Spelling suggestions: "subject:"τύπου"" "subject:"τύπους""
1 |
Υδρογεωλογική μελέτη στην περιοχή του ΑιγίουΤριάντου, Γεωργία - Αντιγόνη 07 October 2011 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας συλλέχθηκαν τα μετεωρολογικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής του Αιγίου, διεξήχθησαν μηνιαίες μετρήσεις στάθμης ενώ κατά τον Οκτώβριο του 2008 έγινε δειγματοληψία νερού από πηγάδια της περιοχής, με στόχο να μελετηθούν οι υδρογεωλογικές και υδροχημικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και να καθοριστούν οι παράμετροι του υδρολογικού ισοζυγίου.
Η περιοχή μελέτης ανήκει στον νομό Αχαΐας και αποτελεί τμήμα της Κορινθιακής Τάφρου. Το υπόβαθρο της περιοχής δομείται από τους σχηματισμούς της ζώνης Ωλονού-Πίνδου που έχουν επιφανειακή εμφάνιση σε υψηλότερα υψόμετρα, ενώ το πεδινό τμήμα της περιοχής καλύπτεται Πλειο-Πλειστοκαινικούς και Τεταρτογενής σχηματισμούς.
Ο συντελεστής εξατμισοδιαπνοής για την περιοχή έρευνας έχει τιμή 0,77 και το πλεόνασμα νερού εμφανίζεται τους μήνες Ιανουάριο έως Μάρτιο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Η μεγαλύτερη διακύμανση της στάθμης του υδροφόρου παρατηρείται στα 1,15 (m) και η υδραυλική κλίση που υπολογίστηκε κυμαίνεται από 4‰ ‐6‰. Τέλος τα υπόγεια νερά της περιοχής είναι δυνατόν να ομαδοποιηθούν σε δυο κύριους υδροχημικούς τύπους Ca‐HCO3 και Ca-Mg‐Na‐SO4‐HCO3. / In the frames of this study the climatological data of the broader area of Aigion were collected. Moreover, water level measurements and groundwater sampling has been carried out in order to define the hydrochemical and hydrogeological that prevail in the study area. The water balance of the area was also estimated.
The study area is located in Achaia prefecture and consists a part of the Corinth Trench. The bedrock of the study area consists of the formations of Olonos-Pindos zone that out crop in the mountainous part, whereas the Neogene and Quaternary formations cover the lowlands of the study area.
The evaporotranspiration coefficient is 0.77 and there is a surplus of water during the periods January-March and November-December. The highest variance of water level of the aquifer was 1.15 (m) and the hydraulic gradient ranges between 4‰ ‐6‰. Finally, the groundwater samples of the study area can be classified into two hydrochemical types Ca‐HCO3 και Ca-Mg‐Na‐SO4‐HCO3.
|
2 |
Συμβολή στη μελέτη του παράκτιου οικοσυστήματος της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της ΚέρκυραςΒλάσση, Ανθή 06 November 2014 (has links)
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε, στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας, επικεντρώθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων της Κέρκυρας, που αποτελεί έναν υγροβιότοπο ενταγμένο στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura 2000. Η Κορισσίων βρίσκεται υπό διπλό καθεστώς προστασίας, εφόσον έχει χαρακτηριστεί από το δίκτυο τόσο ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), όσο και ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Στα πλαίσια της ΕΖΔ, προστατεύεται πλήθος ειδών πανίδας και χλωρίδας που απαντώνται στην περιοχή, καθώς και οι τύποι οικοτόπων που αναπτύσσονται περιφερειακά της, ενώ στα πλαίσια της ΖΕΠ, προστατεύονται πολλά είδη ορνιθοπανίδας που απαντώνται εκεί. Επίσης, λόγω των σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας, έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (Σ.Π.Π.Ε).
Κατά τη μελέτη μας, συλλέχθηκαν και παρατηρήθηκαν στην περιοχή διάφορα φυτικά δείγματα, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε χλωριδικό κατάλογο. Συνολικά, καταγράφηκαν 162 διαφορετικά φυτικά taxa, τα 91 εκ των οποίων αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή και τα οποία κατανέμονται σε 46 διαφορετικές οικογένειες. Μία από τις οικογένειες ανήκει στην ομάδα των Γυμνόσπερμων, ενώ οι υπόλοιπες 45 στην ομάδα των Αγγειοσπέρμων και, συγκεκριμένα, οι 36 ανήκουν στην ομάδα των Δικοτυληδόνων και οι 9 στην ομάδα των Μονοκοτυληδόνων. Οι οικογένειες με τα περισσότερα taxa είναι οι ακόλουθες: Fabaceae με 23 taxa, Asteracecae με 16, Poaceae με 14, Orchidaceae με 7, Apiaceae με 6, Lamiaceae με 6 και Liliaceae με 6 taxa.
Κυρίαρχη βιομορφή είναι αυτή των Θεροφύτων (Τ), με ποσοστό 39,1%, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού τα Θερόφυτα είναι η βιομορφή που κυριαρχεί σε περιοχές με θερινή καταπόνηση. Στη συνέχεια, ακολουθούν τα Ημικρυπτόφυτα (Η) με ποσοστό 21%, τα Γεώφυτα (G) με 19,1%, τα Χαμαίφυτα (Ch) με 10,5% και στην τελευταία θέση βρίσκονται τα Φανερόφυτα (P) με ποσοστό 9,9%.
Η πλειοψηφία των φυτικών taxa που αναγνωρίστηκαν στην περιοχή μελέτης, ποσοστό 56%, ανήκει στη Μεσογειακή χωρολογική ενότητα. Στη συνέχεια, ακολουθούν η Κοσμοπολιτική-Υποκοσμοπολιτική και Μεσογειακή-Εξωμεσογειακή ενότητα, με ποσοστό 13% και 10% αντίστοιχα. Με χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται η Εύκρατη ενότητα με 7% και η Ευρασιατική με 7% επίσης. Τις τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν η Βόρεια και η Τροπική-Υποτροπική ενότητα με 2%, τα ενδημικά taxa με 2% επίσης, και η Ευρωπαϊκή χωρολογική ενότητα με ποσοστό 1%. Το χαμηλό ποσοστό ενδημισμού που προκύπτει (2%) θεωρείται αξιόλογο για την περιοχή μελέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά φτωχή χλωριδική σύνθεση των παράκτιων οικοσυστημάτων, όπως οι λιμνοθάλασσες.
Τα ενδημικά είδη που καταγράφηκαν είναι 3 στον αριθμό. Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα Crocus boryi (οικογένεια Iridaceae), Limonium brevipetiolatum (οικογένεια Plumbaginaceae) και Petrorhagia graminea (οικογένεια Caryophyllaceae). Από αυτά, τα Crocus boryi και Petrorhagia graminea είναι ενδημικά της δυτικής και νοτίου Ελλάδας και καταγράφονται για πρώτη φορά στην περιοχή μελέτης, ενώ το Limonium brevipetiolatum αποτελεί ενδημικό των Ιονίων Νήσων και της δυτικής Πελοποννήσου, και έχει καταγραφεί στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων και παλαιότερα. Ειδικά για την Petrorhagia graminea, η εύρεσή της στην περιοχή αποτελεί νέα αναφορά για την Κέρκυρα. Και τα τρία αυτά ενδημικά είδη συλλέχθηκαν στο δάσος της μακκίας που σχηματίζεται στην περιοχή, στις ζώνες δειγματοληψιών Γ₁ και Γ₂.
Ιδιαίτερη οικολογική αξία στην περιοχή, προσδίδει επίσης το φυτικό είδος Crucianella maritima, που εμφανίζει μια στενομεσογειακή γεωγραφική εξάπλωση, κυρίως στη δυτική Μεσόγειο, και είναι σπάνιο για τον ελληνικό χώρο. Η Crucianella maritima καταλαμβάνει μεγάλη από την έκταση της παραλίας του Χαλικούνα, όπου μαζί με τα οικοσυστήματα των αμμοθινών, σχηματίζει τον τύπο οικοτόπου «Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae» με κωδικό 2210. Η έκταση που καταλαμβάνει ο οικότοπος αυτός στην περιοχή, αλλά και η πολύ καλή κατάσταση διατήρησής του, αποτελούν αξιοσημείωτο γεγονός τόσο για την Ελλάδα, όσο και τη Βαλκανική, όπου δεν έχουν περιγραφεί έως τώρα παρόμοια διατηρημένες διαπλάσεις.
Επίσης, στην περιοχή καταγράφηκαν 7 taxa άγριων ορχιδεών προστατευόμενων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μέσω της Σύμβαση CITES (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora) για το «Διεθνές Εμπόριο των Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας που Κινδυνεύουν με Εξαφάνιση», η οποία βασίζεται στον κανονισμό της Ευρωπαϊκής ένωσης 338/97. Σε εθνικό επίπεδο, τα είδη αυτά προστατεύονται επίσης από το Προεδρικό ∆ιάταγµα 67/1981 «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδας και Αγρίας Πανίδος και καθορισµού διαδικασίας συντονισµού και Ελέγχου της Ερεύνης επ΄ αυτών». Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν τα: Anacamptis laxiflora (Οrchis laxiflora), A. morio (Ο. morio), A. palustris subsp. palustris, A. pyramidalis, Serapias lingua, S. parviflora και Spiranthes spiralis. Ειδικά η Anacamptis palustris subsp. palustris, περιλαμβάνεται επίσης στην Κόκκινη Λίστα των Απειλούμενων Ειδών, της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης IUCN (International Union for Conservation of Nature).
Στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων, στα πλαίσια του δικτύου Natura 2000, καταγράφηκαν δώδεκα (12) διαφορετικοί τύποι οικοτόπων, τρεις από τους οποίους αποτελούν οικοτόπους προτεραιότητας. Συγκεκριμένα, οι οικότοποι αυτοί είναι:
1. Παράκτιες λιμνοθάλασσες, κωδικός Natura 1150
2. Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), κωδικός Natura 1410
3. Μεσογειακές θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες, κωδικός Natura 1420
4. Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κωδικός Natura 2110
5. Κινούμενες θίνες της ακτογραμής με Ammophila arenaria, κωδικός Natura 2120
6. Σταθερές θίνες της Crucianellion maritimae, κωδικός Natura 2210
7. Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., κωδικός Natura 2250
8. Υγροί μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες από Molinio Holoschoenion, κωδικός Natura 6420
9. Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, κωδικός Natura 7210
10. Καλαμώνες, κωδικός Natura 72Α0
11. Στοές με Salix alba και Populus alba, κωδικός Natura 92Α0
12. Ελληνικά δάση πρίνου, κωδικός Natura 934A
Χαρακτηρισμένοι ως οικότοποι προτεραιότητας είναι: οι Παράκτιες λιμνοθάλασσες με κωδικό Natura 1150, οι Θίνες των παραλιών με Juniperus ssp., με κωδικό Natura 2250 και τα Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus και είδη του Caricion davallianae, με κωδικό Natura 7210. Εκτός από τους υπάρχοντες τύπους οικοτόπων, κατά τις επισκέψεις μας στην περιοχή μελέτης, καταγράφηκαν δύο επιπλέον οικότοποι. Ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση μεταξύ ορίων πλημμυρίδας και άμπωτης» με κωδικό 1210 και ο τύπος οικοτόπου «Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών» με κωδικό 1310.
Όσον αφορά την πανίδα της περιοχής, από τα νομικά πλαίσια που αναφέρθηκαν παραπάνω, προστατεύονται 3 είδη θηλαστικών, 3 είδη ψαριών, 8 είδη πεταλούδων, 16 είδη ερπετών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και 3 είδη σπάνιων χελωνών, και ένα είδος αμφιβίου. Από τα προστατευόμενα αυτά είδη, η Βίδρα (Lutra lutra) και το ψαράκι των υφάλμυρων νερών Valencia letourneuxi χαρακτηρίζονται ως πολύ σπάνια. Επιπλέον, προστατεύονται συνολικά 148 είδη ορνιθοπανίδας, πολλά από τα οποία είναι επίσης σπάνια είδη.
Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης, παρατηρήθηκαν διάφορες μορφές υποβάθμισης του οικοσυστήματος, με κυριότερες από αυτές την όλο και αυξανόμενη ανοικοδόμηση και τουριστική ανάπτυξη, την ανεξέλεγκτη θήρευση των πουλιών, τη χρήση φυτοφαρμάκων και την έντονη παρουσία των παραθεριστών αλλά και των αυτοκινήτων. Επίσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος υποβάθμισης μεγάλου μέρους της έκτασης της περιοχής, λόγω της ενδεχόμενης πώλησης 1,8 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων στην νοτιοανατολική της πλευρά (παραλία Ίσσος), για τα οποία υπάρχει σχέδιο αξιοποίησης, που περιλαμβάνει τη δημιουργία γηπέδου γκολφ και αθλητικών εγκαταστάσεων.
Η μεγάλη οικολογική αξία της λιμνοθάλασσας Κορισσίων αποτελεί το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει από τη διεξαγωγή της παρούσας εργασίας. Ολόκληρη η έκταση περιφερειακά της, αλλά και η ίδια η λεκάνη της λιμνοθάλασσας, φιλοξενούν πλήθος σπάνιων και προστατευόμενων μορφών ζωής. Η πλούσια χλωριδική σύσταση με 162 φυτικά taxa, τα πολυάριθμα και σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας, καθώς και οι τύποι οικοτόπων προτεραιότητας συνθέτουν ένα ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, εύθραυστο οικοσύστημα, το οποίο απειλείται με υποβάθμιση και περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι αναγκαίες ενέργειες για την αειφόρο διατήρησή του.
Τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας που θωρούμε πως είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν, έτσι ώστε να διατηρηθεί αναλλοίωτο το φυσικό περιβάλλον της λιμνοθάλασσας και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί είναι τα εξής:
5. Δημιουργία Φορέα Διαχείρισης, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για τη συνεχή παρακολούθηση της περιοχής και θα λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση του καλού επιπέδου διατήρησής της.
6. Τοποθέτηση παρατηρητηρίων ορνιθοπανίδας, τα οποία θα εξασφαλίζουν την ομαλή διεξαγωγή του κυνηγιού και την αποτροπή λαθροθηρίας των προστατευόμενων ειδών, εφόσον το κυνήγι στης περιοχές Natura 2000 επιτρέπεται υπό όρους (Πηγή: Ευρωπαϊκή επιτροπή http://ec.europa.eu/).
7. Καταγραφή των ειδών χλωρίδας και πανίδας που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η κατάσταση των πληθυσμών τους και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται.
8. Εκ νέου καταγραφή και αξιολόγηση των τύπων οικοτόπων που προστατεύονται από το Natura 2000, έτσι ώστε να συγκριθεί η κατάσταση διατήρησής τους με αυτήν που καταγράφηκε από το δίκτυο Natura 2000, την περίοδο 1998 με 2000 και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας τους, όπου χρειάζεται.
Επίσης η ανάπτυξη του οικοτουρισμού θα μπορούσε να αναδείξει την περιβαλλοντική ομορφιά και μοναδικότητα του τόπου μας και θα έδινε το κίνητρο στους ντόπιους κατοίκους να προστατεύσουν και να διατηρήσουν αναλλοίωτο το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας. Οικοτουριστική ανάπτυξη θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διεξαγωγή εκδρομών ενημέρωσης για την άγρια ζωή στην περιοχή, τη διάνοιξη μονοπατιών περιφερειακά της, τις παρακολουθήσεις των μεταναστευτικών πουλιών κλπ.
Τέλος, η ευαισθητοποίηση των μικρότερων ηλικιών σε θέματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης στους μικρούς και όχι μόνο μαθητές, είναι αυτή που θα διασφαλίσει ότι το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Κορισσίων δεν θα καταστραφεί και θα αποτελέσει φυσική κληρονομιά των επόμενων γενεών. / -
|
3 |
Επιδημιολογική μελέτη καταγμάτων ισχίου στην τρίτη ηλικία στη Νοτιοδυτική Ελλάδα / Mortality rates of patients with a hip fracture in Patras.Καραγιάννης, Ανδρέας 25 June 2007 (has links)
Ο τύπος του κατάγματος είναι ένας ανεξάρτητος προδιαθεσικός παράγων για την μεγάλης διάρκειας θνητότητα στους ασθενείς με κάταγμα στην περιοχή του ισχίου. Αφού η μικρής διάρκειας θνητότητα δεν σχετίζεταιμε τον τύπο του κατάγματος,η χειρότερη πρόγνωση στα διατροχαντήρια κατάγματα πιθανά σχετίζεται με έμφυτα χαρακτηριστικά του ασθενούς. / In conclusion the type of fracture is an independent predictor of long-term mortality in patients with hip fractures. Since the short-term mortality was not correlated with the type of the fracture, the worse prognosis of the intertrochanteric type may be probably related to inherent characteristics of patients.
|
4 |
Συμβολή στη δημιουργία ενός προτύπου κατανομής της παρόχθιας βλάστησης και χλωρίδας των ποταμών της Δυτικής Ελλάδος. / Contribution to the creation of a distribution model of the riparian vegetation and flora of the rivers of Western Greece.Καράγιαννη, Παναγιώτα 29 June 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν εννέα συνολικά ποτάμια της Δυτικής Ελλάδος (ΒΔ Ελλάδα, Πελοπόννησος). Έγινε καταγραφή των τύπων οικοτόπων κατά μήκος των ποταμών και περιγραφή της χλωριδικής σύνθεσης των φυτοκοινοτήτων τους. Μετά από σύγκριση, συνδυασμό και επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ένα θεωρητικό πρότυπο ποταμού. Στο πρότυπο αυτό παρουσιάζεται η κατά μήκος διάταξη των παρόχθιων τύπων οικοτόπων στις τρεις γεωμορφολογικές ενότητες ενός ποταμού (άνω ρους, μέσος ρους, κάτω ρους) όπως αυτή αναμένεται να παρατηρηθεί σε ένα αδιατάρακτο ποτάμιο οικοσύστημα. Προς εφαρμογή του παραπάνω προτύπου επιλέχθηκε ένα έντονα διαταραγμένο ποτάμι της Πελοποννήσου, ο Πάμισος. Εκτιμάται κατά πόσο το παραπάνω ποτάμι αποκλίνει από το θεωρητικό πρότυπο. Αναλύονται τα προβλήματα της περιοχής και προτείνεται μια σειρά από διαχειριστικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποκατάσταση και προστασία των σημαντικών τύπων οικοτόπων. / In the present study nine rivers of W. Greece (North-West Greece, Peloponnese) were studied. Habitat types along these rivers were identified and recorded. The floristic composition of the plant communities of the rivers’ habitats was described. After comparison, combination and processing of data we resulted in a theoretical model of a river. In this model the succession of riparian habitat types along the three geomorphological units (upper, middle and lower watercourse) is presented as this is expected to be observed in an undisturbed fluvial ecosystem. Pamisos, a heavily disturbed river of Peloponnese was selected to be compared to this model. It is estimated how much Pamisos deviates from the theoretical model. Τhe problems of the region are analyzed and various management measures and practices which aim at the restoration and protection of important habitats are proposed.
|
5 |
Οικολογία των τύπων οικοτόπων της αποξηραμένης λίμνης Μουριάς : μελέτη της χλωρίδας και βλάστησης και οικολογική διερεύνηση περιβαλλοντικών παραμέτρων στα πλαίσια προγράμματος πιλοτικού επαναπλημμυρισμού / Habitat types ecology of the drained Mouria lake : flora and vegetation study and ecological examination of the environmental parameters in a pilot-scale wetland rehabilitation programΚαραγιάννη, Παναγιώτα 20 October 2010 (has links)
Η περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς βρίσκεται στο Ν. Ηλείας 5 Κm ΝΔ της πόλης του Πύργου κοντά στις εκβολές του Αλφειού ποταμού. Η παλιά λίμνη αποξηράνθηκε την περίοδο 1967-69.
Αντικείμενο της διατριβής είναι: α) η μελέτη της χλωρίδας της περιοχής και ο προσδιορισμός και η χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων, β) η εκτίμηση της υποβάθμισης των μονάδων βλάστησης εξαιτίας των διάφορων ανθρωπογενών επιδράσεων, γ) η συσχέτιση των διακρινόμενων φυτοκοινοτήτων με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (φυσικοχημικές παράμετροι εδάφους και νερού), δ) ο πιλοτικός επαναπλημμυρισμός 5 στρεμμάτων και η εκτίμηση του ρυθμού εποικισμού της νέας λίμνης με φυτικά taxa.
Κατά την εργασία πεδίου έγιναν εποχικές φυτοληψίες σε όλη την έκταση της αποξηραμένης λίμνης με τη μέθοδο Braun-Blanquet. Παράλληλα, έγιναν δειγματοληψίες εδάφους και νερού σε θέσεις στις οποίες είχαν πραγματοποιηθεί και δειγματοληψίες βλάστησης. Ακολούθησε η αναγνώριση των τύπων οικοτόπων και προσδιορίστηκαν τα όρια τους με τη χρήση GPS. Κατά την εργαστηριακή επεξεργασία έγινε η χλωριδική ανάλυση και ο προσδιορισμός των μονάδων βλάστησης, ενώ προσδιορίστηκαν οι φυσικοχημικές παράμετροι εδάφους και νερού.
Οι σχέσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων διερευνήθηκαν τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις μονάδες βλάστησης, με τη χρήση του συντελεστή συσχέτισης Spearman, τη μεθόδο Canonical Correspondence analysis (CCA) και την πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση (Factor analysis). Τέλος, πραγματοποιήθηκε πιλοτικός επαναπλημμυρισμός μικρού τμήματος της περιοχής (5.000 m²) και συστηματική παρακολούθηση του ρυθμού εποικισμού του νέου υγροτόπου με φυτικά είδη.
Τα φυτικά είδη που καταγράφηκαν στην περιοχή της παλιάς λίμνης ανέρχονται σε 284, από τα οποία 144 χαρακτηρίζονται ως είδη διαταραγμένων βιοτόπων (δείκτες βόσκησης, ζιζάνια καλλιεργειών, είδη κρασπέδων δρόμων ή αγρών και περιοικιστικών χώρων). Παράλληλα, αναγνωρίστηκαν επτά διαφορετικοί τύποι οικοτόπων και 16 φυτοκοινότητες. Τα μεσογειακά αλίπεδα, οι καλαμώνες και οι συστάδες αρμυρίκης καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση στην περιοχή. Τη μέγιστη επίδραση και από τις τρεις κατηγορίες των φυτών-δεικτών υποβάθμισης παρουσιάζουν τα αλίπεδα, ενώ τα εποχιακά τέλματα εμφανίζουν τη μικρότερη επίδραση.
Οι κοινότητες των αμμοθινών, καθώς και αυτές που σχηματίζονται στα έγκοιλα των θινών, αναπτύσσονται σε αμμώδη εδάφη, πλούσια σε CaCO3 και ιόντα ασβεστίου, με υψηλές τιμές pH. Οι κοινότητες των μεσογειακών αλιπέδων αναπτύσσονται σε διάφορους τύπους εδαφών από αμμώδη έως αργιλοπηλώδη, με υψηλή αλατότητα και αυξημένες συγκεντρώσεις φωσφόρου. Η υγρασία του εδάφους και η περιεκτικότητά του σε νιτρικό άζωτο είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των κοινοτήτων με Tamarix sp. Τα εδάφη των εποχιακών λιμνών της περιοχής παρουσιάζουν ένα συνδυασμό υψηλής αλατότητας, αλκαλικότητας και συγκέντρωσης θρεπτικών. Η κοινότητα με Phragmites australis αναπτύσσεται σε θέσεις υψηλότερης αλατότητας του νερού σε σχέση με την κοινότητα της Typha domingensis.
Η μελέτη της διαδοχής της βλάστησης στο νέο υγρότοπο, δείχνει ένα σχετικά γρήγορο εποικισμό της νέας λίμνης, με είδη κυρίως των γειτονικών εποχιακών τελμάτων και καναλιών π.χ. Ruppia maritima, Zannichellia palustris, Chara sp., Ranunculus baudotti κ.ά. / The area of the drained Mouria lake is located 5Km SW of Pyrgos city (Prefecture of Ileia) near Alfeios River estuary. It was drained during the period 1967-69.
Subjects of the present thesis are: a) the study of the flora in the drained lake area, the identification and the mapping of the habitat types, b) the estimation of the vegetation units degradation degree by various human activities, c) the correlation of the vegetation units with certain environmental parameters (soil and water physicochemical parameters), d) the pilot-scale re-flood of a part of the drained lake (0.5 ha) in order to estimate the colonization rate by plant species in the new lake.
Seasonal vegetation samples were taken from the whole area of the drained Mouria Lake, following Braun-Blanquet method. Habitat types were identified and their limits were determined by means of GPS. In order to study environmental parameters soil and water samples were taken in sites where vegetation samples had already been taken. After the floristic analysis, vegetation units were detemined. The abundance of indicator plants of habitat degradation (grazing indicator plants, weeds and ruderals) in each habitat’s floristic composition is used in order to evaluate their ecological status. Correlations between environmental parameters were tested using Spearman correlation test, while Canonical Correspondence analysis (CCA) and Factor analysis were performed in order to examine relationships between the vegetation units and environmental variables. For a pilot-scale lake restoration an area of 0,5 ha was selected in the SE part of the former lake to be re-flooded.
A total of 284 plant species were recorded in the are of the drained lake, 144 of which are characterized as indicator plants of habitat degradation. Seven habitat types and sixteen plant communities have also been identified in the study area. Salt meadows, reeds and Tamarix stands have the biggest cover in the area. Salt meadows appear to have the highest degree of degradation and the temporary ponds the lowest.
The plant communities of sand dunes and these of wet dune slacks are formed in sandy soil, rich in CaCO3 and Ca+2 and with high pH values. The salt meadows communities are developed in various types of soils (sandy to loamy-clay) with high electric conductivity values and high phosphor concentrations. The soil moisture and the NO3- concentration are the most important factors that influence the growth of communities with Tamarix sp. Temporary ponds present a combination of high salinity, alkalinity and nutrient concentration values in the area. Phragmites australis community is developed on sites with higher water salinity values than Typha domingensis community.
The study of vegetation succession in the pilot-scale wetland shows that many plant species of the nearby temporary ponds and channels like Ruppia maritima, Zannichellia palustris, Chara sp., Ranunculus baudotti etc. have rapidly colonised the new lake .
|
6 |
Σύμμεικτες πλάκες από παραμένοντες τύπους ινοπλεγμάτων σε ανόργανη μήτρα και οπλισμένο σκυρόδεμα : Πειραματική διερεύνηση μηχανικής συμπεριφοράς και βέλτιστος σχεδιασμόςΠαπαντωνίου, Ιωάννης 09 October 2014 (has links)
H αύξηση των περιβαλλοντικών, αισθητικών και λειτουργικών απαιτήσεων που πρέπει να πληρούν οι σύγχρονες κατασκευές Πολιτικού Μηχανικού, σε συνδυασμό με την απαίτηση για συμπίεση του κόστους του κύκλου ζωής τους, οδηγούν στην ανάγκη για τη διερεύνηση της εφαρμογής νέων υλικών και μεθόδων που θα εφαρμοσθούν στη κατασκευή των δομικών έργων. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται οι μέθοδοι κατασκευής δομικών στοιχείων με τη χρήση παραμενόντων τύπων. Η παρούσα Διατριβή πραγματεύεται, τόσο σε αναλυτικό όσο και σε πειραματικό επίπεδο, το σχεδιασμό επίπεδων στοιχείων Ο/Σ που παρασκευάζονται έναντι παραμενόντων τύπων παρασκευασμένων από σύνθετα υλικά τσιμεντοειδούς μήτρας και οπλισμένων με πλέγματα μη μεταλλικών ινών (Ινοπλέγματα σε Ανόργανη Μήτρα-ΙΑΜ). Η Διατριβή αναπτύσσει την διαδικασία σχεδιασμού που προορισμός της είναι να ενσωματωθεί σε έναν αλγόριθμο βέλτιστου σχεδιασμού για την επίτευξη σχεδιαστικών λύσεων που θα αντιστοιχούν στο ελάχιστο κόστος κατασκευής για το σύμμεικτο στοιχείο. Η διαδικασία σχεδιασμού τροφοδοτείται από ένα εκτενές πρόγραμμα πειραματικών δοκιμών. / The continuously raising demands for cost effective and environmental friendly concrete structures which should fulfill also high aesthetic design criteria, lead the Engineers to explore new construction methods and materials. The application of semi-prefabrication techniques, involving the use of participating Stay-in-Place formwork elements seems to be an attractive solution. The present dissertation deals with the experimental and analytical investigation of one-way concrete slabs cast over Stay-In-Place formwork elements produced from cementitious composite materials reinforced with textile structures from non-metallic continuous fibers (Textile Reinforced Concrete).
In this dissertation a design procedure for Composite Reinforced Concrete (RC)/TRC one-way slabs is developed. For the development of the design procedure the results from an extensive experimental investigation campaign were exploited. The campaign focused on the mechanical behavior of RC/TRC composite slabs under four point bending. Also tests on the formwork elements under four point bending tests were carried out. Ahead of the bending tests, uniaxial tension tests on dumbbell TRC specimens were conducted in order to characterize this composite material.
Finally, the design procedure was integrated on a Genetic Algorithm in order to achieve minimum-cost design solutions.
|
7 |
Διδακτικές στρατηγικές, μαθήτυποι και δεξιότητες κριτικής σκέψης στη διδασκαλία της χρηματοοικονομικής : προσέγγιση με την quantile regression / Teaching strategies, learning types and critical thinking skills in finance teaching : a quantile regression approachΠομώνης, Γεράσιμος 05 May 2009 (has links)
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της επίδρασης των εφαρμοζόμενων διδακτικών στρατηγικών για την διδασκαλία της Χρηματοοικονομικής στη διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών των φοιτητών και στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης, με την χρησιμοποίηση της οικονομετρικής τεχνικής της quantile regression (QR).
Η επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας καθώς και η έρευνα για την παρούσα διατριβή δείχνουν, αφενός ότι στους συγγενείς επιστημονικούς χώρους της Οικονομικής, της Χρηματοοικονομικής και της Λογιστικής εφαρμόζονται διδακτικές στρατηγικές που βασίζονται στη μέθοδο των διαλέξεων και φαίνεται να επηρεάζουν την διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών και αφετέρου ότι η χρησιμοποίηση διδακτικών στρατηγικών ενεργού εμπλοκής των φοιτητών στην μάθηση μπορεί πράγματι να επηρεάζει τη διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών και να συμβάλλει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. Από την ως άνω επισκόπηση έχει καταφανεί ότι η στατιστική ανάλυση των ως άνω επιδράσεων στηρίζεται, κατά το πλείστον, σε υπολογισμό συντελεστών συσχέτισης, σε ανάλυση της διακύμανσης καθώς και στην χρησιμοποίηση της κλασικής παλινδρόμησης.
Η διαμόρφωση των μαθησιακών στρατηγικών εκτιμάται μέσα από την διαμόρφωση των τρόπων και τύπων μάθησης των φοιτητών, με τη χρησιμοποίηση του Learning Style Inventory (LSI) του Kolb και του Learning Styles Questionnaire (LSQ) των Honey και Mumford. Με το LSI (που χρησιμοποιήθηκε και στις δυο φάσεις της έρευνας) εκτιμάται η προτίμηση προς τέσσερεις τρόπους μάθησης (Απτή Εμπειρία, Στοχαστική Παρατήρηση, Αφηρημένη Αντίληψη Εννοιών και Ενεργός Πειραματισμός), με βάση τους οποίους προκύπτουν τέσσερεις τύποι μάθησης (Αποκλίνων, Αφομοιωτικός, Συγκλίνων και Διευκολύνων).
Για την εκτίμηση του επιπέδου ανάπτυξης των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης των φοιτητών, χρησιμοποιείται το California Critical Thinking Skills Test (CCTST), δημιουργημένο από τον Peter Facione με βάση τα συμπεράσματα της Delphi Report (American Philosophical Association). Το CCTST εκτιμά πέντε επιμέρους δεξιότητες κριτικής σκέψης (Ανάλυση, Αξιολόγηση, Συμπερασμός, Επαγωγικός και Απαγωγικός Συλλογισμός) καθώς και την συνολική ικανότητα στις δεξιότητες κριτικής σκέψης.
Η έρευνα δια την συγκέντρωση παρατηρήσεων διενεργήθηκε σε δυο φάσεις: στην πρώτη εκτιμήθηκαν μόνο οι τρόποι και τύποι μάθησης με τη χρήση των LSQ και LSI και στην δεύτερη εκτιμήθηκαν οι τρόποι και τύποι μάθησης με τη χρήση μόνο του LSI καθώς και οι δεξιότητες κριτικής σκέψης με τη χρήση του CCTST.
Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας στηρίζεται στη χρησιμοποίηση του οικονομετρικού μοντέλου της quantile regression (QR), με το οποίο μπορούν να υπολογιστούν συντελεστές ακόμη και για τα 99 εκατοστημόρια της κατανομής της εξαρτημένης μεταβλητής, αυξάνοντας θεαματικά την αντλούμενη πληροφόρηση, έναντι της κλασικής παλινδρόμησης. Προκύπτει έτσι ένα σημαντικό ερμηνευτικό πλεονέκτημα, το οποίο φωτίζει την επίδραση που ασκείται σε όλο το εύρος της κατανομής και συμβάλλει στην εκτενέστερη και βαθύτερη κατανόηση των ασκούμενων επιδράσεων. Αυτή η δυνατότητα έχει κατ’ εξοχήν σημασία στην ερμηνεία της αλλαγής της προτίμησης από τον έναν τρόπο μάθησης στον διαμετρικά αντίθετό του και την ενδιάμεση κατάσταση της ισορροπημένης μάθησης, για κάθε μια από τις δυο διαστάσεις μάθησης του μοντέλου Εμπειρικής Μάθησης του Kolb.
Η QR χρησιμοποιείται επίσης για την έρευνα της επίδρασης των διαμορφωμένων τρόπων και τύπων μάθησης στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. Θεωρητικά υποστηρίζεται ότι ο Συγκλίνων μαθήτυπος του μοντέλου του Kolb υπερτερεί στην επίδοση στις δεξιότητες κριτικής σκέψης, υπόθεση που δεν τεκμηριώνεται στην περίπτωση που αναπτύσσεται ισορροπημένη προτίμηση προς τους τέσσερεις τρόπους μάθησης. Οι εν λόγω επιδράσεις τεκμηριώνονται με την ανάλυση των δεδομένων από την πειραματική εφαρμογή διδακτικού μοντέλου ενεργού εμπλοκής των φοιτητών στην διαδικασία διδασκαλίας-μάθησης της Χρηματοοικονομικής με τη χρήση της QR.
Τα βασικά συμπεράσματα της παρούσας διατριβής είναι τα εξής:
α) Το μαθησιακό περιβάλλον που διαμορφώνεται από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη διδακτική στρατηγική επιδρά διαφορετικά σε κάθε τμήμα της κατανομής της εξαρτημένης μεταβλητής.
β) Η ανάπτυξη ισορροπημένης προτίμησης προς τους τρόπους μάθησης είναι επωφελέστερη, έναντι της επιλεκτικής προτίμησης, για την ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης.
γ) Η διάδραση που αναπτύσσεται μεταξύ των φοιτητών σε ομάδες που απαρτίζονται από διαφορετικούς τύπους μάθησης ασκεί σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη ισορροπημένης μάθησης και στη βελτίωση του επιπέδου των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης.
δ) Η εκτίμηση πολλών συντελεστών παλινδρόμησης με την χρήση της QR διευρύνει σημαντικά την ερμηνεία των επιδράσεων των ανεξάρτητων στις εξαρτημένες μεταβλητές, έναντι άλλων απλών στατιστικών μέτρων καθώς και της κλασικής παλινδρόμησης.
ε) Στον τομέα της διδασκαλίας στον επιστημονικό χώρο της Χρηματοοικονομικής στην Ελλάδα, η παρούσα εργασία είναι μοναδική και πρωτότυπη και η συμβολή της είναι καθολική, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ένα οικονομετρικό μοντέλο – την QR – σε ερμηνευτικό εργαλείο των σχέσεων που αναπτύσσονται στην διδακτική πράξη. / The aim of this dissertation is the study of the effect of the implemented teaching strategies in Finance teaching on the formation of students’ learning strategies and development of critical thinking skills, by using the econometric model of quantile regression (QR).
The review of the relevant literature, as well as the research for this dissertation show that on the one hand the implemented teaching strategies in the related disciplines of Economics, Finance and Accounting are mainly based on the use of the lecture method and seem to affect the formation of students’ learning strategies and on the other hand the use of teaching strategies that involve students in the teaching-learning process may affect the formation of students’ learning strategies and contribute to the development of critical thinking skills as well. The literature review also shows that statistical analysis of effects is mostly based on correlation coefficients and analysis of variance, as well as the use of traditional regression.
The formation of students’ learning strategies is estimated through student learning styles and types, by the use of Kolb’s Learning Style Inventory (LSI) and Honey & Mumford’s Learning Styles Questionnaire (LSQ). By the use of the LSI (which has been used in both phases of the relative research), student preferences towards four learning styles (Concrete Experience, Reflective Observation, Abstract Conceptualization and Active Experimentation) are estimated. Based on the relevant preference for two consecutive learning styles, in the order depicted above, four learning types may occur: Divergers, Assimilators, Convergers, and Accommodators.
The California Critical Thinking Skills Test (CCTST) is used for estimating the level of development of students’ critical thinking skills. This instrument has been developed by Peter Facione and is based on the results and recommendations of the Delphi Report of the American Philosophical Association. The CCTST estimates five discrete critical thinking skills, namely Analysis, Evaluation, Inference, Induction and Deduction and the overall critical thinking skills ability as well.
The research for the collection of data has been carried out in two phases. In the first phase the LSQ and LSI instruments have been used for the estimation of students’ learning styles and types and in the second phase the LSI has been used for the estimation of students’ learning styles and types and the CCTST for the estimation of students’ critical thinking skills.
The statistical analysis of the research data is based on the use of the econometric model of the quantile regression (QR), by which coefficients for as many as 99 percentiles of the dependent variable can be computed. In this way derived information is extremely richer than that derived by using traditional regression. This renders a significant explanatory advantage, which sheds light of the impact on the whole distribution of the dependent variable and thus it contributes to the more comprehensive and deeper understanding of the caused effect. This capability is especially important for explaining the change in the preference from one learning style to its diametrically opposite one and the interim situation of balanced learning, for each of the two dimensions of learning of Kolb’s Experiential Learning Model.
QR is also used for the exploration of the impact of the formed learning styles and types on the development of critical thinking skills. Theory suggests that the Converging learning type of Kolb’s model beats the other three in critical thinking skills performance, but this suggestion is not corroborated in the case that a balanced preference towards all four learning styles is developed. The aforementioned impact is documented by the analysis of data rendered by the experimental implementation of a teaching strategy of active engagement of students in the teaching-learning process in Finance teaching, by using the QR. Basic results of this dissertation are as follows:
a) The learning environment develop by the implemented teaching strategy has a different impact on each segment of the distribution of the dependent variable.
b) The development of balanced preference towards the learning styles is more beneficial for critical thinking skills development than selective preference.
c) The developed interactivity between students in groups made up by different learning types has a significant effect on developing balanced learning and on the improvement of the level of critical thinking skills development.
d) The use of the Quantile Regression and the computation of many regression coefficients expands significantly the explanatoty potential about the impact of the independent variables on the dependent ones, against other simple statistical metres as well as traditional regression.
e) Regarding the teaching endeavors of instructors in the area of Finance in Greece, this dissertation is unique and original and contributes in a total sense, while it simultaneously highlights the advantages of an econometric model – the QR – as an hermeneutic instrument for the relationships development in the teaching process.
|
8 |
Αειφόρος ανάπτυξη του ηφαιστείου της Νισύρου και νέα ηφαιστειολογικά χαρακτηριστικά στοιχεία της ευρύτερης περιοχής και με την συμβολή της τηλεπισκόπησηςΖούζιας, Δημήτριος 04 December 2012 (has links)
Η περιοχή Κω – Νισύρου βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο του ενεργού ηφαιστειακού τόξου του νοτίου Αιγαίου, Τεταρτογενούς ηλικίας και περιλαμβάνει τα νησιά Κω και Νίσυρο και τις νησίδες του Γυαλιού, της Στρογγύλης, της Παχειάς και της Πυργούσας. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Κω χαρακτηρίζεται από Άνω – Μειοκαινικές ιγκνιμβριτικές (πυρομβριτικές) αποθέσεις και από Πλειοκαινικά – Πλειστοκαινικά ηφαιστειακά προϊόντα όπως τους ηφαιστειακούς δόμους, την πυροκλαστική ακολουθία της Κεφάλου, τους υδρομαγματικούς τόφφους και τον σε μεγάλη έκταση πυροκλαστικό σχηματισμό «τόφφο της Κω» (Kos Plateau Tuff) αποθέσεις του οποίου εντοπίζονται και στα νησιά της Καλύμνου, της Ψερίμου και της Τήλου. Η Νίσυρος είναι ένα στρωματοηφαίστειο δομημένο από Πλειοκαινικά ηφαιστειακά προϊόντα που αποτελούνται κυρίως από ανδεσίτες και βασαλτικούς ανδεσίτες πάνω στους οποίους αποτέθηκαν ασβεσταλκαλικά ηφαιστειακά προϊόντα δακιτικής – ρυοδακιτικής σύστασης με την μορφή πυροκλαστικών αποθέσεων, ροών λάβας και δόμων λάβας. Οι νησίδες του Γυαλιού, της Στρογγύλης, της Παχειάς και της Πυργούσας αποτελούνται από Πλειοκαινικούς δόμους ρυολιθικής (Γυαλί), ανδεσιτικής (Στρογγύλη) και δακιτικής σύστασης (Παχειά και Πυργούσα) οι οποίοι φιλοξενούν πυροκλαστικές αποθέσεις της ανώτερης κίσσηρης του Γυαλιού (Στρογγύλη) και ενότητες του τόφφου της Κω (ΚΡΤ) και της Παναγιάς Κυράς (Παχειά και Πυργούσα).
Στη παρούσα διδακτορική διατριβή στόχος είναι η πετρογραφική, ορυκτοχημική και γεωχημική μελέτη των ηφαιστειακών προϊόντων της ευρύτερης περιοχής Κω-Νισύρου και η αποτύπωση ηφαιστειακών δομών και μορφολογικών στοιχείων. Σκοπός είναι η κατανόηση της ηφαιστειακής εξέλιξης με την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τη συγγενετική σχέση των μαγματικών προϊόντων, φαινόμενα μίξης, τους μαγματικούς θαλάμους και την επιφανειακή έκφραση αυτών (καλδέρες).
Για το σκοπό αυτό μελετήθηκε η γεωχημική συγγενετική σχέση του τόφφου της Κω (Kos Plateau Tuff) στην Κω – Κάλυμνο – Τήλο και η γεωχημική διαφοροποίηση των πιο βίαιων και εκρηκτικών μονάδων D και E του ιγκνιμβρίτη της Κω επιβεβαιώνοντας τη στρωματογραφική συσχέτιση των αποθέσεων αυτών όπως έχει παρουσιαστεί από δεδομένα κυρίως φυσικής ηφαιστειολογίας. Από την πετροχημική μελέτη της περιοχής Κω – Νισύρου ως ένα ενιαίο «ηφαιστειακό σύμπλεγμα» προκύπτει ότι η ηφαιστειότητα της περιοχής διαχωρίζεται σε Μειοκαινική με προϊόντα όπως ο μονζονίτης και οι Μειοκαινικοί ιγκνιμβρίτες της Κω και σε Πλειο – Πλειοστοκαινική με ηφαιστειακά προϊόντα όπως οι δόμοι και τα πυροκλαστικά από την Κω, το Γυαλί και την Νίσυρο όπου διαφαίνεται η συγγενετική μαγματική σχέση των πετρωμάτων αυτών. Από τη μέθοδο της Συμβολομετρίας «Nomarski» προκύπτει ότι φαινόμενα μαγματικής μίξης/ανάδευσης είναι αναμφισβήτητα και παρέχουν αποδείξεις ότι τα φαινόμενα αυτά ήταν ενεργά καθ’ όλη την διάρκεια της εξέλιξης του ηφαιστείου της Νισύρου. Με την χρήση υπαίθριων παρατηρήσεων και τηλεπισκοπικών μεθόδων εντοπίστηκαν μορφές καλδερών στην ευρύτερη περιοχή Κω – Νισύρου οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν και ταξινομήθηκαν σύμφωνα με νέες αντιλήψεις επί της ηφαιστειακής εξέλιξης. Στη συνέχεια μελετήθηκαν οι ηφαιστειακές δομές του ηφαιστείου της Νισύρου με την χρήση της Τηλεπισκόπησης μέσω της φωτοερμηνείας από δορυφορικές εικόνες και ψηφιακά υψομετρικά μοντέλα εδάφους και με την χρήση της γεωμορφομετρικής ανάλυσης συνδυάζοντας γεωμορφο-τεκτονικά χαρακτηριστικά του ηφαιστείου της Νισύρου όπως αυτά παρουσιάζονται από άλλους ερευνητές και νέες αντιλήψεις επί της ηφαιστειακής ανάπτυξη. Επίσης, παρουσιάζεται ένα μοντέλο πρωτο-καλδερικής, καλδερικής και μετα-καλδερικής εξέλιξης του ηφαιστείου της Νισύρου με βάση νέες αντιλήψεις επί της ηφαιστειακής εξέλιξης και σε σχέση με την στρωματογραφική του εξέλιξη. Τέλος, μελετήθηκαν οι υποηφαιστειακοί μαγματικοί θάλαμοι της περιοχής Κω – Νισύρου και τα φαινόμενα μίξης στο ηφαίστειο της Νισύρου με τη μέθοδο της Συμβολομετρίας «Nomarski» και την κατανομή των κύριων στοιχείων, ιχνοστοιχείων και σπανίων γαιών παρουσιάζοντας τον συγγενετικό χαρακτήρα αυτών των κέντρων, ορίζοντας την ευρύτερη ηφαιστειακή περιοχή Κω – Νισύρου ως ένα κύριο ηφαιστειακό κέντρο το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα σύνθετο καλδερικό σύστημα.
Η αειφορική διαχείριση του ηφαιστείου της Νισύρου είναι το μέσο με το οποίο μπορεί νε συνδυαστεί η ηφαιστειολογική εξέλιξη με την περιβαλλοντική διατήρηση και προβολή της ευρύτερης περιοχής ως γεωτόπου. Από την διερεύνηση της υφιστάμενης κατάστασης του νησιού διαπιστώνεται ότι ενώ η Νίσυρος διαθέτει ένα υψηλό περιβαλλοντικό, ενεργειακό, κοινωνικό, πολιτιστικό και οικονομικό δυναμικό, αυτό παραμένει ανεκμετάλλευτο και αναξιοποίητο λόγω της έλλειψης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αειφορικής διαχείρισης βάση του οποίου θα λαμβάνονται οι αποφάσεις ισότιμα, ισοδύναμα, ταυτόχρονα και αρμονικά. Με βάση την μελέτη των υδατικών πόρων, την καταγραφή του ενεργειακού δυναμικού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την διαχείριση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος του ηφαιστείου της Νισύρου, την μελέτη των επιπτώσεων, θετικών και αρνητικών, της ύπαρξης εξορυκτικής βιομηχανίας στην περιοχή προτάθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αειφόρου ανάπτυξης, προσαρμοσμένο στις απόψεις και τοποθετήσεις, της άμεσα ενδιαφερόμενης, τοπικής κοινωνίας. Από αυτό το ολοκληρωμένο σχέδιο προκύπτουν προτάσεις για την ολοκληρωμένη διαχείριση του ηφαιστείου της Νισύρου οι οποίες ικανοποιούν ισότιμα, ισοδύναμα, ταυτόχρονα και αρμονικά τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης στοχεύοντας στον επαναπροσανατολισμό της τοπικής οικονομίας, την διαχείριση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και την κοινωνική ανάπτυξη. / The Kos - Nisyros study area is located at the easternmost edge of the active Quaternary volcanic arc of the southern Aegean Sea and includes the islands of Kos and Nisyros and the islets of Gyali, Strongyli, Pachia and Pyrgoussa. The volcanic activity of Kos island is characterized by Upper – Miocene ignimbrite deposits and Pliocene - Pleistocene volcanic products such as volcanic domes, the Kefalos pyroclastic sequence of hydromagmatic tuffs and the large-scale pyroclastic formation Kos Plateau Tuff (KPT) deposits which is also found on the Kalymnos, Pserimos and Tilos islands. Nisyros is a calcalkaline stratovolcano which consists of Pliocene volcanic products such as andesite and basaltic andesite lavas that are overlain by pyroclastic deposits, lava flows and lava domes of dacitic – rhyodacitic composition. The islets of Gyali, Strongyli, Pachia and Pyrgoussa represent Pliocene lava domes of rhyolitic (Gyali), andesitic (Strogyli) and dacitic composition (Pachia and Pyrgoussa) On these domes, pyroclastic deposits of the Upper Pumice unit of Gyali (in Strogyli) and pyroclastic deposits of the Kos Plateau Tuff (KPT) and Panayia Kyra formation (in Pachia and Pyrgoussa) have been identified.
In this thesis, the volcanic products of the Kos-Nisyros area are examined using mineral chemistry, geochemical and petrographical methods, while volcanic structures and morphological features are identified and mapped using remote sensing techniques. The aim of this thesis is to understand the volcanic evolution of the study area, by drawing conclusions regarding the consanguineous relationship of the magmatic products, magma mixing phenomena and the magma chamber system of the area, as well as, the surface expression of this magma chamber system in the form of caldera structures.
For this purpose, in this thesis, it is investigated the consanguineous relationship of the Kos Tuff (Kos Plateau Tuff) found on Kos, Tilos and Kalymnos islands, as well as, the geochemical differentiation of the most violent and explosive ignimbrite units D and E of the Kos Tuff, confirming the stratigraphic correlation of these deposits as it was previously presented by physical volcanology data. The petrochemical study of the Kos - Nisyros area as a single "volcanic complex" reveals that the volcanism of the study area is divided into a Miocene and a Pliocene – Pleistocene activity. The Miocene activity is characterized by magmatic and volcanic products such as the monzonite of Kos and the Miocene ignimbrites of Kos and the Pliocene – Pleistocene volcanic activity consists of volcanic products such as lava domes and pyroclastic deposits from Kos, Gyali and Nisyros volcanoes where it is revealed the consanguineous magmatic relationship of these Pliocene – Pleistocene products. Using “Nomarski” interferometry method it is revealed that magma mixing/mingling phenomena are unquestionable for the magma chamber system of Nisyros and provide evidence that these phenomena were active throughout the volcanic evolution of Nisyros volcano. Field observations and remote sensing methods revealed caldera structures in the Kos - Nisyros area which are identified and classified according to new perceptions regarding the volcanic evolution. The volcanic structures of Nisyros volcano are examined using remote sensing methods such as satellite image and digital elevation models interpretation, as well as, the geomorphometric analysis of the Nisyros terrain in combination with geomorphotectonic features of the volcano as presented by other researchers and new perceptions on the volcanic evolution. It is also presented a model of proto-caldera, caldera and post-caldera evolution of Nisyros volcano based on new perceptions on the volcanic evolution in relation to the stratigraphic evolution. Finally, it is studied the subvolcanic magma chamber system of the Kos - Nisyros area, as well as, mixing phenomena in the volcano of Nisyros using the “Nomarski” interferometry method and the distribution of major, trace and rare earth elements revealing the consanguineous nature of these volcanic centers by providing the widest volcanic area of Kos - Nisyros as a major volcanic center characterized by a complex caldera system.
Sustainable development of Nisyros volcano represents a management tool which combines the volcanic evolution with the environmental preservation and can promote volcanic regions as geotopes. The investigation of the present conditions of the island reveals, despite the fact that Nisyros is characterized by a strong environmental, energy, social, cultural and economic potential, it remains undeveloped and unexploited due to lack of an integrated sustainable development management plan, based on which, decisions should be equal, equivalent simultaneously and in harmony. Based on the study of the Nisyros water resources, the energy potential from renewable energy sources, the management of natural and urban environment of the volcano of Nisyros and the study of the positive and/or negative effects of the mining industry in Gyali volcanic islet it is proposed an integrated sustainable development according to the views and the perspectives of the local community. From this intergraded plan are generated recommendations for an integrated management of the volcano of Nisyros which satisfy equal, equivalent, simultaneously and in harmony the principles of sustainable development aiming to refocus the local economy, the management of natural and urban environment and the social development.
|
Page generated in 0.036 seconds