• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Αύξηση παιδιών καπνιστριών μητέρων έως την ηλικία των έξι χρόνων / Course of growth during the first 6 years in children exposed in utero to tobacco smoke.

Κανελλόπουλος, Θεόδωρος 12 November 2007 (has links)
Σκοπός: Η μεταγεννητική αύξηση των παιδιών που εκτέθηκαν στον καπνό του τσιγάρου ενδομητρίως δεν είναι πλήρως κατανοητή. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να ερευνήσει την αύξηση παιδιών των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής τους. Μέθοδοι: Το βάρος σώματος, το μήκος σώματος και η περίμετρος κεφαλής μετρήθηκαν στη γέννηση και κατόπιν ετησίως για έξι έτη σε 100 παιδιά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν (ομάδα μελέτης) και 100 παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν κάπνιζαν (ομάδα ελέγχου). Αποτελέσματα: Το βάρος και η περίμετρος κεφαλής ήταν σημαντικά μικρότερα στα νεογνά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν >15 τσιγάρα την ημέρα, αλλά η διαφορά έχασε τη στατιστική σημαντικότητα στον τρίτο χρόνο της ζωής. Το μήκος ήταν σημαντικά μικρότερο στα νεογνά της ομάδας μελέτης στη γέννηση και ακολουθούσε αύξηση της διαφοράς από το φυσιολογικό έως το δεύτερο έτος, οπότε η μέση διαφορά των παιδιών που οι μητέρες τους κάπνιζαν >15 τσιγάρα την ημέρα από τα παιδιά της ομάδας ελέγχου ήταν -3,4 εκατοστά (p<0,0001). Στη συνέχεια, τα παιδιά των καπνιστριών μητέρων παρουσίασαν επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης και η διαφορά από την ομάδα ελέγχου στα 3, 4, 5 και 6 χρόνια ζωής ήταν -2,5 (p<0,0001), -2,2 (p=0,005), -2,1 (p=0,013), και -1,9 εκατοστά (p=0,055), αντίστοιχα. Η καθυστερημένη αύξηση σχετιζόταν με το κάπνισμα αυτό καθ’εαυτό και δείχθηκε ότι η καθυστέρηση της αύξησης είναι ανεξάρτητη από πολλούς συμπαράγοντες. Επίσης, στη γέννηση υπήρχε σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των τσιγάρων που καπνίζονταν ημερησίως και των παραμέτρων αύξησης που μελετήθηκαν. Η αρνητική συσχέτιση παρέμεινε σημαντική έως τον έκτο χρόνο ζωής μόνο για το ύψος. Συμπέρασμα: Το μήκος παρουσιάζει την πιο επίμονη καθυστέρηση της αύξησης από τις παραμέτρους που μελετήθηκαν, δηλαδή το βάρος σώματος και την περίμετρο κεφαλής, αλλά μετά το δεύτερο έτος της ζωής συμβαίνει επιτάχυνση της αύξησης, και έτσι η ενδομήτρια έκθεση στον καπνό του τσιγάρου φαίνεται να μην έχει μόνιμη επίδραση στην τελική αύξηση των παιδιών. / Objectives: Postnatal growth in children exposed in utero to tobacco smoke is not well understood. This study investigated growth during the first 6 years in children whose mothers smoked during pregnancy. Materials and Methods: Weight, length, and head circumference were measured annually for 6 years in 100 children in each group of smoking (study) and non smoking (control) mothers. Results: Weight and head circumference were significantly smaller in the neonates whose mothers smoked >15 cigarettes/day, but the difference disappeared by 3 years of life. Length was significantly smaller in the study neonates at birth, followed by increasing divergence from normality up to 2 years, when the mean difference of children whose mothers smoked >15 cigarettes/day from control children was -3.4 cm (p<0.0001). Subsequently, they manifested catch-up growth, and the difference from the controls at 3, 4, 5, and 6 years was -2.5 cm (p<0.0001), -2.2 cm (p=0.005), -2.1 cm (p=0.013), and -1.9 cm (p=0.055), respectively. Discussion: The delayed growth was related to smoking per se and appeared to be independent of several confounding factors. At birth, there was a significant negative correlation between the number of cigarettes smoked per day and the growth parameters studied; it remained significant up to the sixth year only for length. Conclusion: Length exhibits the most persistent growth delay of the parameters studied, but catch-up growth occurs after the second year of life, and thus, intrauterine exposure to tobacco smoke seems to have no permanent effect on children’s growth.
2

Σχέση σειράς γέννησης παιδιού και καπνίσματος μητέρας με λόγο αγοριών/ κοριτσιών και ενδομήτρια αύξηση

Ασημακοπούλου, Ασπασία 10 June 2014 (has links)
Σκοπός: Να αξιολογηθεί ο λόγος αγόρια/κορίτσια (sex ratio) στα παιδιά καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων, σε σχέση με τη σειρά γέννησης των παιδιών (τόκος). Να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα του καπνίσματος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη στην εμβρυική ανάπτυξη σε σχέση με τον τόκο την ηλικία και τον αριθμό των τσιγάρων που κάπνιζαν οι μητέρες ανά ημέρα κατά την εγκυμοσύνη και το φύλο των παιδιών. Σχεδιασμός: Προοπτική μελέτη. Τόπος: Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών. Αντικείμενο: Μελετήθηκαν 2.108 τελοιόμηνα νεογνά που γεννήθηκαν από το 1993 έως και το 2002, 665 νεογνά καπνιστριών μητέρων και 1.443 νεογνά μη καπνιστριών μητέρων. Αποτελέσματα: Ο λόγος αγόρια/κορίτσια στο σύνολο των νεογνών που μελετήθηκε ήταν 1,09. Η υπεροχή των αγοριών στα παιδιά των καπνιστριών και μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,26 και 1,03 αντίστοιχα. Στα παιδιά των καπνιστριών μητέρων που ήταν τόκων 1, 2 και ≥3 ήταν 1,47, 1,35 και 0,92 αντίστοιχα, ενώ στα παιδιά των μη καπνιστριών μητέρων ήταν 1,04, 1,00 και 1,03 αντίστοιχα. Η στατιστική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η πιθανότητα για γέννηση αγοριού από καπνίστριες μητέρες ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις πρωτότοκες παρά στους τόκους ≥3, ανεξάρτητα από την ηλικία της μητέρας. Αντίστροφα, η σειρά γέννησης των παιδιών δεν επηρέασε τον λόγο αγόρια/κορίτσια στις μη καπνίστριες μητέρες. Αυξανομένου του τόκου στα νεογνά των μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή αύξηση της ανάπτυξης ενώ στα νεογνά μη καπνιστριών μητέρων παρατηρήθηκε μια σταδιακή μείωση της ανάπτυξης. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν περισσότερο εμφανές στα αγόρια. Ένα σημαντικά αρρνητικό αποτέλεσμα στην αύξηση παρατηρήθηκε από την στην συσχέτιση του καπνίσματος με τον τόκο (p=0,0013) και, με το φύλο και τον τόκο (p=0,001). Υπήρχε μια σημαντική αρρνητική συσχέτιση ανάμεσα στον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζονταν ανά ημέρα και της αύξησης η δύναμη της οποίας αυξανόταν με την αύξηση του τόκου, κυρίως στα αγόρια. Συμπεράσματα: Οι πρωτότοκες μητέρες που κάπνιζαν κατά την εγκυμοσύνη γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια απ’ ότι κορίτσια, ενώ μητέρες με τόκους ≥3 γέννησαν περισσότερα κορίτσια. Δευτερότοκες γυναίκες που κάπνιζαν λιγότερα από 10 τσιγάρα την ημέρα γέννησαν σημαντικά περισσότερα αγόρια, αλλά ο λόγος αγόρια/κορίτσια ελαττώθηκε όταν κάπνιζαν ≥10 τσιγάρα την ημέρα. Το κάπνισμα της μητέρας κατά την κύηση προκαλεί καθυστέρηση στην εμβρυική αύξηση, κυρίως στα αγόρια, ένα αποτέλεσμα που ενισχύεται με τον τόκο αλλά είναι ανεξάρτητο από την ηλικία της μητέρας. / Objective: To assess the sex ratio in offspring of smoking and nonsmoking mothers in relationship to the parity. To examine the effect of maternal smoking during pregnancy on fetal growth in relationship to maternal parity, age and number of cigarettes smoked/day, and offspring’s gender. Design: Prospective study. Setting: University hospital. Subjects: Were studied 2018 term singleton neonates born form 1993 to 2002, 665 from smoking and 1443 from nonsmoking mothers. Main outcome measures: Secondary sex ratio in regard to maternal periconseptual smoking and parity. Results: The male preponderance in the offspring of smoking and nonsmoking mothers was 0.558 and 0.506, respectively (p=0.031). In the smoking women parity 1, 2 and 3 it was 0.596, 0.574 and 0.462, respectively, whereas in the nonsmoking it was 0.511, 0.500 and 0.508, respectively (p=0.02, 0.04 and 0.64, respectively). Logistic regression analysis showed that the possibility for a boy to be delivered by mothers who smoked was significantly greater in primiparous than in party ≥3, independently of the maternal age. Conversely, parity did not affect the sax ratio in the offspring of the nonsmoking mothers. With increasing parity, in the neonates of nonsmoking mothers there was a gradual increase of growth, whereas in neonates of smoking mothers there was a gradual decrease of growth. This effect was more pronounced in males. A significant negative main effect on growth resulted from the interaction of smoking with parity (p=0,013), and with gender and parity (p=0,001). There was a significant negative correlation between number of cigarettes smoked per day and growth, the strength of which increased with parity, mainly in males. Conclusions: Among women who smoked in the periconceptual period, significantly more male than female offspring are born from primiparous, whereas parity >3 give birth to more female offspring; women parity 2 give birth to significantly more male, but the sex ratio declines when they smoked ≥10 cigarettes/day. Maternal smoking during pregnancy causes a delay in getal growth, which is greater in male offspring, an effect that is enhanced with parity but is independent of maternal age.
3

Μικροχειρουργική τεχνική ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών στην επανορθωτική χειρουργική κεφαλής και τραχήλου / Microsurgical technique of free vascularised flaps in head and neck reconstruction

Αντωνόπουλος, Δημήτριος 26 July 2013 (has links)
Η μικροχειρουργική τεχνική και η μεταφορά ελεύθερων αγγειούμενων κρημνών για την αποκατάσταση εκτεταμένων και σύνθετων ελλειμμάτων ογκολογικής ή τραυματικής αιτιολογίας της κεφαλής και του τραχήλου αποτελεί μέθοδο επιλογής. Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνεται στον ίδιο χρόνο με την εκτομή, η λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση με μειωμένο ποσοστό επιπλοκών και επίπτωση από την δότρια περιοχή. Στην παρούσα μελέτη καταγράφουμε και αναλύουμε την εμπειρία μας σε ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με μικροχειρουργική τεχνική και ελεύθερους αγγειούμενους κρημνούς. Την περίοδο 2003 έως 2010, σε 48 ασθενείς πραγματοποιήθηκαν 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Οι 34 ασθενείς από τους 48 υπεβλήθηκαν συγχρόνως σε ογκολογική εκτομή λόγω Ca και σε αποκατάσταση, ενώ σε 14 από τους 48 ασθενείς αφορούσε έλλειμμα τραυματικής αιτιολογίας. Η τοπογραφία του ελλείμματος αφορούσε το τριχωτό της κεφαλής και του μετώπου σε 12 ασθενείς (25%), το μέσο τριτημόριο του προσώπου και τα παραρίνια σε 9 ασθενείς (18.7%), το κάτω τριτημόριο του προσώπου και τραχήλου σε 27 ασθενείς (56.25%). Σε 7 ασθενείς χρησιμοποιήθηκαν διπλοί ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί και σε 41 ασθενείς μονήρεις κρημνοί. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 56 ελεύθεροι αγγειούμενοι κρημνοί. Σε 16 ασθενείς χρησιμοποιήθηκε φλεβικό μόσχευμα (33.3%). Οι κρημνοί επιλογής ήταν ο κερκιδικός κρημνός 28.5%, ο κρημνός της περόνης 17.8%, ο προσθιοπλάγιος κρημνός του μηρού 14.2%, ο μυοδερματικός κρημνός του ορθού κοιλιακού(VRAM) 12.5% και εγκάρσιος(ΤΡΑΜ) 5.3%, ο κρημνός του πλατέως ραχιαίου 8.9%, ο κρημνός του ισχνού προσαγωγού 7.1% και ο πρόσθιος οδοντωτός 1.7%. Οι μικροαγγειακές αναστομώσεις έγιναν στα αγγεία του τραχήλου σε ποσοστό 96.2%. Η επιβίωση των κρημνών ήταν σε ποσοστό 92.8% (52/56) και 4 κρημνοί απορρίφθηκαν (7.1%) λόγω θρόμβωσης. Ένας ασθενής απεβίωσε στην μετεγχειρητική περίοδο λόγω σοβαρών συστηματικών επιπλοκών. Ο σωστός σχεδιασμός, η επιλογή του κατάλληλου κρημνού, η εμπειρία στην μικροχειρουργική και η συνεργασία των εμπλεκόμενων ιατρικών ομάδων είναι αυτά που διασφαλίζουν το υψηλό ποσοστό επιτυχίας στην επανορθωτική μικροχειρουργική με πολύ καλό λειτουργικό και αισθητικό αποτέλεσμα. / Microsurgical free tissue transfer considered as the best choice for the reconstruction of head and neck extended and complex tissue defects due to tumor resection or trauma. A total of 48 patients underwent free tissue transfer between 2003-2010. There were 34 patients underwent one stage tumor resection and microsurgical free flap reconstruction and 16 patients for free flap reconstruction due to head and neck trauma. The defect in 12 patients 25% was on the scalp and forehead, the middle third in 9 patients 18.7% lower third in neck in 27 patients 56.25%. We used a combination of double free flaps for reconstruction in 7 cases and in 41 patients a single free flap. Vane grafts were used in 16 cases (33.3%). We used in total 56 free flaps with success rate 92.8% (52/56). Four flaps were lost due to anastomotic thromboses. Work horse flaps in our series include the radial forearm 28.5%, fibula 17.8%, ALT 14.2%, VRAM 12.5%, TRAM 5.3%, latissimus dorse 8.9%, gracilis 7.1% and serratus anterior 1.7%. The neck recipient vessels were used in 96.2%. One patient died in post surgical period after systemic complications. Preoperative surgical and reconstruction plan, flaps selection, high microsurgical experience and team collaboration are essential for the good functional and aesthetic results in microsurgery reconstruction of head and neck tissue defects.
4

Μοριακή ανάλυση και διαπίστωση μεταβολών δομικών και λειτουργικών μακρομοριακών συστατικών στον καρκίνο του λάρυγγα

Τσιρόπουλος, Γαβριήλ 11 October 2013 (has links)
Εισαγωγή: Ο καρκίνος του λάρυγγα, ιδιαιτέρως σε προχωρημένα στάδια, είναι μία καταστροφική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη διηθητικότητα και μεταστατικότητα. Η ανεύρεση ενός δείκτη πρώιμης διάγνωσης, παρακολούθησης και πρόγνωσης της νόσου θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη. Συνεχώς αυξανόμενα δεδομένα στη βιβλιογραφία υποστηρίζουν την προγνωστική αξία των ζελατινασών και τον πιθανό ρόλο τους ως μοριακών δεικτών μεταξύ άλλων και στον καρκίνο του λάρυγγα. Σκοπός: Η διαπίστωση μεταβολών στα επίπεδα ορού των ζελατινασών Α και Β σε ασθενείς με καρκίνο του λάρυγγα μετά από εφαρμογή θεραπείας, καθώς και η πιθανή συσχέτιση με διάφορες κλινικοπαθολογικές παραμέτρους πριν και μετά τη θεραπευτική παρέμβαση. Υλικό και μέθοδος: Σαράντα εννέα ασθενείς και 8 υγιείς μάρτυρες συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Ελήφθησαν προεγχειρητικά και μετεγχειρητικά δείγματα ορού τα οποία στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε ζυμογραφία ζελατίνης. Η παρουσία ζελατινασών επιβεβαιώθηκε με την τεχνική western blotting. Οι ζώνες λύσης ποσοτικοποιήθηκαν με τη χρήση Scion Image PC. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με το πρόγραμμα SPSS 17 (SPSS Inc, Chicago, IL, USA). Αποτελέσματα: Στα ζυμογραφήματα αποτυπώθηκαν μόνο οι λανθάνουσες μορφές των ενζύμων (προένζυμα). Τα προ της θεραπείας επίπεδα και των δύο ζελατινασών στον ορό του αίματος των ασθενών με καρκίνο του λάρυγγα ήταν σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με αυτά των υγιών μαρτύρων. Ασθενείς με υπεργλωττιδικό καρκίνωμα και ενεργοί καπνιστές είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα proMMP-2 σε σχέση με ασθενείς που έπασχαν από γλωττιδικό καρκίνωμα και με πρώην καπνιστές αντίστοιχα. Ασθενείς με πρωτοδιαγνωσμένη νόσο και ασθενείς με λεμφαδενικές μεταστάσεις είχαν σημαντικά χαμηλότερα προ της θεραπείας επίπεδα proMMP-9 σε σχέση με ασθενείς που προσήλθαν με υποτροπή και με ασθενείς στους οποίους δεν διαπιστώθηκε επιχώρια νόσος αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της συστηματικής παρακολούθησης τα επίπεδα της proMMP-2 στον ορό παρουσίασαν σημαντική αύξηση τις πρώτες 10 με 15 ημέρες μετά την εφαρμογή θεραπείας, για να μειωθούν σταδιακά εντός των επόμενων μηνών. Οι ενεργοί καπνιστές παρουσίασαν σημαντική μείωση των επιπέδων της proMMP-2 κατά την περίοδο παρακολούθησης, σε αντίθεση με τους πρώην καπνιστές οι οποίοι εμφάνισαν σημαντική αύξηση κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Οι ασθενείς σταδίου ΙΙ είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα proMMP-2 σε σχέση με ασθενείς προχωρημένων σταδίων πέντε με οκτώ μήνες μετά τη θεραπεία, όπως και οι ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συντηρητική αντιμετώπιση σε σχέση με τους χειρουργημένους ασθενείς. Τα επίπεδα της proMMP-9 στον ορό επίσης παρουσίασαν σημαντική πτώση μετά την εφαρμογή θεραπείας. Διαφορές στο ρυθμό μείωσης των επιπέδων της proMMP-9 παρατηρήθηκαν μεταξύ των διαφόρων ομάδων ως προς το στάδιο, τη διαφοροποίηση, την εντόπιση, τον τύπο της νόσου (πρωτοδιαγνωσμένη ή υποτροπή), τις λεμφαδενικές μεταστάσεις, τον τρόπο αντιμετώπισης και την κατανάλωση αλκοόλ. Ωστόσο αυτή η διαφορά δεν διατηρήθηκε πέντε με οκτώ μήνες μετά την εφαρμογή θεραπείας, με εξαίρεση την ομάδα των χειρουργημένων ασθενών, οι οποίοι διατήρησαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ενζύμου στον ορό. Αύξηση των ζελατινασών παρατηρήθηκε στον ορό ασθενών που εκδήλωσαν υποτροπή μετά από αντιμετώπιση πρωτοδιαγνωσμένης νόσου σε σχέση με αυτούς που δεν υποτροπίασαν. Ωστόσο εξαιτίας του μικρού δείγματος δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Συμπεράσματα: Αν και δεν υφίστανται φυσιολογικές τιμές, το πρότυπο μεταβολής των επιπέδων της proMMP-9 στον ορό μετά από θεραπεία καταδεικνύει πιθανές ιδιότητες μοριακού δείκτη. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι δύο ζελατινάσες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξατομικευμένη παρακολούθηση ασθενών με καρκίνο του λάρυγγα. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για την αποσαφήνιση του ζητήματος. / Introduction: Laryngeal cancer, especially in the advanced stages, is a highly devastating disease, characterized by increased invasiveness and high rates of metastasis. The identification of reliable tumour marker for prompt diagnosis, surveillance and prognosis would be highly desirable. There is a growing body of evidence with regard to the prognostic value of gelatinases and their possible role as tumour markers. Aim: To identify the pattern of alteration of serum gelatinases A and B in patients with laryngeal cancer following treatment, and a possible correlation with various clinicopathological parameters prior to and past treatment. Materials and methods: Forty nine patients and 8 healthy controls were included in the study. Pre-treatment and post-treatment serum samples were collected and processed by gelatin zymography. The presence of gelatinases was verified by western blotting. The zymograms were scanned by a digital scanner and the lysis bands were quantified by Scion Image PC. Analysis of the quantitative results was performed by using SPSS 17 (SPSS Inc, Chicago, IL, USA). Results: Only the latent forms of MMP-2 and -9 (proforms) were identified. Both gelatinases were increased in the serum of laryngeal cancer patients compared to healthy individuals. Patients with supraglottic tumours and active smokers had significantly higher pre-treatment levels of proMMP-2 than patients with glottic tumours and ex-smokers, respectively. Patients with primary disease and patients with lymph node involvement showed lower proMMP-9 pre-treatment levels than patients with recurrence and patients without neck disease, respectively. During the follow-up period the proMMP-2 serum levels increased significantly in the first ten to fifteen days after treatment, gradually decreasing over the following months. Smokers showed a very high decrease rate of proMMP-2 levels during the follow-up period, whereas in ex-smokers proMMP-2 levels significantly increased. Stage II patients showed significantly lower levels of circulating enzyme compared to patients with more advanced disease five to eight months past treatment. Similarly, conservative management was associated with lower levels of serum proMMP-2 compared to surgical management five to eight months following treatment. The proMMP-9 serum levels also showed a gradual decrease after treatment, which was statistically significant. Significant alterations in the rate of decrease developed among groups with regard to stage, grade, location, type of disease (primary or recurrence), regional disease, treatment modality and alcohol consumption. Nevertheless those differences were not maintained five to eight months past treatment, with the exception of patients who underwent surgery and who maintained higher levels of proMMP-9. An increase to the levels of both gelatinases were observed in patients with recurrent disease after having been treated for a primary compared to patients who did not develop a recurrence. However, the small sample of patients with recurrent disease during the follow-up period does not allow extrapolating sound conclusions. Conclusions: Although as yet normal values have not been established in the literature, the post-treatment alteration pattern of proMMP-9 serum levels indicates that this enzyme might play a role as a tumour marker. Nevertheless this study provides evidence that both gelatinases might be useful for surveillance on strictly individual basis in laryngeal cancer patients. Further research is necessary to clarify the contribution of both gelatinases to the disease progress and determine their role as prognostic factors and tumour markers.

Page generated in 0.1665 seconds