Spelling suggestions: "subject:"νόσου"" "subject:"νόσο""
1 |
Ψευδοαποφολίδωση και στεφανιαία νόσοςΑνδρικόπουλος, Γεώργιος 09 October 2009 (has links)
Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της επίπτωσης του γλαυκώματος και της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) σε ασθενείς με καταρράκτη και ψευδοαποφολιδωτικό (ΡΕΧ) σύνδρομο.
Υλικό και μέθοδοι: Πρόκειται για μια cross-sectional μελέτη 2140 ασθενών που προσέρχονταν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας για να χειρουργηθούν για καταρράκτη. Μόνο ασθενείς με καταρράκτη περιλαμβάνονται στη μελέτη. Σε όλους τους ασθενείς έγινε πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος, που περιελάμβανε εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία, μετά από μυδρίαση, για ανεύρεση ΡΕΧ υλικού στο πρόσθιο ημιμόριο του οφθαλμού, μετρήσεις ενδοφθάλμιας πίεσης και έλεγχο της κοίλανσης του οπτικού νεύρου. Επίσης, στους ασθενείς έγινε εκτίμηση για ΣΝ από καρδιολόγο. Οι ασθενείς θεωρήθηκαν θετικοί για ΣΝ αν είχαν ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου, ή ισχαιμίας, ή παθολογική στεφανιογραφία. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δύο ομάδες: σε αυτούς με ΡΕΧ υλικό και αυτούς χωρίς ΡΕΧ υλικό.
Αποτελέσματα: 1088 ασθενείς (50,8%) ήταν άνδρες και 1052 (49,2%) γυναίκες. Η συνολική επίπτωση του ΡΕΧ συνδρόμου ήταν 27,9% και βρέθηκε να αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας. Η αμφοτερόπλευρη μορφή ήταν συχνότερη από την ετερόπλευρη και επίσης βρέθηκε να αυξάνει με την ηλικία. Συνολικά 132 ασθενείς (22,1%) με ΡΕΧ σύνδρομο εμφάνιζαν γλαύκωμα, ενώ από τους ασθενείς χωρίς ΡΕΧ σύνδρομο μόνο 2,6%. Το ΡΕΧ σύνδρομο βρέθηκε επίσης να σχετίζεται θετικά με τη ΣΝ στα άτομα μετά τα 50 έτη. Δε βρέθηκε σχέση μεταξύ ΣΝ και γλαυκώματος.
Συμπεράσματα: Το ΡΕΧ σύνδρομο αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση γλαυκώματος και πιθανό παράγοντα κινδύνου για ΣΝ. Οι ασθενείς με ΡΕΧ σύνδρομο θα πρέπει να ενημερώνονται και να εξετάζονται συχνά, αφού ο κίνδυνος υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. / Purpose: To investigate the prevalence of glaucoma and coronary artery disease (CAD) in patients with cataract and pseudoexfoliation (PEX) syndrome.
Methods: Cross-sectional study of 2140 consecutive patients with cataract admitted at the University Hospital of Patras, Greece, for cataract surgery. Only patients with senile cataract were included in this study. All patients underwent a complete ophthalmological examination that included slit-lamp evaluation with dilated pupil for PEX material in the anterior segment, intraocular pressure (IOP) measurements and optic disc cup examination. They also underwent an evaluation for CAD by a cardiologist. CAD was considered present if a patient had a history of myocardial infarction, or ischaemia, or abnormal coronary angiography. The patients were classified into two groups: the PEX and the non-PEX group.
Results: One thousand and eighty-eight (50.8%) patients were men and 1052 (49.2%) were women. The overall prevalence of PEX syndrome was found to be 27.9% and it was found to increase with progressing age. Bilateral PEX was more frequent than unilateral PEX, with the percentage of bilateral PEX raising with progressing age. A total of 132 patients (22.1%) in the PEX group exhibited glaucoma, while in the non-PEX group only 2.6% suffered glaucoma. PEX was also found to be positively associated with the risk for CAD among subjects 50 years or older. No association between CAD and glaucoma was found.
Conclusions: PEX syndrome constitutes a major glaucoma risk factor and a probable CAD risk factor. Patients with PEX should be informed and examined frequently as the risk is present throughout.
|
2 |
Χαρακτηρισμός μεταμοσχευμένων νευρικών βλαστικών κυττάρων σε μοντέλο μυός της νόσου του ParkinsonΖιαβρά, Δέσποινα 29 August 2008 (has links)
- / -
|
3 |
Nurr1 as a target to treat Parkinson's disease via computer-aided drug designΛιόντα, Ευανθία 05 February 2015 (has links)
Parkinson’s disease (PD) is a degressive, neurodegenerative disease that affects approximately four million people worldwide. The disease is characterized by the progressive loss of midbrain dopaminergic (DAergic) neurons, which are highly related with the motor control. As the disease progresses, movement disorders appear such as tremor, rigidity, and bradykinesia, but also disorders in speech and neuropsychiatric disturbances occur.Current therapies for PD focus on symptomatic treatment, while pharmacological methods to prevent or delay the degeneration of neurons have not been discovered yet.
The Nurr1 nuclear receptor, which is expressed predominantly in the substantia nigra of the midbrain, has emerged as a target for the treatment of Parkinson’s disease due to its neuroprotective action and contribution in DAergic neuron development. It has been shown that partial loss of Nurr1 function in people due to mutations leads to neuronal death. Thus, the reinforcement of Nurr1 operation via the discovery of novel potent agonists is imperative. Unfortunately, the accomplishment of this task is complicated as Nurr1 ligand binding domain (LBD) lacks a cavity for ligand binding due to the tight packing chains from several hydrophobic amino-acids in the region normally occupied by ligands in other nuclear receptors. However, the activation of Nurr1 can be feasible through heterodimer formation with Retinoid X Receptors (RXR) and especially with RXRα, which are all capable of binding ligands and therefore, mediate Nurr1 expression in midbrain. Therefore, we seek here to identify potent binders of RXRα as a means to increase Nurr1 levels.
Based on the fact that multiple RXRα receptor conformations exist depending on binding of RXRα to different heterodimerization partners, we aim to increase the specificity of identified binders for the heterodimer Nurr1/RXRα. For this purpose, we describe here a new computational protocol for the selection of RXRα receptor structures that is used to perform Structure-Based Virtual Screening (SBVS) calculations for the discovery of NURR1 activators.
In our study, we developed a computational protocol, where the choice of RXRα conformations for performing the SBVS is based on four criteria: (a) Pairwise comparison of the receptor conformations according to RMSD calculations, (b) analysis and clustering of RXRα structures comparing the binding-site shape and volume using SiteMap, (c) docking of a small-database of known actives for a specific heterodimer partner to the resulting shape-diverse subset of binding sites from (a) and (b) using Glide 5.8 SP and XP, and (d) retrieving representative protein conformations for the structure of interest from MD simulations using GROMACS. Virtual Screening was performed on three different subsets of RXRα receptor conformations, based on their binding to different heterodimerization partners. The final RXRα receptors to be used in SBVS were selected as mentioned above aiming to enhance the success rate and the selectivity of the hits.
The Maybridge Hitfinder and Zinc databases were used in this SBVS exercise by first applying the SP filter on the full database and then the XP filter on the top 10,000 compounds of the Maybridge database and the top 40,000 compounds of the ZINC database. Compounds were selected as follows: Molecules that scored high when docked in the RXRα protein ensemble that bind to the heterodimer partner of interest and at the same time scored low for RXRα structures that bind to heterodimer partners of no interest, were selected in order to achieve selectivity. The efficiect selection was also based on their different orientation at the binding site of the various RXRα structures and different interactions with specific surrounding residues in order to maximize their selectivity potential. Finally, a post-processing step was imposed to the top-scoring compounds by using Chembioserver and FAF-Drugs2 filtering tools as well as pharmacological property prediction with the QikProp software. In vitro agonism of these compounds is still pending experimental testing. The workflow of this protocol is shown in Fig. 1.
Figure 1: SBVS protocol developed for the discovery of novel selective Nurr1/RXRα agonists. / --
|
4 |
Κληρονομική μορφή της νόσου του ParkinsonΠαπαπετρόπουλος, Σπυρίδων 07 May 2010 (has links)
- / -
|
5 |
Τα συστατικά στοιχεία του συστήματος λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών ως κεντρικοί ρυθμιστές στην εμφάνιση της παχυσαρκίας και της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος σε πειραματικά μοντέλα ποντικώνΚαραβία, Ελένη 26 July 2013 (has links)
Στην παρούσα εργασία, μελετήσαμε την συνεισφορά των μεταβολικών μονοπατιών της HDL και των χυλομικρών/VLDL στην εμφάνιση της παχυσαρκίας, στις διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης, στην εναπόθεση των τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και στην ανάπτυξη της διατροφικά επαγόμενης μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (NAFLD). Έτσι, επιλέξαμε να εστιάσουμε στην μελέτη των απολιποπρωτεϊνών Α-Ι (apoA-I) και Ε (apoE) και του ενζύμου λεκιθινο-χοληστερολική ακυλοτρανσφεράση (LCAT). Η apoA-I αποτελεί το κύριο συστατικό των υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (HDL) και είναι υπεύθυνη για την σύνθεση τους, η LCAT εστεροποιεί την ελεύθερη χοληστερόλη των λιποπρωτεϊνών του πλάσματος και ευθύνεται για το σχηματισμό των ώριμων σωματιδίων HDL και η apoE συμμετέχει στον καταβολισμό των υπολειμμάτων των χυλομικρών, των πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (VLDL) και των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL) από την κυκλοφορία καθώς και στην de novo βιογένεση της HDL. Προκειμένου να μελετηθεί ο ρόλος αυτών των μορίων στις παραπάνω μεταβολικές διαταραχές, μελετήσαμε πειραματικά μοντέλα ποντικών με έλλειψη στα γονίδια αυτά. Συγκεκριμένα, ομάδες ποντικών με έλλειψη στο γονίδιο που κωδικοποιεί την apoA-I (apoA-I-/-), την LCAT (LCAT-/-), την apoE (apoE-/-) αλλά και μια ομάδα ποντικών που εκφράζουν το πλήρες γονιδίωμα (C57BL/6) τέθηκαν σε δίαιτα πλούσια σε λιπαρά (δίαιτα δυτικού τύπου) για 24 εβδομάδες και πραγματοποιήθηκαν ιστολογικές, βιοχημικές και κινητικές αναλύσεις.
Στα apoA-I-/- ποντίκια παρατηρήθηκε αύξηση του σωματικού βάρους, έντονη συσσώρευση τριγλυκεριδίων στο ήπαρ, διαταραγμένη ιστολογική εικόνα του ήπατος και ανάπτυξη διατροφικά επαγόμενης NAFLD όπως, επίσης, παρουσίασαν ανοχή στη γλυκόζη και αντίσταση στην ινσουλίνη. Επιπλέον, η ποσοτικοποίηση του mRNA των γονιδίων FASN, DGAT-1 και PPAR-γ απέκλεισε την de novo σύνθεση των λιπαρών οξέων και των τριγλυκεριδίων σαν πιθανή αιτία της εμφάνισης της νόσου στα apoA-I-/- ποντίκια. Παρόμοια το μεταβολικό προφίλ δεν ανέδειξε σημαντικές διαφορές στην ενεργειακή δαπάνη μεταξύ των apoA-I-/- και των C57BL/6 ποντικών. Επίσης, παρατηρήθηκε ενισχυμένη εντερική απορρόφηση, ταχύτερη κάθαρση των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων από την κυκλοφορία και μειωμένη ταχύτητα ηπατικής έκκρισης των πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (VLDL) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Γονιδιακή μεταφορά της apoA-IMilano μέσω αδενοϊού σε apoA-I-/- ποντίκια που έλαβαν δίαιτα δυτικού τύπου για 12 εβδομάδες, είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της συγκέντρωσης των ηπατικών τριγλυκεριδίων και την βελτίωση της ιστολογικής εικόνας και αρχιτεκτονικής του ήπατος. Τα ποντίκια αυτά λόγω της έλλειψης της apoA-I δεν συνθέτουν HDL, επομένως η απουσία της HDL σε συνδυασμό με δίαιτα πλούσια σε λιπαρά οδηγεί στην εμφάνιση παχυσαρκίας, διαταραχών στο μεταβολισμό της γλυκόζης και NAFLD.
Για να αξιολογήσουμε τη συνεισφορά της ποιότητας της HDL στην εμφάνιση των παραπάνω διαταραχών, μελετήσαμε LCAT-/- ποντίκια που διαθέτουν ¨ανώριμη¨ δισκοειδή HDL. Όπως και στα ποντίκια που δεν εκφράζουν την apoA-I, έτσι και σε αυτή την ομάδα παρατηρήθηκε σημαντική διατροφικά επαγόμενη εναπόθεση τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και διαταραγμένη ιστολογική εικόνα και αρχιτεκτονική του ήπατος. Αντιθέτως στα ποντίκια αυτά παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, τα LCAT-/- ποντίκια δεν παρουσίασαν διαταραχές στο μεταβολισμό της γλυκόζης ενώ οι κινητικές αναλύσεις έδειξαν ότι η απουσία της LCAT σχετίζεται με αυξημένη εντερική απορρόφηση των διατροφικών λιπιδίων, ταχύτερη κάθαρση των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων και μειωμένη ταχύτητα ηπατικής έκκρισης των VLDL σε σχέση με τα C57BL/6 ποντίκια. Γονιδιακή μεταφορά της LCAT μέσω αδενοϊού σε LCAT-/- ποντίκια που έλαβαν δίαιτα δυτικού τύπου για 12 εβδομάδες, είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση της συγκέντρωσης των ηπατικών τριγλυκεριδίων και την βελτίωση της ιστολογικής εικόνας και αρχιτεκτονικής του ήπατος.
Τα μέχρι τώρα δεδομένα μας λοιπόν υποδεικνύουν πως το μεταβολικό μονοπάτι της HDL είναι κεντρικός ρυθμιστής διαδικασιών σχετιζόμενων με την εναπόθεση διατροφικών τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και την εμφάνιση NAFLD. Επιπλέον, τα αποτελέσματα μας υποστηρίζουν πως η συνύπαρξη μειωμένης και πιθανόν δυσλειτουργικής HDL μαζί με NAFLD σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο δεν είναι μια απλή σύμπτωση αλλά υποδηλώνει μία ισχυρή μηχανιστική συσχέτιση ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις.
Προκειμένου να μελετηθεί ο ρόλος του μεταβολικού μονοπατιού των χυλομικρών, μελετήσαμε ποντίκια με έλλειψη στην apoE τα οποία καταβολίζουν βραδέως τα διατροφικά λιπίδια. Τα apoE-/- ποντίκια αντιστάθηκαν στην παχυσαρκία και στην εμφάνιση της διατροφικά επαγόμενης NAFLD σε σχέση με τα C57BL/6 ποντίκια. Επίσης, δεν παρουσίασαν διαταραχές στο μεταβολισμό της γλυκόζης και οι κινητικές αναλύσεις έδειξαν ότι είχαν βραδύτερη κάθαρση των μεταγευματικών τριγλυκεριδίων από την κυκλοφορία του αίματος. Θέλοντας να ερευνήσουμε και το ρόλο του υποδοχέα της LDL, πραγματοποιήθηκε μια σειρά ανάλογων πειραμάτων σε LDLr-/- ποντίκια που έλαβαν δίαιτα δυτικού τύπου για 24 εβδομάδες. Τα LDLr-/- ποντίκια είχαν σημαντική συσσώρευση τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και NAFLD προτείνοντας ότι η ηπατική συσσώρευση τριγλυκεριδίων μέσω της apoE είναι μια διαδικασία ανεξάρτητη από τον LDLr. Τα ευρήματα μας προτείνουν ένα νέο ρόλο κλειδί για την apoE ως ένας περιφερικός συντελεστής στην ομοιόσταση των ηπατικών λιπιδίων και στην ανάπτυξη της διατροφικά επαγόμενης NAFLD. Επιπλέον, δείχνουν ότι οι διαταραχές στο μεταβολικό μονοπάτι των χυλομικρών σχετίζονται άμεσα με την εμφάνιση της NAFLD.
Συμπερασματικά, το μεταβολικό σύστημα λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών φέρεται να κατέχει κεντρικό ρόλο στην εναπόθεση ηπατικών τριγλυκεριδίων και στην εμφάνιση της NAFLD. / In the present study, we investigated the contribution of HDL and the clylomicron/VLDL pathways in the development of obesity, glucose metabolism and diet-induced non alcoholic fatty liver disease (NAFLD). Thus, we chose to study apolipoproteins A-I (apoA-I) and E (apoE), as well as the enzyme lecithin:cholesterol acyltransferase (LCAT). ApoA-I is the main protein of high density lipoprotein (HDL) and is responsible for it’s synthesis, LCAT esterifies the free cholesterol of plasma lipoproteins and forms mature particles of HDL and apoE participates in the catabolism of chylomicrons, very low density lipoproteins (VLDL) and low density lipoproteins (LDL) and also participates in the de novo biogenesis of HDL. In an attempt to study the role of all these particles in the development of diet-induced NAFLD, apoA-I deficient, LCAT deficient, apoE deficient and control C57BL/6 mice were fed western-type diet (17.3% protein, 48.5% carbohydrate, 21.2% fat, 0.2% cholesterol, 4.5Kcal/g) for 24 weeks and their sensitivity towards NAFLD was assessed by histological and biochemical methods.
ApoA-I deficient (apoA-I-/-) mice showed increased body weight, increased diet-induced hepatic triglyceride deposition and disturbed hepatic histology while they exhibited reduced glucose tolerance and insulin sensitivity. Quantification of FASN, DGAT-1, and PPARγ mRNA expression suggested that the increased hepatic triglyceride content of the apoA-I-/- mice was not due to de novo synthesis of triglycerides. Similarly, metabolic profiling did not reveal differences in the energy expenditure between the two mouse groups. However, apoA-I-/- mice exhibited enhanced intestinal absorption of dietary triglycerides, accelerated clearance of postprandial triglycerides, and a reduced rate of hepatic VLDL triglyceride secretion. In agreement with these findings, adenovirus-mediated gene transfer of apoA-IMilano in apoA-I-/- mice fed western-type diet for 12 weeks resulted in a significant reduction in hepatic triglyceride content and an improvement of hepatic histology and architecture.
In order to evaluate the contribution of HDL quality in the development of the metabolic disturbances described above, we studied LCAT-/- mice which have immature discoidal HDL circulating in the plasma. Similarly to apoA-I-/- mice, in the LCAT-/- group we observed increased diet-induced hepatic triglyceride deposition and impaired hepatic histology and architecture. In contrast hoewever, these mice gained significantly more body weight, compared to the control group though they did not develop disturbances in their plasma glucose metabolism. Mechanistic analyses indicated that LCAT deficiency was associated with enhanced intestinal absorption of dietary triglycerides, accelerated clearance of postprandial triglycerides, and a reduced rate of hepatic very low density lipoprotein triglyceride secretion. No statistical difference in the average daily food consumption between mouse strains was observed. Adenovirus-mediated gene transfer of LCAT in LCAT-/- mice that were fed western-type diet for 12 weeks resulted in a significant reduction in hepatic triglyceride content and a great improvement of hepatic histology and architecture.
Taken together, these data suggested that HDL metabolic pathway is a central modulator of processes associated with diet-induced hepatic lipid deposition and NAFLD development. Furthermore, our results sypport that the the coexistence of reduced and possibly dysfunctional HDL with NAFLD in patients with metabolic syndrome is not a mere coincidence, rather indicates a strong mechanistic link between these two conditions.
In order to study the role of the chylomicron metabolic pathway, we employed apoE-deficient mice, which show a very slow catabolism of dietary lipids. Our data indicate that the apoE-/- mice are resistant to obesity and to diet-induced NAFLD compared to control C57BL/6 mice and they don’t reveal disturbances in the glucose metabolism. In an attempt to identify the molecular basis for this phenomenon biochemical and kinetic analyses revealed that apoE-/- mice displayed a significantly delayed post-prandial triglyceride clearance from their plasma. In contrast to apoE-/- mice, LDLr-/- mice fed western-type diet for 24 weeks developed significant accumulation of hepatic triglycerides and NAFLD suggesting that the apoE-mediated hepatic triglyceride accumulation in mice is independent of the LDLr. Our findings suggest a new role of apoE as key peripheral contributor to hepatic lipid homeostasis and the development of diet-induced NAFLD. Furthermore, they show that the disturbances in the metabolic pathway of chylomicron are related, directly, with the development of NAFLD.
Overall, our findings reinforce our initial hypothesis that the transport of dietary lipids from the intestine to the liver plays a central role to the deposition of triglycerides in the liver and the development of NAFLD.
|
6 |
Μεταβολή των λεμφοκυτταρικών τύπων στη νεφρική νόσοΜαρινάκη, Ελένη 11 October 2013 (has links)
Κάθε χρόνο τα άτομα που υποφέρουν από κάποιας μορφής νεφρική νόσο αυξάνονται παρά τις εξελίξεις στον τομέα της ιατρικής. Έχει παρατηρηθεί ότι η νεφρική νόσος, στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε νεφρική ανεπάρκεια, είτε με πιο αργούς είτε με πιο γρήγορους ρυθμούς. Η νεφρική ανεπάρκεια αντιμετωπίζεται είτε με αιμοκάθαρση είτε με μεταμόσχευση. Το ανοσοποιητικό σύστημα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην αντιμετώπιση όσο και στη πρόοδο των διάφορων μορφών νεφρικής νόσου. Ωστόσο, οι διάφοροι λεμφοκυτταρικοί τύποι, και ιδιαίτερα αυτοί της φυσικής ανοσίας, δεν έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα και πολλές φορές από τις λίγες μελέτες που υπάρχουν προκύπτουν αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Η μελέτη μας επικεντρώθηκε στα Τ, στα ΝΚ και στα ΝΚ-Τ λεμφοκύτταρα. Επιλέξαμε να ερευνήσουμε αρχικά και τελικά στάδια νεφρικής νόσου. Έτσι οι ασθενείς κατηγοριοποιούνται σε τρεις ομάδες: ασθενείς με σπειραμαρονεφρίτιδα (αρχικό στάδιο), ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση και μεταμοσχευμένοι ασθενείς (τελικά στάδια). Σε κάθε πείραμα γίνεται σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου (control, που αποτελείται από υγιή άτομα).
Στην περίπτωση της σπειραματονεφρίδας παρατηρήθηκαν φυσιολογικά ποσοστά των λεμφοκυτταρικών τύπων και της έκφρασης του NKG2D υποδοχέα. Παρατηρήθηκε, όμως, αυξημένη έκφραση του TNF-α. Στην περίπτωση της αιμοκάθαρσης αν και παρατηρήθηκε μειωμένο ποσοστό ΝΚ και Τ κυττάρων, βρέθηκε ότι παρουσιάζουν αυξημένη κυτταροτοξικότητα και λειτουργικότητα. Αυτό φαίνεται και από την αύξηση στην έκφραση του CD107α και από την αύξηση στη συγκέντρωση του TNF-α. Όσον αφορά τα ΝΚ-Τ κύτταρα, αν και το ποσοστό τους είναι φυσιολογικό, εμφανίζουν αυξημένη έκφραση του υποδοχέα NKG2D. Τέλος, όσον αφορά την ομάδα των μεταμοσχευμένων ασθενών, δεν παρατηρήθηκε μεταβολή στο ποσοστό των Τ και των ΝΚ-Τ κυττάρων. Όταν όμως οι ασθενείς κατηγοριοποιούνται με βάση την φαρμακευτική αγωγή, το ποσοστό των ΝΚ-Τ κυττάρων είναι αυξημένο σε ασθενείς που τους χορηγείται κυκλοσπορίνη. Επίσης, η έκφραση του υποδοχέα NKG2D είναι φυσιολογική και στις δύο κατηγορίες λεμφοκυττάρων. Από την άλλη, αν και το ποσοστό των ΝΚ κυττάρων μειώνεται, αυτά εμφανίζουν φυσιολογική λειτουργικότητα και κυτταροτοξικότητα, όπως φαίνεται από τη φυσιολογική έκφραση του NKG2D υποδοχέα, της πρωτεΐνης CD107α και του TNF-α. / Every year, people who suffer from some form of kidney disease are increasing despite advances in medicine. It has been observed that the kidney disease, in most cases might progress to renal failure, either slower or faster. The renal failure is treated either by hemodialysis or renal transplantation. The immune system plays an important role in the treatment and in the progression of various forms of renal disease. However, the various types of lymphocytes, and especially those of innate immunity have not been widely studied and often the few studies that exist result in conflicting results.
Our study focused on T, NK and NK-T lymphocytes. We chose to investigate initial and final stages of renal disease. Patients were categorized into three groups: patients with glomerulonephritis (initial stage), patients on dialysis and transplanted patients (final stages). In each experiment patients were compared with a control group consisting of healthy individuals.
In the case of glomerulonephritis, we observed normal percentages of the lymphocyte population examined and normal expression of the NKG2D receptor, as well as increased expression of TNF-α. In the case of hemodialysis, NK and T cell percentages were reduced, while NK cells exhibited enhanced cytotoxicity and functionality. This was shown by the increase in the expression of CD107α and by the increase in the concentration of TNF-α. Regarding the NK-T cells, although their percentage was normal, they showed increased expression of NKG2D receptor. Finally, concerning the group of transplanted patients, no change was observed in the percentage of T and NK-T cells. However, when patients were categorized based on the medication, the percentage of NK-T cells was increased in patients receiving cyclosporine. In addition, the expression of NKG2D receptor was normal on T and NK-T cells. On the other hand, although the percentage of NK cells was reduced, those cells exhibited normal functionality and cytotoxicity, as shown by the normal expression of NKG2D receptor, CD107α protein and TNF-α.
|
7 |
Επίδραση της χρόνιας ντοπαμινεργικής εκφύλισης στη φωσφορυλίωση των υποδοχέων γλουταμινικού οξέος : Μελέτη σε γενετικό μοντέλο παρκινσονισμού / Effect of chronic dopaminergic degeneration on glutamate receptor phosphorylation : Study on genetic model of parkinsonismΚουτσοκέρα, Μαρία 09 December 2013 (has links)
Ο μυς weaver αποτελεί ένα γενετικό ζωϊκό μοντέλο της νόσου Parkinson που χαρακτηρίζεται από προοδευτική εκφύλιση των κυττάρων της μελαινοραβδωτής ντοπαμινεργικής οδού. Η μεταβολή της γλουταμινεργικής διαβίβασης στο κύκλωμα των βασικών γαγγλίων ως απόκριση στη ντοπαμινεργική εκφύλιση έχει προταθεί ότι εμπλέκεται στην παθοφυσιολογία της νόσου Parkinson. Οι ιδιότητες των υποδοχέων του γλουταμινικού εξαρτώνται από τη σύνθεση των υπομονάδων τους και τη φωσφορυλίωσή αυτών, καθώς και από τη σύνθεση του πρωτεϊνικού συμπλόκου που σχηματίζεται ενδοκυττάρια μετά την ενεργοποίηση των υποδοχέων, μέρος του οποίου είναι η ασβεστιοεξαρτώμενη κινάση της καλμοδουλίνης ΙΙ (CaMKII), ένα μόριο σημαντικό στη συναπτική πλαστικότητα.
Στην παρούσα διατριβή μελετήσαμε, με την μέθοδο της ανοσοαποτύπωσης, σε ολικό ομογενοποίημα ραβδωτού μυών weaver και φυσιολογικών, τις αλλαγές που παρατηρούνται στην πρωτεϊνική έκφραση και φωσφορυλίωση των υπομονάδων των υποδοχέων του γλουταμινικού και της αCaMKII στις ηλικίες των 3 και 6 μηνών. Στην ηλικία των 3 μηνών αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση στους μύες weaver σε σχέση με τους φυσιολογικούς των πρωτεϊνικών επιπέδων των υπομονάδων GluN2A και GluN2B του υποδοχέα NMDA κατά 74% και 92% και της υπομονάδας GluA1 του υποδοχέα AMPA κατά 108%. Στην ηλικία των 6 μηνών, δεν ανευρέθησαν αλλαγές στο ραβδωτό των μυών weaver στα επίπεδα έκφρασης των GluN2A και GluA1, ενώ παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση της GluN2B κατά 21%. Επιπλέον, στην ηλικία των 3 μηνών αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση των επιπέδων φωσφορυλίωσης της GluN2B στη σερίνη 1303 κατά 40% και της GluA1 στις σερίνες 831 και 845 κατά 40% και 38%, αντίστοιχα, στους μύες weaver σε σχέση με τους φυσιολογικούς, ενώ στην ηλικία των 6 μηνών αύξηση της φωσφορυλιωμένης GluN2B κατά 22%. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματά μας ανέδειξαν στο ραβδωτό των μυών weaver στατιστικά σημαντική αύξηση της φωσφoρυλίωσης της αCaMKII στη θρεονίνη 286 κατά 176%, ενώ τα επίπεδα της ολικής CaMKII δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά είτε στους 3 είτε στους 6 μήνες.
Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι διακριτοί βαθμοί εκφύλισης των ντοπαμινεργικών νευρώνων επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο την έκφραση και φωσφορυλίωση των υποδοχέων γλουταμινικού και της αCaMKII στο ραβδωτό. Τα ευρήματα σε αυτό το γενετικό παρκινσονικό μοντέλο προτείνουν ότι η γλουταμινεργική διαβίβαση στο ραβδωτό παίζει πιθανά σημαντικό ρόλο στη συναπτική πλαστικότητα και στην κινητική συμπεριφορά, που έπονται της σταδιακής και χρόνιας έλλειψης ντοπαμίνης στη νόσο Parkinson, με βιοχημικά επακόλουθα πέρα από αυτά που παρατηρούνται στα οξέα τοξικά μοντέλα. / Weaver mutant mouse is a valuable tool to further our understanding of Parkinson’s disease (PD) pathogenesis since dopaminergic neurons of the nigro-striatal pathway undergo spontaneous and progressive cell death. Abnormalities in striatal glutamate transmission as a response to dopaminergic degenaration have been associated with the pathophysiology of Parkinson disease. The physiological properties of glutamate receptors depend on their subunit composition and phosphorylation along with the composition of the protein complex formed downstream of receptor activation, where α-subunit of calcium–calmodulin-dependent protein kinase II (αCaMKII), a molecule important to synaptic plasticity, participates.
In the present study, using immuoblotting in total striatal homogenate, we investigated the changes in protein expression and phosphorylation of glutamate receptor subunits and αCaMKII at the end of the third and sixth postnatal month. We found increased expression levels of GluN2A and GluN2B subunits of NMDA receptors and GluA1 subunit of AMPA receptors by 74%, 92% and 108% in the 3-month-old weaver striatum compared to control. In the 6-month-old weaver striatum, no changes were detected in GluN2A and GluA1 expression levels, whereas GluN2B showed a 21% statistically significant increase. Our results also indicated increased phosphorylations of GluN2B at serine 1303 by 40% and GluA1 at serines 831 and 845 by 40% and 38% in the 3-month-old and increased GluN2B phosphorylation by 22% in the 6-month-old weaver striatum compared to control. Furthermore, our results showed increased pCaMKIIThr286 phosphorylation by 176% in the 6 month-old weaver striatum, while total CaMKII protein levels were not altered at either 3- or 6-month-old weaver.
Our results indicate that distinct degrees of DA neuron degeneration differentially affect expression and phosphorylation of striatal glutamate receptors and αCaMKII. Findings on this genetic parkinsonian model suggest that striatal glutamatergic signaling may play an important role in synaptic plasticity and motor behavior that follow progressive and chronic dopamine depletion in PD with biochemical consequences beyond those seen in acute toxic models.
|
8 |
Μηχανισμοί νευροεκφύλισης και νευροπροστασίας μετά από τη χορήγηση νευροστεροειδών σε παρκινσονικά μοντέλαΜούρτζη, Θεοδώρα 29 April 2014 (has links)
Η Νόσος του Πάρκινσον αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη νευροεκφυλιστική ασθένεια μετά τη νόσο του Αλτσχάιμερ, η οποία εμφανίζεται στο 2% των ανθρώπων άνω των 65 ετών. Η μέχρι στιγμής αντιμετώπισή της περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη χορήγηση του προδρόμου μορίου της ντοπαμίνης L-DOPA, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινητικών προβλημάτων της ασθένειας, η οποία επιφέρει όμως ισχυρές παρενέργειες. Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμη η εύρεση νευροπροστατευτικών ουσιών οι οποίες θα καθυστερούν ή θα αναστέλλουν την εξέλιξη της νόσου, με τις ελάχιστες δυνατές παρενέργειες.
Ο μυς weaver, φέρει μία αυτοσωμική υπολειπόμενη μετάλλαξη στο γονίδιο Girk2 και αποτελεί το μοναδικό γενετικό μοντέλο της νόσου του Πάρκινσον, το οποίο εμφανίζει προοδευτική απώλεια των ντοπαμινεργικών νευρώνων της μέλαινας ουσίας, η οποία συμβαίνει ενδογενώς. Για το λόγο αυτό θεωρείται ιδανικό για μελέτες νευροπροστασίας.
Τόσο in vitro, όσο και in vivo μελέτες στο μοντέλο weaver αλλά και σε άλλα παρκινσονικά μοντέλα (συμπεριλαμβανομένων προηγούμενων αποτελεσμάτων της ομάδας μας, (Διδακτορική Διατριβή Κωνσταντίνου Μποτσάκη, Σεπτέμβριος 2013) αναδεικνύουν ότι το ενδογενές νευροστεροειδές δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA), καθώς και ο θειικός της εστέρας (DHEA-S) ασκούν ισχυρότατη νευροπροστατευτική δράση στους ντοπαμινεργικούς νευρώνες της μέλαινας ουσίας των παρκινσονικών αυτών ζώων. Επιπλέον, το συνθετικό ανάλογο του DHEA 17β-spiro[5-androstene-17,20-oxiran]-3β-ol (ΒΝΝ-50), το οποίο δεν μεταβολίζεται ενδογενώς σε οιστρογόνα (και θα μπορούσε κατά συνέπεια να είναι κατάλληλο για κλινική χρήση), φαίνεται να ασκεί την ίδια νευροπροστατευτική επίδραση στους ντοπαμινεργικούς νευρώνες της μέλαινας ουσίας των ομοζυγωτικών μυών weaver (Δ.Δ Κωνσταντίνου Μποτσάκη, Σεπτέμβριος 2013), αλλά και σε κυτταροκαλλιέργειες PC12 κυττάρων.
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση του μηχανισμού δράσης των νευροπροστατευτικών αυτών ουσιών. Για το λόγο αυτό διερευνήθηκε η πιθανή αντιαποπτωτική δράση των DHEA-S και ΒΝΝ-50, μέσω προσδιορισμού του λόγου των επιπέδων της αντιαποπτωτικής πρωτεΐνης Bcl-2 προς τα επίπεδα της προαποπτωτικής πρωτεΐνης Bax. Ο προσδιορισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στο μεσεγκέφαλο φυσιολογικών μυών και μυών weaver ηλικίας Ρ21 ημερών, μετά από χρόνια χορήγηση των νευροστεροειδών (από την Ρ1 έως την Ρ21). Επιπλέον, διερευνήθηκε η πιθανή αντιοξειδωτική δράση του νευροστεροειδούς ΒΝΝ-50, μέσω του προσδιορισμού της ελεύθερης (frMDA) και προσδεδεμένης σε πρωτεΐνες (prMDA) μαλονικής διαλδεΰδης, στο μεσεγκέφαλο φυσιολογικών μυών και μυών weaver ηλικίας Ρ21 ημερών, μετά από χρόνια χορήγηση του αναλόγου (από την Ρ1 έως την Ρ21).
Τα αποτελέσματα ανέδειξαν ότι τόσο το DHEA-S, όσο και το BNN-50 ασκούν ισχυρή αντιαποπτωτική δράση στο μεσεγκέφαλο των μυών weaver, αυξάνοντας τον λόγο Bcl-2/Bax (o οποίος εμφανίζεται μειωμένος στo μεσεγκέφαλο των wv/wv ζώων, σε σχέση με τα φυσιολογικά ζώα) κατά 74% και 83% αντίστοιχα, σε σχέση με τα weaver μύες που έλαβαν φυσιολογικό ορό. Η δράση αυτή επιτυχάνεται με διαφορετικό τρόπο, ανάμεσα στα δύο νευροστεροειδή. Πιο συγκεκριμένα, το DHEA-S επαναφέρει πλήρως τα μειωμένα επίπεδα της αντιαποπτωτικής πρωτεΐνης Bcl-2 στo μεσεγκέφαλο των wv/wv ζώων χωρίς να επηρεάζει τα επίπεδα της προαποπτωτικής πρωτεΐνης Bax, ενώ το ΒΝΝ-50 επαναφέρει πλήρως τα αυξημένα επίπεδα της προαποπτωτικής πρωτεΐνης Βax στo μεσεγκέφαλο των wv/wv ζώων, χωρίς να επηρεάζει τα επίπεδα της αντιαποπτωτικής πρωτεΐνης Bcl-2.
Επιπλέον, κατέστει σαφές ότι το στεροειδές ΒΝΝ-50 κατέχει και αντιοξειδωτική δράση, αφού επάγει τη δραματική μείωση των επιπέδων της ολικής μαλονικής διαλδεΰδης, τελικού προϊόντος της υπεροξείδωσης των λιπιδίων που εμφανίζεται αυξημένη στo μεσεγκέφαλο των wv/wv ζώων, φέρνοντάς τα κοντά στα φυσιολογικά επίπεδα. Η μείωση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των επιπέδων της προσδεδεμένης σε πρωτεΐνες και όχι της ελεύθερης ΜDA, πιθανότατα λόγω της πολύ μεγαλύτερης αύξησης της πρώτης σε σχέση με τη δεύτερη, στο μεσεγκέφαλο των ομοζυγωτικών weaver μυών. Τα παραπάνω αποτελέσματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα νευροστεροειδή DHEA-S και ΒΝΝ-50 ασκούν τη νευροπροστατευτική τους επίδραση δρώντας πλειοτροπικά, τουλάχιστον μέσω δύο γραμμών δράσης, της αντιαποπτωτικής και αντιοξειδωτικής. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς για πρώτη φορά, γίνεται μελέτη του μηχανισμού της δράσης του στεροειδούς ΒΝΝ-50 in vivo. Καθώς το BNN-50 δεν μεταβολίζεται ενδογενώς σε φυλετικές ορμόνες, και θα μπορούσε συνεπώς να είναι κατάλληλο για κλινική χρήση, κρίνεται απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση του μηχανισμού δράσης του, ώστε να διευκρινιστεί η πιθανή ικανότητα χρήσης του για αντιμετώπιση της σοβαρής αυτής νόσου, μελλοντικά. / Parkinson’s Disease is the second most common neurodegenerative disease, affecting about 2% of the population aged over 65 years old. The most common treatment of the disease until now, is the administration of L-DOPA, a dopamine precursor, in order to reduce the locomotive defects caused by the disease, a drug that causes severe side effects. Hence, the discovery of neuroprotective compounds that can prohibit or at least prolong the progression of the disease is highly required.
The weaver mouse carries an autosomic recessive mutation at the Girk-2 gene and consists the only non-invasive genetic model of Parkinson’s Disease that exhibits progressive neurodegeneration of the nigrostriatal dopaminergic neurons. Thus, it is ideal for neuroprotection studies.
The endogenous neurosteroif dehydroepiandrosterone (DHEA) as well as its sulphated ester (DHEA-S) exhibit a significant neuroprotective effect on the dopaminergic neurons of the weaver mouse (K. Botsakis phD thesis, 2013), as well as in other in vitro and in vivo studies. Additionally, the synthetic analogue of DHEA 17β-spiro[5-androstene-17,20-oxiran]-3β-ol (BNN-50), that is not metabolized to estrogens in vivo, exhibits the same neuroprotective effect on the dopaminergic neurons of the weaver mouse as DHEA-S (K. Botsakis phD thesis, 2013) as well as in PC12 cell cultures.
The aim of this study was the investigation of the mechanism of action of DHEA-S and BNN-50 in vivo. To that extend, we investigated the possible antiapoptotic action of DHEA-S and BNN -50 by determining the ratio of the levels of the antiapoptotic protein Bcl-2 to the levels of pro-apoptotic protein Bax. The assay was performed in the midbrain of control mice and omozygous weaver mice at P21, after chronic administration of neurosteroids ( from P1 to P21 ) . Furthermore , we investigated the potential antioxidant properties of the neurosteroid BNN -50 , through the determination of free (frMDA) and protein-bound (prMDA) malonic dialdeyde in the midbrain of control mice and omozygous weaver mice at P21 after chronic administration of analogue ( from P1 to P21 ) .
The results revealed that DHEA-S as well as the BNN-50 exert a very important antiapoptotic action in the weaver mouse midbrain, increasing the ratio of Bcl-2/Bax (that is reduced in the midbrain of the wv / wv animals, compared to control) by 74 % and 83 % respectively, compared with the weaver mice that received saline. This antiapoptotic action is achieved in different ways for the two neurosteroids . More specifically, DHEA-S fully restore the reduced levels of the antiapoptotic protein Bcl-2 in the wv/wv midbrain, without affecting the levels of the proapoptotic protein Bax, while the BNN -50 fully restored the elevated levels of proapoptotic protein Bax in the wv/wv midbrain, without affecting the levels of the antiapoptotic protein Bcl-2.
Moreover , it became clear that the steroid BNN -50 possesses significant antioxidant activity, inducing a dramatic reduction in the levels of total MDA , the end product of lipid peroxidation that is displayed increased in the wv/wv midbrain, bringing the MDA level almost to control. The decrease is due to the reduction of the levels of protein-bound and not free MDA , probably due to the much higher increase of the first than the second , in the midbrain of homozygous weaver mice . The aforementioned results suggest that thee neurosteroids DHEA-S and BNN -50 exert their neuroprotective effects by acting pleiotropically , at least through two lines of action, one antiapoptotic and one antioxidant . This is particularly important because for the first time , there is a study of the mechanism of action of steroid BNN -50 in vivo. As BNN-50 is not metabolized endogenously in sex hormones , it could therefore be suitable for clinical use. Hence, it is necessary to further investigate the mechanism of action of the steroid, in order to clarify its possible usability for treating this serious disease in the future .
|
9 |
Μελέτες αιμάτωσης εγκεφάλου και ακεραιότητας της μελανοραβδωτής οδού σε παρκινσονικούς ασθενείςΠασχάλη, Άννα 09 October 2009 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν 15 ασθενείς με νόσο Parkinson (8 γυναίκες, 7 άνδρες, μέσος όρος ηλικίας τα 62χρόνια, μέση διάρκεια της νόσου από τη διάγνωση τα 11 χρόνια), σε διάφορα στάδια της νόσου (τέσσερις ασθενείς σταδίου 2, δύο ασθενείς σταδίου 2.5, 2 ασθενείς σταδίου 3, πέντε ασθενείς σταδίου 4, ένας σταδίου 4.5 και ένας ασθενής σταδίου 5 κατά Hoehn & Yahr ). Και στους 15 ασθενείς πραγματοποιήθηκε διπλός απεικονιστικός έλεγχος με τομογραφία εκπομπής μονήρους φωτονίου (SPECT). Στην πρώτη SPECT απεικόνιση μελετούμε τον βαθμό της ακεραιότητας της μελανοραβδωτής οδού, με τη χρήση ειδικού ραδιοφαρμάκου που προσδένεται εκλεκτικά στον μεταφορέα της ντοπαμίνης (DA Transporter – DAT). Στη δεύτερη SPECT απεικόνιση μελετούμε την αιματική εγκεφαλική ροή των ασθενών σε συνθήκες ηρεμίας, η οποία αντικατοπτρίζει και το βαθμό μεταβολικής ενεργότητας της κάθε περιοχής του εγκεφάλου. Για την αντικειμενική εκτίμηση της μελέτης αιμάτωσης πραγματοποιήθηκε στατιστική παραμετρική σύγκριση με βάση δεδομένων φυσιολογικών ατόμων της ίδιας ηλικίας. Σκοπός μας ήταν να δούμε ποιες περιοχές του εγκεφάλου υποαιματώνονται και συνεπώς επηρεάζονται, στη νόσο του Parkinson. Πράγματι είδαμε ότι η διαταραχή που προκαλείται στο κύκλωμα των βασικών γαγγλίων από την έλλειψη της ντοπαμίνης (DA), προκαλεί διαταραχές στη φλοιοραβδωτή οδό κάτι που αντικατοπτρίζεται στην υποαμάτωση κυρίως του μετωπιαίου λοβού και ειδικότερα της προκινητικής και συμπληρωματικής περιοχής και των συνειρμικών περιοχών του μετωπιαίου λοβού. Επίσης στα πιο προχωρημένα στάδια της νόσου, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική υποαιμάτωση και σε περιοχές του βρεγματικού και κροταφικού λοβού. Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά και μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τα κινητικά και μη-κινητικά συμπτώματα (διαταραχές της νόησης) στη συγκεκριμένη νόσο. / In the present study we examined 15 Parkinson disease patients (8 females, 7 males, mean age = 62years, mean duration of the disease from diagnosis = 11years) in various stages (according to Hoehn & Yahr staging system) of the disease (stage2: 4 pts, stage2.5: 2 pts, stage3: 2pts, stage 4: 5pts, stage 4.5:1pt, stage 5: 1 pt). Each patient underwent two different SPECT studies. First was performed a SPECT study with the radiopharmaceutical DaTSCAN, that is specifically bind to the Dopamine Transporter (DAT), a protein on the presynaptic dopaminergic nerve terminal. In that way we can image and also quantify the degeneration of the nigrostriatal pathway, that is afflicted in PD. Secondly we performed a brain perfusion SPECT study with the radiopharmaceutical ECD, in order to find out if there were regions of hypoperfusion in the cerebral cortex of the patients. We used an objective and dependable statistical program that enables the comparison of each perfusion study with an age-matched data base o normal perfusions. We found in all 15 patients statistically significant differences in areas of Frontal lobes and especially in the PRE-SMA (pre-motor and supplementary motor cortex) and association areas of frontal cortex. In progressive stages of the disease there were also other areas of the cerebral cortex hypoperfused (parietal and temporal lobes). These findings seem to be very useful for better understanding motor and non-motor (cognitive and affective) symptoms in PD.
|
10 |
Διαδερμική αγγειοπλαστική (PTA) επιπολής μηριαίας αρτηρίας : πρόληψη επαναστένωσης με ακτινοθεραπείαΖαμπάκης, Πέτρος Ε. 23 January 2009 (has links)
Σκοπός της πρόδρομης αυτής τυχαιοποιημένης μελέτης ήταν να εκτιμήσουμε
την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής ακτινοβόλησης και την
προφυλακτική της δράση στην μείωση της επαναστένωσης του αυλού της
επιπολής μηριαίας αρτηρίας μετά από αγγειοπλαστική και τοποθέτηση
μεταλλικής ενδοπρόθεσης (stent). Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση ή
απόφραξη της επιπολής μηριαίας αρτηρίας, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε
διαδερμική αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent για την
αποκατάσταση του προβλήματός τους, και τυχαιοποιήθηκαν σε δυο ομάδες.
Οι ασθενείς της πρώτης ομάδας υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική με μπαλόνι
και τοποθέτηση stent στην περιοχή της στένωσης ή της απόφραξης χωρίς να
υποβληθούν σε εξωτερική ακτινοβόληση της περιοχής.
Οι ασθενείς της δεύτερης ομάδας, 24 ώρες μετά την αγγειοπλαστική με
μπαλόνι και τοποθέτηση stent στην περιοχή της στένωσης ή της απόφραξης, υποβλήθηκαν σε εξωτερική ακτινοβόληση στην περιοχή, με συνολικά
χορηγούμενη δόση 24Gy που δόθηκαν σε 6 συνεδρίες ανά 48 ώρες.
Μετά το τέλος της ακτινοβόλησης οι ασθενείς παρακολουθούνταν ανά τακτά
χρονικά διαστήματα. Η συνολική διάρκεια παρακολούθησης ήταν 1 έτος, με
τελικό σημείο αξιολόγησης το 1 έτος. / Purpose: To evaluate the long-term results of external beam irradiation (EBI), for the
prevention of neointimal hyperplasia, after percutaneous transluminal angioplasty (PTA) and
stenting of the superficial femoral artery.
Materials and methods: A prospective randomised study was conducted from November
2000 to February 2002. A total of 60 patients who suffered from superficial femoral artery
stenoses or short occlusions included in this study. Following successful post-angioplasty
stenting, patients were randomly assigned in two groups and thirty of them received external
beam irradiation (6 MV photons, total dose of 24 Gy in 6 fractions,during a 2 week period) at
the stented area (EBI group) while the rest thirty received no radiation therapy (Control
group).All patients were advised to receive anti-platelet therapy.
Results and conclusions: Radiation therapy was technically feasible in all patients, without radiation related side effects. Statistically significant differences (p<0,05) observed at the 1-
year follow-up concerning the primary patency (66% for the irradiated patients vs 33% for
the control patients) and re-intervention rates (40% for the irradiated patients vs 70% for the control patients) between the two groups. Irradiated patients revealed re-stenotic lesions
mainly at the stent ends, while control group patients suffered extensive re-stenotic lesions
within the stent lumen and the stent ends.Our study suggests that EBI is feasible, safe and
effective method for the prevention of neointimal hyperplasia at the superficial femoral artery. Further studies are deemed necessary to optimize the radiation dose and the number of fractions.
|
Page generated in 0.0409 seconds