• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 11
  • 11
  • 9
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • Tagged with
  • 31
  • 12
  • 10
  • 8
  • 6
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
11

Η γεωλογική δομή της ευρύτερης περιοχής του Αγίου Ηλία Λευκάδος

Λαζοκίτσιος, Βασίλειος 06 November 2014 (has links)
Στην παρούσα εργασία αναλύεται η γεωλογική δομή του Αγίου Ηλία Λευκάδας. Πραγματοποιήθηκε επίσης τεκτονική ανάλυση της περιοχής. / In this thesis we analyze the geological structure of the St. Elias Lefkada. Tectonic analysis was also performed in the area.
12

"Flora Ionica" : καταγραφή της χλωρίδας των Ιονίων νήσων και οι μεταξύ τους φυτογεωγραφικές συνδέσεις

Καρακίτσος, Σπύρος 01 December 2008 (has links)
- / -
13

Μελέτη απόθεσης ομογενίτη ("homogenite") στο βόρειο τμήμα της Ιόνιας Αβυσσικής πεδιάδας (Κεντρική Μεσόγειος θάλασσα)(πυρήνας TMC 6)

Δαραμούσκα, Αναστασία 23 July 2008 (has links)
Ο πυρήνας Ιζήματος TMC 6 συλλέχθηκε από το ελληνικό κέντρο θαλασσίων ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) το 2000, από την υποθαλάσσια Αβυσσική Πεδιάδα του Ιονίου.Η κοκκομετρική και γεωχημική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στον πυρήνα ιζήματος από το εργαστήριο θαλάσσιας γεωλογίας και φυσικής ωκεανογραφίας (ΕΘΑΓΕΦΩ) τον χαρακτηρίζει Ομογενίτη. / -
14

The British Administration of the Ionian Islands: 1815-1831

Bhamjee, David January 1996 (has links)
Note:
15

Μελέτη του ισοζυγίου θερμότητας στο Ιόνιο και στο Κρητικό πέλαγος / The heat balance of Cretan and Ionian sea

Βλάχου, Καλλιόπη 13 January 2015 (has links)
Η ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ ατμόσφαιρας και θάλασσας είναι μια διεργασία πολύ σημαντική για τη δυναμική και τις φυσικές ιδιότητες των δύο μέσων (π.χ. θερμοκρασία) αλλά και σε βάθος χρόνου για το κλίμα ολόκληρου του πλανήτη. Η συνολική ενέργεια που μεταφέρεται από την ατμόσφαιρα στη θάλασσα και αντίστροφα είναι το άθροισμα τεσσάρων επιμέρους συνιστωσών : α) της μικρού μήκους ηλιακής ακτινοβολίας, β) της μεγάλου μήκους υπέρυθρης ακτινοβολίας, γ) της λανθάνουσας θερμότητας και δ) της θερμότητας αγωγιμότητας. Μέσες μηνιαίες τιμές για τις τέσσερις αυτές συνιστώσες από το Ιόνιο και Κρητικό Πέλαγος εξετάζονται για το διάστημα 1958-2007. Οι τιμές προέρχονται από τη Μεσογειακή Βάση Δεδομένων ARPERA και αποτελούν προϊόν διόρθωσης αριθμητικής προσομοίωσης (reanalysis product). Στην παρούσα εργασία παραθέτονται στατιστικά χαρακτηριστικά των χρονοσειρών της κάθε συνιστώσας και στις δύο περιοχές. Από τη μελέτη της ροής θερμότητας και στα δύο Πελάγη διαπιστώθηκαν οι εξής διαφορές : το Κρητικό Πέλαγος εμφανίζει μεγαλύτερες απώλειες θερμότητας σε σχέση με το Ιόνιο καθώς επίσης και μεγαλύτερο δυναμικό αιολικής ενέργειας. / The heat exchange between the atmosphere and the sea is a very important process for the dynamics and physical properties of the two media (e.g. temperature) and long-term climate of the entire planet. The total energy transferred from the atmosphere to the sea and vice versa is the sum of four separate components : a) the short wave solar radiation , b ) the long wave radiation , c ) latent heat and d ) heat conduction . Average monthly prices for these four components of the Ionian and Cretan Sea are examined for the period 1958-2007 . The values ​​come from the Mediterranean Database ARPERA and result correction numerical simulation (reanalysis product). In this thesis I present statistical characteristics of the time series of each component in both regions . From the study of heat flow in both regions we found the following differences: the Cretan Sea shows greater heat loss in relation to the Ionian as well as greater wind potential .
16

Archaic Kerkyra : an historiographical examination of the formation and formulation of an ancient Greek polis /

Fauber, Chad Michael. January 2002 (has links)
Thesis (Ph. D.)--University of Chicago, Department of History, December 2002. / Includes bibliographical references. Also available on the Internet.
17

Παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του ελληνικού αρχιπελάγους τα τελευταία 150.000 χρόνια με την χρήση του Arcgis / Arcview

Χρονόπουλος, Κωνσταντίνος 20 September 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία μελετά την παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του ελληνικού αρχιπελάγους τα τελευταία 150,000 χρόνια με την χρήση του ARCGIS και ARC VIEW. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναπαρασταθεί η συνεχώς μεταβαλλόμενη έκταση της υφαλοκρηπίδας του ελληνικού αρχιπελάγους τα τελευταία 150.000 χρόνια εξαιτίας της μεταβολής της στάθμης της θάλασσας. Και συγκεκριμένα για τα εξής πέντε χρονικά διαστήματα: 1. Πριν από 100.000 χρόνια έως 60.000 χρόνια όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν από 20m έως 60m χαμηλότερη από την σημερινή, επικεντρωμένο στα 70.000 χρόνια πριν όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν στα -60 m από την σημερινή. 2. Πριν από 30.000 χρόνια όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν 80m χαμηλότερη από την σημερινή. 3. Πριν από 22.000χρόνια έως 18.000 χρόνια όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν 120m χαμηλότερη από την σημερινή. 4. Πριν από 10.000 χρόνια όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν 50m χαμηλότερη από την σημερινή. 5. Πριν από 8.000 χρόνια όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν 20m χαμηλότερη από την σημερινή Με στόχο κατά κύριο λόγο την εκμάθηση χρήσης του GIS για την ανάδειξη χώρων που μπορεί να έχουν οικονομικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον. Με την παρούσα εργασία θα παρουσιαστούν μια σειρά από χάρτες που θα δείχνουν τις μεταβολές της ακτογραμμής του ελληνικού αρχιπελάγους τα τελευταία 150.000 χρόνια ώστε να βοηθηθούν οι γεωλόγοι, βιολόγοι, αλιευτείς και αρχαιολόγοι ώστε να μπορούν να εστιάζουν τις έρευνες τους στις σωστές περιοχές για κοιτάσματα, αλιευτικών πεδίων καθώς επίσης και προϊστορικούς οικισμούς. Επιπλέων με την χρήση του GIS γίνεται: (1) αναπαράσταση των ακτογραμμών και του θαλάσσιου ανάγλυφου τα τελευταία 100.000 χρόνια για να εξετασθεί αν οι νήσοι Λευκάδα, Κεφαλληνία, Ιθάκη και Ζάκυνθος καθώς επίσης και οι Σποράδες παρέμειναν συνεχώς νησιά όλη αυτή την διάρκεια με σκοπό να διερευνηθεί πότε άρχισε η ναυσιπλοΐα στην Ελλάδα και (2) με την 3-D αναπαράσταση της γεωμετρίας των ακτογραμμών και του περιβάλλοντος ανάγλυφου για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για να αποκτήσουμε μια εικόνα για το πώς αντιλαμβανόταν ο προϊστορικός άνθρωπος τον γύρω χώρο του. Καθώς επίσης και πως η αντίληψη αυτού του χώρου εντός στον οποίο κινιόταν τον ώθησε να αναπτύξει ναυσιπλοΐες ικανότητες για να επισκεφθεί τα νησιά. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν μελετώντας όλους τους χάρτες και παρατηρώντας την μεταβολή της στάθμης της θάλασσας σε κάθε μια από τις πέντε χρονικές περιόδους στο παρελθόν παρατηρούμε πολλές διαφορές στην μορφολογία τόσο της ηπειρωτικής περιοχής όσο και της νησιωτικής περιοχής. Η παράκτια μορφολογία του Αιγαίου και του Ιονίου ποικίλει αλλά συνήθως αποτελείται από απότομους βράχους και στενή παράκτια ζώνη. Οι περισσότερο εκτενείς περιοχές υφαλοκρηπίδας υπάρχουν στο βόρειο Αιγαίο και, σε μικρότερο βαθμό, στο Ιόνιο και στο ανατολικό Αιγαίο. / The present work studies the palaiogeographic representation of Greek archipelago the last 150,000 years with the use of ARCGIS and ARC VIEW. Aim of present work is to show the continuously altered extent of shelf of Greek sea the last 150.000 years because of the change of level of sea. And concretely for the following five chronicles spaces: 1. Before 100.000 years until 60.000 years when the level of sea was from 20m until 60m lower than current, focused in the 70.000 years before when the level of sea was in the -60 m from current. 2. Before 30.000 years when the level of sea was 80m lower than current. 3. Before 22.000 years until 18.000 years when the level of sea was 120m lower than current. 4. Before 10.000 years when the level of sea was 50m lower than current. 5. Before 8.000 years when the level of sea was 20m lower than current Amining in the first place the learning of use of GIS for the appointment of spaces that can have economic and cultural interest. With the present work will be presented a line from charts that will show the changes of coast line Greek archipelago the last 150.000 years so that will be helped the geologists, biologists, are fished also archaelogists so that they can focus their researches in the correct regions for layers, piscatorial fields as well as prehistoric settlements. Floating with the use of GIS it becomes: (1) representation of the coast line and of the marine bas-relief the last 100.000 years in order to be examined the islands Lefkada, Kefallinia, Ithaca and Zante as well as Sporades remained continuously these islands with a full view to investigate the start of the navigation in Greece and (2) with the 3-D representation of the geometry of the coast line and environment of bas-relief for concrete time spaces in order to acquire a picture for how the prehistoric person conceived his around space. As well as how the perception of this space into in which he was living prompted him to develop navigations faculties in order to visit the islands. The conclusions that come out, studying the all charts and observing the change of level of sea in each of five time periods in the past. It is observed a lot of differences in the morphology of the continental region and of the islander region. The coastal morphology of Aegean and Ionian varies but usually is constituted by abrupt rocks and narrow coastal area. The most extensive regions of shelf exist in northern Aegean and, in smaller degree, in Ionian and in Eastern Aegean.
18

Οι βιτουμενιούχοι σχίστες της Ιόνιας ζώνης ως πετρώματα υδρογονανθράκων

Ραλλάκης, Δημήτριος 07 October 2011 (has links)
Στην παρούσα πτυχιακή εργασία επιχειρείται ο προσδιορισμός της δυναμικότητας των βιτουμενιούχων σχιστών Ανω-Ιουρασικής ηλικίας της Ιόνιας ζώνης, ως μητρικών πετρωμάτων υδρογονανθράκων. Χρησιμοποιούνται ανθρακοπετρογραφικές μέθοδοι, όπως η μέτρηση της ανακλαστικότητας του χουμινίτη/βιτρινίτη και η εξέταση στιλπνών τομών στο ανθρακοπετρογραφικό μικροσκόπιο. Μελετώνται επίσης τα ορυκτολογικά και χημικά χαρακτηριστικά των σχιστών με χρήση σύγχρονων τεχνικών, όπως η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ (XRD) και φασματομετρία μάζας επαγωγικού ζεύγους πλάσματος (ICP-MS). / The present study aims to determine the potential of the bituminous shales (Up. Jurassic) of the Ionian zone as hydrocarbon source rocks. Coal-petrography methods, namely the measurement of the huminite/vitrinite reflectance as well as the examination of the macerals and minerals under the microscope, are applied. The chemical and mineralogical compounds of the shales are also calculated by applying X-Ray Diffraction (XRD) and Inductively Coupled Plasma-Mass Spectrometry (ICP-MS).
19

Εξέλιξη των λεκανών ιζηματογένεσης υποθαλάσσιων ριπιδίων στα Διαπόντια νησιά, βόρεια της Κέρκυρας

Μακροδήμητρας, Γιώργος 14 February 2012 (has links)
Η λεπτομερής μελέτη των ιζημάτων στα Διαπόντια νησιά, βόρεια της Κέρκυρας, παρείχε τις απαραίτητες πληροφορίες που οδήγησαν στον διαχωρισμό των περιβαλλόντων αλλά και των υποπεριβαλλόντων απόθεσης. Πρόκειται για ιζήματα που συνίστανται από αποθέσεις κατωφέρειας, καναλιών και ολισθοστρώματα. Η μελέτη των ασβεστιτικών απολιθωμάτων έδειξε ότι η ιζηματογένεση στην περιοχή μελέτης ξεκίνησε στο ανώτερο Ολιγόκαινο και ολοκληρώθηκε στο κατώτερο Μειόκαινο (NP23-NN9). Το νεότερο δείγμα της περιοχής εντοπίστηκε στο Μαθράκι, κοντά στην Ιόνιο επώθηση (ανώτερο Μειόκαινο, NN8-9) ενώ το παλαιότερο στην Ερείκουσσα (ανώτερο Ολιγόκαινο, NP23). Στην Ερείκουσσα παρατηρείται πως τα παλαιότερα ιζήματα είναι τα κατώτερα τμήματα των αποθέσεων κατωφέρειας της ακολουθίας τοιχώματος της τομής C (έως ανώτερο Ολιγόκαινο), ενώ τα νεότερα ιζήματα είναι αποθέσεις κατωφέρειας στα δυτικά της νήσου (Κατώτερο Μειόκαινο). Στους Οθωνούς οι αποθέσεις κατωφέρειας είναι παλαιότερες (έως Κατώτατο Μειόκαινο) από τις αποθέσεις καναλιών (Κατώτερο Μειόκαινο), παρά το γεγονός ότι ένα δείγμα από τις αποθέσεις κατωφέρειας στους Οθωνούς αποτέθηκε στο Κατώτερο Μειόκαινο. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι αποθέσεις κατωφέρειας στη λεκάνη των Διαπόντιων νησιών δεν αποτέθηκαν χρονικά την ίδια περίοδο. Στους Οθωνούς οι αποθέσεις κατωφέρειας παρουσιάζονται χρονικά παλαιότερες αυτές της Ερείκουσσας, παρά το γεγονός ότι και εκεί καταγράφηκαν μικρού πάχους αποθέσεις κατωφέρειας με ηλικίες έως ανώτερο Ολιγόκαινο. Οι αποθέσεις καναλιών σε Ερείκουσσα και Οθωνούς είναι οι νεότερες αποθέσεις. Στο Μαθράκι, τα δείγματα που πάρθηκαν από αδιατάραχτες αλλά και παραμορφωμένες αποθέσεις δείχνουν ηλικίες νεότερες από την Ερείκουσσα και τους Οθωνούς, ενώ ένα δείγμα που πάρθηκε ακριβώς από την επαφή Τριαδικών Εβαποριτών με αποθέσεις υποθαλάσσιων ριπιδίων, δείχνει ηλικία ανώτερου Ολιγόκαινου. Η ηλικία των σχηματισμών της περιοχής μελέτης, δείχνει ότι είναι νεότερες από τις αποθέσεις της μεσαίας και εσωτερικής Ιονίου ζώνης (Avramidis, 1999; Avramidis and Zelilidis 2001), οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι η μεσαία Ιόνιος επώθηση επηρέασε την διαδικασία απόθεσης στην περιοχή, καθώς τροφοδότησε με ιζήματα την λεκάνη των Διαπόντιων νησιών. Η παρουσία των οριζόντων ολισθοστρωμάτων στην Ερείκουσσα (ανώτερο Ολιγόκαινο-κατώτερο Μειόκαινο), καθώς και οι παραμορφωμένες αποθέσεις να υπόκεινται των Τριαδικών εβαπορίτων στο Μαθράκι, δείχνουν ότι η Ιόνιος επώθηση ξεκίνησε τη δράση της στο ανώτερο Ολιγόκαινο (σύμφωνα με την ηλικία του δείγματος που πάρθηκε από την επαφή στο Μαθράκι). Έτσι η περιοχή μελέτης μετατράπηκε από μία λεκάνη προχώρας (της μεσαίας Ιόνιας επώθησης) σε μία λεκάνη οπισθοχώρας, της Ιονίου επώθησης, και ενώ η τεκτονική επηρέαζε τις περιοχές δυτικά. Σύμφωνα με την κοκκομετρική ανάλυση σε δείγματα από τις αποθέσεις κατωφέρειας των Οθωνών και της Ερείκουσσας, κυριαρχεί η πολύ λεπτόκοκκη άμμος. Η ταξιθέτησή των δειγμάτων κυμαίνεται από πολύ καλή έως πολύ κακή, με τα περισσότερα δείγματα να έχουν μέτρια και κακή ταξιθέτηση (πολύ κακή 5, κακή 10, μέτρια 7, καλή 5 και πολύ καλή 3). Οι μέσες ταχύτητες ροής έχουν τιμές από 0,47 έως 9,04 cm/sec για το σύνολο των δειγμάτων. Αυτό δείχνει ότι οι ροές που απέθεσαν τα ιζήματα είχαν χαρακτήρα χαμηλής πυκνότητας, καθώς σύμφωνα με τους Nelson & Nielsen (1984) οι τουρβιδιτικές ροές χαμηλής πυκνότητας χαρακτηρίζονται από μέσες ταχύτητες ροής μικρότερες των 25 cm/sec. Επιπλέον παρατηρήθηκε αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο μέσο κοκκομετρικό μέγεθος και την ταξιθέτηση των δειγμάτων (Εικ. 3.4 Α). Επίσης παρατηρήθηκε πολύ καλή θετική συσχέτιση ανάμεσα στο μέσο μέγεθος και τη μέση ταχύτητα ροής, πράγμα που είναι αναμενόμενο, καθώς όσο πιο μικροί είναι οι κόκκοι, τόσο πιο μικρές είναι και οι ταχύτητες ροής τους. Η συσχέτιση αυτή δεν είναι τυπική συσχέτιση μέσου μεγέθους και τη μέσης ταχύτητας ροής για τουρβιδιτικό ρεύμα. Παρόλα αυτά τα υπόλοιπα στοιχεία συγκλίνουν προς την κατεύθυνση των τουρβιδιτικών ροών χαμηλής πυκνότητας. Στο διάγραμμα CM (Passega 1957; 1964) τα δείγματα φαίνεται να προβάλλονται στο πεδίο του διαβαθμισμένου αιωρήματος και του ομογενούς αιωρήματος, καθώς και κοντά σε αυτά τα πεδία. Συμπερασματικά, τα ιζήματα αποτέθηκαν σε περιοχή μακριά από την πηγή τροφοδοσίας. Η απόσταση από την πηγή ήταν τόσο μεγάλη που κατάφεραν να διαβαθμιστούν σύμφωνα με το κοκκομετρικό τους μέγεθος και τελικά να αποτεθούν. Με βάση την ηλικία των ιζημάτων στα οποία μετρήθηκαν τα παλαιορεύματα, και του παλαιορευματικού καθεστώτος προκύπτει ότι η κύρια παλαιορευματική διεύθυνση στο ανώτερο Ολιγόκαινο ήταν προς τα δυτικά ενώ τα παλαιορευματικά δεδομένα που καταγράφηκαν στην Ερείκουσσα και τους Οθωνούς, δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια του κατώτερου Μειόκαινου, η παλαιορευματική διεύθυνση ήταν προς τα ανατολικά. Η απουσία παλαιορευματικών δεδομένων με αξονική διεύθυνση δείχνει πως οι παλαιορευματικές διευθύνσεις επηρεάστηκαν κυρίως από την δράση της Ιονίου επώθησης στα Δυτικά, και της Μεσαίας Ιονίου επώθησης στα Ανατολικά. Η παρουσία ρηγμάτων ΒΒΔ διεύθυνσης εντός της λεκάνης των Διαπόντιων νησιών, δεν επηρέασαν την κίνηση των ρευμάτων, και κατά συνέπεια τη φορά των παλαιορευματικών δεικτών της περιοχής, σε αντίθεση με τα οριζόντια ρήγματα Βόρεια και Νότια της περιοχής μελέτης, αλλά και τα μικρότερης κλίμακας οριζόντια ρήγματα στο εσωτερικό της λεκάνης. Το γεγονός ότι τα συστήματα υποθαλάσσιων ριπιδίων αλλά και οι αποθέσεις υφαλοκρηπίδας μπορεί να αποτελούν αξιόλογα ρεζερβουάρ τόσο αερίων όσο και υγρών υδρογονανθράκων οδήγησε στη διερεύνηση της δυνατότητας γένεσης και διατήρησης υδρογονανθράκων στα υπό μελέτη ιζήματα αλλά και στον προσδιορισμό του πορώδους και στην εκτίμηση της διαπερατότητάς τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι τα περιβάλλοντα και υποπεριβάλλοντα δομούνται από πετρώματα που βρίσκονται στο ανώριμο και υπέρ-ώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις που προβάλλονται στο παράθυρο του πετρελαίου. Μπορούν να λειτουργήσουν ως δεύτερη πηγή, με φτωχή έως μέτρια δυνατότητα παραγωγής αερίων ή και υγρών υδρογονανθράκων, μιας και το οργανικό υλικό αποτελείται από τύπο κηρογόνου II, III και IV. Αν και οι δείκτες PI και Tmax, στους οποίους στηρίχθηκε η έρευνα για τον προσδιορισμό της θερμικής αγωγιμότητας είναι πρωτογενείς μετρήσεις και μερικώς εξαρτώνται από παράγοντες όπως το είδος του οργανικού υλικού, οι τιμές τους δηλώνουν ότι η πλειοψηφία τους βρίσκεται ανώριμο στάδιο, και ελάχιστα σε υπέρ-ώριμο στάδιο θερμικής ωριμότητας. Τα δείγματα τα οποία αντιπροσωπεύουν οξειδωμένα πετρώματα, συνοδεύονται από πολύ χαμηλές τιμές S2, γεγονός που καθιστά τα αποτελέσματα του προσδιορισμού της θερμικής ωριμότητας τους αναξιόπιστα. Οι τουρβιδίτες γενικώς δεν αποτελούν αξιόλογους ταμιευτήρες καθώς διαδικασίες όπως η διαγένεση και η αντικατάσταση τείνουν να μειώνουν το πρωτογενές τους πορώδες. Η έρευνα της πιθανής ύπαρξης αποθέσεων που μπορούν να αποτελέσουν ρεζερβουάρ αερίων υδρογονανθράκων στην περιοχή μελέτης αλλά και ο προσδιορισμός της ποιότητάς τους αποκαλύπτει έναν αριθμό δειγμάτων (6) με καλό πορώδες και (6) με μέτριες έως καλές τιμές εκτιμώμενης διαπερατότητας. Συμπερασματικά, οι αποθέσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αξιόλογους ταμιευτήρες κυρίως αερίων υδρογονανθράκων. Ο προσδιορισμός των ιστολογικών παραμέτρων των πετρωμάτων που είναι δυνατόν να αποτελέσουν ρεζερβουάρ αερίων και υγρών υδρογονανθράκων είναι πολύ σημαντικός στον σχεδιασμό εργασιών όπως η κατασκευή γεωτρήσεων, ή παραγωγή των ρεζερβουάρ και ο έλεγχος των υδροδυναμικών συνθηκών (Bjorlykke and Hoeg, 1997). Ο προσδιορισμός των ιστολογικών παραμέτρων στα υπό μελέτη ιζήματα αποκάλυψε ότι πρόκειται για πολύ λεπτόκοκκους ψαμμίτες οι οποίοι προέρχονται από χαμηλής πυκνότητας τουρβιδιτικά ρεύματα. Η ορυκτοχημική ανάλυση των ιζηματογενών πετρωμάτων είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις μελέτες προέλευσης των ψαμμιτών, που περιέχουν ορυκτά ικανά να υποδείξουν περιοχές τροφοδοσίας. Οι κρύσταλλοι σπινέλλιου που αναλύθηκαν παρουσιάζουν παρόμοια σύσταση με κρυστάλλους που προέρχονται είτε από το οφιολιθικό σύμπλεγμα της Πίνδου, είτε από αυτό της Voskopoja στην Αλβανία (Hoek et al, 2002; Karipi et al, 2007). Στο διάγραμμα ταξινόμησης κατά HEY (1954) προέκυψε ότι οι περισσότεροι κρύσταλλοι χλωρίτη από την περιοχή μελέτης είναι πλούσιοι σε σίδηρο και πιθανόν προέρχονται από διαγενετικής προέλευσης υλικό (διακεκομμένη γραμμή). Οι υπόλοιποι κρύσταλλοι χλωρίτη προβάλλονται, 2 στο πεδίο του πυκνοχλωρίτη, ένας στο πεδίο του ριπιδόλιθου, ένας στο πεδίο του μπρουσβιγκίτη και ένας στο πεδίο του διαβαντίτη. Επιπλέον παρατηρούμε ότι ένας κρύσταλλος πυκνοχλωρίτη προέρχεται από βασαλτικής σύστασης πετρώματα του οφιολιθικού συμπλέγματος του Κόζιακα. Για τους μοσχοβίτες, η πηγή τροφοδοσίας φαίνεται να ήταν μία περιοχή με σχετικά υψηλής μεταμόρφωσης πετρώματα, μιας και το φεγγιτικό μόριο στους αναλυθέντες μοσχοβίτες ήταν αρκετά υψηλό. Σύμφωνα με τους P.Faulp, A.Pavvlopoulos και G.Migiros (1999, 2007), η μεσοελληνική αύλακα είχε τροφοδοσία σε ιζήματα από την Σερβομακεδονική μάζα στα δυτικά. Με δεδομένο ότι και η ζώνη της Πίνδου τροφοδότησε στην συνέχεια την Ιόνιο ζώνη, συμπεραίνουμε ότι η Πελαγονική και Σερβομακεδονική μάζα θεωρούνται πιθανές πηγές τροφοδοσίας σε μοσχοβίτες για την περιοχή μελέτης. Από την προβολή των αναλυθέντων κρυστάλλων τουρμαλίνη σε διαγράμματα Fe-Al-Mg και Fe-Mg-Ca (Henry & Guidotti, 1985) προέκυψε ότι σχεδόν οι μισοί κρύσταλλοι τουρμαλίνη προέρχονται από πλούσια σε Fe3+ πετρώματα χαλαζία-τουρμαλίνη, ενώ οι υπόλοιποι από γρανιτικά πετρώματα. Τα αποτελέσματα από την ανάλυση κρυστάλλων τουρμαλίνη από την περιοχή μελέτης, συγκρίθηκαν με αποτελέσματα από κρυστάλλους τουρμαλίνη του οφιολιθικού συμπλέγματος Βάβδου στη Χαλκιδική, και διαπιστώθηκε η ομοιότητα στη σύστασή τους. Σύμφωνα με τους P.Faulp, A.Pavvlopoulos και G.Migiros (1999, 2007), η μεσοελληνική αύλακα είχε τροφοδοσία σε ιζήματα από την Σερβομακεδονική μάζα στα δυτικά. Με δεδομένο ότι και η ζώνη της Πίνδου τροφοδότησε στην συνέχεια την Ιόνιο ζώνη, συμπεραίνουμε ότι η Πελαγονική και Σερβομακεδονική μάζα θεωρούνται πιθανές πηγές τροφοδοσίας σε τουρμαλίνες για την περιοχή μελέτης. Ορισμένοι από τους κρυστάλλους επίδοτου φαίνεται να συσχετίζονται με κρυστάλλους που έχουν μελετηθεί παλαιότερα από το μεταμορφικό πέλμα του Κόζιακα (Pomonis, 2003), αν και οι παλαιορευματικές διευθύνσεις που καταγράφηκαν στην περιοχή δεν δείχνουν τροφοδοσία από τα ΝΑ όπου και βρίσκεται το πέλμα αυτό. Οι υπόλοιποι, αν λάβουμε υπόψη μας τις παλαιορευματικές διευθύνσεις που επικρατούν στην περιοχή, πιθανών να έχουν προέλθει από οφιολιθικά συμπλέγματα ανατολικά της περιοχής μελέτης, δηλαδή είτε της Πίνδου στην Ελλάδα ή της Voskopoja στην Αλβανία (Πομώνης 2003). Κοινό χαρακτηριστικό για τη μεταφορά των κρυστάλλων στην περιοχή μελέτης, είναι τα μεγάλα οριζόντια ρήγματα στην ΒΔ. Ελλάδα (πχ. Καλπακίου και Αγίας Κυριακής), τα οποία λειτούργησαν ως δίαυλοι μεταφοράς ιζημάτων. Τα ρήγματα αυτά παρουσιάζονται ως ενεργά κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης στην περιοχή μελέτης (Ανώτερο Ολιγόκαινο-Κατώτερο Μειόκαινο) σύμφωνα με τον Αβραμίδη, 1999. Η πετρογραφική ανάλυση των ψαμμιτικών πετρωμάτων της περιοχής μελέτης έδειξε ότι, κατατάσσονται σύμφωνα με το διάγραμμα Folk (1974) ως λιθικοί γραουβάκες (για δείγματα με >15% matrix), λιθαρενίτες, αστριούχοι λιθαρενίτες και υπό-λιθαρενίτες (για δείγματα με <15% matrix). Σύμφωνα με το διάγραμμα Q.F.L. κατά Dickinson et al. (1983) προβάλλονται στο πεδίο του ανακυκλωμένου ορογενούς. Προέρχονται από μία συνεισφορά μαγματικών, ιζηματογενών αλλά μεταμορφωμένων πετρωμάτων καθώς παρατηρήθηκαν στο μικροσκόπιο θραύσματα πετρωμάτων αντίστοιχης προέλευσης, καθώς και πολυκρυσταλλικοί χαλαζίες με πέντε ή περισσότερους κρυστάλλους με ευθεία ή ελαφρώς καμπυλωμένα ενδοκρυσταλλικά όρια (προέλευση από μαγματικά πετρώματα) όσο και από περισσότερους από πέντε επιμήκης κρυστάλλους με ακανόνιστα ή οδοντωτά ενδοκρυσταλλικά όρια (προέλευση από μεταμορφωμένα πετρώματα). Η πηγή τροφοδοσίας σε ιζηματογενή πετρώματα (κυρίως ασβεστόλιθους που τροφοδότησαν με ασβεστίτη τους ψαμμίτες της περιοχής οι οποίοι παρουσιάζουν ασβεστιτικής σύστασης συνδετικό υλικό) είναι περιοχές της Δυτικής Ελλάδας όπως φαίνεται και στην εικόνα 7.22. Η πηγή τροφοδοσίας σε θραύσματα μαγματικών πετρωμάτων (γρανίτες και συσσωματώματα πολυκρυσταλλικού χαλαζία) αλλά και μεταμορφωμένα ενδεχομένως να είναι η Πελαγονική ζώνη και η Σερβομακεδονική μάζα, ή/και τα οφιολιθικά συμπλέγματα της Πίνδου και της Voskopoja στην Αλβανία (Βόρεια Πίνδος) που περιλαμβάνουν ηφαιστειοιζηματογενείς σχηματισμούς του Κατώτερου-Μέσου Τριαδικού στη βάση τους (Migiros and Tselepides, 1990). Η ύπαρξη του σερπεντινίτη σε αρκετούς ψαμμίτες μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτά τα θραύσματα έχουν μία πιο βασική πηγή τροφοδοσίας ενώ οι γρανίτες μία πιο όξινη. Συνθέτοντας και αναλύοντας ιζηματολογικά, παλαιορευματικά, βιοστρωματογραφικά, πετρογραφικά και ορυκτοχημικά δεδομένα, παρατηρήθηκε πώς η εξέλιξη της λεκάνης οπισθοχώρας της Ιονίου στο ΒΔ Ιόνιο ρυθμίζεται από τους εξής παράγοντες: 1. Εσωτερική Ιόνιος επώθηση: Η λειτουργία της εσωτερικής Ιονίου επώθησης αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην εξέληση της λεκάνης στην περιοχή μελέτης, καθώς η λειτουργεία της τροφοδότησε με την σειρά της την λειτουργία της μεσαίας Ιονίου καθώς και της Ιονίου επώθησης. 2. Επώθηση της μεσαίας Ιονίου: Η λειτουργία της επώθησης της μεσαίας Ιονίου αποτελεί ένα από τους πρωταρχικούς παράγοντες που ρυθμίζει τον τύπο της λεκάνης (τουλάχιστον στα αρχικά στάδια εξέλιξης της), καθώς με την δράση της τροφοδοτεί με ιζήματα την λεκάνη που σχηματίζεται μπροστά από αυτή. 3. Επώθηση της Ιονίου: Η δράση της αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την μορφή της λεκάνης αλλά και του αναγλύφου της περιοχής καθώς με τη δράση της άλλαξε ριζικά τον τύπο της λεκάνης ιζηματογένεσης και δημιούργησε νέες πηγές τροφοδοσίας όπως φανερώνεται από τα παλαιορευματικά δεδομένα. 4. Οριζόντια ρήγματα: Τα ρήγματα του Borsh Khardhiqit, της βόρειας Κέρκυρας αλλά και μικρότερα οριζόντια ρήγματα στο εσωτερικό της λεκάνης φαίνεται να λειτουργούν ως αγωγοί ιζημάτων από τα ανάντη προς τα κατάντη, επηρεάζοντας έτσι και το ανάγλυφο της λεκάνης. Κατά το Ανώτερο έως Ανώτατο Ολιγόκαινο η περιοχή μελέτης αποτελούσε τμήμα της λεκάνης προχώρας της μεσαίας Ιονίου επώθησης, με τροφοδοσία ιζημάτων από τα ανατολικά. Η πετρογραφική ανάλυση που έγινε σε ιζήματα της περιοχής μελέτης, δείχνει ότι έχουν μία πολυποίκιλη σύσταση που οδηγεί στο συμπέρασμα πως τμήμα αυτών των ιζημάτων μεταφέρθηκε από περιοχές με πετρώματα όξινης αλλά και πιο βασικής σύστασης, ενώ πηγή τροφοδοσίας αποτέλεσαν και πετρώματα με ασβεστολιθική σύσταση. Σύμφωνα με την ορυκτοχημική ανάλυση που έγινε σε δείγματα από την περιοχή μελέτης, πηγές τροφοδοσίας μπορούν να θεωρηθούν η Πελαγονική ζώνη, η Σερβομακεδονική μάζα, τα οφιολιθικά συμπλέγματα της Πίνδου, Voskopoja καθώς και η ευρύτερη περιοχή της ΒΔ Ελλάδας. Η δράση της Ιονίου επώθησης ξεκινάει κατά το Ολιγόκαινο και διάρκησε για πάνω από 15,5 εκατομμύρια χρόνια, ενώ η ιζηματογένεση ξεκίνησε κατά το ανώτερο Ολιγόκαινο και διάρκησε για 12,43 εκατομμύρια χρόνια (Makrodimitras et al, 2010). Σε αυτήν την περίοδο η δράση της Ιονίου επώθησης δεν είναι τόσο έντονη όσο η δράση της μεσαίας Ιόνιας επώθησης. Κατά την περίοδο Ανώτατο Ολιγόκαινο έως Κατώτερο Μειόκαινο η λεκάνη συνεχίζει να χαρακτηρίζεται ως λεκάνη προχώρας της Πίνδου. Μεταβαίνοντας στο κατώτερο Μειόκαινο, η δράση της Ιονίου επώθησης γίνεται πιο έντονη, με αποτέλεσμα η λεκάνη να τροφοδοτείται με μεγαλύτερους ρυθμούς από τα δυτικά. Αποτέλεσμα αυτής της δράσης είναι να δημιουργούνται ολισθήσεις ιζημάτων στην κατωφέρεια, από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την παρουσία δύο οριζόντων ολισθοστρωμάτων στην Ερείκουσσα. Στο Κατώτερο Μειόκαινο η δράση της Ιονίου επώθησης έχει ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση τμήματος της ανώτερης κατωφέρειας (Μαθράκι). Η τροφοδοσία σε ιζήματα από τα δυτικά είναι πιο έντονη από κάθε άλλη περίοδο. Η λεκάνη μετατρέπεται σε λεκάνη οπισθοχώρας της Ιονίου επώθησης. Κατά το Μέσο έως Ανώτατο Μειόκαινο δρα η Ιόνιος επώθηση, δομώντας τη λεκάνη οπισθοχώρας σχεδόν με τη μορφή που έχει σήμερα, έως το τέλος του Μειόκαινου. Τέλος κατά το Πλειόκαινο η λεκάνη οπισθοχώρας γεμίζει με νεότερα ιζήματα πάχους έως και 2 χιλιόμετρα (Monopolis and Bruneton, 1981). Η περιοχή μελέτης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα στην κατεύθυνση της εξεύρεσης υγρών ή/και αερίων υδρογονανθράκων σε τρεις επιμέρους περιοχές, βόρεια του ρήγματος Borsh-Khardhiqit, τη λεκάνη οπισθοχώρας ανατολικά της Ιονίου επώθησης και τη λεκάνη προχώρας δυτικά της Ιονίου επώθησης. Είναι προφανές πως πριν προχωρήσουμε σε εκτέλεση γεωτρήσεων απαιτούνται πολλές και στις τρεις περιοχές σεισμικές τομές έτσι ώστε να επαληθευτούν τα μοντέλα ιζηματογένεσης και οι δομές που πιστεύεται ότι επηρεάζουν τις περιοχές αυτές. Με βάση όμως τα μέχρι τώρα υπάρχοντα στοιχεία οι τρεις πιο ενδιαφέρουσες θέσεις για τις τρεις παραπάνω περιοχές είναι: (1) βόρεια του ρήγματος Borsh-Khardhiqit κυρίως λόγω του μεγάλου πάχος των μεταλπικών ιζημάτων, (2) τη λεκάνη οπισθοχώρας της Ιονίου επώθησης με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα σημεία όπου η λεκάνη παρουσιάζει μέγιστο πάχος ιζημάτων και (3) τη λεκάνη προχώρας της Ιονίου επώθησης, όπου δίνονται δύο θέσεις η μία εκ των οποίων εστιάζει στην Απούλια πλατφόρμα και η δεύτερη στα μεταλπικά ιζήματα κοντά στην ιόνια επώθηση. / The study area (Diapondia islands - Ereikoussa, Othonoi and Mathraki) is extended in the North-Western area of Greece and is located between latitude 37ο 75΄ and 39ο 89΄ N and longitude 19ο 37΄ and 19ο 60΄ E. The aim of this thesis is the detailed study of the sedimentary rocks deposited on Diapondia Islands during the Late Oligocene to Early Miocene. Sediments consist of slope, chanel and olistostrome deposits. Study was realized by combining both field and laboratory data that included: detailed sedimentological and tectonic analysis, organic geochemical research, porosity and permeablility assesments, age determination, petrographic and mineral-chemistry research, grain-size statistics and hydraulic parameters determination. The main objectives of the thesis are the certain classification of the system, the palaiogeographic reconstruction of Diapondia Islands and the Northwestern part of the Ionian Sea region, the correlation of Diapondia Islands basin with the Durres basin in Albania where the exploration of hydrocarbons is on advanced level, and the exploration of possible generation, existence and preservation of hydrocarbons. Depositional enviroments Outcrops of deep-water sediments were selected for study on Diapondia islands. Due to scarcity of the outcrops, the studied outcrops were restricted across the three island coastlines. The lithilogical units were described in terms of colour, texture, thickness grain size and sedimentary structures. The terminology of Pickering et al. (1986) were used for the general description of sedimentary facies. Walker (1965, 1967), Hubert (1967), Nardin et al. (1979), Hamblin and Walker (1979), Lowe (1982), Aigner and Reineck (1983), Piper et al. (1985), Postma (1986), Shanmugam (2000), Stow and Johansson (2000) works were used to infer the flow types during the deposition. During the time interval (NP23-NN9) the study area was characterized by the deposition of slope. The flow types that controlled the depositional processes of slope were low-density turbidity currents. Among these deposits 2 olisthostrome horizons detected as a result of the Ionian thrust activity to the west part of the studied area. (Makrodimitras et al. 2009). According to this classification, the studied area consists of slope, channel and olistostrome deposits. Grain-size statistical and hydraulic parameters determination In order to determine the grain-size statistical and hydraulic parameters thirty-two (32) thin sections were cut perpendicular to bedding and essentially nandomly oriented relative to flow direction. Samples were selected in order to cover both the entire stratigraphic successions were point counted for grain size, using a standard grid technique with an optical microscope and a digital point counting system that automatically recorded grain lengths on a PC (Johnson, 1994). The data obtained from this study suggest that the samples consist of very-fine grained sandstones, are characterized by very poor to very good shorting, while their greater part consists of poor and fair sorting sandstones. Moreover, derived from low density turbidity currents. Age determination The age determination of the studied sedimentary rocks was based on the calcareous nannofossils biostratigraphy method as described by Perch-Nielsen (1985) and Young (1998), while the results were based on Martini (1971) bio-zones. The remarked in situ nannofossil species in the association suggest that the sedimentation in the studied area occurred during the Late Oligocene (NP23) to Early Miocene (NN8-9) time. The age of the sediments in the area under study (external part of Pindos foreland), is younger than the other parts situated eastwards, either in the middle or in the internal parts of the Pindos foreland, showing the internal thrusting activity influence on the depositional conditions. The presence of slump horizons in Erikoussa island (Late Oligocene-Early Miocene) and the highly deformed deposits in Mathraki island, overthrusting Triassic evaporites, indicate that Ionian thrust activity started in the end of Oligocene and caused deformation and slumping of the turbiditic sequences. Taking into account that Ionian thrust activity in Zakynthos Island took place during early Pliocene, the different time activities of the different parts of the Ionian thrust could be indicated. These parts are bounded by strike-slip faults and the oldest activity is manifested northwards whereas the younger is shifted southwards. The studied area, with the three islands, changed from a foreland basin that formed in response to the middle Ionian thrust activity, to a piggy back basin, as it is situated on the hangingwall of the active Ionian thrust, after Late Miocene, and when tectonic activity migrated westwards. This piggy-back basin remains unchanged nowadays, whereas the new foreland basin, the Ionian foreland, is situated in the footwall of the Ionian thrust. (Makrodimitras et. al., 2009). Palaeocurrent analysis In order to estimate the flow direction, palaeocurrent data were collected from outcrops. The paleocurrents were derived from flute marks, as they provide the best estimate of the mean flow directions. The number of measurements from each outcrop ranges from 10 to 17 and they are plotted in rose diagrams showing two main palaeocurrent directions with W and E trend. The absense of NNW trending faults inside the basin does not affect the movement of the currents, instead of the horizontal faults. Organic geochemical research Sixty-six samples (66=15+51) from Late Oligocene to Early Miocene turbidite and shelf deposits were selected from the Diapondia Islands in order to determine the quantity and quality of the organic matter in each one. For the first 15 samples, the total organic content was determined using a LECO C-230 carbon determination, while the quality of the organic matter was evaluated using a common programmed temperature pyrolysis method, Rock-Eval 6 pyrolysis by BASELINE RESOLUTION INCORPORATION (BRILABS). For the rest 51 samples, the total organic content was determined using RE2/TOC V1-4 carbon determinator by Vinci Corporation, while the quality of the organic matter was determined using a common programmed temperature pyrolysis method, Rock-Eval 2 pyrolysis by Mineral Resources Engineering Department of the Technical University of Crete, Laboratory of PVT and Core Analysis. The selected samples correspond to slope, and cover both the lateral evolution of the sedimentary units and the entire stratigraphic succession at the study area. The results obtained from the research suggest that studied samples have poor to excellent source rock potential, while the shales of the Diapondia Islands sedimentary rocks can be classified principally as secondary source rocks with potential to generate gas. Moreover, in the majority of the samples the organic matter is composed of Type III kerogen, suitable for gas production, while organic mater composed of Type II has been investigated in a few samples, that is suitable for oil production (usually to the sea). Only one sample is composed of Type IV kerogen that is not suitable for oil or gas production. This conclusion is not valid due to low accuracy of the OI measurement. This anomalously high OI value is due to the generation of inorganic carbon dioxide from coarbonate below the maximum trapping temperature of 390oC and is derived by impurities, solid solution and pyrolitic generation of organic acids. Finally, studied clays are in an other immature/post-mature oil stage. The thermal maturity study requires geochemical measurements such as spore-color index and biomarker parameters. Thus, this research work provide a first approach in the thermal maturity of the Late Oligocene-Early Miocene sediments. Mineral-chemistry research The purpose of this study is to find a more specific provenance of the Late Oligocene-Early Miocene slope deposits on Diapondia Islands, NW Greece. Ten (10) samples were collected, prepared and examined under the scanning electron microscope. Sample selection for modal analysis was realized in order to cover both the entire stratigraphic succession of the study area and the lateral evolution of the sedimentary units. Mineral-chemistry data suggest that the analyzed spinel crystals have similar constitution with those of the ophiolithic cluster of Pindos or Voskopoja in Albania. In the HEY (1954) diagram of classification, most chlorite crystals seem to be rich in iron that emanates from diagenetic origin material. The muscovite crystals have a very high feggitic molecule, which means that they come from a region with very high metamorphic rocks, such as the Pelagonic zone and the Serbomacedonian mass. The tourmalines emanate from rich Fe3+, quartz-tourmaline, and garnet rocks. The data are similar with other analyses from the ophiolithic cluster Vardos in Chalkidiki. A small number of epidote crystals seem to come from Koziaka. The crystals has been deposited to the study area via large and small horizontal faults in North-west Greece. Petrographical research The purpose of this study is to assess the provenance of the Late Oligocene-Early Miocene slope deposits on Diapondia Islands, NW Greece. Thirty-two (32) samples were collected, prepared, and examined under the polarizing microscope. Framework mineral composition (modal analysis) was quantified using a point-counting method of Gazzi-Dickinson, as described by Ingersoll et al. (1984). Sample selection for modal analysis was realized in order to cover both the entire stratigraphic succession of the study area and the lateral evolution of the sedimentary units. Microscopic investigations of selected samples of the Diapondia Islands showed that the sandstones are chiefly litharenites while a few samples cluster in the feldspathic litharenites and sub-litharenites field. The sandstones are composed composed of three compnents: framework grains, cementing materials and pores. The framework grains are mainly quartz but also contain significant amount of feldspar and rock fragments. Petrographic data suggest that metamorphic, sedimentary and plutonic igneous rocks in a recycled orogen enviroment were the most important source rocks for the studied sediments. The presence of polycrystalline quartz grains of both metamorphic and igneous origin in association with the presence of igneous, metamorphic and sedimentary clasts, within the sandstones, and the limited occurrence of volcanic fragments, suggest igneous, metamorphic and sedimentary sources with no or little contribution from magmatic sources. Porosity and permeability assessment The determination of porosity and permeability was based on the “mercury porosimetry technique” as has been described by Katz and Thomson (1986, 1987). Thirty samples were selected in order to cover both lateral evolution of the sedimentary units and the entire stratigraphic succession at the study area, while the analysis was realized at the Institute of Chemical Engineering and High Temperature Chemical Processes (ICE-HT), Patras, Greece. The data obtained by this technique suggest that nineteen (19) of the sandstone samples have from fair to good porosity and only six (6) samples have fair to good permeability. Combining both parameters, sandstones from Diapondia islands, only a few sandstone deposits could constitute remarkable reservoirs. Palaeogeographic reconstruction Field, geochemical and petrographic data realized in the study area suggest that the sedimentation in Diapondia Islands basin is characterized by fine-grained sediments with channelized sandstone intercalations. These deposits are interpreted as slope, channel and olistholite deposits accumulated in the external Pindos foreland, resulted from the segmentation of the Pindos foreland basin due to internal thrusting during Oligocene, which migrated in a westward direction (Underhill 1985; 1989, Clews 1989, Alexander et al. 1990, Avramidis 1999). According to Makrodimitras and Zelilidis (2009) the sedimentation was continuous in the studied part of the foreland basin, before the Ionian thrust activity. Due to the Ionian thrust activity the western part of the area was uplifted and the deformation of turbiditic sequence was started. Especially, in Mathraki Island the whole sedimentary sequence has strongly deformed, whereas in Erikousa Island two olistholite horizons were produced, the lower one up to 5m thick and 70m long, and the upper one, up to 10m thick and more than 100m long. Both olistolite horizons show an eastward thinning trend, and consist of thick sandstone clasts. In Mathraki Island the strongly deformed sedimentary sequence is in contact with Triassic evaporates, that came up due to Ionian thrust activity, whereas in Othoni Island Mesozoic limestones outcropped. Paleocurrent analysis shows both N-S and an E-W trend, indicating the Ionian thrust activity influence on depositional conditions. The source of the sediments according the mineral-chemistry and petrographical research, seems to be eastern. This source includes regions of Greece and Albania with ophiolite complexes (Voskopoja, Pindos and Koziakas), the plutotine of Varnounda-Kastoria, and zones of the North Greece (Pelagonian, Serbo-Macedonian zone). These regions served as the main sediment source for the studied deposits because of the minerals that were detected under the microscope. Probability of hydrocarbon fields The studied area provide an interest for further research for hydrocarbons in three regions: Northern of the Borsh-Khardhiqit fault, where the sediments are thick, to the piggy back basin where the sediments show maximum thickness, and to the foreland basin of the Ionian thrust, to the Apulian platform and to the metalpic sediments near the thrust. In order to start a drilling campaign in these three areas, more data are needed based on seismic sections to verify the structural and sedimentation models of the region.
20

Ποικιλότητα της εδαφοπανίδας του Μεγανησίου και των δορυφορικών νησίδων (Κεντρικό Ιόνιο Πέλαγος) / Diversity of pedofauna of Meganisi and its satellite islets (Central Ionian sea)

Τζωρτζακάκη, Όλγα 11 July 2013 (has links)
Η πανίδα των νησιών του Αιγαίου προσέλκυε ανέκαθεν το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης γεωλογικής ιστορίας και τοπογραφίας τους. Αντιθέτως, για την πανίδα των νησιών του Ιονίου διαθέτουμε περιορισμένα στοιχεία. Λόγω της σχετικά πρόσφατης απομόνωσής τους (ύστερο Πλειστόκαινο) από την ηπειρωτική περιοχή, δεν αναμένονται εντυπωσιακές διαφορές στη σύνθεση των ειδών τους. Ωστόσο, η διερεύνηση των προτύπων ποικιλότητας στο χώρο και το χρόνο εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η συλλογή ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων για τις κοινότητες ορισμένων ομάδων εδαφόβιων Αρθροπόδων (Κολεοπτέρων, Ισοπόδων, Χειλοπόδων και Ψευδοσκορπιών) και ποιοτικών για τις κοινότητες των Ερπετών και των Θηλαστικών στα νησιά Μεγανήσι, Κυθρός και Θηλειά του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου (GR 2220003). Κυρίως, όμως, επικεντρώνεται στη μελέτη και σύγκριση της σύνθεσης των κοινοτήτων των ισοπόδων και των κολεοπτέρων μεταξύ των διαφορετικών βιοτόπων των νησιών και των εποχών, καθώς και στην εκτίμηση της ποικιλότητας των διαφορετικών βιοτόπων και των εποχών. Για τις δειγματοληψίες επιλέχθηκαν τέσσερις σταθμοί στο Μεγανήσι και ένας σε καθένα από τα μικρά νησιά, ώστε να αντιπροσωπεύονται οι επικρατέστεροι βιότοποι (μακκία βλάστηση, τέλματα με μακκία, ελαιώνες, βοσκότοποι). Οι δειγματοληψίες διεξήχθησαν σε τρεις χρονικές περιόδους (φθινόπωρο 2010, άνοιξη και καλοκαίρι 2011). Η συλλογή του υλικού έγινε με παγίδες παρεμβολής (pitfall traps), οι οποίες παρέμεναν ενεργές συνήθως 7 -10 μέρες σε κάθε σταθμό. Για τις ομάδες με μικρό αριθμό παρατηρήσεων καταγράφηκε μόνο ο αριθμός των ειδών (χειλόποδα: 10, ερπετά: 11, θηλαστικά: 4 είδη) ή των οικογενειών (ψευδοσκορπιοί: 4 οικογένειες). Για τα ισόποδα και τα κολεόπτερα, για τα οποία υπήρχε ικανοποιητικός όγκος δεδομένων, αφού υπολογίστηκε η αφθονία (άτομα/100 παγιδοημέρες) των ειδών και των οικογενειών αντίστοιχα, πραγματοποιήθηκαν στατιστικές αναλύσεις (two-way ANOVA, εκτίμηση ποικιλότητας και ισοκατανομής, ανάλυση ομαδοποίησης) για τη διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων. Συνολικά καταγράφηκαν 9 είδη ισοπόδων, από τα οποία 7 είναι ενδημικά της Ελλάδας και 4 είδη του γένους Armadillidium ενδημικά του Ιονίου. Τα είδη Armadillidium frontemarginatum και Chaetophiloscia leucadia εμφανίζουν τη μέγιστη αφθονία, ενώ το τελευταίο αποτελεί το μόνο είδος που είναι παρόν σε όλους τους βιοτόπους. Όσον αφορά στα Κολεόπτερα, καταγράφηκαν περισσότερες από 25 οικογένειες, ωστόσο, κυριαρχούν 2 κατά βάση τρία είδη (Thorectes brullei, Carabus preslii και Oryzaephilus surinamensis). Ομοίως και για τις δύο ομάδες, οι τιμές της αφθονίας δε σημείωσαν σημαντικές μεταβολές μεταξύ των διαφορετικών βιοτόπων. Από την άλλη, εμφανίζεται ένα σαφές εποχικό πρότυπο, με τη μέγιστη αφθονία να καταγράφεται κατά την καλοκαιρινή και τη φθινοπωρινή περίοδο για τα ισόποδα και τα κολεόπτερα αντίστοιχα. Όπως αναμενόταν, η μέγιστη ποικιλότητα καταγράφηκε στους βιοτόπους με μακκία βλάστηση και για τις δύο ομάδες που μελετήθηκαν, σε αντίθεση με το διαταραγμένο βιότοπο του Κυθρού, όπου κυριαρχούν λίγα είδη με σχετικά μεγάλες αφθονίες, με συνέπεια να μειώνεται και η ποικιλότητα. Εξαίρεση αποτελεί ο σταθμός με τους ελαιώνες, όπου η κολεοπτεροπανίδα είναι πιο πλούσια και ισορροπημένη σε σχέση με την ισοποδοπανίδα. Από την άλλη, κατά την καλοκαιρινή δειγματοληψία καταγράφηκε μία σημαντική αύξηση τόσο στον αριθμό των ειδών των ισοπόδων και των οικογενειών των κολεοπτέρων όσο και στην ποικιλότητα. Η απόκλιση από το αναμενόμενο πρότυπο εμφάνισης της μέγιστης ποικιλότητας την άνοιξη οφείλεται ενδεχομένως στην παρατεταμένη διάρκεια της υγρής περιόδου και στις σχετικά χαμηλότερες θερμοκρασίες που επικρατούν στο Ιόνιο. Επιπλέον, η ανάλυση ομαδοποίησης (με το δείκτη Jaccard) για τα ισόποδα τοποθετεί τους σταθμούς με παρόμοια χαρακτηριστικά βιοτόπου σε κοντινούς κλάδους, ενώ οι σταθμοί που έχουν υποστεί έντονες ανθρωπογενείς επεμβάσεις διαφοροποιούνται περισσότερο όσο αυξάνεται ο βαθμός διατάραξης. Αντιθέτως, βάσει των κολεοπτέρων (με τους δείκτες Bray- Curtis και Jaccard) προκύπτει ένα σύμφωνο με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των νησιών πρότυπο: οι βιότοποι του Μεγανησίου σχηματίζουν ένα ενιαίο κλάδο και ο Κυθρός με τη Θηλειά ένα δεύτερο. Γενικά, οι βιοκοινότητες κυριαρχούνται από λίγα είδη, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε μικρές αφθονίες. Η εποχικότητα, οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή, ο κατακερματισμός των βιοτόπων και η ένταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων φαίνεται να αποτελούν τους κύριους παράγοντες διαμόρφωσης των χωρο-χρονικών προτύπων των ειδών στα νησιά μελέτης. / As the fauna of the Aegean archipelago has always attracted ecologists’ interest, Ionian Islands’ fauna has remained in obscurity, mainly due to their rather recent isolation from the mainland (during Late Pleistocene). Thus, compared with the mainland no surprising differences in terms of species composition are expected; however, the identification of special diversity patterns, seasonal and between different habitats as well, is considered of particular interest. The present thesis is a preliminary contribution to the study of the temporal and spatial composition and diversity of specific pedofaunal groups (terrestrial Isopoda (Oniscidea), Coleoptera, Chilopoda, Pseudoscorpiones) on Meganisi Island and on its satellite islets Kythros and Thilia, located in the Internal Ionian Archipelago, which consists a Natura 2000 site (GR 2220003). Qualitative data were also collected for reptiles and terrestrial (nonchiropteran) mammals. Four sampling sites on Meganisi and one on each islet were established, covering the main habitats of the islands (maquis shrublands, ponds with maquis, olive groves, grazing land). Arthropod assemblages were sampled using pitfall traps (20 traps at each site) during three sampling periods, i.e. autumn 2010, spring 2011 and summer 2011. Traps were left active each period between 7 and 10 days for each site. The collected material was first sorted and then determined to the family level (Coleoptera, Pseudoscorpiones) and, where possible, to the species level (Isopoda, Chilopoda). Abundance (individuals per 100 trap-days) of the most abundant taxa, i.e. Isopoda and Coleoptera, was calculated for each sampling site and each period, as well. Statistical analysis, including two-way ANOVA, diversity estimate with different diversity and evenness indices (Shannon-Wiener H’, Simpson’s D, Pielou J’, Simpson's E) and cluster analysis (based on Jaccard and Bray-Curtis indices), was performed. Due to scarce data, the conducted sampling for the other animal groups was only qualitative. As a result, eleven reptile, four terrestrial mammal, ten Chilopoda species and four Pseudoscorpion families were identified. A total of 9 isopod species were identified, revealing a relatively high endemicity ratio; 7 of them are endemic in Greece, of which four Armadillidium species are distributed only in the Ionian Islands. The dominant isopod species are Armadillidium frontemarginatum and Chaetophiloscia leucadia, the latter being a very common species for the study area and the only one found in all sampling sites. Isopod abundance values did not show any statistically 4 significant variation among the sampling sites. Nevertheless, a clear seasonal pattern was evident, with a significant increase in the abundance and species richness during summer. Concerning Coleoptera, more than 25 families were determined. The dominant coleopteran species are Thorectes brullei, a coprophagus beetle that thrives due to the presence of abundant cattle on the islands, Carabus preslii, with a notable activity peak during autumn, and Oryzaephilus surinamensis, a cosmopolitan species probably brought by humans and related with cereal cultivation. Abundance values did not differ significantly among the sampling sites; however, a significantly higher abundance value was recorded during autumn. The number of recorded taxa on Meganisi was higher than the other two islets and a decreasing trend related to the respective size of the island surface was observed. Only ten Coleopteran families, three Isopod and three Chilopod species were common findings in all three islands. As expected, diversity was found higher in maquis shrublands. On the other hand, the disturbed islet of Kythros, which was dominated by a few species with quite high abundances, showed low diversity. Consequently, comparisons between these two different cases highlight the importance of natural undisturbed habitats for biodiversity conservation. Olive grove habitats provided also interesting results, where coleopteran communities were found to be much more balanced than the isopod ones. Another notable finding of this study is the observed increase in the number of isopod species and coleopteran families and their diversity as well during summer, contrary to the commonly observed activity peak during spring. Most likely, the prevailing weather conditions in Western Greece with late spring rainfalls and relatively low temperatures seem to be responsible for this delayed activity. In addition, cluster analysis (based on Jaccard index) on isopod data grouped similar habitats in the same clades, whereas similarity decreased in the highly impacted habitats according to the disturbance level. Thus, habitat character seems to play an important role on isopod distribution. Conversely, coleopterans present a different pattern, as community similarity (based on both Bray-Curtis and Jaccard indices) showed a clear geographical pattern of distribution. Generally, it is clear that the recorded number of dominant species on the islands under study remains small, while all the others are found in small abundances. Seasonality, local climatic conditions, habitat fragmentation and intense human activities, especially during the last decades seem to affect significantly the spatial and temporal distribution of the studied arthropod fauna.

Page generated in 0.0283 seconds