• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 82
  • 3
  • Tagged with
  • 87
  • 78
  • 25
  • 20
  • 17
  • 17
  • 16
  • 15
  • 15
  • 14
  • 11
  • 11
  • 10
  • 9
  • 8
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
61

Ανάπτυξη λογισμικού ανοικτού κώδικα / Open source software development

Μπισμπινικάκης, Γρηγόριος 17 May 2007 (has links)
Η ανάπτυξη του λογισμικού ανοικτού κώδικα είναι μια καινοτόμος μέθοδος ανάπτυξης λογισμικού και εφαρμογών του, η οποία έχει να επιδείξειαρκετές επιτυχίες τα τελευταία οκτώ με δέκα χρόνια. Έτσι, έχουν διαμορφωθεί διάφορες θεωρίες για να εξηγήσουν την επιτυχία της, κυρίως από τη σκοπιά της οικονομικής επιστήμης και των επιστημών της οργάνωσης και της διοίκησης επιχειρήσεων. Η εργασία αυτή εξετάζει διάφορες πτυχές των ζητημάτων της ανάπτυξης του λογισμικού του ανοικτού κώδικα. Στo Κεφάλαιο 1, εισάγονται κάποιες βασικές έννοιες για το λογισμικό ανοικτού κώδικα και παρουσιάζονται μερικές από τις γνωστότερες άδειες χρήσης του ανοικτού λογισμικού. Ιδιαίτερα, εξετάζουμε τους ορισμούς και τις διαφορές μεταξύ του λογισμικού ανοικτού κώδικα και του ελεύθερου λογισμικού. Επίσης, εστιάζουμε την προσοχή μας στις εξής άδεις χρήσης: δημόσιας κυριότητας (public domain), BSD, καλλιτεχνικής άδειας, GPL και LGPL. Τέλος, δίνουμε μια σύντομη περιγραφή της χρονολογικής εξέλιξης των προσπαθειών ανάπτυξης του λογισμικού ανοικτού κώδικα. Στο Κεφάλαιο 2, αναλύονται τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της οργάνωσης και της ροής εργασίας στα έργα ανοικτού κώδικα. Αυτά αναφέρονται σε κάποια χαρακτηριστικά μεγέθη, στη δομή των έργων, στις διαδικασίες ανάπτυξής τους, στους χρήστες τους (την ομάδα στόχο), στην επικοινωνιακή-πληροφοριακή υποδομή και στην τεκμηρίωση των έργων αυτών. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ο σκοπός είναι να μπορεί να περιγραφεί οποιοδήποτε έργο ανοικτού κώδικα και να μπορείεπίσης και να κατηγοριοποιηθεί. Μια τέτοια κατηγοριοποίηση διευκολύνει αφενός την έρευνα, μέσω του ορισμού εννοιών καθολικής ισχύος, και αφετέρου στηρίζει την οργάνωση των ίδιων των έργων, καθώς και την επιλογή τους από την ελεύθερη οικονομία. Στο Κεφάλαιο 3, ακολουθούμε τη δουλειά των Healy & Schussman (2003), οι οποίοι έχουν αναλύσει ένα πολύ μεγάλο δείγμα έργων ανοικτού κώδικα και, έτσι, έχουν εντοπίσει κάποια εντυπωσιακά δομικά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων ανάπτυξης λογισμικού ανοικτού κώδικα. Οι Healy & Schussman παρατήρησαν ότι η κατανομή των έργων αυτών για μια σειρά από δείκτες των δραστηριοτήτων, που αναπτύσσονται σε αυτά, είναι εντυπωσιακά ανομοιόμορφη. Εντόπισαν όμως ένα σχετικά μικρό αριθμό έργων, που παρουσιάζουν στοιχεία ισχυρής συνεργατικής δραστηριότητας. Τα έργα αυτά υποτίθεται ότι είναι χαρακτηριστικά για τις τυπικές διαδικασίες ανάπτυξης, που ακολουθούνται για τη διαμόρφωση του ανοικτού κώδικα. Τα συμπεράσματα των Healy & Schussman συμφωνούν με προγενέστερες μικρότερης κλίμακας εμπειρικές έρευνες. Μελετώντας τις διαφορές μεταξύ ενεργών και ανενεργών έργων, οι Healy & Schussman προτείνουν ότι αυτές μπορούν να εξηγηθούν με βάση τα κοινωνικο-δομικά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων ανάπτυξης των αντίστοιχων έργων, τα οποία έχουν τύχει ελάχιστης προσοχής στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Επιπλέον, όπως θα δούμε, οι Healy & Schussman διαμορφώνουν ορισμένες υποθέσεις εργασίας, μέσω των οποίων να μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή η "οικολογία" των έργων ανάπτυξης λογισμικού ανοικτού κώδικα. Στο Κεφάλαιο 4, προσπαθούμε να μελετήσουμε το φαινόμενο του λογισμικού ανοικτού κώδικα κάτω από το πρίσμα των οικονομικών. Πιο συγκεκριμένα, μας απασχολούν οι ρόλοι των συνεργατών στα έργα ανάπτυξης τέτοιου λογισμικού, είτε σαν μεμονωμένα άτομα ή σαν οργανώσεις, και οι σχέσεις τους με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ακόμη, κάνουμε μια συζήτηση για τις νέες οικονομικές δυνατότητες, που ανοίγονται από τη χρήση του λογισμικού ανοικτού κώδικα. Έτσι, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις επιχειρήσεις από τρεις διαφορετικές γωνίες: σαν χρήστες, σαν συνεργάτες και σαν παροχείς υπηρεσιών για την ανάπτυξη του λογισμικού αυτού. Τέλος, με βάση το έργο BerliOS, συζητάμε κάποια παραδείγματα μακροοικονομικών προοπτικών στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τις νέες αγορές και τη Νέα Οικονομία, που μπορούν να προκύψουν από την υιοθέτηση του επιχειρησιακού μοντέλου του λογισμικού ανοικτού κώδικα. Στο Κεφάλαιο 5, ακολουθούμε την ανάλυση του Kelty (2001) για το κατά πόσο μπορεί κανείς να δει το ελεύθερο-δωρεάν λογισμικό σαν ένα κοινωνικό αγαθό παρόμοιο με την επιστήμη. Ιδιαίτερα, ο Kelty εξετάζει κατά πόσον το ελεύθερο-δωρεάν λογισμικό είναι - όπως η επιστήμη - μια "οικονομία ανταλλαγής δώρων", η οποία λειτουργεί με το δικό της νόμισμα. Ο βασικός ισχυρισμός του Kelty είναι ότι στην περίπτωση αυτή της οικονομίας του λογισμικού ελεύθερου και ανοικτού κώδικα, το νόμισμα των πληρωμών δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φήμη, που αποκτούν οι ατομικοί ή συλλογικοί παράγοντες, οι οποίοι με τη συνεργασία τους συμβάλουν και συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του λογισμικού αυτού. Έτσι, ο Kelty εξετάζει τα ζητήματα της φήμης και της αναγνώρισης της συμβολής, αφενός μέσω μιας συνοπτικής θεωρητικής ανασκόπησης της ιστορίας των επιστημών κι αφετέρου με τη σύγκριση - τόσο μεταφορικής όσο και πραγματικής - των διαφορετικών εννοιών της "συναλλαγής" και της "πνευματικής ιδιοκτησίας", που εμφανίζονται σε διάφορους τομείς της επιστήμης και της οικονομίας. Στο Κεφάλαιο 6, ακολουθώντας τη σχετική εργασία του Edwards (2001a), η ανάπτυξη του λογισμικού ανοικτού κώδικα αντιμετωπίζεται σαν μια διαδικασία, που γίνεται στα πλαίσια μιας "επιστημικής κοινότητας". Με τον όρο αυτό, αποδίδεται το γεγονός ότι, σε μια τέτοια κοινότητα, η ανάπτυξη του λογισμικού είναι μία διαδικασία ανοικτής μάθησης, στην οποίαν τα εμπλεκόμενα μέρη, συνεισφέροντας με το προσωπικό έργο τους στην επίτευξη των ομαδικών στόχων, ταυτόχρονα μορφώνονται και μαθαίνουν πολλές χρήσιμες γνώσεις από τη συνεργασία, την αλληλεπίδραση και την αλληλοβοήθεια με τους άλλους συνεργάτες. Ιδιαίτερα, εισάγοντας τις θεωρητικές έννοιες της "εγκατεστημένης μάθησης" και της "νομιμοποιημένης περιφερειακής συμμετοχής", ο Edwards μελετά πώς οι μαθησιακές διαδικασίες αυτές συμβάλουν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μιας επιστημικής κοινότητας, που αναπτύσσει λογισμικό ανοικτού κώδικα. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εννοιών φαίνεται να είναι καρποφόρος και ικανός να εξηγήσει μερικές από τις εμπειρικές παρατηρήσεις τέτοιων κοινοτήτων, ρίχνοντας άπλετο φως στα ζητήματα της κατανόησης των κινήτρων, της συμπεριφοράς και της δυναμικής των ομάδων, που εμπλέκονται σε τέτοια έργα. Στο Κεφάλαιο 7, γίνεται μια συζήτηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας για την πληροφορική στην εκπαίδευση. Το βασικό ερώτημα, που τίθεται, είναι αν τελικά το μάθημα της πληροφορικής ,έτσι όπως διδάσκεται, υπηρετεί τον αρχικό στόχο της πολιτικής, με τον οποίο οι υπολογιστές εισέβαλλαν στην εκπαίδευση. Εξετάζονται κάποια προβλήματα, που έχει η χρήση του κλειστού-εμπορικού λογισμικού στην εκπαίδευση. Παρατίθενται μια σειρά από πλεονεκτήματα για τη χρήση του λογισμικού ανοικτού κώδικα στην εκπαίδευση, τα οποία του προσδίδουν σαφώς μεγαλύτερη παιδαγωγική αξία. Βεβαίως, σχολιάζονται τα συνήθη επιχειρήματα εναντίον του λογισμικού ανοικτού κώδικα. Στο τέλος, γίνεται μια προσπάθεια να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα και να διατυπωθούν κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις για τις ευεργετικές δυνατότητες, που έχει το λογισμικό αυτό στις εκπαιδευτικές και μαθησιακές διαδικασίες. Στο Κεφάλαιο 8, περιγράφουμε μια σειρά από λογισμικά ανοικτού κώδικα, που ήδη χρησιμοποιούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση. Πρόκειται για λογισμικό σε σχέση με εφαρμογές γραφείου, επεξεργασίας εικόνας και διαφόρων οπτικοποιήσεων (visualizations) - π.χ., σχημάτων και γραφικών παραστάσεων - εφαρμογών στα μαθηματικά, στη διαχείριση βάσεων δεδομένων, στο Internet κ.λπ. Τέλος, κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των περιεχομένων του έργου KDE-Edutainment, μιας προσπάθειας για την ανάπτυξη λογισμικού ανοικτού κώδικα, που συνδυάζει μάθηση και διασκέδαση. Σαν Παράρτημα, στο Κεφάλαιο 9, δίνουμε έναν κατάλογο χρήσιμων ιστοσελίδων και ιστοτόπων, στους οποίους μπορούν να βρεθούν πολλές περισσότερες πληροφορίες για το λογισμικό ανοικτού κώδικα και τις εφαρμογές του στην εκπαίδευση. / Not available
62

Τεχνικές και συστήματα διαχείρισης γνώσης στο διαδίκτυο / Techniques and systems for knowledge management on the Web

Μαρκέλλου, Πηνελόπη 25 June 2007 (has links)
Ο Παγκόσμιος Ιστός Πληροφοριών (Web) χαρακτηρίζεται σαν ένα περιβάλλον αχανές, ετερογενές, κατανεμημένο και πολύπλοκο με αποτέλεσμα να είναι δύσκολος ο αποδοτικός χειρισμός των δεδομένων των e-εφαρμογών με βάση παραδοσιακές μεθόδους και τεχνικές. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην απαίτηση για σχεδιασμό, ανάπτυξη και υιοθέτηση «ευφυών» εργαλείων που θα επιλέξουν και θα εμφανίσουν στο χρήστη την κατάλληλη πληροφορία, στον κατάλληλο χρόνο και με την κατάλληλη μορφή. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με το πρόβλημα της εξόρυξης «κρυμμένης» γνώσης από συστήματα και εφαρμογές ηλεκτρονικής μάθησης (e-learning), ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce) και επιχειρηματικής ευφυΐας (business intelligence) με κύριο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της απόδοσης των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους τελικούς χρήστες. Συγκεκριμένα, τα ερευνητικά αποτελέσματα επικεντρώνονται στα ακόλουθα: α) Μεθοδολογίες, τεχνικές και προτεινόμενοι αλγόριθμοι εξόρυξης «κρυμμένης» γνώσης από e-εφαρμογές λαμβάνοντας υπόψη τη σημασιολογία των δεδομένων, β) Παραγωγή εξατομικευμένων εκπαιδευτικών εμπειριών, γ) Παραγωγή αποδοτικών συστάσεων για την αγορά online προϊόντων, δ) Παραγωγή επιστημονικών και τεχνολογικών δεικτών από διπλώματα ευρεσιτεχνίας για την ανάδειξη του επιπέδου καινοτόμου δραστηριότητας μιας αγοράς, ε) Προτάσεις για μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις που επεκτείνουν τις τεχνικές εξόρυξης γνώσης σε πιο σύνθετους τύπους εφαρμογών και αναδεικνύουν νέες ερευνητικές ευκαιρίες. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια προσέγγιση για την υποστήριξη εξατομικευμένου e-learning όπου η δομή και η σχέση των δεδομένων και των πληροφοριών παίζουν ουσιαστικό ρόλο. Ο προτεινόμενος αλγόριθμος βασίζεται σε μια οντολογία (ontology) η οποία βοηθά στη δόμηση και στη διαχείριση του περιεχομένου που σχετίζεται με μια δεδομένη σειρά μαθημάτων, ένα μάθημα ή ένα θεματικό. Η διαδικασία χωρίζεται σε δύο στάδια: στις offline ενέργειες προετοιμασίας των δεδομένων, δημιουργίας της οντολογίας και εξόρυξης από δεδομένα χρήσης (usage mining) και στην online παροχή της εξατομίκευσης. Το σύστημα βρίσκει σε πρώτη φάση ένα αρχικό σύνολο συστάσεων βασισμένο στην οντολογία του πεδίου και στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα frequent itemsets (συχνά εμφανιζόμενα σύνολα στοιχείων) για να το εμπλουτίσει, λαμβάνοντας υπόψη την πλοήγηση άλλων παρόμοιων χρηστών (similar users). Με τον τρόπο αυτό, μειώνουμε το χρόνο που απαιτείται για την ανάλυση όλων των frequent itemsets και των κανόνων συσχέτισης. Εστιάζουμε μόνο σε εκείνα τα σύνολα που προέρχονται από το συνδυασμό της ενεργούς συνόδου (current session) του χρήστη και των συστάσεων της οντολογίας. Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση ανακουφίζει και το πρόβλημα των μεγάλων χρόνων απόκρισης, το οποίο μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει στην εγκατάλειψη του e-learning συστήματος. Αν και η εξατομίκευση απαιτεί αρκετά βήματα επεξεργασίας και ανάλυσης, το εμπόδιο αυτό αποφεύγεται με την εκτέλεση σημαντικού μέρους της διαδικασίας offline. Στο δεύτερο κεφάλαιο μελετάται το πρόβλημα της παραγωγής προτάσεων σε μια εφαρμογή e-commerce. Τα συστήματα συστάσεων (recommendations systems ή RSs) αποτελούν ίσως την πιο δημοφιλή μορφή εξατομίκευσης και τείνουν να μετατραπούν στις μέρες μας σε σημαντικά επιχειρησιακά εργαλεία. Η προτεινόμενη υβριδική προσέγγιση στοχεύει στην παραγωγή αποτελεσματικών συστάσεων για τους πελάτες ενός online καταστήματος που νοικιάζει κινηματογραφικές ταινίες. Η γνώση για τους πελάτες και τα προϊόντα προκύπτει από δεδομένα χρήσης και τη δομή της οντολογίας σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις-βαθμολογίες των πελατών για τις ταινίες καθώς και την εφαρμογή τεχνικών ταιριάσματος «όμοιων» πελατών. Όταν ένα ή περισσότερα κριτήρια ταιριάσματος ικανοποιούνται, τότε άλλες ταινίες μπορούν να προσδιοριστούν σύμφωνα με το οντολογικό σχήμα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτές που ο πελάτης έχει ήδη νοικιάσει. Στην περίπτωση ενός νέου πελάτη όπου το ιστορικό του είναι κενό, πληροφορίες από την αίτηση εγγραφής του αναλύονται ώστε να ταξινομηθεί σε μια συγκεκριμένη κλάση πελατών και να παραχθούν προτάσεις με βάση το οντολογικό σχήμα. Αυτή η ολοκλήρωση παρέχει πρόσθετη γνώση για τις προτιμήσεις των πελατών και επιτρέπει την παραγωγή επιτυχημένων συστάσεων. Ακόμη και στην περίπτωση του «cold-start problem» όπου δεν είναι διαθέσιμη αρχική πληροφορία για τη συμπεριφορά του πελάτη, η προσέγγιση μπορεί να προβεί σε σχετικές συστάσεις. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται το πρόβλημα της εξόρυξης γνώσης από καταχωρήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που καταδεικνύουν το επίπεδο της καινοτόμου δραστηριότητας μιας αγοράς. Η προτεινόμενη προσέγγιση αφορά στην εφαρμογή τεχνικών Text Mining σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας που βρίσκονται καταχωρημένα σε βάσεις δεδομένων διαφόρων διεθνών οργανισμών διαχείρισής τους, με στόχο την παραγωγή επιστημονικών και τεχνολογικών δεικτών για την ανάδειξη του επιπέδου καινοτομίας μιας αγοράς και συνεπώς την επιχειρηματική ευφυΐα. Αρχικά τα δεδομένα καθαρίζονται προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητά τους πριν την επεξεργασία. Στη συνέχεια εφαρμόζονται δύο τύποι επεξεργασίας η απλή ανάλυση (simple analysis) και η στατιστική ανάλυση (statistical analysis). Στην πρώτη περίπτωση παράγονται γραφήματα που συσχετίζουν τις πληροφορίες π.χ. κύριοι τομείς ανάπτυξης σε μια χώρα. Στη δεύτερη περίπτωση αναλύονται γλωσσολογικά τα πεδία title και abstract των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ομαδοποιούνται τα λήμματα των λέξεων. Στη συνέχεια πάνω στα δεδομένα εφαρμόζονται τεχνικές correspondence και clustering analysis έτσι ώστε αυτά να ομαδοποιηθούν σύμφωνα με τις τεχνολογίες στις οποίες αναφέρονται. Τα clusters πλέον αυτά προβάλλονται όπως και στην απλή ανάλυση παρέχοντας στο χρήστη μια πιο λεπτομερή απεικόνιση της πληροφορίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ο συνδυασμός των αναλύσεων που εφαρμόζονται με βάση την προτεινόμενη μεθοδολογία επιτρέπει την αποτύπωση των τεχνολογικών εξελίξεων και καινοτομιών. Οι δείκτες που παράγονται είναι πολύ σημαντικοί αφού μπορούν να ποσοτικοποιήσουν τις πληροφορίες που αφορούν σε συγκεκριμένες τεχνολογίες. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να παράγουμε δείκτες για τη δραστηριότητα συγκεκριμένων φορέων, εφευρετών, χωρών, κλπ. Τέλος, τεχνολογικοί δείκτες που υποδεικνύουν μελλοντικές ελπιδοφόρες τεχνολογίες καθώς και ποιοι φορείς θα είναι πρωτοπόροι σε αυτές μπορούν να εξαχθούν. / The World Wide Web (Web) has been characterized as a vast, heterogeneous, distributed and complicated environment resulting in difficulties for the efficient handling of e-applications’ data with traditional methods and techniques. This leads to the requirement for designing, implementing and adopting “intelligent” tools, able to select and present to the user the suitable information, at the suitable time and in the suitable form. The present dissertation deals with the problem of mining “hidden” knowledge from systems and applications of electronic learning (e-learning), electronic commerce (e-commerce) and business intelligence (BI), aiming mainly at the improvement of quality and performance of the services provided to the end-users. Specifically, the results are focused on the following: a) Methodologies, techniques and proposed algorithms of mining hidden knowledge from e-applications taking into consideration the semantics of data, b) Production of personalized educational experiences, c) Generation of efficient recommendations for the online purchase of products, d) Discovery of scientific and technological indicators in patents that indicate the level of innovation activity of a market, e) Proposals for future research directions that extend the techniques of knowledge mining to more complex types of applications and indicate new research opportunities. The first chapter presents an approach for the support of personalized e-learning in the cases where the structure and the relation of data and information play essential role. The proposed algorithm is based on an ontology which helps in structuring and managing the content that is related with a given course, a lesson or a topic. The process is decomposed into two stages: the offline phase of data preparation, ontology creation and data usage mining and the online phase of producing personalization. The system finds a initial set of recommendations based on the ontology of the domain and then identifies a set of frequent itemsets (sets of items observed often) in order to enrich the initial recommendations, taking into consideration the navigation of other similar users. In this way, we decrease the time required for the analysis of all the frequent itemsets and association rules, by focusing only on those sets that derive from the combination of the current active session of the user and the ontology recommendations. Moreover, this approach also alleviates the problem of long response times that can lead to the abandonment of the system. Even if the personalization requires considerable steps of preparation and analysis, this obstacle is avoided with the implementation of important part of the process offline. The second chapter studies the problem of recommendations’ production in an e-commerce application. Recommendation systems or RSs constitute perhaps the most popular form of personalization and they tend to become in our days an important business tool. The proposed hybrid approach aims in the production of effective recommendations for the customers of an online shop that rents movies. The knowledge for the customers and the movies results from usage data and the structure of an ontology in combination with customer rates about the movies, as well as with the application of matching techniques for discovering similar customers. When one or more matching criteria are satisfied, then other movies can be specified according to the ontological schema that has similar characteristics with those that the customer already has rented. In the case of a new customer with no history information, data from his registration form are analyzed so that he is categorized in a specific group of customers and the recommendations are based on the ontology. This integration provides additional knowledge for the preferences of customers and allows the production of successful recommendations. Even in the case of cold-start problem where initial information on the customer’s behavior is not available, the approach can produce qualitative and relatively precise recommendations. Finally, the third chapter describes the problem of mining knowledge from patent registrations which indicate the level of innovation activity of a market. The proposed approach concerns the application of Text Mining techniques in patents retrieved from the databases of various national and international Patent Offices, aiming at the production of scientific and technological indicators of the innovation level of a market activity and consequently business intelligence. Initially, the data are cleaned in order to improve their quality before the analysis steps. Then two types of analysis are applied on the data: simple analysis and statistical analysis. In the first case, several charts are produced that connect the information e.g. main sectors of development in a country. In the second case, the title and abstract fields of the patents are linguistically analyzed and the lemmas of words are grouped. Then correspondence and clustering analysis are applied. The produced clusters are depicted as in the simple analysis providing the user with a detailed representation of patent information. The combination of analyses that are applied based on the proposed methodology allows the identification of technological evolutions and innovations. The produced indicators are very important since they can quantify the information that concerns specific technologies. In this way, we can produce indicators for the activity of specific institutions, inventors, countries, etc. Finally, technological indicators about the potential emerging technologies as well as the institutions that will be pioneers can be exported.
63

Διερεύνηση της δυνατότητας εκπονήσεως ενός πραξιοκεντρικού προγράμματος για το νηπιαγωγείο

Καραΐνδρου, Αθανασία 16 January 2009 (has links)
Η συγκεκριμένη εργασία διερευνά τη δυνατότητα εκπονήσεως ενός πραξιοκεντρικού προγράμματος για το Νηπιαγωγείο. Αρχικά, μελετάται η εξελικτική πορεία των προγραμμάτων προσχολικής αγωγής μέχρι και σήμερα. Στη συνέχεια, διερευνάται η δυνατότητα και ο τρόπος εκπονήσεως ενός τέτοιου αυτενεργητικού προγράμματος στα πλαίσια του σύγχρονου Νηπιαγωγείου. Ο συγγραφέας, συγκεκριμένα, επικεντρώνεται στην προσπάθεια διαμόρφωσης προγραμμάτων προσχολικής αγωγής προκειμένου να βοηθηθούν τα νήπια να γίνουν παραγωγικά και υπεύθυνα μέλη της κοινωνίας. Άλλωστε με την εισαγωγή του παιδιού στο Νηπιαγωγείο, παρατηρείται μετάβασή απ’ το οικογενειακό περιβάλλον, στο άγνωστο περιβάλλον του κοινωνικού πλαισίου. Κατά συνέπεια, αρχίζει να προγεύεται τους κανόνες της κοινωνικής ή ηθικής συμβίωσης και να σχηματοποιεί τις βάσεις της προσωπικότητάς του. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι παιδαγωγικώς κατάλληλες ευκαιρίες για σκέψη, μάθηση, δράση και συμμετοχή εξασφαλίζονται μόνο σε ένα καλώς οργανωμένο και σκοπίμως διαρθρωμένο παιδαγωγικό περιβάλλον. Έτσι, προϋπόθεση των παραπάνω αποτελεί η εφαρμογή ενός προγράμματος στο Νηπιαγωγείο, που «αναδύεται και βιώνεται», «συν- δημιουργείται» από τα νήπια και τη νηπιαγωγό, με τις πράξεις τους και τις επιδράσεις τους καθώς και με την αλληλοεμπλοκή της ζωής τους. Κατά την άποψή μας, όποιο πρόγραμμα και αν επιλέξει μια νηπιαγωγός να εφαρμόσει, πρέπει να θέτει ως βασική αρχή τη δυνατότητα να αναλαμβάνουν τα νήπια πρωτοβουλίες, καθώς και να έχουν την ευθύνη για τη μάθησή τους. Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η κρισιμότητα της πρώιμης αυτής ηλικίας των παιδιών «απαιτεί» ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση στα εφαρμοζόμενα προσχολικά προγράμματα, διότι αυτά θα «αναδείξουν» τους πολίτες του 21ου αιώνα. / The particular work investigates the possibility of development of an action- central program for the Kindergarten. Initially, is studied the evolutionary course of programs of preschool education until today. Afterwards, are investigated the possibility and the way of development of such auto- energetic program in the frames of modern Kindergarten. The writer, concretely, is focused in the effort of configuration of programs of preschool education so that they be helped the infants become productive and responsible members of society. Moreover, with the import of child in the Kindergarten, is observed passage by the familial environment, in the unknown environment of social frame. Accordingly, it begins tasting the rules the social or moral living together and it shapes the bases of his personality. Besides, it is pointed out that the pedagogically suitable occasions for thought, learning, action and attendance are ensured only in a well organised and deliberately structured pedagogic environment. Thus, condition more constitutes the application of program in the Kindergarten, that “emerges and experiences”, “plus is created” by the infants and the nursery teacher, with their action and their effects as well as with the entanglement of their lives. At our opinion, any program if a nursery teacher selects to applying, it should it places as basic beginning the possibility of undertaking the children’s initiatives, as well as of having the responsibility for their learning. Finally, it’s judged advisable that the gravity of this precocious age of children “requires” particular attention and accent in the applied preschool programs, because these would “elect” the citizens of 21st century.
64

Δια βίου μάθηση : μια συγκριτική μελέτη πολιτικών και πρακτικών στο παράδειγμα Ελλάδας και Ιρλανδίας

Πανδής, Προκόπης 07 December 2010 (has links)
Η μελέτη αυτή έχει ως βασική επιδίωξη την καταγραφή, τη συστηματική παρουσίαση και τη σύγκριση των πολιτικών Δια βίου μάθησης στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Στόχος είναι να αποκτηθεί ολοκληρωμένη εικόνα για τις πολιτικές αντιλήψεις, τους θεσμούς και τις πρακτικές Δια Βίου μάθησης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών. Επιπλέον στόχος, η ανίχνευση της σχέσης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπερεθνικές πολιτικές) με τις εκπαιδευτικές πολιτικές Ελλάδας και Ιρλανδίας (εθνικές πολιτικές). Για την επίτευξη των στόχων της έρευνας χρησιμοποιείται η συγχρονική συγκριτική μέθοδος, η οποία αφορά τη μελέτη του εκπαιδευτικού φαινομένου σε διαφορετικούς χώρους αλλά στον ίδιο χρόνο. Η διαδρομή που ακολουθεί η έρευνα είναι: αφήγηση των γεγονότων, κατανόηση και ερμηνεία. Οι κατηγορίες σύγκρισης και ανάλυσης των δύο χωρών είναι πέντε και είναι το ιστορικό υπόβαθρο, το νομοθετικό πλαίσιο, η χρηματοδότηση, οι φορείς και οι δομές Δια Βίου μάθησης καθώς επίσης η συμμετοχή στη Δια Βίου μάθηση και οι δείκτες της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Τα συμπεράσματα της διατριβής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω: Oι δύο χώρες ξεκίνησαν την προσπάθεια για δημιουργία ολοκληρωμένης πολιτικής Δια Βίου μάθησης από διαφορετική αφετηρία, εξαιτίας του ιστορικού τους υπόβαθρου. H Ιρλανδία, αν και στο νομοθετικό τομέα της Δια Βίου έχει μεγαλύτερο παρελθόν, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να εκμεταλλευτεί την εμπειρία της και να δημιουργήσει ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο, που να καθορίζει τη δομή και τη λειτουργία του συνόλου της Δια Βίου μάθησης στη χώρα. Αντίθετα, η Ελλάδα παρά την σχετική απειρία και την έλλειψη νομοθετικού παρελθόντος γύρω από θέματα Δια Βίου μάθησης ψήφισε ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τη Δια Βίου. Οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει παρόμοιες δομές για την ανάπτυξη και την προώθηση της Δια Βίου, ακολουθώντας τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ Ιρλανδίας και Ελλάδας: Στην Ιρλανδία πέρα από τους δημόσιους φορείς και τις αυτόνομες δομές, δραστηριοποιούνται δύο μεγάλοι ιδιωτικοί/εθελοντικοί φορείς, ο AONTAS και η NALA. Η διαδρομή που είχαν να καλύψουν οι δύο χώρες απέχει πάρα πολύ, κάτι που τελικά αποτυπώνεται σήμερα στους συγκριτικούς δείκτες και εν τέλει στα ποσοστά συμμετοχής στη Δια Βίου μάθηση (2,1% η συμμετοχή στη Δια Βίου στην Ελλάδα για το έτος 2007 και 7,6% το αντίστοιχο ποσοστό για την Ιρλανδία). Πριν την Λισσαβόνα, η Ιρλανδία ήταν πιο κοντά σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «υπάκουη» ευρωπαϊκή χώρα, σε σχέση με τις πολιτικές Δια Βίου μάθησης. Οι δύο χώρες, μετά την Λισσαβόνα (2000), είναι εξίσου «υπάκουες» στις ευρωπαϊκές επιθυμίες και οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν επιβληθεί (σχεδόν πλήρως) στις εθνικές πολιτικές. / The purpose of this study is to detect, present and compare the lifelong learning policies in Greece and Ireland. The main aim is to obtain an integrated view about the political perceptions, the institutions and the practices of lifelong learning in the national education systems of those two countries. An additional target is to trace the relation between the supra-national education policies and the national educational policies. In order to achieve the forth mentioned targets the comparative method is used. The route of the study is: narration of the phenomena, comprehension and finally interpretation. There are five categories of comparison and analysis between the two countries: historical background, legislative framework, financing, structures, participation in lifelong learning as well as the indicators of the Lisbon Strategy. The conclusions of the study can be summarized in the followings: these two countries began their efforts for the formation of a coherent lifelong learning policy from a totally different starting point, due to their historical background. In the legislative field, Ireland has greater tradition (mainly in education training) but until today has not yet create o coherent legislative framework for lifelong learning. On the other hand, Greece despite the lack of experience has created (in 2005) a coherent legislative framework for lifelong learning. The two countries have also developed similar structures to promote and to develop lifelong learning, following the guidelines from the European Union. The greatest diversification between those two countries is the involvement of the private sector. In Ireland, AONTAS and NALA, which are private-volunteer structures, are mega actors in the field of lifelong learning while in Greece there is almost no interest from the private sector for the lifelong learning policies. Today, the participation percentage in lifelong learning activities shows a 5,5% difference between the two countries, as Ireland has a 7,6% of participation in lifelong learning while Greece has only a 2,1% being the worst country in European Union. Finally, we could say that both countries are very obedient to the wills of European Union and the supra national policies have overruled the national policies.
65

Αυτόματη παραγωγή έμπειρων συστημάτων με συντελεστές βεβαιότητας από σύνολα δεδομένων / Automatic generation of expert systems with certainty factors from datasets

Κόβας, Κωνσταντίνος 11 August 2011 (has links)
Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι η έρευνα πάνω στον τομέα της αυτόματης παραγωγής έμπειρων συστημάτων, ανακαλύπτοντας γνώση μέσα σε σύνολα δεδομένων και αναπαριστώντας την με την μορφή κανόνων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μέθοδο επιτηρούμενης μάθησης όπως η εξόρυξη κανόνων ταξινόμησης, ωστόσο ο στόχος δεν είναι αποκλειστικά η ταξινόμηση, αλλά και η τήρηση σημαντικών προδιαγραφών ενός έμπειρου συστήματος όπως η επεξήγηση, η ενημέρωση για νέα δεδομένα κ.α. Στα πλαίσια της προπτυχιακής μου εργασίας αναπτύχθηκε ένα εργαλείο που είχε σκοπό την σύγκριση μεθόδων για συνδυασμό αβέβαιων συμπερασμάτων για το ίδιο γεγονός, στο μοντέλο των Συντελεστών Βεβαιότητας. Το εργαλείο έδινε την δυνατότητα να παραχθούν Έμπειρα Συστήματα (στη γλώσσα CLIPS) που χρησιμοποιούν τις παραπάνω μεθόδους. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση του τομέα της μηχανικής μάθησης και η επέκταση του υπάρχοντος εργαλείου, ώστε να παράγει έμπειρα συστήματα με έναν πιο αυτόματο, αποδοτικό και λειτουργικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα τροποποιήθηκε η αρχιτεκτονική για την υποστήριξη μεταβλητών εξόδου με περισσότερες από δυο κλάσεις (Multiclass Classification). Επίσης έγινε επέκταση ώστε να μπορούν να εξαχθούν κανόνες για περισσότερες μεταβλητές του συνόλου δεδομένων (εκτός δηλαδή από την μεταβλητή εξόδου), για τις οποίες δεν χρειάζεται πλέον να γνωρίζει τιμές ο τελικός χρήστης του έμπειρου συστήματος. Η επέκταση αυτή δίνει την δυνατότητα να σχεδιαστούν πιο πολύπλοκες ιεραρχίες κανόνων, που ακολουθούν μια δενδρική δομή, εύκολα ερμηνεύσιμη από τον άνθρωπο. Το μοντέλο συντελεστών βεβαιότητας επανασχεδιάστηκε, ενώ πλέον προσφέρεται και ένας εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού των συντελεστών βεβαιότητας των κανόνων ταξινόμησης ο οποίος βασίζεται στον ορισμό τους στο έμπειρο σύστημα MYCIN. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε μη ισορροπημένα σύνολα δεδομένων η μέθοδος αυτή ευνοεί την πρόβλεψη για την κλάση μειοψηφίας. Τεχνικές επιλογής υποσυνόλων χαρακτηριστικών, δίνουν την δυνατότητα αυτοματοποίησης σε μεγάλο βαθμό της διαδικασίας παραγωγής του έμπειρου συστήματος με τρόπο αποδοτικό. Άλλες προσθήκες είναι η δυνατότητα δημιουργίας συστημάτων που μπορούν να ενημερώνονται δυναμικά αξιοποιώντας νέα δεδομένα για το πρόβλημα, η παραγωγή κανόνων και συναρτήσεων για την αλληλεπίδραση με τον χρήστη, η παροχή γραφικού περιβάλλοντος για το παραγόμενο έμπειρο σύστημα κ.α. / The main objective of this thesis is to present a method for automatic generation of expert systems, by extracting knowledge from datasets and representing it in the form of production rules. We use a supervised machine learning method, resembling Classification Rule Mining, although classification is not our only goal. Important operational characteristics of expert systems, like explanation of conclusions and dynamic update of the knowledge base, are also taken into account. Our approach is implemented within an existing tool, initially developed by us to compare methods for combining uncertain conclusions about the same event, based on the uncertainty model of Certainty Factors. That tool could generate Expert Systems (in CLIPS language) that use the above methods. The main aim of this thesis is to do research mainly on the field of machine learning in order to enhance the above mentioned tool for generating Expert Systems in a more automatic, efficient and functional fashion. More specifically, the architecture has been modified to support output variables classified in more than two classes (Multiclass Classification). An extension of the system made it possible to generate classification rules for additional variables (apart from the output variable), for which the final user of the expert system cannot provide values. This gives the ability to design more complex rule hierarchies, which are represented in an easy-to-understand tree form. Furthermore, the certainty factors model has been revised and an additional method of computing them is offered, following the definitions in MYCIN’s model. Experimental results showed improved performance, especially for prediction of minority classes in imbalanced datasets. Feature ranking and subset selection techniques help to achieve the generation task in a more automatic and efficient way. Other enhancements include the ability to produce expert systems that dynamically update the certainty factors in their rules, the generation of rules and functions for interaction with the end-user and a graphical interface for the produced expert system.
66

Εμπλουτισμός στατιστικού ελέγχου ποιότητας με τεχνικές μηχανικής μάθησης / Augmenting statistical quality control with machine learning techniques

Φουντουλάκη, Αικατερίνη 09 January 2012 (has links)
Η παρούσα διατριβή αφορά στην ολοκλήρωση των μεθόδων Στατιστικού Ελέγχου Ποιότητας με τεχνικές Μηχανικής Μάθησης, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών των σύγχρονων επιχειρήσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση, έγινε αρχικά μια λεπτομερής ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας για τον εντοπισμό και την αναγνώριση των σημαντικότερων ελλείψεων του Στατιστικού Ελέγχου Ποιότητας. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές Μηχανικής Μάθησης για την αντιμετώπιση των παραπάνω ελλείψεων. Πιο συγκεκριμένα, προτάθηκε μια μεθοδολογία για αναγνώριση μέσων μετατοπίσεων σε αυτοσυσχετιζόμενα δεδομένα πολυμεταβλητών διεργασιών, τα οποία συναντώνται πολύ συχνά σε πραγματικές διεργασίες. Η προτεινόμενη μεθοδολογία δοκιμάζεται και ελέγχεται ως προς την απόδοσή της και την ικανότητά της για εφαρμογή σε δεδομένα διαφορετικής φύσεως σε δυο μελέτες περίπτωσης. Τα αποτελέσματα από τις μελέτες αυτές είναι ενθαρρυντικά καθώς επιτεύχθηκαν αρκετά υψηλά ποσοστά επιτυχών αναγνωρίσεων μέσων μετατοπίσεων. Η διατριβή ολοκληρώνεται με παράθεση μιας σειράς συμπερασμάτων, ανάδειξη της συμβολής της προτεινόμενης μεθοδολογίας και υπόδειξη μελλοντικών ερευνητικών κατευθύνσεων για την επέκτασή της. / This thesis concerns the integration of Statistical Quality Control methods with Machine Learning techniques for covering contemporary business needs. The proposed approach took into account a thorough review of the literature, which identified the major shortcomings of Statistical Quality Control. A consideration of Machine Learning techniques with respect to the above shortcomings was then performed. More specifically, a methodology was proposed for identifying mean shifts in auto-correlated multivariate data processes, which occurs very often in real processes. The proposed approach was tested through two different case studies for its performance and ability to implement data of different type. The results of these case studies were encouraging as quite high rates were achieved for the successful recognition of mean shifts. The thesis concludes by listing a series of findings, highlighting the contribution of the proposed approach and suggesting a series of future research directions.
67

Σύνθεση περιλήψεων από σχόλια χρηστών για προϊόντα και υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου / Extractive summarization of user opinions for online products and services

Besharat, Jeries F. 14 February 2012 (has links)
Ο στόχος της διπλωματικής εργασίας είναι διττός: 1.Εξαγωγή απόψεων που αφορούν τα προϊόντα 2.Περίληψη των απόψεων Η εξαγωγή απόψεων αναφέρεται σε μια ευρεία περιοχή επεξεργασίας της φυσικής γλώσσας, υπολογιστικής γλωσσολογίας και εξόρυξης κειμένου. Σε γενικές γραμμές, έχει ως στόχο να εντοπίσει τη στάση του ομιλητή ή συγγραφέα σε σχέση με κάποιο θέμα. Οι απόψεις του μπορούν να εκφράζουν κρίση ή αξιολόγηση, τη συναισθηματική του κατάσταση ή την προβλεπόμενη συναισθηματική επικοινωνία. H αυτόματη εξαγωγή περίληψης είναι η δημιουργία μιας συντομευμένης εκδοχής του αρχικού κειμένου. Η συνεισφορά της συγκεκριμένης διπλωματικής εργασίας εντοπίζεται στα ακόλουθα σημεία. Αρχικά βοηθά τον ενδιαφερόμενο αγοραστή κάποιου προϊόντος να σχηματίσει μια γενική εικόνα για το προϊόν. Επίσης, δίνει την δυνατότητα στον κατασκευαστή να δει τις εντυπώσεις των χρηστών για το συγκεκριμένο προϊόν και αναλόγως να προχωρήσει σε βελτιώσεις του ή να επιλύσει διάφορα προβλήματα που μπορεί να παρουσιάζει. / In recent years the nancial transactions via the web increase. This leads the Internet to become an important mean of nancial transactions. Transactions on the Internet di er from traditional in many ways including: communication, market segmentation, distribution costs and price. An expression of such transactions is electronic commerce (e-commerce). E-commerce refers in buying and selling products or services through electronic systems. A large percentage of electronic commerce conducted entirely electronically for virtual items such as access to content on a site, but the bulk of e-commerce business involves the transportation of tangible assets such as products. The recent increase is the content generated by users (User Generated Content), dramatically reshaping the marketing. Internet users today can cite comments and views on various issues. Part of such views out and e-commerce. Each user buys a product, can write his opinion on this and thus carry information to other users who might be interested. The objective of this thesis is twofold: • Export of major coreference chains of the comments related to products • Text summary based on the sentences from the candidate set of chains The chains export refers to a wide range of natural language processing, computational linguistics and text mining. In general, aims to identify the main subject of the comment by using the references, also where the writer is referred in each sentence (a general view of the product or for a speci c element) and calculating the coherence of the summary (text coherence). H automatic synthesis of the abstract is to create an abridged version of the original text from one software. The product of this process still contains the most important points of the original text. The phenomenon of information overload means that access to consistent and well-developed summaries are vital. As the access to data increases, so does the interest in automatic summarization. In the proposed research there should be studied and solved speci c challenges in this scope. An example might be the fact that the data are dynamic and change over time. Also, users can update their reviews for the same product or even replace them entirely with a new perspective. Another challenge is the fact that the products are upgraded over time and hence the views that evaluate or criticize respectively. The contribution of this thesis lies in the following points. Originally helps the potential buyer of a product to get a general picture of the product without having to read all the comments made. It also enables the manufacturer to see the user experience on the product and accordingly proceed to improvements or to resolve various problems that may be.
68

Η κοινωνία της γνώσης στη μεταβιομηχανική εποχή / The knowledge society to the post-industrial era

Γαβαλά, Ελένη 01 October 2012 (has links)
Ο 20ος αιώνας θεωρείται ως ο αιώνας της ακμής αλλά και του τέλους της βιομηχανικής κοινωνίας, ενώ ο 21ος ως η απαρχή μιας καινούργιας εποχής η οποία κυριαρχείται από μια νέα μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας. Η νέα αυτή μορφή της κοινωνίας χαρακτηρίζεται ως Κοινωνία της Γνώσης. Το νόημα, όμως, που λαμβάνει το εκφώνημα Κοινωνία της Γνώσης δεν αφορά σε μία μορφωτική διαδικασία που απευθύνεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και συνιστά συλλογική ευθύνη της κρατικά οργανωμένης κοινωνίας. Η ανάδυση αυτού του νέου τύπου κοινωνίας σχετίζεται άμεσα με το πέρασμα από τις βιομηχανικές κοινωνίες στις μεταβιομηχανικές και τις αλλαγές που εκτυλίσσονται όσον αφορά τις βασικές αξίες τους, την κοινωνική και πολιτική δομή τους καθώς και τους βασικούς θεσμούς τους. Η παρούσα Διπλωματική Εργασία έχει ως στόχο να διερευνήσει το ρόλο της γνώσης στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες μέσα από τις απόψεις τόσο των υπέρμαχων της Κοινωνίας της Γνώσης όσο και των υπερασπιστών του προτάγματος του Διαφωτισμού ώστε να καταδειχθεί στο τέλος η ανάγκη για μια γενική παιδεία έναντι της απόλυτης εξειδίκευσης. / The 20th century is considered as the century of prosperity and the end of industrial society, and the 21st as the beginning of a new era dominated by a new form of economic and social organization and operation. This new form of society is characterized as a knowledge society. The point, however, received the Society of Knowledge broadcasters does not relate to a cultural process that appeals to all members of society and a collective responsibility of government organized society. The emergence of this new type of society is directly related to the transition from post-industrial societies and the changes taking place in basic values, social and political structure and the key institutions. The present thesis aims to investigate the role of knowledge in postindustrial societies through the views of proponents of the knowledge society and the defenders of the Enlightenment project to show in the end the need for a general education versus absolute specialization .
69

Περιβάλλοντα διαδικτυακών παιχνιδιών μεγάλου πλήθους παικτών και μάθηση

Βούλγαρη, Ηρώ 10 June 2013 (has links)
Η παρούσα έρευνα εντάσσεται στο πεδίο της διερεύνησης των περιβαλλόντων Διαδικτυακών Παιχνιδιών Μεγάλου Πλήθους Παικτών (ΔΠΜΠΠ) σε σχέση με το μαθησιακό δυναμικό τους. Προτείνεται ένα πλαίσιο διερεύνησης της μάθησης σε ΔΠΜΠΠ, στο οποίο συνδυάζεται η γνωστική, η συναισθηματική και η κοινωνική διάσταση της μάθησης και ένα εννοιολογικό μοντέλο που συμπεριλαμβάνει χαρακτηριστικά του παίκτη, της ομάδας, της δραστηριότητας, του σχεδιασμένου και του κοινωνικού περιβάλλοντος, και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των παικτών. Επιπλέον, χαρτογραφείται βάσει αυτού του πλαισίου, η περιοχή των ΔΠΜΠΠ σε σχέση με παράγοντες που αφορούν άμεσα ή έμμεσα την ανάπτυξη διαδικασιών μάθησης. Ακολουθήθηκε Μικτή Μεθοδολογία Έρευνας, με το συνδυασμό ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η σφαιρικότερη κατανόηση των φαινομένων που αναδύονται. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν μέσω συμμετοχικής παρατήρησης σε περιβάλλοντα ΔΠΜΠΠ (σημειώσεις πεδίου, βίντεο, εικόνες), μέσω παρατήρησης σε σχετικούς διαδικτυακούς τόπους και fora (συζητήσεις παικτών, οδηγούς παιχνιδιού), από βίντεο καταγραφής παιχνιδιού εθελοντών παικτών, ατομικές και ομαδικές συνεντεύξεις με παίκτες ΔΠΜΠΠ και ερωτηματολόγια. Από την ανάλυση των δεδομένων (ποιοτική, στατιστική) αναδύθηκε ένα σύνολο φαινομένων και παραγόντων που αφορούν δημογραφικά στοιχεία των παικτών, τα κίνητρα παιχνιδιού, τον προσδιορισμό και την ανάδειξη της εμπειρίας, τις δεξιότητες που ασκούνται, τις διαδικασίες και πηγές μάθησης, τις αλληλεπιδράσεις των παικτών, πρακτικές και διαδικασίες που αναπτύσσονται στις ομάδες των παικτών και γενικότερα στην κοινότητα των παικτών, και χαρακτηριστικά σχεδιασμού όπως ο εικονικός χαρακτήρας, οι λειτουργίες υποστήριξης αλληλεπιδράσεων και επικοινωνίας, οι οργανωμένες δραστηριότητες και οι λειτουργίες υποστήριξης της μάθησης. Η επιβεβαιωτική ανάλυση με χρήση μοντέλων δομικών εξισώσεων (structural equation modeling) που πραγματοποιήθηκε στα ποσοτικά δεδομένα της έρευνας επιβεβαίωσε άμεσες και έμμεσες σχέσεις παραγόντων όπως οι κοινωνικές πρακτικές μάθησης, η κοινωνική διάσταση και το μέγεθος της ομάδας, τα εργαλεία υποστήριξης της επικοινωνίας, και η ηλικία και οι προτιμήσεις των παικτών, με την αντίληψη ανάπτυξης δεξιοτήτων μέσω του παιχνιδιού. Η μάθηση φαίνεται να αποτελεί αποτέλεσμα τόσο των σχεδιαστικών επιλογών όσο και των πρακτικών των παικτών που παρατηρούνται σε αυτά. Κίνητρα που σχετίζονται τόσο με το σχεδιασμό του περιβάλλοντος όσο και με τις αλληλεπιδράσεις και σχέσεις μεταξύ των παικτών ενισχύουν τη συμμετοχή, την εμπλοκή και την εκμάθηση γνώσεων και δεξιοτήτων που αφορούν την εξέλιξη στο περιβάλλον. Παράλληλα οι παίκτες δημιουργούν αυθόρμητα ομάδες και κοινότητες μάθησης του παιχνιδιού και συνεργατικής επίτευξης των δραστηριοτήτων. Η κατανόηση των πρακτικών και των διαδικασιών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του παιχνιδιού και η σχέση τους με τις σχεδιαστικές επιλογές του περιβάλλοντος μπορούν να παράσχουν πολύτιμα στοιχεία τόσο για τη συνεργασία των ατόμων σε κατανεμημένες ομάδες μέσω διαδικτυακών εικονικών περιβαλλόντων, όσο και για την ανάπτυξη αποτελεσματικών συνεργατικών μαθησιακών περιβαλλόντων με ή χωρίς την υποστήριξη υπολογιστή. / This study is situated within the research field of learning in Massively Multiplayer Online Games (MMOGs) and aims at mapping the field. Through this study, a research framework for the study of learning in MMOGs is proposed. The framework combines the cognitive, the emotional, and the social aspects of learning, and also a conceptual model including features of the players, the groups, the tasks, the designed and the social environment, and the interactions among the players. Furthermore, phenomena and factors directly or indirectly relevant to the support of learning in MMOGs are mapped, based on this framework. A mixed method research approach was employed. The main research methodologies and tools employed were virtual ethnography and questionnaires, for the qualitative and the quantitative approaches respectively. Data were collected through participant observation in different MMOGs, observation in relevant websites and fora, videos of volunteers expert players, individual and group interviews with MMOG players, and questionnaires. Through the combination of qualitative and quantitative data it was possible to investigate and understand the different perspectives of the phenomena emerging. Through the data analysis, a complex set of phenomena and factors emerged, relevant to demographic data of the players, motivations for play, the definition and the emergence of expertise, the skills employed, the learning practices, the interactions of the players, the practices and process in the groups and the community of players, and features of the environment design such as the virtual characters, tools for the support of interactions and communication, the tasks and quests, and functionalities for the support of learning. Confirmatory analysis of the quantitative data through structural equation modeling confirmed the direct and indirect relations of factors such as the social practices for learning, the social aspect and the size of the group, the tools for communication support, and the age and preferences of the players, with the perceptions of skill development through the game. Learning in MMOGs seems to emerge from the combination of both design decisions as well as the practices of the players. Motives relevant to the design of the environment and the interactions among the players engage the players in the acquisition of game-related skills and progress in the environment. Players spontaneously develop groups and communities for learning the environment and collaboratively accomplishing tasks. Understanding of the practices and processes emerging within the framework of the game, and their relations to the design of the environment can provide valuable insights of the way people interact and collaborate in distributed online teams, and also for the development of effective collaborative learning environments with or without the support of computers.
70

Μελέτη και ανάλυση περιβάλλοντος υποστήριξης καθηγητή για την επίβλεψη συνεργασίας μικρών ομάδων

Βογιατζάκη, Ελένη 21 December 2012 (has links)
Η συνεργασία με στόχο τη μάθηση αποτελεί μια ερευνητική περιοχή και ταυτόχρονα μια πρακτική με μακρά ιστορία. Μελέτες πάνω στη συνεργασία αναφέρονται από το 1924 (Webb & Palincsar, 1996; Alport, 1924). Με την εξέλιξη της τεχνολογίας η συνεργασία με στόχο τη μάθηση (όπως παράλληλα και στο χώρο της εργασίας) υποστηρίχθηκε από υπολογιστικά συστήματα. Αναπτύχθηκε η ερευνητική περιοχή της Συνεργατικής μάθησης που υποστηρίζεται ή διαμεσολαβείται από υπολογιστή, γνωστή ως CSCL (Computer Supported Collaborative Learning), αναπτύχθηκαν θεωρίες, υιοθετήθηκαν μέθοδοι έρευνας και δημιουργήθηκαν σχετικά εργαλεία (Stahl et al, 2006) με στόχο την μελέτη της συνεργασίας ομάδων και την επίδραση που η συνεργασία έχει στη μάθηση. Η εστίαση ήταν στην μελέτη της ομάδας, των αλληλεπιδράσεων, των εργαλείων που διαμεσολαβούν τη συνεργασία, και στην αποτελεσματικότητά τους. Αρχικά μελετήθηκαν συστηματικά οι μαθητές ώστε να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προσεγγίσεων και εργαλείων. Σε δεύτερη φάση, πιο πρόσφατα, διαπιστώθηκε η ανάγκη, ως συνέπεια της ωρίμανσης της περιοχής, η μελέτη να περιλάβει τους διδάσκοντες σε περιβάλλοντα συνεργατικής μάθησης, οι οποίοι αποτελούν προϋπόθεση για την ένταξη τέτοιων προσεγγίσεων σε αυθεντικές συνθήκες διδασκαλίας και μάθησης. Ο ρόλος του καθηγητή θα πρέπει να μελετηθεί στις συνθήκες αυτές, καθώς αυτός λαμβάνει τα χαρακτηριστικά του διαμεσολαβητή και υποστηρικτή της συνεργασίας, δεδομένου ότι οι μαθητές αναλαμβάνουν πιο ενεργό ρόλο από ότι σε πιο παραδοσιακές συνθήκες μάθησης (Dimitracopoulou, 2005). Τα ερωτήματα που αφορούν το νέο ρόλο του καθηγητή, καθώς και η υποστήριξή του από τεχνολογίες και εργαλεία, επισημάνθηκαν ως ένας από τους πέντε άξονες προτεραιότητας στην ερευνητική αυτή περιοχή (Dillenbourg, 2009). Η παρούσα διατριβή μελέτησε το ρόλο του καθηγητή που επιβλέπει ομαδοσυνεργατικές δραστηριότητες, που διαμεσολαβούνται από υπολογιστές, όταν οι δραστηριότητες αυτές λαμβάνουν χώρα σε περιβάλλον σχολικής τάξης,. Αφετηρία της έρευνας υπήρξε η μελέτη παρόμοιων συνεργατικών δραστηριοτήτων και υπολογιστικών συστημάτων, όπως αναφέρονται στη βιβλιογραφία, στα οποία εντοπίστηκαν κοινές απόψεις όσον αφορά το ρόλο και την υποστήριξη του καθηγητή με κατάλληλα εργαλεία. Η ανάγκη της παρακολούθησης των διαφορετικών κοινωνικών επιπέδων της τάξης, δηλαδή του μεμονωμένου εκπαιδευόμενου, της ομάδας και της τάξης (Dillenbourg & Jermann, 2010), αναδείχθηκε πρώτη. Εντοπίστηκαν επίσης τάσεις που περιλάμβαναν την υποστήριξη της επίβλεψης της ομαδοσυνεργατικής δραστηριότητας σε διάφορες φάσεις της και με διαφορετικό βαθμό εστίασης, την καταγραφή της δράσης των μαθητών και την εξαγωγή ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών που αντιπροσωπεύουν την κατάσταση των ομάδων και της τάξης, τη χρήση συνοπτικών και συμβολικών αναπαραστάσεων για την αποτύπωση της κατάστασης αυτής, καθώς και την ανάπτυξη και πειραματική χρήση «ευφυών» υποστηρικτών των διδασκόντων. Με βάση την αρχική αυτή μελέτη διατυπώθηκαν ερευνητικά ερωτήματα, που αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο ο καθηγητής κατά την επίβλεψη ομαδοσυνεργατικών δραστηριοτήτων μέσα στην τάξη, δημιουργεί και συντηρεί την αντίληψή του για τα φαινόμενα που εξελίσσονται. Τα ερωτήματα εξετάσθηκαν σε μια σειρά από μελέτες μέσα σε τάξεις οι οποίες ενέπλεξαν μαθητές και διδάσκοντες. Στο σχεδιασμό των μελετών μας όπου υπεισέρχονταν νέες πρακτικές και τεχνουργήματα λάβαμε υπόψη ότι τα τεχνουργήματα μετατρέπονται σε εργαλεία από τους χρήστες βάση του αρχικού τους προσανατολισμού και σχεδιασμού αλλά και του νοήματος που αποκτούν κατά τη χρήση (Stahl et al.,2006). Για το λόγο αυτό οι τεχνολογίες στην περιοχή της συνεργατικής μάθησης θα πρέπει να συνδυάζονται με μελέτες, που να παρατηρούν και να αναδεικνύουν τους τρόπους που τελικά αξιοποιήθηκαν τα εργαλεία, οι οποίες είτε γίνονται με πειραματικές διαδικασίες (πχ μέσα σε ένα εργαστήριο) , είτε ακολουθούν την εθνομεθοδολογική παράδοση μέσα στην τάξη (Jeong & Hmelo-Silver, 2010). Η μεθοδολογία μας ήταν αυτή της έρευνας σχεδιασμού (Collins, 1992) και η συλλογή δεδομένων κατά τη διάρκεια των μελετών είχε εθνομεθοδολογικά χαρακτηριστικά (Stahl, 2006). Για τις μελέτες μας δημιουργήθηκε μια μέθοδος που αναπαριστούσε με διαγραμματικό τρόπο τη δραστηριότητα του καθηγητή σε τάξη όπου υφίστανται συγκεκριμένες τεχνολογίες για την υποστήριξη της συνεργασίας. Αυτό συνδυάστηκε με μια προσέγγιση , που βασιζόμενη στα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια των μελετών αυτών, αναζήτησε και συνέκρινε πρότυπα της συμπεριφοράς των καθηγητών όταν χρησιμοποιούν εργαλεία τα οποία υποστηρίζουν τις ομάδες της τάξης. Στην πρώτη φάση των μελετών οι καθηγητές δεν χρησιμοποίησαν ειδικά εργαλεία επίβλεψης, ενώ στη δεύτερη φάση νέα εργαλεία αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους καθηγητές. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις δύο φάσεις ήταν ότι στη δεύτερη οι καθηγητές είχαν επίγνωση της κατάστασης της κάθε ομάδας που παρεχόταν με ποικίλες αναπαραστάσεις. Αυτό επηρέασε την συμπεριφορά τους. Σε τρίτη φάση τα δεδομένα που παράχθηκαν στις πρώτες φάσεις αξιολογήθηκαν με τη βοήθεια των εργαλείων που αναπτύχθηκαν χωρίς τους χρονικούς περιορισμούς που εισάγει το περιβάλλον της τάξης. Για να μπορέσουν να αποτυπωθούν οι επιδράσεις των εργαλείων και των αναπαραστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε φάση και να εντοπιστούν πρότυπα συμπεριφορών, ορίστηκε μια διαδικασία κωδικοποίησης των ενεργειών του καθηγητή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης της συνεργατικής δραστηριότητας, της αξιολόγησής της, με βάση τις αναπαραστάσεις που διατέθηκαν. Ορίστηκαν επίπεδα εστίασης και παρέμβασης του καθηγητή κατά την ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και αυτά συσχετίστηκαν με αναπαραστάσεις των δεδομένων, καθώς και με τις ενέργειές του καθηγητή που μπορούν να υποστηριχθούν. Διαπιστώθηκε ότι ο καθηγητής στην τάξη, κινείται στο επίπεδο της ομάδας, εστιάζει στο άτομο, ενώ χρειάζεται διαρκώς να παρακολουθεί το σύνολο των ομάδων της τάξης. Κατά τη συνεργασία παράγεται μεγάλος όγκος πληροφορίας και ο καθηγητής πρέπει να τον αξιοποιήσει κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, καθώς αναζητά φαινόμενα που τον βοηθούν να αντιληφθεί την κατάσταση της τάξης. Η επίβλεψη της δραστηριότητας, με στόχο την αντίληψη της κατάστασης, απαιτεί συνεπώς από τον επιβλέποντα την μετακίνηση μεταξύ διαφορετικών επιπέδων εστίασης, καθώς και την πλοήγησή του στη διάσταση του χρόνου. Με τον τρόπο αυτό αξιοποιεί και συνδυάζει διαφορετικές αναπαραστάσεις, προσπαθώντας να συνθέσει τα κύρια σημεία της δραστηριότητας κάθε ομάδας, τη συλλογιστική της ώστε να εντοπίσει πιθανές αποκλίσεις από το μοντέλο που είχε διαμορφώσει ο ίδιος κατά το σχεδιασμό της δραστηριότητας. Η διαδικασία αυτή απαιτεί τον εντοπισμό και επισημείωση φαινομένων που απαιτούν μελέτη σε ύστερο χρόνο και μπορεί να αποτελέσουν παραδείγματα καλής πρακτικής ή υλικό για διάγνωση και ανατροφοδότηση. Η αξιολόγηση της ομαδοσυνεργατικής δραστηριότητας απαιτεί αφενός εξοικείωση με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται, αφετέρου την εφαρμογή κατάλληλων μοντέλων αξιολόγησης, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πορεία των ομαδοσυνεργατικών δραστηριοτήτων, και όχι μόνο το τελικό αποτέλεσμά τους, και να παρέχεται ανατροφοδότηση στις επί μέρους ομάδες, στα μέλη τους, αν παραστεί ανάγκη, αλλά και στην τάξη ως σύνολο. Διαπιστώθηκε από τις μελέτες μας, ότι η έρευνα σε αυτήν την περιοχή, προϋποθέτει καθηγητές και σχολικά περιβάλλοντα με εμπειρίες σε ομαδοσυνεργατική μάθηση μέσω υπολογιστή, κάτι που είναι ιδιαίτερα δύσκολο ακόμη και σήμερα, όπως και κατά την εποχή διεξαγωγής των εμπειρικών μελετών πεδίου που έγιναν στο πλαίσιο της διατριβής. Παρά την εγγενή αυτή δυσκολία, οι διαπιστώσεις της διατριβής συμβάλουν στον καλύτερο προσδιορισμό του ρόλου του καθηγητή σε αυτό το πλαίσιο διδασκαλίας και μάθησης και των εργαλείων που υποστηρίζουν αυτό το ρόλο. Η γενικότερη κατεύθυνση της περιοχής της μάθησης με χρήση υπολογιστή μας κάνει να υποθέσουμε ότι οι πρακτικές που μελετώνται εδώ θα αποκτήσουν ευρεία διάδοση στο εγγύς μέλλον. Τούτο στηρίζεται αφενός στη γενικότερη διαπίστωση της εισαγωγής της τεχνολογίας στη ζωή των μαθητών (Dave, 2010), και μάλιστα αυτής που υποστηρίζει τη συνεργασία, όπως οι τεχνολογίες κοινωνικής δικτύωσης, των δυνατοτήτων αξιοποίησης της τεχνολογίας αυτής μέσα στην τάξη με τη μορφή νέων συσκευών, νέων μέσων συνεργασίας και αλληλεπίδρασης, πολλαπλών μέσων επικοινωνίας, νέων τρόπων πρόσβασης στα δεδομένα, κλπ. Συνεπώς αυτό το σύνθετο τεχνολογικό και κοινωνικό περιβάλλον που περιβάλει ήδη τις σχολικές εμπειρίες και τις επηρεάζει, απαιτεί επαναπροσδιορισμό του ρόλου του καθηγητή, ο οποίος παραμένει μεν ο καθοδηγητής της μαθησιακής διαδικασίας αλλά συνάμα και ενορχηστρωτής μιας σύνθετης δραστηριότητας (Dillenbourg, 2009; Dillenbourg et al. 2011) . / Collaborative learning is an area of research and practice with a long history. Studies on collaborative learning are referred back in 1924 (Webb & Palincsar, 1996; Alport, 1924). With advances in technology in recent years, collaborative learning (as with collaborative work) has been supported by computer systems. So a new research area was introduced, that of computer-supported collaborative learning (CSCL). In this new field theories were developed, research methods adopted and developed related tools (Stahl et al, 2006). The objective has been to study collaboration in groups and the impact of collaboration on learning. The focus was on the study of groups, on interactions, on the tools that mediate collaboration, and their effectiveness. Initially students were studied systematically in order to draw conclusions about the effectiveness of approaches and tools. Subsequently, more recently, there was a need, as a consequence of the advances of the field, the study to include teachers in collaborative learning environments, which are a condition for the integration of such approaches in authentic teaching and learning conditions. The role of the teacher should be studied in this set up as the teacher takes up new roles, that of the facilitator and supporter of collaboration, given that students take a more active role than in more traditional learning situations (Dimitracopoulou, 2005). The question concerning the new role of the teacher, and her support of technologies and tools, has been identified as one of the five research priorities in this area (Dillenbourg, 2009). This PhD Thesis studies the role of the teacher who is involved in supervising collaborative activities mediated by computers, where these activities take place in a typical classroom. The starting point of this research was the study of similar research efforts and collaborative computing systems, as reported in the literature, which identified common views on the role and on possible requirements for supporting the teacher by appropriate tools. The need for monitoring of different social class levels, i.e. the individual student, group and class (Dillenbourg & Jermann, 2010), first emerged. Also trends were identified that include support for monitoring activity of groupwork in different phases with different degree of focus, recording the activities of students and exporting of quantitative and qualitative indicators that represent the state of the groups and the class, the use of symbolic and synoptic representation to fix this situation, and the development and experimental use of "intelligent" assistants of the teachers. Based on this initial study, research questions were formed concerning the way in which the teacher in supervising group activities in the classroom, creates and maintains the perception of the phenomena that evolve. These research questions were examined in a series of studies in classes that involved students and teachers. In the design of our studies involving new practices and artifacts we considered that the artifacts used are transformed into tools by the users, based on their initial orientation and design and the meaning they acquire during use (Stahl et al., 2006). For this reason, the technologies in the area of collaborative learning should be combined with studies that point out and highlight the ways that ultimately utilized tools, which are either made with experimental procedures (eg in a laboratory), or follow the ethnomethodological tradition in classrooms (Jeong & Hmelo-Silver, 2010). Our methodology was that of Research Design (Collins, 1992) while evidence was collected from the study following an ethnomethodological approach (Stahl, 2006). For our studies we created a notation to represent the activity of the teacher in the class where there are certain technologies used to support collaborative student activities. This notation was used in an approach, that involved use of data collected during the studies, that allowed comparison of patterns of teacher behavior when using tools to support group class activities. In the first phase of studies, the teachers did not use specific tools of supervision, while during the second phase the teachers used new tools that were developed in order to support them. The main effect of these new tools was that they allowed the teachers to be aware of the state of each student group through a variety of representations. This affected teacher behavior. In the third phase, the data produced in the other two phases were evaluated off-line by teachers, using the tools developed without the time constraints of the real time classroom environment. In order to depict the effects of tools and representations used in each phase and identify patterns of behavior, a notation of the teacher's actions during the monitoring of collaborative activity was used, which involved the teacher objectives and the representations that were used. Focus levels were set and types of interventions teacher, associated with representations of data, and the teacher's actions that were supported. It was found that the teacher in the classroom moves from the level of the group on to the individual, while there is a need to constantly monitor all the groups in the class. During collaborative activities a large amount of information was produced, and the teacher had to use it in the best possible way, as she tries to identify occurrence of phenomena that help her improve understanding of the situation of the classroom. The supervision of the activity aimed at understanding the situation, thus requiring the supervisor to move between different levels of focus, and also navigate back and forth in the time dimension. In this way the teacher exploits and combines different representations, trying to synthesize the main points of each group activity, its reasoning to identify possible deviations from the model that was formed about expected problem solving behaviour, originally during the design of the activity. This process requires the identification and annotation of events that require longer term study and can serve as examples of good practice or material for diagnosis and feedback. The evaluation of groupwork activity requires both familiarity with the technology used, while on the other hand the application of appropriate assessment models to take account of the evolution of groupwork activities, and not just inspection of the final result, and provide feedback to individual groups, and group members if necessary, as well as to the whole class. It was found from our studies that research in this area, requires teachers and school environments with experience in computer supported collaborative learning, which is particularly difficult, even today, as it was in the time when the field studies were conducted. Despite this inherent difficulty, the findings of this study help to better define the role of the teacher in this context of teaching and learning and evaluation of the tools that support this role. The general direction of the field of technology enhanced learning makes us assume that the practices studied here will become widespread in the near future. This one is based on general observation of the introduction of technology in the lives of students (Dave, 2010), especially technologies that support social interaction and collaboration, such as social networking technologies, the potential use of this technology in the classroom in the form of new devices, new instruments of collaboration and interaction, multi-media, new ways to access data, etc. Therefore this complex technological and social environment that surrounds and influences the school experiences requires redefinition of the role of the teacher, who still remains as the leader of learning process yet takes up the role of orchestrator of more complex activities (Dillenbourg, 2009; Dillenbourg et al. 2011).

Page generated in 0.049 seconds