• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 4
  • Tagged with
  • 4
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Μελέτη της φαγοκυττάρωσης και της χημειοταξίας σε σηπτικούς ασθενείς και η επίδραση των αυξητικών παραγόντων σε ουδετεροπενικούς ασθενείς με σήψη

Δανίκας, Δημήτριος 11 January 2011 (has links)
Ο ρόλος της φαγοκυτταρικής ικανότητας των μονοκυττάρων και των πολυμορφοπυρήνων στην σήψη δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Η παρούσα έρευνα είχε ως σκοπό να εκτιμήσει την επίδραση της φαγοκυτταρικής δραστηριότητας των μακροφάγων στην τελική έκβαση ασθενών με βαριά σήψη. 31 ασθενείς και 30 υγιή άτομα πήραν μέρος στην μελέτη. Η φαγοκυττάρωση των πολυμορφοπυρήνων και των μονοκυττάρων εκτιμήθηκε τις πρώτες 24 ώρες μετά την εισαγωγή του ασθενούς ενώ τα αποτελέσματα συσχετίσθηκαν με την έκφραση του CD64 στα πολυμορφοπύρηνα και στα μονοκύτταρα, την έκφραση του CD14 στα μονοκύτταρα, το SAPSII score και την επιβίωση των ασθενών. Η ελαττωμένη φαγοκυττάρωση των ουδετεροφίλων τις πρώτες 24 ώρες μετά την εισαγωγή ήταν αρνητικός προγνωστικός δείκτης για την επιβίωση. Η αυξημένη έκφραση τoυ CD64 τόσο στα PMN όσο και στα μονοκύτταρα επηρέασε θετικά την πρόγνωση των ασθενών. Σε πολυπαραγοντική ανάλυση η φαγοκυτταρική δραστηριότητα των πολυμορφοπυρήνων ήταν ο μοναδικός ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας για τη επιβίωση. Ασθενείς με φαγοκυτταρική δραστηριότητα PMN<37% παρουσίασαν μικρότερη έκφραση του CD64 στα πολυμορφοπύρηνα και στα μονοκύτταρα και κακή πρόγνωση ενώ ασθενείς με φαγοκυτταρική δραστηριότητα PMN>37% παρουσίασαν μεγαλύτερη έκφραση CD64 στα ουδετερόφιλα και στα μονοκύτταρα και καλή πρόγνωση. Η ελαττωμένη φαγοκυτταρική ικανότητα των ουδετεροφίλων πιθανά αντιπροσωπεύει μία κατάσταση ελαττωμένης δραστηριότητας παρόμοια με εκείνη των μονοκυττάρων κατα την διάρκεια του CARS (Compensatory Anti-inflammatory response syndrome, σύνδρομο αντισταθμιστικής αντιφλεγμονώδους απάντησης). Η χημειοτακτική δραστηριότητα των πολυμορφοπυρήνων στους επιβιώσαντες ασθενείς ήταν σημαντικά αυξημένη σε σχέση με τους ασθενείς που απεβίωσαν ενώ αντίθετα δεν παρουσιάσθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην χημειοτακτική ικανότητα των ουδετεροφίλων ανάμεσα στην ημέρα της εισαγωγής και την ημέρα του εξιτηρίου. H χορήγηση του αυξητικού παράγοντα G-CSF στους ογκολογικούς ασθενείς με εμπύρετο ουδετεροπενία δεν επηρέασε την φαγοκυτταρική δραστηριότητα των πολυμορφοπυρήνων σε σημαντικό βαθμό. / The role of the effector function of monocytes and neutrophils in sepsis has been poorly investigated. The present study assessed the phagocytic activity of monocytes and neutrophils and evaluated its predictive significance in septic patients 31 patients with severe sepsis and 30 healthy individuals were enrolled in the study. The phagocytic activity of monocytes and neutrophils was evaluated and the results were correlated to the expression of CD64 on neutrophils and monocytes, CD14 antigen on monocytes, the SAPS score and the patients’ survival. The phagocytic activity of polymorphonuclears (PMN) in 24 hours after admission was decreased in all patients. Patients with PMN phagocytic activity <40% had lower expression of CD64 on monocytes and PMN and worse outcome while those with phagocytic activity>40% had higher expression of CD64 on monocytes and PMN and better outcome. In multivariate analysis the phagocytic activity of PMN was the only independent predictor factor for patients’ survival. The phagocytic activity of neutrophils in septic patients is a significant parameter of the final outcome. The upregulation of PMN CD64 expression is prerequisite for their increased phagocytic function but does not reflect it. The chemotactic functionof neutrophils was significantly increased in survivors compared to non survivors.In contrast, no statistical significance of chemotactic activity of PMNs was detected between the admission day and the day of discharge. The administration Of G-CSF in cancer patients with febrile neutropenia did not increase the phagocytic activity of neutrophils.
2

Η επίδραση της υπεργλυκαιμίας του στρες στην ανοσολογική απάντηση και στην κλινική πορεία ασθενών με σήψη

Λεωνίδου, Λεωνιδία 14 October 2008 (has links)
Σκοπός. Yπεργλυκαιμία του stress (ΥΣ) χαρακτηρίζεται η παρουσία υπεργλυκαιμίας σε μη διαβητικούς ασθενείς σε παρουσία διαφόρων παραγόντων στρες όπως τραύμα, έγκαυμα, χειρουργείο, έμφραγμα μυοκαρδίου και σήψη. Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της υπεργλυκαιμίας του stress σε βαριά σηπτικούς ασθενείς και η επίδρασης της στην παραγωγή προ και αντι- φλεγμονωδών κυτταροκινών όπως IL-6, IL-10, TNF-alpha and TGF-beta 1 και στην τελική έκβαση ασθενών με βαριά σήψη. Μέθοδος. Μελετήσαμε 265 σηπτικούς ασθενείς που εισήχθηκαν σε 3 παθολογικές κλινικές της ΝΔ Ελλάδος στη διάρκεια ενός έτους. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε 3 ομάδες ανάλογα με το γλυκαιμικό τους προφίλ κατά το πρώτο 24ωρο της εισαγωγής τους: ασθενείς με στρες υπεργλυκαιμία (ομάδα ΥΣ,ν=45), με σακχαρώδη διαβήτη (ομάδα ΣΔ,ν=67),και με φυσιολογικές τιμές σακχάρου (ομάδα ΦΓ,ν=153). Ως ΥΣ ορίστηκε η παρουσία γλυκόζης νηστείας 126mg/dl ή τυχαίας τιμής 200 mg/dl σε ≥2 μετρήσεις. Η βαρύτητα της σήψης εκτιμήθηκε με SOFA score. Σε 62 από τους ασθενείς μετρήθηκαν επιπλέον οι κυτταροκίνες TNF-alpha , IL-6 , IL-10 and TGFb-1 μέσα στο πρώτο 24ωρο της εισαγωγής. Αποτελέσματα. Ποσοστό 39.4% των βαριά σηπτικών ασθενών είχαν υπεργλυκαιμία, ενώ 15.3% είχε υπεργλυκαιμία του στρες προκαλούμενη από σήψη. Δεν παρατηρήθηκε κληρονομικό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη στην ομάδα ΥΣ. Υψηλότερο ποσοστό ασθενών με υπεργλυκαιμία του στρες απεβίωσε συγκριτικά με αυτούς με φυσιολογικές τιμές γλυκόζης (42.5 % vs 13.6 %) και αυτούς με σακχαρώδη διαβήτη 42.5 % vs 24.6%). Η ομάδα ΣΔ είχε χειρότερη πρόγνωση από την ομάδα ΦΓ (24.6% vs 13.6 %). Θετική συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ των τιμών γλυκόζης αίματος νηστείας των ομάδων ΣΔ και ΥΣ και τη βαρύτητα της σήψης όπως εκφράζεται από το SOFA score. Η ομάδα ΥΣ είχε υψηλότερο SOFA score και επίπεδα IL-6 και IL-10 από τις ομάδες ΣΔ και ΦΓ. Είχε επίσης υψηλότερα επίπεδα TNF-alpha από την ομάδα ΣΔ αλλά όχι από την ομάδα ΦΓ. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στα επίπεδα TGFb-1μεταξύ των 3 ομάδων. Οι επιζώντες είχαν υψηλότερες τιμές IL-10 από αυτούς που απεβίωσαν, δεν παρατηρήθηκε διαφορά για IL-6, TNF-alpha, το λόγο IL-10/TNF-alpha και TGFb-1 μεταξύ των 3 ομάδων. Οι τιμές της IL-10, οι μέσες τιμές νηστείας γλυκόζης και η ηλικία ανευρέθηκαν ως προγνωστικοί παράγοντες σχετιζόμενοι με την πρόγνωση. Συμπεράσματα: Η υπεργλυκαιμία συμπεριλαμβανόμενης και της υπεργλυκαιμίας που παρουσιάζεται στα πλαίσια του στρες παρατηρείται συχνά σε ασθενείς με βαριά σήψη. Η υπεργλυκαιμία του στρες φαίνεται να μη σχετίζεται με ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και να σχετίζεται με βαρύτερη νόσο. Η υπεργλυκαιμία του στρες συνοδεύεται με αυξημένη παραγωγή κυταροκινών και με κακή έκβαση σε ασθενείς με βαριά σήψη. / Aims /hypothesis. Stress hyperglycemia is a medical term referring to elevation of blood glucose levels in the absence of diabetes due to various kinds of stress, like trauma, burn injury, surgery, myocardial infraction and sepsis. The aim of our study was to investigate the clinical and laboratory characteristics of severe septic patients with baseline hyperglycemia and the impact of hyperglycemia on the final outcome. e also studied whether stress hyperglycemia affects the production of the main pro- and anti-inflammatory cytokines and the 28 days hospital mortality in patients with severe sepsis. Methods-Patients: A total of 265 patients admitted with severe sepsis in three major Hospitals in South-Western Greece, during a 1-year period, were included in the study. Patients were divided in three groups according to their glycemic profile at admission: patients with stress hyperglycemia (group SH, n=45), diabetes mellitus (group DM, n=67) and normal glucose level (group NG, n=153). Hyperglycemia was defined as an admission or in-hospital fasting glucose level of ≥126 mg/dl, or a random blood glucose level of ≥ 200mg/dl on ≥ 2 determinations. The serum levels of the cytokines TNF-alpha, IL-6, IL-10 and TGFb-1 were measured in 62 patients with severe sepsis within 24 hours after admission. Results: 39.4% of septic patients had baseline hyperglycemia with 15.3% having sepsis-induced stress hyperglycemia. No family history was noted in the SH group. A higher percentage of septic patients with stress hyperglycemia died compared to patients with normal glucose levels (42.5 % vs. 13.6 %) and diabetics (42.5 % vs. 24.6%). Group DM had also a poorer prognosis than group NG (24.6% vs. 13.6 %). A positive correlation was detected between the fasting blood glucose levels of groups DM and SH and the severity of sepsis indicated by SOFA score. Group SH had higher SOFA score and levels of IL-6 and IL-10 than group DM and group NG. It also had higher levels of TNF-alpha than group DM but not group NG. There was no difference in the levels of TGFb-1 among the 3 groups. Survivors had higher levels of IL-10 than no survivors, no difference was detected for IL-6, TNF-alpha, IL-10/TNF-alpha ratio and TGFb-1. Interleukin-10 values, mean fasting glucose values and age were found as prognostic factors associated with outcome. Conclusions: Baseline hyperglycemia, including stress induced hyperglycemia is common in patients with severe sepsis. Stress induced hyperglycemia seems not to be related with anthropometric characteristics and is related to a more severe disease. Stress hyperglycemia is associated with increased cytokine production and an adverse clinical outcome in patients with severe sepsis.
3

Ο ρόλος της παχυσαρκίας στην ανοσολογική απάντηση ασθενών με σύνδρομο σήψης / The role of obesity in the immune response during sepsis

Κολυβά, Αναστασία 01 April 2015 (has links)
Η σήψη αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αιτίες νοσηλείας και θνησιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου σχεδόν τα δύο - τρίτα του πληθυσμού υποφέρουν από παχυσαρκία. Σαν αποτέλεσμα, η συνύπαρξη των δύο αυτών καταστάσεων έχει γίνει όλο και συχνότερη στην κλινική πράξη και ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός κλινικών μελετών προσπαθεί να προσεγγίσει την πιθανή επίδραση της παχυσαρκίας στην νοσηρότητα και θνησιμότητα των ασθενών με σήψη, με έως τώρα αντιφατικά αποτελέσματα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η παχυσαρκία επηρεάζει την ανοσιακή απάντηση των σηπτικών ασθενών, εκτιμώντας τον αριθμό και την κατάσταση ενεργοποίησης των μακροφάγων του λιπώδους ιστού, τα επίπεδα του TNFα στον ορό και στον λιπώδη ιστό και δείκτες οξειδωτικού stress στο πλάσμα. Ασθενείς και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 106 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες (Ελέγχου n=26, Παχυσαρκίας n=27, Σήψης n=27, Σήψης & Παχυσαρκίας n=26). Ο αριθμός των μακροφάγων στο υποδόριο και ενδοκοιλιακό λίπος και οι υπότυποί τους (M1 και M2) αναγνωρίστηκαν με ανοσοϊστοχημική τεχνική υπό μικροσκόπηση. Τα επίπεδα του TNFα mRNA στο υποδόριο και ενδοκοιλιακό λίπος μετρήθηκαν με real-time reverse transcription-PCR. Στον ορό τα επίπεδα του TNFα μετρήθηκαν με sandwich enzyme-linked immunosorbent assay (ELISA). Το οξειδωτικό stress στο πλάσμα εκτιμήθηκε χρησιμοποιώντας επιλεγμένους βιοδείκτες [TBARS (thiobarbituric acid-reactive substances), Πρωτεϊνικά Καρβονύλια, TAC (total antioxidant capacity)]. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε ότι η σήψη αυξάνει τον ολικό αριθμό και τον Μ2 υπότυπο των μακροφάγων στο ενδοκοιλιακό λίπος, ενώ η παχυσαρκία δεν φάνηκε να επηρεάζει τη συγκέντρωση των μακροφάγων στο λίπος. Η παχυσαρκία βρέθηκε ότι αυξάνει τα επίπεδα του TNFα mRNA (P<0.05) στο ενδοκοιλιακό λίπος καθώς επίσης και τα επίπεδα των TBARS (P<0.001) και Πρωτεϊνικών Καρβονυλίων (P<0.001) στο πλάσμα των σηπτικών ασθενών. Τα επίπεδα της TAC στο πλάσμα βρέθηκε ότι μειώνονται και τα επίπεδα TNFα στον ορό ότι αυξάνονται με τη σήψη, ενώ δεν επηρεάζονταν από την παχυσαρκία. Συμπεράσματα: Η παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένη παραγωγή TNFα στον λιπώδη ιστό και αύξηση του οξειδωτικού stress, προάγοντας την προ-φλεγμονώδη απάντηση στους σηπτικούς ασθενείς. / Sepsis is one of the most important causes of mortality in the developed world, where almost two thirds of the population suffer from obesity. Therefore, the coexistence of both conditions has become frequent in clinical practice and a growing number of clinical studies attempts to examine the potential effect of obesity on sepsis with controversial results up to now. The present study investigates how obesity influences the immune response of septic patients, by assessing the number and activation state of adipose tissue macrophages, serum and adipose tissue tumor necrosis factor-alpha (TNFα) levels and plasma oxidative stress markers. Subjects/methods: The study included 106 patients, divided into four groups (control n = 26, obesity n = 27, sepsis n = 27 and sepsis and obesity n = 26). The number of macrophages in subcutaneous and visceral adipose tissue (SAT and VAT) and their subtypes (M1 and M2) were defined with immunohistochemical staining techniques under light microscopy. TNFα mRNA levels were determined in SAT and VAT using real-time reverse transcription-PCR. Serum levels of TNFα were determined with sandwich enzyme-linked immunosorbent assay. Plasma oxidative stress was evaluated using selective biomarkers [thiobarbituric acid-reactive substances (TBARS), protein carbonyls and total antioxidant capacity (TAC)]. Results: Sepsis increased the total number of macrophages and their M2 subtype in VAT, whereas obesity did not seem to affect the concentration of macrophages in fat. Obesity increased TNFα mRNA levels (P < 0.05) in VAT as well as the plasma TBARS (P < 0.001) and protein carbonyls (P < 0.001) in septic patients. The plasma TAC levels were decreased and the serum TNFα levels were increased in sepsis although they were not influenced by obesity. Conclusions: Obesity is associated with elevated TNFα adipose tissue production and increased oxidative stress biomarkers, promoting the proinflammatory response in septic patients.
4

Η επίδραση της διαβητικής κετοξέωσης στο ανοσολογικό σύστημα. / Diabetic ketoacidosis and immune responses.

Γιαλή, Σοφία 26 June 2007 (has links)
Σκοπός. Η διαβητική κετοξέωση (ΔΚ) και η υπεργλυκαιμική υπερωσμωτική κατάσταση (ΥΥΚ) είναι δύο από τις πιο σοβαρές οξείες επιπλοκές του Σακχαρώδη διαβήτη, που εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνητότητας μεταξύ των διαβητικών. Οι λοιμώξεις, συχνός εκλυτικός παράγων και επιπλοκή της ΔΚ και ΥΥΚ, αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου και η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της σήψης είναι κριτικής σημασίας για την επιβίωση των ασθενών. Διερευνήσαμε την επίδραση των ανωτέρω καταστάσεων στην ανοσοποιητική απόκριση, μελετώντας τους υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων – παραμέτρους οξείας φάσης και την ιντερλευκίνη 6 (IL-6) στο περιφερικό αίμα των ασθενών μας, σε μια προσπάθεια να διαπιστώσουμε τυχόν υποκείμενες διαταραχές και να προσδιορίσουμε πιθανόν διαγνωστικούς και προγνωστικούς δείκτες για τη σήψη. Μέθοδος. Η μελέτη μας περιέλαβε 61 διαβητικούς ασθενείς με ΔΚ ή ΥΥΚ. Ξεχωρίσαμε μια ομάδα ασθενών που είχαν συμπτώματα Συνδρόμου συστηματικής φλεγμονώδους αντίδρασης (SIRS). Προσδιορίσαμε στον ορό όλων των ασθενών τις συγκεντρώσεις των παραγόντων οξείας φάσης (συμπεριλαμβανομένης της C αντιδρώσας πρωτεΐνης ,CRP) και της IL-6 (ως κύρια κυτταροκίνη για την παραγωγή πρωτεϊνών οξείας φάσης), κατά την εισαγωγή και στην ύφεση (μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων και σε κατάσταση ευγλυκαιμίας). Σε μια ομάδα 28 ασθενών με ΔΚ ή ΥΥΚ (σε σύγκριση και με αντίστοιχη ομάδα ελέγχου) μελετήσαμε επιπλέον υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων, τα ολικά (CD3) / τα βοηθητικά (CD4) / τα κατασταλτικά (CD8) Τ κύτταρα και τα κύτταρα φυσικοί φονείς (ΝΚ) χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα και μικροσκόπιο ανοσοφθορισμού, προ και αμέσως μετά τη διόρθωση της μεταβολικής διαταραχής. Αποτελέσματα. Παρατηρήσαμε ότι οι υποπληθυσμοί των Τ λεμφοκυττάρων ήταν σημαντικά ελαττωμένοι κατά την εισαγωγή, συγκρινόμενοι με τους υγιείς μάρτυρες (ενώ οι περισσότερες μελέτες διαβητικών τύπου 1 καταγράφουν αυξημένα βοηθητικά Τ κύτταρα) και παρέμειναν και αμέσως μετά τη διόρθωση της μεταβολικής διαταραχής. Οι ασθενείς που τελικά απεβίωσαν είχαν σημαντικά ελαττωμένους τους υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων (εκτός των ΝΚ κυττάρων) συγκρινόμενοι και με τους υγιείς μάρτυρες και με όσους ασθενείς επιβίωσαν. Από τους 61 ασθενείς της μελέτης με ΔΚ ή ΥΥΚ, οι 49 ασθενείς είχαν συμπτώματα SIRS. Οι 27 ασθενείς είχαν SIRS χωρίς στοιχεία λοίμωξης, ενώ οι 22 ασθενείς είχαν SIRS με αποδεδειγμένη λοίμωξη. Διαπιστώσαμε σημαντικά αυξημένες συγκεντρώσεις CRP και IL-6 στον ορό των σηπτικών διαβητικών ασθενών συγκριτικά με όσους ασθενείς μας είχαν SIRS χωρίς λοίμωξη. Οι ασθενείς που τελικά απεβίωσαν είχαν σημαντικά πιο αυξημένες συγκεντρώσεις CRP και IL-6 κατά την εισαγωγή, που μειώθηκαν σημαντικά στην ύφεση. Συμπεράσματα. Η διαβητική κετοξέωση και η υπεργλυκαιμική υπερωσμωτική κατάσταση προκαλούν συχνά κλινικό σύνδρομο που ομοιάζει με σύνδρομο συστηματικής φλεγμονώδους αντίδρασης. Διαταραχές στην ισορροπία των υποπληθυσμών των Τ λεμφοκυττάρων, κυρίως η ελάττωση των βοηθητικών Τ κυττάρων μπορεί να συμβάλλουν στην υψηλή θνησιμότητα αυτών των μεταβολικών διαταραχών. Οι μετρήσεις των συγκεντρώσεων C αντιδρώσας πρωτεΐνης και ιντερλευκίνης 6 στον ορό αυτής της ομάδας των διαβητικών ασθενών, είναι ένας χρήσιμος τρόπος αποκλεισμού λοίμωξης και επιβεβαίωσης και παρακολούθησης της σήψης. / Aims / hypothesis. Diabetic ketoacidosis (DKA) and hyperglycemic hyperosmolar state (HHS) are two of the most serious acute complications of diabetes mellitus, being important causes of morbidity and mortality among patients with diabetes. Infection is a common precipitating event in DKA and HHS and the major cause of death. An early diagnosis of sepsis in patients with DKA and HHS is crucial and life saving. We studied the immune responses in these states, investigating the peripheral T lymphocyte subsets, acute phase reactants and interleukin 6 (IL-6) to find out how useful these might be for identifying sepsis. Methods. Sixty one diabetic patients with DKA or HHS were enrolled. Patients with signs and symptoms of systemic inflammatory response syndrome (SIRS) were identified. Acute phase reactants, including serum C-reactive protein (CRP) and IL-6, the main cytokine responsible for the induction of acute phase proteins, were measured (concentrations in peripheral blood) on admission and when patients were clinically improved and were euglycaemic. Peripheral T lymphocyte subsets including total (CD3), helper (CD4) and suppressor (CD8) T cells and natural killer (NK) cells, were studied in twenty one patients with DKA plus seven patients with HHS and twenty eight healthy matched control (using monoclonal antibodies), prior to and after treatment of metabolic disorders. Results. Peripheral T lymphocyte subsets were decreased in the twenty eight patients with DKA and HHS in admission compared to healthy controls (while helper T cells are mostly increased in diabetics type 1), and remained so after treatment of metabolic disorders. Patients who finally died had significantly decreased T lymphocyte subsets (except NK cells) compared with both healthy controls and patients who survived. A total of forty nine out of sixty one patients with DKA and HHS had signs of SIRS. Twenty seven patients had SIRS and no signs of infection and twenty two patients had SIRS due to proven infection. We detected a significant increase in serum CRP and IL-6 values in patients infected compared to patients with no septic SIRS. Patients who finally died had much higher levels of these proteins, while there was a prompt reduction of serum CRP and IL-6 early during remission. Conclusion / interpretation. Diabetic ketoacidosis and hyperglycemic hyperosmolar state can often cause a clinical syndrome resembling systemic inflammatory response syndrome. An imbalance of subpopulations of T lymphocytes, especially decreased helper T cells (CD4), may be correlated with the high morbidity and mortality in these states. Determination of serum C-reactive protein and interleukin-6 is a useful way of early excluding an underlying infection as well as confirming and monitoring sepsis.

Page generated in 0.0593 seconds