• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 566
  • 557
  • 138
  • 53
  • 45
  • 44
  • 38
  • 18
  • 16
  • 16
  • 13
  • 10
  • 10
  • 8
  • 6
  • Tagged with
  • 1683
  • 881
  • 661
  • 615
  • 555
  • 189
  • 173
  • 134
  • 128
  • 124
  • 113
  • 100
  • 99
  • 87
  • 86
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
171

Pathology of hepatitis B-associated chronic liver disease and hepatocellular carcinoma in Hong Kong /

Wu, Pui-chee. January 1984 (has links)
Thesis (M.D.)--University of Hong Kong, 1984.
172

Mechanisms of the pathogenesis of cell injury and viral persistence in the woodchuck model of hepatitis B /

Hodgson, Paul Douglas, January 2002 (has links)
Thesis (Ph.D.)--Memorial University of Newfoundland, 2002. / Bibliography: leaves 221-251.
173

Low level hepatitis B virus carriers: its detection by polymerase chain reaction based assays and its clinicalsignificance

鍾厚添, Chung, Hau-tim. January 1995 (has links)
published_or_final_version / Medicine / Master / Doctor of Medicine
174

Development of anti-HBs in patients with chronic hepatitis B after liver transplantation using lamivudine prophylaxis: the possible role of adoptive immunity transfer

Fung, Tak-kwan, James., 馮德焜. January 2003 (has links)
published_or_final_version / Surgery / Master / Master of Research in Medicine
175

Chronic hepatitis C infection: diagnosis, fibrosis progression and interferon therapy

Hui, Chee-kin., 許志堅. January 2003 (has links)
published_or_final_version / abstract / toc / Medicine / Master / Doctor of Medicine
176

Πολυσταδιακή δειγματοληπτική έρευνα ιογενών ηπατίτιδων B & C πληθυσμού νομού Αχαΐας

Φούκα, Καλλιόπη Π. 27 June 2007 (has links)
Πραγματοποιήσαμε πολυσταδιακή δειγματοληπτική έρευνα, προκειμένου να μελετήσουμε τον επιπολασμό και τις οδούς μετάδοσης της ηπατίτιδας Β και C στο γενικό πληθυσμό του Νομού Αχαΐας. Για το σκοπό αυτό εξετάσαμε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1500 ατόμων χρησιμοποιώντας τρίτης γενιάς αντιδραστήρια. Δείκτες HBV μόλυνσης διαπιστώθηκαν σε 339 άτομα (22,6%) με επιπολασμό anti-HBc αντισωμάτων 21,6% (95%CI:19,5-23,8) και HBsAg αντιγόνου 2,1% (95%CI:1,5-3). Anti-HCV θετικά αντισώματα διαπιστώθηκαν σε 8 άτομα με ELISA-3 (0,5%, 95%CI:0,2-1,1), από τα οποία 5 (62,5%) επιβεβαιώθηκαν με LIA-3 και 3 (37,5%) είχαν PCR θετική. Συλλοίμωξη ή παρελθούσα μόλυνση και από τους δύο ιούς ανιχνεύτηκε σε 5 άτομα (0,3%). Από τη στατιστική σύγκριση που έγινε διαπιστώθηκε αυξημένη HBV μόλυνση σε στατιστικά σημαντικό βαθμό στους άνδρες, στους πλέον ηλικιωμένους, στους εγγάμους/διαζευγμένους/χήρους, σε άτομα χαμηλότερου επιπέδου μόρφωσης, με >2 παιδιά, με συγκατοίκηση <2 άτομα καθώς και στις ορεινές και αγροτικές περιοχές έναντι των αστικών και πεδινών. Επίσης, το θετικό περιβάλλον, η κατάχρηση αλκοόλ, η ύπαρξη σεξουαλικών σχέσεων και η μη χρήση προφυλακτικού τόσο με τον περιστασιακό όσο και με το μόνιμο σύντροφο ήταν παράγοντες κινδύνου της μόλυνσης από ιό Β. Αντίθετα, δε βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά HBV μόλυνσης σε σχέση με τις μεταγγίσεις και τη νοσηλεία >1d. Από την άποψη της επαγγελματικής κατανομής της Β μόλυνσης, ιδιαίτερα επιβαρημένη ήταν η αγροτική και η εργατική τάξη. Πάντως, από την πολυπαραγοντική ανάλυση που ακολούθησε μόνο το άρρεν φύλο (ΣΚ 4,1, 95%CI:2,4-7,1), η αυξημένη ηλικία (≥30 ετών ΣΚ 9, 95%CI:4,2-19,4) και το θετικό περιβάλλον (ΣΚ 1,3, 95%CI:0,9-1,8) είχαν ανεξάρτητη σχέση με την HBV μόλυνση. Η γενετήσια και η ενδοοικογενειακή οδός αποτελούσαν τους συχνότερους τρόπους διασποράς του ιού Β, ενώ η παρεντερική οδός ήταν η κυρίαρχη στην μετάδοση του ιού C. Χρόνια ηπατίτιδα Β διαπιστώθηκε στο 9,5% των HBsAg θετικών που ελέγχτηκαν στο Τμήμα Λοιμώξεων (σε κανέναν δεν ανιχνεύτηκε HBV-DNA ιαιμία), ενώ το 60% των επιβεβαιωμένων anti-HCV θετικών έπασχε από χρόνια ηπατίτιδα C. Εμβολιασμό έναντι της ηπατίτιδας Β δήλωσαν 183 άτομα (12,2%), στο 85,8% μαθητές και H.C.W, και anti-HBs>10mIU/ml ανιχνεύτηκαν στο 83,6%. Τέσσερα άτομα (2,2% των εμβολιασθέντων) παρουσίασαν και δείκτες παρελθούσας HBV μόλυνσης. Η «αποτυχία» του εμβολίου υπολογίστηκε στο 7,5%. Οι άνδρες, παρά τον τετραπλό κίνδυνο μόλυνσης, εμβολιάζονταν σε μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τις γυναίκες, ενώ δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική διαφορά εμβολιασμού μεταξύ αυτών που είχαν θετικό και αρνητικό περιβάλλον. Συμπερασματικά, ο Νομός Αχαΐας κατατάσσεται στις ενδιάμεσης ενδημικότητας περιοχές όσον αφορά στην ηπατίτιδα Β και στις χαμηλής ενδημικότητας όσον αφορά στην ηπατίτιδα C. Οι κύριοι οδοί μετάδοσης είναι η γενετήσια και η ενδοοικογενειακή για τον ιό Β και η παρεντερική για τον ιό C. Παρά την πολύ μικρή συχνότητα στο γενικό πληθυσμό και λόγω του υψηλού ποσοστού μετάπτωσης σε χρονιότητα, η ηπατίτιδα C παίζει όχι μόνο εξίσου σημαντικό αλλά ίσως και πρωταγωνιστικό ρόλο στη νοσηρότητα από χρόνια ιογενή ηπατοπάθεια στην περιοχή μας. Ειδικά για την ηπατίτιδα Β, η υιοθέτηση του μαζικού εμβολιασμού θα αλλάξει το επιδημιολογικό τοπίο, αλλά χρειάζεται παράλληλα πιο ικανοποιητική κάλυψη των ομάδων υψηλού κινδύνου. / A community-based survey was conducted using the multistage random sampling method, in order to determine the prevalence and routes of transmission of hepatitis B and C in the general population of Achaia region in the Southwestern Greece. For this purpose we examined a representative sample of 1500 individuals using third generation assays. HBV infection markers were detected in 339 subjects (22,6%) with anti-HBc prevalence 21,6% (95%CI:19,5-23,8) and HBsAg prevalence 2,1% (95%CI:1,5-3). Anti-HCV antibodies were detected in 8 subjects with ELISA-3 (0,5%, 95%CI:0,2-1,1), 5 of which (62,5%) were confirmed with LIA-3 and 3 (37,5%) were HCV-RNA positive. Dual or past infection with both viruses was detected in 5 subjects (0,3%). Male sex, older age, married/divorced/widowed family status, lower level of education, more than two children, cohabitation with less than two persons, positive environment, alcohol abuse, sex, absence of condom prophylaxis during sexual intercourse with single or multiple partners were all risk factors for HBV infection (statistically significant). On the contrary, there was not significant difference between HBV-negative and HBVinfected individuals when transfusions or hospitalization >1d were concerned. Workers and people in the agricultural sector were particularly affected. Nevertheless, multivariate statistical analysis revealed that male sex (RR 4,1, 95%CI:2,4-7,1), older age (≥30y RR 9, 95%CI:4,2-19,4) and positive environment (RR 1,3, 95%CI:0,9-1,8) were the only independently associated with HBV infection risk factors. Sexual and intrafamiliar exposure were the commonest ways for HBV transmission, while percutaneous exposure was the main route for HCV transmission. Chronic hepatitis B was diagnosed in 9,5% of HBsAg carriers who were examined by the physicians of the Department of Infectious Diseases (nobody was HBV-DNA positive), while 60% of those with confirmed anti-HCV antibodies had chronic hepatitis C. 183 subjects declared B immunization (12,2%), mostly pupils and health care workers (85,8%), and anti-HBs>10mIU/ml were detected in 83,6% of them. Four (2,2%) had, also, positive markers of past HBV infection. Vaccination failure was estimated at 7,5%. Men, despite their fourfold risk of infection, were immunized at a lower rate than women, while there was not significant difference in immunization rate between those with positive and negative environment. In conclusion, Achaia region can be classified as an intermediate HBV and a low HCV endemicity area. The main routes of HBV and HCV transmission are the sexual/intrafamiliar and percutaneous respectively. Despite the very low prevalence of hepatitis C and due to its higher range of chronicity, the number of chronically HBV and HCV infected in the general population seem to be comparable and, even, hepatitis C can play a leading role in chronic viral liver disease in our region. As far as hepatitis B is concerned, the adoption of mass immunization programmes will alter the epidemiological landscape and this should be especially encouraged in persons belonging to high risk groups.
177

Designed zinc finger proteins as novel therapeutics inhibiting the transcription of hepatitis B and duck hepatitis B viruses

Zimmerman, Kimberley Anne Unknown Date
No description available.
178

The application of DNA hybridisation methods to a determination of the association of hepatitis B virus with cirrhosis and hepatoma.

Nair, Shamila. January 1987 (has links)
Autopsy liver material from patients having died of chronic liver disease, cirrhosis, hepatocellular carcinoma (HCC) and causes unrelated to liver diseases was examined by dot blot hybridisation for the presence of HBV DNA. The results indicate that of the patients with chronic liver disease 6/9 were positive for HBV DNA in the liver tissue; of the patients with HCC 3/4 were positive for HBV DNA; of the patients with cirrhosis 4/4 showed the presence of HBV DNA in the liver. Thus by this technique 13/17 (76%) of these patients, all of whom were HBsAg positive, were shown to have HBV DNA present in liver tissue. However, autopsy liver samples were found to be unsuitable for Southern blot hybridisation. Biopsy liver/tumour tissue was examined for the presence of integrated or non-integrated HBV DNA by Southern blot analysis using the enzymes Eco R1 and Hind 111. 5/5 patients who were both HBsAg and HBeAg positive had extrachromosomal HBV DNA and 2/5 also showed the presence of integrated HBV DNA. 3/4 patients who were HBsAg positive and HBeAg negative had extrachromosomal HBV DNA and all three also had integrated HBV DNA. One control patient was negative for both markers and also for Southern blot hybridisation with the HBV DNA probe. These results support the hypothesis that HBV is a factor in the development of HCC, and indicate that the dot blot hybridisation method would be suitable for routine evaluation of patients with chronic liver disease or cirrhosis. / Thesis (M. Med.)-University of Natal, Durban, 1987.
179

Langzeiteffektivität der Therapie mit Lamivudin bei Patienten mit chronischer Hepatitis-B-Virus-Infektion – Prädiktion des Langzeitansprechens und Spektrum der Resistenzentwicklung

Brodzinski, Annika 04 May 2015 (has links) (PDF)
Lamivudin war der erste Inhibitor der Hepatitis-B-Virus(HBV)-Polymerase, der für die Therapie der chronischen HBV-Infektion in Deutschland zugelassen wurde und seitdem zu einer signifikanten Senkung der HBV-assoziierten Letalität beigetragen hat. Aufgrund des hohen Resistenzrisikos unter Lamivudin wird der Einsatz der Substanz jedoch in den aktuellen HBV-Leitlinien nicht mehr empfohlen. Stattdessen sollen hochpotente Nukleos(t)id-Analoga wie Entecavir oder Tenofovir angewendet werden, die jedoch gerade in den ärmeren Endemiegebieten nur selten verfügbar sind. Zudem gibt es auch in den westlichen Industrieländern Patienten, die seit Jahren resistenzfrei mit Lamivudin behandelt wurden. Ob diese von einer prophylaktischen Therapieumstellung profitieren, ist bislang unklar. Ziel dieser Studie war es, die Langzeiteffektivität der Lamivudin-Therapie sowie die Häufigkeit und die prädiktiven Faktoren der Lamivudin-Resistenz zu ermitteln. In einer retrospektiven Untersuchung wurden hierzu die Verläufe von 147 HBeAg-positiven und 80 HBeAg-negativen Patienten aus 3 hepatologischen Zentren in Deutschland analysiert. Zur Sicherung der Lamivudin-Resistenz erfolgte eine genetische Resistenztestung. Zusätzlich wurde der klinische Nutzen einer hoch-sensitiven Real-Time-PCR zur Bestimmung der HBV-DNA evaluiert. Im Langzeitverlauf zeigte sich bei einer bestimmten Subgruppe von Patienten ein gutes virologisches, serologisches und biochemisches Ansprechen. Die vorliegende Studie bestätigte jedoch auch das hohe Resistenzrisiko unter einer Langzeittherapie mit Lamivudin, welches nach 7 Jahren 55% erreichte. Maßgeblicher prädiktiver Faktor für eine spätere Resistenzentwicklung war das virologische Ansprechen im Therapieverlauf. Entgegen den Ergebnissen früherer Studien stellte die Höhe der HBV-DNA zum Zeitpunkt des Therapiebeginns keinen prädiktiven Faktor der Resistenzentwicklung dar, sondern beeinflusste die Wahrscheinlichkeit des virologischen Ansprechens. Der Einsatz hoch-sensitiver Verfahren zur Bestimmung der HBV-DNA zur Therapiekontrolle oder Prädiktion der Lamivudin-Resistenz ist unseren Beobachtungen nach nicht erforderlich. Bei HBeAg-positiven Patienten hatte zudem ein HBeAg-Verlust einen günstigen Einfluss auf die Resistenzwahrscheinlichkeit. Auffällig war außerdem, dass HBeAg-positive Patienten nach einem virologischen Ansprechen nur noch ein sehr geringes Resistenzrisiko aufwiesen, während bei HBeAg-negativen Patienten trotz eines virologischen Ansprechens im gesamten Therapiezeitraum neue Fälle von Lamivudin-Resistenz beobachtet wurden. Auch durch die Kombination verschiedener Merkmale, die die Resistenzwahrscheinlichkeit nachweislich beeinflussten, konnte letztlich keine Subgruppe identifiziert werden, die im Verlauf resistenzfrei blieb oder nur ein sehr geringes Resistenzrisiko aufwies. Zusätzlich wurden diverse weitere Wirts-, virale und therapieassoziierte Charakteristika untersucht, die jedoch keinen prädiktiven Wert in Hinblick auf eine Resistenzentwicklung aufwiesen. Insbesondere natürlich vorkommende HBV-Mutationen, die mit einer Lamivudin-Resistenz assoziiert sind, wurden bei 9% der unvorbehandelten Patienten nachgewiesen, ohne dass dieser Befund einen signifikanten Einfluss auf das virologische Ansprechen oder die Resistenzwahrscheinlichkeit zeigte. Zusammenfassend ist festzustellen, dass wir in unserer Studie Parameter definieren konnten, die mit einem Langzeitansprechen assoziiert sind und damit die Grundlage einer individualisierten Therapie darstellen könnten. Die Ergebnisse sind vor allem für Länder mit eingeschränkten Therapiemöglichkeiten von Relevanz. Sofern höher potentere Nukleos(t)idanaloga zur Verfügung stehen, sollte in Anbetracht des hohen Resistenzrisikos allerdings von einer Therapie mit Lamivudin abgesehen werden. Liegt bereits eine langjährige Lamivudin-Therapie ohne Zeichen einer Resistenzentwicklung vor, so erscheint die Fortsetzung jedoch gerechtfertigt. Dennoch sind regelmäßige Kontrollen erforderlich, da Lamivudin-Resistenzen auch nach mehr als 10 Jahren auftreten können.
180

Development of vaccines and experimental models for chronic infections caused by the hepatitis C virus /

Frelin, Lars, January 2004 (has links)
Diss. (sammanfattning) Stockholm : Karol. inst., 2004. / Härtill 4 uppsatser.

Page generated in 0.3979 seconds