουργείο και υπεβλήθη σε μέτρηση του σωματικού βάρους και του BMI, λιπομέτρηση και μέτρηση των επιπέδων γκρελίνης, λεπτίνης, NPY και κορτιζόλης ορού. Τρεις μέρες πριν και 6 μήνες μετά το χειρουργείο, πραγματοποιήθηκε κλινική εκτίμηση των ασθενών με τη χρήση των: Unified Parkinson’s Desease Rating Scale (UPDRS), Schwab and England Scale και Hoehn Yahr scale, καθώς και υπολογισμός της ημερήσιας δόσης ντοπαμίνης (LEDD). Τα αποτελέσματα της μελέτης μας συνοψίζονται ως εξής: 3 μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση βάρους των ασθενών μας: (3.09±5.00kg, P=0.007), χωρίς περαιτέρω αύξηση στους 6 μήνες. Τα επίπεδα του ΝΡΥ στο περιφερικό αίμα αυξήθηκαν σημαντικά 3 μήνες μετά το χειρουργείο (p=0.05), ενώ τα επίπεδα της γκρελίνης αυξήθηκαν σημαντικά στους 6 μήνες (p=0.001). Η αύξηση του σωματικού βάρους συσχετίστηκε σημαντικά με τη μεταβολή των επιπέδων της γκρελίνης και της λεπτίνης στους 3 και 6 μήνες αντίστοιχα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το STN DBS φαίνεται να προκαλεί μία προσωρινή δυσλειτουργία της υποθαλάμιας έκκρισης ΝΡΥ και γκρελίνης. Η μεταβολή του σωματικού βάρους μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη έκκριση γκρελίνης και λεπτίνης. Περαιτέρω μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών απαιτούνται για να επιβεβαιωθεί ο ρόλος της πεπτιδιακής δυσλειτουργίας στην αύξηση βάρους μετά τη νευροδιέγερση και για να διερευνηθεί η πιθανή νευροπροστατευτική δράση που το DBS μπορεί να ασκήσει μέσω της αύξησης των επιπέδων της γκρελίνης. / Deep brain stimulation (DBS) is a widely accepted and highly effective treatment method for patients with medically refractory idiopathic Parkinson's desease. Various studies have shown that DBS of the subthalamic nucleus (STN) results in increased body weight, the mechanism of which is still unknown. In recent years there were various theories as to the possible mechanism of this weight gain. According to the most interesting theory, weight gain is due to a disruption of the central mechanism that regulates food intake. It is known that the hypothalamus plays a central role in the regulation of energy homeostasis: it receives, processes and interprets orexigenic and anorexigenic signals such as ghrelin, NPY and leptin. The aim of this study was to investigate the possible involvement of STN DBS in the regulation of energy homeostasis, through the disruption of orexigenic and anorexigenic peptides ghrelin, leptin and NPY. Twenty three patients with idiopathic Parkinson’s desease who underwent STN DBS in our clinic were included in our study (15 males - 8 females, age : 65,2 ± 8,9 years, disease duration : 12,7 ± 6chronia ). Each patient was examined at three consecutive time points: 3 days before surgery, 3 and 6 months after surgery. At each clinical appointment all patients underwent body composition measurements including body weight, body mass index (BMI) and fat mass, as well as blood sampling for the measurement of the circulating levels of ghrelin, leptin, NPY and cortisol. Three days before and 6 months after surgery patients were clinically evaluated with the use of the Unified Parkinson's Desease Rating Scale (UPDRS), Schwab and England Scale and Hoehn Yahr scale and the L-dopa daily dose (LEDD) was recorded. The results of our study are summarized as follows : 3 months after surgery there was a significant increase of body weight: (3.09 ± 5.00kg, P = 0.007), with no further increase at 6 months. NPY levels increased significantly 3 months after surgery (p = 0.05), while ghrelin levels increased significantly at 6 months (p = 0.001). Weight gain was significantly correlated with the change of ghrelin and leptin levels at 3 and 6 months respectively. In conclusion, STN DBS seems to temporarily dysregulate the hypothalamic secretion of NPY and ghrelin and weight gain can be attributed to the increased secretion of leptin and ghrelin. Further studies with a larger number of patients are required to confirm the role of peptide dysfunction on weight gain after neurostimulation and to investigate the possible neuroprotective role of DBS, exerted through the increase of ghrelin levels.
10

Μελέτη της σχέσης λεπτίνης και αυξητικής ορμόνης κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και μετά φαρμακολογική πρόκληση σε παχύσαρκα παιδιά

Νικολακοπούλου, Νικολέτα 24 January 2011 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν: (1) να προσδιοριστεί η συχνότητα της διαταραχής ανοχής στη γλυκόζη (IGT) και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου II (ΣΔII) σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα και (2) να καθοριστεί εάν οι συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας μπορούν να προβλέψουν τη διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη (IGT)) στα παιδιά αυτά σε σχέση με τα επίπεδα της λεπτίνης, της γκρελίνης, της αδιπονεκτίνης και της σωματομεδίνης, και την έκκριση της αυξητικής ορμόνης (GH) και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) κατά τη διάρκεια του 24ωρου μαζί με την ημερήσια έκκριση της κορτιζόλης. Έγινε καμπύλη σακχάρου (OGTT) μαζί με επίπεδα ινσουλίνης σε 117 παχύσαρκα παιδιά και εφήβους 12,1  2,7 ετών και μελετήθηκαν τα επίπεδα της λεπτίνης, της γκρελίνης, της αδιπονεκτίνης και της σωματομεδίνης (IGF-I) κατά τη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (OGTT). Επίσης, μελετήθηκαν τα επίπεδα της 24ωρης έκκρισης της GH και της TSH και της ημερήσιας έκκρισης της κορτιζόλης. Χρησιμοποιήθηκαν οι δείκτες HOMA-IR και ο ινσουλινογόνος δείκτης για την εκτίμηση της αντίστασης της ινσουλίνης και της λειτουργίας των β κυττάρων, αντίστοιχα. 17 ασθενείς (14,5%) είχαν IGT και σε κανένα δε διαγνώστηκε ΣΔII. Τα ποσοστά IGT και ΣΔΙΙ ήταν χαμηλότερα από αυτά μιας πολυεθνικής Αμερικανικής μελέτης. Η διαφορά εντοπίστηκε κυρίως στα προεφηβικά παιδιά (9% έναντι 25,4%), ενώ δεν παρατηρήθηκε διαφορά στους εφήβους (18% έναντι 21%). Ωστόσο, τα ποσοστά IGT ήταν υψηλότερα από αυτά που βρέθηκαν σε άλλες μελέτες από την Ευρώπη. Η γλυκόζη νηστείας, η ινσουλίνη και ο δείκτης HOMA-IR δεν προέβλεψαν την εμφάνιση IGT, όμως, η απόλυτη τιμή της ινσουλίνης στις 2 ώρες της OGTT και ο δείκτης AUCG προέβλεψαν την εμφάνιση IGT. Τα επίπεδα λεπτίνης και γκρελίνης ήταν υψηλότερα στα κορίτσια. Υπήρχε συσχετισμός μεταξύ BMI και λεπτίνης νηστείας, BMI και αδιπονεκτίνης, σωματομεδίνης (IGF-I) και λεπτίνης νηστείας, ενώ δεν υπήρχε καμιά συσχέτιση με τα επίπεδα της κορτιζόλης ή με τα 24ωρα επίπεδα της αυξητικής ορμόνης και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης. Συμπερασματικά, η OGTT φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να προβλέψει την IGT, ενώ οι τιμές γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας και οι τιμές του δείκτη HOMA-IR, αν και υψηλότερες στους ασθενείς με IGT και ενδεικτικές για αντίσταση στην ινσουλίνη, δεν μπορούν να προβλέψουν την IGT. / The aims of the present study were: (1) to determine the prevalence of impaired glucose tolerance (IGT) and diabetes mellitus II (DMII) in obese children and adolescents of Greek origin and (2) to study the concentrations of leptin, ghrelin, adiponectin and IGF-I during an oral glucose tolerance test as well as the 24-hour concentrations of growth hormone (GH) and thyrotropin secreting hormone (TSH), and the diurnal secretion of cortisol in these children. A total of 117 obese children and adolescents aged 12.1  2.7 years underwent an oral glucose tolerance test (OGTT) and the concentrations of leptin, ghrelin, adiponectin and IGF-I were studied during the duration of the OGTT in relation to the 24-hour secretion of GH and TSH and the diurnal secretion of cortisol. For the estimation of insulin resistance and beta cell function the homeostatic model assessment (HOMA-IR) and the insulinogenic index, respectively, were used. A total of 17 patients (14.5%) had IGT and none had DMII. The overall prevalence rates of both IGT and DMII observed in the obese children and adolescents were lower than those reported in a recent multiethnic US study. Nevertheless, the difference between the data of this study and those of the US study was mostly due to the prepubertal children (9% vs. 25.4%), while no difference was observed in the pubertal population (18% vs. 21%). The prevalence rates of IGT in this study though, were greater than those reported in other European studies. Fasting glucose, insulin and HOMA-IR values were not predictive of IGT. The absolute value of insulin at 2h of the OGTT combined with the time-integrated glycemia (AUCG) strongly predicted IGT, whereas higher area under the curve for insulin (AUCI) values were found to be protective. Leptin and ghrelin concentrations were higher in the females. There was a correlation found between BMI and fasting leptin, BMI and adiponectin, IGF-I and fasting leptin although there was no correlation found with the GH, TSH or cortisol concentrations. In conclusion, the OGTT seems to be capable of predicting IGT whereas the fasting glucose and insulin concentrations are unable to predict glucose intolerance since HOMA-IR values, although higher in IGT subjects and indicative of insulin resistance, cannot accurately predict IGT.

Page generated in 0.2182 seconds