• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 22
  • 1
  • Tagged with
  • 23
  • 19
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
21

Επίδραση ψυχοκινητικής αγωγής με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού στην ανάπτυξη νηπίων με και χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες / The effect of psychomotor education with elements of dramatical play on preschoolers' development with and without special educational needs

Σπανάκη, Ειρήνη 05 February 2015 (has links)
Στην προσχολική παιδαγωγική, το σώμα του παιδιού αποτελεί το μέσο για την ολοκλήρωση της ολόπλευρης και ισόρροπης ανάπτυξής του. Το παιδί ολοκληρώνει τη συνολική ανάπτυξή του, καθώς εξελίσσεται το σώμα του· εξέλιξη που επηρεάζει και τη μαθησιακή και κοινωνικο- συναισθηματική ζωή του και, εν συνεχεία, κατά πολύ την ακαδημαϊκή του πορεία (Ευαγγελινού & Παππά, 2002). Σε κάθε κινητική δραστηριότητα, άλλωστε, συμμετέχει πάντα ολόκληρο το άτομο με αποτέλεσμα οι κινήσεις του να έχουν συναισθηματικές, νοητικές και κοινωνικές προεκτάσεις (Zimmer, 2007). Η διδασκαλία της ψυχοκινητικής αγωγής (ΨΑ) στηρίζει τις βάσεις της στα γενικά αναλυτικά προγράμματα του Νηπιαγωγείου, δίνοντας έμφαση στην ολόπλευρη ανάπτυξη των νηπίων, μέσα από τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες τους. Από τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα ερευνητικής δραστηριότητας, η ψυχοκινητική αγωγή έχει ευεργετική επίδραση στις κινητικές δεξιότητες των μαθητών και υποστηρίζει σημαντικά εκείνους που παρουσιάζουν φτωχή κινητική απόδοση ή αναπτυξιακές διαταραχές (Cooley, Oakman, McNaughton & Ryska, 1997; Hamilton, Goodway & Haubensticker, 1999; Karabourniotis, Evaggelinou, Tzetzis & Kourtessis, 2002; Rintala, Pienimäki, Ahonen, Cantell & Kooistra, 1998; Σπανάκη, 2008; Σπανάκη, Σκορδίλης & Βενετσάνου, 2010; Zimmer, Christoforidis, Xanthi, Aggeloussis & Kambas, 2008; Venetsanou, Kambas, Sagioti, Giannakidou, 2009). Παράλληλα, στο χώρο του Νηπιαγωγείου, μεγάλη αξία έχουν οι δραστηριότητες που εμπεριέχουν τεχνικές θεατρικών δράσεων, καθώς υποστηρίζουν την ομαλή ένταξη του νηπίου στην ομάδα του Νηπιαγωγείου και την κοινωνικοποίησή του και αναπτύσσουν τις δεξιότητές του, που εξελίσσονται σε αυτήν την ηλικία (Μπουρνέλη, 2002). Σημαντικός, όμως, είναι ο ρόλος τους όσον αφορά την αντιμετώπιση μαθητών με κοινωνικο- συναισθηματικές και μαθησιακές δυσκολίες (Κουρετζής, 2008), με δυσκολίες προσαρμογής ακόμα και άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (Κουρκούτας, 2007; Λενακάκης, 2001). Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξέτασε την επίδραση ενός παρεμβατικού προγράμματος ΨΑ με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού στην κινητική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη μαθητών/τριών προσχολικής ηλικίας με ή χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η επίδραση του παραπάνω προγράμματος εξετάστηκε σε μαθητές γενικού σχολείου, σε μαθητές με κώφωση/ βαρηκοΐα, αλλά και σε μαθητές που φοιτούσαν σε τμήματα ένταξης ‘γενικού’ Νηπιαγωγείου. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 63 μαθητές/ τριες που φοιτούσαν σε Νηπιαγωγεία, Αθήνας και Ηρακλείου Κρήτης. Συγκεκριμένα: α) Ν = 13 από 2 Νηπιαγωγεία με μαθητές με κώφωση β) Ν = 41 από 2 Νηπιαγωγεία με μαθητές ‘γενικού’ πληθυσμού και γ) Ν = 9 από 2 Νηπιαγωγεία με μαθητές που φοιτούσαν σε τμήματα ένταξης. Με τυχαία δειγματοληψία, το ένα τμήμα Νηπιαγωγείου από κάθε ομάδα πληθυσμού αποτέλεσε την πειραματική ομάδα και το άλλο τμήμα την ομάδα ελέγχου, αντίστοιχα (Thomas & Nelson, 2003). Η αρχική αξιολόγηση συμπεριλάμβανε δοκιμασίες που αξιολογούσαν την κινητική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη όλων των συμμετεχόντων, με τη χρήση των ‘Bruininks- Oseretsky Test of Motor Proficiency’ (Bruininks, 1978), ‘ΑΘΗΝΑ τεστ’ (Παρασκευόπουλος & Παρασκευοπούλου, 2011), και το ‘Ερωτηματολόγιο Δια- προσωπικής και Ενδο- προσωπικής Προσαρμογής’ (ΕΔΕΠ) (Παρασκευόπουλος & Γιαννίτσας, 1999), για κάθε μία από τις παραπάνω αξιολογήσεις, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, σχεδιάστηκε το παρεμβατικό πρόγραμμα ΨΑ με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς των επιλεγμένων τμημάτων, για τις πειραματικές ομάδες. Το πρόγραμμα ΨΑ βασιζόταν στις εξατομικευμένες ανάγκες και δυνατότητες του κάθε μαθητή ξεχωριστά και εμπεριείχε δραστηριότητες προσαρμοσμένες στις αρχές ΨΑ της Zimmer (2007) σε συνδυασμό με στοιχεία θεατρικού παιχνιδιού και πραγματοποιήθηκε η υλοποίησή του στις πειραματικές ομάδες. Οι ομάδες ελέγχου ακολούθησαν το ημερήσιο πρόγραμμα του κάθε Νηπ/είου. Η πειραματική παρέμβαση είχε χρονική διάρκεια δυόμιση μήνες (10 εβδομάδες) συνολικά, με συχνότητα δύο φορές την εβδομάδα. Στο τέλος της παρέμβασης ακολούθησε η επαναξιολόγηση των συμμετεχόντων των δύο ομάδων, ως προς την κινητική, γνωστική και ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, με τα ίδια ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την αρχική αξιολόγηση. To Στατιστικό Πρόγραμμα των Κοινωνικών Επιστημών (Statistical Package for the Social Sciences, SPSS) (Norusis, 1993) χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της έρευνας. Συγκεκριμένα, τρεις ομάδες από παραγοντικές αναλύσεις διασποράς (2 x 2 ANOVAs) αξιολόγησαν την επίδραση του παρεμβατικού προγράμματος ΨΑ, στην κινητική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη μαθητών Νηπιαγωγείου. Στα αποτελέσματα της έρευνας υπήρξαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις παρεμβατικού προγράμματος και χρονικού σημείου μέτρησης σχετικά με τις κινητικές ικανότητες των τριών ομάδων μαθητών/τριών (‘γενικό’, κωφών και φοιτούντων σε τμήματα ένταξης). Επίσης, υπήρχαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις αναφορικά με τις γνωστικές δεξιότητες. Τα αποτελέσματα έδειξαν, επίσης, σημαντική αλληλεπίδραση στις ψυχοκοινωνικές δεξιότητες των συμμετεχόντων στην ομάδα του ‘γενικού’ πληθυσμού, ενώ δεν υπήρχε αντίστοιχη σημαντική αλληλεπίδραση για την ομάδα των κωφών και των μαθητών/τριών σε τμήματα ένταξης. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας παρουσιάζουν τη σημαντικότητα ψυχοκινητικών προγραμμάτων μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, προκειμένου να υποστηριχτεί ο μαθητής αναφορικά με την κινητική αλλά και τη γνωστική και την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Σύγχρονοι παιδαγωγοί οφείλουν να ενημερώνονται και να αξιοποιούν προγράμματα σαν το παρόν παρεμβατικό προκειμένου να στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση των δυνατοτήτων των μαθητών/τριών τους. Το κατάλληλο πρόγραμμα παρέμβασης στηριζόμενο στην ψυχοκινητική εκπαίδευση μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη και εξέλιξη του ατόμου συνολικά. Σημαντική, εξάλλου, είναι η πρώιμη ανίχνευση δυσκολιών και ο προσδιορισμός των ιδιαίτερων εκπαιδευτικών αναγκών του κάθε μαθητή, και, εν συνεχεία, ο σχεδιασμός παρεμβατικών προγραμμάτων κατάλληλων για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων και την κατάλληλη υποστήριξη. / In preschool pedagogy, child's body is the instrument for the integration of comprehensive and balanced development. Children complete their overall development, as their body evolves; this development affects their learning and socio-emotional life and, subsequently, to a large extent, their academic course. However, in several motor activities, the whole person is always involved and the movements have an emotional, cognitive and social implication. The teaching of psychomotor bases its foundation on the general curricula of kindergarten, emphasing in all-round growth of infants, through their specific educational needs. From the results of research activity up to now, psychomotor therapy has a beneficial effect on motor skills of students and supports significantly those who have poor motor performance or developmental disorders (Cooley, Oakman, McNaughton & Ryska, 1997; Hamilton, Goodway & Haubensticker, 1999; Karabourniotis, Evaggelinou, Tzetzis & Kourtessis, 2002; Rintala, Pienimäki, Ahonen, Cantell & Kooistra, 1998; Σπανάκη, 2008; Spanaki, Skordilis & Venetsanou, 2010; Zimmer, Christoforidis, Xanthi, Aggeloussis & Kambas, 2008; Venetsanou, Kambas, Sagioti, Giannakidou, 2009). Simultaneously, in the space of kindergarten, the activities with some technical theatrical actions have high value , as they support the smooth integration of infants in the nursery team and their socialization as well as develop their skills, which evolve in this age. However, their role as far as dealing with students facing socio- emotional or learning difficulties difficulties in adapting, even people with special educational needs can be considered really important. This thesis examined the effect of the intervention psychomotor program with elements of theatrical play in motor, cognitive and emotional development of preschoolers with and without special educational needs. The effect of this program was examined in public school students, students with deafness / hearing loss, but also in students attending integration classes in 'general' kindergarten. The sample consisted of two parts, from: a) 2 kindergartens with deaf students (N = 13), b) two kindergartens with pupils 'general' population (N = 41) and c) two kindergartens with students attending rehabilitation classes (N = 9). Through random sampling, the one part of each population group formed the experimental group and the other part the control group, respectively (random selection) (Thomas, & Nelson, 2003). The initial assessment included tests evaluating motor, cognitive and emotional development of all participants, using the ‘Bruininks-Oseretsky Test of Motor Proficiency’ (Bruininks, 1978), ‘Athena test’ (Paraskevopoulos & Paraskevopoulou, 2011), and ‘Questionnaire inter-personal and intra-personal adjustment’ (ALCO) (Paraskevopoulos & Giannitsas, 1999), each of the above evaluations, respectively. The design of the intervention program Psychomotor Education with signs of dramatic play was done in collaboration with the teachers of the selected sections, attended the experimental groups proceeded to execution. The psychomotor program was based on the individual needs and abilities of each student and included activities well adapted to the principles of PsA, according to Zimmer (2007), in combination with elements of theatrical game and was held in the groups that were selected as experimental groups randomly (Thomas, & Nelson, 2003). The groups remained as control groups OE followed the normal daily schedule of every kindergarten. The experimental intervention period lasted two and a half months (10 weeks) in total, with a frequency of two times a week. At the end of the experimental intervention, the reassessment of participants regarding kinetic, cognitive and emotional development, for all groups (experimental and control) followed, with the same research tools used for the initial evaluation. To Statistical Program of Social Sciences (Statistical Package for the Social Sciences, SPSS 13) was used for the purposes of research. Specifically, three 2x2 ANOVA analyses evaluated the effect of the intervention program on kinetics, cognitive and emotional development of kindergarten students. The survey results showed significant interactions existing between the experimental group and the time of assessment regarding the motor skills of all populations ('general', deaf and those attending inclusive classes). Moreover, there were significant interactions of the intervention program for the experimental group compared with the control group of all populations on cognitive skills. The results of the research also showed significant interaction to the psychosocial skills of participants in the group of 'general' population, while there was no significant interaction for the group of deaf and those attending inclusive classes, regarding psychosocial skills. The results of this study highlight the importance of psychomotor programs in the educational process in order to support students with respect to their motor, cognitive and psychosocial development. Modern educators should be informed and take advantage of programs like this intrusive one, in order to aim at further improvement of the capabilities of their students. The appropriate intervention program based on psychomotor education can affect the growth and development of the whole person. Besides, the early detection and identification of the difficulties as well as the special educational needs of each student, and, subsequently, the design of appropriate intervention programs to address the above with the appropriate support is a very important issue.
22

Promoting Community-Based Participation Interventions for Children and Youth with Neurodevelopmental Disorders. : A systematic literature review / Προάγωντας παρεμβάσεις της συμμετοχής με βάση την κοινότητα για παιδιά και εφήβους με νευροαναπτυξιακές διαταραχές. : Μία συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπιση.

Araniti, Aikaterini January 2020 (has links)
As every person has the right to participate in leisure, recreational and sports activities, children with disabilities have the same right to freely participate in the activities of their preference without restrictions. Community-based interventions aim to promote this right by modifying the whole environment or enhance the already existing onewith appropriate equipment. However, there is a lack of community-based interventions to promote participation in leisure activities for children and youth with neurodevelopmental disorders and physical disabilities. As a consequence, this systematic literature review aims to identify those community-based interventions and point out their characteristics that are described as effective concerning children’s and youth’s attendance, involvement and activity competence. Furthermore, it is crucial to specify whether those activities are based on children’s preferences. After a scholarly search, both quantitative and qualitative studies were evaluated. Six intervention studies were characterized as appropriate to be included in the review providing important information for those interventions approaches. A narrative analysis of the results was based on the Family Participation Related Construct (fPRC) theoretical framework. Results showed that interventions were based on the children’s and youth’s preferences and intervention referred to the environment rather than to the participants themselves. Furthermore, availability, accessibility, adaptability, acceptability and affordability were all considered in the intervention process while the modification or identification of appropriate environment played a vital role in the interventions’ implementation. However, despite the fact that studies aimed to increase participation, some of the used measurements focused on activity competence rather than participation. All the above were critically discussed, giving the incentive for further research implications in the emerged results. / Καθώς κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να συμμετέχει σε δραστηριότητες αναψυχής, ψυχαγωγίας και αθλητισμού, τα παιδιά με αναπηρία έχουν το ίδιο δικαίωμα να συμμετέχουν ελεύθερα στις δραστηριότητες της προτίμησής τους χωρίς περιορισμούς. Οι κοινοτικές παρεμβάσεις στοχεύουν στην προώθηση αυτού του δικαιώματος τροποποιώντας ολόκληρο το περιβάλλον ή ενισχύοντας το ήδη υπάρχον με κατάλληλο εξοπλισμό. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη κοινοτικών παρεμβάσεων για την προώθηση της συμμετοχής σε δραστηριότητες αναψυχής για παιδιά και νέους με νευροαναπτυξιακές διαταραχές και σωματικές αναπηρίες. Κατά συνέπεια, αυτή η συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση στοχεύει στον εντοπισμό αυτών των παρεμβάσεων που βασίζονται στην κοινότητα και επισημαίνει τα χαρακτηριστικά τους που περιγράφονται ως αποτελεσματικά όσον αφορά την παρουσία, τη συμμετοχή και τη δραστηριότητα των παιδιών και των νέων. Επιπλέον, είναι ζωτικής σημασίας να προσδιοριστεί εάν αυτές οι δραστηριότητες βασίζονται στις προτιμήσεις των παιδιών. Μετά από μια επιστημονική αναζήτηση, αξιολογήθηκαν τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές μελέτες. Έξι μελέτες παρέμβασης χαρακτηρίστηκαν κατάλληλες για να συμπεριληφθούν στην ανασκόπηση παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες για αυτές τις προσεγγίσεις παρεμβάσεων. Μια αφηγηματική ανάλυση των αποτελεσμάτων βασίστηκε στο θεωρητικό πλαίσιο Οικογενειακής Συμμετοχής Σχεδιασμού (fPRC). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παρεμβάσεις βασίστηκαν στις προτιμήσεις των παιδιών και των νέων και η παρέμβαση αναφέρεται στο περιβάλλον και όχι στους ίδιους τους συμμετέχοντες. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα, η προσβασιμότητα, η προσαρμοστικότητα, η αποδοχή και η προσιτή τιμή εξετάστηκαν στη διαδικασία παρέμβασης, ενώ η τροποποίηση ή ο προσδιορισμός του κατάλληλου περιβάλλοντος έπαιξε ζωτικό ρόλο στην υλοποίηση των παρεμβάσεων. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι μελέτες αποσκοπούσαν στην αύξηση της συμμετοχής, ορισμένες από τις μετρήσεις που χρησιμοποιήθηκαν επικεντρώθηκαν στην ικανότητα δραστηριότητας παρά στη συμμετοχή. Όλα τα παραπάνω συζητήθηκαν κριτικά, δίνοντας το κίνητρο για περαιτέρω ερευνητικές επιπτώσεις στα αποτελέσματα που προέκυψαν.
23

Απάντηση της αυξητικής ορμόνης μετά από προκλητή εξέταση με GHRH και GHRP-6 σε παιδιά με κλασσική ανεπάρκεια και με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της αυξητικής ορμόνης / Combined growth hormone-releasing hormone and growth hormone-releasing peptide-6 test for the evaluation of growth hormone secretion in children with growth hormone deficiency and growth hormone neurosecretory dysfunction

Παπαδημητρίου, Δημήτριος Θ. 27 April 2009 (has links)
Η προκλητή δοκιμασία με GHRH + GHRP-6 είναι ένα από τα πιο ισχυρά ερεθίσματα για την έκκριση της GH. Προκειμένου να εκτιμηθεί η διαγνωστική της ικανότητα σε παιδιά με κλασσική ανεπάρκεια GH (Growth Hormone Deficiency, GHD) αλλά και με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της GH (GH Neurosecretory Dysfunction, GHND), 35 παιδιά με μέγιστη απάντηση της GH < 10 μg/L μετά από πρόκληση με levo-dopa/κλονιδίνη (GHD), 15 με φυσιολογική απάντηση στις προκλητές εξετάσεις αλλά παθολογική αυτόνομη 24ωρη έκκριση της GH (GHND) και 20 φυσιολογικοί μάρτυρες έλαβαν 1 μg/kg GHRH και GHRP-6 i.v. και η GH μετρήθηκε στο χρόνο -15΄, 0΄, 5΄, 10΄, 15΄, 30΄, 45΄, 60΄. Έξι ασθενείς δεν απάντησαν στην συνδυασμένη προκλητή εξέταση με GHRH και GHRP-6 (μη αποκριτές), με σημαντικά χαμηλότερη μέγιστη τιμή GH: 20.7 μg/L (7.8-31.8) από τους μάρτυρες και τους υπόλοιπους ασθενείς (αποκριτές). Η απάντηση της GH (μg/L) ήταν παρόμοια μεταξύ των προεφηβικών μαρτύρων: 167±88, των προεφηβικών παιδιών με κλασσική ανεπάρκεια: 202±110 και των προεφηβικών παιδιών με νευροεκκριτική δυσλειτουργία της GH: 155±83. Οι εφηβικοί μάρτυρες είχαν υψηλότερη απάντηση: 328±149 από τους εφηβικούς ασθενείς με GHD: 203±105 και GHND: 186±105. Ενώ οι εφηβικοί μάρτυρες είχαν υψηλότερη απάντηση GH από τους προεφηβικούς, οι εφηβικοί και προεφηβικοί ασθενείς και των δύο ομάδων (GHD και GHND) είχαν παρόμοια μέγιστη απάντηση GH. Tα δεδομένα της μελέτης επιβεβαιώνουν ότι ο συνδυασμός GHRH και GHRP-6 είναι ένα ισχυρό ερέθισμα για την έκκριση της GH που μπορεί να κινητοποιήσει τα υποφυσιακά αποθέματα αυξητικής ορμόνης σε παιδιά που παρουσιάζουν τόσο κλινικά, όσο και βιοχημικά χαρακτηριστικά ανεπάρκειας αυξητικής ορμόνης. Πρόκειται για μία ασφαλή και σύντομη δοκιμασία χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες για τα παιδιά, η οποία μπορεί να διακρίνει τους ασθενείς με σημαντική έκπτωση των υποφυσιακών αποθεμάτων αλλά και εκκριτικής ικανότητας της GH, που παρουσιάζουν και την πιο σημαντική ανεπάρκεια στην αύξηση. Είναι πιθανό οι ασθενείς «αποκριτές» να παρουσιάζουν υποθαλαμική δυσλειτουργία στη νευρορύθμιση της έκκρισης της GH και να μπορούν να απαντήσουν θεραπευτικά σε συνθετικά εκλυταγωγά της GH.Κατά συνέπεια, η εξέταση με GHRH+GHRP-6 μπορεί να χρησιμεύσει στην επιλογή ασθενών όχι μόνο με ανεπάρκεια GH αλλά και με άλλες διαταραχές της αύξησης με θεραπευτική ένδειξη τη χορήγηση GH, οι οποίοι θα μπορούσαν να απαντήσουν στη χορήγηση συνθετικών εκλυταγωγών της GH. Περαιτέρω μελέτες χρειάζονται για να απαντήσουν στα πολύ σημαντικά αυτά κλινικά ερωτήματα. / The combined growth hormone-releasing hormone and growth hormone-releasing peptide-6 (GHRH + GHRP-6) test is most potent in evaluating GH secretion. The aim of this research was to assess its capability in children with GH deficiency and low spontaneous GH secretion (GH neurosecretory dysfunction). Thirty-five children with GH <10 ng/ml after levo-dopa/clonidine (GHD), 15 with normal provocative tests but abnormal 24-hour spontaneous GH secretion (GHND), and 20 controls (C) were given 1 μg/kg of GHRH and GHRP-6 i.v. and GH (ng/ml) was measured at -15, 0, 5, 10, 15, 30, 45 and 60 min. Six were non-responders to the combined test, with significantly lower peak GH 20.7 (7.8-31.8) than C and the rest of the patients (responders). Peak GH was similar between prepubertal (PP) controls 167 +/- 88, GHD 202 +/- 110 and GHND 155 +/- 83. Pubertal (P) controls had higher peak GH 328 +/- 149 than P-GHD 203 +/- 105 and P-GHND 186 +/- 105. While P-C had higher peak GH than PP-C, PP and P children had similar responses within the GHD and GHND groups. The GHRH + GHRP-6 test detects children with severe GH insufficiency. Patients with GHD respond similarly to those with GHND, indicating a possible hypothalamic GH neuroregulatory dysfunction in GHD. Responders to the combined test may be eligible for treatment with a synthetic GH secretagogue.

Page generated in 0.0209 seconds