• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 7
  • 1
  • Tagged with
  • 8
  • 5
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια : Κλινικές, ηλεκτροφυσιολογικές, και νευροορμονικές παράμετροι, και νεώτεροι ηχοκαρδιογραφικοί δείκτες

Καλογερόπουλος, Ανδρέας 27 May 2014 (has links)
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρατήρησης καθώς και τυχαιοποιημένων ελεγχομένων κλινικών δοκιμών έχει πλέον τεκμηριώσει την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα, καθώς και τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού (ΘΚΕ) σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια, επηρεασμένη συσταλτικότητα της αριστεράς κοιλίας (ΑΚ) και ευρύ σύμπλεγμα QRS. Οι περισσότερες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με ΘΚΕ αναφέρουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας αυτής σε περίοδο 3 έως 12 μηνών. Αντίθετα, τα δεδομένα σχετικά με την μακροπρόθεσμη έκβαση, ειδικά των ασθενών με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια (λειτουργική κλάση III και IV), είναι περιορισμένα και όχι εντελώς σαφή. Σε αντίθεση με τον πλούτο των δεδομένων που αφορούν την αποτελεσματικότητα της ΘΚΕ όμως, και τα οποία έχουν προέλθει από πολλαπλές κλινικές δοκιμές, οι αναφορές σχετικά με την απόδοση της ΘΚΕ στην κλινική πράξη (εκτός δηλαδή ερευνητικών πρωτοκόλλων) είναι σχετικά περιορισμένες και οι μελέτες μακροχρόνιας παρακολούθησης είναι ακόμα λιγότερες. Οι μελέτες που έχουν ασχοληθεί ειδικά με την ηχοκαρδιογραφική ανταπόκριση μετά από ΘΚΕ είναι ως επί το πλείστον μέρος μιας μεγαλύτερης κλινικής δοκιμής. Τόσο σε μελέτες στα πλαίσια κλινικών δοκιμών όσο και σε μελέτες παρατήρησης όμως, οι έρευνες έχουν επικεντρώσει κυρίως σε περιόδους παρακολούθησης 3 έως 6 μηνών, ενώ λίγα μόνο δεδομένα υπάρχουν πέραν των 12 μηνών. Η αντίστροφη αναδιαμόρφωση της ΑΚ, κυρίως κατά την άμεση περίοδο μετά την εμφύτευση, φαίνεται να είναι και ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης επιβίωσης των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια που λαμβάνουν ΘΚΕ. Ωστόσο, καθώς η ΑΚ συνεχίζει να αναδιαμορφώνεται και μετά την εμφύτευση, είναι ασαφές κατά πόσον η βραχυπρόθεσμη ευνοϊκή ανταπόκριση που παρατηρείται στο 60% -70% των ασθενών διατηρείται μακροπρόθεσμα. Η ηχοκαρδιογραφία παραμόρφωσης έχει χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή δεικτών καρδιακού δυσυγχρονισμού και την εκτίμηση της λειτουργίας της ΑΚ πριν την εμφύτευση συσκευής ΘΚΕ (αμφικοιλιακού βηματοδότη με ή χωρίς δυνατότητα απινιδωτή). Η ανταπό-κριση των δεικτών παραμόρφωσης της ΑΚ μπορεί να έχει σημαντικές προγνωστικές επιπτώσεις για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε ΘΚΕ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι δείκτες παραμόρφωσης πρόσφατα εδείχθησαν να έχουν ισχυρότερη συσχέτιση με την πρόγνωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια σε σχέση με το κλάσμα εξώθησης ή άλλους κλασσικούς δείκτες της λειτουργικής κατάστασης της ΑΚ. Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστα ηχοκαρδιογραφικά δεδομένα υπάρχουν σχετικά με την ανταπόκριση των δεικτών παραμόρφωσης μετά από θεραπεία επανασυγχρονισμού, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία πέραν των 6 μηνών. Σε αυτή τη μελέτη, εκτιμήσαμε τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ, όπως αυτή καταγράφεται ηχο¬καρδιο¬γραφικά μετά από τουλάχιστον 12 μήνες παρακολούθησης, μετά από εμφύτευση συσκευής καρδιακού επανασυγχρονισμού με δυνατότητες απινιδωτή (CRT-D). Ο πρωτογενής μας στόχος ήταν να καταγράψουμε συστηματικά, χρησιμοποιώντας συμβατικούς αλλά και νεώτερους ηχοκαρδιογραφικούς δείκτες (απεικόνιση παρα-μόρφωσης), τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ μετά από εμφύτευση συσκευής ΘΚΕ με δυνατότητες απινιδωτή (CRT device with defibrillator capacity, CRT-D) σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια οι οποίοι λαμβάνουν βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή. Οι δευτερογενείς μας στόχοι ήταν (α) να καταγράψουμε τη μακροπρόθεσμη (>12 μήνες) ανταπόκριση του δυσσυγχρονισμού της ΑΚ, όπως αυτή καταγράφεται με ηχοκαρδιογραφική απεικόνιση παραμόρφωσης (β) να συσχετίσουμε τους δείκτες δυσσυγχρονισμού της ΑΚ πριν από την εμφύτευση με τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ, και (γ) να συσχετίσουμε τους συμβατικούς και νεώτερους ηχοκαρδιογραφικούς δείκτες λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας πριν από την εμφύτευση με τη μακροπρόθεσμη ανταπόκριση της λειτουργίας της ΑΚ. / Several observational studies and randomized controlled trials (RCTs) have demonstrated the safety, efficacy, and long-term effects of cardiac resynchronization therapy (CRT) in patients with advanced heart failure, reduced left ventricular systolic function, and wide QRS complex. Most clinical trials with CRT report efficacy within a 3-to-12 month time frame. However, data on long-term effects, especially for advanced heart failure patients with NYHA class III-IV, are limited and unclear. In contrast to the wealth of data on efficacy of CRT, reports on effectiveness of CRT in clinical practice (i.e. outside the context of RCTs) are limited and data on long-term effectiveness are scarce. Studies dealing with echocardio-graphic responses come largely from sub-studies of larger RCTs. However, both these sub-studies as well as observational studies have focused on short-term echocardiographic responses, whereas very limited data exist beyond 12 months. Reverse remodeling of the left ventricle in response to CRT in the immediate post-implant period is the strongest predictor of long-term prognosis in these patients. However, as the left ventricle continues to remodel long after CRT device implantation, it is unclear whether the initial favorable response observed in 60% to 70% of CRT recipients is maintained long term. Deformation echocardiography has been used to derive ventricular dyssynchrony indices and assess left ventricular function prior to CRT device implantation (biventricular pacemaker with or without defibrillator capacity). The response of myocardial deformation indices of the left ventricle may have important prognostic implications for CRT recipients, considering that deformation parameters have been shown to have a stronger association with prognosis compared with ejection fraction or other conventional indices of left ventricular function. Nevertheless, limited echocardiographic data exist on the response of myocardial deformation indices to CRT, whereas no data exist beyond 6 months post CRT. In this study, we have evaluated the long-term echocardiographic response of left ventricle to CRT after a minimum of 12 months of follow up after implantation of a CRT device with defibrillator capacity (CRT-D). Our primary aim was to systematically record, using both conventional and novel echocardiographic indices (myocardial deformation), the long-term (12 months or longer) response of the left ventricle after CRT-D device implantation in patients with advanced heart failure receiving optimal medical therapy. Our secondary aims were to (a) record the long-term response of left ventricular dyssynchrony assessed with myocardial deformation indices in these patients; (b) correlate left ventricular dyssynchrony indices before CRT-D device implantation with long-term response of the left ventricle, and (c) correlate both conventional and novel left ventricular function indices before implantation with long-term response of the left ventricle after CRT-D device implantation.
2

Μελέτη προφλεγμονωδών και αντιφλεγμονωδών κυτταροκινών σε ασθενείς με ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο

Μαρούση, Στυλιανή 07 April 2011 (has links)
Τα τελευταία χρόνια, ανοσολογικές διεργασίες άσηπτης φλεγμονής έχουν αναγνωρισθεί ότι συμμετέχουν τόσο στην πρόκληση, όσο και στην (πρώιμη ή όψιμη) έκβαση των ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων (Ι-ΑΕΕ). Στην παρούσα μελέτη ελέγχθηκε κατά πόσον η γενετική προδιάθεση, προς εντονότερη (ή ασθενέστερη) ανοσολογική απάντηση, θα μπορούσε να προβλέπει το οξύ Ι-ΑΕΕ, τη νευρολογική του εξέλιξη, την 6μηνη έκβασή του και την ανάπτυξη κοινών νευροψυχιατρικών επιπλοκών (κατάθλιψη, νοητική έκπτωση). Για το σκοπό αυτό αναλύθηκε η πιθανή προγνωστική αξία 5 σημειακών λειτουργικών πολυμορφισμών στα γονίδια φλεγμονωδών κυτταροκινών (IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C και IL12B 1188A>C) σε 145 διαδοχικούς ασθενείς με οξύ Ι-ΑΕΕ και ισάριθμους μάρτυρες. Επιπρόσθετα, η μελέτη αξιολόγησε το ρόλο της αντιφλεγμονώδους κυτταροκίνης αντιπονεκτίνης στην οξεία φάση του Ι-ΑΕΕ, καθώς και την πιθανή προβλεπτική της αξία στη νευρολογική του εξέλιξη, την πρόγνωση και την 6μηνη έκβασή του. Τα κύρια αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: - Σε έναν ομογενή Eλληνικό πληθυσμό, οι λευτουργικοί πολυμορφισμοί IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C και IL12B 1188A>C δεν προβλέπουν την επέλευση ενός Ι-ΑΕΕ, την ηλικία έναρξης της νόσου ή την ανάπτυξη κατάθλιψης και νοητικής έκπτωσης όψιμα μετά το Ι-ΑΕΕ. - Ο IL4-589CT γονότυπος σχετίστηκε με την τάση της νόσου για υποτροπή. - Ο IL10-1082GG αρχέγονος γονότυπος προέβλεπε την πρώϊμη νευρολογική επιδείνωση και τη χειρότερη λειτουργική του έκβαση 1ου και 3ου μήνα. - Ο TNFa-308GG αρχέγονος γονότυπος συνέβαλλε ευεργετικά στην καλύτερη λειτουργική έκβαση κατά τον 6ο μήνα. - Ο IL12B 1188AC ετεροζυγώτης προέβλεπε σημαντικά τα ελαφρύτερα Ι-ΑΕΕ και στη χαμηλότερη θνητότητα από αυτά. - Τα αυξανόμενα επίπεδα αντιπονεκτίνης ορού σχετίζονται με μείωση των πιθανοτήτων για ένα Ι-ΑΕΕ, ανεξάρτητα από τους κλασσικούς παράγοντες κινδύνου. - Η αντιπονεκτίνη ορού βρίσκεται κατεσταλμένη στην οξεία φάση του Ι-ΑΕΕ, αλλά και 6 μήνες μετά. Τα χαμηλά της επίπεδα δεν αποτελούν αντίδραση οξείας φάσης, αλλά αντικατοπτρίζουν το σταθερό αντιφλεγμονώδη ρόλο της. - H αντιπονεκτίνης ορού οξείας φάσης μετά ένα Ι-ΑΕΕ δεν προβλέπει τη νευρολογική εξέλιξη και την 6μηνη έκβαση της νόσου στον άνθρωπο. Προτείνουμε ότι στο μέλλον η έγκαιρη ταυτοποίηση των γενετικά προδιατεθειμένων ατόμων για βαρύτερη νόσο και επιβαρυμένη έκβαση μετά ένα Ι-ΑΕΕ, θα επιτρέπει την αναγνώριση ομάδων ασθενών με τις μεγαλύτερες ανάγκες εντατικοποιημένης αποκατάστασης και βελτιστοποίησης των ιατρικών μας θεραπειών. Επιπρόσθετα, προτείνουμε ότι η αντιπονεκτίνη θα μπορούσε να αποτελεί ένα δυνητικό θεραπευτικό στόχο τροποποίησης του αγγειακού κινδύνου. / Immune processes of aseptic inflammation have been recently recognized as key participants into both the occurrence and (early or late) outcome of an ischemic stroke (IS). The current study tested whether the genetic predisposition for an enhanced (or suppressed) immunological response, could be predicting the occurrence, neurological evolution, 6-month outcome, and two common neuropsychiatric complications (depression, cognitive impairment) of an IS. For this purpose, 5 functional single nucleotide polymorphisms in the genes of inflammatory cytokines (IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C and IL12B 1188A>C) were analyzed for their putative prognostic value in 145 consecutive acute IS patients and in an equal-sized control group. Moreover, the present study evaluated the role of an anti-inflammatory cytokine, adiponectin, into the acute phase of an IS, as well as its possible predicting value in the neurological evolution, prognosis and 6-month outcome of the ischemic event. The main results of this study may be summarized as follows: - In a homogenous Greek population, the functional polymorphisms IL4-589C>T, IL10-1082G>A, TNFa-308G>A, IL6-174G>C and IL12B 1188A>C do not predict IS occurrence, age of disease onset, or the development of late post-stroke depression and cognitive impairment. - The IL4-589CT mutant genotype was associated with relapsing IS. - The IL10-1082GG ancestral genotype significantly predicted early stroke pregression and worse functional outcome on months 1 and 3. - The TNFa-308GG ancestral genotype beneficially contributed into better 6-month functional outcome. - The IL12B 1188AC heterozygote significantly predicted milder strokes and decreased IS mortality. - Increasing serum adiponectin levels are associated with reduced odds for an IS, independently of common vascular risk factors. - Low serum adiponectin is present at the acute phase and 6 months after an IS. Suppressed adiponectin levels are not an effect of the acute-phase response, but reflect its solid anti-inflammatory role. - Acute post-stroke serum adiponectin does not predict neurological evolution and 6-month outcome of an IS in humans. We propose that early identification of genetically predisposed subjects, for a more severe disease and for a worse outcome, will allow in the future the recognition of those IS sufferers, who would most benefit from intensive rehabilitation programs, and optimization of our medical therapies. Moreover, we propose that adiponectin may represent a promising candidate for the therapeutic risk modification of common vascular complications.
3

Επιπλοκές της κύησης σε γυναίκες ελληνικής καταγωγής με κληρονομική θρομβοφιλία

Ανδρουτσόπουλος, Γεώργιος Α. 13 August 2008 (has links)
Σκοπός: Οι μορφές κληρονομικής θρομβοφιλίας έχουν θεωρηθεί σαν μία κατάσταση με πιθανά αυξημένη ευαισθησία για δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης των κληρονομικών θρομβοφιλικών παραγόντων στην έκβαση της εγκυμοσύνης σε τυχαίο δείγμα εγκύων γυναικών της Νοτιο-Δυτικής Ελλάδος. Υλικό-Μέθοδος: 396 γυναίκες με αυτόματη έναρξη της εγκυμοσύνης μελετήθηκαν για τις πιο συχνές θρομβοφιλικές μεταλλάξεις (παράγοντας V Leiden, G20210A πολυμορφισμός του παράγοντα II, C677T πολυμορφισμός του MTHFR γονιδίου) και παρακολουθήθηκαν για δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης. Οι συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων πραγματοποιήθηκαν με τη δοκιμασία Pearson’s x2 και υπολογίστηκε το Odds Ratio. Αποτέλεσμα: Οι θρομβοφιλικοί γονότυποι ήταν σημαντικά υψηλότεροι στις γυναίκες με αποκόλληση πλακούντα. Στις γυναίκες που ήταν ετεροζυγώτες στον παράγοντα V Leiden ο κίνδυνος για αποκόλληση πλακούντα αυξανόταν κατά 6.58 φορές, ενώ στις γυναίκες που ήταν ομοζυγώτες στον C677T πολυμορφισμό του MTHFR γονιδίου ο κίνδυνος αυξανόταν κατά 4.3 φορές. Οι γυναίκες με κληρονομική θρομβοφιλία και επιπλοκές σε προηγούμενες εγκυμοσύνες, παρουσίαζαν σημαντικό κίνδυνο για επιπλοκές σε επόμενη εγκυμοσύνη (p<0.05). Συμπέρασμα: Οι γυναίκες με αποκόλληση πλακούντα θα πρέπει να ελέγχονται για κληρονομική θρομβοφιλία και να εξετάζεται η λήψη προφυλακτικής αντιπηκτικής αγωγής. Οι γυναίκες που είναι ομοζυγώτες στον C677T πολυμορφισμό του MTHFR γονιδίου θα πρέπει να έχουν εκτεταμένο εργαστηριακό έλεγχο και να λαμβάνουν τα ανάλογα σκευάσματα. / Objective: Inherited thrombophilias have been suggested as a possible condition of increased susceptibility to adverse pregnancy outcomes. The purpose of the present study was to investigate the impact of inherited thrombophilic factors in the gestational outcome of unselected pregnant women from South-Western Greece. Material-Method: 396 women with spontaneous pregnancy were investigated for the commonest thrombophilic mutations (Factor V Leiden, prothrombin G20210A, MTHFR C677T) and followed for adverse pregnancy outcomes. Comparisons between groups were performed by Pearson’s chi-square test and odd ratios were calculated. Result: Thrombophilic genotypes were significantly higher in women with placental abruption. Heterozygocity for Factor V Leiden increased 6.58 times the risk for placental abruption while homozygocity for C677T MTHFR mutation increased the risk 4.3 times. Women with inherited thrombophilia and previous obstetric complications were at significant risk for complications in a subsequent pregnancy (p<0.05). Conclusion: Women with placental abruption should be screened for inherited thrombophilia and considered for prophylactic anticoagulation. Women homozygous for C677T MTHFR mutation should have an extensive work up and receive supplements accordingly.
4

Η εγκυμοσύνη μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας : Θρεπτική κατάσταση και έκβαση / Pregnancy following bariatric surgery : Nutritional status and outcome

Mead, Nancy 09 October 2014 (has links)
Nutritional status during pregnancy and the effects of nutritional deficiencies on pregnancy outcomes following bariatric surgery is an important issue that warrants further study. Objective: To investigate pregnancy outcomes and nutritional indices following restrictive and malabsorptive procedures. Setting: University Hospital, Greece. Methods: We investigated pregnancy outcomes of 113 women who gave birth to 150 children following biliopancreatic diversion (BPD), Roux-en-Y gastric bypass (RYGB) and sleeve gastrectomy (SG) between June 1994 and December 2011. Biochemical indices and pregnancy outcomes were compared among the different types of surgery and to overall 20-year hospital data, as well as to 56 pre-surgery pregnancies in 36 women of the same group. Results: Anemia was observed in 24.2% and 15.6% of pregnancies following BPD and RYGB, respectively. Vitamin B12 levels decreased postoperatively in all groups, with no further decrease during pregnancy; however, low levels were observed not only after BPD (11.7%) and RYGB (15.6%), but also after SG (13.3%). Folic acid levels increased. Serum albumin levels decreased in all groups during pregnancy, but hypoproteinemia was seen only after BPD. Neonates after BPD had significantly lower average birth weight without a higher frequency of low birth weight defined as less than 2500gr. A comparison of neonatal data between babies born before surgery (BS) and siblings born after surgery (AS) showed that AS newborns had lower average birth weight with no significant differences in body length or head circumference and no cases of macrosomia. Conclusions: Our study showed reasonably good pregnancy outcomes in this sample population following all types of bariatric surgery provided nutritional supplement guidelines are followed. Closer monitoring is required in pregnancies following malabsorptive procedures especially regarding protein nutrition. / Η θρεπτική κατάσταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι συνέπειες διατροφικών ανεπαρκειών στην έκβαση της, που ακολουθεί μια χειρουργική επέμβαση για κλινική σοβαρή παχυσαρκία αποτελεί θέμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας. Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η διερεύνηση της θρεπτικής κατάστασης και της έκβασης της εγκυμοσύνης, τόσο στις μητέρες όσο και στα νεογνά, σε γυναίκες που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε περιοριστικές και δυσαπορροφητικές επεμβάσεις για κλινικά σοβαρή παχυσαρκία. Μελετήθηκαν 113 γυναίκες που γέννησαν 150 παιδιά μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή (BPD), Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη (RYGB) και επιμήκη γαστρεκτομή μεταξύ Ιουνίου 1994 και Δεκεμβρίου 2011. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα των θρεπτικών δεικτών και της έκβασης της εγκυμοσύνης μεταξύ των επεμβάσεων καθώς και με τα 20ετή στοιχεία γεννήσεων του νοσοκομείου μας και τα αποτελέσματα από 56 προεγχειρητικές εγκυμοσύνες σε 36 από τις ίδιες γυναίκες. Αναιμία παρατηρήθηκε σε 24.2% και 15.6% των κυήσεων μετά από BPD και RYGB, αντίστοιχα. Τα επίπεδα της βιταμίνης B12 μειώθηκαν μετεγχειρητικά σε όλες τις ομάδες, χωρίς περαιτέρω μείωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης• όμως, χαμηλά επίπεδα παρατηρήθηκαν σε κάποιες γυναίκες όχι μόνο μετά από BPD (11.7%) και RYGB (15.6%), αλλά και μετά από SG (13.3%). Τα επίπεδα του φυλλικού οξέος αυξήθηκαν μετεγχειρητικά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η τιμή της αλβουμίνης μειώθηκε σε όλες τις ομάδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά υποπρωτεϊναιμία παρατηρήθηκε μόνο μετά από BPD. Τα νεογνά μετά από BPD είχαν χαμηλότερο μέσο όρο βάρους γέννησης (p<0.05), χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα χαμηλού βάρους γέννησης (<2500gr). Η σύγκριση μεταξύ των νεογνών που γεννήθηκαν πριν και μετά το χειρουργείο έδειξε ότι τα νεογνά που γεννήθηκαν μετά είχαν χαμηλότερο βάρος (p<0.001) χωρίς σημαντικές διαφορές στη διάρκεια κύησης, στο μήκος ή στην περίμετρο της κεφαλής και καθόλου μακροσωμία. Συμπερασματικά, η δική μας μελέτη έδειξε σχετικά καλή θρεπτική κατάσταση και έκβαση στη εγκυμοσύνη μετά από όλους τους τύπους επεμβάσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εφόσον υπάρχει συστηματική παρακολούθηση και ακολουθούνται οι διατροφικές οδηγίες. Πιο στενή παρακολούθηση χρειάζεται μετά από δυσαπορροφητικές επεμβάσεις ιδιαίτερα ως προς το θέμα της πρωτεϊνικής θρέψης
5

Ο ρόλος της τροποποιημένης μεγίστης θυμεκτομής στην έκβαση των ασθενών με βαρεία μυασθένεια / The impact of modified maximal thymectomy on the outcome of patients with myasthenia gravis

Προκάκης, Χρήστος 09 March 2011 (has links)
Σκοπός: Η θυμεκτομή αποτελεί κοινώς αποδεκτή θεραπεία της μυασθένειας με τις διάφορες προσπελάσεις να αναφέρονται ως ανάλογης αξίας για την επίτευξη ύφεσης της νόσου. Έχοντας πλέον την μόνιμη σταθερή ύφεση ως καθαρή και μετρήσιμη νευρολογική έκβαση των μυασθενικών ασθενών μετά θυμεκτομή και γνωρίζοντας ότι η ύφεση της νόσου αποτελεί χρόνο-εξαρτώμενο γεγονός, πραγματοποιήσαμε μια αναδρομική μελέτη των ασθενών με μυασθένεια που αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά με σκοπό τον πιο αξιόπιστο καθορισμό του ρόλου των μεγίστων θυμικών εκτομών και την ταυτοποίηση προγνωστικών παραγόντων για ύφεση της νόσου μετά θυμεκτομή. Υλικό και μέθοδος. Η μελέτη περιλαμβάνει 78 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε τροποποιημένη μέγιστη θυμεκτομή από το 1990 έως το 2007. Οι ενδείξεις θυμεκτομής περιελάμβαναν: οφθαλμική μυασθένεια ανθιστάμενη στη φαρμακευτική αγωγή, γενικευμένη μυασθένεια και μυασθένεια με θύμωμα. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν αφορούσαν τη βαρύτητα της νόσου (τροποποιημένη Osserman ταξινόμηση), την προεγχειρητική φαρμακευτική αγωγή, την ηλικία έναρξης της νόσου (≤ 40/ > 40 έτη), το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη διάγνωση στη θυμεκτομή (≤ 12/ > 12 μήνες), το φύλο, την ιστολογία του θύμου αδένα, τη θνητότητα και τις επιπλοκές. Στους ασθενείς με θύμωμα περαιτέρω στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη αφορούσαν τον ιστολογικό τύπο του θυμώματος κατά την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και το στάδιο του όγκου κατά Masaoka. Η εκτίμηση της νευρολογικής έκβασης στο τέλος του μετεγχειρητικού follow up έγινε βάση της νέας ταξινόμησης του Αμερικανικού Ιδρύματος για τη Βαρεία Μυασθένεια με την πλήρη σταθερή ύφεση να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της επάρκειας της διενεργηθείσας εκτομής και για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων μας με αυτά προηγουμένων μελετών. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με το SPSS 17 και αφορούσε δύο ομάδες ασθενών ανάλογα με την παρουσία ή μη θυμώματος. Η μέθοδος Kaplan-Meier χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της επίπτωσης των υπό εκτίμηση προγνωστικών παραγόντων στην επίτευξη της πλήρους ύφεσης ενώ η Cox Regression ανάλυση αποτέλεσε το μοντέλο για την ανάλυση της ταυτόχρονης επίδρασης των υπό μελέτη παραμέτρων στην επίτευξη πλήρους σταθερής ύφεσης. Τιμές του p < 0.05 θεωρήθηκαν στατιστικά σημαντικές. Αποτελέσματα: 51 ασθενείς είχαν μυασθένεια χωρίς θύμωμα και 27 ασθενείς παρανεοπλασματική μυασθένεια. Δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα προεγχειρητικά κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών πλην της αναμενομένης εμφάνισης της νόσου σε απώτερη ηλικία στους ασθενείς με θύμωμα. Η θνητότητα ήταν μηδενική ενώ η χειρουργική νοσηρότητα, ανάλογη προηγουμένων μελετών θυμεκτομής με διαφορετικού τύπου προσπέλασεις, ανήλθε στο 7,7% και ήταν ως επί το πλείστον ήσσονος σημασίας. Το ποσοστό μετεγχειρητικής μυασθενικής κρίσης ήταν μόλις 3,8%. Οι ασθενείς με μυασθένεια και θύμωμα βίωσαν όψιμη νευρολογική έκβαση ανάλογη αυτής των ασθενών χωρίς θύμωμα (πιθανότητα ύφεσης 74,5% vs 85,7%, p= 0.632). Η μη χρήση στεροειδών στην προεγχειρητική φαρμακευτική αγωγή, ως έμμεσος δείκτης της βαρύτητας της νόσου, σχετίστηκε με στατιστικά καλύτερη πιθανότητα για πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων τόσο στους ασθενείς με θύμωμα (95% CI 2.687-339.182, p= 0.006) όσο και σε αυτούς χωρίς θύμωμα (CI 95% 1.607-19.183, P= 0.007) στην πολυπαραγοντική ανάλυση. Αξιόλογη διαφορά, αν και στατιστικά μη σημαντική, για τη έκβαση της νόσου είχε η πρώιμη σε σχέση με την απώτερη χειρουργική αντιμετώπιση των ασθενών. Στη σύγκριση των 27 ασθενών με μυασθένεια και θύμωμα με 12 επιπλέον ασθενείς που υποβλήθηκαν στην ίδια επέμβαση για θύμωμα άνευ μυασθένειας η παρουσία των συμπτωμάτων μυϊκής αδυναμίας συνδυάστηκε με στατιστικά σημαντική βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών (100% vs 38,8% στη 10ετία, p< 0.001). Στους ασθενείς με μυασθένεια χωρίς θύμωμα και απώτερης ηλικιακά έναρξης της νόσου το ποσοστό σημαντικής βελτίωσης των μυασθενικών συμπτωμάτων, εξαιρουμένης της πλήρους ύφεσης, ήταν 70%. Στους ασθενείς με μυασθένεια και θύμωμα η ιστολογική ταυτοποίηση των θυμωμάτων κατά την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας προέκυψε στατιστικά σημαντική τόσο στην μονοπαραγοντική όσο και στην πολυπαραγοντική ανάλυση με τα θυμώματα τύπου Β2, Α και Β3 να επιτυγχάνουν από πολύ καλή έως άριστη πιθανότητα πλήρους ύφεσης και τα θυμώματα τύπου ΑΒ, Β1 και C να έχουν απογοητευτική έκβαση όσον αφορά την ίαση. Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι η τροποποιημένη μεγίστη θυμεκτομή είναι ασφαλής και σχετίζεται με υψηλή πιθανότητα για ίαση των μυασθενικών ασθενών με και χωρίς θύμωμα. Οι ασθενείς πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά πρώιμα μετά τη διάγνωση με κυριότερο προγνωστικό παράγοντα για το απώτερο νευρολογικό αποτέλεσμα την προεγχειρητική βαρύτητα της νόσου. Η ασφαλής και πιο αξιόπιστη εκτίμηση της τελευταίας απαιτεί πιο αντικειμενικά κριτήρια όπως αυτά που θεσπίστηκαν από το Αμερικανικό Ίδρυμα για τη Βαρεία Μυασθένεια. Η ενσωμάτωση σε αυτά τα κριτήρια μοριακών παραμέτρων που φαίνεται να επηρεάζουν την πρόγνωση της νόσου, ενδεχόμενα να βελτιώσουν την αξιοπιστία της κλινικής σταδιοποίησης του MGFA και να αναδείξουν υποομάδες ασθενών με διαφορετική νευρολογική πρόγνωση μετά από θυμεκτομή. Επίσης η πρώιμη διάγνωση των θυμωμάτων εξαιτίας των συνυπαρχόντων μυασθενικών συμπτωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη επιβίωση τους συγκεκριμένους ασθενείς. Τέλος η νευρολογική έκβαση των ασθενών με θυμωματώδη μυασθένεια σχετίζεται με τον ιστολογικό τύπο των θυμωμάτων, αλλά όχι αναγκαία και με την κακοήθη συμπεριφορά τους. / Objective: Thymectomy represents a widely accepted treatment for myasthenia gravis with different surgical approaches reported as comparably efficient in achieving disease’s remission. With the complete stable remission being currently accepted as a clear measurable outcome of patients with myasthenia undergoing surgical treatment and the knowledge that disease’s remission should be evaluated as a time dependent event we proceeded to a retrospective analysis of our experience on the surgical management of myasthenic patients. The objective was to access the effect of maximal resection on the neurological outcome and identify predictors of disease remission. Materials and methods: The study group consisted of 78 patients who underwent modified maximal thymectomy for myasthenia from 1990 to 2007. Indications for thymectomy included: ocular myasthenia refractory to medical treatment, generalized myasthenia and thymomatous myasthenia. The data collected included preoperative disease’s severity (modified Osserman classification), preoperative medical treatment, age at onset of the disease (≤ 40/ > 40 years), time elapsed between diagnosis and thymectomy (≤ 12/ > 12 months), gender, thymus gland histology, mortality and morbidity. In thymoma patients further analysis was carried out according the World Health Organization histological classification and the Masaoka stage of the tumors. The evaluation of the neurological outcome at the end of follow up was performed according the Myasthenia Gravis Foundation of America classification. Both the effectiveness of the resection performed and the comparison of our results with those of previous studies were done using the complete stable remission as the end point of the study. The statistical analysis of the results was carried out using the SPSS 17. Kaplan-Meier life table analysis was performed and the log rank test was used to evaluate the effect of the variables examined on the distribution of disease’s remission over time. The Cox proportional hazard model was also applied to verify the concurrent effect of the evaluated factors on the achievement of complete stable remission. P values < 0.05 were considered statistically significant. Results: 51 patients suffered of non thymomatous myasthenia while 27 patients had myasthenia with thymoma. The two groups were comparable in refer to the clinical features of the patients apart the more advanced age at the time of the diagnosis for thymoma patients. There was no perioperative mortality, while the surgical morbidity was comparable to the one reported in other series of patients with different surgical approaches and was 7.7%. The rate of postoperative myasthenic crisis was only 3.8%. Thymoma and non thymoma patients experienced comparable complete stable remission prediction (74.5% vs 85.7% at 15 years, p= 0.632). The absence of steroids in the preoperative medical regimen was statistically associated with the achievement of complete stable remission in both thymoma (95% CI 2.687-339.182, p= 0.006) and non thymoma patients (CI 95% 1.607-19.183, P= 0.007) in multivariate analysis. There was an important difference, although not statistically significant, for the neurological outcome between early and late surgical treatment. When the 27 patients with myasthenia and thymoma were compared with other 12 patients similarly operated for thymoma without symptoms and signs of muscular weakness we found that the presence of myasthenia was statistically associated with improved survival (100% vs 38.8% at 10 years, p< 0.001). Non thymoma patients presenting with late onset myasthenia, experienced high improvement (complete stable remission excluded) rate reaching up to 70% at the end of follow up. Among patients with thymomatous myasthenia gravis the World Health Organization histological classification was statistically associated with the late neurological outcome. Thymoma types A, B3 and B2 reached a high to excellent prediction of disease’s remission while types AB, B2 and C had a disappointing neurological outcome. Conclusons: The present study demonstrated that the modified maximal thymectomy is a safe procedure, associated with an excellent neurological outcome in both thymomatous and non thymomatous myasthenia. The patients should be operated early after the diagnosis is made with the disease’s severity being the prime determinant of the possibility to achieve complete remission of myasthenic symptoms. The evaluation of disease’s severity requires objective criteria like the ones proposed by the Myasthenia Gravis Foundation of America. The inclusion in these criteria of molecular markers related to myasthenia’s prognosis and its neurological outcome after thymectomy may further enhance its validity and may allow the identification of subgroups of patients with different disease prognosis after thymectomy. The presence of muscular weakness may lead to early diagnosis and surgical treatment of thymomas with improved survival. Finally the neurologic outcome in thymoma patients after thymectomy may be statistically associated with the World Health Organization classification subtypes but not necessarily with the aggressiveness of these tumors.
6

Αξιολόγηση των επιπέδων της AFP και β-hCG στον ορό της εγκύου κατά το β' τρίμηνο τησς κύησης με σκοπό την πρόβλεψη δυσμενούς έκβασης της κύησης

Γκόγκος, Παναγιώτης 27 April 2009 (has links)
Σκοπός της παρούσας προοπτικής µελέτης είναι η διερεύνηση της σχέσης µεταξύ των επιπέδων της α-φετοπρωτείνης και της β-hCG στον ορό της µητέρας κατά το β' τρίµηνο της κύησης και της δυσµενούς έκβασης της κύησης σε τυχαίο δείγµα εγκύων γυναικών της Νοτιο-Δυτικής Ελλάδος. Υλικό - Μέθοδος: 130 υγιείς γυναίκες ελληνικής καταγωγής µε αυτόµατη έναρξη της εγκυµοσύνης µελετήθηκαν για τα επίπεδα της AFP και της β-hCG στον ορό τους µεταξύ της 13ης-24ης εβδοµάδας της κύησης και παρακολουθήθηκαν για δυσµενή έκβαση της εγκυµοσύνης. Επίπεδα AFP καθώς και επίπεδα β-hCG στον ορό της εγκύου 2 φορές µεγαλύτερα του µέσου όρου για την ηλικία της κύησης θεωρήθηκαν µη φυσιολογικά. Η στατιστική ανάλυση έγινε µε τη δοκιµασία Pearson's x2. Αποτέλεσµα: Αυξηµένα επίπεδα AFP στον ορό της µητέρας βρέθηκαν σε 27 από τις 130 γυναίκες που µελετήθηκαν (20,7%). Μεταξύ αυτών µόνο 4 γυναίκες (14,8%) ανέπτυξαν επιπλοκές της κύησης. Επίσης αυξηµένα επίπεδα β-hCG βρέθηκαν σε 14 από τις 130 γυναίκες που µελετήθηκαν (10,77%). Όµως µεταξύ αυτών καµία γυναίκα δεν ανέπτυξε επιπλοκές κατά τη διάρκεια της παρούσας κύησης. Συµπέρασµα: Ένας πολυπαραγοντικός έλεγχος της λειτουργίας του πλακούντα κατά το β' τρίµηνο της εγκυµοσύνης µε Doppler των µητριαίων αρτηριών, µε έλεγχο της µορφολογίας του πλακούντα, µε έλεγχο των επιπέδων της AFP και της β-hCG στον ορό της εγκύου δυνατό να µας επιτρέψει την αναγνώριση εκείνων των εγκύων µε αυξηµένο κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρή πλακουντιακή ανεπάρκεια και επιπλοκές της κύησης. / In our prospective study, we investigated the association between midtrimester maternal serum AFP (ms-AFP) and midtrimester maternal serum β-hCG (ms-β- hCG) levels and adverse pregnancy outcome, in the South-Western Greek population. Materials and Methods: 130 healthy Greek women with spontaneous pregnancies, investigated for ms-AFP levels between 13th-24th weeks of gestation and followed for adverse pregnancy outcome. AFP levels > 2,0 multiples αnd β-hCG levels>2,0 multiples of the median value for gestation, were considered abnormal. Statistical analysis was performed by Pearson's chi-square test. Results: Elevated ms-AFP levels were detected in a total of 27 from the 130 women studied (20,7%). Among them, only 4 women (14,8%) developed pregnancy complications. Elevated ms-b-hCG levels were detected in total of 14 from the 130 women studied (10,77%). Νοne of them developed pregnancy complications. Conclusion: Multiparameter testing of placental function in the mid-trimester uterine artery Doppler, placental morphology, ms-AFP and ms-hCG screening may allow us to identify women with increased risk to develop severe placental insufficiency and pregnancy complications.
7

Η προγνωστική αξία του πάχους του ενδοθηλίου των κοινών καρωτίδων στην έκβαση και τις επιπλοκές των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων / The prognostic value of the carotid artery intima media thickness in the outcome and complications of stroke

Ταλέλλη, Πηνελόπη 26 June 2007 (has links)
Σκοπός είναι να ερευνηθεί αν οι μετρήσεις του Πάχος του Ενδοθηλίου των Κοινών Καρωτίδων (ΠΕΚΚΑ) σε ασθενείς με Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο (ΑΕΕ) σχετίζονται με την άμεση ή μακροπρόθεση έκβαση του ΑΕΕ, με την μελλοντική εμφάνιση νοητικής έκπτωσης ή κατάθλιψης και με την υποτροπή του ΑΕΕ. ΜΕΘΟΔΟΙ: 284 ασθενείς με πρώτο ισχαιμικό ΑΕΕ που υποβλήθηκαν σε υπερηχογραφική μέτρηση του ΠΕΚΚΑ στην οξεία φάση, παρακολουθήθηκαν για ένα χρόνο. Η άμεση έκβαση εκτιμήθηκε κατά την έξοδο, ενώ η μακροπρόθεσμη έκβαση, η νοητική και συναισθηματική κατάσταση εκτιμήθηκαν μετά από 12 μήνες. Επίσης καταγράφηκαν οι υποτροπές στη διάρκεια του πρώτου χρόνου. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: το ΠΕΚΚΑ δε συσχετιζόταν με την άμεση ή μακροπρόθεσμη έκβαση του ΑΕΕ ούτε με την ύπαρξη κατάθλιψης ένα χρόνο αργότερα. Αντίθετα, αυξημένες τιμές ΠΕΚΚΑ σχετίζονταν σημαντικά και ανεξάρτητα τόσο με την ύπαρξη νοητικής έκπτωσης 12 μήνες αργότερα όσο και με τoν κίνδυνο υποτροπής του ΑΕΕ κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: οι μετρήσεις του ΠΕΚΚΑ αμέσως μετά από ισχαιμικό ΑΕΕ μπορεί να χρησιμεύουν στην αναγνώριση ασθενών με αυξημένο κίνδυνο για μελλοντική νοητική έκπτωση ή υποτροπή του ΑΕΕ. / Thesis objective is to investigate whether the measurements of Common Carotid Artery Intima Media Thickness (CCA-imt) in patients with acute stroke are associated with the stroke outcome, either short term or long term, with the future development of post stroke cognitive impairment and post stroke depression and with stroke recurrences within the first year after the stroke. METHODS: 284 consequent patients with first ever ischaemic stroke that underwent carotid ultrasonographic measurement of CCA-imt in the acute phase, were followed-up for one year. The short-term outcome was assessed at discharge. The long-term outcome and the presence of cognitive impairment and depressive symptoms were assessed 12 months later. The number of recurrences within the first year was also recorded. RESULTS: CCA-imt values were not associated with the short- or long-term stroke outcome or the presence of depression one year after the ictus. On the contrary, increased CCA-imt values were significantly and independently associated with cognitive impairment and with the risk of recurrence during the first year. CONCLUSION: measurements of CCA-imt right in the acute phase after an ischaemic stroke can help with the identification of patients in higher risk for future cognitive impairment and stroke recurrence.
8

Κακώσεις κατώτερης αυχενικής σπονδυλικής στήλης : κλινική πορεία των ασθενών - αλγόριθμοι – νευρολογικές κλίμακες – κλίμακες κατάθλιψης - κλίμακες ποιότητας ζωής και προσωπικότητας

Ματζάρογλου, Χαράλαμπος 14 October 2008 (has links)
Ε1. Ποιότητα της ζωής, άγχος και κατάθλιψη σε ασθενείς με κακώσεις νωτιαίου μυελού: Αυτή η μελέτη έχει σκοπό να αξιολογήσει την ποιότητα ζωής, το άγχος και την κατάθλιψη αλλά και τη νευρολογική θέση, σε ένα σύνολο ασθενών που ζουν με κάκωση του νωτιαίου μυελού (SCI). Μία «διατομική» μελέτη χρησιμοποιήθηκε σε 92 ανθρώπους που ζουν με κάκωση νωτιαίου μυελού SCI. Ολοκλήρωσαν το ερωτηματολόγιο της νοσοκομειακής κλίμακας άγχους και κατάθλιψης HADS (ν=42 ), την κλίμακα ποιότητας ζωής SF-36 (ν=42), καθώς επίσης τυποποιήθηκαν οι νευρολογικές (κλίμακα Frankel, Asia motor score), και οι λειτουργικές κλίμακές τους(FIM, MBI). Οι αναλύσεις μελετήθηκαν για ολόκληρο το δείγμα, κατά φύλο, κατά την κλίμακα Frankel, το Asia motor score, την FIM, και το επίπεδο νευρολογικής βλάβης. Αυτή η μελέτη παρουσιάζει τα προκαταρκτικά συμπεράσματα, τα οποία υποστηρίζουν υψηλά αποτελέσματα άγχους και κατάθλιψης (HADS) σε αυτό τον πληθυσμό των ασθενών με SCI, καθώς επίσης και πολύ χαμηλή ποιότητα ζωής. Ε 2. Σεξουαλική λειτουργία σε γυναίκες με κακώσεις νωτιαίου μυελού: Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί η σεξουαλικότητα των γυναικών με βαριές κακώσεις νωτιαίου μυελού (SCI) χρησιμοποιώντας την κλίμακα γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας. Το ερωτηματολόγιο με 19 ερωτήματα εκφάνσεις της σεξουαλικότητας του FSFI αφορά τη σεξουαλική λειτουργία και την ικανοποίηση στη σεξουαλική ζωή των γυναικών. Σε αυτή τη μελέτη, χρησιμοποίησαμε ένα δείγμα 39 γυναικών ασθενών με σοβαρή κάκωση νωτιαίου μυελού SCI. Συγκρίναμε δε αυτές τις ασθενείς με ένα υγιές δείγμα γυναικών αντίστοιχο σε οικονομικό –εκπαιδευτικό –επίπεδο ηλικίας - και συζυγική θέση- του γενικού πληθυσμού. Η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν χαμηλότερη μεταξύ των γυναικών με SCI, αλλά η επιθυμία, η συναισθηματική ποιότητα της ζωής φύλων και η γενική σεξουαλική ικανοποίηση δεν διέφεραν από τις «υγιείς» γυναίκες του γενικού πληθυσμού. Αυτά τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική ζωή σε γυναίκες με κάκωση νωτιαίου μυελού παραμένει σχεδόν απρόσβλητη. E3. Ίλιγγος μετά από κάκωση ΑΜΣΣ δίκην μαστιγίου. Ο ίλιγγος συνοδεύει περιστασιακά μία κάκωση τύπου «whiplash». Η πιστοποίηση του συνδρόμου είναι ιδιαίτερης αξίας, αν αναλογιστούμε τις πολλές προσφυγές στα δικαστήρια και τις υψηλές δαπάνες που προκύπτουν μετά από τέτοιου τύπου κάκωση. Δώδεκα ασθενείς, που αναφέρθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής μας, εξαιτίας μακράς διαρκείας υποκειμενικών ενοχλημάτων με κύριο σύμπτωμα τον ίλιγγο μετά από τον αυχενικό τραυματισμό τύπου “whiplash”, υποβλήθηκαν σε κλινικές, εργαστηριακές και ψυχομετρικές εξετάσεις. Κανένας από τους ασθενείς δεν είχε σημαντικά νευρολογικά συμπτώματα,ούτε ιδιαίτερη επίδραση στη ποιότητα ζωής του, και κανένα σημαντικό τραύμα της αυχενικής σπονδυλικής στήλης δεν προσδιορίστηκε με MRI. Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι ο ίλιγγος τύπου “whiplash” είναι σημαντικά δυσκολότερο να το χειριστεί και να το αντιμετωπίσει ένας ιατρός συγκριτικά με τον ιδιοπαθή ίλιγγο. Η επαλήθευση του συνδρόμου αυτού απαιτεί ίσως αντικειμενικότερα κλινικά μέσα. Αυτή η έρευνα προτείνει ότι υπάρχει μια οργανική βάση του συνδρόμου αυτού, αλλά δεν δίνει λύση στην πλήρη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που το προκαλούν, δείχνει ότι το σύνδρομο αυτό δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στον ελληνικό πληθυσμό και προτείνει αυτό το σύνδρομο να εξετάζεται ως τμήμα του χρόνιου συνδρόμου κάκωσης τύπου “whiplash”, του γενικού όρου δηλαδή στην διεθνή βιβλιογραφία : Chronic or Late Whiplash. / Ε1. Quality of life, anxiety and depression in adults with spinal cord injuries: This study aimed to evaluate Life Satisfaction, the Anxiety and Depression and neurologic status, in a community sample of adults living with a spinal cord injury (SCI). A cross-sectional design was used with 92 people living in the community with an SCI. They completed the HADS (42 pts) and SF-36 (42 pts), Life Satisfaction Questionnaire. Analyses were conducted for the whole sample, by gender, Frankel Scale, ASIA motor score, FIM, and level of injury. No correlation findings between motor neurologic scales and quality of life assessment. Additionally this study presents preliminary findings, which support the psychometric integrity of HADS and high HADS scores within an outpatient population with SCI. Items that included potential somatic components revealed a more complex factor loading profile. E2. Sexual function in females with severe spinal cord injuries: The objective of this study was to identify the sexual adjustment of females with severe cervical spinal cord injuries (SCI) using the Female Sexual Function Index (FSFI). The 19-item questionnaire of the FSFI concerns sexual function and satisfaction in sex life. This study, conducted by the Orthopaedic and Psychiatry Departments of Patras University, used a sample of a series of 39 consecutive female patients with severe traumatic SCI. We compared these female patients with an age–economic–educational level- and marital status-matched control group of the general population. Sexual activity was lower among females with SCI, but the desire, the emotional quality of sex life and overall sexual satisfaction did not differ from the controls. These results demonstrate that sexual life in females with SCI remains almost unaffected. E3. Whiplash vertigo: Vertigo or dizziness occasionally accompanies a rear –end, neck injury or is provoked by a neck posture no matter what the orientation of the head is to gravity. Whiplash vertigo is matter of considerable concern because of the high litigation related costs of whiplash injuries. When Whiplash cervical vertigo is diagnosed, the usual symptoms are vertigo, dizziness associated with neck movement. Twelve patients, which were referred to our Outpatient Clinic because of long-lasting subjective vertigo complaints after cervical whiplash spine injury, underwent clinical, laboratorial and psychometric examinations. None of the patients had typical neurological symptoms, and no important lesions of the cervical spine were identified with MRI. Our data indicate that Whiplash Vertigo significantly is more difficult to treat than idiopathic Vertigo. The verification of Whiplash Vertigo Syndrome requires more objective clinical means. This investigation proposes that an organic base of the syndrome might be considered, but does not promote the comprehension of pathophysiologic mechanisms that induces it and of course this syndrome considered as part of the general term Chronic Whiplash Syndrome.

Page generated in 0.0339 seconds