• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Απεικονιστική διερεύνηση λεμφωμάτων με το ραδιοσημασμένο ανάλογο της σωματοστατίνης 99mTc depreotide

Παπανδριανός, Νικόλαος 25 January 2012 (has links)
Το Depreotide είναι ένα νέο συνθετικό δεκαπεπτίδιο ανάλογο της σωματοστατίνης, που επισημαίνεται με 99m-Τεχνήτιο (Tc-99m), το οποίο έχει την ικανότητα να συνδέεται με τους υποτύπους 2,3 και 5 των υποδοχέων της σωματοστατίνης, όπως και το οκτρεοτίδιο, παρουσιάζει όμως μερικές διαφορές και πλεονεκτήματα: υψηλότερη συγγένεια για τον υποδοχέα 3 της σωματοστατίνης, ανώτερη ποιότητα απεικόνισης, δεδομένου ότι πρόκειται για τεχνητιο-παράγωγο, πρωτόκολλο μιας ημέρας, μικρότερη ακτινοβόληση του ασθενή και άμεση διαθεσι-μότητα του ρ/φ στο εργαστήριο σε καθημερινή βάση. Στην παρούσα διατριβή μελετάται η διαγνωστική και προγνωστική αξία της απεικόνισης με 99mTc-depreotide σε μια σειρά ασθενών με διάφορους υπότυπους λεμφώματος, πριν, κατά την διάρκεια και μετά την θεραπεία. Τα ευρήματα συγκρίθηκαν ευθέως με αυτά του Ga-67, ενώ για την σωστή εξαγωγή συμπερασμάτων, μελετήθηκαν και χρησιμποποιήθηκαν ως σημείο αναφοράς, τόσο οι συμβατικές μέθοδοι σταδιοποίησης, τα ιστολογικά ευρήματα, όσο και η παρακολούθηση της πορείας των ασθενών. Συνολικά μελετήθηκαν 106 ασθενείς, εκ των οποίων οι 47 έπασχαν από νόσο Hodgkin (HL) και οι 59 από διάφορους ιστολογικούς τύπους μη Hodgkin λεμφώματος (NHL). Οι ασθενείς αυτοί παραπέμφθηκαν στο Εργαστήριο της Πυρηνικής Ιατρικής για να απεικονιστούν με Ga-67 στα πλαίσια διερεύνησης λεμφώματος και υποβλήθηκαν επίσης σε απεικόνιση με 99mTc-depreotide. Αρχικά έλαβε χώρα ολόσωμη στατική σπινθηρογραφική απεικόνιση (WB acquisition) και στην συνέχεια τομογραφική μελέτη σε συνδιασμό με αξονική τομογραφία χαμηλής διακριτικής ικανότητας (SPECT/low resolution CT imaging). Έγιναν συνολικά 142 ραδιοϊσοτοπικές μελέτες σε διάφορες φάσεις της νόσου, ενώ η σύγκριση των ευρημάτων έγινε τόσο ποιοτικά (οπτικά) όσο και ημιποσοτικά (semi-quantitatively). Στα περισσότερα περιστατικά με νόσο Hodgkin, σε αυτά με μετρίου και χαμηλού βαθμού κακοήθειας Β-NHL όσο και στα Τ-NHL, το 99mTc-depreotide ανίχνευσε περισσότερες θέσεις νόσου ή/και εμφάνισε υψηλότερο βαθμό πρόσληψης (uptake) σε σχέση με το Ga-67. Δεν συνέβη όμως το ίδιο στα επιθετικά Β-NHL, στα οποία το Ga-67 ήταν ανώτερο. Υπήρχαν βεβαίως και περιπτώσεις στις οποίες παρατρήθηκαν διαφοροποίησεις σχετικά με τον παραπάνω κανόνα. Το 99mTc-depreotide κατά την αρχική σταδιοποίηση κατάφερε να ανιχνεύσει το 93.3% των προσβεβλημένων λεμφαδένων πάνω από το διάφραγμα, το 100% των βουβωνικών λεμφαδένων και όλες τις περιπτώσεις με σπληνική προσβολή από την νόσο. Βάσει των ευρημάτων του 99mTc-depreotide, οι ασθενείς που βρίσκονταν στα αρχικά στάδια της νόσου Hodgkin κατατάχθηκαν σε δυσμενέστερο στάδιο (upstaged) σε ποσοστό 32%. Όμως στην περίπτωση των ασθενών με προχωρημένο HL και NHL παρατηρήθηκε μετάπτωσή τους σε ευμενέστερο στάδιο(downstaged) εξαιτίας της μικρής ευαισθησίας του ρ/φ στην ανίχνευση παθολογικών κοιλιακών λεμφαδένων (22.7%), της προσβολής του ήπατος (45.5%) και της συμμετοχής του μυελού των οστών στην νόσο (36.4%). Στους ασθενείς που απεικονίστηκαν μετά την θεραπεία το 99mTc-depreotide εντόπισε το 94.7% των περιπτώσεων με ανθεκτική ή υπολειπόμενη νόσο. Η συνολική ειδικότητα του ρ/φ κυμάνθηκε στο 57.1%. Τα συχνότερα ψευδώς θετικά ευρήματα αφορούσαν σε περιστατικά με αντιδραστική υπερπλασία του θύμου αδένα, διάφορες φλεγμονώδεις εξεργασίες και περιπτώσεις με μη ειδική πρόσληψη του ρ/φ. Ο συνδιασμός των δύο ραδιοϊσοτοπικών εξετάσεων, του 99mTc-depreotide και του Ga-67, βελτίωσαν αισθητά την ειδικότητα (100%), ενώ βοήθησε να περιοριστεί ο αριθμός των ψευδώς θετικών περιστατικών. Συμπερασματικά, με εξαίρεση πιθανώς τις περιπτώσεις με νόσο Hodgkin σε πρώιμο στάδιο, to 99mTc-depreotide έχει περιορισμένη αξία στην αρχική σταδιοποίηση του λεμφώματος. Όμως σε ό,τι αφορά τα περιστατικά μετά θεραπεία φαίνεται ότι σαφώς μπορεί να προσφέρει στην ανίχνευση νόσου σε συγκεκριμένες ανατομικές περιοχές, ιδίως εάν πρόκειται για λεμφώματα μετρίου και χαμηλού βαθμού κακοήθειας. Ο συνδιασμός δε με Ga-67 δύναται να αυξήσει την ευαισθησία και την ειδικότητα της μελέτης. Τέλος, το 99mTc-depreotide θα μπορούσε να έχει ενεργό ρόλο στις περιοχές όπου το FDG-PET δεν είναι διαθέσιμο και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιστατικά ορισμένων τύπων ηπίου βαθμού (indolent) λεμφώματος. / Previous studies have demonstrated the feasibility of targeting lymphoma lesions with somatostatin receptor binding agents, mainly with In-111-pentetreotide. However, Pentreotide has not been established as a useful radiopharmaceutical for lymphoma diagnosis, mainly due to non-uniform uptake in lymphoma lesions leading to variable sensitivity. In the present study, the potential value of the Tc-99m-depreotide scintigraphy in a series of patients with various lymphoma types, prior to and post-therapy is investigated. Depreotide was directly compared to Ga-67. We used contemporary hybrid imaging technology with both radioisotopic agents, namely single photon emission tomography coupled with low resolution computerized tomography (SPECT/CT). Methods: One-hundred and six patients, 47 with Hodgkin’s (HL) and 59 with various types of non-Hodgkin’s lymphoma (NHL) were imaged with both Tc-99m-depreotide and Ga-67 citrate. Planar whole-body and SPECT/CT images were obtained. A total of 142 examinations were undertaken at different phases of the disease. Depreotide and gallium findings were compared visually and semi-quantitatively, with reference to the results of conventional work-up and the patients’ follow-up data. Results: In most HL, intermediate- and low-grade B-cell, as well as in T-cell NHL, depreotide depicted more lesions than Ga-67 and/or exhibited higher tumor uptake. The opposite was true in aggressive B-cell NHL. However, there were notable exceptions in all lymphoma subtypes. During initial staging, 93.3% of affected lymph nodes above the diaphragm, 100% of inguinal nodes and all cases with splenic infiltration were detected by depreotide. On the basis of depreotide findings 32% of patients with early stage HL were upstaged. However, advanced HL and NHL cases were frequently downstaged, due to low sensitivity for abdominal lymph node (22.7%), liver (45.5%) and bone marrow involvement (36.4%). Post-therapy, depreotide detected 94.7% of cases with refractory disease or recurrence. Its overall specificity was moderate (57.1%). Rebound thymic hyperplasia, various inflammatory processes and sites of unspecific uptake were the commonest causes of false positive findings. Combination of depreotide and gallium enhanced sensitivity (100%), while various false positive results of either agent could be avoided. Conclusion: Except perhaps for early-stage HL, Tc-99m-depreotide as a stand-alone imaging modality has a limited value for the initial staging of lymphomas. Post-therapy, however, depreotide scintigraphy seems useful in the evaluation of certain anatomic areas, particularly in non-aggressive lymphoma types. Combination with Ga-67 potentially enhances sensitivity and specificity. If flurodeoxyglucose positron emission tomography (PET) is not available or in case of certain indolent lymphoma types, Tc-99m depreotide may have a role as an adjunct to conventional imaging procedures.
2

Μελέτη ρυθμιστών του κυτταρικού κύκλου και παραγόντων που εμπλέκονται στη διεργασία αποδόμησης των P21cip1 και P27kip1 σε λεμφώματα Β-κυτταρικής αρχής. Συσχέτιση με κλινικές παραμέτρους

Σιρινιάν, Χάιδω 30 May 2012 (has links)
Κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς ρύθμισης της ομοιόστασης των πρωτεϊνικών μορίων είναι η ελεγχόμενη στο χώρο και στο χρόνο αποδόμηση τους. Οποιαδήποτε ανωμαλία στη ρύθμιση των μηχανισμών αποδόμησης των πρωτεϊνών μπορεί να προκαλέσει σημαντική βλάβη στη λειτουργία του κυττάρου και να οδηγήσει σε κακοήθη εξαλλαγή του. Η αποδόμηση των κύκλινο-εξατώμενων αναστολέων του κυτταρικού κύκλου, p27 και p21, έχει δειχθεί να αυξάνει κατά την καρκινογένεση. Αν και η πρωτεόλυση των p27 και p21 έχει δειχθεί να μεσολαβείται από διαφορετικά μονοπάτια ωστόσο το περισσότερο γνωστό και καλύτερα τεκμηριωμένο είναι το μονοπάτι μέσω του συμπλόκου SCF (Skp2-cul1-Skp1) Ε3 λιγάσης της ουβικουιτίνης. Αρχικά οι πρωτεΐνες p27 και p21 φωσφορυλιώνονται από το σύμπλκο κυκλίνης Ε/Α-CDK2 στη θρεονίνη 187 (Thr187) και στη σερίνη 130 (Ser130) αντίστοιχα, και εν συνεχεία αναγνωρίζονται από το σύμπλοκο SCFSkp2, το οποίο διευκολύνει την πολύ-ουβικουιτινυλίωση και την αποδόμηση των πρωτεϊνών στο πρωτεόσωμα. Στη παρούσα εργασία μελετήθηκε η έκφραση των πρωτεϊνών: p27, p21, Skp2, cul1, pThr187-p27, κυκλίνη Α, κυκλίνη Ε και CDK2 σε 135 περιπτώσεις Β-λεμφωμάτων με Επιθετική [66 ΔΛΜΒΚ (35 λεμφαδενικά και 31 εξωλεμφαδενικά), 13 ΛΚΜ (8 κλασσικά και 5 βλαστικά) και 5 με ΛΛ βαθμού 3α/β)] και Ήπια βιολογική συμπεριφορά [9 ΛΛ (3 βαθμού 1, 6 βαθμού 2), 20 ΛΟΖ (12 λεμφαδενικά 6 εξωλεμφαδενικά, 2 σπληνικά) και 22 ΛΜΚ]. Η έκφραση της p27 παρατηρήθηκε μέγιστη στα ήπια λεμφώματα. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις επιθετικού λεμφώματος, κυρίως ΔΛΜΒΚ (~40%, >30%), η έκφραση της p27 βρέθηκε αυξημένη. Επιπλέον, σε όλες τις περιπτώσεις λεμφωμάτων εκτός του λεμφοζιδιακού και της οριακής ζώνης, παρουσιάστηκε αδυναμία αρνητικής συσχέτισης μεταξύ της p27 και της Skp2. Η μέγιστη έκφραση της p21, αντίθετα με την p27, παρατηρήθηκε στα ΔΛΜΒΚ, γεγονός που συνδέει την p21 με επιθετικότερη νόσο. Η πρωτεΐνη p21 δεν έδειξε να συσχετίζεται με τις πρωτεΐνες που είναι υπεύθυνες για την αποδόμηση της, γεγονός που πιθανόν να υποδεικνύει ότι στα Β-λεμφώματα που μελετήθηκαν η p21 δεν πρωτεολύεται από το σύμπλοκο SCFSkp2. Η υπερέκφραση της Skp2 στα ΔΛΜΒΚ, ΛΚΜ (κυρίως βλαστικά) και ΛΛ (βαθμού 3) καθώς και η ισχυρή θετική συσχέτιση με το δείκτη πολλαπλασιασμού, την κυκλίνη Α και τη CDK2 προσδίδουν στη πρωτεΐνη χαρακτηριστικά δείκτη επιθετικότητας. H cul1 έδειξε τα υψηλότερα επίπεδα έκφρασης και μία ισχυρή θετική συσχέτιση με την Skp2 στα ΔΛΜΒΚ, υποδεικνύοντας την παρουσία ενεργού SCF συμπλόκου, ωστόσο δεν παρατηρήθηκε παρόμοια συσχέτιση στους άλλους τύπους λεμφώματος. Υπερέκφραση της φωσφορυλιωμένης μορφής της p27 (pThr187-p27), δείχθηκε στα επιθετικότερα λεμφώματα. Επιπλέον, ισχυρή θετική συσχέτιση με το δείκτη πολλαπλασιασμού έδειξε η pThr187-p27, σε όλους τους τύπους λεμφώματος, δείχνοντας μία πιθανή σύνδεση της pThr187-p27 με την επιθετικότητα της νόσου. Συσχέτιση των παραπάνω πρωτεϊνών με τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα των των ασθενών δείχνουν ότι στα επιθετικά λεμφώματα η υπερέκφραση των Skp2 και pThr187-p27 συνδέεται με βραχύτερο διάστημα ελεύθερο νόσο, ενώ η υπερέκφραση της pThr187-p27 έδειξε να συνδέεται και με πτωχότερη ολική επιβίωση. Επίσης κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση, δείχθηκε για πρώτη φορά ότι η έκφραση της pThr187-p27 αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για τη συνολική επιβίωση όχι μόνο ανάμεσα στις υπό μελέτη πρωτεΐνες αλλά και σε συνάρτηση με τις κλινικές παραμέτρους στα επιθετικά Β-λεμφώματα / Cell cycle is tightly regulated by a functionally conserved group of proteins which together constitute the basic cell division machinery that controls cell cycle progression. Altered expression of these proteins are almost always detected in human cancer cells. However, aberrant expression of these proteins can be the cause of malignant transformation but also in some cases, can be the consequence of cancer progression. The cell cycle regulators p27 and p21 play a central role in the suppression of tumorigenesis in a variety of human cancers. Of particular importance for the development of human cancers is the ubiquitin dependent degradation of p27 and p21 by the proteasome. This pathway is controlled by many complexes, however the most well studied is the SCFSkp2 complex. p27 and p21 proteins are phosphorylated at a conserved Threonine (T187) and Serine (Ser130) residue by cyclin E/A-cdk2 complexes, respectively, and the Skp2 protein facilitates the polyubiquitylation of p27 and p21 by the SCF complex. In the present study was examined the immunoexpression of p27, p21, Skp2, cul1, pThr187-p27, cyclin Α, cyclin Ε and CDK2 in 135 cases with B-cell Lymphoma with aggressive [66 DLBCL (35 nodal and 31 extranodal), 13 MCL (8 classical and 5 blastic) and 5 FL grade 3α/β)] and indolent biological behaviour [9 FL (3 G1, 6 G2), 20 MZL (12 nodal, 6 extranodal, 2 splenic) and 22 SLL]. P27 was overexpressed in indolent B-cell lymphomas. However, many cases with aggressive B-cell lymphoma, mainly DLBCLs (~40%, >30%),, showed increased expression of p27. In addition, all lymphoma cases except the FLs and MZLs failed to show an inverse correlation between p27 and Skp2. The highest expression of p21 was observed in DLBCL, indicating that p21 expression is associated with more aggressive neoplasias. The levels of p21 expression did not correlate with Skp2 and cul1, indicating that SCFSkp2 complex might not be capable for p21 degradation in B-cell lymphomas. Overexpression of Skp2 in DLBCLs, MCLs (mainly blastic type) and FL (Grade 3), as well as the strong positive correlation with cyclin A and CDK2, indicate that Skp2 may be a putative biomarker of tumor aggressiveness. The expression of cul1 was higher in DLBCLs, and correlate well with the expression of Skp2, indicating the presence of active SCFSkp2 complex. However, a similar correlation was not observed in other lymphoma groups. The phosphorylated form of p27 (pThr187-p27) was overexpressed in aggressive cases. Furthermore, a strong positive correlation between pThr187-p27 and the proliferation index, was observed in all lymphoma cases. This correlation may indicate that pThr187-p27 could be used as a marker of tumor aggressiveness. The correlation of the studied proteins with the clinical and laboratory data showed that in the aggressive lymphomas the expression of Skp2 and pThr187-p27 is associated with poor disease free survival rate, and pThr187-p27 is also associated with shorter overall survival. In the present study, the multivariant cox analysis showed that the expression of pThr187-p27 is an independent prosgnostic factor for the overall survival among other clinical parameters.
3

Μελέτη και κλινική εφαρμογή δεσμών ηλεκτρονίων για ολικού δέρματος ακτινοβόληση στην ακτινοθεραπεία / Study and clinical application of electron beams for total skin irradiation in radiotherapy (TSEB)

Διαμαντόπουλος, Στέφανος Α. 20 September 2010 (has links)
Η ολοσωματική ακτινοβόληση με δέσμες ηλεκτρονίων (total skin electron beam treatment-TSEB) θεωρείται διεθνώς ως η θεραπεία εκλογής για το δερματικό λέμφωμα κυττάρων-Τ, είτε σαν θεραπευτική είτε σαν παρηγορητική αγωγή. Σκοπός της είναι να κατανείμει την συνολική δόση σε όλο το δέρμα του ασθενούς χωρίς να επιβαρύνει τα όργανα κάτω από αυτό. Αυτή η ανάγκη για επιφανειακή ακτινοβόληση καθιστά τα ηλεκτρόνια ως την κατάλληλη κλινική δέσμη. Στη μονάδα ακτινοθεραπείας του Π.Γ.Ν. «Αττικόν», μετά από διάφορες μετρήσεις και δοκιμές τεχνικών TSEB (Παράρτημα), επιλέχθηκε ως θέση θεραπείας του ασθενούς η όρθια με δύο δέσμες υπό γωνία, όπως καθορίζει και η τεχνική “Stanford”. Για την τεχνική αυτή χρησιμοποιείται o γραμμικός επιταχυντής Clinac 2100C της VARIAN με δυνατότητα παραγωγής δεσμών ηλεκτρονίων 6 MeV σε υψηλό ρυθμό δόσης. Η συγκεκριμένη προεπιλογή του μηχανήματος επιτρέπει στα διαφράγματα να ανοίξουν σε ένα εύρος 36cm x 36cm χωρίς τη χρήση κώνου. H απόσταση πηγής-δέρματος (SSD) τέθηκε ίση με 380cm, με το gantry του γραμμικού να σχηματίζει δύο γωνίες ±17,5ο από την οριζόντια θέση του (270ο). Η διάταξη αυτή εξασφαλίζει την δημιουργία ενός μεγάλου και ομοιογενούς πεδίου (200cm x 80cm στην απόσταση θεραπείας). Για τη μείωση της ονομαστικής ενέργειας της δέσμης στα 3 MeV άρα και της διεισδυτικότητάς της, καθώς και για την επίτευξη των επιθυμητών διαστάσεων του πεδίου, ένα φύλλο plexiglas (PMMA) πάχους 0,5cm παρεμβάλλεται μεταξύ της κεφαλής του γραμμικού επιταχυντή και του ασθενούς σε απόσταση 30cm από το επίπεδο θεραπείας. Ο ασθενής περιστρέφεται ανά 60ο διαδοχικά για να καλυφθεί όλη του η επιφάνεια ομοιόμορφα, ακτινοβολούμενος συνολικά σε έξι θέσεις. Για τον ακριβή καθορισμό των συνθηκών θεραπείας, πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις PDD και Profile των δεσμών με θαλάμους ιονισμού παραλλήλων πλακών σε phantom στερεάς κατάστασης. )οσιμετρική επιβεβαίωση της κατανομής της δόσης στο δέρμα πραγματοποιήθηκε με δοσίμετρα θερμοφωταύγειας (TLD) πάνω σε ανθρωπομορφικό phantom. Τα αποτελέσματα σε αυτές τις συνθήκες έδειξαν μια ομοιογένεια του συνολικού πεδίου στο επίπεδο θεραπείας της τάξης του ± 2% στον διαμήκη άξονα ενώ στον οριζόντιο ±5%. Το βάθος zmax της κάθε επιμέρους δέσμης είναι 0,7gr/cm2 ενώ η συνεισφορά των παραγόμενων ακτίνων-Χ (λόγω φαινομένου πεδήσεως) στην συνολική δόση που παίρνει ο ασθενής από τη θεραπεία είναι 0,3 %. Η ενέργεια της δέσμης στο επίπεδο θεραπείας είναι Εο=3,34 MeV. Τα παραπάνω αποτελέσματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θεραπεία TSEB μπορεί να εφαρμοστεί με ασφάλεια στο ακτινοθεραπευτικό τμήμα του Π.Γ.Ν «Αττικόν». Ο υψηλός ρυθμός δόσης εξασφαλίζει μικρότερο χρόνο θεραπείας. Οι περιοχές που υποδοσιάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας μπορούν να προσδιοριστούν για κάθε ασθενή με in vivo δοσιμετρία (TLD) και θα επανακτινοβολούνται με συμπληρωματικά (boost) πεδία. / -

Page generated in 0.0244 seconds