• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • 1
  • Tagged with
  • 5
  • 5
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Προσδιορισμός της βιοτίνης πλάσματος στη νεογνική ηλικία

Παύλου, Βασιλική 18 May 2010 (has links)
- / -
2

Χορήγηση μεγάλων δόσεων βιταμίνης Α για τη πρόληψη της βρογχοπνευμονικής δυσπλασίας

Παπαγαρουφάλης, Κωνσταντίνος 18 May 2010 (has links)
- / -
3

Ωρίμανση της μη ειδικής ανοσίας κατά την βρεφική ηλικία

Φίλιας, Αθανάσιος 02 February 2012 (has links)
Οι λοιμώξεις από διάφορους παθογόνους μικροοργανισμούς αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας κατά τη διάρκεια της περιγεννητικής περιόδου. Η αυξημένη ευαισθησία των νεογνών σε βακτηριακές λοιμώξεις έχει αποδοθεί σε ανωριμότητα της έμφυτης ανοσίας. Θεωρείται ότι ένας από τους μηχανισμούς που ευθύνεται είναι η μειωμένη φαγοκυτταρική λειτουργία των ουδετερόφιλων και μονοκυττάρων. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσουμε την φαγοκυτταρική ικανότητα των νεογνικών ουδετερόφιλων και μονοκυττάρων στο αίμα του ομφάλιου λώρου και στο περιφερικό αίμα 3 ημέρες μετά τη γέννηση. Μέθοδος: Διερευνήσαμε την φαγοκυτταρική ικανότητα των ουδετερόφιλων και μονοκυττάρων σε μια ομάδα 42 νεογνών. Η in vitro φαγοκυτταρική δραστηριότητα υπολογίστηκε με βάση το Phagotest kit (Opregen Pharma, Heidelberg, Γερμανία) χρησιμοποιώντας κυτταρομετρία ροής, η οποία εκτιμά την πρόσληψη E. Coli από τα φαγοκύτταρα, στον ομφάλιο λώρο και στο περιφερικό αίμα την τρίτη μέρα ζωής. Τυχαία επιλεγμένοι 15 ξένοι υγιείς ενήλικες συμπεριελήφθησαν στη μελέτη και αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου-controls. Αποτελέσματα: Η φαγοκυτταρική ικανότητα των ουδετερόφιλων στο αίμα του ομφάλιου λώρου ήταν σημαντικά μειωμένη σε σύγκριση με εκείνη των ενηλίκων. Την 3η μεταγεννητική ημέρα η φαγοκυτταρική ικανότητα των ουδετερόφιλων είχε αυξηθεί σε σύγκριση με εκείνη στο αίμα του ομφάλιου λώρου και δεν διαφέρει σημαντικά από εκείνη των ενηλίκων. Η φαγοκυτταρική ικανότητα των μονοκυττάρων δεν διέφερε από αυτή των ενηλίκων, τόσο κατά τη γέννηση όσο και την τρίτη μεταγεννητική μέρα. Συμπέρασμα: Η μελέτη μας έδειξε ότι η πρόσληψη του E. Coli από τα φαγοκύτταρα είναι μειωμένη στα νεογνά (πρόωρα και τελειόμηνα) στη γέννηση, σε σύγκριση με τους ενήλικες. Αυτή η ατέλεια είναι παροδική, καθώς την 3η ημέρα μετά τη γέννησή η φαγοκυτταρική ικανότητα των νεογνών φτάνει στα επίπεδα των ενηλίκων. / Infections by a variety of pathogens are a significant cause of morbidity and mortality during perinatal period. The susceptibility of neonates to bacterial infections has been attributed to immaturity of innate immunity. It is considered that one of the impaired mechanisms is the phagocytic function of neutrophils and monocytes. The purpose of the present study was to investigate the phagocytic ability of neonates at birth and the third postnatal day. Methods: The phagocytic ability of neutrophils and monocytes of 42 neonates was determined using the Phagotest flow cytometry method, that assesses the intake of E. Coli by phagocytes, in cord blood and in peripheral blood 3 days after birth. Fifteen healthy adults were included in the study as controls. Results: The phagocytic ability of neutrophils in the cord blood of neonates was significantly reduced compared to adults. The 3rd postnatal day the reduction of phagocytic ability of neutrophils was no longer significant compared to adults. The phagocytic ability of monocytes did not show any difference from that of adults either at birth or the 3rd postnatal day. Conclusions: Our findings indicate that the intake of E. Coli by phagocytes is impaired at birth in both preterm and full term neonates compared to adults. This defect is transient, with the phagocytic ability in neonates reaching that of the adults 3 days after birth.
4

Radiographic imaging of neonates with digital and analog techniques : Comparative evaluation of dose and image quality / Ακτινογραφική απεικόνιση νεογνών με ψηφιακές και αναλογικές τεχνικές : Συγκριτική αξιολόγηση δόσης και ποιότητας εικόνας

Τακτικού, Ελευθερία 26 July 2013 (has links)
Diagnostic radiology plays an important role in the assessment and treatment of neonates, mainly premature, requiring intensive care in the Special Baby Care Unit (SBCU), because they have highly mitotic state of their cells and thus they are more radiosensitive. It is often necessary to perform a large number of X-ray examinations depending upon the infant's birth-weight, gestational age and respiratory problems. It is therefore important to ensure that radiation doses from radiographic examinations carried out in neo-natal units are kept to a minimum while maintaining the quality of radiographic images in a high level. An optimization study on radiation dose and image quality in neonatal radiography is presented. Our sample consists of 135 neonatal radiographic examinations, which performed on 54 neonates. All examinations were performed using the same mobile unit and under manual exposure control. Neonates were categorized into four groups depending on birth-weight. ESD was estimated from the exposure parameters (kVp, mAs) and tube output and also with using of Dose-Area Product (DAP). For the evaluation of image quality, our sample consists of 195 images (75 screen film images, 60 CR images in printed form and 60 CR images in electronic form) were assessed by two observers and were based on the visibility of certain anatomical features using a five-grade scale. ESDoutput values increased with increasing weight and ranged from 16.8 μGy to 64.7 μGy, with a mean value of 36 μGy for all radiographs. Similarly, ESDDAP values ranged from 14.8 μGy to 48.5 μGy with a mean of 29 μGy. Analyzing, the mean ESD for CR images was found 34.8 μGy and for screen film images 36.9 μGy. ESD values for CR images have the same behavior as ESD values for SF images. However, the majority of the acquired values are lower than the proposed Dose Reference Levels by Commission of European Communities (CEC: 80 μGy) and National Radiological Protection Board (NRPB: 50 μGy). Image quality evaluation revealed the feasibility of achieving a diagnostically satisfactory image using both low and high tube voltage techniques, with the latter resulting in reduced ESDs. The results suggest that the use of high tube voltage techniques could result in further reductions in neonatal dose, without image quality degradation, underlying the requirement for establishing standard examination protocols for neonatal radiography with respect to neonatal weight. / Η Διαγνωστική ακτινολογία παίζει σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση και τη θεραπεία των νεογνών, κυρίως των πρόωρων, καθώς απαιτείται η εντατική φροντίδα τους στην Ειδική Μονάδα Φροντίδας Νεογνών, λόγω της μεγάλης μιτωτικής δραστηριότητας των κυττάρων τους και κατα συνέπεια της ακτινοευαισθησίας τους. Είναι συχνά απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ένας μεγάλος αριθμός ακτινογραφικών εξετάσεων που εξαρτώνται από το βάρος γέννησης, την περίοδο κύησης και τα αναπνευστικά προβλήματα. Επομένως, είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι δόσεις ακτινοβολίας από ακτινογραφικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται σε μονάδες νεογνών περιορίζονται στο ελάχιστο, ενώ η ποιότητα των ακτινογραφικών εικόνων διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Μια μελέτη για τη βελτιστοποίηση της δόσης της ακτινοβολίας και της ποιότητας της εικόνας σε ακτινογραφίες νεογνών παρουσιάζεται παρακάτω. Το δείγμα μας αποτελείται από 135 ακτινογραφικές εξετάσεις νεογνών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε 54 νεογνά. Όλες οι εξετάσεις πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας την ίδια φορητή ακτινογραφική μονάδα και με χειροκίνητο έλεγχο έκθεσης. Τα νεογνά ταξινομήθηκαν σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με το βάρος γέννησης. Η Επιφανειακή δόση (ESD) εκτιμήθηκε από τις παραμέτρους της έκθεσης (kVp, mΑs), αλλά και με τη χρήση του DAP. Για την αξιολόγηση της ποιότητας της εικόνας, το δείγμα αποτελούνταν από 195 εικόνες (75 συμβατικές, 60 ψηφιακές (CR) σε έντυπη μορφή και 60 ψηφιακές εικόνες (CR) σε ηλεκτρονική μορφή) οι οποίες αξιολογήθηκαν από δύο παρατηρητές και βασίστηκαν στην ορατότητα ορισμένων ανατομικών χαρακτηριστικών χρησιμοποιώντας μια πενταβάθμια κλίμακα. Οι ESDoutput τιμές αυξάνονται με την αύξηση του βάρους και κυμαίνονται από 16.8μGy σε 64.7μGy, με μέση τιμή 36μGy για όλες τις ακτινογραφίες. Ομοίως, οι ESDDAP τιμές κυμαίνονται από 14.8 μGy σε 48.5 μGy, με μέση τιμή 29 μGy. Αναλυτικά, η μέση τιμή ESD για τις ψηφιακές (CR) εικόνες βρέθηκε 34.8μGy και για τις συμβατικές 36.9μGy. Η ESD για CR εικόνες έχει στατιστικά την ίδια συμπεριφορά με την ESD για SF εικόνες. Η πλειοψηφία των αποκτηθέντων τιμών είναι χαμηλότερες από τα Διαγνωστικά Επίπεδα Αναφοράς που έχουν προταθεί από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CEC: 80μGy) και το National Radiological Protection Board (NRPB: 50μGy) για προσθοπίσθιες ακτινογραφίες θώρακος νεογνών. Η αξιολόγηση της ποιότητας της εικόνας αποκάλυψε την δυνατότητα επίτευξης μιας διαγνωστικά ικανοποιητικής εικόνας χρησιμοποιώντας τόσο χαμηλές όσο και υψηλές τάσεις, με τις τελευταίες να οδηγούν σε μείωση των επιφανειακών δόσεων (ESDs). Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η χρήση τεχνικών υψηλής τάσης μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση των δόσεων στα νεογνά, χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα της εικόνας, τα οποία βασίζονται στην απαίτηση καθορισμού τυποποιημένων πρωτοκόλλων εξέτασης για ακτινογραφίες σε νεογνά σε σχέση με το βάρος τους.
5

Η επίδραση του νεογνικού χειρισμού ως μοντέλου πρώιμης εμπειρίας στο σύστημα των ενδοκανναβινοειδών στον εγκέφαλο του επίμυος

Βαγγοπούλου, Χάρη 02 April 2015 (has links)
Ο νεογνικός χειρισμός, ένα πειραματικό μοντέλο πρώιμων εμπειριών, είναι γνωστό ότι επηρεάζει τη λειτουργία του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων βελτιώνοντας την προσαρμοστικότητα, την αντιμετώπιση του στρες, τις διανοητικές ικανότητες και γενικά τις διεργασίες του εγκεφάλου που σχετίζονται με την πλαστικότητα. Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι ο νεογνικός χειρισμός τροποποιεί τη σεροτονινεργική, τη ντοπαμινεργική αλλά και τη γλουταμινεργική οδό, την κύρια διεγερτική οδό στον εγκέφαλο, μέσα από εκλεκτικές επιδράσεις τόσο στους υποδοχείς NMDA όσο και στους υποδοχείς AMPA στον εγκέφαλο των επίμυων. Το σύστημα των ενδοκανναβινοειδών του εγκεφάλου, δρώντας μέσω των υποδοχέων CB1, εμπλέκεται καθοριστικά στη διατήρηση της ομοιόστασης και της ενεργειακής ισορροπίας του οργανισμού, ενώ φαίνεται να έχει «αγχολυτικό» ρόλο ρυθμίζοντας συμπεριφορές όπως η πρόσληψη τροφής, ο φόβος και το άγχος, το αίσθημα ανταμοιβής και ευφορίας. Επίσης, διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος καθοδηγώντας τη δημιουργία των συνδέσεων του φλοιού με τις υποφλοιώδεις δομές. Πρόκειται για ένα δυναμικό σύστημα το οποίο δύναται να τροποποιείται με την εμπειρία, ενώ η λειτουργία του μεταβάλλεται κατά τα διάφορα αναπτυξιακά στάδια, με τις κορυφαίες αλλαγές να σημειώνονται κατά την περίοδο της εφηβείας. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να ερευνηθεί εάν ο νεογνικός χειρισμός μπορεί να επιδρά στο σύστημα των ενδοκανναβινοειδών και αν η επίδραση αυτή μπορεί να παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο στην εφηβεία από την ενηλικίωση. Μελετήσαμε έτσι την έκφραση των υποδοχέων CB1 στον εγκέφαλο εφήβων και ενηλίκων επίμυων, σε περιοχές που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση του στρες, στη μνήμη, τη μάθηση, το συναίσθημα και την ανταμοιβή, όπως ο προμετωπιαίος φλοιός, η αμυγδαλή, ο ιππόκαμπος, το ραβδωτό σώμα και ο επικλινής πυρήνας. Σύμφωνα με το παρόν πρωτόκολλο νεογνικού χειρισμού, κάθε νεογνό απομακρυνόταν από τη φωλιά για 15 λεπτά καθημερινά από την πρώτη μεταγεννητική ημέρα μέχρι τον απογαλακτισμό του, τρεις εβδομάδες μετά. Χρησιμοποιήθηκε η τεχνική του υβριδισμού in situ για την εντόπιση και ποσοτικοποίηση των επιπέδων mRNA των υποδοχέων CB1 και η μέθοδος της ποσοτικής αυτοραδιογραφίας in vitro για την μέτρηση των επιπέδων δέσμευσης του υποδοχέα. Τα αποτελέσματά της έρευνας έδειξαν ότι ο νεογνικός χειρισμός προκάλεσε μεταβολές στην έκφραση των υποδοχέων CB1, με τρόπο ειδικό σε κάθε περιοχή και συχνά διαφορετικό στους εφήβους και στους ενήλικες επίμυες. Πιο συγκεκριμένα, οι έφηβοι επίμυες με χειρισμό παρουσίασαν αυξημένα, ενώ οι ενήλικες μειωμένα επίπεδα δέσμευσης των υποδοχέων CB1 στις περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού και του επικλινούς πυρήνα. Επιπρόσθετα, ο νεογνικός χειρισμός επέφερε αύξηση τόσο των επιπέδων mRNA όσο και των επιπέδων δέσμευσης στο ραβδωτό σώμα των εφήβων επίμυων. Αντίθετα, οι ενήλικες επίμυες που είχαν υποστεί χειρισμό παρουσίασαν μείωση στα επίπεδα του mRNA στο ραβδωτό σώμα, χωρίς μεταβολή στα επίπεδα του λειτουργικού υποδοχέα στη συγκεκριμένη περιοχή. Στην αμυγδαλή, ο νεογνικός χειρισμός προκάλεσε αύξηση στα επίπεδα του mRNA ανεξάρτητα από την ηλικία, η οποία ακολουθήθηκε από αύξηση στα επίπεδα δέσμευσης του υποδοχέα CB1 μόνο στους εφήβους επίμυες με χειρισμό, ενώ οι ενήλικες δεν παρουσίασαν στατιστικώς σημαντική μεταβολή. Οι μεταβολές στην έκφραση του υποδοχέα CB1 θεωρούμε ότι συντελούνται μέσω επιγενετικής ρύθμισης ως αποτέλεσμα του νεογνικού χειρισμού και συνιστούν μια αντισταθμιστική απάντηση στη μεταβολή της ανάδρομης ενδοκανναβινοειδούς σηματοδότησης. Έτσι, το αποτέλεσμά μας στον προμετωπιαίο φλοιό, είναι πιθανόν να αντανακλά την ενίσχυση (στους ενήλικες) ή την αποδυνάμωση (στους εφήβους) της αρνητικής ανάδρομης ρύθμισης των κορτικοειδών στον άξονα του στρες, δεδομένων των αντίρροπων μεταβολών στα επίπεδα δέσμευσης του υποδοχέα CB1 στις δύο διαφορετικές ηλικίες. Τα αποτελέσματα στην αμυγδαλή, τον επικλινή πυρήνα και το ραβδωτό σώμα υποδηλώνουν αφενός μια διαφορετική «τονική» ρύθμιση του άξονα του στρες στα έφηβα ζώα με χειρισμό, και αφετέρου μια πιθανή εξασθένιση των λειτουργιών της ανταμοιβής και της δημιουργίας συνηθειών, η οποία ίσως να οδηγεί σε μειωμένη ευαισθησία στην εμφάνιση εθισμού. Συμπερασματικά, στην παρούσα μελέτη δείξαμε ότι η έκφραση των υποδοχέων CB1 μεταβάλλεται από το νεογνικό χειρισμό, ένα μοντέλο πρώιμης εμπειρίας, με τρόπο ειδικό ανά περιοχή και σε κάποιες περιπτώσεις διαφορετικό στους εφήβους από τους ενήλικες επίμυες. Αυτή η επίδραση του νεογνικού χειρισμού μπορεί να είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην αυξημένη πλαστικότητα του εγκεφάλου των ζώων που έχουν υποστεί νεογνικό χειρισμό, η οποία εκδηλώνεται τόσο σε κυτταρικό όσο και στο συμπεριφορικό επίπεδο. / Neonatal handling, an experimental model of early-life experience, is known to affect the hypothalamic-pituitary-adrenal axis function, improving adaptability, coping with stress, cognitive abilities and in general brain plasticity-related processes. Previous studies have shown that neonatal handling modifies the serotonergic, the dopaminergic and the glutaminergic pathway, the major excitatory pathway in the brain, through selective effects in both NMDA and AMPA receptors in rat brain. The endocannabinoid system of the brain, acting through CB1 receptors, is critically involved in maintaining homeostasis and energy body balance and it seems to have "anxiolytic" role regulating behaviors such as eating, fear and anxiety, feeling of reward and euphoria. It also plays a specific role in neural development, guiding the establishment of cortical-subcortical connections. It is a dynamic system which can be modified by experience and its function varies at different developmental stages, with the highest changes occuring during the period of adolescence. The present study addressed the question of whether neonatal handling might affect the endocannabinoid system and whether this effect is different in adolescence than adulthood. Thus, we investigated the expression of CB1 receptors in the adolescent and adult rat brain, looking in areas involved in coping with stress, learning and memory, emotion and reward, such as prefrontal cortex, amygdala, hippocampus, striatum and nucleus accumbens. According to the current neonatal handling protocol, each pup of a litter was removed from the nest for 15 min daily from the first postnatal day (PND1) until weaning (PND22). In situ hybridization and in vitro receptor autoradiography were used in order to localize and quantify CB1 receptor mRNA levels and receptor binding levels, respectively. We found that neonatal handling leads to changes in CB1 receptor expression, depending on brain region, which were different in adolescent and adult rats. More specifically, adolescent handled rats showed increased, while adults showed decreased CB1 receptor binding levels in prefrontal cortex and nucleus accumbens. In addition, neonatal handling induced an increase in both mRNA and binding levels in striatum of adolescents. However, adult handled rats had decreased mRNA levels in striatum, without a change in receptor binding levels in this region. In amygdala, neonatal handling brought an increase in mRNA levels regardless of age, which was followed by an increase in CB1 receptor binding levels only in adolescent handled rats, while adults showed no statistically significant change. The observed changes in CB1 receptor expression are thought to occur via epigenetic regulation in response to neonatal handling and may constitute a compensatory response to the change of retrograde endocannabinoid signaling. Thus, our result in the prefrontal cortex, may reflect strengthening (in adults) or weakening (in adolescents) of negative feedback on stress axis through corticosteroids, due to the opposite changes observed in CB1 receptor binding levels in the two different ages. The results in amygdala, nucleus accumbens and striatum suggest a different "tonic" regulation on the stress axis in adolescent handled animals, and also a reduced reward and habit formation function, which may lead to reduced susceptibility to addiction. In conclusion, in the present study we have shown that neonatal handling, an early-life experience model, leads to changes in CB1 receptor expression in a region- and age-specific manner. This effect of handling could be one of the factors underlying the increased blain plasticity of neonatally handled animals, which is manifested both at the cellular and at the behavioural/systemic level.

Page generated in 0.0201 seconds