Spelling suggestions: "subject:"σίελος"" "subject:"όφελος""
1 |
Η επίδραση της έντονης φυσικής άσκησης στην ανάπτυξη και την ενήβωση αθλητών γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου / The influence of intensive physical exercise on growth and pubertal development of elite artistic gymnastsRottstein, Loredana 10 June 2014 (has links)
Οι ομάδες των ορμονών που επηρεάζουν σημαντικά την αύξηση και την ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, ανήκουν κυρίως στον άξονα της αύξησης και της αναπαραγωγής, στο σύστημα του stress και στο ανοσολογικό σύστημα. Η κορτιλόλη, η λεπτίνη και η IL-6 αποτελούν στρεσογόνους παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τη δυναμική της ανάπτυξης και ενηβωσης του ανθρώπινου οργανισμού. Εκτός από την επίδραση τον ορμονών, η ενήβωση και η αναπαραγωγή του φύλου μπορεί να επηρεαστεί από φαρμακολογικούς παράγοντες, όπως είναι η υδροκορτιζόνη, τα αναβολικά στεροειδή και τα οιστρογόνα. Η φυσική άσκηση είναι ένας τύπος φυσικού stress που προκαλεί πλήθος ορμονικών, μεταβολικών και ανοσολογικών αλλαγών ενώ οι αθλητές και οι αθλήτριες ρυθμικής και ενόργανης γυμναστικής εκτίθονται σε έντονους φυσικούς και ψυχολογικούς στρεσογόνους παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια οι προσδιορισμοί στο σίελο προσελκύουν τεράστιο ενδιαφέρον (λόγω του ανώδυνου τρόπου συλλογής του σιέλου) και κυρίως χρησιμοποιούνται στην Ενδοκρινολογία για την παρακολούθηση των επιπέδων των στεροειδών ορμονών.
Υλικά και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 142 αθλήτριες και 97 αθηλτές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου καθώς και 107 αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής. Ως ομάδα ελέγχου μελετήθηκαν 73 κορίτσια και 68 αγόρια, τα οποία δεν αθλούνταν. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε χρησιμοποιώντας μια ειδικά σχεδιασμένη συσκευή συλλογής σιέλου (Salivette). Για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο χρησιμοποιήθηκε ραδιοανοσολογική μέθοδος ενώ για τον προσδιορισμό της κορτιζόλης η μέθοδος ηλεκτροχημειοφωταύγειας. Για την μέτρηση της IL-6 στο σίελο αναπτύχθηκε και επικυρώθηκε μέθοδος Elisa υψηλής ευαισθησίας.
Αποτελέσματα: Οι αθήτριες της ρυθμικής και της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στο σίελο (p<0,01) συγκριτικά με τους μάρτυρες και τους αθλητές της ενόργανης. Τόσο στους αθλητές όσο και στις αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής, οι απογευματινές τιμές κορτιζόλης (μετά από άσκηση) παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τις πρωινές τιμές. Στις αθλήτριες της ενόργανης τα επίπεδα της IL-6 παρουσιάζουν τάση αύξησης και της λεπτίνης τάση μείωσης μετά από άσκηση, αν και οι μεταβολές αυτές δεν είναι στατιστικά σημαντικές.
Η συλλογή του σιέλου είναι μια μη επεμβατική, ανώδυνη τεχνική που επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη δειγματοληψία. Η ραδιοανοσολογικής μέθοδος είναι απλή και εύκολη για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο, ενώ η μέθοδος της ηλεκτροχημειοφωταύγειας αποτελεί αξιόπιστη επιλογή για τη μέτρηση της κορτιζόλης στο σίελο. Για τον προσδιορισμό της IL-6 στο σίελο απαιτείται η ανάπτυξη και η επικύρωση μεθόδου Elisa, λόγω του ότι ο σίελος επηρεάζει τη μέτρηση της συγκεκριμένης κυτοκίνης. Τόσο στις αθλήτριες όσο και στους αθλητές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου, ο νυχθημερήσιος ρυθμός έκκρισης της κορτιζόλης καταργείται. Επίσης οι αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερες τιμές δεικτών stress συγκριτικά με τους αθλητές. / The aim of this study was to evaluate the effects of intensive physical exercise and acute psychological stress during high level athletic competition as reflected on the levels of salivary cortisol, leptin and IL-6 in elite artistic and rytmic gymnasts.
Design: The study included two hundred and forty-nine (249) Caucasian athletes (elite Gymnasts) -142 girls(aged 16.0 ± 1.6 years) and 97 boys (aged 16.8 ± 1.1 years) from 44 European countries, during theEuropean Championship of Gymnastics held in Volos-Greece on April 2006.
One hundred and forty-one pubertal adolescents, who were recruited from public schools in Greece, not engaged in strenuous sports activities were used as controls (73 girls aged 16.0 ± 1.4 years and 68 boys aged 15.3 ±2.0 years).
Methods: Saliva samples were collected, the morning before training and in the afternoon shortly after the competition. Cortisol concentrations were measured using a chemmiluminesce method. Leptin and IL-6 concentrations were measured using RIA and ELISA methods.
Acute stress was assessed using a questionnaire designed for the
study.
Results: No difference was found between morning and afternoon salivary cortisol levels in both male and female AG.
Female AG presented higher levels of morning salivary cortisol than female controls
(p<0.05). Both male and female AG had higher degree of psychological stress in comparison with controls . Female AG had higher morning and afternoon
salivary cortisol levels and higher degree of stress than males.
Conclusions: In elite AG the diurnal rhythm of salivary cortisol has been abolished, probably
due to the strenuous training and competition conditions. Female AG presented higher levels
of morning salivary cortisol and psychological stress compared to both male AG and female
controls. The long term consequences of these modifications of the HPA axis remain to be
elucidated.
|
2 |
Η ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού στην έντονη φυσική άκηση σε αθλήτριες ΓυμναστικήςΡούπας, Νικόλαος 26 July 2013 (has links)
Κύριος σκοπός τη παρούσης μελέτης ήταν η εκτίμηση της επίδρασης της οξείας και χρόνιας εντατικής άσκησης και του χρόνιου αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στα επίπεδα αντιπονεκτίνης, ρεζιστίνης και βισφατίνης. Επιπλέον, μελετήθηκε η συσχέτιση των επιπέδων των ανωτέρω λιποκινών με τα επίπεδα κορτιζόλης και ινσουλίνης, καθώς και με τις παραμέτρους έντασης της άσκησης.
Ως μοντέλο ενεργειακής και μεταβολικής ομοιοστασίας χρησιμοποιήθηκαν αθλήτριες Ρυθμικής Γυμναστικής (RGs) υψηλού επιπέδου πρωταθλητισμού, Οι RGs υποβάλλονται σε χρόνια έντονη ψυχολογική και σωματική καταπόνηση, ενώ, στην προσπάθεια για επίτευξη και διατήρηση λεπτού σωματότυπου, υιοθετούν αυστηρές διαιτητικές συνήθειες και χρόνιο αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο.
Υλικό και Μέθοδοι
Η αδυναμία συλλογής δειγμάτων αίματος από αθλητές κορυφαίου επιπέδου πρωταθλητισμού επέβαλε τη συλλογή και επεξεργασία σιέλου για την πραγματοποίηση των ορμονικών προσδιορισμών. Ως εκ τούτου, προτού ξεκινήσει η υλοποίηση του πρωτοκόλλου της μελέτης (διαμόρφωση πληθυσμού και συλλογή δειγμάτων), σχεδιάστηκε και εκπονήθηκε μια μελέτη με σκοπό την ανίχνευση και τη μέτρηση των συγκεντρώσεών των λιποκινών αντιπονεκτίνη, βισφατίνη και ρεζιστίνη στο σίελο και τη συσχέτιση των συγκεντρώσεων τους στο σίελο με τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στο αίμα.
Προσδιορισμός των συγκεντρώσεων λιποκινών στο σίελο
Τα επίπεδα των λιποκινών αντιπονεκτίνη, ρεζιστίνη και βισφατίνη προσδιορίσθηκαν στο σάλιο και τον ορρό 50 υγιών άτομα (33 γυναίκες και 17 άνδρες), με ταυτόχρονη μέτρηση των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών (ύψος και βάρος σώματος, υπολογισμός ΒΜΙ, ποσοστό λιπώδους μάζας) .
Η επίδραση της άσκησης και του αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στην ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού
Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 51 RGs υψηλού επιπέδου από 8 Ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες συμμετείχαν στη διοργάνωση «Κύπελλο Καλαμάτας 2010» τον Απρίλιο του 2010 στην Καλαμάτα. Επίσης, η μελέτη συμπεριέλαβε 27 υγιείς γυναίκες, μη αθλήτριες και χωρίς σημαντική διαφορά ως προς την ηλικία σε σύγκριση με τον πληθυσμό των αθλητριών (matched for age) ως πληθυσμό ελέγχου (μάρτυρες).
Το πρωτόκολλο της μελέτης περιελάμβανε μη επεμβατικές κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, καθώς και τη συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου. Ειδικότερα, προσδιορίσθηκαν τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά αθλητριών και πληθυσμού ελέγχου, οι αθλήτριες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αφορούσε σε στοιχεία γυναικολογικού και αθλητικού ιστορικού, ενώ συλλέχθηκαν δείγματα σιέλου από τις αθλήτριες και τις μάρτυρες.
Οι ορμονικοί προσδιορισμοί στο σίελο αφορούσαν σε μετρήσεις επιπέδων ρεζιστίνης, βισφατίνης, αντιπονεκτίνης, κορτιζόλης και ινσουλίνης σε κατάσταση ηρεμίας και μετά από άσκηση.
Αποτελέσματα
Προσδιορισμός των συγκεντρώσεων λιποκινών στο σίελο
Οι λιποκίνες ρεζιστίνη και αντιπονεκτίνη ανιχνεύονται στο σίελο του ανθρώπου και τα επίπεδά τους συσχετίζονται με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορρό (r=0.441, p=0.003 και r=0.347, p=0.019 αντίστοιχα). Αντίθετα, η λιποκίνη βισφατίνη ανιχνεύεται στο σίελο του ανθρώπου, όμως τα επίπεδά της δε συσχετίζονται με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορρό (r=-0.128, p=0.4431).
Η επίδραση της άσκησης και του αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στην ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού
Παρατηρήθηκαν μειωμένα επίπεδα αντιπονεκτίνης (p<0.001) και αυξημένα επίπεδα βισφατίνης (p<0.05) στο σάλιο RGs, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στα επίπεδα ινσουλίνης, κορτιζόλης και ρεζιστίνης στο σάλιο μεταξύ αθλητριών και πληθυσμού ελέγχου. Στις RGs κορυφαίου επιπέδου η επίδραση της μικρής διάρκειας, έντονης αναερόβιας άσκησης του επίσημου αγώνα οδήγησε σε αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης (p<0.001), μείωση των επιπέδων αντιπονεκτίνης και βισφατίνης (p<0.001και p<0.05 αντίστοιχα) και καμιά μεταβολή στα επίπεδα κορτιζόλης και ρεζιστίνης στο σάλιο. Επίσης, καταγράφηκε απουσία διημερήσιας διακύμανσης της κορτιζόλης. Τέλος, τα επίπεδα αντιπονεκτίνης ηρεμίας παρουσίασαν σημαντική συσχέτιση με τις παραμέτρους έντασης της άσκησης.
Συμπεράσματα
Προσδιορισμός των συγκεντρώσεων λιποκινών στο σίελο
Οι λιποκίνες ρεζιστίνη, αντιπονεκτίνη και βισφατίνη ανιχνεύονται στο σίελο του ανθρώπου. Όμως, τα ορμονικά επίπεδα στο σίελο συσχετίζονται με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορρό μόνο για τη ρεζιστίνη και την αντιπονεκτίνη.
Η επίδραση της άσκησης και του αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου στην ορμονική ομοιοστασία του λιπώδους ιστού
Σε RGs κορυφαίου επιπέδου η χρόνια εντατική άσκηση και το χρόνιο αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο αυξάνουν τα επίπεδα αντιπονεκτίνης και μειώνουν τα επίπεδα βισφατίνης στο σάλιο, ενώ η μικρής διάρκειας, έντονη αναερόβια άσκηση καταστέλλει τα επίπεδα τόσο της αντιπονεκτίνης, όσο και της βισφατίνης στο σάλιο. Επιπλέον, τα επίπεδα αντιπονεκτίνης στο σίελο συσχετίζονται με τη συνήθη ένταση της άσκησης, αντανακλώντας, μάλλον, την επιδείνωση του ενεργειακού ισοζυγίου παρά την κλιμάκωση της έντασης της άσκησης καθαυτής, υποδεικνύοντας έναν πιθανός ρόλο των συγκεντρώσεων αντιπονεκτίνης στο σάλιο στην εκτίμηση της επιδείνωσης του ενεργειακού ισοζυγίου, με ενδεχόμενη χρησιμότητα στην κλινική έρευνα και την ιατρική της άσκησης. / Exercise represents a physical stress challenging homeostasis, disturbing the energy balance and leading to adaptive changes in central and peripheral regulatory mechanisms.
The aim of the present study was to evaluate the effect of negative energy balance, acute and chronic exercise on adiponectin, resistin and visfatin levels, their interaction with salivary cortisol and insulin levels and the relationship of the specific adipokines with training frequency and intensity.
Elite Rhythmic Gymnasts (RGs) were used as a model of energy homeostasis and metabolism. Elite RGs begin exercise at an early age, undergo physical and psychological stress and adopt negative energy balance to retain a lean physique.
The main problem in studying hormonal responses in elite athletes on the field of competition lies on the difficulty in obtaining blood samples. The determination of salivary hormone levels provides a convenient, non-invasive and stress-free alternative to blood analysis.
As part of the study design, we invested interest in introducing the methodology for detecting and measuring adipokine levels in saliva and evaluating their association with relative serum levels.
Materials and Methods
Detection and measurement of adipokine levels in human saliva
Resistin, visfatin and adiponectin levels were measured in serum and saliva of 50 healthy adult volunteers (17 male and 33 female) using commercial enzyme immunoassay kits for plasma with minor modifications.
The influence of acute and chronic intensive physical training and negative energy balance on salivary adipokine levels in elite RGs
The study included 51(fifty one) elite female athletes of RG from 8 European countries, participating in the top level tournament of “Kalamata 2010 Rhythmic Gymnastics World Cup” in Kalamata, Greece on April 2010. 24 (twenty four) healthy pubertal girls not engaged in strenuous sports activities were used as controls. The study protocol included noninvasive clinical and laboratory investigations as well as the completion of a questionnaire. The athletes completed a questionnaire including personal data (age of training onset, usual weekly training intensity and number of participations in international championships per year). Baseline and post exercise salivary cortisol, insulin, adiponectin, resistin and visfatin levels were measured.
Results
Detection and measurement of adipokine levels in human saliva
The present study documented the determination of resistin and adiponectin levels in saliva and the significant correlation of salivary with their respective serum levels (r=0.441, p<0.01 and r=0.347, p<0.05, respectively). Moreover, the identification of visfatin in saliva was achieved, but no significant correlation with serum visfatin levels was observed.
The influence of acute and chronic intensive physical training and negative energy balance on salivary adipokine levels in elite RGs
At baseline, a significant inverse correlation was documented between salivary insulin and adiponectin levels (r=-0.316, p<0.05), after controlling for the effect of age and BMI. Salivary adiponectin levels were higher (p<0.001) and visfatin lower (p<0.05) in RG’s compared with controls, while no significant changes were observed regarding salivary cortisol, insulin and resistin levels. In elite RG’s short term intensive anaerobic exercise led to increased salivary insulin levels (p<0.001), reduced salivary adiponectin (p<0.001) and visfatin levels (p<0.05) and no changes in salivary resistin levels. Moreover, diurnal variation of salivary cortisol was lost. In addition, salivary adiponectin levels are associated with the intensity of training.
Conclusions
Detection and measurement of adipokine levels in human saliva
The adipokines resistin, visfatin and adiponectin can be detected in human saliva. However, significant correlation between salivary and their relative serum levels are documented only for resistin and visfatin, but not for visfatin.
The influence of acute and chronic intensive physical training and negative energy balance on salivary adipokine levels in elite RGs.
Chronic intensive physical training and negative energy balance up-regulate salivary adiponectin and down-regulate salivary visfatin levels, while acute glucoregulatory response to short term intensive anaerobic exercise down-regulates salivary adiponectin and visfatin levels. Moreover, salivary adiponectin levels are associated with the intensity of training, reflecting the deterioration of energy balance rather than the training stress. Thus, salivary adiponectin could be introduced as a possible marker of significant energy deprivation, with potential usefulness in clinical and sports medicine.
|
Page generated in 0.0283 seconds