Spelling suggestions: "subject:"συμπεράσματα"" "subject:"συμπερασματικά""
1 |
Μελέτη της σχέσης της πρόδρομης συμπτωματολογίας με τη βαρύτητα και τον τύπο ψυχοπαθολογίας στην ενεργό φάση της σχιζοφρένειαςΜούκας, Γεώργιος Π. 09 October 2009 (has links)
Προδρομικές και αναδρομικές μελέτες έχουν κατά το παρελθόν αναδείξει ένα ευρύ φάσμα προδρόμων συμπτωμάτων. Ωστόσο η σχέση των
προδρόμων αυτών συμπτωμάτων με αυτά της ενεργού ψύχωσης δεν έχει
διερευνηθεί επαρκώς.
Σε 73 νοσηλευθέντες ασθενείς με σχιζοφρένεια στο πρώτο ή το δεύτερο
ψυχωτικό επεισόδιο και με διάρκεια νόσου ≤ 3 έτη (DSM-IV-TR, Axis I
διάγνωση), μετρήθηκε η βαρύτητα του επεισοδίου με τη χρήση της
Κλίμακας για το Αρνητικό και το Θετικό σύνδρομο (PANSS), εντός 5
ημερών από τη έναρξη του επεισοδίου. Αναζητήθηκαν επίσης
αναδρομικά τα πρόδρομα συμπτώματα της νόσου.
Η ανάλυση με κατά βήματα παλινδρόμηση έδειξε ότι 8 πρόδρομα
συμπτώματα έφεραν αυξημένο κίνδυνο για υψηλή τιμή PANSS (ολική
ή/και υποκλίμακες ), ανεξάρτητα του φύλου, ενώ ένα σύμπτωμα
συσχετίστηκε με ήπια ψυχοπαθολογία. Ωστόσο τα αρνητικά και τα
θετικά-αποδιοργανωτικά πρόδρομα συμπτώματα δεν συσχετίζονταν με
τα αντίστοιχα συστατικά της PANSS. Παρόμοια ευρήματα
παρατηρήθηκαν στους μη παρανοϊκούς ασθενείς, ενώ στους παρανοϊκούς
μόνο 2 μη ειδικά πρόδρομα συμπτώματα συσχετίστηκαν με υψηλή
ψυχοπαθολογία. Επίσης υπήρξαν σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στον
αριθμό των προδρόμων συμπτωμάτων και στα σκορ της PANSS (ολικής
κλίμακας, θετικής και γενικής υποκλίμακας) στους ασθενείς με μη
παρανοϊκό υπότυπο όχι όμως και στους ασθενείς με παρανοϊκό υπότυπο.
Συμπερασματικά αρκετά πρόδρομα συμπτώματα, αλλά και ο αριθμός
των συμπτωμάτων της πρόδρομης φάσης σχετίζεται με τη σοβαρότητα
της ψυχοπαθολογίας της ενεργού ψύχωσης. Στους μη παρανοϊκούς
ασθενείς υπάρχει συνέχεια στη μετάβαση από την προψυχωτική στη
ψυχωτική φάση, ενώ στους παρανοϊκούς η μετάβαση αυτή διακόπτεται. / Both retrospective and prospective studies have identified a broad spectrum of ‘‘prodromal’’ symptoms, but their relationship to those of frank psycho¬sis remains largely unexplored.
In 73 successive hospitalized schizophrenia patients in the first or second psychotic episode and with duration of illness ≤ 3years from the onset of psychosis were made DSM-IV-TR, Axis I, diagnoses. Also, within the first 5 days from the psychotic episode’s onset, symptom severity was assessed with the Positive and Negative Syndrome Scale (PANSS). Patients were interviewed for the presence of ‘‘prodromal’’ symptoms retrospectively.
Stepwise regression analyses showed that 8 prodromal symptoms carried an increased risk for high total PANSS and the components of the PANSS scores, independently of gender; one symptom was associated with mild psychopathology. However, the categories of negative and positive-disorganization prodromal symptoms were not associated with the corresponding PANSS components. Similar findings were observed in the nonpa¬ranoid patients, whereas in the paranoid only 2 nonspecific symptoms were associated with high PANSS psychopathology. Also, there were significant associations between number of prodromal symptoms and total PANSS and the subscales positive and general scores in the patients with the nonparanoid subtypes, but there were not such associations in those with the paranoid.
In conclusion several prodromal symptoms as well as the number of symptoms are associated with the severity of the psychopathology of frank psychosis. In the nonpa¬ranoid subtypes there is a continuance in the transition from the prepsychotic to the psychotic stage, whereas in the paranoid the transition appears to be disrupted.
|
2 |
Νοσηρότητα μετά από ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσειςΣπίνος, Παναγιώτης 28 February 2013 (has links)
Η συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου μετά από ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στις ανεπτυγμένες χώρες κυμαίνεται από 40% έως 80% κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τον τραυματισμό. Ωστόσο, σχεδόν το 50% των ασθενών αναφέρουν συμπτώματα έως και 3 μήνες μετά και το 10-15% από αυτούς για περισσότερο από ένα χρόνο. Οι ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και το μεταδιασεισικό σύνδρομο αποτελούν σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, μιας και το ποσοστό επαγγελματικής ανικανότητας που οφείλεται σε αυτά εκτιμάται από 12% για 2 μήνες έως και 20% για 1 χρόνο, με τον αντίστοιχο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά και να εκτιμηθεί η συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου σε έναν ενήλικο ελληνικό πληθυσμό, ταυτόχρονα με την καταγραφή των δημογραφικών στοιχείων και των παραμέτρων που αφορούν αποκλειστικά στις ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα.
Υλικό-Μέθοδοι: Η προοπτική αυτή μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, στη Δυτική Ελλάδα. Η συλλογή των ασθενών με ελαφρά κρανιοεγκεφαλική κάκωση ξεκίνησε τον Μάιο του 2006 και ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2008. Πεντακόσιοι τριάντα εννέα ασθενείς με ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κεφαλής συμπεριλήφθηκαν με τυχαία διαλογή στην μελέτη. Συνολικά, 223 ασθενείς (223/539: 41,5%) (άνδρες 63% και γυναίκες 37%) πληρούσαν τα κριτήρια του "Colorado Medical Society Guidelines" για τον καθορισμό της διάσεισης, με μέση ηλικία τα 30 έτη (εύρος: 18.5-57.5). Η παρακολούθηση των ασθενών συνεχίστηκε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων στους 1, 3 και 6 μήνες μετα-τραυματικά, οπότε ρωτήθηκαν εάν εμφάνισαν οποιοδήποτε από τα κοινά μεταδιασεισικά συμπτώματα (ICD-10 κριτήρια).
Αποτελέσματα: Το ποσοστό του μεταδιασεισικού συνδρόμου στο τέλος του πρώτου, του τρίτου και του έκτου μήνα μετά τον τραυματισμό υπολογίστηκε σε 10,3%, 6%, και 0,9%, αντίστοιχα, δηλαδή 4-8 φορές μικρότερο σε σχέση με τις άλλες μελέτες. Το μεταδιασεισικό σύνδρομο βρέθηκε να είναι συχνότερο μεταξύ των γυναικών (17%) και μεταξύ των ατόμων με αιμορραγική διάθεση (26%), σε σύγκριση με τους άνδρες και τους ασθενείς χωρίς διαταραχές πήξεως, αντίστοιχα. Επιπλέον, το μεταδιασεισικό σύνδρομο παρατηρήθηκε σε υψηλότερα ποσοστά σε ανθρώπους που υπέστησαν επίθεση ή κακοποίηση, σε σύγκριση με άλλου είδους ατυχήματα καθώς και σε ασθενείς με μετατραυματική ανοσμία. .
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματά μας βρίσκονται σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες άλλων ανεπτυγμένων χωρών, όπου η συχνότητα εμφάνισης του μεταδιασεισικού συνδρόμου ήταν αξιοσημείωτα υψηλή. Οι πολιτιστικές διαφορές όσον αφορά στα προσδοκώμενα συμπτώματα μετά την κάκωση, οι διαφορές στο νομικό πλαίσιο και το ασφαλιστικό καθεστώς μεταξύ των χωρών και η έλλειψη αξίωσης αποζημίωσης, θα μπορούσαν να εξηγήσουν το χαμηλό ποσοστό των χρόνιων συμπτωμάτων στους Έλληνες.
Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη προοπτική μελέτη για τον καθορισμό της επίπτωσης του μεταδιασεισικού συνδρόμου σε Έλληνες ενήλικες και η πρώτη που καταγράφει δημογραφικά στοιχεία και παραμέτρους που να αφορούν αποκλειστικά στις ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.
Τα συμπεράσματα αυτά , εάν επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες σειρές, θα μπορούσαν να εγείρουν ερωτήματα , όπως π.χ. ποιοι ασθενείς πάσχουν πραγματικά και εάν θα μπορούσε να αποφευχθεί η απουσία τους από την εργασία, μιας και το κόστος της χαμένης παραγωγικότητας λόγω του μεταδιασεισικού συνδρόμου στις ανεπτυγμένες χώρες φαίνεται να είναι ιδιαίτερα υψηλό. / The prevalence of postconcussion syndrome following mild traumatic brain injury in developed countries varies from 40% to 80% during the first weeks after injury. However, as many as 50% of patients report symptoms for up to 3 months and 10-15% of them for more than a year. Mild head injuries and postconcussion syndrome represent a very serious public health issue, as estimates of occupational disability range from 12% at 2 months to 20% at 1 year, with severe concomitant social and financial impact. The objective of this study is to determine the characteristics and estimate the prevalence of postconcussion syndrome in an adult Greek population and to reveal demographics and injury characteristics concerning exclusively mild head injuries in the same cohort.
Material-Methods: This prospective study was undertaken in the University Hospital of Patras in Western Greece. Recruitment of patients with mild traumatic brain injury began on May 2006 and finished on May 2008. Five hundred and thirty nine patients (539) with mild head injury were randomly recruited. Overall, 223 patients (223/539: 41,5%) (male 63% and female 37%) met the inclusion criteria of the ΄΄Colorado Medical Society Guidelines΄΄ for concussion, with median age 30 years (range: 18.5-57.5). The patients had a follow-up through telephone interviews at 1, 3 and 6 months post-injury and were asked about having any of the common postconcussion symptoms (ICD-10 criteria).
Results: The rate of postconcussion syndrome at the end of the first, third and sixth month post-injury, was estimated at 10.3%, 6%, and 0.9%, respectively, which was 4-8 time less than other studies. Postconcussion syndrome was found to be more frequent among women (17%) and among individuals with bleeding diathesis (26%), compared with men and patients without clotting disorders, respectively. In addition, postconcussion syndrome affected in higher rates people who sustained assaults in comparison with other types of accident and was also more frequent among patients with posttraumatic anosmia.
Conclusions: Our results are in contrast with previous studies in other developed countries, where the prevalence of the postconcussion syndrome was remarkably higher. The cultural differences regarding symptom expectation and the lack of compensation might explain the low rate of chronic symptoms in Greeks.
To our knowledge, this is the first prospective study to estimate the prevalence of postconcussion syndrome among Greek adults and also the first trial in recording demographics and injury characteristics concerning exclusively mild head injuries in the same cohort.
If further studies confirm our results in the future, reasonable queries could emerge, such as which patients really do suffer and whether their absence from work could have been avoided, as the cost of the lost productive work time after mild head injuries is extremely high.
|
3 |
Συγκριτική μελέτη παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξηςΣκώκου, Μαρία 17 September 2012 (has links)
Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και η συμπτωματολογία και της παρανοειδούς μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξης μελετήθηκαν σε 88 ασθενείς, που νοσηλεύθηκαν στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από 15-3-2005 έως 7-5-2008. Εξ’ αυτών, 60, 46 άνδρες και 14 γυναίκες, ενεφάνιζαν πρώιμη έναρξη της νόσου, πριν από την ηλικία των 30 ετών, ενώ 21, 8 άνδρες και 13 γυναίκες, ασθένησαν όψιμα, με έναρξη νόσου σε ηλικία ≥35 ετών.
Συνεκρίθησαν τα δημογραφικά στοιχεία, η συχνότητα κατάχρησης ή εξάρτησης τον καπνό, οινόπνευμα και κάνναβη, τα στοιχεία προνοσηρών διαταραχών προσωπικότητας, ο αριθμός και ο τύπος των προδρόμων συμπτωμάτων, η διάρκεια της πρόδρομης φάσης και η συμπτωματολογία της ενεργού φάσης μεταξύ των ασθενών πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά και χωριστά για τα δύο φύλα, καθώς και μεταξύ ανδρών και γυναικών, στις δύο ηλικιακές ομάδες. Οι κλίμακες που εφαρμόσθηκαν ήταν οι SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, καθώς και κλινική συνέντευξη για τα πρόδρομα συμπτώματα.
Τα στοιχεία αναλύθηκαν με τις στατιστικές δοκιμασίες Wilcoxon rank-sum και χ2.
Οι ασθενείς πρώιμης έναρξης, και ιδιαίτερα οι άνδρες, είχαν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν γεννηθεί σε αστική περιοχή σε σχέση με τους ασθενείς όψιμης έναρξης. Οι γυναίκες όψιμης έναρξης είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό έγγαμης συμβίωσης από όλες τις άλλες ομάδες.
Δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στη χρήση καπνού, οινοπνεύματος και κάνναβης μεταξύ των ομάδων πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά ή χωριστά στα δύο φύλα. Στην ομάδα πρώιμης έναρξης, οι άνδρες παρουσίαζαν σε μεγαλύτερη συχνότητα χρήση αλκοόλ και κάνναβης σε σχέση με τις γυναίκες. Παρομοίως, οι άνδρες όψιμης έναρξης κάπνιζαν και έτειναν να χρησιμοποιούν κάνναβη σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες.
Στην προνοσηρή περίοδο, οι πρώιμης έναρξης ασθενείς έχουν σημαντικά περισσότερα στοιχεία αποφευκτικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους όψιμης έναρξης. Αυτό το εύρημα πλησιάζει τη στατιστική σημαντικότητα και στο δείγμα των γυναικών. Οι ασθενείς όψιμης έναρξης, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών, εμφανίζουν στατιστικώς σημαντικά περισσότερα στοιχεία παθητικο-επιθετικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους ασθενείς πρώιμης έναρξης. Στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία σχιζότυπης και παρανοειδούς διαταραχής προσωπικότητας από τις γυναίκες, ενώ οι τελευταίες είχαν περισσότερα στοιχεία καταθλιπτικής διαταραχής προσωπικότητας. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία ιστριονικής, ναρκισσιστικής και αντικοινωνικής διαταραχής από τις γυναίκες.
Στην πρόδρομη φάση, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό αρνητικών συμπτωμάτων, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών. Στο συνολικό δείγμα, τα συμπτώματα της εκσεσημασμένης κοινωνικής απομόνωσης και της έκπτωσης της συγκέντρωσης παρατηρούνται σε στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη σε σχέση με την ομάδα όψιμης έναρξης. Στους ασθενείς που νόσησαν πρώιμα, οι γυναίκες είχαν μικρότερη διάρκεια πρόδρομης περιόδου από τους άνδρες.
Κατά την ενεργό φάση, η ομάδα πρώιμης έναρξης εμφάνιζε βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, καθώς και βαρύτερα τα συμπτώματα της έλλειψης αυθορμητισμού και των διαταραχών της βούλησης. Αντίθετα, οι ασθενείς όψιμης έναρξης έτειναν νε έχουν βαρύτερο το σύμπτωμα της καχυποψίας/ιδεών δίωξης. Στο δείγμα των ανδρών, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης είχαν στατιστικώς σημαντικά βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, συναισθηματική αμβλύτητα και έλλειψη αυθορμητισμού. Στο δείγμα των γυναικών δεν ανευρέθησαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες εμφάνιζαν σημαντικά βαρύτερες παραληρητικές ιδέες σε σχέση με τις γυναίκες. Ως προς την καταθλιπτική συμπτωματολογία, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων.
Συνολικά τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν την τροποποιητική επίδραση του φύλου και της ηλικίας έναρξης στην κλινική εμφάνιση της παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας, κατά την προνοσηρή περίοδο, πρόδρομη και ενεργό φάση, πιθανόν ως αποτέλεσμα των διεργασιών ανάπτυξης και ωρίμανσης του εγκεφάλου με την πάροδο της ηλικίας, στα δύο φύλα. / The demographic features and symptomatology of young and late onset paranoid schizophrenia were studied in a sample of 88 patients who were consecutively hospitalized in the Psychiatric Department of the University Hospital of Patras, from 3-15-2005 to 5-7-2008. The sample consisted of 60 patients, 46 men and 14 women, with young onset paranoid schizophrenia, before the age of 30, and 21 late onset patients, 8 men and 13 women, with onset of the illness after the age of 35 years old.
Demographic features, rates of smoking and alcohol and cannabis use, premorbid personality disorder features, the number and type of prodromal symptoms, the duration of the prodromal period and the symptomatologies of the active phase were compared between young and late onset groups, in the total sample and separately for the two sexes, and between the two sexes in each age group. SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, and a clinical interview for the prodromal symptoms were applied.
Statistical analysis was performed by applying the Wilcoxon rank-sum and chi-square tests.
Young onset patients, particularly men, were more likely to have been born in urban regions, compared with late onset patients. Late onset women were most frequently married, compared with all other groups.
There was not any significant difference regarding use of nicotine, alcohol or cannabis between young and late onset patients. In the young onset group, men more frequently used alcohol and cannabis than women. Similarly, late onset men smoked and tended to use cannabis more often than late onset women.
In the premorbid period, young onset patients have significantly more traits of avoidant personality disorder compared with late onset patients. This finding tended to be significant in the female sample, as well. Late onset patients had significantly more traits of passive-aggressive personality disorder than young onset patients, in the total and male sample. In the young onset group, men had significantly more traits of paranoid and schizotypal personality disorder than women, whereas women had more traits of the depressive personality disorder. In the late onset group, men had more histrionic, narcissistic and antisocial traits than women.
In the prodromal phase, young onset patients present with significantly more negative prodromal symptoms, in the total and the male sample. In the total sample, marked isolation and impairment of concentration are observed at a significantly higher rate in the young onset group, than in late onset patients. Also, in the young onset group, women had significantly shorter duration of prodromal period than men.
During the active phase, young onset patients had significantly heavier total score of negative symptomatology, heavier lack of spontaneity and heavier disturbances of volition. On the other hand, late onset patients tended to suffer from heavier suspiciousness/ideas of persecution. In the male sample, young onset patients had heavier total negative symptomatology, blunted affect and lack of spontaneity. There were not any significant differences in the female sample. In the late onset group, men had heavier delusions than women. There was not any significant difference regarding depressive symptoms among the groups.
Our findings indicate the modulatory effect of age of onset and sex on the clinical presentation of paranoid schizophrenia, in the premorbid period, prodromal and active phases, possibly following the developmental and maturational procedures that take place in the brain, throughout the life span, in the two sexes.
|
Page generated in 0.0398 seconds