• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 21
  • Tagged with
  • 22
  • 12
  • 8
  • 8
  • 8
  • 7
  • 7
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συμβολή στην έρευνα των ιζημάτων της περιοχής της Αρχαίας Ελίκης

Σεργίου, Σπυρίδων 31 January 2013 (has links)
Η εργασία αυτή αποσκοπεί στην προσπάθεια ανασύνθεσης του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής της Αρχαίας Ελίκης μέσω της ιζηματολογικής ανάλυσης των δειγμάτων του πυρήνα της δειγματοληπτικής γεώτρησης που πραγματοποιήθηκε σε συγκεκριμένη θέση. / The purpose of this paper is to attempt to reconstruct the palaeoenvironment of the area of Ancient Helike through Sedimentological analysis of samples from the core sample drilling held in a specific position.
2

Γεωμορφές τύπου badlands στις βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού όρους

Χάνος, Χρήστος 13 January 2015 (has links)
Οι βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού όρους στη Β. Πελοπόννησο καλύπτονται από Πλειο - Πλειστοκαινικά λιμναία, θαλάσσια/λιμνοθαλάσσια και ποτάμια ιζήματα. Στα ιζήματα αυτά αναπτύσσονται οι γεωμορφές τύπου badlands, που θεωρούνται από τις πιο κλασικές διαβρωσιγενείς γεωμορφές. Η παρουσία των γεωμορφών αυτών είναι αρκετά διαδεδομένη στα Πλειο-Πλειστοκαινικά αργιλικά ιζήματα της περιοχής μελέτης, πλην όμως οι χαρακτήρες τους διαφοροποιούνται από αυτούς των κλασικών badlands. / The northern slopes of Panachaikon mountain in North Peloponnese are covered with Plio - Pleistocene lacustrine, marine / lagoon and river sediments . In these sediments are developed characteristic landforms called badlands, which are considered the most classic erosional landforms. The presence of these landforms are quite common in the Plio - Pleistocene clay sediments of the study area.
3

Παλαιοωκεανογραφικές συνθήκες στο Β Αιγαίο κατά την απόθεση του σαπροπηλού S1 με βάση την κατανομή των πλαγκτονικών τρηματοφόρων

Διαμαντοπούλου, Αντωνία 11 July 2013 (has links)
Η εργασία αυτή σκοπό έχει την αποτύπωση των παλαιοωκεανογραφικών και παλαιοκλιματικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την απόθεση του νεότερου σαπροπηλού S1 στο Β. Αιγαίο. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν οι συγκεντρώσεις πλαγκτονικών τρηματοφόρων που εντοπίστηκαν στα σαπροπηλικά ιζήματα ενός πυρήνα (Μ4) που συλλέχθηκε από τη λεκάνη της Ν. Λήμνου. Ο χαμηλός ρυθμός ιζηματογένεσης (0,03 cm/y) στην περιοχή κατά το Ολόκαινο επέτρεψε την εξαγωγή υψηλής ανάλυσης δεδομένων που κυμαίνονται μεταξύ 24 και 288 χρόνων (68 χρόνια κατά μέσο όρο). Επιπλέον τα δεδομένα της αφθονίας καθώς και της στατιστικής ανάλυσης των πλαγκτονικών τρηματοφόρων εξετάστηκαν σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα αναλύσεων βενθονικών τρηματοφόρων, ισοτόπων δ 13 C σε κελύφη βενθονικών τρηματοφόρων και του ποσοστού οργανικού υλικού από τα ίδια ιζήματα. Η σύνθεση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι το κατώτερο τμήμα του S1, S1a (9,6–7,9 ka BP) αποτέθηκε σε συνθήκες υψηλότερης παραγωγικότητας, εντονότερης δυσοξίας και καλύτερης διατήρησης του οργανικού υλικού σε σχέση με το ανώτερο τμήμα S1b. Επιπλέον η διασπορά της αφθονίας των πλαγκτονικών τρηματοφόρων δείχνουν ότι η επιφανειακή θαλάσσια θερμοκρασία κατά τη διάρκεια απόθεσης του S1b ήταν υψηλότερη από αυτή του S1a. Η υψηλότερη συμμετοχή του είδους T. quinqueloba, στα σαπροπηλικά ιζήματα του πυρήνα Μ4 σε σχέση με τους υπόλοιπους πυρήνες του Αιγαίου για το ίδιο χρονικό διάστημα δείχνει την εντονότερη επικράτηση νερών χαμηλής αλατότητας και υψηλότερου ευτροφισμού στο Β. Αιγαίου λόγω των αφθονότερων ποτάμιων απορροών στην περιοχή σε συνδυασμό πιθανώς με την επίδραση των νερών της Μαύρης Θάλασσας. Επιπλέον οι διακυμάνσεις της αφθονίας των πλαγκτονικών τρηματοφόρων έδειξαν την επικράτηση σύντομων κλιματικών γεγονότων, σε χρονική τάξη δεκαετίας. Τα γεγονότα αυτά φαίνεται να είναι σύγχρονα με αντίστοιχα που έχουν εντοπιστεί στην παλαιοβλάστηση της Β. Ελλάδας. / The purpose of the present study is to determine the paleoenviromental and paleoceanographic conditions during the deposition of sapropel S1 in the North Aegean. The results of this study based on the distribution of planktonic foraminifera at the sapropel sediments of a gravity core (M4), collected from the south Lemnos basin. Sedimentation rate in this area during Holocene allowed the export of high resolution data ranging between 24 and 288 years. Furthermore the data of abundance and statistical analysis of planktonic foraminifera examined in conjunction with records of benthic foraminifera analysis, δ 13 C and organic matter data, of the same sediments. The results revealed that the lower sapropelic layer of S1, S1a (9,6–7,9 ka BP) deposited under lower oxygen availability and higher concentrations of organic matter than the upper layer S1b (7,6-6,5 ka BP). Moreover the dispersion of planktonic foraminifera abundance shows that during the deposition of S1b layer, the surface water temperature was higher than that of S1a. The presence of Turborotalita quinqueloba is higher in the north Aegean Sea than in the central and south Aegean Sea, indicating greater prevalence of low salinity waters and higher eutrophication in the Northern Aegean Sea due to river outflows in combination with the influx of Black Sea waters to the northern Aegean Sea. In addition, planktonic foraminifera records revealed a series of short-term paleoclimatic changes, in decade scale, which are coeval with equivalent changes in North Greece according to pollen records.
4

Κατακόρυφες κατανομές συγκεντρώσεων ραδιοϊσοτόπων και βαρέων μετάλλων στα ιζήματα του Πατραϊκού κόλπου

Κουτσοδενδρής, Ανδρέας 14 May 2007 (has links)
Στην εργασία αυτή γίνεται μελέτη της κατανομής ραδιοϊσοτόπων και βαρέων μετάλλων σε ιζήματα του Πατραϊκού κόλπου, δίνοντας έμφαση στις κατακόρυφες συγκεντρώσεις του τεχνητού ισοτόπου 137Cs. Στο Α’ μέρος πραγματοποιείται βιβλιογραφική επισκόπηση σχετικά με τις πηγές και τις συγκεντρώσεις του 137Cs στον Ελληνικό και Ευρωπαϊκό χώρο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στις επιπτώσεις από το ατύχημα του Chernobyl το 1986. Ακόμα, γίνεται σύγκριση των τιμών του 137Cs στα θαλάσσια ιζήματα και στην υδάτινη στήλη ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Στο Β’ μέρος μελετώνται δύο πυρήνες, που λήφθηκαν με κιβωτολήπτη (box corer) από τον Πατραϊκό κόλπο, σε βάθη 35 και 95 μέτρων αντίστοιχα. Ειδικότερα, γίνονται κοκκομετρικές αναλύσεις, καθώς και μετρήσεις 14 βαρέων μετάλλων με τη μέθοδο Three Steps (BCR). Ακόμα, μετρώνται οι συγκεντρώσεις του 137Cs και του 40K με χρήση φασματομετρίας ακτινών γ σε ανιχνευτή υψηλής καθαρότητας γερμανίου (HPGe). Τα αποτελέσματα των παραπάνω μετρήσεων παρουσιάζουν μια συσχέτιση του λεπτότερου κοκκομετρικού κλάσματος με υψηλότερες συγκεντρώσεις σε 137Cs. Ακόμα, οι τιμές του 137Cs παρουσιάζουν μια ομογενοποίηση στα ανώτερα 18 cm και των δύο πυρήνων, που αποδίδεται όχι τόσο σε φυσικές διεργασίες αλλά κυρίως σε ανάδευση των ιζημάτων από αλιευτικά εργαλεία (μηχανότρατες υποδομής πυθμένα). / The present study refers to the vertical distribution of radionuclides and heavy metals in the marine sediments of Patras gulf, focusing on the concentrations of the artificial isotope 137Cs. The first part consists of a review of the sources and concentrations of the 137Cs in Greece and Europe, focusing on the impacts of the Chernobyl accident (1986). Moreover, a comparison between the 137Cs activities in the marine sediments and water column in different areas around Greece takes place. In the second part, two cores that were sampled in Patras gulf at depths of 35 and 95 meters with a box corer are studied. Particularly, vertical grain size distribution and concentrations of 14 heavy metals determined by use of the BCR methodology are presented. Furthermore, 137Cs and 40K activities that were determined by γ-ray spectrometry with an HPGe detector. The results showed a correlation between the fine sediments and the higher 137Cs activities and moreover, a homogenization of its activities in the upper 18 cm of both cores. The homogenization was interpreted as a result of the resuspension of the surface sediments mainly caused by trawl fisheries than natural phenomena.
5

Εξέλιξη των λεκανών προχώρας της Δυτικής Ελλάδος

Βακαλάς, Ιωάννης Π. 13 July 2010 (has links)
- / -
6

Περιβάλλοντα αποθέσεως των ιζημάτων του Πήδασου (Ν.Δ. Πελοπόννησος)

Κοντόπουλος, Νικόλαος Σ. 21 September 2010 (has links)
- / -
7

Καταγραφή ιζηματολογικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Μυρταρίου Βόνιτσας

Κοκίδης, Νικόλαος 14 February 2012 (has links)
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις ιζηματολογικές και φυσικοχημικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και στο νερό αντίστοιχα και καλύπτουν την περίοδο των μηνών Νοέμβριο 2010 – Ιούλιο 2011. Προκειμένου να αξιολογηθούν οι παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη λιμνοθάλασσα τα τελευταία χρόνια, τα αποτελέσματα των φυσικοχημικών παραμέτρων θα συγκριθούν με τα αποτελέσματα μελετών οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί από την ΕΤΑΝΑΜ (1992) και Ρογδάκη (2002), ενώ συγχρόνως θα γίνει σύγκριση με δημοσιευμένα αποτελέσματα λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού κόλπου Λογαρού, Ροδιά και Τσουκαλιό. 4.8.1 Ιζηματολογικοί παράμετροι Η λιμνοθάλασσα Μυρτάρι είναι μία αβαθής λιμνοθάλασσα με μέγιστο βάθος 1.90 m και μέσο βάθος 1.30 m, παρουσιάζοντας όμοια βυθομετρικά χαρακτηριστικά με λιμνοθάλασσες που απαντούν στη Δυτική Πελοπόννησο (Μπούζος & Κοντόπουλος, 1998 α, β, Μπούζος & Κοντόπουλος 2002α, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004α, Avramidis, et al 2008,). Η κοκκομετρική ανάλυση των ιζημάτων της λιμνοθάλασσας έδειξε ότι αποτελείται από άργιλο, αμμώδη άργιλο, αμμώδη ιλύ και ιλύ. Ο κύριος λιθολογικός τύπος ο οποίος κυριαρχεί σε ποσοστό 72 % στο σύνολο των αναλυθέντων δειγμάτων είναι η αμμώδης ιλύς. Ο τύπος αυτός επίσης κυριαρχεί σε όλες τις λιμνοθάλασσες της δυτικής Πελοποννήσου (Μπούζος & Κοντόπουλος, 1998 α,β, Μπούζος & Κοντόπουλος 2002α, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004α, Avramidis, et al 2008,). Η μέση τιμή της διαμέσου (Md) των επιφανειακών ιζημάτων του πυθμένα της είναι 7.17 Φ ενώ στο μεγαλύτερο τμήμα της λιμνοθάλασσας οι τιμές του αριθμητικού μέσου (Mz) ανήκουν στην κλάση του λεπτόκοκκου πηλού (7 έως 8Φ). Το ποσοστό της παρουσίας του Ολικού Οργανικού Άνθρακα (ΤΟC) στα ιζήματα κυμάνθηκε από 4.64 έως 7.25 % με μέση τιμή 5.67 %, χαρακτηρίζοντάς τα ως πλούσια σε συμμετοχή οργανικού υλικού. Η υψηλή παρουσία οργανικού υλικού όπως φαίνεται και στον πίνακα 11 σε συνδυασμό με την παρουσία της ιλύος δημιουργούν άριστες συνθήκες τροφής και ενέργειας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την σημαντική παρουσία μαλακίων κάτι που επιβεβαιώθηκε και από την οπτική εξέταση των κλασμάτων της άμμου κάτω από το στερεοσκόπιο. Έτσι το κλάσμα της άμμου είναι σε μεγάλο ποσοστό (>50%) βιογενούς προέλευσης. Η ανάλυση των στατιστικών παραμέτρων των δειγμάτων έδειξε ότι τα ιζήματα χαρακτηρίζονται από πολύ πτωχή (very poorly sorted) έως πάρα πολύ πτωχή ταξιθέτηση (extremely poorly sorted) (σι 3.21 έως 5.20 Φ). Οι ανωτέρω τιμές μπορούν να ερμηνευτούν από την επίδραση των πολύ ασθενών ρευμάτων της λιμνοθάλασσας και τη χαμηλή κυματική δράση που επικρατεί σε αυτή. Η ασυμμετρία (skewness) των αναλυθέντων ιζημάτων κυμάνθηκε από πολύ αρνητική (strongly coarse skewed) έως πολύ θετική (strongly fine skewed) Ski = –0.33 έως 0.34 Φ. Το μεγαλύτερο τμήμα των ιζημάτων του πυθμένα της λιμνοθάλασσας χαρακτηρίζεται από αρνητική ασυμμετρία (coarse skewed). Η αρνητική ασυμμετρία απαντά όπου η παρουσία της αργίλου είναι πολύ μεγάλη (44 - 58%) ενώ η παρουσία του κλάσματος της άμμου απλά ορίζει την περίσσεια του αδρόκοκκου υλικού. Το υπόλοιπο τμήμα της λιμνοθάλασσας δείχνει είτε σχεδόν κανονική ασυμμετρία είτε θετική ασυμμετρία. Στη πρώτη περίπτωση η άργιλος συμμετέχει με ποσοστό που κυμαίνεται από 37 έως 54 % ενώ στη δεύτερη περίπτωση συμμετέχει με ποσοστό μικρότερο του 43 %. Η χωρική κατανομή της ασυμμετρίας δείχνει την παρουσία ζωνών που αντιστοιχούν στους προαναφερθέντες διαφορετικούς τύπους ασυμμετρίας (Εικόνα 36). Επειδή το 50 % των αναλυθέντων δειγμάτων παρουσιάζουν αρνητική ασυμμετρία και το κλάσμα της άμμου είναι βιογενούς - βιοκλαστικής σύστασης μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας είχαν ευθύς εξαρχής αρνητική ασυμμετρία, με το παραγόμενο κλάσμα της άμμου να ορίζει την περίσσεια του αδρόκοκκου υλικού. Ακολούθως μέσω του μηχανισμού της επαναιώρησης παράγονται οι άλλοι δύο τύποι ασυμμετρίας είτε με απομάκρυνση κυρίως αργιλικών κόκκων αλλά και κόκκων πηλού όποτε στη θέση που λαμβάνει χώρα η «διάβρωση» παράγεται σχεδόν κανονική ασυμμετρία είτε με απόθεση του προϊόντος της «διάβρωσης» οπότε παράγεται θετική ασυμμετρία στη θέση απόθεσης. Στη δράση του μηχανισμού αυτού συμβάλλει και το μικρό βάθος της λιμνοθάλασσας. Ο υπολογισμός της κύρτωσης δείχνει μία διακύμανση από πολύ πλατύκυρτη (very platykurtic) έως μεσόκυρτη (mesokurtic) KG= 0.62 έως 1.11 Φ. Η κύρτωση δείχνει στο μεγαλύτερο τμήμα της λιμνοθάλασσας τιμές πλατύκυρτης καμπύλης. Το υπόλοιπο τμήμα της λιμνοθάλασσας που εντοπίζεται στο μεγαλύτερο τμήμα του νότιου περιθωρίου της χαρακτηρίζεται από μεσόκυρτες καμπύλες. Η παρουσία πλατύκυρτων καμπυλών φαίνεται να δείχνει μία πηγή τροφοδοσίας κλαστικών κόκκων και μια πηγή τροφοδοσίας βιοκλαστικών κόκκων. 4.8.2 Φυσικοχημικές παράμετροι υδάτων Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις των αβιοτικών παραμέτρων pH της θερμοκρασίας (T 0C), διαλυμένου οξυγόνου (DO) και της αλατότητας (S ‰). Θα πρέπει να σημειωθεί για την αποφυγή λανθασμένων συμπερασμάτων ότι ο μέσος όρος της εποχιακής κατανομής των αβιοτικών παραμέτρων δεν έχει ολοκληρωθεί διότι για το φθινόπωρο απουσιάζουν οι μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος και για το καλοκαίρι απουσιάζει ο μήνας Αύγουστος. Από τις μετρήσεις αυτές παρατηρείται μία ετήσια διακύμανση του pH 7.5 έως 8.5 με μέση τιμή 8.1 και του διαλυμένου οξυγόνου από 6.5 έως 11.1 mg/L με μέση τιμή 8.1 mg/L. Οι τιμές της θερμοκρασίας κυμαίνονται από 9.6 έως 32.2 0C με μέση τιμή του 19.3 0C, ενώ της αλατότητας S ‰ από 2.5 έως 17.5 ‰ με μέση τιμή 8.8 ‰. Από τις μετρήσεις και την σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ των έξι σταθμών παρατηρείται μία κανονική διακύμανση των τιμών του διαλυμένου οξυγόνου στα φυσιολογικά επίπεδα με τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους >6.5 mg/L, δείχνοντας καλή ανανέωση των υδάτων είτε από το ανατολικό τμήμα μέσω του Αμβρακικού είτε από την εισροή γλυκών νερών από τα δυτικά με επιφανειακή απορροή μέσω του υδατορέματος και την εισροή γλυκών νερών από τον ασβεστόλιθο. Η εισροή υδάτων γλυκού νερού επιβεβαιώνεται και από τις μετρήσεις της αλατότητας οι οποίες διατηρούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες λιμνοθάλασσες του Ελλαδικού χώρου και του Αμβρακικού κόλπου (Μπούζος et al. 2002β, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004β,γ, Dasenakis 1994, Hotos and Avramidou 1997, Kormas et al. 2000, Diamantopoulou et al 2008, Avramidis et al.2008, Zafiri et al 2009, Marazioti et al 2010), ενώ παρουσιάζει παρόμοιες εποχικές διακυμάνσεις με τη λιμνοθάλασσα Βιστωνίδα (Markou 2006). Με βάση της αβιοτικές παραμέτρους το υδάτινο σώμα της λιμνοθάλασσας διακρίνεται σε δυο επιμέρους υδάτινες μάζες την ανατολική και την δυτική . Η πρώτη έχει πάντα μεγαλύτερες τιμές στο σύνολό της από την δεύτερη σε σχέση με την θερμοκρασία, την αλατότητα, το pH και το διαλυμένο οξυγόνο σε κάθε μηνιαία δειγματοληψία. Η παραπάνω διάκριση οφείλεται στην εκφόρτωση υπόγειου γλυκού νερού από παρακείμενο ασβεστόλιθο στο δυτικό τμήμα της λιμνοθάλασσας καθώς και στην εκβολή στο ίδιο τμήμα ρευματικής αύλακας που αποστραγγίζει την υπερκείμενη της λιμνοθάλασσας χερσαία περιοχή. Η δραστηριότητα του Αμβρακικού Κόλπου περιορίζεται στο ανατολικό τμήμα της λιμνοθάλασσας και αδυνατεί να επηρεάσει το δυτικό τμήμα της λόγω αδύναμης παλίρροιας (παλιρροϊκό εύρος <25cm) και παρά το γεγονός της μικρής παρουσίας ισχυρών βόρειο-ανατολικών άνεμων που δικαιολογούν κινήσεις υδατίνων μαζών από το ανατολικό τμήμα της λιμνοθάλασσας προς το δυτικό τμήμα της. Η αδυναμία της κυριαρχίας των υδάτων του Αμβρακικού κόλπου σε σχέση με την εισροή γλυκών νερών οφείλεται και στην εγκατάσταση στο στόμιο της λιμνοθάλασσας φραγμού από πλαστικό δίχτυ μήκους 200 m και στο περιορισμό του στομίου με κατασκευή αναχώματος για πρόσβαση στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις. Για την εκτίμηση του οργανικού ρυπαντικού φορτίου χρησιμοποιήθηκαν οι μετρήσεις του Ολικού Οργανικού Άνθρακα (TOC) οι οποίες θεωρούνται πιο αξιόπιστες σε σχέση με τις μετρήσεις του βιοχημικά απαιτούμενου οξυγόνου (BOD) και του χημικά απαιτούμενου οξυγόνου (COD) ιδιαίτερα για υφάλμυρα νερά. Οι μετρήσεις δείχνουν παρουσία οργανικού φορτίου σε χαμηλά επίπεδα καθώς κυμαίνονται από 0.04 έως 10.21 mg/L, δείχνοντας να μην επηρεάζεται το οικοσύστημα από την λειτουργία του γειτονικού βιολογικού καθαρισμού και να μην παρουσιάζει ευτροφικά χαρακτηριστικά. Οι αναλύσεις των θρεπτικών αλάτων στους έξι σταθμούς παρακολούθησης δείχνουν ότι περιοριστικό θρεπτικό συστατικό (limiting nutrient) για το οικοσύστημα του Μυρταρίου είναι ο φώσφορος. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο φώσφορος απουσιάζει από το μεγαλύτερο μέρος των αναλύσεων κατά τη διάρκεια όλων των μηνών παρακολούθησης, με εξαίρεση τους μήνες Δεκέμβριο 2010, Ιανουάριο, Απρίλιο και Μάιο 2011 όπου ανιχνεύτηκαν μικρές συγκεντρώσεις φωσφόρου και σε ορισμένους σταθμούς. Η απουσία έως και πτωχή παρουσία του φωσφόρου πιθανά να οφείλεται και στη δέσμευσή του από το καλαμιώνα, καθώς έχει βρεθεί ότι σε κάθε γραμμάριο ξηρού βάρους καλαμιού περιέχονται περίπου 2mg φωσφόρου. Το άζωτο σε αντίθεση με το φώσφορο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του έτους με υψηλές συγκεντρώσεις σε όλους του σταθμούς και ιδιαίτερα τους μήνες Δεκέμβριο 2010 έως Μάρτιο 2011. Η παρουσία του ολικού αζώτου ΤΝ κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εποχών κυμάνθηκε από 0.46 έως 3.40 mg/L με μέση τιμή τα 2.02 mg/L. Από τα θρεπτικά άλατα του αζώτου τα νιτρικά παρουσιάζουν τις μεγαλύτερη παρουσία τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο 2010 και Ιανουάριο 2011. Η παρουσία των νιτρικών αλάτων δεν καταγράφηκε σε όλους τους σταθμούς παρακολούθησης και όλους του μήνες (Εικόνα 55) και κυμάνθηκε όπου ανιχνεύθηκαν από 0.15 έως 2.04 mg/L με μέση τιμή τα 0.9 mg/L, μπορεί δε να συσχετιστεί με περίοδο έντονων βροχοπτώσεων, την απόπλυση παρακείμενων χωραφιών και μεταφορά τους μέσω του υδατορέμματος το οποίο εκβάλει στο δυτικό άκρο της λιμνοθάλασσας. Αμμωνιακά άλατα αναγνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια όλων των μηνών του έτους με σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις οι οποίες κυμάνθηκαν από 0.015 έως 0.28 mg/L με μέση τιμή 0.06 mg/L. Λ/Θ ΡΟΔΙΑ ΤΣΟΥΚΑΛΙΟ ΛΟΓΑΡΟΥ ΜΥΡΤΑΡΙ (2001-2002) ΜΥΡΤΑΡΙ 2010-2011 Μέσο Βάθος (m) 1,5 1,15 0.5 1.3 Θερμοκρασία(0C) 16,7-28,2 15,7-29,3 22-28,2 13.8-35.7 9.6-32.2 Αλατότητα (‰) 11,1-40 10,9-40 38,6-40 5.0-32.0 2.5-17.5 pH 7,5-8,18 7,59-9 7,8-8,55 7.5-8.5 Διαλυμένο οξυγόνο (mg/L) 3,15-7,91 1,23-8,44 4,1-7,36 5.8-11.5 6.5-11.1 Φωσφορικά ιόντα (mg/L) 0,004-0,008 0,004-0,008 0,004-0,006 0.00-1.793 0.00-0.2 Ολικό Αζωτο ΤΝ (mg/L) 0.246-3.137 0.46-3.40 Νιτρικά ιόντα (mg/L) 0,053-1,516 0,032-0,962 0,046-0,226 0.00-2.04 Νιτρώδη ιόντα(mg/L) 0,015-0,966 0,012-0,453 0,012-0,032 0.00-0.02 Αμμωνιακά ιόντα (mg/L) 0,057-0,6 0,022-0,69 0,023-0,092 0.01-0.28 Συγκρίνοντας τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας Μυρταρίου με τις αντίστοιχες μελετηθείς παραμέτρους (Χρηστιά Χ., 2005) των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού κόλπου Ροδιά, Τσουκαλιό και Λογαρού καθώς επίσης και με μετρήσεις του 2001-2 από το Ρογδάκη (2002) εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα. • Η λιμνοθάλασσα Μυρταρίου αποτελεί την πιο υφάλμυρη λιμνοθάλασσα του Αμβρακικού κόλπου, ενώ χαρακτηρίζεται από πολύ καλή ανανέωση και οξυγόνωση των υδάτων της με τις υψηλότερες μέσες μηνιαίες συγκεντρώσεις διαλυμένου οξυγόνου. • Υδρολογικά φαίνεται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας να κυριαρχεί η επιφανειακή εισροή γλυκών νερών έναντι του θαλασσινού μετατρέποντας τη λιμνοθάλασσα σε υφάλμυρη. • Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με τις μετρήσεις 2001-2002 φαίνεται ότι τα τελευταία δέκα χρόνια μειώθηκε η συγκέντρωση των φωσφορικών αλάτων, ενώ παραμένει στα ίδια σχεδόν επίπεδα η παρουσία του ολικού αζώτου και των νιτρικών αλάτων. • Η μεταβολή στη παρουσία των θρεπτικών αλάτων προήλθε από τις παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο βιολογικό καθαρισμό της Βόνιτσας με αναβάθμισή του σε τριτοβάθμιο και τη διοχέτευσή των απορροών του όχι απευθείας στη λιμνοθάλασσα αλλά σε παράπλευρη αύλακα. / Presented in this chapter are the conclusions that came up from the sedimentary and the physicochemical analysis that were carried out on the lagoon’s bed sediments and water correspondingly and cover the months November 2010 – July 2011. In order to evaluate the interventions that have been made on the lagoon the past ten years the results of the physicochemical parameters will be compared with the study results that have been carried out ΕΤΑΝΑΜ (1992) and Rogdaki (Ρογδάκη) (2002), while at the same time there will be a comparison with published results from the Amvrakikos bay lagoons, Logarou (Λογαρού), Rodia (Ροδιά) and Tsoukalio (Τσουκαλιό). 4.9.1 Sedimentary Parameters The Mirtari (Μυρτάρι) bay is a shallow lagoon with a maximum depth of 1.90m and an average depth of 1.30m, presenting the same sounding characteristics as lagoons stated in western Peloponnese (Bouzos & Kontopoulos , 1998 a,b, Bouzos & Kontopoulos , 2002a, Bouzos & Kontopoulos , 2004 a, Avramidis, et al 2008). The grain analyses of the lagoon’s sediments revealed that it is composed of clay, sandy clay, sandy mud and mud. The main lithological type that dominates by 72% in the entire analyzed samples is sandy mud. This type also dominates in all the western Peloponnese lagoons. (Bouzos & Kontopoulos , 1998 a,b, Bouzos & Kontopoulos , 2002a, Bouzos & Kontopoulos , 2004 a, Avramidis, et al 2008). The mean value of Median (Md) of the superficial bed sediments is 7, 17 Φ while in the same part of the lagoon the values of the arithmetic mean (Mz) belong in the fine-grained silt (7 to 8Φ). The content of Total Organic Carbon (TOC) in the sediments ranged from 4.64 to 7.25 % with a mean value of 5.67%, characterising them as rich in organic material as shown on table 11. The presence of mud in combination with high organic matter are created perfect food and energy conditions. This fact favors the abundance of living molluscs, This was confirmed by the visual examination of sand fractions under a stereoscope. Therefore the sand fraction consists of more than 50% of biogenic origins. The analysis of the statistical parameters of the samples showed that the sediments are characterized with a very poorly to an extremely poorly sorting. (σi = 3.21 to 5.20 Φ). This can be interpreted by the effect of the very weak currents in the lagoon and the low wave action that prevails in it. The skewness of the analysed sediments ranged from strongly coarse skewed to strongly fine skewed (Ski = –0.33 to 0.34 Φ). The largest part of the lagoon’s bottom sediments is characterized by coarse skewness. This coarse skewness occurs wherever the presence of clay is very high (44 - 58%) while the presence of a sand fraction simply defines the excess of the coarse material. The rest of the lagoon shows either normal skewness or positive skewness. In the first case, the clay participates with a percentage that fluctuates from 37 to 54 % while in the second case it participates with a percentage less than 43%. The spatial distribution of skewness reveals the presence of zones that correspond to the above mentioned different types of skewness. The 50% of the analyzed samples present coarse skewness and the sand fraction has a biogenic – bioclastic composition. So it can be considered that the coarse skewness of the bottom sediments is the product of mixing of fine clastic material and bioclastic fraction in excess. During storm conditions the local resuspension of the bottom sediments products the two other skewness types, either by removing mainly clay material either by adding of clay grains beyond of the locality of erosion. The shallowness of the lagoon contributes to the action of resuspension mechanism. The calculation of kurtosis displays a fluctuation from very platykurtic to mesokurtic values ( KG= 0.62 to 1.11 Φ). The largest part of the lagoon shows platykurtic curves but the south margin is characterized largely by mesokurtic curves. The presence of the platykurtic values confirms the mentioned two source areas. 4.9.2 Physicochemical Water Parameters In the context of this paper measurements were carried out of the abiotic parameters pH, temperature (T 0C), dissolved oxygen (DO) and salinity (S‰). It is noted that, in order not to draw erroneous conclusions, the mean values of the seasonal distributions for the abiotic parameters are not complete, since September and October for autumn season and August for summer season are not included. From these measurements an annual fluctuation for the pH from 7.5 to 8.5, with a mean value of 8.1, and for the dissolved oxygen from 6.5 to 11.1 mg/l, with a mean value of 8.1 mg/l is observed. The temperature ranges from 9.6 to 32.2 0C with a mean value of 19.3 0C, while salinity S‰ ranges from 2.5 to 17.5‰, with a mean value of 8.8 ‰. From the measurements and the comparison of the results among the six stations a normal fluctuation of the dissolved oxygen rates is observed. In the normal levels with rates during the whole year of >6.5 mg/l, displaying good water renewal either from the eastern part through the Amvrakikos bay or by the fresh water inflow from the west with superficial drainage through the water current and the fresh water inflow from the limestone. The fresh water inflow is confirmed by the salinity measurements that are kept in relatively low levels in relation to other Greek lagoons and the Amvrakikos bay (Bouzos et al., 2002β, Bouzos D., Kontopoulos, 2004β,γ, Dasenakis 1994, Hotos and Avramidou 1997, Kormas et al. 2000, Diamantopoulou et al 2008, Avramidis et al 2008, Zafiri et al 2009, Marazioti et al 2010), while it displays similar seasonal fluctuations with the Vistonida (Βιστωνίδα) lagoon (Markou, 2007). According to the abiotic parameters, the water body of the lagoon is separated in two water masses: The eastern and the western. The former displays always greater rates from the later in relation to the temperature, salinity, pH and the dissolved oxygen in monthly sampling. The above mentioned separation is due to the underground fresh water discharge from the nearby limestones located at the western part of the lagoon, as well as the extrusion at the same part of the stream channel that drains the overlying, of the terrestrial area of the lagoon. The influence Amvrakikos bay is limited in the eastern part of the lagoon and is not able to affect its western part due to a weak tide (tidal width<25cm) and despite the weak effect of the strong north–eastern winds that justify movement of water masses from the eastern part of the lagoon to the western part. The limited impact of the Amvrakikos bay water in relation to the fresh water inflow is due to the installation of a plastic net barrier, 200m in length at the lagoon’s mouth, and the restriction of the mouth with the construction of a mound for access to fishery facilities. For the evaluation of the Organic Pollutant Load the Total Organic Carbon (TOC) measurements were used, which are considered more reliable in relation to the Biochemical Demanded Oxygen (BOD) measurements and the Chemically Demanded Oxygen (COD) especially for sub saline water. The measurements indicate the presence of organic load with low levels, as they fluctuate from 0.04 to 10.21 mg/l, showing no impact of the ecosystem from the operation of the neighboring biological purification and shows no eutrophic characteristics. The analysis of the nutrient salts in the six observation stations show that the limiting nutrient for the Mirtari ecosystem is phosphorus. This conclusion derives from the fact that phosphorus is absent from the largest part of the analysis during the months of the observation, with the exception of the months December 2010, January, April and May 2011, where small phosphorus concentrations were found in some stations. The absence or even the poor presence of phosphorus is probably due to its binding by the culms, as it has been found that in every gram of dry weight culm 2mg of phosphorus are contained. Nitrogen, in contrast to phosphorus, is found during the year in large concentrations in all the stations, especially during the period from December 2010 to March 2011. The presence of Total Nitrogen (TN) during the four seasons ranged from 0.46 to 3.40 mg/l, with a mean value of 2.02 mg/l. From the Nitrogen nutrient salts the nitrics display their largest presence during the months November, December 2010 and January 2011. The presence of Nitrate was not recorded at all monitoring stations and all the months (Picture 55) and ranged wherever found from 0.15 to 2.04 mg/l, with a mean value of 0.9 mg/l. This may be associated with a period of intense rainfall that caused the wash of the nearby fields and transfer through the water current that drains into the western edge of the lagoon. Ammonium salts were identified during all month of the year with relatively low concentrations that ranged from 0.015 to 0.28 mg/l, with a mean value of 0.06 mg/l. Comparing the physicochemical characteristics of the Mirtari lagoon with the corresponding studied parameters (Xristia Χ., 2005) of the Amvrakikos bay lagoons, Logarou (Λογαρού), Rodia (Ροδιά) and Tsoukalio (Τσουκαλιό), as well as with measurements of 2001-2 from Rogdaki (Ρογδάκη) (2002) the following conclusions can be made. Λ/Θ Rodia Tsoukalio Logarou Mirtari Mirtari 2001-2002 2010-2011 Average depth (m) 1,5 1,15 0.5 1.3 Temperature (0C) 16,7-28,2 15,7-29,3 22-28,2 13.8-35.7 9.6-32.2 Salinity (‰) 11,1-40 10,9-40 38,6-40 5.0-32.0 2.5-17.5 pH 7,5-8,18 7,59-9 7,8-8,55 7.5-8.5 Dissolved Oxygen (mg/L) 3,15-7,91 1,23-8,44 4,1-7,36 5.8-11.5 6.5-11.1 phosphorus ions (mg/L) 0,004-0,008 0,004-0,008 0,004-0,006 0.00-1.793 0.00-0.2 Total Nitrogen TN (mg/L) 0.246-3.137 0.46-3.40 Nitrate (mg/L) 0,053-1,516 0,032-0,962 0,046-0,226 0.00-2.04 Nitrite (mg/L) 0,015-0,966 0,012-0,453 0,012-0,032 0.00-0.02 Ammoniac gas ions (mg/L) 0,057-0,6 0,022-0,69 0,023-0,092 0.01-0.28 • The Mirtari lagoon represents the most sub saline lagoon of the Amvrakikos bay, while it is characterized by a good renewal and oxygenation of its waters with the highest monthly concentrations of dissolved oxygen. • According to the results of this paper, it seems that hydrologically the superficial fresh water inflow dominates compared to the sea water, transforming the lagoon into sub saline. • Comparing the results with the 2001-2002 measurements it seems that the past ten years the phosphate concentration decreased while the presence of Total Nitrogen and Nitrate remains at about the same levels. • The change in the presence of nutrient salts came from the interventions that took place in the biological purification of Vonitsa (Βόνιτσα), with its upgrade to a third degree, and the channeling of its drainage not directly in the lagoon but in a larger adjacent furrow.
8

Προσδιορισμός βαρέων μετάλλων και φυσικών ραδιενεργών νουκλιδίων στα ιζήματα του στενού Ψυττάλειας-Κερατσινίου, Σαρωνικός Κόλπος / Heavy metals and natural radionuclides in marine sediments from the Psyttalia-Keratsini strait,Saronikos Gulf

Γκαραγκούνη, Αναστασία 29 June 2007 (has links)
Η εργασία αυτή φιλοδοξεί να εκτιμήσει την περιβαλλοντική κατάσταση στο στενό Ψυττάλειας -Κερατσινίου,όπου ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός απέριπτε αστικά λύματα και βιομηχανικά απόβλητα του νομού Αττικής. Προσδιορίσθηκαν οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων του οργανικού άνθρακα, των φυσικών ραδιονουκλιδίων και του Cs-137. Έξι δειγματοληπτικές πυρηνοληψίες που εκτελέσθηκαν σε επιλεγμένα σημεία οδήγησαν στον καθορισμό του στρώματος της οργανικής λάσπης, ενώ διαπιστώθηκαν οι υψηλές συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων που περιέχονται σε αυτή. Οι τιμές της ειδικής ραδιενέργειας των φυσικών ραδιονουκλιδίων είναι αντίστοιχες με αυτές των φυσικών ιζημάτων ενώ αυτές του Cs-137 ήταν σχετικά υψηλές παρουσιάζοντας σαφείς κατανομές με το βάθος. / The present research estimates the environmental situation in the Psittalia – Keratsini strait, where the outfall sewer of Athens discharged untreated sewage to the sea. The concentrations of heavy metals, organic carbon, natural radionuclides and Cs-137 were determined. Six sample cores were collected. The geochemical analysis determined high concentrations of heavy metals and Corg in the layer of organic mud. The concentrations of natural radionuclides were similar of those in natural sediments while those of Cs-137 were relatively high presenting explicit distributions with depth.
9

Συστηματική ανάλυση υποθαλάσσιων ριπιδίων στη γεωτεκτονική ζώνη της Πίνδου

Ανανιάδης, Γεώργιος Ε. 13 July 2010 (has links)
- / -
10

Μορφοδυναμικές μεταβολές της ακτής του κυπαρισσιακού κόλπου σε σχέση με το κυματικό καθεστώς

Γκιώνης, Γιώργος 19 July 2010 (has links)
- / -

Page generated in 0.0493 seconds