781 |
Φαρμακολογική δράση της τεστοστερόνης σε πειραματικό μοντέλο μυός με ομόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμίαΝάτσος, Αναστάσιος 05 1900 (has links)
Στην εργασία διερευνήθηκε πώς η έλλειψη του υποδοχέα της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (Ldlr-/-) τροποποιεί τις επιδράσεις της τεστοστερόνης στην παχυσαρκία και στις συναφείς μεταβολικές δυσλειτουργίες. ‘Εμμεση θερμιδομετρική ανάλυση έδειξε πως ο υπογοναδισμός σε μυς με έλλειψη του Ldlr συσχετίζεται με μείωση του βάρους του σώματος, και παράλληλα, αυξημένο μεταβολικό ρυθμό. Η έκφραση του κυτοχρώματος C και της UCP1 των μιτοχονδρίων ήταν αυξημένη στο λευκό λιπώδη ιστό, υποδεικνύοντας ότι η αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα αντανακλά σε αυξημένο αριθμό μιτοχονδρίων με επίσης αυξημένη ικανότητα θερμογένεσης. Η αποκατάσταση της τεστοστερόνης σε ορχεκτομηθέντες μυς Ldlr-/- για διάστημα οχτώ εβδομάδων οδήγησε σε παχυσαρκία επαγόμενη από δίαιτα, υποδεικνύοντας την άμεση σχέση της τεστοστερόνης με τον παρατηρούμενο φαινότυπο. Η θεραπεία ψευδοχειρουργημένων μυών Ldlr-/- με εξεμεστάνη, έναν αναστολέα της αρωματάσης, για οχτώ εβδομάδες, έδειξε πως η αντίσταση στην παχυσαρκία των ορχεκτομηθέντων Ldlr-/- μυών είναι ανεξάρτητη από την δράση των οιστρογόνων. Συμπερασματικά, η εργασία δείχνει πως ο LDLr συσχετίζεται με μεταβολικές αλλαγές σε υπογοναδικούς μυς, οι οποίες δεν οφείλονται σε οιστρογονικές δράσεις, αλλά.στην ανεπάρκεια τεστοστερόνης. / In this work we investigated how low-density lipoprotein receptor deficiency (Ldlr-/-) modulates the effects of testosterone on obesity and related metabolic disorders. Indirect calorimetric analysis indicated that hypogonadism in Ldlr deficient mice correlates with a decrease in body weight and an increased metabolic rate. The expression of cytochrome C and UCP1 in mitochondria was increased in white adipose tissue, indicating that the increased metabolic activity reflects an increased number of mitochondria with an increased ability for thermogenesis. Testosterone replacement in orchectomized Ldlr-/- mice for a period of eight weeks led to diet induced obesity, suggesting a direct relationship between testosterone and the observed phenotype. Treatment of sham-operated Ldlr-/- mice with exemestane, an aromatase inhibitor, for eight weeks, showed that the obesity of orchectomized Ldlr-/- mice is independent of estrogen effects. In conclusion, this work demonstrates how the LDLr is associated with metabolic changes in hypogonadal mice which are not related to estrogenic effects but to testosterone deficiency.
|
782 |
Μοριακά δίκτυα δυνητικών stem κυττάρων στο κακόηθες μελάνωμα του δέρματοςΚαμπίλαυκος, Παναγιώτης 01 November 2014 (has links)
Το κακόηθες μελάνωμα του δέρματος είναι το αποτέλεσμα της κακοήθους εξαλλαγής των
μελανοκυττάρων της επιδερμίδας και χαρακτηρίζεται απο συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση και
θνησιμότητα παγκοσμίως. Η αξιοσημείωτη δε ανθεκτικότητα που επιδεικνύει το προχωρημένο
μεταστατικό μελάνωμα στα χημειοθεραπευτικά σχήματα και στην ακτινοθεραπεία κάνει επιτακτική
την ανάγκη για νέους, πιο αποτελεσματικούς θεραπευτικούς παράγοντες. Ένας αυξανόμενος όγκος
δεδομένων υποστηρίζει τη παρουσία και ενεργό συμμετοχή καρκινικών κυττάρων με ιδιότητες stem
κυττάρων (cancer stem cells, CSCs) στην ανάπτυξη και μετάσταση του μελανώματος. Οι
μεταγραφικοί παράγοντες EZH2, SOX2 και Oct4 αποτελούν μόρια – κλειδιά στον έλεγχο του
ρυθμιστικού δικτύου του stemness των εμβρυϊκών stem κυττάρων (ESCs). Είναι πλέον γνωστό ότι η
χρωματίνη στα ESCs περιλαμβάνει περιοχές με «αντιμαχόμενες» τροποποιήσεις ιστονών (bivalent
domain), οι οποίες φυσιολογικά σχετίζονται είτε με ενεργή (Η3Κ4me3) ή με ανενεργή κατάσταση της
χρωματίνης (H3K27me3), ενώ η απορρύθμιση των επιγενετικών μηχανισμών ελέγχου σε
συγκεκριμένους γονιδιακούς τόπους έχει συσχετισθεί με τη καρκινογένεση στον άνθρωπο. Σημαντικό
ρόλο στη ρύθμιση αυτών των bivalent domain φαίνεται να έχουν οι πρωτεΐνες της οικογένειας
Polycomb, και ιδιαίτερα ο EZH2 που δρα σαν μεθυλοτρανσφεράση στην επιγενετική τροποποίηση
H3K27. Πρόσφατα, μια σειρά από μελέτες έδειξαν ότι CScs στη διηθητική παρυφή του όγκου
ενδέχεται να συμμετέχουν ενεργά στη καρκινογένεση. Επιπλέον, η ανακάλυψη ότι η βιολογική
διαδικασία της επιθηλιο-μεσεγχυματικής μετάβασης (EMT) οδηγεί υποπληθυσμούς καρκινικών
κυττάρων εντός του όγκου να αποκτήσουν ιδιότητες stem κυττάρων, φαίνεται να αποτελεί τον
σύνδεσμο μεταξύ μετάστασης και κατάστασης πολυδυναμίας (stemness). Σύμφωνα λοιπόν με τη
θεώρηση αυτή, είναι πιθανό τα CSCs να εντοπίζονται κυρίως στη διηθητική παρυφή ενός όγκου, ενώ
επιπλέον οι ιδιότητες stem κυττάρων που έχουν αποκτήσει είναι το αποτέλεσμα κυρίως της ΕΜΤ. Σε
αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζει επομένως εξαιρετικό ενδιαφέρον η προσεκτική και στοχευμένη
εκτίμηση της ανοσοϊστοχημικής έκφρασης παραγόντων που σχετίζονται με τα stem κύτταρα στην
διηθητική παρυφή του μελανώματος, και αυτός ήταν ένας από τους στόχους της παρούσας
διαδακτορικής διατριβής.
Σκοπός. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η μελέτη της έκφρασης των
μεταγραφικών παραγόντων EZH2, Oct4, SOX2 όπως επίσης και την παρουσία των επιγενετικών
τροποποιήσεων H3K4me2 and H3K27me3 (bivalent domain) στο κακόηθες μελάνωμα του δέρματος.
Παράλληλα, μελετήθηκε η πιθανότητα αναγνώρισης και στοχοποίησης καρκινικών κυττάρων με
ιδιότητες stem κυττάρων, με ιδιαίτερη έμφαση στη διηθητική παρυφή του όγκου.
Υλικό και μέθοδος. Το ποσοστό κυττάρων με ανοσοθετικότητα για τα αντισώματα έναντι των
μεταγραφικών παραγόντων EZH2, SOX2 και Oct4 όπως επίσης και των επιγενετικών τροποποιήσεων
H3K4me2 and H3K27me3 εκτιμήθηκε σε 89 δείγματα ιστών από 79 ασθενείς με κακόηθες μελάνωμα
250
του δέρματος, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της ανοσοϊστοχημείας. Για την επιλογή των κατάλληλων
δειγμάτων έγινε ανασκόπηση των αρχείων του εργαστηρίου Παθολογικής Ανατομικής του
Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών των ετών 2001 έως 2010. Από αυτό το σύνολο των
89 δειγμάτων τα 70 αφορούν πρωτοπαθές μελάνωμα δέρματος, ενώ τα υπόλοιπα 19 προέρχονται από
υλικό που εξαιρέθηκε κατά τη χειρουργική εκτομή του μεταστατικού μελανώματος. Επιπλέον 14
δείγματα περιείχαν εκτός από καρκινικά κύτταρα μελανώματος και κύτταρα σπίλων. Στην παρούσα
μελέτη χρησιμοποιήθηκε το σύστημα ανίχνευσης EnVision (Envision, Dako, USA) ή MACH4
Universal HRP-Polymer Detection (Biocare Medical, USA) και πρωτογενή αντισώματα έναντι των
EZH2 (Novocastra Laboratories Ltd, UK), SOX2 (R&D Systems, Inc.), Oct4 (Santa Cruz
Biotechnology, Inc), H3K4me2 (Cell Signaling Technology, USA) και H3K27me3 (Cell Signaling
Technology, USA). Σε κάθε περιστατικό και για κάθε δείκτη εκτιμήθηκε το ποσοστό των καρκινικών
κυττάρων που εμφάνιζαν θετική ανοσοχρώση (Labeling Index, LI). Η καταμέτρηση των θετικών
κυττάρων πραγματοποιήθηκε σε μεγάλης μεγέθυνσης πεδίο (400X). Η στατιστική ανάλυση έγινε με
τη χρήση του SPSS στατιστικού πακέτου (SPSS©, Release 19.0). Τιμές p<0.05 θεωρήθηκαν ως
στατιστικά σημαντικές.
Αποτελέσματα. Πυρηνική χρώση ανιχνεύθηκε για τα αντισώματα έναντι των EZH2, H3K4me2 και
H3K27me3, ενώ αντίθετα βρέθηκε πυρηνική και κυτταροπλασματική έκφραση για τους παράγοντες
SOX2 και Oct4. Παρατηρήθηκε ανομοιογενές προφίλ ανοσοθετικότητας στα κύτταρα μελανώματος
με σημαντικά αυξημένο ποσοστό καρκινικών κυττάρων με θετική ανοσοχρώση H3K4me2 και
H3K27me3 στη διηθητική παρυφή του όγκου. Αντίστοιχη τάση για αυξημένη έκφραση έδειξε και ο
μεταγραφικός παράγοντας EZH2, χωρίς όμως η διαφορά να είναι στατιστικά σημαντικά, ενώ
παρατηρήθηκε και σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις με τον SOX2. Όσον αφορά τον ΕΖΗ2,
βρέθηκε σημαντική αύξηση των επιπέδων του παράγοντα στα κύτταρα μελανώματος σε σχεση με τα
σπιλοκύτταρα (p=0.02). H πυρηνική έκφραση SOX2 ήταν σημαντικά υψηλότερη στα κύτταρα
μελανώματος σε σχέση με τα κερατινοκύτταρα της βασική στιβάδας (p=0.02), όπως επίσης και στα
σπιλοκύτταρα συγκριτικά με τα κερατινοκύτταρα της βασικής (p=0.0016) και της υπερβασικής
στιβάδας (p=0.027). Η συσχέτιση της πυρηνικής έκφρασης με διάφορες παραμέτρους των ασθενών
έδεξε υψηλότερα επίπεδα SOX2 στα πρωτοπαθή σε σχέση με τα μεταστατικά μελανώματα (p=0.045),
στα κύτταρα μελανώματος με πάχος όγκου κατά Breslow <1mm (p=0.023), χωρίς εξέλκωση
(p=0.009) και με αριθμό μιτώσεων ≤6 μιτ/mm2 (p=0.016). Τα επίπεδα πυρηνικής έκφρασης Oct4
βρέθηκαν υψηλότερα στα σπιλοκύτταρα σε σχέση με τα κερατινοκύτταρα (p<0.001) αλλά και με τα
κύτταρα μελανώματος (p=0.004). Η μελέτη ωστόσο της κυτταροπλασματικής ανοσοθετικότητας
έδειξε σημαντική μείωση των επιπέδων Oct στα κύτταρα μελανώματος σε σχέση με τα
κερατινοκύτταρα της υπερβασικής στιβάδας (p<0.001), όπως επίσης στα μεταστατικά σε σχέση με τα
πρωτοπαθή μελανώματα (p=0.025). Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το προφίλ έκφρασης του Oct4
βρέθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις να αυξάνεται τοπικά στα ενδοθηλιακά κύτταρα αγγείων εντός των
μελανωμάτων. Τα μελανώματα με υψηλό επίπεδο διήθησης κατά Clark (IV-V) (p=0.038) ή μεγάλο
251
πάχος όγκου κατά Breslow (>1mm) (p<0.001) εμφάνισαν χαμηλότερο ποσοστό καρκινικών κυττάρων
με ανοσοθετικότητα για το αντίσωμα H3K4me2 σε σχέση με τους όγκους με μικρότερο βαθμό
διήθησης. Επιπλέον, παρατηρήσαμε ότι οι μεταστατικοί όγκοι είχαν χαμηλότερα ποσοστά θετικής
ανοσοχρώσης και για τις δύο επιγενετικές τροποποιήσεις, H3K4me2 και H3K27me3, συγκριτικά με
τους πρωτοπαθείς όγκους (p=0.0065 και p=0.027 αντίστοιχα). Τέλος, η ανάλυση της παράλληλης
ανοσοϊστοχημικής έκφρασης στα κύτταρα μελανώματος έδειξε θετική συσχέτιση των δύο
επιγενετικών τροποποιήσεων (p<0.01), όπως επίσης και μεταξύ του EZH2 και της επιγενετικής
τροποποίησης H3K27me3 (p=0.03). Ισχυρή συσχέτιση βρέθηκε παρομοίως μεταξύ των επιπέδων
έκφρασης Oct4 και SOX2, τόσο για την πυρηνική όσο και την κυτταροπλασματική εντόπιση (p<0.001
και p<0.001 αντίστοιχα).
Συμπεράσματα. Λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργική σημασία των τριών υπό μελέτη μεταγραφικών
παραγόντων και του ρόλου των επιγενετικών μηχανισμών στην καρκινογένεση, τα ευρήματα μας
εισηγούνται ότι οι ΕΖΗ2, SOX2, Oct4 όπως επίσης και οι επιγενετικές τροποποιήσεις Η3Κ4me3 και
H3K27me3 αποτελούν εν δυνάμει δείκτες καρκινικών stem κυττάρων στο κακόηθες μελάνωμα, και
ιδιαίτερα στη διηθητική παρυφή του όγκου. Η υπόθεση αυτή πρέπει να διεριευνηθεί περαιτέρω, καθώς
θα μπορούσε να αποτελέσει, σε συνδυασμό και με άλλες μελέτες, ένα μικρό βήμα προς τη
κατεύθυνση της στοχευμένης αντικαρκινικής θεραπείας του μελανώματος στα πλαίσια της Ιατρικής
του μέλλοντος. / Cutaneous malignant melanoma originates from melanocytes and is characterized by
constantly growing incidence and mortality rates world-wide. The substantial unresponsiveness of
advanced metastatic melanomas to most forms of chemotherapy and radiation indicates an urgent need
for more effective agents to overcome chemoresistance. Accumulating evidence strongly suggests the
presence and involvement of cancer cells with properties of stem cells (CSCs) in the initiation,
progression and metastasis of malignant melanoma. EZH2, SOX2 and Oct4 represent crucial
components of the reciprocal regulatory circuit that controls stemness. Genome-wide analyses of
chromatin states of embryonic stem and progenitor cells suggest a ‘bivalent’ colocalization of the
activating H3K4 methylation and the repressive H3K27me3 in development-associated genes, while
the misregulation of histone modifications on specific residues actively contributes to human cancer.
PcG proteins and mainly EZH2 are responsible for maintaining the balance of the bivalent chromatin
domain through the methylation of H3K27. Recently a number of studies have shown that cancer cells
with properties of stem cells at the tumor invasion front might be involved in the development of
metastasis. The discovery that the epithelial to mesenchymal transition (EMT) generates cells with
properties of stem cells and a more invasive and metastatic phenotype, brings a connection between
metastasis and stem-cell state. According to this model, cells with stem cell properties are located
predominantly at the invasion front of the tumor and can derive through the acquisition of transient
EMT phenotype. In this context, a comparative analysis of the expression profile of putative CSC
markers between the invasion front and the inner tumor mass could test this hypothesis in the case of
cutaneous melanoma as well.
Purpose. Taking these data into account, we performed the current study in order to evaluate the
immunohistochemical expression of EZH2, SOX2 and Oct4 as well as H3K4me2 and H3K27me3,
which constitute stem cell-like "bivalent"domains, in cutaneous malignant melanoma, investigating
besides the potential identification of cancer cells with stem cells properties at the invasion front of the
tumor.
Materials and methods. Expression of EZH2, SOX2, Oct4, H3K4me2 and H3K27me3 was evaluated
in 89 malignant melanoma (MM) lesions, deriving from 79 patients, using immunohistochemistry, on
formalin-fixed paraffin-embedded tissue sections. The analyzed cases were accessioned over the time
interval 2001-2010 and retrieved from an electronic database maintained by the Department of
Pathology of the University General Hospital of Patras (Rion, Greece). The sample consists of 70
primary and 19 metastatic specimens. 14 specimens contained both melanoma cells and nevus cells.
Analysis and comparative studies were carried out on the expression of the proteins tested in nevus
cells (where existed), melanoma cells, melanoma cells at the invasion front, basal and suprabasal
253
keratinocytes as well. Polymer based technique (Envision, Dako, USA) or MACH4 Universal HRPPolymer
Detection (Biocare Medical, USA) and primary antibodies against EZH2 (Novocastra
Laboratories Ltd, UK), SOX2 (R&D Systems, Inc.), Oct4 (Santa Cruz Biotechnology, Inc), H3K4me2
(Cell Signaling Technology, USA) and H3K27me3 (Cell Signaling Technology, USA) were used. In
each case, the percentage of cells exhibiting positive staining was determined. Cell counts were
performed at a 400X magnification. Data were analyzed using the SPSS statistical package (SPSS©,
Release 19.0). The level of significance was set at p-value <0.05.
Results. The three markers studied, EZH2, H3K4me2 and H3K27me3, were identified in the cell
nuclei of melanoma cells, nevus cells and normal epidermal keratinocytes, while SOX2 και Oct4
showed nuclear as well as cytoplastik expression. A specific distribution pattern of H3K4me2 and
H3K27me3 was found, as stronger levels were localized at the invasion front of the tumor (p=0.034
and p<0.01 respectively). A similar trend was also observed for EZH2, whithout achieving however
statistical significance (p=0.08), and similarly for SOX2 in a few sporadic cases. Significantly
increased EZH2 immunohistochemical expression was observed in melanoma cells with respect to
nevus cells (p=0.02). Nuclear SOX2 levels were also higher in melanoma cells than basal
keratinocytes (p=0.02) and in nevus cells than basal keratinocytes (p=0.0016) and suprabasal
keratinocytes (p=0.027). Furthermore LIs in melanoma cells presented significantly higher values in
primary with respect to metastatic malignant melanoma lesions (p=0.045) as well as in melanoma cells
with low Breslow’s depth (≤1mm) (p=0.023), under the absence of ulceration (p=0.009) and with low
(≤6/mm2) mitotic rate (p=0.016). As well as nuclear expression of Oct4 is concerned, it was found
increased in nevus cells with compared to keratinocytes (p<0.001) and melanoma cells (p=0.004).
Cytoplastic expression of Oct4 followed an opposite trend, with decreasing levels in melanoma cells
with respekt to suprabasal keratinocytes (p<0.001) and in metastic compared to to primary melanoma
cases (p=0.025). Remarkably occasionally increased Oct4 expression in endothelial cells of the tumor
microvasculature in melanoma tissues was observed. Furthermore, H3K4me2 and H3K27me3 levels
were lower in metastatic with respect to primary melanoma cases (p=0.0065 and p=0.027
respectively). Advanced melanoma demonstrated significantly lower H3K4 immunohistochemical
expression than cases of lowest Clark’s level (I) (p=0.038) or low Breslow’s depth (≤1 mm)
(p<0.001). Moreover, EZH2 expression in melanoma cells was higher compared to nevus cells
(p=0.02). Finally statistical analysis further revealed a positive correlation in melanoma cells betwenn
EZH2 and H3K27me3 (p=0.03), H3K4me2 and H3K27me3 (p<0.01), as well as between Oct4 and
SOX2 for both nuclear and cytoplastik expression (p<0.001 and p<0.001 respektively).
Conclusions. Our results suggest the possibility that combined immunohistochemical expression of
EZH2, SOX2, Oct4, H3K4me2 and H3K27me3 might identify cancer cells with potential stem cell
properties, particularly at the invasion front of this malignancy. This hypothesis should be further
investigated, as many of the epigenetic changes are reversible via pharmacologic manipulations and
new CSC-directed therapies, overpassing the resistance of advanced melanoma, may be developed.
|
783 |
Arte y contrarreforma en la ciudad de MurciaNadal Iniesta, Javier 17 December 2013 (has links)
Los movimientos reformadores religiosos contra la Iglesia de Roma que se produjeron en la Europa del Quinientos y las voces discordantes dentro de dicha Iglesia propiciaron la Celebración del Concilio de Trento a mediados de la centuria. Tras la celebración del mismo y hasta el siglo XVIII se abrió una etapa en la Iglesia Católica y su entorno conocida como Contrarreforma. Dicho movimiento fue más allá de la religión y afectó a la sociedad, las costumbres y la cultura. Este espíritu reformador se hizo patente en numerosos y diversos programas artísticos que afectaron a los diversos templos que componían el patrimonio eclesiástico y a sus distintas comunidades repartidas por el orbe. Para esta labor el Vaticano se apoyó en los obispos otorgándoles los poderes necesarios para aplicar dichos cambios mediante los sínodos diocesanos y las visitas pastorales principalmente. Los objetivos fundamentales de esta investigación son los de estudiar las manifestaciones artísticas del siglo XVII desde un punto de vista más transversal, no analizando las obras de arte como si de un ente individual se tratara sino como la manifestación de un contexto histórico, social y religioso que respondía a unas nuevas necesidades litúrgicas y devocionales. Por tanto, este trabajo pretende suplir esa carencia articulando las distintas manifestaciones artísticas en su conjunto surgidas en Murcia por las necesidades de la época de forma integradora y no como una monografía de una disciplina concreta como se había realizado hasta el momento. Todo ello intentando alcanzar una visión profunda del arte regional barroco desde un prisma más trasversal que unifica historia, sociedad, cultura, mentalidades y religión. En cuanto a la metodología empleada, se puede cifrar en tres grandes fases. La primera de ellas se dedicó a establecer el estado de la cuestión y a la recopilación de la bibliografía necesaria para comenzar dicho trabajo. Posteriormente fue acotando el campo de acción a la centraba en la diócesis de Cartagena durante el siglo XVI y XVII. Tras dicha recopilación se fijó exactamente el área geográfica de estudio y el tiempo que abarcaría dicha investigación acotándola principalmente en la ciudad de Murcia como referente de dicha diócesis entre 1583, con la llegada del primer obispo claramente contrarreformista a la diócesis como Manrique de Lara, y 1705 con la toma de posesión del obispo Belluga, cuyo episcopado puede ser considerado un periodo de nueva contrarreforma. La segunda fase metodológica se empleó en la búsqueda documental por diferentes archivos locales, nacionales e internacionales ya fuese desplazándome hasta ellos o mediante el acceso a los fondos digitalizados. Tras la labor bibliográfica y archivística, llega la tercera fase que comprendió la reflexión sobre los datos obtenidos para, mediante un análisis profundo de los mismos y una sistematización de dicho proceso, dar lugar a la organización final del trabajo investigador y las oportunas conclusiones que muestran como Murcia fue un claro ejemplo de cómo se aplicaron las directrices trentinas adaptándose a las concretas circunstancias de la ciudad en la catedral, iglesias, conventos y ermitas, así como en las fiestas religiosas como la Semana Santa, la procesión del Corpus Christi ó las canonizaciones. Así, la Semana de Pasión estará protagonizada por las cofradías penitenciales que se vieron fomentadas y reguladas tras el Concilio de Trento quedando bajo la autoridad del obispo. Por otro lado, la fiesta del Corpus y su procesión aglutinó a los principales estamentos de la ciudad que pujaban ese día por tener mayor relevancia y notoriedad. Todo ello, evidentemente, ha sido contemplado desde una necesaria amplitud de miras, interrelacionando unos aspectos y otros gracias a una perspectiva interdisciplinar que ha permitido estudiar el fenómeno en toda su riqueza.A / Both the religious reforming movements against the Church of Rome arisen in the sixteenth century Europe and the dissenting voices of the above mentioned church led to the Council of Trent in the middle of this century. After the celebration of this council and till the middle of the eighteenth century the result was a new stage in the Catholic Church and its environment, widely known as Counter-Reformation. This movement went beyond the theme of religion and affected the society, traditions and culture. This reforming spirit was highlighted by many and different artistic projects taken place in the different churches from the ecclesiastic heritage and the religious communities around the world. In order to accomplish this task, the Vatican was supported by the bishops. In fact, they were given the necessary powers to apply the required changes mainly by means of the diocesan Synods and the pastoral visits. The main target of this research is to study the seventeenth century artistic works from a more cross-curricular point of view. It consists of analysing the works of art not as isolated items but taking into account their historic, social and religious context meeting new liturgical and devotional needs. Therefore, this study is intended to fill this gap considering the different artistic manifestations of Murcia because of the needs of that time as a whole and in a more inclusive way and not as a particular discipline monograph as it has been previously done. All that tries to provide a deep insight into the Baroque art of the Region of Murcia from a more cross-curricular point of view interconnecting history, society, culture, mindsets and religion. According to the applied methodology, it can be divided into three main stages. The first of them consisted of establishing the starting point and collecting all the required bibliography to deal with this thesis. Later on, the search was refined and it was basically focused on the Diocese of Cartagena during the sixteenth and seventeenth century. Once all this literature was gathered, it was possible to set the geographical area of the study and the time needed to be devoted. It was delimited to the city of Murcia as a reference of this Diocese. According to the timeframe, it began in 1583 when the first Counter-Reformist bishop arrived at the Diocese, well known as Manrique de Lara and it finishes in 1705 when the bishop Belluga took position of the Diocese, being his Episcopacy a period of new Counter-Reformation. The second stage was based on searching many documents in different local, national and international files either visiting the places where they are set or finding them on the digital and Internet files. Finally, the third stage of the methodology lied in a reflection about the obtained data in order to clearly organise the research through a deep analysis and a systemized process. The conclusions arisen shed light on the fact that Murcia was a very good example to learn how the guidelines of the Council of Trent were applied, adapting to the particular characteristics of the city in the cathedral, the churches, the convents, the hermitages and the religious celebrations as the Holly Week, the Corpus Christi procession and the Canonizations, as well. Thus, the penitential brotherhoods have the leading role in the Passion Week. They were encouraged and regulated in the Council of Trent under the bishop’s authority. On the other hand, the celebration of the Corpus Christi and its procession gathered the main high-ranking members of the city struggling to become more and more relevant and be noticed. Obviously, all of this has been seen from a necessary, broad and cross-curricular point of view, interrelating some aspects with others and providing a study of the issue in its full richness.
|
784 |
La colección de vaciados griegos y romanos del museo nacional de las culturas/ inah, MéxicoCervera Obregon, Marco 22 May 2014 (has links)
La presente tesis doctoral abordó algunos aspectos sobre la escultura clásica y su relación con la colección de vaciados greco-romanos del Museo Nacional de las Culturas, México. Los orígenes de la arqueología clásica, la historia del arte antiguo, la conformación de las primeras colecciones de escultura greco-romana, así como las grandes gipsotecas europeas, temas vinculados con la conformación de este museo.
Tomando como base la documentación inédita extraída del archivo histórico del Museo Nacional de las Culturas, se hace el desarrollo histórico de la colección. Se destaca la participación de la Academia de San Fernando de Madrid, para la futura fundación de su homóloga en México, la Academia de San Carlos, siendo ésta el principal precedente de las colecciones que hacia 1965 pasan a formar parte del Museo Nacional de las Culturas, perteneciente al Instituto Nacional de Antropología e Historia de México.
Dicha propuesta cambia de contexto museográfico hacia una propuesta más enfocada en la historia, arqueología y conocimiento de las civilizaciones del Mediterráneo antiguo. Parte de los materiales presentados son calcos de algunas de las expresiones plásticas más conocidas de las civilizaciones del mediterráneo como son los griegos, romanos, etruscos e íberos, materiales que han permitido al público mexicano acercarse a la arqueología clásica y el arte de estas culturas.
Este trabajo es una aportación importante al desarrollo del conocimiento del mundo clásico en México, desde la perspectiva de la arqueología, historia e historia del arte. / This thesis aboard some aspects of classical sculpture and its relation to the plaster casts collection of greco- roman of the Museo Nacional de las Culturas, Mexico. The origins of classical archeology, the history of ancient art, the creation of the first collections of Greco- Roman sculpture, as well as major European plaster casts collection, subject associated with the conformation of this collection
Based on the unpublished documents extracted from the archive file of the Museo Nacional de las Culturas, the historical development of the collection is made. Participation of the real Academia de San Fernando in Madrid, for the future foundation of its counterpart in Mexico is highlighted , the Academia de San Carlos, and this is the main precedent collections by 1965 become part of the National Museum of Cultures, belonging to the Instituto Nacional de Antropología e Historia.
This proposal of museum context switch to a more focused proposal in history, archaeology and knowledge of the civilizations of the ancient Mediterranean. Some of the materials presented are plastercast of some of the best known of the Mediterranean civilizations such as greek, roman , etruscan and iberian, materials that have allowed the mexican public to approach classical archaeology and art artistic expressions of these cultures .
This work is important to the development of knowledge of the classical world in Mexico, from the standpoint of archaeology, history and art history perspective.
|
785 |
Μελέτη και κατασκευή φωνοκαρδιογράφουΠαπαμιχάλης, Αδαμάντιος 25 June 2009 (has links)
Η στηθοσκόπηση για την παρακολούθηση της λειτουργίας της καρδιάς αποτελεί ένα από τα κύρια εργαλεία για την παρακολούθηση της υγείας τους τελευταίους δύο αιώνες περίπου. Δυστυχώς όμως παρά τη ραγδαία ανάπτυξη στον τομέα των ενσωματωμένων συστημάτων, καθώς και στην επεξεργασία σημάτων που προέρχονται από τη λειτουργία του καρδιοαναπνευστικού συστήματος, ο έλεγχος της λειτουργίας του τελευταίου παραμένει μια αρκετά χρονοβόρα και υποκειμενική διαδικασία, αφού σε καθημερινή εφαρμογή γίνεται με μη αυτοματοποιημένο τρόπο. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας μελετήθηκε η φωνοκαρδιογραφία, της οποίας αντικείμενο αποτελεί η καταγραφή και επεξεργασία των καρδιακών ήχων και αναπτύχθηκε ένα σύστημα παρακολούθησης των ζωτικών ενδείξεων της καρδιάς και των πνευμόνων, όπως αυτές προκύπτουν μέσω του φωνοκαρδιογραφικού σήματος. Η εργασία ξεκίνησε ως μελέτη της λειτουργίας της καρδιάς, της μορφής των καρδιακών σημάτων και μεθόδων παρακολούθησής τους, καθώς και μέθοδοι υλοποίησης τέτοιων συστημάτων. Ακόλουθα μελετήθηκαν η χρήση και οι δυνατότητες των σύγχρονων ενσωματωμένων συστημάτων και μικροελεγκτών και ιδιαίτερα ο μικροελεγκτής ADuC7026 της Analog Devices, που ήταν και ο μικροελεγκτής που χρησιμοποιήθηκε κατά την υλοποίηση. Για την υλοποίηση χρησιμοποιήθηκε προσεγγιστικό σήμα, για τη μοντελοποίηση αυτού που προσλαμβάνεται από έναν αισθητήρα κατά τη λειτουργία του καρδιοαναπνευστικού συστήματος. Για την επεξεργασία του σήματος μελετήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ψηφιακά φίλτρα πεπερασμένης κρουστικής απόκρισης (FIR). Η υλοποίηση του συστήματος έγινε σε πέντε στάδια. Αρχικά υλοποιήθηκε εφαρμογή για τον έλεγχο της ορθής λειτουργίας του αναπτυξιακού κυκλώματος της Olimex ADuC-P7026. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε η τελική εφαρμογή σε τέσσερα διακριτά στάδια. Στο πρώτο οι υπολογισμοί έγιναν με βάση τη μέση τιμή του σήματος εισόδου, για την απομάκρυνση των σταθερών (dc) συνιστωσών του. Στο δεύτερο στάδιο χρησιμοποιήθηκε υψιπερατό FIR φίλτρο για την αποκοπή της σταθερής συνιστώσας. Στο τρίτο στάδιο χρησιμοποιήθηκε ζωνοδιαβατό FIR φίλτρο για την αποκοπή του θορύβου που οφείλεται στις συχνότητες που είναι μεγαλύτερες αυτής του πληροφοριακού σήματος και για την απαλλαγή του σήματος από σταθερές συνιστώσες. Στο τέταρτο στάδιο της εφαρμογής έγινε πλέον δυνατός ο εντοπισμός καρδιακών ήχων. Κατά την ανάπτυξη της εφαρμογής χρησιμοποιήθηκε το περιβάλλον ανάπτυξης εφαρμογών της Keil, μVision 3. Ο προγραμματισμός του μικροελεγκτή έγινε σε γλώσσα προγραμματισμού C. / -
|
786 |
Έλεγχος ρομπότ για το χειρισμό υφασμάτων κατά τη ραφή βασιζόμενος σε μεθόδους υπολογιστικής νοημοσύνης και ανάδραση όρασηςΖαχαρία, Παρασκευή 19 February 2009 (has links)
Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη στρατηγικών ελέγχου του ρομπότ για το χειρισμό υφασμάτων κατά τη διαδικασία της ραφής. Ένα βασικό πρόβλημα που παρουσιάζουν τα υφάσματα σε σχέση με τα στερεά αντικείμενα είναι η δυσκολία χειρισμού τους εξαιτίας της πολύ δύσκολα προβλέψιμης συμπεριφοράς τους. Πιο συγκεκριμένα, τα υφάσματα έχουν χαμηλή αντίσταση σε κάμψη που συνεπάγεται την εμφάνιση παραμορφώσεων που μεταβάλλουν το σχήμα τους και επιπλέον, παρουσιάζουν έντονη μη-γραμμικότητα και ανισοτροπία με αποτέλεσμα τη μεγάλη δυσκολία μοντελοποίησής τους κυρίως για εφαρμογές πραγματικού χρόνου.
Η έρευνα για την εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη στρατηγικών ελέγχου που βασίζονται σε μεθόδους Υπολογιστικής Νοημοσύνης (Ασαφή Λογική, Γενετικούς Αλγόριθμους και Νευρωνικά Δίκτυα) και Ανάδραση Όρασης. Τα ευφυή συστήματα ελέγχου με χρήση τεχνητής όρασης παρέχουν τη δυνατότητα στο ρομπότ να διεκπεραιώσει με επιδεξιότητα εργασίες σχετικές με τη ραφή υφασμάτων σε πραγματικό περιβάλλον με σκοπό την υψηλότερη ευελιξία και αυτοματισμό. Οι ειδικότεροι στόχοι της διατριβής είναι η ελαχιστοποίηση του συνολικού χρόνου εργασίας του ρομπότ για την ολοκλήρωση της ραφής και ο περιορισμός των σφαλμάτων στη ραφή μέσα στα αποδεκτά όρια.
Στο πλαίσιο της διατριβής αυτής, αναπτύχθηκε ένα ευφυές σύστημα για τη ραφή υφασμάτων που υλοποιήθηκε σε μια εργαστηριακή διάταξη που περιλαμβάνει ρομπότ, κάμερες και ραπτομηχανή, καθώς και μια ποικιλία υφασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν ως δοκίμια. Το ρομποτικό σύστημα ραφής υφασμάτων περιλαμβάνει διαδικασίες που προηγούνται της ραφής, καθώς και τη διαδικασία της ραφής πάνω στο τραπέζι εργασίας μέχρι να ολοκληρωθούν όλες οι ραφές στο ύφασμα. Για τη ραφή των υφασμάτων πάνω στο τραπέζι εργασίας, αναπτύχθηκε ένα Ασαφές Σύστημα ελέγχου χρησιμοποιώντας μια ποικιλία διαφορετικών υφασμάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάπτυξη του συστήματος ικανού να ανταπεξέρχεται στις πτυχώσεις που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του χειρισμού του υφάσματος από το ρομπότ, χωρίς να οδηγείται σε αστοχία.
Στη συνέχεια, αναπτύχθηκαν μέθοδοι βελτιστοποίησης της διαδικασίας της ραφής με κριτήριο την ελαχιστοποίηση του συνολικού χρόνου εργασίας της ραφής θέτοντας εκ των προτέρων τα μέγιστα αποδεκτά σφάλματα για τη ραφή. Η ρύθμιση των παραμέτρων του Ασαφούς Συστήματος πραγματοποιήθηκε με Γενετικούς Αλγόριθμους εκτός της παραγωγικής διαδικασίας (off-line) και με ένα εποπτεύον Ασαφές Σύστημα εντός της παραγωγικής διαδικασίας (on-line). Για την πειραματική επαλήθευση του συστήματος, χρησιμοποιήθηκαν υφάσματα που αποτελούνται από ευθύγραμμα τμήματα.
Σε επόμενο στάδιο, αναπτύχθηκε μια στρατηγική ελέγχου για τη ραφή υφασμάτων που αποτελούνται από καμπύλα τμήματα με αυθαίρετη καμπυλότητα. Η προτεινόμενη μέθοδος συνδυάζει τη μέθοδο εντοπισμού των κυρίαρχων σημείων με ένα μικρο-Γενετικό Αλγόριθμο με σκοπό την πολυγωνική προσέγγιση των καμπύλων τμημάτων. Το πρόβλημα που διαμορφώθηκε είχε στόχο την ελαχιστοποίηση των πολυγωνικών τμημάτων που προσεγγίζουν τα καμπύλα τμήματα με δεδομένα τα μέγιστα ανεκτά όρια για το σφάλματα στη ραφή.
Επιπλέον, αναπτύχθηκε ένα προσαρμοστικό νευρο-ασαφές σύστημα για τη ραφή υφασμάτων με καμπύλα τμήματα που έχει την ικανότητα να μαθαίνει από πρωθύστερη γνώση. Το σύστημα εκπαιδεύτηκε διεξάγοντας πειράματα ραφής με ένα αριθμό υφασμάτων διαφορετικών καμπυλοτήτων, οπότε καθίσταται ικανό να ανταποκριθεί με αξιοπιστία στη ραφή άλλων υφασμάτων, δηλ. υφασμάτων που δε χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία εκπαίδευσης. Η δημιουργία του νευρο-ασαφούς αυτού συστήματος βασίστηκε στη χρήση μιας πρωτότυπης μεθόδου ομαδοποίησης δεδομένων.
Η προτεινόμενη αυτή μέθοδος ομαδοποίησης βασίστηκε στην ανάπτυξη ενός Γενετικού Αλγόριθμου με χρωμοσώματα μεταβλητού μήκους, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα ότι εξασφαλίζει ευελιξία όσον αφορά στον αριθμό των ομάδων που προκύπτουν. Η συμβολή της μεθόδου είναι διττή: αφενός, παράγει αυτόματα τον αριθμό των κέντρων των ομάδων και αφετέρου, αναζητά τα κέντρα σε όλο το πεδίο ορισμού, χωρίς να περιορίζεται στα δεδομένα. Η προτεινόμενη μέθοδος έχει γενικότερη αξία και δεν περιορίζεται μόνο στη χρήση της από το νευρο-ασαφές σύστημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι στρατηγικές ελέγχου του ρομπότ που αναπτύχθηκαν για το χειρισμό των υφασμάτων, εφαρμόστηκαν σε υφάσματα διαφορετικά ως προς το σχήμα (με ευθύγραμμα και καμπύλα τμήματα), το χρώμα και τις ιδιότητες / The objective of this thesis is the development of control strategies for robot handling of flexible sheets towards the sewing. Besides the difficulties that emerge when handling rigid materials using robots, flexible materials pose additional problems due to due to their unpredictable behavior. In particular, fabrics present low resistance in bending that leads to the appearance of deformations that change their shape and present non-linearity and anisotropy, which poses difficulty in modeling them for real-time applications.
The research for this thesis has been focused on the development of control strategies based on Artificial Intelligence techniques (Fuzzy Logic, Genetic algorithms and Neural Networks) and Visual Servoing. The intelligent control systems with artificial vision enable robot to perform skilful tasks related to sewing fabrics in realistic environments towards higher flexibility and automation. The control strategies that have been developed are based on Artificial Intelligence techniques (Fuzzy Logic, Genetic algorithms and Neural Networks) and Visual Servoing. The basic goals of this thesis are the minimization of the total time for robot sewing fabrics and the constraint for the stitching errors inside the acceptable limits.
In the context of this thesis, a complete intelligent system has been developed for the handling of fabrics towards sewing. This system is comprised of a robot, two cameras and a sewing machine and a wide range of fabric pieces that was used for experimental purposes. The sewing process is decomposed into preprocess planning and on-line handling subtasks (transferring towards the needle, stitching process and the rotation around the needle). A fuzzy control system was developed for robot handling fabrics on a worktable using a wide range of fabrics. Special emphasis was also given on the development of a system capable of tolerating deformations that may appear on the fabric towards robot handling.
Next, optimization methods concerning the handling subtasks were developed in the direction of minimizing the total time for robot sewing fabrics considering the maximum allowable error limits. The parameters were tuned using Genetic Algorithms as an off-line process and a Supervisory fuzzy system in an on-line process. Fabrics comprised of straight edges were used for the experimental verification of the system.
The next step concerns the development of a control strategy for robot sewing fabric comprised of curved edges with arbitrary curvatures. The proposed method combines the dominant point detection approach with a micro-Genetic Algorithm for the polygonal approximation of the curved edges. The optimization problem aims at the minimization of the polygonal edges that approximate the curved edges without exceeding the maximum acceptable error limits.
In addition, an adaptive neuro-fuzzy system for robot sewing fabrics of curved edges is developed, which has learning capabilities. The system was trained through experiments with various fabrics of different curvatures and is capable to respond to new fabrics, which had not been included in the training process. The construction of the proposed neuro-fuzzy system is based on the use of a novel clustering method.
The proposed clustering method is based on the development of a Genetic Algorithm with variable-length chromosomes that has the advantage of flexibility as far as the number of the resulting clusters is concerned. The contribution of the proposed method is twofold. On the one hand, the method evolves automatically the appropriate number of cluster centers, as well as the partitioning of the data, without a priori assumption on the cluster centers. On the other hand, it searches for candidate cluster centers in the universe of discourse and not only among data. The proposed approach is general and it is not limited to the construction of the neuro-fuzzy system.
It is also worth noting that all developed control strategies have been applied to fabrics of different shape (with or without curvatures), color and properties.
|
787 |
Οργάνωση πρωτοκόλλου ελέγχου ιατρικών μηχανημάτωνΛουκάς, Χρήστος Κ. 09 December 2008 (has links)
Στην παρούσα διπλωματική εργασία, σκοπός μας είναι η μελέτη, οργάνωση και υλοποίηση πρωτοκόλλων ελέγχου. Το κάθε πρωτόκολλο ελέγχου ευθύνεται για τη διεξαγωγή των ελέγχων στα ιατρικά μηχανήματα. Περιλαμβάνει δε, τα δομικά στοιχεία των ελέγχων, που είναι οι μετρήσεις ελέγχου, καθώς και τις αντίστοιχες ομάδες μηχανημάτων. Στην εργασία μας, για την εκτέλεση των εργασιών, χρησιμοποιήσαμε, κατά βάση, την εφαρμογή PRAXIS, μια εφαρμογή που διαχειρίζεται τη βιοϊατρική τεχνολογία σε νοσοκομειακό επίπεδο. Επίσης, υλοποιήσαμε έναν εναλλακτικό τρόπο διαχείρισης των πρωτοκόλλων/μετρήσεων ελέγχου, μέσω της εφαρμογής ACME, με την
οποία παρέχουμε και κάποιες βελτιωτικές δυνατότητες ως προς το PRAXIS.
Περιληπτικά η διάρθρωση της εργασίας μας έχει ως εξής:
Στο 1ο Κεφάλαιο, εισάγουμε τον αναγνώστη στην επιστήμη της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας.
Στο 2ο Κεφάλαιο, παρουσιάζουμε τις βασικές αρχές της Κλινικής Μηχανικής, δηλαδή του τομέα εκείνου της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση
του ιατρικού εξοπλισμού, στα νοσοκομεία. Αναλύονται τόσο το Τμήμα Κλινικής
Μηχανικής (CED), όσο και οι ομάδες ιατρικών μηχανημάτων, μαζί με το πρόγραμμα
ελέγχων-συντήρησης IPM.
Στο 3ο Κεφάλαιο, αναφερόμαστε στα συστήματα διαχείρισης βιοϊατρικής τεχνολογίας και
πιο συγκεκριμένα στην εφαρμογή PRAXIS, στα τεχνικά χαρακτηριστικά, την οργάνωση και τις δυνατότητες που παρέχει.
Στο 4ο Κεφάλαιο, παρουσιάζουμε τον τρόπο διαχωρισμού-ομαδοποίησης των μετρήσεων
ελέγχου, προβλήματα που αντιμετωπίσαμε και τρόπους επίλυσης και τελικά τη διαδικασία καταχώρησης των μετρήσεων ελέγχου μέσω του PRAXIS.
Στο 5ο Κεφάλαιο, καθορίζουμε τους κανόνες που διέπουν τη διασύνδεση μετρήσεων ελέγχου-πρωτοκόλλων ελέγχου-ομάδων μηχανημάτων και τελικά τη διαδικασία
υλοποίησης των πρωτοκόλλων ελέγχου μέσω του PRAXIS, παράλληλα με την προσθήκη σε αυτά των αντίστοιχων μετρήσεων ελέγχου και ομάδων μηχανημάτων.
Στο 6ο Κεφάλαιο, αναλύουμε την εφαρμογή ACME, μια εφαρμογή που υλοποιήσαμε ως εναλλακτικό τρόπο διαχείρισης, τη συγκρίνουμε με το PRAXIS, παρουσιάζουμε τις δυνατότητές και τις βελτιώσεις της και περιγράφουμε τον τρόπο χρήσης της για την διεκπεραίωση των εργασιών.
Στο 7ο Κεφάλαιο, παρέχουμε χρήσιμα περιληπτικά στατιστικά στοιχεία από την όλη
μελέτη μας, καταλήγουμε σε συμπεράσματα και κάνουμε προτάσεις.
Τέλος, στο Παράρτημα, παραθέτουμε πλήρη εκτυπωμένα παραδείγματα πρωτοκόλλων, τόσο μέσω του PRAXIS, όσο και μέσω της ACME. / -
|
788 |
Εφαρμογή πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης ιατρικού εξοπλισμού σε ελληνικό νοσοκομείοΜαραγκός, Γεώργιος 17 December 2008 (has links)
Το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών ( Π.Γ.Ν.Π.) είναι το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Δυτικής Ελλάδος. Υπάρχουν πάνω από 2.500 ιατρικές συσκευές στο Π.Γ.Ν.Π. οι οποίες χρησιμοποιούνται για διάγνωση, παρακολούθηση και θεραπεία ασθενειών. Η χρήση αυτού του μεγάλου αριθμού από τις πολύπλοκες αυτές συσκευές συνεπάγεται αυξημένη εμπλοκή του Τμήματος Κλινικής Μηχανικής ( ΤΚΜ ) στις επισκευαστικές ενέργειες και στις ενέργειες προληπτικής συντήρησης. Υπάρχει ανάγκη για παρακολούθηση και καταγραφή ενός μεγάλου αριθμού διαδικασιών όπως επισκευές ιατρικού εξοπλισμού, προληπτικές συντηρήσεις, έλεγχοι ηλεκτρικής ασφάλειας, αιτήσεις αγοράς εξοπλισμού, εποπτεία συμβολαίων συντήρησης και εκπαίδευση τεχνικών και χρηστών. Οπωσδήποτε, οι παραπάνω ανάγκες οδηγούν στη χρήση εγκατάστασης υπολογιστικών συστημάτων διαχείρισης ιατρικού εξοπλισμού (MEMS). Το MEMS που χρησιμοποιείται από το ΤΚΜ του Π.Γ.Ν.Π. είναι το σύστημα PRAXIS που αναπτύχθηκε από το Ινστιτούτο Βιοιατρικής Τεχνολογίας ( ΙΝΒΙΤ) και έχει εγκατασταθεί σε πάνω από 12 Ελληνικά νοσοκομεία. Η χρήση του συστήματος PRAXIS βελτιώνει την αποτελεσματική διαχείριση του ιατρικού εξοπλισμού και βοηθάει το ΤΚΜ του Π.Γ.Ν.Π. στην καλύτερη οργάνωση των υπηρεσιών του. Επίσης το σύστημα PRAXIS παρέχει την δυνατότητα για παρακολούθηση και ανάλυση ενός τυποποιημένου set δεικτών ποιότητας. Σ’ αυτήν την εργασία παρουσιάζονται αποτελέσματα από την δουλειά του ΤΚΜ στο Π.Γ.Ν.Π. με τη χρήση του PRAXIS. Πρώτα παρουσιάζονται αποτελέσματα που αφορούν επισκευαστικούς ελέγχους και ελέγχους προληπτικής συντήρησης στα πιο σημαντικά μηχανήματα των εταιρειών PHILIPS και SIEMENS. Κατόπιν υπάρχει μια αναφορά στην παραγωγή και χρήση των δεικτών ποιότητας του PRAXIS που θα μπορούσαν να αποτιμήσουν την απόδοση του ΤΚΜ και δίνουν στατιστική πληροφορία για τις ιατρικές συσκευές στο Π.Γ.Ν.Π. Τέλος, υπάρχει μια πιο εκτεταμένη πληροφορία για την χρήση του συστήματος PRAXIS στην παρακολούθηση του συστήματος Μαγνητικής Τομογραφίας Philips Gyroscan Intera στο Π.Γ.Ν.Π. / The University Hospital of Patras ( P.G.N.P. ) is the largest Hospital in Western Greece. There are over 2500 medical devices in P.G.N.P that are used for diagnosis, monitoring of patient condition and therapy. The use of this large number complex devices causes an increased involvement of the Clinical Engineering Dep ( CED ) in repair and maintenance actions accomplishment . There is a necessity for monitoring and recording a large number of procedures such as medical equipment repair and maintenance functions, electrical safety, equipment acquisition, supervision of service contracts and user training. Therefore, the need arises for establishing a computerized medical equipment management system (MEMS). The MEMS that is used in CED of P.G.N.P. hospital is the PRAXIS system that is developed by the Institution of Biomedical Technology (INBIT) and has been installed in > 12 Greek hospitals. The use of PRAXIS system improves the effective management of medical equipment and assists the CED of P.G.N.P. in organizing their services in better way. Also the PRAXIS system offers the ability of monitoring and analyzing a standardized set of quality indicators. In this work results of CED work with the PRAXIS system use in P.G.N.P. are presented. At first the results that are presented concerned the medical equipment repair and maintenance functions of the most important PHILIPS and SIEMENS medical devices. Secondly, there is a reference in production of quality indicators by the PRAXIS system that could evaluate the performance of CED and they give statistical information about the medical devices in P.G.N.P. Finally, there is a more extended information about the use of PRAXIS system in monitoring of Philips Gyroscan Intera MRI system in P.G.N.P hospital.
|
789 |
Μοντελοποίηση εξελιγμένου ιατρικού συστήματος για τη διαχείριση ζωτικών σημάτων : εφαρμογή στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG)Δημόπουλος, Κωνσταντίνος 13 February 2009 (has links)
Το θέμα της παρούσας διατριβής αφορά στην μοντελοποίηση ενός εξελιγμένου ιατρι-
κού συστήματος κατάλληλου για τη διαχείριση ζωτικών σημάτων με κύριο άξονα εφαρμογής
τις διάφορες κατηγορίες ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων (EEG).
Με τον όρο εξελιγμένο ιατρικό σύστημα αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη διατριβή
σε ένα ανεξάρτητο ανοικτό πληροφοριακό σύστημα που καλύπτει έναν πολύ συγκεκριμένο
ιατρικό τομέα. Ως ζωτικά σήματα ή βιοσήματα για τη διατριβή νοούνται ψηφιακές καταγρα-
φές ιατρικών οργάνων που μπορούν να αποθηκευτούν σε ψηφιακά αρχεία προτυποποιημένου
μορφότυπου (format).
Η διαχείριση περιλαμβάνει ανοικτές αρχιτεκτονικές λογισμικού με τις οποίες αρχειο-
θετούνται και γίνονται αντικείμενο διαδραστικής επεξεργασίας ετερογενείς καταγραφές ια-
τρικής πληροφορίας.
Ο συγκεκριμένος ιατρικός τομέας ανάπτυξης του θέματος της διατριβής οριοθετείται
στον ευρύτερο τομέα της επιληψίας και εστιάζεται στη χειρουργική της επιληψίας. Η βασική πρωτοτυπία της διατριβής έγκειται στη μοντελοποίηση και υλοποίηση ενός
εξελιγμένου ιατρικού συστήματος για τη διαχείριση ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων (EEG),
άλλων ζωτικών σημάτων καθώς και όλο το σύνολο των απεικονιστικών ιατρικών εξετάσεων
που απαιτούνται και την υποστήριξη λήψης απόφασης στη χειρουργική της επιληψίας.
Η αρχιτεκτονική πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η πλατφόρμα αυτή αναφέρεται ως
DESSA και αποτελεί έναν ολοκληρωμένο ηλεκτρονικό χώρο εργασίας κατάλληλο για όλες
τις ειδικότητες ιατρών που ασχολούνται με το συγκεκριμένο θέμα. Η DESSA είναι προϊόν
στενής συνεργασίας μεταξύ ιατρών, μηχανικών και αναλυτών αγοράς. / -
|
790 |
Εύρεση σχεδιαστικών αποκλίσεων αντικειμένων με υφήΠρινόπουλος, Σαράντης 25 May 2009 (has links)
Αυτή η εργασία μελετά την εφαρμογή προηγμένων τεχνικών επεξεργασίας εικόνας από υπολογιστές για την επίλυση του προβλήματος της ανίχνευσης ατελειών σε υφάσματα από τις βιομηχανίες παραγωγής υφασμάτων. Προτείνεται μία νέα μέθοδος ανίχνευσης ατελειών, η οποία αποτελείται από ένα περιττό συμμετρικό φίλτρο Gabor πραγματικών τιμών, ένα άρτιο συμμετρικό φίλτρο Gabor πραγματικών τιμών και ένα φίλτρο εξομάλυνσης. Κατά την ανάπτυξη της μεθόδου, τα φίλτρα Gabor σχεδιάζονται με βάση τα χαρακτηριστικά του texture που εξάγονται βέλτιστα από μία εικόνα ενός μη ελαττωματικού υφάσματος με τη χρήση ενός Gabor Wavelet Network (GWN). Η απόδοση της προτεινόμενης μεθόδου αξιολογείται με τη χρήση ενός σετ εικόνων υφασμάτων που προέρχονται από μία βάση δεδομένων που περιέχει μία μεγάλη ποικιλία εικόνων ομογενών υφασμάτων. Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν ακρίβεια στην ανίχνευση ατελειών με πολύ λίγες λάθος ανιχνεύσεις, από όπου φαίνεται η αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης μεθόδου. Τα πειραματικά αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τις δυνατότητες της μεθόδου και ένας υπολογισμός του υπολογιστικού φορτίου που χρειάζεται για την υλοποίηση της έδειξε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σε συστήματα ανίχνευσης πραγματικού χρόνου. / -
|
Page generated in 0.0613 seconds