• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • 1
  • Tagged with
  • 5
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτη της σχέσης της πρόδρομης συμπτωματολογίας με τη βαρύτητα και τον τύπο ψυχοπαθολογίας στην ενεργό φάση της σχιζοφρένειας

Μούκας, Γεώργιος Π. 09 October 2009 (has links)
Προδρομικές και αναδρομικές μελέτες έχουν κατά το παρελθόν αναδείξει ένα ευρύ φάσμα προδρόμων συμπτωμάτων. Ωστόσο η σχέση των προδρόμων αυτών συμπτωμάτων με αυτά της ενεργού ψύχωσης δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Σε 73 νοσηλευθέντες ασθενείς με σχιζοφρένεια στο πρώτο ή το δεύτερο ψυχωτικό επεισόδιο και με διάρκεια νόσου ≤ 3 έτη (DSM-IV-TR, Axis I διάγνωση), μετρήθηκε η βαρύτητα του επεισοδίου με τη χρήση της Κλίμακας για το Αρνητικό και το Θετικό σύνδρομο (PANSS), εντός 5 ημερών από τη έναρξη του επεισοδίου. Αναζητήθηκαν επίσης αναδρομικά τα πρόδρομα συμπτώματα της νόσου. Η ανάλυση με κατά βήματα παλινδρόμηση έδειξε ότι 8 πρόδρομα συμπτώματα έφεραν αυξημένο κίνδυνο για υψηλή τιμή PANSS (ολική ή/και υποκλίμακες ), ανεξάρτητα του φύλου, ενώ ένα σύμπτωμα συσχετίστηκε με ήπια ψυχοπαθολογία. Ωστόσο τα αρνητικά και τα θετικά-αποδιοργανωτικά πρόδρομα συμπτώματα δεν συσχετίζονταν με τα αντίστοιχα συστατικά της PANSS. Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν στους μη παρανοϊκούς ασθενείς, ενώ στους παρανοϊκούς μόνο 2 μη ειδικά πρόδρομα συμπτώματα συσχετίστηκαν με υψηλή ψυχοπαθολογία. Επίσης υπήρξαν σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στον αριθμό των προδρόμων συμπτωμάτων και στα σκορ της PANSS (ολικής κλίμακας, θετικής και γενικής υποκλίμακας) στους ασθενείς με μη παρανοϊκό υπότυπο όχι όμως και στους ασθενείς με παρανοϊκό υπότυπο. Συμπερασματικά αρκετά πρόδρομα συμπτώματα, αλλά και ο αριθμός των συμπτωμάτων της πρόδρομης φάσης σχετίζεται με τη σοβαρότητα της ψυχοπαθολογίας της ενεργού ψύχωσης. Στους μη παρανοϊκούς ασθενείς υπάρχει συνέχεια στη μετάβαση από την προψυχωτική στη ψυχωτική φάση, ενώ στους παρανοϊκούς η μετάβαση αυτή διακόπτεται. / Both retrospective and prospective studies have identified a broad spectrum of ‘‘prodromal’’ symptoms, but their relationship to those of frank psycho¬sis remains largely unexplored. In 73 successive hospitalized schizophrenia patients in the first or second psychotic episode and with duration of illness ≤ 3years from the onset of psychosis were made DSM-IV-TR, Axis I, diagnoses. Also, within the first 5 days from the psychotic episode’s onset, symptom severity was assessed with the Positive and Negative Syndrome Scale (PANSS). Patients were interviewed for the presence of ‘‘prodromal’’ symptoms retrospectively. Stepwise regression analyses showed that 8 prodromal symptoms carried an increased risk for high total PANSS and the components of the PANSS scores, independently of gender; one symptom was associated with mild psychopathology. However, the categories of negative and positive-disorganization prodromal symptoms were not associated with the corresponding PANSS components. Similar findings were observed in the nonpa¬ranoid patients, whereas in the paranoid only 2 nonspecific symptoms were associated with high PANSS psychopathology. Also, there were significant associations between number of prodromal symptoms and total PANSS and the subscales positive and general scores in the patients with the nonparanoid subtypes, but there were not such associations in those with the paranoid. In conclusion several prodromal symptoms as well as the number of symptoms are associated with the severity of the psychopathology of frank psychosis. In the nonpa¬ranoid subtypes there is a continuance in the transition from the prepsychotic to the psychotic stage, whereas in the paranoid the transition appears to be disrupted.
2

Αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρες αυτοκτονίας στην πρόδρομη και οξεία φάση ασθενών με σχιζοφρενικές διαταραχές

Ανδριόπουλος, Ιωάννης 03 October 2011 (has links)
Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για αυτοκτονικό ιδεασμό, απόπειρες αυτοκτονίας, και επιτυχημένες απόπειρες. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοκτονική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου της σχιζοφρένειας και μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της πρόδρομης αυτοκτονικής συμπεριφοράς και της αυτοκτονικότητας μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως δεν είχε μελετηθεί. 106 συνεχόμενες εισαγωγές ασθενών με πρόσφατη έναρξη σχιζοφρένειας εκτιμήθηκαν αναδρομικά για πρόδρομα συμπτώματα και αυτοκτονικότητα κατά τη διάρκεια της πρόδρομης φάσης καθώς και μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως. Επιπρόσθετα, 106 σταθμισμένοι μάρτυρες από το γενικό πληθυσμό εκτιμήθηκαν για αυτοκτονική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου με την πρόδρομη φάση του αντίστοιχου ασθενή. Αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρες αυτοκτονίας κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου βρέθηκαν στο 25.5% και 7.5% των ασθενών το οποίο είναι αντίστοιχα 3.8 φορές και 8 φορές πιο συχνό από ότι στους μάρτυρες. Οι ασθενείς με αυτοκτονική συμπεριφορά είχαν μεγαλύτερο αριθμό πρόδρομων συμπτωμάτων από ότι οι ασθενείς χωρίς αυτοκτονική συμπεριφορά. Η πρόδρομη καταθλιπτική διάθεση, η εκσεσημασμένη έκπτωση στη λειτουργικότητα, και το κάπνισμα καπνού βρέθηκαν να ασκούν ανεξάρτητη επίδραση στον αυτοκτονικό ιδεασμό, ενώ η καταθλιπτική διάθεση ήταν το πρόδρομο σύμπτωμα σημαντικά πιο συχνό στους ασθενείς με απόπειρες αυτοκτονίας. Οι απόπειρες αυτοκτονίας συσχετίστηκαν με πρώιμη έναρξη της πρόδρομης συμπτωματολογίας και της ενεργού ψυχώσεως. Όλοι οι ασθενείς με απόπειρα αυτοκτονίας στην πρόδρομη περίοδο ήταν καπνιστές. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός κατά τη διάρκεια της πρόδρομης φάσης είχε ισχυρή συσχέτιση με την δια βίου αυτοκτονικότητα μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως. Συμπερασματικά, η αυτοκτονική συμπεριφορά είναι αρκετά συχνή κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου. Ο συνδυασμός καπνίσματος, καταθλιπτικής διάθεσης, έκπτωσης λειτουργικότητας, και ενός μεγάλου αριθμού προδρόμων συμπτωμάτων, ειδικά σε ασθενείς με πρώιμη έναρξη συμπτωματολογίας, συνεπάγεται σημαντικά αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικού ιδεασμού. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτούν οι ασθενείς με αυτοκτονικό ιδεασμό κατά την πρόδρομη περίοδο μετά την έναρξη της ενεργούς ψυχώσεως διότι ο κίνδυνος απόπειρας αυτοκτονίας είναι υψηλός. / Patients with schizophrenia are at high risk for suicide ideation, attempts and completed suicide. However, suicidal behavior during the prodromal phase of schizophrenia and a possible association between prodromal suicidal behavior and suicidality after the onset of overt psychosis are not studied. 106 consecutively admitted schizophrenia patients with recent onset were evaluated retrospectively for prodromal symptoms and suicidality during the prodromal phase and after the onset of frank psychosis. Additionally, 106 matched control subjects from the general population were evaluated for suicidality during the same age period of the prodromal phase of the corresponding patient. Suicide ideation and attempt during the prodromal period were reported in 25.5% and 7.5% of the patients that is 3.8-fold and 8-fold greater than in the controls, respectively. Patients with suicidal behavior experienced a greater number of prodromal symptoms than those without. Prodromal depressive mood, marked impairment in role functioning, and tobacco smoking exerted an independent effect on suicide ideation, whereas depressive mood was the symptom significantly more frequent in patients with suicide attempt. Suicide attempts were associated with an earlier onset of prodromal symptoms and frank psychosis. All patients with prodromal suicide attempts were cigarette smokers. Suicide ideation during the prodromal phase was strongly associated with lifetime suicidality after the onset of frank psychosis. In conclusion suicidal behavior is quite common during the prodromal period. The association of smoking, depressive mood, impaired functioning, and a large number of prodromal symptoms, particularly in patients with an early onset of symptoma¬tology carries a substantially increased risk for suicide ideation. Particular care is needed in patients with prodromal suicide ideation after the onset of frank psychosis because the risk to attempt suicide is high.
3

Seismicity Analyses Using Dense Network Data : Catalogue Statistics and Possible Foreshocks Investigated Using Empirical and Synthetic Data

Adamaki, Angeliki January 2017 (has links)
Precursors related to seismicity patterns are probably the most promising phenomena for short-term earthquake forecasting, although it remains unclear if such forecasting is possible. Foreshock activity has often been recorded but its possible use as indicator of coming larger events is still debated due to the limited number of unambiguously observed foreshocks. Seismicity data which is inadequate in volume or character might be one of the reasons foreshocks cannot easily be identified. One method used to investigate the possible presence of generic seismicity behavior preceding larger events is the aggregation of seismicity series. Sequences preceding mainshocks chosen from empirical data are superimposed, revealing an increasing average seismicity rate prior to the mainshocks. Such an increase could result from the tendency of seismicity to cluster in space and time, thus the observed patterns could be of limited predictive value. Randomized tests using the empirical catalogues imply that the observed increasing rate is statistically significant compared to an increase due to simple clustering, indicating the existence of genuine foreshocks, somehow mechanically related to their mainshocks. If network sensitivity increases, the identification of foreshocks as such may improve. The possibility of improved identification of foreshock sequences is tested using synthetic data, produced with specific assumptions about the earthquake process. Complications related to background activity and aftershock production are investigated numerically, in generalized cases and in data-based scenarios. Catalogues including smaller, and thereby more, earthquakes can probably contribute to better understanding the earthquake processes and to the future of earthquake forecasting. An important aspect in such seismicity studies is the correct estimation of the empirical catalogue properties, including the magnitude of completeness (Mc) and the b-value. The potential influence of errors in the reported magnitudes in an earthquake catalogue on the estimation of Mc and b-value is investigated using synthetic magnitude catalogues, contaminated with Gaussian error. The effectiveness of different algorithms for Mc and b-value estimation are discussed. The sample size and the error level seem to affect the estimation of b-value, with implications for the reliability of the assessment of the future rate of large events and thus of seismic hazard. / Οι προσεισμοί αποτελούν τα πλέον υποσχόμενα πρόδρομα φαινόμενα για τη βραχυπρόθεσμη πρόγνωση των σεισμών, παρόλο που παραμένει άγνωστο το αν μια τέτοια πρόγνωση είναι εφικτή. Η χρήση της προσεισμικής δραστηριότητας ως ένδειξη ενός επερχόμενου μεγάλου σεισμού είναι αμφιλεγόμενη, κυρίως λόγω του περιορισμένου πλήθους των προσεισμών, γεγονός που πιθανά οφείλεται στην ανεπαρκή καταγραφή σεισμικών δεδομένων. Η άθροιση σεισμικών σειρών είναι μια μέθοδος που εφαρμόζεται προκειμένου να μελετηθεί η πιθανή παρουσία ενός γενικευμένου μοτίβου σεισμικότητας πριν από ισχυρούς σεισμούς. Η υπέρθεση σεισμικών ακολουθιών που προηγήθηκαν των κυρίων σεισμών αναδεικνύει μια αυξανόμενη μέση δραστηριότητα πριν από τους κύριους σεισμούς. Μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να προκύψει και από την εγγενή τάση των σεισμών να ομαδοποιούνται χωρικά και χρονικά, με αποτέλεσμα τα παρατηρούμενα μοτίβα να έχουν περιορισμένη προγνωστική αξία. Τυχαιοποιημένοι έλεγχοι των πραγματικών δεδομένων υποδηλώνουν ότι ο παρατηρούμενος αυξανόμενος ρυθμός είναι στατιστικά σημαντικός σε σύγκριση με τη μεταβολή που οφείλεται στη γένεση απλών συστάδων σεισμών, αναδεικνύοντας την ύπαρξη προσεισμών αιτιολογικά συσχετιζόμενων με τους κύριους σεισμούς. Μια ενδεχόμενη αύξηση της ευαισθησίας των σεισμικών δικτύων πιθανά να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αναγνώριση των προσεισμών. Η πιθανότητα μιας τέτοιας βελτίωσης ελέγχεται με τη χρήση συνθετικών δεδομένων τα οποία προκύπτουν υπό προϋποθέσεις ως προς τη σεισμική διαδικασία. Οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από την παρουσία σεισμικότητας υποβάθρου και των μετασεισμικών ακολουθιών διερευνώνται αριθμητικά, με γενικευμένες περιπτώσεις και σενάρια που βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα. Οι κατάλογοι που περιλαμβάνουν μικρότερους και επομένως περισσότερους σεισμούς μπορούν πιθανώς να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση των σεισμικών διεργασιών και στη μελλοντική πρόγνωση των σεισμών. Σημαντική πτυχή σε τέτοιες μελέτες αποτελεί η σωστή εκτίμηση των ιδιοτήτων των σεισμικών καταλόγων, όπως είναι το μέγεθος πληρότητας και η παράμετρος b. Η επίδραση των σφαλμάτων των μεγεθών που υπάρχουν στους σεισμικούς καταλόγους στην εκτίμηση των προαναφερθέντων ιδιοτήτων ερευνάται χρησιμοποιώντας συνθετικά μεγέθη στα οποία ενυπάρχουν κανονικώς κατανεμημένα σφάλματα. Κατά τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του μεγέθους πληρότητας προκύπτει ότι το μέγεθος του δείγματος και του σφάλματος των μεγεθών μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της παραμέτρου b, με επιπτώσεις στην εκτίμηση του ρυθμού των μελλοντικών ισχυρών σεισμών και την αξιολόγηση του σεισμικού κινδύνου.
4

Δυνατότητες εκπαιδευτικής αξιοποίησης εκ μέρους της τυπικής εκπαίδευσης του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας α΄ γενιάς. Η επίδραση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στο Μουσείο Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών στην οικοδόμηση της έννοιας της ταξινόμησης από παιδιά προσχολικής ηλικίας

Γκούσκου, Ειρήνη 02 April 2014 (has links)
Στη παρούσα διατριβή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας έρευνας σχετικής με το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση μιας διδακτικής παρέμβασης σχετικής με την οικοδόμηση της έννοιας της κατηγοριοποίησης των ζώων από παιδιά προσχολικής ηλικίας, στα πλαίσια της τυπικής και της μη τυπικής εκπαίδευσης. Η διδακτική αυτή παρέμβαση βασίζεται στις αρχές της ‘εποικοδομητικής’ προσέγγισης για τη διδασκαλία και μάθηση των φυσικών επιστημών και συμπεριλαμβάνει δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα τόσο στο χώρο του σχολείου όσο και σε χώρο ενός μουσείου Ζωολογίας. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας παρέχονται ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες τα παιδιά μετά το πέρας της διδακτικής παρέμβασης είναι δυνατόν να οικοδομήσουν την έννοια της κατηγοριοποίησης των ζώων με τη χρήση μορφολογικών αντί λειτουργικών ή/και ανθρωπομορφικών κριτηρίων που συνήθως χρησιμοποιούν. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται (α) να βελτιώνουν τις γνώσεις τους σχετικά με την αναγνώριση και ονοματοδοσία δειγμάτων ζώων που ανήκουν στις κατηγορίες ‘ερπετό’, ‘πτηνό’, ‘ψάρι’ και ‘θηλαστικό’ και (β) να αναγνωρίζουν μια κατηγορία ζώων από ένα δείγμα ζώου αναφερόμενα στα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του. Επίσης διαπιστώνεται ότι η επίσκεψη στο μουσείο ζωολογίας και οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται επί τόπου φαίνεται να συμβάλλουν καθοριστικά στο μετασχηματισμό και την εξέλιξη των νοητικών παραστάσεων των παιδιών για την έννοια της κατηγοριοποίησης των ζώων. / This thesis presents the results of a research concerning the design, implementation and evaluation of a teaching intervention relevant to the classification of animals within the formal and non-formal education. This teaching intervention refers to preschoolers, is based on the principles of 'constructive' approach of teaching and learning of science and includes educational activities which take place both at school and at the zoological museum. According to the findings of the research, there is indications accordance to which children after the end of the teaching intervention are able to construct the concept of classification of animals using morphological characteristics instead of function or anthropomorphic ones. More specifically, this thesis gives indications according to which children after the teaching intervention are able (a) to improve their knowledge on the recognition and denomination of specimens of animals belonging to the categories of 'reptile', 'bird', 'fish' and 'mammal' and (b) to recognize a category of animals by an animal sample based on the morphological characteristics. Finally, it is also noted that the visit to the zoological museum and the educational activities carried out in situ seems to make a significant contribution in the transformation and progress of cognitive representations of children for the concept of classifying animals.
5

Συγκριτική μελέτη παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξης

Σκώκου, Μαρία 17 September 2012 (has links)
Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και η συμπτωματολογία και της παρανοειδούς μορφής σχιζοφρένειας πρώιμης και όψιμης έναρξης μελετήθηκαν σε 88 ασθενείς, που νοσηλεύθηκαν στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών, από 15-3-2005 έως 7-5-2008. Εξ’ αυτών, 60, 46 άνδρες και 14 γυναίκες, ενεφάνιζαν πρώιμη έναρξη της νόσου, πριν από την ηλικία των 30 ετών, ενώ 21, 8 άνδρες και 13 γυναίκες, ασθένησαν όψιμα, με έναρξη νόσου σε ηλικία ≥35 ετών. Συνεκρίθησαν τα δημογραφικά στοιχεία, η συχνότητα κατάχρησης ή εξάρτησης τον καπνό, οινόπνευμα και κάνναβη, τα στοιχεία προνοσηρών διαταραχών προσωπικότητας, ο αριθμός και ο τύπος των προδρόμων συμπτωμάτων, η διάρκεια της πρόδρομης φάσης και η συμπτωματολογία της ενεργού φάσης μεταξύ των ασθενών πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά και χωριστά για τα δύο φύλα, καθώς και μεταξύ ανδρών και γυναικών, στις δύο ηλικιακές ομάδες. Οι κλίμακες που εφαρμόσθηκαν ήταν οι SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, καθώς και κλινική συνέντευξη για τα πρόδρομα συμπτώματα. Τα στοιχεία αναλύθηκαν με τις στατιστικές δοκιμασίες Wilcoxon rank-sum και χ2. Οι ασθενείς πρώιμης έναρξης, και ιδιαίτερα οι άνδρες, είχαν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν γεννηθεί σε αστική περιοχή σε σχέση με τους ασθενείς όψιμης έναρξης. Οι γυναίκες όψιμης έναρξης είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό έγγαμης συμβίωσης από όλες τις άλλες ομάδες. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στη χρήση καπνού, οινοπνεύματος και κάνναβης μεταξύ των ομάδων πρώιμης και όψιμης έναρξης, συνολικά ή χωριστά στα δύο φύλα. Στην ομάδα πρώιμης έναρξης, οι άνδρες παρουσίαζαν σε μεγαλύτερη συχνότητα χρήση αλκοόλ και κάνναβης σε σχέση με τις γυναίκες. Παρομοίως, οι άνδρες όψιμης έναρξης κάπνιζαν και έτειναν να χρησιμοποιούν κάνναβη σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες. Στην προνοσηρή περίοδο, οι πρώιμης έναρξης ασθενείς έχουν σημαντικά περισσότερα στοιχεία αποφευκτικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους όψιμης έναρξης. Αυτό το εύρημα πλησιάζει τη στατιστική σημαντικότητα και στο δείγμα των γυναικών. Οι ασθενείς όψιμης έναρξης, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών, εμφανίζουν στατιστικώς σημαντικά περισσότερα στοιχεία παθητικο-επιθετικής διαταραχής προσωπικότητας σε σχέση με τους ασθενείς πρώιμης έναρξης. Στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία σχιζότυπης και παρανοειδούς διαταραχής προσωπικότητας από τις γυναίκες, ενώ οι τελευταίες είχαν περισσότερα στοιχεία καταθλιπτικής διαταραχής προσωπικότητας. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες είχαν περισσότερα στοιχεία ιστριονικής, ναρκισσιστικής και αντικοινωνικής διαταραχής από τις γυναίκες. Στην πρόδρομη φάση, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό αρνητικών συμπτωμάτων, στο συνολικό δείγμα και στο δείγμα των ανδρών. Στο συνολικό δείγμα, τα συμπτώματα της εκσεσημασμένης κοινωνικής απομόνωσης και της έκπτωσης της συγκέντρωσης παρατηρούνται σε στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό στην ομάδα με την πρώιμη έναρξη σε σχέση με την ομάδα όψιμης έναρξης. Στους ασθενείς που νόσησαν πρώιμα, οι γυναίκες είχαν μικρότερη διάρκεια πρόδρομης περιόδου από τους άνδρες. Κατά την ενεργό φάση, η ομάδα πρώιμης έναρξης εμφάνιζε βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, καθώς και βαρύτερα τα συμπτώματα της έλλειψης αυθορμητισμού και των διαταραχών της βούλησης. Αντίθετα, οι ασθενείς όψιμης έναρξης έτειναν νε έχουν βαρύτερο το σύμπτωμα της καχυποψίας/ιδεών δίωξης. Στο δείγμα των ανδρών, οι ασθενείς πρώιμης έναρξης είχαν στατιστικώς σημαντικά βαρύτερη συνολική αρνητική συμπτωματολογία, συναισθηματική αμβλύτητα και έλλειψη αυθορμητισμού. Στο δείγμα των γυναικών δεν ανευρέθησαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Στους ασθενείς όψιμης έναρξης, οι άνδρες εμφάνιζαν σημαντικά βαρύτερες παραληρητικές ιδέες σε σχέση με τις γυναίκες. Ως προς την καταθλιπτική συμπτωματολογία, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων. Συνολικά τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν την τροποποιητική επίδραση του φύλου και της ηλικίας έναρξης στην κλινική εμφάνιση της παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένειας, κατά την προνοσηρή περίοδο, πρόδρομη και ενεργό φάση, πιθανόν ως αποτέλεσμα των διεργασιών ανάπτυξης και ωρίμανσης του εγκεφάλου με την πάροδο της ηλικίας, στα δύο φύλα. / The demographic features and symptomatology of young and late onset paranoid schizophrenia were studied in a sample of 88 patients who were consecutively hospitalized in the Psychiatric Department of the University Hospital of Patras, from 3-15-2005 to 5-7-2008. The sample consisted of 60 patients, 46 men and 14 women, with young onset paranoid schizophrenia, before the age of 30, and 21 late onset patients, 8 men and 13 women, with onset of the illness after the age of 35 years old. Demographic features, rates of smoking and alcohol and cannabis use, premorbid personality disorder features, the number and type of prodromal symptoms, the duration of the prodromal period and the symptomatologies of the active phase were compared between young and late onset groups, in the total sample and separately for the two sexes, and between the two sexes in each age group. SCID-I/P, PANSS, Calgary Depression Scale, SCID-II, and a clinical interview for the prodromal symptoms were applied. Statistical analysis was performed by applying the Wilcoxon rank-sum and chi-square tests. Young onset patients, particularly men, were more likely to have been born in urban regions, compared with late onset patients. Late onset women were most frequently married, compared with all other groups. There was not any significant difference regarding use of nicotine, alcohol or cannabis between young and late onset patients. In the young onset group, men more frequently used alcohol and cannabis than women. Similarly, late onset men smoked and tended to use cannabis more often than late onset women. In the premorbid period, young onset patients have significantly more traits of avoidant personality disorder compared with late onset patients. This finding tended to be significant in the female sample, as well. Late onset patients had significantly more traits of passive-aggressive personality disorder than young onset patients, in the total and male sample. In the young onset group, men had significantly more traits of paranoid and schizotypal personality disorder than women, whereas women had more traits of the depressive personality disorder. In the late onset group, men had more histrionic, narcissistic and antisocial traits than women. In the prodromal phase, young onset patients present with significantly more negative prodromal symptoms, in the total and the male sample. In the total sample, marked isolation and impairment of concentration are observed at a significantly higher rate in the young onset group, than in late onset patients. Also, in the young onset group, women had significantly shorter duration of prodromal period than men. During the active phase, young onset patients had significantly heavier total score of negative symptomatology, heavier lack of spontaneity and heavier disturbances of volition. On the other hand, late onset patients tended to suffer from heavier suspiciousness/ideas of persecution. In the male sample, young onset patients had heavier total negative symptomatology, blunted affect and lack of spontaneity. There were not any significant differences in the female sample. In the late onset group, men had heavier delusions than women. There was not any significant difference regarding depressive symptoms among the groups. Our findings indicate the modulatory effect of age of onset and sex on the clinical presentation of paranoid schizophrenia, in the premorbid period, prodromal and active phases, possibly following the developmental and maturational procedures that take place in the brain, throughout the life span, in the two sexes.

Page generated in 0.031 seconds