• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • Tagged with
  • 6
  • 5
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μηχανισμοί απόπτωσης και δράσης των μεταλλοπρωτεϊνασών στο τοίχωμα των έσω σπερματικών φλεβών σε ασθενείς με κιρσοκήλη

Δροσοπούλου, Κωνσταντίνα 27 May 2014 (has links)
Η κιρσοκήλη αποτελεί τη συχνότερη αιτία ανδρικής υπογονιμότητας και ορίζεται ως η παθολογική κιρσοειδής διεύρυνση των φλεβών του σπερματικού τόνου (ελικοειδούς πλέγματος). Η επίπτωση της κιρσοκήλης στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται σε ποσοστό 15‐20%, ενώ στους υπογόνιμους άνδρες αγγίζει το 40%. Παρά το γεγονός ότι η κιρσοκήλη είναι σπάνια στα παιδία, πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως το ποσοστό της αγγίζει το 6% σε παιδιά ηλικίας 10 ετών, ενώ στους εφήβους το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 16%. Πιθανότατα, προκαλείται λόγω ανεπάρκειας των φλεβικών βαλβίδων, κάτι που σαν αποτέλεσμα έχει την παλινδρόμηση του αίματος εντός των σπερματικών φλεβών. Η κιρσοκήλη εμφανίζεται κυρίως στην αριστερή πλευρά, εξαιτίας της ανατομίας των φλεβών στην περιοχή αυτή. Παρά την αυξημένη συχνότητα της, η παθοφυσιολογία της παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Πρόσφατες μελέτες σε κιρσοειδείς φλέβες κάτω άκρων έχουν δείξει ότι η μείωση του ρυθμού απόπτωσης σχετίζεται με την εμφάνιση πρωτοπαθούς φλεβίτιδας. Επιπλέον αυξημένη παραγωγή των συστατικών της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας, οδηγεί στις μορφολογικές αλλοίωσεις και στην απώλεια του φλεβικού τόνου που χαρακτηρίζει τους κιρσούς κάτω άκρων. Σκοπός: Θεωρώντας ότι αντίστοιχοι μηχανισμοί πρέπει να ισχύουν όχι μόνο στους κιρσούς κάτω άκρων αλλά και στην κιρσοκήλη, υποθέσαμε ότι στο τοίχωμα των κιρσοειδών έσω σπερματικών φλεβών θα παρατηρείται κατ’ αναλογία μείωση του ρυθμού απόπτωσης και αύξηση στο ρυθμό σύνθεσης των συστατικών της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας με μείωση της έκφρασης των MMPs (MMP‐1, MMP‐ 9) και αντίστοιχη αύξηση των TIMPs (TIMP‐1). Μέθοδοι: Το υλικό μελέτης αποτελούσαν 45 δείγματα έσω σπερματικών φλεβών ασθενών με κιρσοκήλη. Σαν μάρτυρες χρησιμοποιήθηκαν κλάδοι των κάτω επιγαστρικών φλεβών που αφαιρέθηκαν από τον κάθε ασθενή κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης, έτσι ώστε ο κάθε ασθενής να αποτελεί και τον δικό του μάρτυρα. Προσδιορίσαμε τις μορφολογικές αλλοιώσεις στο αγγειακό τοίχωμα με ανοσοϊστοχημική χρώση έναντι της ακτίνης. Επιπλέον, μελετήσαμε την έκφραση των MMP‐1 και MMP‐9 καθώς και του TIMP‐1 στο τοίχωμα των κιρσοειδών όσο και των υγιών φλεβών. Τέλος, το σύνολο των δειγμάτων, εξετάσθηκαν ανοσοϊστοχημικά για την ανίχνευση των μεσολαβητών που ρυθμίζουν το ενδογενές (Bcl‐2, Cas‐9) και το εξωγενές (Cas‐8) μονοπάτι της απόπτωσης. Αποτελέσματα: Συγκριτικά με τις φυσιολογικές φλέβες, οι κιρσοειδείς εμφάνισαν πάχυνση του μέσου χιτώνα. Οι MMP‐1 και TIMP‐1 εκφράσθηκαν στο κυτταρόπλασμα των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα των αγγείων, τόσο στις φυσιολογικές όσο και στις κιρσοειδώς διευρυμένες, με την ένταση της έκφρασης όμως, να είναι μεγαλύτερη στους κιρσούς. Η MMP‐9 εντοπίσθηκε στο κυτταρόπλασμα των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα μόνο των κιρσών. Όσον αφορά την έκφραση των αποπτωτικών δεικτών, παρατηρήσαμε έκφραση της Cas‐9 στο πυρήνα των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα τόσο στις κιρσοειδείς φλέβες όσο και στους μάρτυρες, με την ένταση να είναι μεγαλύτερη στους κιρσούς. Σε μικρό αριθμό δειγμάτων παρατηρήσαμε πυρηνική χρώση της Cas‐ 8 στα λεία μυϊκά κύτταρα του μέσου χιτώνα στους κιρσούς. Bcl‐2 δεν ανιχνεύθηκε σε κανένα από τα δείγματα που εξετάσθηκαν.Συμπεράσματα: Τα δεδομένα μας έδειξαν υπερτροφία των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα των αγγείων στις κιρσοειδείς φλέβες. Επιπλέον παρατηρήσαμε αυξημένη έκφραση των δεικτών Cas‐9, MMP‐1, MMP‐9 και TIMP‐1 στις κιρσοκήλες σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Η έκφραση των δεικτών αυτών ήταν ανεξάρτητη από παραμέτρους όπως ο βαθμός (Grade) της κιρσοκήλης και η ηλικία των ασθενών. Τα ευρήματα μας αυτά δεν συνάδουν με αντίστοιχα από κιρσούς κάτω άκρων υποδηλώνοντας ότι πιθανώς άλλοι μηχανισμοί εμπλέκονται στην πρόκληση των κιρσοειδώς διευρυμένων έσω σπερματικών φλεβών. / Background: Varicocele is the most common cause of male infertility, defined as the abnormal varicose enlargement of the scrotal portion of the spermatic veins (pampiniform plexus). The incidence of varicocele in the general population ranges from 15% to 20%, while in subfertile men it reaches 40%. In children the frequency of varicocele is considered to be rare but recent studies have shown its presence in 6% of children aged 10 years, while in adolescents this figure rises up to 16%. Probably caused by insufficient venous valves which cause retrograde flow into the spermatic veins. Varicocele occurs predominately on the left side because of the anatomy of the veins in this region. Despite its great frequency, its pathophysiology remains unclear. Recent studies from varicose veins in the legs have shown that the reduction of rate of apoptosis is associated with the occurrence of primary varicose veins. Furthermore an increased production of the components of the extracellular matrix, leads to morphological alterations and loss of venous tone that characterizes varicose veins in the legs. Purpose: Considering that similar mechanisms should apply not only to lower limbs varicose veins but also at vericocele, we hypothesized that the medial wall of internal spermatic veins should show correspondenly a reduction in the rate of apoptosis and an increase in the rate of synthesis of components of the extracellular matrix by reducing expression of MMPs (MMP‐1, MMP‐9) and a corresponding increase in TIMPs (TIMP‐1). Methods: The study group consisted of 45 samples of internal spermatic vein (ISV) from patients with varicocele. Normal subcutaneous veins were harvested from each patient at the time of surgery and used as control specimens, so that each patient would serve as its own control. Both pathological ISVs and normal subcutaneous veins were used to detect the mediators that regulate the instrinsic (Bcl‐2 and Caspase‐9) and extrinsic (Caspase‐8) apoptotic pathways by immunohistochemical staining. We also investigated matrix metalloproteinases (MMPs) and also their inhibitors (TIMPs) expression in the varicose ΙSV, including MMP‐1, MMP‐9 and TIMP‐1. Finally, we examined the morphological alterations of varicose veins by immunohistochemical staining of Anti‐Actin antibody. Results: Compared with normal veins, a thickening of the smooth muscle layer of the ISV, was found in patients with varicocele. MMP‐1 and TIMP‐1 were expressed within cytoplasm of smooth muscle cells in media of both normal and varicose veins, but normal veins expressed less ΜΜP‐1 and TIMP‐1 than varicoceles did. MMP‐9 was localized to cytoplasm of smooth muscle cells only in varicose veins. As for the expression of apoptotic proteins, we showed expression of Cas‐9 within nuclei of smooth muscle cells in media of both normal and varicose veins however the expression was higher in varicoceles. In small number of samples we noticed nuclear staining of Cas‐8 within nuclei of smooth muscle cells in varicoceles. Bcl‐2 was not detected with immunohistochemistry in any specimens examined. Conclusions: Our data showed vascular smooth muscle hypertrophy in the diseased vessels. We also noticed increased expression of Cas‐9, MMP‐1, MMP‐9 and TIMP‐1 in varicoceles compared with normal veins. The expression of these markers was independent on factors such as the degree of varicocele and the age of the patients. Our findings are not consistent with corresponding varicose veins from legs, suggesting that other mechanisms are probably involved in causing vericoceles.
2

Μελέτη της επίδρασης της LHRH ορμόνης και του συνθετικού αναλόγου αυτής λεουπρολιδίου, στον πολλαπλασιασμό καρκινικών επιθηλιακών κυττάρων μαστού και στην έκφραση μεταλλοπρωτεϊνασών και των ενδογενών αναστολέων τους.

Πατεράκη, Ευαγγελία 02 July 2008 (has links)
Η έκφραση των MMP και TIMP γονιδίων και η ενεργοποίηση των MMPs έχει συσχετιστεί με την εξέλιξη του καρκίνου του μαστού και η υπερέκφραση αυτών σχετίζεται με φτωχή πρόγνωση για τον ασθενή (Bjorklund et al 2005, Wurtz et al 2005). Σε αυτή την εργασία δείχτηκε με RT-PCR ανάλυση ότι τα MCF-7 κύτταρα εκφράζουν MMP-9, MT1- και MT2-MMP, αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν προηγούμενες εργασίες (Kousidou at al 2004, Kousidou et al 2005) και που μπορεί να σχετίζονται με τη χαμηλή δυνατότητα μετάστασης της καρκινικής αυτής σειράς. Εντούτοις MMP2-mRNA δεν ανιχνεύτηκε, παρά το γεγονός ότι η MMP2 συχνά εμφανίζεται σε κακοήθεις ιστούς στο μαστό. Η επώαση των κυττάρων με λεουπρολίδιο για 48h οδήγησε σε χαμηλότερα επίπεδα της ΜΜΡ-9 mRNA. Έχει δεiχτεί ότι, σε αντίθεση με την ΜΜΡ-2, η έκφραση της ΜΜΡ-9 εξαρτάται από την παρουσία αυξητικών παραγόντων, χημοκινών και άλλων μορίων σηματοδότησης (Bjorklund et al, 2005). Σε αυτό το πλαίσιο η υπερέκφραση της ΜΜΡ-9 δεν διατηρείται όταν τα καρκινικά κύτταρα επωάζονται σε περιβάλλον ελεύθερο τέτοιων παραγόντων, υποθέτοντας ότι η παρουσία στον ορό μερικών αυξητικών παραγόντων παρακινούν την έκφραση βασικών MMPs σε φυσιολογικά και καρκινικά κύτταρα. Από τις μεμβρανικές μεταλλοπρωτεϊνάσες οι ΜΤ1- (ΜΜΡ-14) και ΜΤ2 (ΜΜΡ-15) εμφανίζουν παρόμοια συμπεριφορά και αυξάνονται παρουσία του αγωνιστή LHRH, λεουπρολιδίου. Επιπλέον η ΜΤ1-ΜΜΡ και η ΤΙΜΡ-2 συμμετέχουν στην κύρια οδό ενεργοποίησης του ΜΜΡ-2 στην επιφάνεια των κυττάρων με τη δημιουργία ενός τριμοριακού συμπλέγματος ΜΜΡ-2, ΜΤ1-ΜΜΡ και ΤΙΜΡ-2 (Deryugina et al 2001, Lafleur et al 2003). Σε αυτήν την εργασία τα επίπεδα ΤΙΜΡ-2 mRNA επίσης αυξήθηκαν. Έτσι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα αυξημένα επίπεδα ΜΤ1-ΜΜΡ και ΤΙΜΡ-2 mRNA εκφράζουν την διάθεση των κυττάρων να ενεργοποιήσουν την proMMP-2. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι τα γονίδια ΤΙΜΡ-1 και ΤΙΜΡ-3 μειώνονται παρουσία του αγωνιστή LHRH, λεουπρολιδίου. Η αύξηση των ΤΙΜΡs από τα καρκινικά κύτταρα για να εξισοροπήσουν την υψηλή προτεολυτική δράση των MMPs αποτελεί μία πιθανή θεώρηση (Brown et al, 1998). Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας αμυντικός μηχανισμός του ανθρώπινου οργανισμού για να αντιμετωπήσει την ανώμαλη αύξηση των MMPs. Έτσι τα χαμηλότερα επίπεδα του ΤΙΜΡ-1 mRNA μπορεί να σχετίζονται με τα χαμηλότερα επίπεδα ΜΜΡ-9, παρουσία του λεουπρολιδίου, αφού ο ΤΙΜΡ-1 αναστέλλει την ΜΜΡ-9 με μεγάλη εξειδίκευση. Εντούτοις ιστοί με μεγάλη περιεκτικότητα σε ΤΙΜΡ-1 mRNA και πρωτείνες σχετίζονται με κακή πρόγνωση ασθενών με καρκίνο του μαστού, παρά την ανασταλτική δράση των ΜΜΡs. Η πρόσφατη ανακάλυψη της αντι αποπτωτικής και προ αγγειογενετικής δράσης του ΤΙΜΡ-1 μπορεί να είναι μέρος αυτής της υπόθεσης (Wurtz et al, 2005). Έχοντας αυτό υπόψην τα παρατηρούμενα χαμηλά επίπεδα ΤΙΜΡ-1 mRNA μπορεί να είναι αποτέλεσμα και άλλων δράσεων με ωφέλιμο ρόλο στον καρκίνο του μαστού. Γενικά η διαφορετική έκφραση των ΤΙΜΡs στον καρκίνο του μαστού αποτελεί ένα πολύ σημαντικό θέμα, που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Συμπερασματικά τα αποτελέσματά μας δεικνύουν ότι ο αγωνιστής LHRH, λεουπρολίδιο, μπορεί να τροποποιήσει σημαντικά την έκφραση των γονιδίων ΜΜΡ/ΤΙΜΡ στα κύτταρα MCF-7. Οι MMPs και ΤΙΜΡs είναι πολυδύναμα μόρια με σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη του καρκίνου, της μετάστασης και της αγγειογένεσης. Δεδομένου ότι τα ανάλογα LHRH αποτελούν μέρος της θεραπείας ασθενών με προ ή μετά εμμηνοπαυσιακό καρκίνο του μαστού, η επίδραση των παραπάνω αναφερθέντων μεταβολών από τη χρήση του λεουρπολιδίου, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. / Luteinizing hormone-releasing hormone (LHRH) is not only produced by hypothalamus but also by other normal and cancer tissues. LHRH peptide agonists and antagonists inhibit the proliferation of breast cancer cells, but their effect on the expression of metalloproteinases (MMPs) and their tissue inhibitors (TIMPs) has not been studied despite the fact that growth and invasiveness of breast cancer cells in adjacent and distant sites is associated with the expression of MMPs. In the present study, the effects of [D-Leu6,Pro9 -NHEt]LHRH, leuprolide, on gene expression of MMPs and TIMPs in the breast cancer cell line MCF-7 were examined with semi-quantitative RT-PCR. Results showed that incubation of MCF-7 with 30μM of the leuprolide for 48h in serum-containing medium resulted in a down-regulation of MMP-9 expression and increase in MT1- and MT-2 MMP mRNA levels. Furthermore, leuprolide induced a significant decrease in TIMP-1 and TIMP-3 mRNA levels and increase in TIMP-2 mRNA levels. The impact of the observed changes on the expression of MMPs and TIMPs warrants further investigation on the effects of LHRH analogues on the invasiveness and metastatic potential of breast cancer cells.
3

Η επίδραση του ουραιμικού ορού στο σύστημα των μεταλλοπρωτεϊνασών (MMPs/TIMPs) και σε βασικές βιολογικές δράσεις ενδοθηλιακών κυττάρων σε καλλιέργειες H.U.V.E.C.

Μπίτα, Θεοδώρα 25 January 2012 (has links)
Μελετήθηκε η επίδραση ουραιμικού ορού στο σύστημα των μεταλλοπρωτεϊνασών MMP-2 και MMP-9 και των αναστολέων τους TIMP-1 και TIMP-2 καθώς και σε βασικές βιολογικές δράσεις των ενδοθηλιακών κυττάρων σε καλλιέργειες HUVEC. Ο ορός συλλέχθηκε από ασθενείς που υποβάλλονταν σε συνεδρίες αιμοκάθαρσης (πριν και μετά τις συνεδρίες). Διαπιστώθηκε πως ο ουραιμικός ορός μειώνει την ικανότητα πολλαπλασιασμού, μετανάστευσης και επούλωσης τρύματος, ενώ επάγει την απόπτωση. Επιπλέον, ο ουραιμικός ορός επάγει τις μεταλλοπρωτεϊνάσες MMP-2 και MMP-9, καταστέλλει τους αναστολείς τους TIMP-1 και TIMP-2 και μειώνει την παραγωγή κολλαγόνου τύπου IV και ελαστίνης. / -
4

Ο ρόλος του μικροπεριβάλλοντος στην ανάπτυξη, διήθηση και μετάσταση των νεοπλασμάτων

Τζελέπη, Βασιλική 30 July 2007 (has links)
Ο καρκίνος αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες μάστιγες της σύγχρονης ζωής. Η ιστολογική εξέταση των νεοπλασμάτων (τόσο στις πρωτοπαθείς εστίες όσο και στις δευτεροπαθείς εναποθέσεις) αποκαλύπτει ότι οι όγκοι αποτελούν ένα ετερογενές σύνολο άμορφων και έμμορφων στοιχείων. Η νεοπλασματική μάζα εκτός από τα καρκινικά κύτταρα, περιλαμβάνει ποικίλα κύτταρα (ινοβλάστες, κύτταρα αγγείων, μακροφάγα, φλεγμονώδη κύτταρα, λιποκύτταρα) και στοιχεία της εξωκυτταρίου ουσίας (κολλαγόνο, ελαστικές ίνες, πρωτεΐνες της εξωκυττάριας ουσίας) τα οποία στη μεγάλη πλειοψηφία τους προσελκύονται, άμεσα ή έμμεσα, από τα κακοήθη κύτταρα. Τα κύτταρα του καρκινικού μικροπεριβάλλοντος δεν αποτελούν αδρανείς παρατηρητές της καρκινικής διεργασίας αλλά συμμετέχουν ενεργά σε αυτή καθώς αυξάνουν τον πολλαπλασιασμό, καταστέλλουν την απόπτωση, ευνοούν την επιβίωση, διευκολύνουν τη μετανάστευση και εξασφαλίζουν την επαρκή θρέψη και οξυγόνωση των καρκινικών κυττάρων. Επιπλέον προστατεύουν τα καρκινικά κύτταρα από το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή. Η μελέτη των ποικίλων αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσονται στο καρκινικό μικροπεριβάλλον ανάμεσα στα καρκινικά κύτταρα και τα στοιχεία του ξενιστή αποκαλύπτει καινούργιους θεραπευτικούς στόχους στην αντικαρκινική θεραπεία και βοηθάει στην κατανόηση του μηχανισμού των μεταστάσεων, δημιουργώντας την ελπίδα της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του καρκίνου. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια συνολική αναφορά της συμμετοχής όλων των στοιχείων του καρκινικού μικροπεριβάλλοντος στη νεοπλασματική εξεργασία. Επίσης καταβάλλεται προσπάθεια να τονιστούν οι σύνθετες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα καρκινικά κύτταρα και το μικροπεριβάλλον. / Cancer is a devastating disease. Histologic examination of neoplasms (in the primary sites and their metastases as well) reveals that tumors are composed of a heterogeneous population of cells (fibroblast, vascular cells, macrophages, inflammatory cells, lipocytes) and extracellular matrix proteins (ECM) (collagen, elastin fibers, other ECM proteins). Recruitment of non-neoplastic tissue (stromal cells and ECM) to the tumor microenvironment is mostly mediated, directly or indirectly, by the malignant cells. Stromal cells are not quiescent bystanders of the neoplastic process. Instead they have an active role since they promote the proliferation, growth and migration of the tumor cells, inhibit their apoptosis and support tumor supply of oxygen and nourishment. In addition, stromal cells and ECM network protect cancer cells from the host defense. Research on the evolving crosstalk between the different cell types and ECM molecules within the tumor mass can disclose new therapeutic targets and help elucidate the pathogenetic mechanisms underlying metastasis, thus leading to a more effective anticancer therapy. This study discusses the potential role of the different stromal compartments in cancer initiation and progression and emphasizes the complex crosstalk between cancer cells and their microenvironment.
5

Μοριακή ανάλυση και διαπίστωση μεταβολών δομικών και λειτουργικών μακρομοριακών συστατικών στον καρκίνο του λάρυγγα

Τσιρόπουλος, Γαβριήλ 11 October 2013 (has links)
Εισαγωγή: Ο καρκίνος του λάρυγγα, ιδιαιτέρως σε προχωρημένα στάδια, είναι μία καταστροφική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη διηθητικότητα και μεταστατικότητα. Η ανεύρεση ενός δείκτη πρώιμης διάγνωσης, παρακολούθησης και πρόγνωσης της νόσου θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη. Συνεχώς αυξανόμενα δεδομένα στη βιβλιογραφία υποστηρίζουν την προγνωστική αξία των ζελατινασών και τον πιθανό ρόλο τους ως μοριακών δεικτών μεταξύ άλλων και στον καρκίνο του λάρυγγα. Σκοπός: Η διαπίστωση μεταβολών στα επίπεδα ορού των ζελατινασών Α και Β σε ασθενείς με καρκίνο του λάρυγγα μετά από εφαρμογή θεραπείας, καθώς και η πιθανή συσχέτιση με διάφορες κλινικοπαθολογικές παραμέτρους πριν και μετά τη θεραπευτική παρέμβαση. Υλικό και μέθοδος: Σαράντα εννέα ασθενείς και 8 υγιείς μάρτυρες συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Ελήφθησαν προεγχειρητικά και μετεγχειρητικά δείγματα ορού τα οποία στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε ζυμογραφία ζελατίνης. Η παρουσία ζελατινασών επιβεβαιώθηκε με την τεχνική western blotting. Οι ζώνες λύσης ποσοτικοποιήθηκαν με τη χρήση Scion Image PC. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με το πρόγραμμα SPSS 17 (SPSS Inc, Chicago, IL, USA). Αποτελέσματα: Στα ζυμογραφήματα αποτυπώθηκαν μόνο οι λανθάνουσες μορφές των ενζύμων (προένζυμα). Τα προ της θεραπείας επίπεδα και των δύο ζελατινασών στον ορό του αίματος των ασθενών με καρκίνο του λάρυγγα ήταν σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με αυτά των υγιών μαρτύρων. Ασθενείς με υπεργλωττιδικό καρκίνωμα και ενεργοί καπνιστές είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα proMMP-2 σε σχέση με ασθενείς που έπασχαν από γλωττιδικό καρκίνωμα και με πρώην καπνιστές αντίστοιχα. Ασθενείς με πρωτοδιαγνωσμένη νόσο και ασθενείς με λεμφαδενικές μεταστάσεις είχαν σημαντικά χαμηλότερα προ της θεραπείας επίπεδα proMMP-9 σε σχέση με ασθενείς που προσήλθαν με υποτροπή και με ασθενείς στους οποίους δεν διαπιστώθηκε επιχώρια νόσος αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της συστηματικής παρακολούθησης τα επίπεδα της proMMP-2 στον ορό παρουσίασαν σημαντική αύξηση τις πρώτες 10 με 15 ημέρες μετά την εφαρμογή θεραπείας, για να μειωθούν σταδιακά εντός των επόμενων μηνών. Οι ενεργοί καπνιστές παρουσίασαν σημαντική μείωση των επιπέδων της proMMP-2 κατά την περίοδο παρακολούθησης, σε αντίθεση με τους πρώην καπνιστές οι οποίοι εμφάνισαν σημαντική αύξηση κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Οι ασθενείς σταδίου ΙΙ είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα proMMP-2 σε σχέση με ασθενείς προχωρημένων σταδίων πέντε με οκτώ μήνες μετά τη θεραπεία, όπως και οι ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συντηρητική αντιμετώπιση σε σχέση με τους χειρουργημένους ασθενείς. Τα επίπεδα της proMMP-9 στον ορό επίσης παρουσίασαν σημαντική πτώση μετά την εφαρμογή θεραπείας. Διαφορές στο ρυθμό μείωσης των επιπέδων της proMMP-9 παρατηρήθηκαν μεταξύ των διαφόρων ομάδων ως προς το στάδιο, τη διαφοροποίηση, την εντόπιση, τον τύπο της νόσου (πρωτοδιαγνωσμένη ή υποτροπή), τις λεμφαδενικές μεταστάσεις, τον τρόπο αντιμετώπισης και την κατανάλωση αλκοόλ. Ωστόσο αυτή η διαφορά δεν διατηρήθηκε πέντε με οκτώ μήνες μετά την εφαρμογή θεραπείας, με εξαίρεση την ομάδα των χειρουργημένων ασθενών, οι οποίοι διατήρησαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ενζύμου στον ορό. Αύξηση των ζελατινασών παρατηρήθηκε στον ορό ασθενών που εκδήλωσαν υποτροπή μετά από αντιμετώπιση πρωτοδιαγνωσμένης νόσου σε σχέση με αυτούς που δεν υποτροπίασαν. Ωστόσο εξαιτίας του μικρού δείγματος δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Συμπεράσματα: Αν και δεν υφίστανται φυσιολογικές τιμές, το πρότυπο μεταβολής των επιπέδων της proMMP-9 στον ορό μετά από θεραπεία καταδεικνύει πιθανές ιδιότητες μοριακού δείκτη. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι δύο ζελατινάσες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξατομικευμένη παρακολούθηση ασθενών με καρκίνο του λάρυγγα. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για την αποσαφήνιση του ζητήματος. / Introduction: Laryngeal cancer, especially in the advanced stages, is a highly devastating disease, characterized by increased invasiveness and high rates of metastasis. The identification of reliable tumour marker for prompt diagnosis, surveillance and prognosis would be highly desirable. There is a growing body of evidence with regard to the prognostic value of gelatinases and their possible role as tumour markers. Aim: To identify the pattern of alteration of serum gelatinases A and B in patients with laryngeal cancer following treatment, and a possible correlation with various clinicopathological parameters prior to and past treatment. Materials and methods: Forty nine patients and 8 healthy controls were included in the study. Pre-treatment and post-treatment serum samples were collected and processed by gelatin zymography. The presence of gelatinases was verified by western blotting. The zymograms were scanned by a digital scanner and the lysis bands were quantified by Scion Image PC. Analysis of the quantitative results was performed by using SPSS 17 (SPSS Inc, Chicago, IL, USA). Results: Only the latent forms of MMP-2 and -9 (proforms) were identified. Both gelatinases were increased in the serum of laryngeal cancer patients compared to healthy individuals. Patients with supraglottic tumours and active smokers had significantly higher pre-treatment levels of proMMP-2 than patients with glottic tumours and ex-smokers, respectively. Patients with primary disease and patients with lymph node involvement showed lower proMMP-9 pre-treatment levels than patients with recurrence and patients without neck disease, respectively. During the follow-up period the proMMP-2 serum levels increased significantly in the first ten to fifteen days after treatment, gradually decreasing over the following months. Smokers showed a very high decrease rate of proMMP-2 levels during the follow-up period, whereas in ex-smokers proMMP-2 levels significantly increased. Stage II patients showed significantly lower levels of circulating enzyme compared to patients with more advanced disease five to eight months past treatment. Similarly, conservative management was associated with lower levels of serum proMMP-2 compared to surgical management five to eight months following treatment. The proMMP-9 serum levels also showed a gradual decrease after treatment, which was statistically significant. Significant alterations in the rate of decrease developed among groups with regard to stage, grade, location, type of disease (primary or recurrence), regional disease, treatment modality and alcohol consumption. Nevertheless those differences were not maintained five to eight months past treatment, with the exception of patients who underwent surgery and who maintained higher levels of proMMP-9. An increase to the levels of both gelatinases were observed in patients with recurrent disease after having been treated for a primary compared to patients who did not develop a recurrence. However, the small sample of patients with recurrent disease during the follow-up period does not allow extrapolating sound conclusions. Conclusions: Although as yet normal values have not been established in the literature, the post-treatment alteration pattern of proMMP-9 serum levels indicates that this enzyme might play a role as a tumour marker. Nevertheless this study provides evidence that both gelatinases might be useful for surveillance on strictly individual basis in laryngeal cancer patients. Further research is necessary to clarify the contribution of both gelatinases to the disease progress and determine their role as prognostic factors and tumour markers.
6

Η συσχέτιση των τελικών προϊόντων προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (AGEs), του υποδοχέα τους (RAGE) και του διαλυτού τμήματός του (sRAGE) σε παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) / Association between advanced glycation endproducts (AGEs), their receptor (RAGE) and its soluble isoform (sRAGE) in children, adolescents and young adults with diabetes mellitus type 1

Δεττοράκη, Αθηνά 30 May 2012 (has links)
Τα τελικά προϊόντα προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (AGEs: Advanced Glycation Endproducts) παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια των διαβητικών αγγειακών επιπλοκών. Το καλύτερα χαρακτηριζόμενο είναι η N-καρβοξυμεθυλ-λυσίνη (CML). Τα AGEs προκαλούν σημαντικές επιδράσεις στα αγγεία με την πρόσδεσή τους σε ειδικούς υποδοχείς της κυτταρικής επιφάνειας, όπως τον RAGE (Receptor for Advanced Glycation Endproducts). Διαλυτές μορφές του RAGE (sRAGE) εμφανίζονται στο ανθρώπινο αίμα και δρουν ως παγίδα αιχμαλωτίζοντας τους φλεγμονώδεις προσδέτες του RAGE εξωκυττάρια, προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο τα κύτταρα από τη βλάβη που προάγεται από τα AGEs. Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν να μελετηθούν τα επίπεδα του sRAGE, η πρωτεϊνική έκφραση του RAGE, καθώς και τα επίπεδα CML σε σχέση με διάφορες κλινικές και βιοχημικές παραμέτρους σε παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες με ΣΔ1. Τα επίπεδα sRAGE και CML προσδιορίστηκαν με ELISA και η πρωτεϊνική έκφραση του RAGE στα μονοπύρηνα του περιφερικού αίματος με ανοσοαποτύπωση κατά Western σε 74 παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες με ΣΔ1 (13± 4 χρονών) και 43 μάρτυρες αντίστοιχης ηλικίας, φύλου και σταδίου Tanner. Σ’ αυτή την εργασία τα αυξημένα επίπεδα sRAGE στα παιδιά με ΣΔ1 και πιο ειδικά, σ’ αυτά ηλικίας κάτω από 13 ετών και με διάρκεια διαβήτη κάτω από 5 έτη, μπορεί να είναι ένα προσωρινό προστατευτικό μέτρο ενάντια στην κυτταρική βλάβη και πιθανόν να είναι επαρκές για να εξουδετερώσει επαρκώς τα κυκλοφορούντα CML, εμποδίζοντας έτσι τις διαβητικές αγγειακές επιπλοκές. Επίσης, μια ήπια αύξηση της LDL θα μπορούσε να είναι ένα ερέθισμα για την αύξηση του sRAGE, οδηγώντας στη δέσμευση του CML και τελικά τη μείωση των επιπέδων CML στην κυκλοφορία. Τα μειωμένα επίπεδα της πρωτεϊνικής έκφρασης του RAGE 55 kd (υποδοχέα πλήρους μήκους) μπορεί να αντανακλούν την αυξημένη έκφραση του sRAGE στους ασθενείς με ΣΔ1 συνολικά λόγω της αποκοπής του RAGE με μεταλλοπρωτεϊνάσες. Με την παρουσία κάποιου παράγοντα κινδύνου, όπως αύξηση ηλικίας, περιμέτρου κοιλίας, BMI, συστολικής ή διαστολικής αρτηριακής πίεσης ή επιδείνωση λιπιδαιμικού προφίλ αυξάνεται η πρωτεϊνική έκφραση της ισομορφής αυτής, ενώ φαίνεται αντίστοιχα να μειώνονται τα επίπεδα του sRAGE. Φαίνεται τελικά ότι συνολικά στα παιδιά, τους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες με ΣΔ1 υπάρχει μια υποκλινική διαταραχή του άξονα sRAGE-RAGE-CML, η οποία δύναται να μετατραπεί σε κλινικά εμφανείς αγγειακές βλάβες, αν προστεθούν περαιτέρω επιβαρυντικοί παράγοντες. / The binding of Advanced Glycation Endproducts (AGEs) to their receptor (RAGE) plays a major role in the development of diabetic vascular complications. This work is based on the relation between circulating soluble RAGE (sRAGE) levels in children, adolescents and young adults with IDDM and RAGE protein expression in association with N-(carboxymethyl)lysine (CML), a major antigenic AGEs component. Circulating sRAGE and CML levels were determined by ELISA and RAGE protein expression was evaluated in peripheral blood mononuclear cells by western immunoblotting in 74 children, adolescents and young adults with IDDM (134 years old) and 43 age, sex and Tanner stage-matched controls. Serum sRAGE levels were significantly higher in IDDM than in controls, inversely correlated to diabetes duration and directly correlated to LDL levels. Furthermore, circulating CML levels were not significantly different between IDDM and controls. Also, the protein expression of the RAGE isoforms 55 kd (full-length), 64 kd and 100 kd, measured by western immunoblotting, was significantly lower in IDDM than in controls, whereas RAGE 37 kd levels were not significantly different between IDDM and controls. Finally, when there was a risk factor, such as increased age, poor lipid profile, increased BMI or waist circumference or increased systolic or diastolic pressure, then it seemed that isoforms RAGE 55, 64 and 100 kd were increased. Isoform RAGE 64 kd could be RAGE-v5, a splice variant which resulted in a change of amino acid sequence in the extracellular ligand-binding domain of RAGE. Isoform RAGE 37 kd seemed to be Δ8-RAGE, a soluble splice variant with probably protective function, which had been found increased in patients with increased HDL. Finally, isoform RAGE 100 kd seemed to be some other splice variant in peripheral mononuclear cells. In conclusion, increased serum levels of sRAGE seen in IDDM children may be a temporary protective measure against cell damage and may be sufficient to efficiently eliminate excessive circulating CML. Moreover, the lower protein expression of the full-length RAGE in IDDM may also reflect the increased sRAGE expression in patients due to RAGE cleavage by metalloproteases. Consequently, in IDDM children, adolescents and young adults there may be a subclinical perturbation of the sRAGE-RAGE-CML axis, which could lead to future clinical vascular damage if additional risk factors are added over time.

Page generated in 0.019 seconds