• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 6
  • Tagged with
  • 7
  • 6
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Risk-adjustment in gastrointestinal surgery

Tekkis, Paris Procopiou January 2003 (has links)
No description available.
2

Συγκριτική μελέτη της γαστρικής παράκαμψης πρός την γαστρική παράκαμψη συνοδευόμενη από εκτομή του θόλου του στομάχου σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία

Χροναίου, Αικατερίνη 09 January 2014 (has links)
Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη κατά Roux-en-Y είναι μία από τις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες βαριατρικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας. Η απώλεια βάρους μετά από βαριατρικού τύπου επεμβάσεις έχει συσχετισθεί με τις επερχόμενες μεταβολές των γαστρεντερικών ορμονών, που έχει δειχθεί ότι συνδέονται με τον έλεγχο του μεταβολισμού και της όρεξης. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης της εκτομής του θόλου του στομάχου σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη στην έκκριση των ορμονών, τα επίπεδα της γλυκόζης αλλά και την απώλεια βάρους. Μέθοδος: Δώδεκα ασθενείς υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη και δώδεκα σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη και εκτομή του θόλου του στομάχου. Όλοι οι ασθενείς μελετήθηκαν προοπτικά πρίν και τρείς, έξι και δώδεκα μήνες μετά την επέμβαση. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε μετά από δωδεκάωρη νηστεία και 30, 60 και 120 λεπτά μετά την χορήγηση πρότυπου γεύματος θερμιδικού φορτίου 300 Kcal. Αποτελέσματα: Το σωματικό βάρος και ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκαν σημαντικά (p<0.001) και στις δύο ομάδες χωρίς όμως διαφορές μεταξύ των ομάδων. Για την ομάδα της γαστρικής παράκαμψης τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας μειώθηκαν στους τρείς μήνες μετεγχειρητικά και αυξήθηκαν στούς δώδεκα μήνες σε επίπεδα υψηλότερα σε σχέση με τα προεγχειρητικά (p<0.01), αντίθετα, μετά από λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη και εκτομή του θόλου, τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας μειώθηκαν σημαντικά και παρέμειναν χαμηλά σε όλες τις χρονικές στιγμές της μελέτης (p<0.01). H μεταγευματική απόκριση του PYY, του GLP-1 και της ινσουλίνης ενισχύθηκαν μετεγχειρητικά (p<0.01) και στις δύο επεμβάσεις αλλά η απόκριση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη και τα μεταγευματικά σάκχαρα χαμηλότερα μετά από γαστρική παράκαμψη και εκτομή του θόλου του στομάχου (p for interaction <0.05). Μετεγχειρητικά οι μεταβολές της γκρελίνης συσχετίστηκαν αρνητικά με τις μεταβολές του GLP-1. Συμπεράσματα: Η εκτομή του θόλου του στομάχου σε ασθενείς που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη οδηγεί σε χαμηλότερα βασικά επίπεδα γκρελίνης, σε μεγαλύτερη μεταγευματική απόκριση GLP-1, PYY και ινσουλίνης και σε χαμηλότερα σάκχαρα σε σχέση με την λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη. Η εκτομή του θόλου του στομάχου με συνοδό γαστρική παράκαψη μπορεί να αποδειχθεί μια πολύ χρήσιμη καινούργια χειρουργική τεχνική για την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ. / Background: Laparoscopic Roux-en Y-Gastric bypass (LRYGBP) is the commonest available option for the surgical treatment of morbid obesity. Weight loss following bariatric surgery has been linked to changes of gastrointestinal peptides, shown to be implicated also in metabolic effects and appetite control. The purpose of this study was to evaluate whether gastric fundus resection in patients undergoing LRYGBP enhances the efficacy of the procedure in terms of weight loss, glucose levels and hormonal secretion. Methods: 12 patients underwent LRYGBP and 12 patients LRYGBP plus gastric fundus resection (LRYGBP+FR). All patients were evaluated before and at 3, 6, and 12 months postoperatively. Blood samples were collected after an overnight fast and 30, 60 and 120 min after a standard 300 kcal mixed meal. Results: Body weight and body mass index decreased markedly and comparably after both procedures. Fasting ghrelin decreased three months after LRYGBP, but increased at 12 months to levels higher than baseline while after LRYGBP+FR was markedly and persistently decreased. Postprandial GLP-1, PYY and insulin responses were enhanced more and postprandial glucose levels were lower after LRYGBP+FR compared to LRYGBP. Postoperatively, ghrelin changes correlated negatively with GLP-1 changes. Conclusions: Resection of the gastric fundus in patients undergoing LRYGBP was associated with persistently lower fasting ghrelin levels, higher postprandial PYY, GLP-1 and insulin responses and lower postprandial glucose levels compared to LRYGBP. These findings suggest that fundus resection in the setting of LRYGBP may be more effective than RYGBP for the management of morbid obesity and diabetes type 2.
3

Επίδραση της χειρουργικής θεραπείας παχυσαρκίας στο καρδιαγγειακό σύστημα

Μαζαράκης, Ανδρέας 03 May 2010 (has links)
Η αύξηση του σωματικού βάρους και η παχυσαρκία αντιπροσωπεύουν μία ραγδαία αναπτυσσόμενη απειλή για την υγεία του πληθυσμού που επηρεάζει χώρες σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, κατά μείζονα λόγο τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου και λιγότερο τις αναπτυσσόμενες, και αποτελεί μείζονα πηγή ανησυχίας για τους ασθενείς, τους παροχείς υγείας, τα εμπλεκόμενα στο σύστημα υγείας άτομα και τις κατά τόπου ρυθμιστικές υγειονομικές αρχές. Πράγματι πλέον στις ημέρες μας η παχυσαρκία είναι τόσο συχνό πρόβλημα που πιο κλασικές νοσηρές καταστάσεις όπως ο υποσιτισμός και τα λοιμώδη νοσήματα χάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο σαν αιτιολογικοί παράγοντες κακής υγείας. Η μόνη αποδεκτή στρατηγική που θα μπορούσε να είναι αποδοτική, όχι μόνο με υγειονομικούς αλλά και οικονομοτεχνικούς όρους, θα ήταν μία πληθυσμιακή θεραπευτική προσέγγιση, όμως μία τέτοια στρατηγική σήμερα αν όχι ουτοπική, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον θεραπευτική πρόκληση. Συνεπώς σήμερα στηριζόμαστε αποκλειστικά στους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι σε καθημερινή βάση έρχονται σε επαφή με παχύσαρκα άτομα. Η βασική επιθυμία αυτής της ομάδας ατόμων, είναι η απώλεια σωματικού βάρους και η μακροχρόνια διατήρηση αυτής της απώλειας. Έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη προσέγγιση (είτε πρόκειται για απλό διαιτητικό πρόγραμμα, είτε για δίαιτα με διαιτολογική καθοδήγηση, είτε για εμπορικά διαθέσιμα προγράμματα απώλειας βάρους), αποτυγχάνοντας να επιτύχουν σταθερή και μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους μία μεγάλη ομάδα νοσηρά παχύσαρκων ατόμων φαίνεται να στρέφονται σήμερα στα χειρουργεία παχυσαρκίας. Φαίνεται πλέον σήμερα ότι η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι η πιο αποτελεσματική διαθέσιμη θεραπεία για τη νοσογόνο παχυσαρκία, η οποία εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη απώλεια σωματικού βάρους και πλήρη ή σχεδόν πλήρη υποχώρηση μίας σειράς συνοσηρών καταστάσεων που σχετίζονται αιτιολογικά με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους. Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να δούμε εάν το γαστρικό bypass σχετίζεται με μεταβολές της λειτουργίας της αορτής και της αριστερής κοιλίας, σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς 3 και 36 μήνες μετά από το χειρουργείο. Χρησιμοποιήθηκε υπερηχογράφημα καρδιάς για την εκτίμησης 60 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση , 20 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που δεν υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση και 40 ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Όλοι είχαν παρόμοια ηλικία, φύλο και παράγοντες κινδύνου στην επίσκεψη αναφοράς. Μετρήσαμε την αορτική τάνυση, διατασιμότητα, δείκτη ανενδοτότητας, το συντελεστή αορτική πίεσης – τάνυσης καθώς επίσης και υπερηχογραφικούς δείκτες doppler διαστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας (το λόγο του κύματος Ε προ; το κύμα Α, το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης και το χρόνο επιβράδυνσης). Οι υπερηχογραφικές μετρήσεις που αφορούσαν τόσο την αορτή, όσο και τη διαστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας, ήταν επηρεασμένα στους νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης τόσο στους 3 όσο και στου 36 μήνες, τόσο η μάζα της αριστερής κοιλίας, όσο και οι δείκτες λειτουργικότητας της αορτής και οι διαστολικοί δείκτες της αριστερής κοιλίας επανήλθαν στο φυσιολογικό(διατασιμότητα αορτής 1.9 προεγχειρητικά, 3,4 στους 3 μήνες και 4,3 στους 36 μήνες, συγκρινόμενο με το 3,36 των ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας), φυσιολογικοποίηση ου δεν παρατηρήθηκε στη ομάδα των ασθενών που δεν έχασαν βάρος. Η ελάττωση του δείκτη σωματικής μάζας μετά το χειρουργείο σχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό ποσοστό (p < .01) με την ελάττωση τόσο των δεικτών της αορτικής λειτουργίας όσο και με το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης, μετά από ρύθμιση με βάση την ηλικία, το φύλο, τη συνυπάρχουσα αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια και τη συγκέντρωση χοληστερόλης. Συμπερασματικά η απώλεια σωματικού Βάρους που επιτυγχάνεται με τα χειρουργεία παχυσαρκίας, ελαττώνει την κοιλιακή υπερτροφία και συνεπώς, βελτιώνει τη λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε μια περίοδο παρακολούθησης διάρκειας 3 ετών. / Body weight gain and obesity represent a rapidly growing threat for public health that affect countries all over the world, mainly of the developed world and less the developing countries, consisting a major topic of interest, for patients, health provider and persons involved in the health system. Nowadays obesity considered to be so frequent as a problem that other classic clinical entities as malnutrition and infectious diseases lose their main role as reasons for bad hygiene. The only acceptable strategy that could be efficient not only in relation to with health, but also under logistic conditions, would be a therapeutical approach for the entire population. However such a strategy could be characterized at least a therapeutic challenge if not utopic. Having depleted any other approach (either a simple dietary program, commercial weight loss programs or dietician guidance) and failing to achieve stable and long term weight loss, a large group of morbidly obese people seems to prefer surgical solutions. Surgical management of obesity seems to be the most efficient therapeutic approach that ensures complete resolution of comorbidities that are related with body weight gain. The purpose of our study was to observe if gastric bypass is related with aortic and LV functional changes, in morbidly obese patients in 3 and 36 months after surgery. We performed echocardiographic measurements in 60 morbidly obese patients who had gastric bypass, 20 morbidly obese that did not had surgery and 40 persons with normal body mass index. All of them had similar age, sex and risk factors as it was mentioned in the reference visit. We measured aortic tension, distensability and aortic pressure, we conducted Doppler echocardiography for diastolic function of LV , E/A ratio, isovolumic relaxation time and deceleration time. Echocardiographic measurements of the aorta and diastolic function of LV were affected more in morbidly obese patients than the control group with normal blood pressure. During observation time in 3 and 36 months , LV mass, functional measurements of the aorta and diastolic function of LV were normalized. Aortic distensability 1,9 presurgically, 3,4 in 3 months and 4,3 in 36 months, correlated with 3,36 in persons with normal BMI. No relation was observed in the group of patients that did not lose weight. BMI reduction after surgery is correlated statistically significant with improvement of aortic function, as well as , isovolumic relaxation time based on age, sex, hypertension and lipid profile. Conclusively body weight loss achieved with obesity surgery, decreases ventricular hypertrophy and consequently improves LV function in morbidly obese patients in a period of 3 years.
4

Συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων της μερικής γαστρικής παράκαμψης κατά Roux en Y (RYGBP) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοικτή ή λαπαροσκοπική επέμβαση

Παναγιωτόπουλος, Σπυρίδων 09 January 2014 (has links)
Η γαστρική παράκαμψη κατά Roux en Y αποτελεί την πλέον δημοφιλή επέμβαση αντιμετώπισης της νοσογόνου παχυσαρκίας. Στη σύγχρονη εποχή, πάνω από τις μισές επεμβάσεις γαστρικής παράκαμψης διενεργούνται λαπαροσκοπικά. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η σύγκριση μεταξύ της ανοικτής και της λαπαροσκοπικής τεχνικής, σε χρονικό ορίζοντα παρακολούθησης 5 ετών από την επέμβαση. Μέθοδος: Οι πρώτοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε ανοικτή γαστρική παράκαμψη και οι αντίστοιχοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική επέμβαση, μελετήθηκαν για 5 χρόνια μετεγχειρητικά. Οι παράμετροι, που καταγράφηκαν περιελάμβαναν την απώλεια βάρους και τη διατήρηση αυτής, τη βελτίωση ή πλήρη ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων, τις πρώιμες και όψιμες μετεγχειρητικές επιπλοκές, τη διάρκεια επέμβασης και το χρόνο νοσηλείας των ασθενών. Αποτελέσματα: Όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν απώλεια βάρους, χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, που διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του follow-up. Μικρή επανάκτηση του απολεσθέντος βάρους παρατηρήθηκε μετά τον 3ο χρόνο μετεγχειρητικά. Η ίαση ή βελτίωση των συνοδών νοσημάτων δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Ισοδύναμες παρουσιάζονται και οι δύο τεχνικές, όσον αφορά στην εμφάνιση μετεγχειρητικών επιπλοκών. Η διάρκεια της λαπαροσκοπικής επέμβασης παρουσιάζεται μεγαλύτερη, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί βάσει της καμπύλης εκμάθησης. Η διάρκεια νοσηλείας δεν παρουσιάζει διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη, συγκρινόμενη με την ανοικτή επέμβαση, αποτελεί μία εξίσου ασφαλή και αποτελεσματική τεχνική για την αντιμετώπιση της κλινικά σοβαρής παχυσαρκίας. / Roux en Y gastric bypass (RYGBP) is the most popular operation between patients, undergoing bariatric operation. In modern times, over half of the gastric bypass operations are performed by the laparoscopic way. The aim of the present study is the comparison between open and laparoscopic technique, in a follow-up period of 5 years post surgically.`Methods: The first 60 patients, who underwent open gastric bypass and the respective 60 patients, who underwent the laparoscopic approach, were studied for 5 years post surgically. The parameters recorded, included the excess weight loss and the following maintenance of the loss, the improvement or healing of the obesity related comorbidities, early and late complications, the duration of the operation and the duration of the patients’ hospitalization. Results: All patients exhibited excess weight loss, without statistically significant differences between the two groups, which maintained throughout the follow-up period. A small proportion of regaining the lost weight was observed after the 3rd year post surgically. Healing or improvement of the obesity related comorbidities didn’t appear statistically significant difference between the two groups. There were no differences between the two groups regarding the post surgically complications. The duration of the laparoscopic approach was longer, which can be attributed to the learning curve. The duration of the patients’ hospitalization didn’t differ between the two groups. Conclusion: Laparoscopic gastric bypass, compared to the open procedure, is an equally safe and effective technique for the confrontation of clinically severe obesity.
5

Συγκριτική μελέτη της απώλειας βάρους και της εμφάνισης επιπλοκών, ασθενών με νοσογόνο παχυσαρκία (ΒΜΙ 40-50) που υποβάλλονται σε γαστρική παράκαμψη Roux-en-Y και χολοπαγκρεατική παράκαμψη με Roux-en-Y αποκατάσταση

Ανεσίδης, Ευστάθιος 05 January 2011 (has links)
Ο στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η σύγκριση των αποτελεσμάτων και των μεταβολικών επιπλοκών της γαστρικής παράκαμψης Roux-en-Y και μιας εκδοχής της χολοπαγκρεατικής εκτροπής σε έναν αποκλειστικά non-superobese πληθυσμό. Τα κύρια χαρακτηριστικά της χολοπαγκρεατικής εκτροπής ήταν: γαστρικός θύλακος 15 ± 5 pml, χολοπαγκρεατική έλικα 200 cm, κοινό κανάλι 100 cm και διατροφική έλικα το λοιπό λεπτό έντερο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της RYGBP ήταν: γαστρικός θύλακος 15 ± 5 ml, χολοπαγκρεατική έλικα 60 cm, Roux έλικα 100 cm και κοινό κανάλι το υπόλοιπο μήκος του λεπτού εντέρου. Από 130 ασθενείς με BMI 35-50 kg/m2, οι 65 υποβλήθηκαν σε RYGBP και οι 65 σε BPD. ΄Ολοι οι ασθενείς ολοκλήρωσαν το δεύτερο μετεγχειρητικό έτος. Η μέση απώλεια υπερβάλλοντος βάρους (excess weight loss, %EWL) ήταν καλύτερη μετά από BPD καθόλη τη διάρκεια του follow-up, ενώ στα 2 χρόνια η EWL ήταν > 50% στο 100% των ασθενών της BPD σε σύγκριση με το 88.7% της RYGBP. Η παθολογική ανοχή γλυκόζης, η υπερχοληστερολαιμία, η υπερτριγλυκεριδαιμία και η υπνική άπνοια παρουσίασαν πλήρη ύφεση και στις δύο ομάδες, αλλά τα μέσα επίπεδα ολικής χοληστερόλης ήταν σημαντικά χαμηλότερα μετά από BPD στα 2 χρόνια. Ο διαβήτης υποχώρησε πλήρως σε όλους τους ασθενείς της BPD και σε 7 στους 10 ασθενείς της RYGBP. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις πρώιμες και όψιμες μη μεταβολικές επιπλοκές. Υποαλβουμιναιμία παρατηρήθηκε σε 1 ασθενή της RYGBP (1.5%) και σε 6 ασθενείς της BPD (9.2%). Μόνο ένας ασθενής από κάθε ομάδα χρειάστηκε νοσηλεία και ολική παρεντερική διατροφή. Συμπεραίνουμε πως οι μεταβολικές επιπλοκές μετά από BPD δεν ήταν σοβαρές και δεν παρουσίαζαν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες, οπότε και οι δύο επεμβάσεις είναι ασφαλείς και αποτελεσματικές σε non-superobese πληθυσμούς, αλλά η BPD είναι πιο αποτελεσματική στην απώλεια βάρους και στην επίλυση του διαβήτη και της υπερχοληστερολαιμίας. / The aim of the present study was the comparison of the effectiveness and the metabolic complications of Roux-en-Y gastric bypass (RYGBP) versus a variant of biliopancreatic diversion (BPD) in an exclusively non-superobese population. The main characteristics of the BPD were: gastric pouch 15 ± 5 ml, biliopancreatic limb 200 cm, common channel 100 cm and alimentary limb the remainder of the small intestine. The main characteristics of the RYGBP were: gastric pouch 15 ± 5 ml, biliopancreatic limb 60 cm, Roux limb 100 cm and common channel the remainder of the small intestine. Of 130 patients with BMI 35-50 kg/m2, 65 underwent RYGBP and 65 underwent BPD. All patients completed their second postoperative year. Mean excess weight loss (EWL) was better after BPD at all time periods, and the %EWL was > 50% in all BPD patients compared to 88.7% of RYGBP patients. Glucose intolerance, hypercholesterolemia, hypertriglyceridemia and sleep apnea completely resolved in all patients in both groups, although mean total cholesterol level was significantly lower in BPD patients at second year. Diabetes completely resolved in all BPD patients and in 7 of the 10 RYGBP patients. No statistically significant differences were observed between the two groups in early and late non-metabolic complications. Hypoalbuminemia occured in only 1 patient after RYGBP (1.5%) and in 6 patients after BPD (9.2%). Only 1 patient from each group was hospitalized and received total parenteral nutrition. We conclude that the metabolic complications that occured following this type of BPD were not severe nor significantly different between the two groups, therefore both operations can be considered safe and effective for non-superobese patients, but BPD is more effective in weight loss as well as the resolution of diabetes and hypercholesterolemia.
6

Συγκριτική μελέτη της χολοπαγκρεατικής εκτροπής με γαστρική παράκαμψη Roux-en-Y (BPDRYGBP) και της επιμήκους γαστρεκτομής (SG) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομο

Τσώλη, Μαρίνα 09 July 2013 (has links)
Η χολοπαγκρεατική εκτροπή αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο της βαριατρικής χειρουργικής όσο αφορά την απώλεια του βάρους και την υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, συνοδεύεται όμως συχνά από σημαντική έλλειψη θρεπτικών συστατικών. Η επιμήκης γαστρεκτομή είναι μια σχετικά νέα επέμβαση, η οποία σύμφωνα με μελέτες προκαλεί σημαντικού βαθμού απώλεια βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Σκοπός: Η προοπτική εκτίμηση και σύγκριση της επίδρασης της χολοπαγκρεατικής εκτροπής μακρών ελίκων και της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής στην υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, της υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας, καθώς επίσης και στα επίπεδα ινσουλίνης, γλυκαγόνης, γκρελίνης, PYY και GLP-1( σε νηστεία αλλά και μετά από τη λήψη γλυκόζης ) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου2. Μέθοδος: Δώδεκα ασθενείς (ΔΜΣ 57.6±9.9 kg/m2) υποβλήθηκαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων και δώδεκα (ΔΜΣ 43.7±2.1 kg/m2 ) σε λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή. Όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μελετήθηκαν προεγχειρητικά και σε 1, 3 και 12 μήνες μετά το χειρουργείο. Σε όλους τους χρόνους υποβλήθηκαν σε από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης. Αποτελέσματα: Το σωματικό βάρος σημείωσε σημαντική και αναλόγου μεγέθους μείωση και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Στους 12 μήνες η ποσοστιαία απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες (Ρ=0.8) και ο σακχαρώδης διαβήτης είχε υποχωρήσει σε όλους τους ασθενείς. Η γλυκόζη, η ινσουλίνη και η αντίσταση στη δράση της παρουσίαζαν σημαντική μείωση έπειτα και από τις δύο επεμβάσεις, όμως η ευαισθησία στην ινσουλίνη ενισχύθηκε περισσότερο έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.003). Η αρτηριακή πίεση, η ολική και η LDL χοληστερόλη μειώθηκαν σημαντικά έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ<0.001), όχι όμως και μετά την επιμήκη γαστρεκτομή. Τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν σημαντικά και στις δύο ομάδες, ενώ η HDL χοληστερόλη παρουσίασε σημαντική αύξηση μόνο μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά μετά τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.2), ενώ σημείωσαν σημαντική μείωση μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Η απόκριση των ΡΥΥ και GLP-1 ενισχύθηκε σημαντικά και στις δύο ομάδες ασθενών (Ρ=0.001). Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή οδήγησε σε αναλόγου βαθμού απώλεια σωματικού βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με τη χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή όμως ήταν περισσότερο αποτελεσματική όσο αφορά τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, της δυσλιπιδαιμίας και της αρτηριακής υπέρτασης. / Biliopancreatic diversion (BPD) is the most effective bariatric procedure in terms of weight loss and remission of diabetes type 2 (DM2) but it is accompanied by nutrient deficiencies. Sleeve gastrectomy (SG) is a relatively new restrictive operation that has shown promising results concerning DM2 resolution and weight loss. Objective: To evaluate and compare prospectively the effects of BPD long limb (BPDLL) and SG on remission of DM2, hypertension and dyslipidemia and also on fasting, and glucose-stimulated insulin, glucose, glucagon, ghrelin, PYY and glucagon-like peptide-1 (GLP-1) levels in morbidly obese patients with DM2. Methods: Twelve patients (BMI 57.6±9.9 kg/m2) underwent BPDLL and 12 (BMI 43.7±2.1 kg/m2) underwent SG. All patients had DM2 and were evaluated before and 1, 3 and 12 months after surgery. Oral glucose tolerance test and blood sampling were carried out after an overnight fast and 30, 60 and 120 minutes after glucose ingestion. Results: Body weight decreased markedly in both groups (P<0.001); excess weight loss was similar in both groups at 12 months (P=0.08) and DM2 resolved in all patients. Glucose, insulin and insulin resistance decreased significantly after both procedures, but the BPDLL group had higher insulin sensitivity than the SG group at 1 year (P=0.003). Blood pressure, total and LDL cholesterol decreased markedly after BPDLL (P<0.001) but not after SG. Triglycerides decreased significantly after both operations but HDL increased significantly after SG only (p<0.001). Fasting ghrelin did not change significantly after BPDLL (P=0.2), but decreased markedly after SG (P<0.001). Fasting GLP-1 and PYY increased significantly after BPDLL only (P=0.01), however GLP-1 and PYY responses to glucose were significantly enhanced in both groups (P=0.001). Conclusion: SG results in weight loss and resolution of DM2 comparable to BPDLL, but BPDLL is more effective in terms of dyslipidemia resolution and blood pressure reduction.
7

Επίδραση της επιμήκους γαστρεκτομής με ή χωρίς εκτομή του επιπλόου στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, στην έκκριση των ορμονών του γαστρεντερικού και στα επίπεδα των λιποκυτταροκινών σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία

Σδράλης, Ηλίας 15 September 2014 (has links)
Ο αυξημένος σπλαχνικός λιπώδης ιστός αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για μεταβολικές επιπλοκές, που συσχετίζονται με την παχυσαρκία, και προάγει μία ήπιου βαθμού χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία. Το επίπλουν έχει από καιρό εμπλακεί στη, σχετιζόμενη με την παχυσαρκία, μεταβολική δυσλειτουργία. Αυτό βασίζεται στη σημαντική του λειτουργία, της έκκρισης αντιποκινών. Η ιδέα της εκτομής του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με μία βαριατρική επέμβαση, έχει προταθεί για την βελτίωση των μεταβολικών μεταβολών και την μεγιστοποίηση της απώλειας βάρους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να προσδιορίσει εάν η εκτομή του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με τη λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή, έχει κάποια επίδραση στο μεταβολικό προφίλ, την έκκριση των αντιποκινών, το στάτους της φλεγμονής και την απώλεια βάρους, σε βραχύ ή μακρό βάθος χρόνου. ΜΕΘΟΔΟΙ: Τριάντα – ένας παχύσαρκοι ασθενείς (Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ): 42.49±2.03 Kg/m2 ) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, με ή χωρίς επιπλεκτομή. Αντιπονεκτίνη, Ομεντίνη, Ιντερλευκίνη-6 (IL-6), tumor necrosis factor-α ((TNF-α), C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP), high-density lipoprotein (HDL) χοληστερόλη, γλυκόζη νηστείας, ινσουλίνη και αντίσταση στην ινσουλίνη (εκτιμωμένη με εφαρμογή -­‐ 106 -­‐ Quickie Test) μετρήθηκαν και εκτιμήθηκαν προεγχειρητικά και 7 μέρες, 1, 3 και 12 μήνες μετεγχειρητικά. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη μετεγχειρητική παρακολούθηση, στη διάρκεια του πρώτου χρόνου, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε αξιοσημείωτα και συγκριτικά και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Τα επίπεδα της ινσουλίνης, IL-6 και hs-CRP, μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις τιμές αναφοράς (προεγχειρητικά) (Ρ<0.05) και στις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Τα επίπεδα αντιπονεκτίνης και HDL αυξήθηκαν ομοίως και σημαντικά, συγκρινόμενα με τα επίπεδα αναφοράς (Ρ<0.001) και στις δύο ομάδες. Τα επίπεδα της Ομεντίνης αυξήθηκαν σημαντικά (Ρ<0.05) στην ομάδα ελέγχου (επιμήκης γαστρεκτομή, χωρίς εκτομή του επιπλόου) και παρέμειναν χαμηλά στην ομάδα της επιπλεκτομής (επιμήκης γαστρεκτομή + επιπλεκτομή), στο ένα έτος μετεγχειρητικά. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στη μεταβολή των επιπέδων TNF-α σε κάθε ομάδα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα, μέχρι τώρα, θεωρητικά πλεονεκτήματα της επιπλεκτομής, όσον αφορά την απώλεια βάρους και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν αντικατοπτρίζονται στην προοπτική αυτή μελέτη. Επιπλέον, δοθέντος του προστατευτικού ρόλου της ομεντίνης σε συνδυασμό με τη θετική συσχέτισηή της με τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος και HDL, ήδη γνωστών καρδιοπροστατευτικών πρωτεϊνών, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από την αρνητική επίδραση της επιπλεκτομής και καρδιαγγειακής φυσιολογίας, σε βάθος χρόνου. / Increased visceral adipose tissue is a risk factor for the metabolic complications associated with obesity and promotes a low-grade chronic inflammatory process. Resection of the great omentum in patients submitted to a bariatric procedure has been proposed for the amelioration of metabolic alterations and the maximization of weight loss. The aim of the present study was to investigate the impact of omentectomy performed in patients with morbid obesity undergoing sleeve gastrectomy (SG) on metabolic profile, adipokine secretion, inflammatory status and weight loss. Methods: Thirty-one obese patients were randomized into two groups, SG alone or with omentectomy. Adiponectin, omentin, interleukin-6 (IL-6), tumor necrosis factor α (TNF-α), high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), blood lipids, fasting glucose, insulin and insulin resistance were measured before surgery and at 7 days, and 1, 3 and 12 months after surgery. Results: During the one year follow up BMI decreased markedly and comparably in both groups (P<0.001). Insulin, IL-6 and hs-CRP levels decreased significantly compared to baseline (P<0.05) in both groups with no significant difference between groups. Adiponectin and high-density lipoprotein choresterol levels were significantly and similarly increased compared to baseline (P<0.001) in both groups. Omentin levels increased significantly (p<0.05) in the control group and decreased in -­‐ 108 -­‐ the omentectomy group one year postoperatively. There was no significant change in TNF-α levels in either group. Conclusions: The theoretical advantages of omentectomy in regard to weight loss and obesity related abnormalities are not confirmed in this prospective study. Furthermore, omentectomy does not induce important changes in the inflammatory status in patients undergoing SG.

Page generated in 0.0151 seconds