• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 3
  • Tagged with
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτων των ποταμών Πείρου-Παραπείρου & Βουραϊκού (Ν.Αχαΐας) με τηη χρήση βιολογικών, υδρομορφολογικών και φυσικοχημικών δεικτών

Θεοδωρόπουλος, Χρήστος 25 July 2008 (has links)
Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000/60 για τα νερά θέτει το πλαίσιο δράσης όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σωστή διαχείριση των υδάτινων πόρων τους προκειμένου να επιτευχθεί «καλή» οικολογική ποιότητα των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων τους μέχρι το έτος 2015 και να αποτραπεί η περαιτέρω υποβάθμισή τους, με στόχο να διασφαλισθεί η υγιής λειτουργία των υδρόβιων οικοσυστημάτων. Προκειμένου να εκτιμηθεί η οικολογική ποιότητα των υδάτων των ποταμών Πείρου-Παραπείρου και Βουραϊκού, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες και εν συνεχεία χημικές, υδρομορφολογικές και βιολογικές αναλύσεις σε έντεκα θέσεις, επιλεγμένες με συγκεκριμένα κριτήρια κατά μήκος αυτών. Συγκεκριμένα, η συλλογή των δειγμάτων πραγματοποιήθηκε και τις τέσσερις εποχές του έτους 2006, ενώ στους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο υλοποιήθηκε μια επιπλέον δειγματοληψία κατά την άνοιξη του έτους 2007. Η υδρομορφολογική ανάλυση πραγματοποιήθηκε ακολουθώντας τη μεθοδολογία River Habitat Survey, ενώ η βιολογική ανάλυση περιελάμβανε τη συλλογή δειγμάτων βενθικών μακροασπον-δύλων σύμφωνα με τη μεθοδολογία STAR AQEM. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές στατιστικής ανάλυσης προκειμένου να εντοπιστούν οι σημαντικότερες περιβαλλοντικές παράμετροι που επηρεάζουν τις βιοκοινότητες των μακροασπον-δύλων. Για τον υπολογισμό της οικολογικής ποιότητας εφαρμόστηκε η μεθοδολο-γία REFCOND προκειμένου να εκτιμηθεί αυτή με βάση την επιμέρους συμβολή των χημικών, υδρομορφολογικών και βιολογικών παραμέτρων στη διαμόρφωσή της. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας περισσότερο του ήμισυ του μήκους των ποταμών Πείρου-Παραπείρου και των 3/5 του μήκους του ποταμού Βουραϊκού δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2000/60/ΕΕ, εκτιμώμενη η οικολογική τους ποιότητα από «φτωχή» έως «μέτρια». Για τους Πείρο και Παραπείρο, η ποιοτική υποβάθμιση αποδίδεται σε αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες καθώς και στην παρουσία αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων στις κατάντη θέσεις. Η αντίστοιχη του Βουραϊκού, εν μέρει οφείλεται σε αγροκτηνοτροφικές δραστηριότη-τες αλλά κυρίως στην παρουσία σημαντικών ποσοτήτων τυροκομικών αποβλήτων. Επιπλέον, τα ευρήματα στο συγκεκριμένο ποτάμι πιστοποιούν τον καθοριστικό ρόλο της παρόχθιας βλάστησης στην απορρύπανση των υδάτων των ποταμών. Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να ληφθούν τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας των νερών των ποταμών από τα παντοειδή απόβλητα, προκειμένου να αναβαθμιστεί η ποιότητά τους με τελικό στόχο να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2000/60 για διασφάλιση «καλής» οικολογικής ποιότητας μέχρι το έτος 2015. / One of the main issues of the EU Water Framework Directive 2000/60 is the achievement of “good” ecological status for the surface waters by the year 2015. All European countries are obliged to assess the ecological quality of their surface water bodies and classify them into a five-quality class system, with a final purpose to ensure “good” status for Europe’s water bodies and prevent their further deterioration. Eleven sites located in the rivers Peiros - Parapeiros and Vouraikos (Western Greece), were sampled seasonally and analyzed using physicochemical, hydromorphological and biological data, in order to classify the water quality according to the aforementioned directive. Physicochemical classification was performed using the Nutrient Classification System, while the habitat quality was estimated by applying the River Habitat Survey methodology. Biological sampling was performed by application of the STAR AQEM methodology, while the ecological classification was achieved by utilizing the “REFCOND guidance for the relative roles of the physicochemical, hydromorphological and biological quality elements”. Various multivariate techniques (Canonical Correspondence Analysis, Cluster Analysis and MDS) revealed the most important environmental factors that affected the macroinvertebrate communities. According to the results of the study, half length of the rivers Peiros-Parapeiros and the 3/5 of the river Vouraikos were found not to fullfil the demands of the WFD, with their quality being assessed from “moderate” to “poor”. Agriculture, urbanization and hydromorphological alteration were the main factors that contributed to the water quality degradation of the rivers Peiros and Parapeiros, while the presence of dairy wastewaters has been assessed as the main reason for the quality degradation of Vouraikos river. Moreover, the results of the study revealed the valuable role of the riparian vegetation in absorbing a large part of the incoming pollution. Finally, the results reveal the obligation for focused actions to be taken for monitoring and improvement of water quality, in order to meet the demands of the Water Framework Directive 2000/60/EU for “good” ecological quality, by the year 2015.
2

Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των λιμνοθαλασσών Κοτύχι & Πρόκοπος της Δ. Ελλάδας : ανάλυση των βιοκοινωνιών των υδρόβιων μακρόφυτων και μακροασπόνδυλων στα πλαίσια εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα

Φυττής, Γεώργιος 05 July 2012 (has links)
Τα υδρόβια μακρόφυτα και τα βενθικά μακροασπόνδυλα μελετήθηκαν εποχικά σε δύο λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας (Κοτύχι και Πρόκοπος), με σκοπό την ανάλυση της χωρικής και εποχικής διακύμανσης των βιοκοινωνιών τους. Η λιμνοθάλασσα Κοτύχι παρουσιάζει μεγαλύτερη επικοινωνία με τη θάλασσα, ενώ ο Πρόκοπος έχει μεγαλύτερο βαθμό απομόνωσης από τη θάλασσα. Τα υδρόβια μακρόφυτα αποτελούν κύριο στοιχείο των λιμνοθαλασσών. Συνολικά και στις δύο περιοχές μελέτης βρέθηκαν 22 taxa μακροφύτων (αγγειόσπερμα και μακροφύκη), εκ των οποίων τα 8 αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή μελέτης. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν 16 taxa στο Κοτύχι (2 ροδοφύκη, 8 χλωροφύκη, 5 αγγειόσπερμα, 1 στρεπτόφυτο) και 14 στον Πρόκοπο (1 ροδοφύκος, 5 χλωροφύκη, 5 αγγειόσπερμα, 3 στρεπτόφυτα). Τα αγγειόσπερμα Ruppia cirrhosa και Potamogeton pectinatus ήταν κυρίαρχα και στις δύο λιμνοθάλασσες. Κυρίαρχο taxon στο Κοτύχι ήταν και το χλωροφύκος Cladophora glomerata, ενώ για τον Πρόκοπο το αγγειόσπερμο Zannichellia pallustris ssp. pedicellata. H βιομάζα των υδρόβιων μακροφύτων παρουσίασε μεγάλη αύξηση κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Στο Κοτύχι απαντούν 28 taxa υδροβίων μακροασπονδύλων, ενώ στον Πρόκοπο 19. Η οικογένεια των Chironomidae (Miscellanea) και το Lekanesphaera monodi (Καρκινοειδή) ήταν τα κυρίαρχα taxa και για τις δύο λιμνοθάλασσες. Η ποικιλότητα (Η’) της βενθικής πανίδας κυμάνθηκε από 1,3 έως 2,6 στο Κοτύχι και από 0,7 έως 2,4 στον Πρόκοπο. Τα αποτελέσματα της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) σε σύνολο 72 δειγματοληπτικών επιφανειών, με βάση την αφθονία των υδρόβιων μακροφύτων στις δύο περιοχές μελέτης, ανέδειξαν 5 ομάδες βλάστησης. Στην ομάδα Ι κυρίαρχο taxon είναι το αγγειόσπερμο Zostera noltii, ενώ στις ομάδες ΙΙa και ΙΙb κυριαρχεί το αγγειόσπεrμο Ruppia cirrhosa, με διαφορετική αντιπροσώπευση των συνοδών ειδών. Στην ομάδα ΙΙIa κυριαρχούν τα αγγειόσπερμα Potamogeton pectinatus και Zannichellia pallustris ssp. pedicellata, ενώ η ομάδα ΙΙIb κυριαρχείται από το Zannichellia pallustris ssp. pedicellata που συνοδεύεται από το χλωροφύκος Ulva intestinalis. O έλεγχος των διαφορών των ομάδων βλάστησης, με βάση τη διακύμανση των περιβαλλοντικών τους παραμέτρων πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann - Whitney U. Στατιστικά σημαντικές διαφορές υπάρχουν μεταξύ της ομάδας ΙΙb με τις ομάδες Ι και ΙΙIb, όσον αφορά το βάθος και μεταξύ της ομάδας ΙΙb και ΙΙΙa, όσον αφορά την αναλογία διαφάνεια/βάθος και τη συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου. Τα αποτελέσματα της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) σε σύνολο 36 δειγματοληπτικών επιφανειών, με βάση την αφθονία των υδρόβιων μακροασπονδύλων ανέδειξαν δύο ομάδες βενθικής πανίδας σε επίπεδο ομοιότητας περίπου 50% (Bray curtis similarity 50%) που αντιστοιχούν στις δύο λιμνοθάλασσες. Η ομάδα που αντιστοιχεί στο Κοτύχι κυριαρχείται από την οικογένεια Chironomidae και η ομάδα που αντιστοιχεί στον Πρόκοπο κυριαρχείται από την οικογένεια Οstracoda. O έλεγχος Mann - Whitney U έδειξε ότι οι δύο λιμνοθάλασσες διαφέρουν με βάση τις αβιοτικές παραμέτρους σε επίπεδο σημαντικότητας p<0,001 στο βάθος, την αναλογία διαφάνεια/βάθος, τη συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου, χλωροφύλλης –α και ολικών αιωρούμενων στερεών. Ο Πρόκοπος παρουσίασε μεγαλύτερο βάθος (0,87m) από το Κοτύχι (0,56m) και μεγαλύτερη διακύμανση των παραπάνω παραμέτρων. Γενικά, τα αποτελέσματα της ανάλυσης κύριων συνιστωσών (PCA) και της ανάλυσης ANOSIM, που αφορούν τις περιβαλλοντικές παραμέτρους έδειξαν ότι η διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων παρουσίασε εποχικό και χωρικό πρότυπο και στις δύο λιμνοθάλασσες με τη μεγαλύτερη διακύμανση τους να παρατηρείται στον Πρόκοπo. Κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου ειδικά στον Πρόκοπο καταγράφηκαν πολύ χαμηλές τιμές διαλυμένου οξυγόνου (χαμηλότερη τιμή: 0,34 mg/l), ακραίες τιμές αλατότητας (μέγιστη τιμή: 38,43 psu) και αυξημένες τιμές pH (μέγιστη τιμή: 9,95). Αυτή η εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί έντονο φυσικό στρες στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωση τους. Οι κυριότερες συσχετίσεις των αβιοτικών παραμέτρων που προέκυψαν από την ανάλυση Spearman είναι η θετική συσχέτιση του ολικού φώσφορου με τη χλωροφύλλη – α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά και τη σταθερά απορρόφησης – α, η αρνητική συσχέτιση της αναλογίας διαφάνειας/βάθος με τον ολικό φώσφορο και τη χλωροφύλλη – α και του διαλυμένου οξυγόνου στο υπόστρωμα με τη συγκέντρωση φωσφορικών ιόντων, ολικού αζώτου, ολικού άνθρακα και οργανικού άνθρακα στο ίζημα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης πλεονασμού (RDA), τo pH, η συγκέντρωση των ολικών αιωρούμενων στερεών της χλωροφύλλης - α, το βάθος, η θερμοκρασία και η σταθερά απορρόφησης Κ φαίνεται να παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση & αφθονία των μακροφύτων. Όσον αφορά την εξάπλωση και αφθονία των υδρόβιων μακροασπονδύλων, σύμφωνα με την ανάλυση πλεονασμού (RDA), πιο σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν το βάθος, η συγκέντρωση των ολικών αιωρούμενων σωματιδίων, η θερμοκρασία και το pH. Γενικά, στις δύο λιμνοθάλασσες καταγράφηκε χαμηλός ειδών μακροφύτων και μακροαπονδύλων, όπως και σε άλλες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας (Reizopoulou and Nicolaidou 2004, Kevrekidis 2004, Mogias and Kevrekidis 2005). Ο χαμηλότερος αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι ο αριθμός ειδών, η ποικιλότητα και η αφθονία, των βενθικών μακροασπονδύλων σχετίζεται ισχυρά με την υδρόβια βλάστηση και το βαθμό απομόνωσης από τη θάλασσα. Ο αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων παρουσιάστηκε αυξημένος στον τύπο ενδιαιτήματος, όπου κυριαρχούν τα αγγειόσπερμα, ενώ παρουσιάστηκε μειωμένος σε γυμνό υπόστρωμα. Επίσης, ο αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων εμφανίζεται μειωμένος με την αύξηση της απόστασης από τη θάλασσα. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης πλεονασμού (RDA) έδειξαν ότι τα μαλάκια παρουσιάζουν καλύτερη συσχέτιση με το αγγειόσπερμο Zostera noltii και τα συνοδά του είδη, ενώ τα καρκινοείδη παρουσιάζουν καλύτερη συσχέτιση με τα αγγειόσπερμα Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus και Zannichellia pallustris ssp. pedicellata και τα συνοδά τους είδη. Τα Miscellanea δείχνουν καλύτερη συσχέτιση με τα ευκαιριακά είδη υδροβίων μακροφύτων. Το Gammarus insensibilis παρουσίασε συνεμφάνιση με το χλωροφύκος Chaetomorpha linum, το οποίο αποτελεί μέρος της διατροφής του (Sheader & Sheader 1987, Bamber et al. 1992). Στην παρούσα εργασία συζητούνται περαιτέρω η οικολογική ποιότητα των δύο λιμνοθαλασσών και οι χωρικές και χρονικές διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων καθώς και οι επιδράσεις τους στη δομή και λειτουργία των βιοκοινωνιών των μακροφύτων και μακροασπονδύλων. / Aquatic macrophytes and benthic macroinvertebrates were studied seasonally in two coastal lagoons (Kotychi and Prokopos) located in Western Greece, in order to investigate spatial and temporal trends. Kotychi lagoon presents a better communication with the sea, while Prokopos has a high degree of confinement. Both ecosystems receive seasonally freshwater input by streams. The submerged aquatic macrophytes constituted a major component of the ecosystems studied. In total were found 22 taxa of aquatic macrophytes (angiosperms and macroalgae), 16 taxa for Kotychi (2 Rhodophyta, 8 Chlorophyta, 5 Magnoliophyta, 1 Streptophyta) and 14 taxa for Prokopos (1 Rhodophyta, 5 Chlorophyta, 5 Magnoliophyta, 3 Streptophyta). Ruppia cirrhosa, and Potamogeton pectinatus were dominant in both lagoons. Kotychi lagoon was also dominated by Cladophora glomerata and Prokopos by Zannichellia pallustris ssp. pedicellata, while the biomass of aquatic species peaked during summer period. The total number of macroinvertebrates found in the lagoons was 28 taxa for Kotychi and 19 for Prokopos. Chironomidae (Miscellanea) and Lekanesphaera monodi (Crustacea) were dominant in both lagoons, while Kotychi was also dominated by Monocorophium insidiosum (Crustacea), and Prokopos by Ostracoda (Crustacea). Benthic diversity (Η’) ranged from 1.3 to 2.6 in Kotychi and from 0.7 to 2.5 in Prokopos. Cluster analysis (Bray Curtis similarity) distinguished 5 vegetation groups based on 72 sampling plots. Group I, was dominated by Zostera noltii, groups IIa and IIb were both dominated by Ruppia cirrhosa, but they present different abundance in companion opportunistic species. Group IIIa was dominated by Potamogeton pectinatus and Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and group IIIb by Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and Ulva intestinalis. Mann - Whitney U – test showed that means of environmental variables such as depth, total P and the ratio transparency/depth differed significantly among groups IIb, IIIa and IIIb. Cluster analysis (Bray Curtis similarity) distinguished two groups of macroinvertebrates, based on 36 sampling plots. Group I represents Kotychi lagoon by Chironomidae and group II represents Prokopos lagoon II dominated by Ostracoda. Mann - Whitney U – test showed that means of environmental variables such as depth, the ratio transparency/depth, total P, chl-a and TSM differed significantly between the two lagoons. Prokopos (0,87m) is a deeper lagoon than Kotychi (0,56m) and presented higher values of the ratio transparency/depth, total P, chl-a and TSM. Generally, PCA and ANOSIM analysis showed that there is a seasonal and spatial fluctuation of environmental variables in the two lagoons. Prokopos showed widest range of the environmental variables among seasons. In Prokopos lagoon during summer period recorded very low values of D.O. (lowest value: 0,34 mg/l), high salinity (max. value: 38,43 psu) and pH (max. value: 9,95). The high seasonal fluctuations of environmental variables create a natural stress to aquatic organisms affecting their abundance. The results of Spearman analysis showed that total P was positively correlated with chl-a, TSM and attenuation coefficient K and the ratio transparency/depth was negatively correlated with total P and chl-a. Also, sediment’s D.O. was negatively correlated with orthophosphates, total nitrogen, total and organic carbon in the sediment. The results of RDA analysis showed that pH, TSM, chl-a, depth, attenuation coefficient K and temperature play the most important role in the abundance and distribution of aquatic macrophytes. Depth, TSM, temperature and pH influence the distribution and abundance of benthic mavroinvertebrates. Generally, both lagoon showed low number of species of macrophytes and macroinvertebrates, similarly with other Greek lagoons (Reizopoulou and Nicolaidou 2004, Kevrekidis 2004, Mogias and Kevrekidis 2005). The lowest number of species and individuals of macroinvertebrates was recorded during the summer period. Moreover, results showed that species richness, diversity, and abundance of benthic macroinvertebrates were strongly related to aquatic vegetation and degree of confinement. The number of species and individuals of macroinvertebrates increased in the habitat where angiosperms were the dominated macrophytes. On the other hand, the number of species and individuals of macroinvertebrates presented lower values in bare substrates. Also, the number of species and individuals of macroinvertebrates presented a reduction at the sampling stations which have a high distance from the sea, in both lagoons. RDA analysis showed that Mollusca prefer as a habitat the angiosperm Zostera noltii and its companion species. Crustacea showed better relation with angiosperms Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus and Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and their companion species. Miscellanea showed better relation with the opportunistic species of aquatic macrophytes. Gammarus insensibilis presented co-occurrence with Chaetomorpha linum, which is a part of its diet, as referred also, in Sheader & Sheader (1987) and Bamber et al. (1992). In the current study the ecological evaluation of the two coastal lagoons, the spatial and temporal fluctuations of environmental variables and their influence to the structure and function of biotic communities are further discussed.
3

Εκτίμηση της οξείας τοξικότητας των αποβλήτων μονάδων παραγωγής χάρτου με την χρήση ως βιοδεικτών της πέστροφας Oncorhynchus mykiss και των μακροασπόνδυλων Daphnia pulex και Thamnocephalus platyurus. / Acute toxicity assessment of wastewaters from paper mills with use of the bioindicators: rainbow trout (Oncorhynchus mykiss)and the macroinvertebrates Daphnia pulex and Thamnocephalus platyurus.

Βενετσανέας, Νικόλαος 28 June 2007 (has links)
Στην Ελλάδα γενικά, αλλά και στο Νομό Αχαΐας ειδικότερα, υπάρχουν αρκετές μονάδες παραγωγής χάρτου. Αρκετές από αυτές δεν βρίσκονται εντός των ορίων Βιομηχανικών Περιοχών (ΒΙ.ΠΕ.), με συνέπεια τα ακατέργαστα απόβλητά τους να συμβάλλουν σημαντικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που προκαλείται από τις συγκεκριμένες μονάδες είναι η εναπόθεση μεγάλων ποσοτήτων υγρών ακατέργαστων αποβλήτων κυρίως στα υδάτινα οικοσυστήματα. Τα απόβλητα αυτά περιέχουν μεγάλο οργανικό φορτίο, οργανοαλογονωμένες ενώσεις, υψηλά επίπεδα αιωρούμενων στερεών , φαινολών και λιγνινών, με αποτέλεσμα να προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις στους υδάτινους αποδέκτες, όπως τοξικότητα στους υδρόβιους οργανισμούς, ευτροφισμό και άνοδο της θερμοκρασίας. Η παρούσα μελέτη έχει ως βασικό σκοπό την εκτίμηση της τοξικότητας των αποβλήτων δυο μονάδων παραγωγής χάρτου, εγκατεστημένων στην ΒΙ.ΠΕ. Πατρών, με τη χρήση βιοδεικτών. Ως βιοδείκτες χρησιμοποιήθηκαν τόσο ψάρια του γλυκού νερού (πέστροφες του είδους Oncorhynchus mykiss), όσο και μακροασπόνδυλα (των ειδών Daphnia pulex και Thamnocephalus platyurus) με τη μορφή των μικροβιοτέστ Thamnotoxkit F και Daphtoxkit FTM pulex. Συνολικά ελήφθησαν 16 δείγματα (τέσσερα διπλά δείγματα από την κάθε μονάδα). Στα τεστ τοξικότητας που εφαρμόστηκαν (Thamnotoxkit F, Daphtoxkit FTM pulex και πέστροφες), υπολογίσθηκαν τα L(Ε)C50 24h, 48h και 96h αντίστοιχα σύμφωνα με τα πρωτόκολλα εργασίας. Για το μικροβιοτέστ Thamnotoxkit F, τα απόβλητα και από τις δυο μονάδες δεν ήταν τοξικά. Μετά από την μετατροπή των τιμών αυτών σε τοξικές μονάδες, ευρέθη ότι στο Daphtoxkit FTM pulex κυμαίνονταν από 0,79 εώς 1,12 για την ΜΠΧ1 και 1,21 έως 1,38 για την ΜΠΧ2, ενώ στις πέστροφες μεταξύ 2,92 και 4,85 για την ΜΠΧ2. Τα απόβλητα της ΜΠΧ1 δεν ήταν τοξικά για την πέστροφα. Οι τιμές αυτές και για τους τρεις ελέγχους κατατάσσουν τα απόβλητα ως «τοξικά», εκτός από το δείγμα Β της ΜΠΧ1 που ταξινομείται ως «ελαφρά τοξικό». Τα προαναφερθέντα αποδεικνύουν ότι η μονάδα παραγωγής χάρτου με πρώτη ύλη ανακυκλωμένο χαρτί (ΜΠΧ2) είναι σε κάθε περίπτωση πιο τοξική από εκείνη που παράγει χαρτί από καθαρό χαρτοπολτό (ΜΠΧ1). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη μελέτη εκτίμησης της τοξικότητας με βιοδείκτες των αποβλήτων μονάδων παραγωγής χάρτου που γίνεται στη χώρα μας, παρ’ ότι αυτά συμμετέχουν στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Εκτιμάται ότι τα στοιχεία τοξικότητας που παρατίθενται στη παρούσα εργασία θα είναι χρήσιμα τόσο για την εκπόνηση διαχειριστικών μοντέλων, όσο και μοντέλων εκτίμησης της επικινδυνότητάς τους (risk assessment). / In Greece in general and subsequently in the Achaias Prefecture, several units of paper production exist. Many of them are not located in Industrial Areas and so they contribute significantly to the environmental pollution. The most adverse environmental problem caused by these manufacturing units, is considered to be the release of large quantities of raw liquid effluents, mainly into the aquatic ecosystems. These wastes contain a high organic load, chlorinated compounds (AOCl), high levels of suspended solids, as well as phenols and lignins resulting in hazardous effects on aquatic receivers, like toxicity and eutrophication. In this study, the toxicity of the wastewaters from two paper mills (PM1 and PM2) located in Achaias prefecture is estimated, firstly by using macroinvertebrates (Daphnia pulex και Thamnocephalus platyurus) in the form of microbiotests Thamnotoxkit F and Daphtoxkit FTM pulex, and secondly by using the trout (Onchorynchus mykiss) as a test organism. Sixteen samples were collected from both units overall (four duplicated samples from each mill). In the toxicity tests Thamnotoxkit F, Daphtoxkit FTM pulex and trout, the L(E)C50 in 24, 48 and 96 hours respectively were calculated according to the protocols. Thamnotoxkit F showed no sensitivity for the wastewaters from both mills. After the transformation of these values in toxic units, for Daphtoxkit FTM pulex ranged from 0,79 - 1,12 for PM1 and 1,21 - 1,38 for PM2. In the trout bioassay they varied from 2,92 - 4,85 for PM2, while the values for PM1 were zero. These values classify the tested paper mill effluents as “toxic”, except sample B from PM1 which was classified as “slightly toxic”. Therefore, it is shown that the paper mill which uses recycled paper as primary raw material (PM2) has more toxic waste for the environment than the paper mill which uses pre-treated paper pulp (PM1). Finally, it must be noted that the present study is the first toxicity evaluation study with bioindicators for paper mill wastewaters in our country, even though they contribute significantly to the environmental pollution. It is estimated that the measured toxicity parameters in the present study will be very useful for the designing of management plans, as well as for risk assessment models.

Page generated in 0.0273 seconds