• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 5
  • Tagged with
  • 5
  • 5
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτη της σχέσης της πρόδρομης συμπτωματολογίας με τη βαρύτητα και τον τύπο ψυχοπαθολογίας στην ενεργό φάση της σχιζοφρένειας

Μούκας, Γεώργιος Π. 09 October 2009 (has links)
Προδρομικές και αναδρομικές μελέτες έχουν κατά το παρελθόν αναδείξει ένα ευρύ φάσμα προδρόμων συμπτωμάτων. Ωστόσο η σχέση των προδρόμων αυτών συμπτωμάτων με αυτά της ενεργού ψύχωσης δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Σε 73 νοσηλευθέντες ασθενείς με σχιζοφρένεια στο πρώτο ή το δεύτερο ψυχωτικό επεισόδιο και με διάρκεια νόσου ≤ 3 έτη (DSM-IV-TR, Axis I διάγνωση), μετρήθηκε η βαρύτητα του επεισοδίου με τη χρήση της Κλίμακας για το Αρνητικό και το Θετικό σύνδρομο (PANSS), εντός 5 ημερών από τη έναρξη του επεισοδίου. Αναζητήθηκαν επίσης αναδρομικά τα πρόδρομα συμπτώματα της νόσου. Η ανάλυση με κατά βήματα παλινδρόμηση έδειξε ότι 8 πρόδρομα συμπτώματα έφεραν αυξημένο κίνδυνο για υψηλή τιμή PANSS (ολική ή/και υποκλίμακες ), ανεξάρτητα του φύλου, ενώ ένα σύμπτωμα συσχετίστηκε με ήπια ψυχοπαθολογία. Ωστόσο τα αρνητικά και τα θετικά-αποδιοργανωτικά πρόδρομα συμπτώματα δεν συσχετίζονταν με τα αντίστοιχα συστατικά της PANSS. Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν στους μη παρανοϊκούς ασθενείς, ενώ στους παρανοϊκούς μόνο 2 μη ειδικά πρόδρομα συμπτώματα συσχετίστηκαν με υψηλή ψυχοπαθολογία. Επίσης υπήρξαν σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στον αριθμό των προδρόμων συμπτωμάτων και στα σκορ της PANSS (ολικής κλίμακας, θετικής και γενικής υποκλίμακας) στους ασθενείς με μη παρανοϊκό υπότυπο όχι όμως και στους ασθενείς με παρανοϊκό υπότυπο. Συμπερασματικά αρκετά πρόδρομα συμπτώματα, αλλά και ο αριθμός των συμπτωμάτων της πρόδρομης φάσης σχετίζεται με τη σοβαρότητα της ψυχοπαθολογίας της ενεργού ψύχωσης. Στους μη παρανοϊκούς ασθενείς υπάρχει συνέχεια στη μετάβαση από την προψυχωτική στη ψυχωτική φάση, ενώ στους παρανοϊκούς η μετάβαση αυτή διακόπτεται. / Both retrospective and prospective studies have identified a broad spectrum of ‘‘prodromal’’ symptoms, but their relationship to those of frank psycho¬sis remains largely unexplored. In 73 successive hospitalized schizophrenia patients in the first or second psychotic episode and with duration of illness ≤ 3years from the onset of psychosis were made DSM-IV-TR, Axis I, diagnoses. Also, within the first 5 days from the psychotic episode’s onset, symptom severity was assessed with the Positive and Negative Syndrome Scale (PANSS). Patients were interviewed for the presence of ‘‘prodromal’’ symptoms retrospectively. Stepwise regression analyses showed that 8 prodromal symptoms carried an increased risk for high total PANSS and the components of the PANSS scores, independently of gender; one symptom was associated with mild psychopathology. However, the categories of negative and positive-disorganization prodromal symptoms were not associated with the corresponding PANSS components. Similar findings were observed in the nonpa¬ranoid patients, whereas in the paranoid only 2 nonspecific symptoms were associated with high PANSS psychopathology. Also, there were significant associations between number of prodromal symptoms and total PANSS and the subscales positive and general scores in the patients with the nonparanoid subtypes, but there were not such associations in those with the paranoid. In conclusion several prodromal symptoms as well as the number of symptoms are associated with the severity of the psychopathology of frank psychosis. In the nonpa¬ranoid subtypes there is a continuance in the transition from the prepsychotic to the psychotic stage, whereas in the paranoid the transition appears to be disrupted.
2

Ενδομήτρια έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, κίνδυνος εκδήλωσης σχιζοφρένειας και βαρύτητα θετικών/αρνητικών αποτελεσμάτων

Σταθοπούλου, Αναστασία 15 September 2014 (has links)
Η προγεννητική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου προκαλεί χρόνια εμβρυϊκή υποξία, απορρύθμιση της ομαλής λειτρουγίας του ενδοκρινικού συστήματος, και διαταραχή της νευροανάπτυξης του εμβρύου, η οποία σχετίζεται με εγκεφαλική δυσλειτουργία, τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν ευαλωτότητα για σχιζοφρένεια.. Συνολικά 212 ασθενείς με σχιζοφρένεια ηλικίας 14-30 ετών, και 212 αντίστοιχοι μάρτυρες μελετήθηκαν. Η προγεννητική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου των ασθενών με σχιζοφρένεια συγκρίθηκε με εκείνη των μαρτύρων εφαρμόζοντας ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης και έλεγχο για διάφορους παράγοντες που αλληλεπιδρούν και συμβάλλουν στην έκβαση της επίδρασης. Εστίες ενδιαφέροντος ήταν η σύγκριση της συχνότητας καπνίσματος της μητέρας και του πατέρα μεταξύ ασθενών και μαρτύρων, καθώς επίσης και η σοβαρότητα των θετικών και αρνητικών συμπτωμάτων μεταξύ των απογόνων καπνιζόντων και μη καπνιζόντων γονέων. Επιπλέον, διερευνήθηκε η σχετική συχνότητα των υποτύπων σχιζοφρένειας μεταξύ των ασθενών καπνιστών και μη καπνιστών γονέων. Μεταξύ των μητέρων των ασθενών με σχιζοφρένεια και των μαρτύρων, 92 (43,4%) και 46 (21,7%) κάπνιζαν, αντίστοιχα. Το κάπνισμα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη είχε μια σημαντικά μοναδική συνεισφορά στην αύξηση του κινδύνου για την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας (p = 0,001), καθώς και μεγαλύτερη σοβαρότητα των αρνητικών συμπτωμάτων (p = 0,023). Ταυτόχρονα, λογιστική ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι το κάπνισμα της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη είχε σημαντικά μοναδική συνεισφορά στην αύξηση κινδύνου για την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας με πιθανή αναλογία=2.32, 95%CI=1.41-3.81, p=0.001 και τη συχνότητα των μη-παρανοϊκών υποτύπων με πιθανή αναλογία= 2.94,95%CI=1.50-5.76, p=0.002. Το κάπνισμα του πατέρα δεν είχε σημαντική επίδραση στον κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας, ούτε στη σοβαρότητα των αρνητικών συμπτωμάτων. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θέτει τους απογόνους σε αυξημένο κίνδυνο για σχιζοφρένεια μετέπειτα στη ζωη τους, με αυξημένη σοβαρότητα των αρνητικών συμπτωμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία πρακτική του καπνίσματος κατά την εγκυμοσύνη, η έκθεση του εμβρύου στον καπνό θα μπορούσε να είναι ένας σημαντικός αποτρέψιμος τροποποιήσιμος νευροαναπτυξιακός παράγοντας που αυξάνει την ευαλωτότητα για την εκδήλωση σχιζοφρένειας. / Prenatal exposure to cigarette smoke causes chronic fetal hypoxia, dysregulation of endocrine equilibrium, and disruption of fetal neurodevelopment associated with brain malfunction, all of which potentially could induce vulnerability to schizophrenia. A total of 212 schizophrenia patients aged 14-30 years, and 212 matched controls were studied. Prenatal tobacco smoke exposure of the schizophrenia patients was compared to that of the normal controls by applying logistic regression analysis and controlling for several confounding factors The outcomes of interest were comparison of the frequency of maternal and paternal smoking between patients and controls as well as the severity of positive and negative symptoms between the offspring of smoking and nonsmoking parents. Furthermore, we investigated the relative frequency of subtypes of schizophrenia among offspring of smoking and non-smoking parent. Among the mothers of schizophrenia patients and controls, 92 (43.4%) and 46 (21.7%) smoked, respectively. Maternal smoking during pregnancy had a significant unique contribution on increasing the risk for development of schizophrenia (p=0.001), and a greater severity of negative symptoms (p=0.023). Simultaneously, logistic regression analysis showed that maternal smoking during pregnancy had significantly unique contribution to increased risk for the development of schizophrenia with possible ratio = 2.32, 95% CI = 1.41-3.81, p = 0.001 and frequency of non-paranoid subtypes as potential ratio = 2.94,95% CI = 1.50-5.76, p = 0.002. Paternal smoking did not have a significant effect on the risk of schizophrenia, or severity of negative symptoms. The findings suggest that maternal smoking during pregnancy puts offspring at an increased risk for later schizophrenia, with increased severity of negative symptoms. Given the wide practice of smoking during pregnancy, fetal exposure to tobacco smoke could be a major preventable neurodevelopmental factor that increases vulnerability to schizophrenia.
3

Αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρες αυτοκτονίας στην πρόδρομη και οξεία φάση ασθενών με σχιζοφρενικές διαταραχές

Ανδριόπουλος, Ιωάννης 03 October 2011 (has links)
Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για αυτοκτονικό ιδεασμό, απόπειρες αυτοκτονίας, και επιτυχημένες απόπειρες. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοκτονική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου της σχιζοφρένειας και μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της πρόδρομης αυτοκτονικής συμπεριφοράς και της αυτοκτονικότητας μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως δεν είχε μελετηθεί. 106 συνεχόμενες εισαγωγές ασθενών με πρόσφατη έναρξη σχιζοφρένειας εκτιμήθηκαν αναδρομικά για πρόδρομα συμπτώματα και αυτοκτονικότητα κατά τη διάρκεια της πρόδρομης φάσης καθώς και μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως. Επιπρόσθετα, 106 σταθμισμένοι μάρτυρες από το γενικό πληθυσμό εκτιμήθηκαν για αυτοκτονική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου με την πρόδρομη φάση του αντίστοιχου ασθενή. Αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρες αυτοκτονίας κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου βρέθηκαν στο 25.5% και 7.5% των ασθενών το οποίο είναι αντίστοιχα 3.8 φορές και 8 φορές πιο συχνό από ότι στους μάρτυρες. Οι ασθενείς με αυτοκτονική συμπεριφορά είχαν μεγαλύτερο αριθμό πρόδρομων συμπτωμάτων από ότι οι ασθενείς χωρίς αυτοκτονική συμπεριφορά. Η πρόδρομη καταθλιπτική διάθεση, η εκσεσημασμένη έκπτωση στη λειτουργικότητα, και το κάπνισμα καπνού βρέθηκαν να ασκούν ανεξάρτητη επίδραση στον αυτοκτονικό ιδεασμό, ενώ η καταθλιπτική διάθεση ήταν το πρόδρομο σύμπτωμα σημαντικά πιο συχνό στους ασθενείς με απόπειρες αυτοκτονίας. Οι απόπειρες αυτοκτονίας συσχετίστηκαν με πρώιμη έναρξη της πρόδρομης συμπτωματολογίας και της ενεργού ψυχώσεως. Όλοι οι ασθενείς με απόπειρα αυτοκτονίας στην πρόδρομη περίοδο ήταν καπνιστές. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός κατά τη διάρκεια της πρόδρομης φάσης είχε ισχυρή συσχέτιση με την δια βίου αυτοκτονικότητα μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως. Συμπερασματικά, η αυτοκτονική συμπεριφορά είναι αρκετά συχνή κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου. Ο συνδυασμός καπνίσματος, καταθλιπτικής διάθεσης, έκπτωσης λειτουργικότητας, και ενός μεγάλου αριθμού προδρόμων συμπτωμάτων, ειδικά σε ασθενείς με πρώιμη έναρξη συμπτωματολογίας, συνεπάγεται σημαντικά αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικού ιδεασμού. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτούν οι ασθενείς με αυτοκτονικό ιδεασμό κατά την πρόδρομη περίοδο μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως διότι ο κίνδυνος απόπειρας αυτοκτονίας είναι υψηλός. / Patients with schizophrenia are at high risk for suicide ideation, attempts and completed suicide. However, suicidal behavior during the prodromal phase of schizophrenia and a possible association between prodromal suicidal behavior and suicidality after the onset of overt psychosis are not studied. 106 consecutively admitted schizophrenia patients with recent onset were evaluated retrospectively for prodromal symptoms and suicidality during the prodromal phase and after the onset of frank psychosis. Additionally, 106 matched control subjects from the general population were evaluated for suicidality during the same age period of the prodromal phase of the corresponding patient. Suicide ideation and attempt during the prodromal period were reported in 25.5% and 7.5% of the patients that is 3.8-fold and 8-fold greater than in the controls, respectively. Patients with suicidal behavior experienced a greater number of prodromal symptoms than those without. Prodromal depressive mood, marked impairment in role functioning, and tobacco smoking exerted an independent effect on suicide ideation, whereas depressive mood was the symptom significantly more frequent in patients with suicide attempt. Suicide attempts were associated with an earlier onset of prodromal symptoms and frank psychosis. All patients with prodromal suicide attempts were cigarette smokers. Suicide ideation during the prodromal phase was strongly associated with lifetime suicidality after the onset of frank psychosis. In conclusion suicidal behavior is quite common during the prodromal period. The association of smoking, depressive mood, impaired functioning, and a large number of prodromal symptoms, particularly in patients with an early onset of symptoma¬tology carries a substantially increased risk for suicide ideation. Particular care is needed in patients with prodromal suicide ideation after the onset of frank psychosis because the risk to attempt suicide is high.
4

Συγκριτική μελέτη παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξης

Σκώκου, Μαρία 17 September 2012 (has links)
Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και η συμπτωματολογία και της παρανοειδούς μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξης μελετήθηκαν σε 88 ασθενείς, που νοσηλεύθηκαν στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από 15-3-2005 έως 7-5-2008. Εξ’ αυτών, 60, 46 άνδρες και 14 γυναίκες, ενεφάνιζαν πρώιμη έναρξη της νόσου, πριν από την ηλικία των 30 ετών, ενώ 21, 8 άνδρες και 13 γυναίκες, ασθένησαν όψιμα, με έναρξη νόσου σε ηλικία ≥35 ετών. Συνεκρίθησαν τα δημογραφικά στοιχεία, η συχνότητα κατάχρησης ή εξάρτησης τον καπνό, οινόπνευμα και κάνναβη, τα στοιχεία προνοσηρών διαταραχών προσωπικότητας, ο αριθμός και ο τύπος των προδρόμων συμπτωμάτων, η διάρκεια της πρόδρομης φάσης και η συμπτωματολογία της ενεργού φάσης μεταξύ των ασθενών πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά και χωριστά για τα δύο φύλα, καθώς και μεταξύ ανδρών και γυναικών, στις δύο ηλικιακές ομάδες. Οι κλίμακες που εφαρμόσθηκαν ήταν οι SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, καθώς και κλινική συνέντευξη για τα πρόδρομα συμπτώματα. Τα στοιχεία αναλύθηκαν με τις στατιστικές δοκιμασίες Wilcoxon rank-sum και χ2. Οι ασθενείς πρώιμης έναρξης, και ιδιαίτερα οι άνδρες, είχαν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν γεννηθεί σε αστική περιοχή σε σχέση με τους ασθενείς όψιμης έναρξης. Οι γυναίκες όψιμης έναρξης είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό έγγαμης συμβίωσης από όλες τις άλλες ομάδες. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στη χρήση καπνού, οινοπνεύματος και κάνναβης μεταξύ των ομάδων πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά ή χωριστά στα δύο φύλα. Στην ομάδα πρώιμης έναρξης, οι άνδρες παρουσίαζαν σε μεγαλύτερη συχνότητα χρήση αλκοόλ και κάνναβης σε σχέση με τις γυναίκες. Παρομοίως, οι άνδρες όψιμης έναρξης κάπνιζαν και έτειναν να χρησιμοποιούν κάνναβη σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες. Στην προνοσηρή περίοδο, οι πρώιμης έναρξης ασθενείς έχουν σημαντικά περισσότερα στοιχεία αποφευκτικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους όψιμης έναρξης. Αυτό το εύρημα πλησιάζει τη στατιστική σημαντικότητα και στο δείγμα των γυναικών. Οι ασθενείς όψιμης έναρξης, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών, εμφανίζουν στατιστικώς σημαντικά περισσότερα στοιχεία παθητικο-επιθετικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους ασθενείς πρώιμης έναρξης. Στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία σχιζότυπης και παρανοειδούς διαταραχής προσωπικότητας από τις γυναίκες, ενώ οι τελευταίες είχαν περισσότερα στοιχεία καταθλιπτικής διαταραχής προσωπικότητας. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία ιστριονικής, ναρκισσιστικής και αντικοινωνικής διαταραχής από τις γυναίκες. Στην πρόδρομη φάση, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό αρνητικών συμπτωμάτων, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών. Στο συνολικό δείγμα, τα συμπτώματα της εκσεσημασμένης κοινωνικής απομόνωσης και της έκπτωσης της συγκέντρωσης παρατηρούνται σε στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη σε σχέση με την ομάδα όψιμης έναρξης. Στους ασθενείς που νόσησαν πρώιμα, οι γυναίκες είχαν μικρότερη διάρκεια πρόδρομης περιόδου από τους άνδρες. Κατά την ενεργό φάση, η ομάδα πρώιμης έναρξης εμφάνιζε βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, καθώς και βαρύτερα τα συμπτώματα της έλλειψης αυθορμητισμού και των διαταραχών της βούλησης. Αντίθετα, οι ασθενείς όψιμης έναρξης έτειναν νε έχουν βαρύτερο το σύμπτωμα της καχυποψίας/ιδεών δίωξης. Στο δείγμα των ανδρών, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης είχαν στατιστικώς σημαντικά βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, συναισθηματική αμβλύτητα και έλλειψη αυθορμητισμού. Στο δείγμα των γυναικών δεν ανευρέθησαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες εμφάνιζαν σημαντικά βαρύτερες παραληρητικές ιδέες σε σχέση με τις γυναίκες. Ως προς την καταθλιπτική συμπτωματολογία, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων. Συνολικά τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν την τροποποιητική επίδραση του φύλου και της ηλικίας έναρξης στην κλινική εμφάνιση της παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας, κατά την προνοσηρή περίοδο, πρόδρομη και ενεργό φάση, πιθανόν ως αποτέλεσμα των διεργασιών ανάπτυξης και ωρίμανσης του εγκεφάλου με την πάροδο της ηλικίας, στα δύο φύλα. / The demographic features and symptomatology of young and late onset paranoid schizophrenia were studied in a sample of 88 patients who were consecutively hospitalized in the Psychiatric Department of the University Hospital of Patras, from 3-15-2005 to 5-7-2008. The sample consisted of 60 patients, 46 men and 14 women, with young onset paranoid schizophrenia, before the age of 30, and 21 late onset patients, 8 men and 13 women, with onset of the illness after the age of 35 years old. Demographic features, rates of smoking and alcohol and cannabis use, premorbid personality disorder features, the number and type of prodromal symptoms, the duration of the prodromal period and the symptomatologies of the active phase were compared between young and late onset groups, in the total sample and separately for the two sexes, and between the two sexes in each age group. SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, and a clinical interview for the prodromal symptoms were applied. Statistical analysis was performed by applying the Wilcoxon rank-sum and chi-square tests. Young onset patients, particularly men, were more likely to have been born in urban regions, compared with late onset patients. Late onset women were most frequently married, compared with all other groups. There was not any significant difference regarding use of nicotine, alcohol or cannabis between young and late onset patients. In the young onset group, men more frequently used alcohol and cannabis than women. Similarly, late onset men smoked and tended to use cannabis more often than late onset women. In the premorbid period, young onset patients have significantly more traits of avoidant personality disorder compared with late onset patients. This finding tended to be significant in the female sample, as well. Late onset patients had significantly more traits of passive-aggressive personality disorder than young onset patients, in the total and male sample. In the young onset group, men had significantly more traits of paranoid and schizotypal personality disorder than women, whereas women had more traits of the depressive personality disorder. In the late onset group, men had more histrionic, narcissistic and antisocial traits than women. In the prodromal phase, young onset patients present with significantly more negative prodromal symptoms, in the total and the male sample. In the total sample, marked isolation and impairment of concentration are observed at a significantly higher rate in the young onset group, than in late onset patients. Also, in the young onset group, women had significantly shorter duration of prodromal period than men. During the active phase, young onset patients had significantly heavier total score of negative symptomatology, heavier lack of spontaneity and heavier disturbances of volition. On the other hand, late onset patients tended to suffer from heavier suspiciousness/ideas of persecution. In the male sample, young onset patients had heavier total negative symptomatology, blunted affect and lack of spontaneity. There were not any significant differences in the female sample. In the late onset group, men had heavier delusions than women. There was not any significant difference regarding depressive symptoms among the groups. Our findings indicate the modulatory effect of age of onset and sex on the clinical presentation of paranoid schizophrenia, in the premorbid period, prodromal and active phases, possibly following the developmental and maturational procedures that take place in the brain, throughout the life span, in the two sexes.
5

Μελέτη κινητικών προκλητών δυναμικών με διακρανιακό μαγνητικό ερεθισμό σε ασθενείς με σχιζοφρένεια

Σούμπαση, Ευανθία 19 January 2010 (has links)
H TMS διακρίνεται έναντι άλλων εργαλείων απεικόνισης λόγω της ικανότητάς της να ενεργοποιεί νευρώνες σε επιλεγμένες φλοιϊκές περιοχές. Η παρούσα μελέτη προσπαθεί να διερευνήσει το νευροφυσιολογικό προφίλ της μυικής προκλητής απάντησης διάμεσου διακρανιακής μαγνητικής διέγερσης (TMS) σε ένα σεβαστό αριθμό ασθενών με σχιζοφρένεια υπό φαρμακευτική αγωγή. Σε 51 ασθενείς υπό φαρμακευτική αγωγή και διάγνωση σχιζοφρένειας και 51 υγιείς μάρτυρες απόλυτα σύμφωνους ως προς το φύλο, το ύψος και την ηλικία με τους ασθενείς που συμμετείχαν καταγράφηκαν κινητικά προκλητά δυναμικά (ΜΕΡ) από τον απαγωγό μυ του αντίχειρα μετά τον ερεθισμό του αντίπλευρου κινητικού φλοιού με ένα κυκλικό πηνίο. Μετρήθηκαν: w RMTh (resting motor threshold): Ο ουδός κινητικής ηρεμίας w SI-max (stimulus intensity for maximum MEP): Η ένταση ερεθίσματος που χρειάζεται για την καταγραφή του μέγιστου κινητικού προκλητού δυναμικού w Post-stimulus silent period: Την ανερέθιστη περίοδο που επάγεται μετά από ένα ερέθισμα που προκαλεί συγκεκριμένη μυική δραστηριότητα w MEP Latency: Λανθάνον χρόνος των κινητικών προκλητών δυναμικών MEP amplitude: Το εύρος των κινητικών προκλητών δυναμικών. Τα βασικά ευρήματα είναι η σαφώς υψηλότερη από τις φυσιολογικές τιμές, τιμή των RMTh και SI-max και τα δύο, ενδείξεις νευρωνικής ευοδωτικής δραστηριότητας στους ασθενείς σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Ειδικότερα στην ομάδα των ασθενών που βρίσκονται σε θεραπεία με ζιπρασιδόνη παρουσιάστηκε το υψηλότερο SI-max και στα δύο ημισφαίρια και το υψηλότερο RMTh στο αριστερό ημισφαίριο. Οι ασθενείς στην ομάδα που ελάμβαναν ολανζαπίνη παρουσίασαν το χαμηλότερο RMTh για το αριστερό ημισφαίριο και αυτοί σε θεραπεία με κουατιεπίινη παρουσίασαν τιμές ανάμεσα στις τιμές των δύο προηγούμενων ομάδων. Όταν χρησιμοποιήθηκε ένταση ερεθίσματος (SI) σχετικής τιμής με το RMTh, η ανερέθιστη περίοδος βρέθηκε μεγαλύτερη στους ασθενείς από ότι στους μάρτυρες ενώ δεν παρατηρήθηκε καμία διαφορά ανάμεσα στις δύο μεγάλες ομάδες ασθενών και μαρτύρων όταν χρησιμοποιήθηκε σταθερής έντασης ερέθισμα (SI). Συμπεράναμε, ότι οι αλλαγές στις παραμέτρους που μετρήθηκαν, μπορούν να εξηγηθούν από βασικές μεταβολές της ενδοφλοιϊκής ευοδωτικής κινητικής δραστηριότητας που ακολουθείται από διαφοροποιήσεις της φλοιϊκής αναστολής, οι οποίες μπορούν να αποδοθούν είτε στην σχιζοφρένεια είτε στην φαρμακευτική αγωγή ή στην αλληλεπίδρασή τους. / Trancranial magnetic stimulation (TMS) provides a non-invasive means for exploring physiological alterations of central motor control in a variety of neuropsychiatric diseases. The present study aimed to assess the neurophysiological profile of muscle evoked responses to a standard TMS procedure in a considerable number of medicated patients with schizophrenia. Fifty-one patients with diagnosis of schizophrenia and 51 sex- and age-matched healthy subjects were enrolled in the study. Motor evoked potential (MEP) from abductor pollicis brevis muscle was elicited by stimulation of the contralateral motor cortex with a circular coil. The hot-spot was marked. Were measured: ¨ the resting motor threshold (RMTh), ¨ the stimulus intensity for maximum MEP (SI-max), ¨ the post-stimulus silent period of voluntary muscle activity and ¨ MEP latency and amplitude. The main findings were the significantly higher than normal values for RMTh and SI-max, which are both indices of neuronal excitability. In particular, patients who had ziprasidone in their therapeutic regimen demonstrated the highest SI-max for both hemispheres and highest RMTh for left hemisphere, patients receiving olanzapine demonstrated the lowest RMTh for left hemisphere and those on quetiapine showed intermediate values. Silent period was longer in the patients as opposed to controls when a RMTh-related SI was used and did not differ between the two groups when a fixed SI was used. We concluded that the observed TMS changes could be interpreted by primary alterations of intracortical motor excitability followed by defects of cortical inhibition and should be attributed to schizophrenia, antipsychotic medication or the interaction between both factors.

Page generated in 0.0312 seconds