• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Προσδιορισμός επιπέδων γκρελίνης και BNP ορού, σημασία της διαχρονικής μεταβολής τους και πιθανός προγνωστικός ρόλος τους σε ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια

Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος 11 February 2008 (has links)
Η γκρελίνη είναι ένα ακυλιωμένο πεπτίδιο που κατά κύριο λόγο παράγεται από το στόμαχο και αποτελεί το φυσικό μόριο-αγωνιστή του μέχρι πρόσφατα ορφανού υποδοχέα GHSR-1a (growth hormone secretagogue receptor type 1a).Η γκρελίνη διαθέτει ισχυρή ικανότητα απελευθέρωσης της αυξητικής ορμόνης καθώς επίσης ασκεί πολλαπλές δράσεις στο ΚΝΣ και σε άλλους ιστούς και όργανα που προκαλούν διέγερση της όρεξης, ρύθμιση του ενεργειακού ισοζυγίου, επίδραση στο γαστρεντερικό σύστημα και στην παγκρεατική λειτουργία.Επιπρόσ- θετα διαμεσολαβεί καρδιαγγειακές δράσεις όπως μείωση των περιφερικών αντιστάσεων, αύξηση της καρδιακής παροχής σε υγιή άτομα και σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια,εξα- σθένηση της καρδιακής καχεξίας, αντιαποπτωτική δράση στην καρδιακή ανεπάρκεια και αντιφλεγμονώδη δράση στο σχηματισμό της αθηρωματικής πλάκας. Η παρούσα εργασία,προσδιορίζοντας τα επίπεδα της γκρελίνης σε ασθενείς με οξεία πρωτοεμφανιζόμενη ή απορρύθμιση χρόνιας συστολικής καρδιακής ανεπάρκειας και μετά την συσχέτισή τους με διάφορες κλινικές,αιμοδυναμικές και υπερηχογραφικές παραμέτρους σε μια περίοδο παρακολούθησης 6 μηνών-1 έτους και την εφαρμογή βέλτιστης εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής ,κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρατηρούμενη διαχρονική αύξηση των επιπέδων της γκρελίνης σε συνδυασμό με την βελτίωση των ανωτέρω παραμέτρων προτείνει στην γκρελίνη ρόλο αιτίου ή αποτελέσματος στην πορεία βελτίωσης της καρδιακής ανεπάρκειας. / Ghrelin is an acylated peptide that mainly is produced from the stomach and constitutes the natural molecule-ligand of until recently orphan receptor GHSR-1a(growth hormone secretagogue receptor type 1a).Ghrelin allocates powerful ability of release of the growth hormone and also practices multiple actions in the CNS and in other tissues and organs that cause excitation of apetite, regulation of energy balance, effect in the gastrointestinal system and in function of pancreas.In addition, ghrelin mediates cardiovascular actions as reductions of systemic resistances, increase of cardiac output in healthy individuals and in patients with heart failure, attenuation of cardiac cachexia, inhibition of the apoptosis of myocardial cells in the heart failure and anti-inflammatory action in the progression of atherosclerosis. The present work, determining the levels of ghrelin in patients with acute de novo or decompensation of chronis systolic heart failure and afterwards their cross-correlation with various clinics, haemodynamic, and other parameters of the cardiac ultrasound in a period of follow-up of 6 months-1 year and the application of most optimal individualized pharmaceutical treatment, led to conclusion that the observed diachronic increase of levels of ghrelin in combination with the improvement of above parameters proposes in ghrelin role of reason or result in the course of improvement of heart failure.
2

Ο ρόλος της εξωκυττάριας ουσίας στην παθογένεια της καρδιακής ανεπάρκειας

Γκίζας, Σπυρίδων 24 October 2007 (has links)
Ο ρόλος της εξωκυττάριας ουσίας στην καρδιακή ανεπάρκεια. / The functional role of extracellular matrix in heart failure.
3

Οι μεταβολές των επιπέδων ενδοθηλίνης κατά τη διενέργεια διαδερμικών επεμβάσεων στην καρδιολογία

Νταβλούρος, Περικλής Α. 27 June 2007 (has links)
Εισαγωγή: Τα επίπεδα της ενδοθηλίνης-1 (ΕΤ-1) στο περιφερικό πλάσμα αυξάνονται μετά από αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών με μπαλόνι (PTCA) λόγω μηχανικής βλάβης του ενδοθηλίου των στεφανιαίων αρτηριών κατά την επέμβαση. Η ΕΤ-1 έχει ανεβρεθεί σε ανθρώπινα ενδοκαρδιακά και μυοκαρδιακά κύτταρα. Δεν είναι γνωστό αν η ΕΤ-1 αυξάνεται μετά από θερμική βλάβη του μυοκαρδίου κατά τη διενέργεια κατάλυσης αρρυθμιών με ρεύμα ραδιοσυχνότητας. Μέθοδοι: Προσδιορίσαμε τα επίπεδα ΕΤ-1 στο περιφερικό πλάσμα πριν την εκτέλεση, αμέσως μετά και στις 2 και 6 ώρες μετά από PTCA (31 ασθενείς), και κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας (16 ασθενείς). Δεκαπέντε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε διαγνωστικό καθετηριασμό και 13 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε διαγνωστική ηλεκτροφυσιολογική μελέτη χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα ΕΤ-1 στο περιφερικό πλάσμα αυξήθηκαν σημαντικά αμέσως μετά την PTCA σε σχέση με τα επίπεδα πριν την επέμβαση (55.1±20.1 vs. 42.7±14.9 pg/ml, p<0.01) και στις 2 ώρες μετά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας σε σχέση με εκείνα πριν την επέμβαση (98.0±11.7 vs. 53.0±17.4 pg/ml, p<0.01). Στις 2 ώρες μετά την PTCA και στις 6 ώρες μετά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας τα επίπεδα ΕΤ-1 πλάσματος δεν διέφεραν στατιστικά από τα επίπεδα πριν την επέμβαση. Στις ομάδες ελέγχου (στεφανιογραφία και ηλεκτροφυσιολογική μελέτη) δεν παρατηρήθηκε αύξηση της ΕΤ-1. Η καμπύλη κινητικής της ΕΤ-1 κατέδειξε πολύ υψηλότερες τιμές ΕΤ-1 στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας σε σχέση με αυτούς που υποβλήθηκαν σε PTCA (p<0.001). Τα επίπεδα ΕΤ-1 αμέσως μετά την PTCA συσχετίζονταν με το ολικό γινόμενο πίεσης-χρόνου διαστολής του μπαλονιού κατά την αγγειοπλαστική (r=0.56, p<0.01). Δεν υπήρχε συσχέτιση των επιπέδων ΕΤ-1 και του αριθμού των βλαβών που προκλήθηκαν κατά τη διενέργεια κατάλυσης με ρεύμα ραδιοσυχνότητας. Κανένας ασθενής στην ομάδα της PTCA δεν εμφάνισε οξεία ισχαιμία ή άλλη σοβαρή επιπλοκή μετά την επέμβαση. Κανένας ασθενής στην ομάδα της κατάλυσης με ρεύμα ραδιοσυχνότητας δεν εμφάνισε αρρυθμία ή άλλες ανεπιθύμητες επιπλοκές μετά την επέμβαση. Συμπεράσματα: Εκτός από τη μηχανική πίεση του ενδοθηλίου κατά τη διενέργεια PTCA, η βλάβη του ενδομυοκαρδίου από τη θερμική ενέργεια που χρησιμοποιείται κατά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας αντιπροσωπεύει άλλον έναν μηχανισμό αύξησης της ενδογενούς παραγωγής ενδοθηλίνης. Η πιθανή προέλευση αυτής της ΕΤ-1 είναι τα κύτταρα του ενδοκαρδίου ή/και μυοκαρδίου. Η αύξηση της ΕΤ-1 μετά την κατάλυση με ρεύμα ραδιοσυχνότητας είναι μεγαλύτερη και πιο καθυστερημένη σε σχέση με την αύξηση της ΕΤ-1 που παρατηρείται μετά PTCA. Παρόλαυτά δεν συνοδεύεται από ανεπιθύμητες κλινικές δράσεις στην άμεση περίοδο μετά την επέμβαση. / Background: Plasma levels of Endothelin-1 (ET-1) increase after coronary angioplasty (PTCA) due to endothelial injury during the procedure. ET-1 has been found in human endocardial and myocardial cells. It is not known whether ET-1 increases after thermal injury induced by radiofrequency ablation (RFA) lesions. Methods: We determined peripheral vein plasma ET-1 levels at baseline, immediately after, and at 2 and 6 hours post-procedure in 31 patients undergoing PTCA and 16 patients undergoing RFA. Patients subjected to diagnostic coronary angiography (n=15) and electrophysiologic study (n=13) served as controls. Results: ET-1 levels increased significantly from baseline immediately post-PTCA (55.1±20.1 vs. 42.7±14.9 pg/ml, p<0.01) and at 2 hours post-RFA (98.0±11.7 vs. 53.0±17.4 pg/ml, p<0.01) and returned to baseline at 2 hours post-PTCA and 6 hours post-RFA. There was no change in the control groups. ET-1 kinetics curve was significantly higher post-RFA compared to post-PTCA (p<0.001). ET-1 immediately post-PTCA correlated with total pressure-time product applied during the procedure (r=0.56, p<0.01). There was no correlation of ET-1 levels and the number of RFA applications. No patient developed ischemia post-PTCA. There were no complications or arrhythmia recurrence post-RFA. Conclusions: Endocardial thermal injury during RFA is another mechanism of endothelin increase apart from mechanical injury of the coronary endothelium during PTCA and represents further evidence for the existence of the peptide in the human endomyocardial cells. ET-1 increase is delayed and more pronounced post-RFA compared to post-PTCA. Despite that, it does not seem to have any clinical impact in the immediate post-RFA period.
4

Θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια : Κλινικές, ηλεκτροφυσιολογικές, και νευροορμονικές παράμετροι, και νεώτεροι ηχοκαρδιογραφικοί δείκτες

Καλογερόπουλος, Ανδρέας 27 May 2014 (has links)
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρατήρησης καθώς και τυχαιοποιημένων ελεγχομένων κλινικών δοκιμών έχει πλέον τεκμηριώσει την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα, καθώς και τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού (ΘΚΕ) σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια, επηρεασμένη συσταλτικότητα της αριστεράς κοιλίας (ΑΚ) και ευρύ σύμπλεγμα QRS. Οι περισσότερες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με ΘΚΕ αναφέρουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας αυτής σε περίοδο 3 έως 12 μηνών. Αντίθετα, τα δεδομένα σχετικά με την μακροπρόθεσμη έκβαση, ειδικά των ασθενών με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια (λειτουργική κλάση III και IV), είναι περιορισμένα και όχι εντελώς σαφή. Σε αντίθεση με τον πλούτο των δεδομένων που αφορούν την αποτελεσματικότητα της ΘΚΕ όμως, και τα οποία έχουν προέλθει από πολλαπλές κλινικές δοκιμές, οι αναφορές σχετικά με την απόδοση της ΘΚΕ στην κλινική πράξη (εκτός δηλαδή ερευνητικών πρωτοκόλλων) είναι σχετικά περιορισμένες και οι μελέτες μακροχρόνιας παρακολούθησης είναι ακόμα λιγότερες. Οι μελέτες που έχουν ασχοληθεί ειδικά με την ηχοκαρδιογραφική ανταπόκριση μετά από ΘΚΕ είναι ως επί το πλείστον μέρος μιας μεγαλύτερης κλινικής δοκιμής. Τόσο σε μελέτες στα πλαίσια κλινικών δοκιμών όσο και σε μελέτες παρατήρησης όμως, οι έρευνες έχουν επικεντρώσει κυρίως σε περιόδους παρακολούθησης 3 έως 6 μηνών, ενώ λίγα μόνο δεδομένα υπάρχουν πέραν των 12 μηνών. Η αντίστροφη αναδιαμόρφωση της ΑΚ, κυρίως κατά την άμεση περίοδο μετά την εμφύτευση, φαίνεται να είναι και ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης επιβίωσης των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια που λαμβάνουν ΘΚΕ. Ωστόσο, καθώς η ΑΚ συνεχίζει να αναδιαμορφώνεται και μετά την εμφύτευση, είναι ασαφές κατά πόσον η βραχυπρόθεσμη ευνοϊκή ανταπόκριση που παρατηρείται στο 60% -70% των ασθενών διατηρείται μακροπρόθεσμα. Η ηχοκαρδιογραφία παραμόρφωσης έχει χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή δεικτών καρδιακού δυσυγχρονισμού και την εκτίμηση της λειτουργίας της ΑΚ πριν την εμφύτευση συσκευής ΘΚΕ (αμφικοιλιακού βηματοδότη με ή χωρίς δυνατότητα απινιδωτή). Η ανταπό-κριση των δεικτών παραμόρφωσης της ΑΚ μπορεί να έχει σημαντικές προγνωστικές επιπτώσεις για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε ΘΚΕ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι δείκτες παραμόρφωσης πρόσφατα εδείχθησαν να έχουν ισχυρότερη συσχέτιση με την πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια σε σχέση με το κλάσμα εξώθησης ή άλλους κλασσικούς δείκτες της λειτουργικής κατάστασης της ΑΚ. Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστα ηχοκαρδιογραφικά δεδομένα υπάρχουν σχετικά με την ανταπόκριση των δεικτών παραμόρφωσης μετά από θεραπεία επανασυγχρονισμού, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία πέραν των 6 μηνών. Σε αυτή τη μελέτη, εκτιμήσαμε τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ, όπως αυτή καταγράφεται ηχο¬καρδιο¬γραφικά μετά από τουλάχιστον 12 μήνες παρακολούθησης, μετά από εμφύτευση συσκευής καρδιακού επανασυγχρονισμού με δυνατότητες απινιδωτή (CRT-D). Ο πρωτογενής μας στόχος ήταν να καταγράψουμε συστηματικά, χρησιμοποιώντας συμβατικούς αλλά και νεώτερους ηχοκαρδιογραφικούς δείκτες (απεικόνιση παρα-μόρφωσης), τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ μετά από εμφύτευση συσκευής ΘΚΕ με δυνατότητες απινιδωτή (CRT device with defibrillator capacity, CRT-D) σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια οι οποίοι λαμβάνουν βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή. Οι δευτερογενείς μας στόχοι ήταν (α) να καταγράψουμε τη μακροπρόθεσμη (>12 μήνες) ανταπόκριση του δυσσυγχρονισμού της ΑΚ, όπως αυτή καταγράφεται με ηχοκαρδιογραφική απεικόνιση παραμόρφωσης (β) να συσχετίσουμε τους δείκτες δυσσυγχρονισμού της ΑΚ πριν από την εμφύτευση με τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ, και (γ) να συσχετίσουμε τους συμβατικούς και νεώτερους ηχοκαρδιογραφικούς δείκτες λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας πριν από την εμφύτευση με τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ. / Several observational studies and randomized controlled trials (RCTs) have demonstrated the safety, efficacy, and long-term effects of cardiac resynchronization therapy (CRT) in patients with advanced heart failure, reduced left ventricular systolic function, and wide QRS complex. Most clinical trials with CRT report efficacy within a 3-to-12 month time frame. However, data on long-term effects, especially for advanced heart failure patients with NYHA class III-IV, are limited and unclear. In contrast to the wealth of data on efficacy of CRT, reports on effectiveness of CRT in clinical practice (i.e. outside the context of RCTs) are limited and data on long-term effectiveness are scarce. Studies dealing with echocardio-graphic responses come largely from sub-studies of larger RCTs. However, both these sub-studies as well as observational studies have focused on short-term echocardiographic responses, whereas very limited data exist beyond 12 months. Reverse remodeling of the left ventricle in response to CRT in the immediate post-implant period is the strongest predictor of long-term prognosis in these patients. However, as the left ventricle continues to remodel long after CRT device implantation, it is unclear whether the initial favorable response observed in 60% to 70% of CRT recipients is maintained long term. Deformation echocardiography has been used to derive ventricular dyssynchrony indices and assess left ventricular function prior to CRT device implantation (biventricular pacemaker with or without defibrillator capacity). The response of myocardial deformation indices of the left ventricle may have important prognostic implications for CRT recipients, considering that deformation parameters have been shown to have a stronger association with prognosis compared with ejection fraction or other conventional indices of left ventricular function. Nevertheless, limited echocardiographic data exist on the response of myocardial deformation indices to CRT, whereas no data exist beyond 6 months post CRT. In this study, we have evaluated the long-term echocardiographic response of left ventricle to CRT after a minimum of 12 months of follow up after implantation of a CRT device with defibrillator capacity (CRT-D). Our primary aim was to systematically record, using both conventional and novel echocardiographic indices (myocardial deformation), the long-term (12 months or longer) response of the left ventricle after CRT-D device implantation in patients with advanced heart failure receiving optimal medical therapy. Our secondary aims were to (a) record the long-term response of left ventricular dyssynchrony assessed with myocardial deformation indices in these patients; (b) correlate left ventricular dyssynchrony indices before CRT-D device implantation with long-term response of the left ventricle, and (c) correlate both conventional and novel left ventricular function indices before implantation with long-term response of the left ventricle after CRT-D device implantation.

Page generated in 0.0324 seconds