• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 12
  • Tagged with
  • 12
  • 12
  • 12
  • 7
  • 5
  • 5
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Σχέσεις εμπιστοσύνης, βαθμός ικανοποίησης - δέσμευσης ασθενών - πελατών φαρμακείου που πάσχουν από διαβήτη

Νταλαχάνης, Ιωάννης 11 January 2011 (has links)
Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία που χαρακτηρίζουν την πορεία των υπηρεσιών υγείας τον εικοστό πρώτο αιώνα είναι η μεγάλη ανάγκη που έχει διαπιστωθεί για μια νέου τύπου σχέση ιδιαίτερα με τους ασθενείς που πάσχουν από χρόνια μεταβολικά νοσήματα. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται – με διεξαγωγή έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου - η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φαρμακοποιών και πελατών - ασθενών που πάσχουν από διαβήτη, μιας πολυπληθούς και σημαντικής ομάδας, δεδομένου ότι ο διαβήτης λαμβάνει διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας με επιπτώσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, σκοπός της έρευνας είναι να προσδιοριστεί το επίπεδο εμπιστοσύνης και ικανοποίησης της παραπάνω ομάδας ασθενών καθώς και ο βαθμός δέσμευσής τους στο φαρμακοποιό τους μαζί με τους παράγοντες που προσδιορίζουν αυτή τη δέσμευση. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η άποψη του ασθενή με διαβήτη, είναι ιδιαίτερα καλή για το φαρμακοποιό του. Ο συμβουλευτικός ρόλος του φαρμακοποιού και η πελατοκεντρικότητα της σχέσης είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δέσμευση του ασθενή στο φαρμακείο. / One of the most important things that characterize the health industry in the twenty first century is the established need for a new kind of relationship especially with patients with chronic metabolic diseases. The work presented here intends – with the use of questionnaires – to investigate the relationship between pharmacists and clients – patients with diabetes, a numerous group of people, given the great the expansion of the disease in recent years. Particularly, the objective of this research is to assess the level of trust and satisfaction of the afore-mentioned group of patients as well as the level of their commitment to their pharmacist along with the parameters that define this commitment. Findings have shown that patients with diabetes are satisfied with their pharmacist. Patient - centerdeness plays an important role in their commitment to the pharmacist.
2

Η σχέση της κλινικής και υποκλινικής μορφής αιμοχρωματώσεως με το σακχαρώδη διαβήτη

Χαμπαίος, Ιωάννης 26 June 2007 (has links)
Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στο μεταβολισμό του σιδήρου και το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Έτσι ο στόχος της παρούσης μελέτης ήταν διπλός. α) Να καθορισθεί η συχνότητα των μεταλλάξεων C282Y και H63D στον Ελληνικό πληθυσμό και να συγκριθεί με αυτήν άλλων χωρών και ταυτοχρόνως, να ελεγχθεί αν η συχνότητα των ανωτέρω μεταλλαγών είναι διαφορετική στους διαβητικούς τύπου 2 σε σχέση με το γενικό πληθυσμό και να γίνει συσχέτιση ανάμεσα στην ύπαρξη η όχι των μεταλλάξεων αυτών και σε δείκτες μεταβολισμού του σιδήρου όπως η φερριτίνη, ο σίδηρος, ο κορεσμός τρανσφερίνης. β) Να ελεγχθεί αν στους διαβητικούς τύπου 2, η συχνότητα της κληρονομικής αιμοχρωμάτωσης (ομοζυγώτες), όπως αυτή μπορεί να καθορισθεί με βάση το γονότυπο του γονιδίου HFE είναι αυξημένη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Υλικό και μέθοδοι Αρχικά δείγμα 100 διαβητικών τύπου 2 και 100 ατόμων από το γενικό πληθυσμό ελέγθησαν για τις μεταλλάξεις του γονιδίου HFE C282Y και H63D με τη μέθοδο της PCR και RFLP. Στη συνέχεια μελετήθηκαν 500 διαβητικοί τύπου 2 και 423 μάρτυρες. Στα άτομα αυτά εκτιμήθηκε το φορτίο του οργανισμού σε σίδηρο (Σίδηρος ορού, ολική δεσμευτική ικανότητα σε σίδηρο, φερριτίνη) και καθορίστηκε ο γονότυπος αναφορικά με τις μεταλλάξεις C282Y και H63D με τη μέθοδο της PCR και RFLP. Αποτελέσματα- Συμπεράσματα 1. Η συχνότητα του αλληλομόρφου C282Y στον Ελληνικό πληθυσμό(0,0075) είναι χαμηλότερη των ατόμων Βορειοευρωπαικής καταγωγής και πλησιάζει αυτή ατόμων από περιοχές της νότιας Ευρώπης. Η συχνότητα του αλληλομόρφου H63D (0,115) είναι παρόμοια με αλλους πληθυσμούς. 2. Δεν ανευρέθη διαφορά στη συχνότητα των μεταλλάξεων C282Y και H63D ανάμεσα στην ομάδα των διαβητικών τύπου 2 και στο γενικό πληθυσμό. 3. Η παρουσία οποιασδήποτε από τις παραπάνω μεταλλάξεις στην ετερόζυγη μορφή συνεισφέρει στην αύξηση του φορτίου του οργανισμού σε σίδηρο. Αυτό βρέθηκε και στις δύο ομάδες. 4. Οι διαβητικοί τύπου 2 παρουσιάζουν μεγαλύτερο κορεσμό τρανσφερρίνης αίματος και υψηλότερα επίπεδα φερριτίνης συγκρινόμενοι με το γενικό πληθυσμό. Οι ανωτέρω δείκτες θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν αυξημένο φορτίο του οργανισμού σε σίδηρο. 5. Λόγω της χαμηλής συχνότητας του αλληλομόρφου C282Y δεν κατέστη δυνατή η ανίχνευση ομοζυγωτών C282Y/ C282Y. / Several authors have suggested a positive association between diabetes type 2 and the C282Y and H63D mutations of the hereditary hemochromatosis gene but others have disputed it. There are also papers reporting an increased iron load in diabetes type 2 and possible associations with the pathogenesis of the disease. We performed therefore a study in 100 type 2 diabetics and 100 age and sex matched controls to assess the role of the C282Y and H63D mutations in the HFE gene as a risk factor for type 2 diabetes mellitus in Greece. We also evaluated the iron load in 500 diabetes type 2 patients and 423 age and sex matched controls. We did not find any differences in the allele frequencies of the above mutations between patients with diabetes type 2 and the controls. The allele frequencies are estimated to be 0.0075 for the C282Y and 0.115 for the H63D mutation. Subjects with at least one mutation (C282Y or H63D) had higher transferrin saturation compared to those with no such mutations. This seems to apply to both diabetics (49± 8,6 vs 44,5± 5,4, p<0,01) and control group (49,3± 7,3 vs 42,6± 3,3 p<0,01). Patients with diabetes type 2 have higher transferrin saturation compared to the general population. These differences were found among men (n=250, mean± SD 31,8+11 vs n=73, mean± SD 29,5+8, p=0,05) as well as among women (n=250, mean± SD 28.5+10 vs n=350, mean± SD 25.5+9.6, p=0.001). The present study is in concord with previous work reporting that type 2 diabetes patients have higher ferritin levels compared to controls.
3

Επίδραση αυξημένων επιπέδων γλυκόζης και φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στο σακχαρώδη διαβήτη σε λειτουργίες ενδοθηλιακών κυττάρων που εξαρτώνται από την πλειοτροπίνη

Μπουντούρης, Παναγιώτης 15 March 2012 (has links)
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι ομάδα μεταβολικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, είτε λόγω ανεπάρκειας παραγωγής ινσουλίνης είτε εξαιτίας της αντίστασης στην ινσουλίνη. Η επίπτωση του ΣΔ αυξάνει παγκοσμίως, αυξάνοντας και την ανησυχία για τις επιπλοκές της ασθένειας, όπως η νεφρική ανεπάρκεια, η τύφλωση και η αργή επούλωση τραυμάτων. Κοινός παρονομαστής σε αυτές τις επιπλοκές είναι η αυξημένη ή η ανεπαρκής αγγειογένεση. Οι αυξητικοί παράγοντες είναι μόρια‐κλειδιά και εμπλέκονται στις αγγειακές επιπτώσεις του ΣΔ. Η πλειοτροπίνη (pleiotrophin, PTN) είναι ένας εκκρινόμενος αυξητικός παράγοντας 18 kDa με υψηλή συγγένεια για την ηπαρίνη. Η PTN εκφράζεται σε πολλές καρκινικές σειρές και επηρεάζει πολλές διαδικασίες, όπως την επιβίωση και τη μετανάστευση κυττάρων, και την αγγειογένεση. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση υψηλών επιπέδων D‐ και L‐γλυκόζης στην έκκριση και στη δράση της PTN στη μετανάστευση των ανθρώπινων ενδοθηλιακών κυττάρων ομφάλιου λώρου (HUVEC). Τόσο η D‐ όσο και η L‐γλυκόζη μειώνουν την έκκριση της PTN in vitro, προτείνοντας ότι το φαινόμενο οφείλεται στην αυξημένη ωσμωτική πίεση. Αντίθετα, HUVEC που απομονώθηκαν από διαβητικό ασθενή εκκρίνουν μεγαλύτερα ποσά PTN συγκριτικά με κύτταρα από μη διαβητικό ασθενή. Παρόλο που το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί, εγείρει το ερώτημα της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων από απλοποιημένα in vitro μοντέλα σε σχέση με το τι συμβαίνει σε διαβητικούς ασθενείς. Με μεθόδους όπως η δοκιμασία επούλωσης πληγών και το πείραμα χημειοτακτισμού Βoyden, διαπιστώθηκε ότι τα διαβητικά κύτταρα που εκτέθηκαν σε D‐γλυκόζη μεταναστεύουν γρηγορότερα σε σχέση με τα εκτεθειμένα σε L‐γλυκόζη κύτταρα, παρόλο που και στις δυο περιπτώσεις η μετανάστευση ήταν μειωμένη σε σχέση με αυτήν κυττάρων εκτεθειμένων σε φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης. Επιπλέον, τόσο η D‐ όσο και η L‐γλυκόζη αναστέλλουν πλήρως την επαγόμενη από PTN κυτταρική μετανάστευση, υποδηλώνοντας ότι η ώσμωση ίσως να παίζει κάποιο ρόλο. Οι θειαζολιδινεδιόνες είναι μια κατηγορία αγωνιστών του υποδοχέα PPARγ που μειώνουν την ινσουλινοαντίσταση σε διαβητικούς ασθενείς τύπου 2. Πρόσφατα έχει αναγνωριστεί ότι οι αγωνιστές του υποδοχέα PPARγ πιθανά εμπλέκονται σε μοριακούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν την αγγειογένεση, είτε επηρεάζοντας την έκφραση αυξητικών παραγόντων, όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF), είτε αναστέλλοντας τις επαγωγικές δράσεις αυτών σε αγγειογενετικές λειτουργίες των ενδοθηλιακών κυττάρων. Στην παρούσα μελέτη, εξετάστηκε η επίδραση του αγωνιστή του υποδοχέα PPARγ ροζιγλιταζόνη (RSG), στην έκφραση και την έκκριση της PTN, καθώς και στην επαγωγική δράση της PTN στη μετανάστευση των κυττάρων HUVEC και στην παραγωγή δραστικών μορφών οξυγόνου (ROS). Η RSG ανέστειλλε την έκκριση της PTN στο υπερκείμενο κυττάρων HUVEC αλλά είχε ένα διφασικό αποτέλεσμα στα ενδοκυττάρια επίπεδά της, όπως και στη μεταγραφή του γονιδίου ptn, με τις μικρότερες συγκεντρώσεις να προκαλούν αύξηση και τις μεγαλύτερες μείωση στα επίπεδα της PTN. Η RSG μείωσε σημαντικά τα επίπεδα των ROS και τη μη διεγερμένη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων. Την ίδια ακριβώς δράση είχε και ο εκλεκτικός ανταγωνιστής του υποδοχέα PPARγ, GW9662, υποδεικνύοντας ότι αυτές οι δράσεις της RSG είναι ανεξάρτητες από τον PPARγ. Επιπλέον, τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι ο GW9662 πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή ως ανταγωνιστής του υποδοχέα PPARγ σε φαρμακολογικά πειράματα. Η RSG ανέστειλε πλήρως την επαγόμενη από ΡΤΝ παραγωγή ROS αλλά δεν είχε καμία επίδραση στην επαγόμενη από ΡΤΝ κυτταρική μετανάστευση, σε αντίθεση με την πλήρη αναστολή που προκάλεσε στην επαγόμενη από VEGF κυτταρική μετανάστευση. Συνολικά, τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας υποδηλώνουν ότι τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης επηρεάζουν την έκφραση της PTN και την επαγόμενη από ΡΤΝ κυτταρική μετανάστευση in vitro, πιθανά μέσω της επίδρασης της αυξημένης ωσμωτικής πίεσης που ασκείται στα κύτταρα. Επιπλέον, παρόλο που η RSG φαίνεται να επηρεάζει την έκφραση και έκκριση της ΡΤΝ, την παραγωγή ενδογενών ROS και τη μετανάστευση των μη διεγερμένων κυττάρων HUVEC, δεν επηρεάζει την επαγόμενη από PTN μετανάστευση των HUVEC, υποδηλώνοντας ότι η ΡΤΝ δεν εμπλέκεται πιθανά στις αντιαγγειογενετικές της δράσεις. / Diabetes Mellitus (DM) is a group of metabolic disorders characterized by high blood sugar either because of inadequate insulin production or insulin resistance. The incidence of DM is rising globally, increasing the concern about the complications of the disease, such as renal failure, blindness and slow healing wounds. The common factor between them lies on either increased or inadequate angiogenesis. Growth factors are key molecules and are involved in the vascular effects of DM. Pleiotrophin (PTN) is an 18‐kDa secreted growth factor that has high affinity for heparin. PTN is expressed in various cancer cell lines and affects many different processes, such as cell growth, survival, migration and angiogenesis. In the present work we studied the influence of high D‐ and L‐glucose levels on the secretion or the effect on migration of PTN on human umbilical vein endothelial cells (HUVEC). Both D‐ and L‐glucose reduced PTN secretion in vitro, suggesting that this effect was due to high osmotic pressure. In contrast, HUVEC isolated from diabetic patient secreted increased amounts of PTN compared with cells from non diabetic donors. Although this effect needs to be verified, it raises the question οf the validity of the results from in vitro simplified models translated into what is happening in diabetic patients. In wound‐healing and boyden assays, D‐glucose‐treated cells migrated faster than L‐glucose‐treated cells, although in both cases, migration was inhibited compared to cells treated with normal glucose levels. PTN‐induced cell migration was inhibited in the presence of either D‐ or L‐glucose, suggesting that osmotic pressure may be responsible. Thiazolidinediones are a class of peroxisome proliferator activated receptor γ (PPARγ) agonists that reduce insulin resistance in type 2 diabetic patients. In recent years, there has been increasing appreciation of the fact that PPARγ agonists might be involved in the molecular mechanisms that regulate angiogenesis, by either affecting the expression levels of growth factors, such as vascular endothelial growth factor, or by inhibiting the stimulatory activities of growth factors on endothelial cell proliferation, survival, or migration. In the present study, we examined the effect of the PPARγ agonist rosiglitazone (RSG) on the expression and secretion of PTN, as well as on the stimulatory effect of PTN in human umbilical vein endothelial cell (HUVEC) migration and reactive oxygen species (ROS) production. RSG inhibited secretion of PTN into the cell culture medium of HUVEC but had a biphasic effect on the intracellular levels of PTN, as well as on ptn gene transcription, with the lowest concentrations causing increase and the highest concentrations causing a decrease in PTN amounts. RSG significantly decreased endogenous levels of ROS, as well as unstimulated endothelial cell migration. The selective antagonist of PPARγ, GW9662, also inhibited both HUVEC migration and ROS production to a similar degree compared with RSG, suggesting that these effects of RSG are PPARγ‐independent. These data also suggest that GW9662 should be treated cautiously as a PPARγ antagonist. Although RSG completely inhibited PTN‐induced production of ROS, it did not affect PTN‐induced HUVEC migration, in contrast to its effect on VEGF‐induced endothelial cell migration. Collectively, the data from the present study suggest that high glucose levels affect PTN expression and effect on migration, possibly due to high osmotic pressure, although this needs to be further examined. RSG affects PTN expression, endogenous ROS levels and migration of unstimulated HUVEC; however, it did not affect PTN‐induced HUVEC migration, suggesting that the signaling pathways activated by PTN may not be involved in its anti‐angiogenic effects.
4

Μελέτη των μεταβολών του εντεροπαγκρεατικού άξονα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία μετά από χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης

Πολυζωγοπούλου, Ευτυχία Β. 23 January 2009 (has links)
Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η απώλεια της πρώτης φάσης έκκρισης της ινσουλίνης σε απάντηση στην ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης είναι οι δύο κύριες και πρωιμότερες διαταραχές στην φυσική εξέλιξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε αν η απώλεια σωματικού βάρους μετά από χειρουργική επέμβαση για νοσογόνο παχυσαρκία σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μπορεί να αποκαταστήσει ευγλυκαιμία και φυσιολογική οξεία φάση έκκρισης ινσουλίνης σε ενδοφλέβια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (IVGTT). Μελετήθηκαν 25 ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία – δώδεκα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, πέντε με παθολογική ανοχή γλυκόζης και οκτώ με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης – πριν και μετά από χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη. Δώδεκα άτομα με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος ορίσθηκαν ως μάρτυρες. Δώδεκα μήνες μετά το χειρουργείο, στην ομάδα των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε από 53,2 ± 2,0 σε 29,2 ± 1,7 kg/m2 , η γλυκόζη νηστείας ελαττώθηκε από 172,2 ± 15,1 σε 81,8 ± 2,4 mg/dl και η ινσουλίνη νηστείας μειώθηκε από 28,1 ± 4,3 σε 6,3 ± 0,7 μU/ml (mean ± SE, p<0,001). Η πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης, η μέση τιμή συγκέντρωσης ινσουλίνης στα δύο, τρία και πέντε λεπτά μείον την βασική τιμή στην ενδοφλέβια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, αυξήθηκε κατά 770% και 935% στους τρεις και δώδεκα μήνες μετεγχειρητικά, αντίστοιχα (από 6,0 ± 3,8 σε 34,8 ± 7,2 και 41,3 ± 5,5 μU/ml, αντίστοιχα, p<0,001). Αντίθετα, στην ομάδα ασθενών με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης, η πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης, μειώθηκε κατά 40,5% (από 110 ± 10 σε 65,5 ± 15,5 μU/ml, p=0,027) δώδεκα μήνες μετά το χειρουργείο. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y γαστρική παράκαμψη στην οποία υπεβλήθησαν οι ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 οδηγεί σε σημαντική απώλεια σωματικού βάρους, ευγλυκαιμία και φυσιολογική ευαισθησία στην ινσουλίνη, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αποκαθιστά φυσιολογική πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης σε απάντηση στη γλυκόζη από το β-κύτταρο και φυσιολογική σχέση οξεία φάση έκκρισης ινσουλίνης / ευαισθησία στην ινσουλίνη. Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που αποδεικνύει ότι η επαγόμενη από τη γλυκόζη απολεσθείσα πρώτη φάση έκκρισης στην ινσουλίνη, στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ήπιας ή μέτριας σοβαρότητας, είναι μια αναστρέψιμη διαταραχή. Η αποκατάσταση ευγλυκαιμίας και φυσιολογικής ευαισθησίας στην ινσουλίνη φαίνεται ότι αποτελούν βασική προυπόθεση για την επανεμφάνιση φυσιολογικής πρώτης φάσης έκκρισης της ινσουλίνης. / Insulin resistance and loss of glucose-stimulated acute insulin response (AIR) are the two major and earliest defects in the course of type 2 diabetes. We investigated whether weight loss after bariatric surgery in patients with morbid obesity and type 2 diabetes can restore euglycemia and normal AIR to IV glucose tolerance test (IVGTT). We studied 25 morbidly obese patients, 12 with type 2 diabetes (DM), 5 with impaired glucose tolerance (IGT) and 8 with normal glucose tolerance (NGT) prior to and after a biliopancreatic diversion with Roux-en-Y gastric bypass (BPD with RYGBP). Twelve subjects with normal BMI served as controls. Twelve months after surgery in the DM group, BMI decreased from 53.2 + 2.0 to 29.2 + 1.7 kg/m², fasting glucose decreased from 9.5 ± 0.83 to 4.5 ± 0.13 mmol/l (mean ± SE) and fasting insulin from 168.4 ± 25.9 to 37.7 ± 4.4 pmol/l (p<0.001). AIR, the mean of insulin concentration at 2, 3 and 5 minutes over basal in the IVGTT, increased by 770% and 935% at 3 and 12 months after surgery, respectively (from 24.0 ± 22.7 pmol/l, to 209 ± 43.4 and 248 ± 33.1 pmol/l respectively) (p<0,001). Conversely, in the NGT group, the increased AIR decreased by 40.5% (from 660 ± 60 to 393 ± 93 pmol/l) (p=0.027), 12 months after surgery. BPD with RYGBP performed in morbidly obese patients with type 2 diabetes leads to significant weight loss, euglycemia and normal insulin sensitivity, but most importantly, restores a normal β-cell AIR to glucose and a normal relationship of AIR for insulin sensitivity. This is the first study, which demonstrates that the lost glucose-induced AIR, in patients with type 2 diabetes of mild or moderate severity, is a reversible abnormality. Restoration of euglycemia and normal insulin sensitivity are basal preconditions for the reappearance of normal acute insulin response to glucose.
5

Ρόλος των φλεγμονωδών παραγόντων στην ανάπτυξη των επιπλοκών του ινσουλινο-εξαρτώμενου σακχαρώδη διαβήτη

Κουτρουμάνη, Νικολίτσα 27 December 2010 (has links)
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔ1) αποτελεί τη συχνότερη μορφή διαβήτη στα παιδιά, συχνά συνοδεύεται από σοβαρές μικρο- και μακρο-αγγειακές επιπλοκές ενώ, η επίπτωσή του εμφανίζει ανησυχητικά αυξητική τάση τις τελευταίες δεκαετίες. Η ενεργοποίηση των μονοκυττάρων, η χημειοταξία τους (κύριος χημειοτακτικός παράγοντας μονοκυττάρων: MCP-1) και η μετατροπή τους σε μακροφάγα (δείκτης μακροφάγων: CD68) θεωρείται πως διαδραματίζουν προεξέχοντα ρόλο στην ανάπτυξη των διαβητικών αγγειακών αλλοιώσεων. Η πλεονάζουσα γλυκόζη που υπάρχει στο διαβήτη, αλληλεπιδρώντας μη ενζυματικά με πλήθος υποστρωμάτων, προκαλεί την παραγωγή των AGEs (τελικά προϊόντα προχωρημένης γλυκοζυλίωσης) τα οποία με τη σειρά τους ασκούν τις βλαπτικές τους δράσεις, είτε αλληλεπιδρώντας άμεσα με τα μόρια της εξωκυττάριας ουσίας ή μέσω σύνδεσης στους κυτταρικούς τους υποδοχείς (κυριότερος εκπρόσωπος: RAGE). Η ενεργοποίηση του RAGE, διαμέσου της ενεργοποίησης του μεταγωγικού μονοπατιού της πρωτεϊνικής κινάσης Β (Akt2/PKB) και του μεταγραφικού παράγοντα NF-κΒ, οδηγεί στην αυξημένη έκφραση προ-φλεγμονωδών [παράγοντας νέκρωσης όγκου-α (TNFα), ιντερλευκίνη-6 (IL-6)] και προ-θρομβωτικών παραγόντων [ιστικού παράγοντα (TF)], συμβάλλοντας κατ’αυτό τον τρόπο στην εμφάνιση ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας. Φραγμό στις δράσεις αυτές αποτελεί η διαλυτή μορφή του RAGE, sRAGE, η οποία συνδεόμενη με τα AGEs τα οδηγεί προς αποδόμηση και εμποδίζει την ενδοκυττάρια σηματοδότηση που πυροδοτούν τα AGEs. Σκοπός / μεθοδολογία: Προκειμένου να διερευνήσουμε τον πιθανό ρόλο των διεργασιών της φλεγμονής στην ανάπτυξη των διαβητικών επιπλοκών, σε μονοπύρηνα κύτταρα περιφερικού αίματος 47 προεφηβικών και εφηβικών παιδιών (ηλικίας 4-18 ετών) και 10 νεαρών ενηλίκων (ηλικίας 18-29 ετών) με ΣΔ1 και 39 μη διαβητικών μαρτύρων αντίστοιχης ηλικίας, μελετήσαμε: 1) με RT-PCR τη γονιδιακή έκφραση: του MCP-1, του CD68, της Akt2, του TNF-α, της IL-6 και του RAGE, 2) με ανοσοαποτύπωση κατά Western μετρήσαμε την πρωτεϊνική έκφραση της Akt2, του RAGE και του TF, 3) τα επίπεδα πλάσματος του sRAGE με τη μέθοδο της ELISA. Αποτελέσματα: Η μελέτη έδειξε ότι: (1) Το sRAGE: α) ήταν αυξημένο στους προεφηβικούς μάρτυρες σε σύγκριση με τους εφηβικούς και νεαρούς ενήλικες μάρτυρες, ενώ τα επίπεδα του ήταν μειωμένα στους προεφηβικούς διαβητικούς σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες και β) είχε μία τάση μείωσης με τα αυξανόμενα επίπεδα της HbA1c. (2) Η γονιδιακή έκφραση του RAGE: α) έτεινε να αυξηθεί στους προεφηβικούς διαβητικούς και αυξανόταν σημαντικά στους νεαρούς ενήλικες διαβητικούς σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες και β) σχετιζόταν αρνητικά με την HbA1c στους διαβητικούς ασθενείς >18ετών. (3) Η πρωτεϊνική έκφραση και των δύο ισομορφών του RAGE (46kDa και 80kDa) εμφάνισε μία τάση μείωσης με την εξέλιξη της εφηβείας (προεφηβικοί > εφηβικοί > νεαροί ενήλικες) στους μάρτυρες, μεταβολές που ακολούθησαν και οι διαβητικοί ασθενείς, αν και τα επίπεδα έκφρασης έτειναν να είναι πιο υψηλά. (4) Η 46kDa ισομορφή RAGE: α) ήταν αυξημένη στου νεαρούς ενήλικες διαβητικούς και μειωμένη στους διαβητικούς >13ετών με διάρκεια διαβήτη ≤5 έτη, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες αλλά και τους αντίστοιχης ηλικίας διαβητικούς με διάρκεια νόσου >5 έτη, β) έτεινε να αυξηθεί με τις τάξεις HbA1c: ≤7%-8% και να μειωθεί με τις τάξεις HbA1c: 8-10% και γ) συσχετίσθηκε θετικά με τη διάρκεια διαβήτη και με τα επίπεδα των τριγλυκεριδιών στο σύνολο των ασθενών. (5) Η 80kDa ισομορφή του RAGE: α) είχε μία τάση αύξησης στους διαβητικούς ασθενείς >13ετών με διάρκεια διαβήτη ≤5 έτη, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες και τους διαβητικούς αντίστοιχης ηλικίας αλλά διάρκεια νόσου >5έτη, β) συσχετίσθηκε αρνητικά με την HbA1c σε ασθενείς με διάρκεια νόσου ≤5έτη. (6) Το MCP-1: α) έτεινε να αυξηθεί στους διαβητικούς σε σύγκριση με τους μάρτυρες και συγκεκριμένα, η αύξηση ήταν σημαντική στους διαβητικούς με στάδιο εφηβείας ΙΙ και V, β) έτεινε να αυξηθεί με την HbA1c και αυξανόταν σημαντικά στους διαβητικούς με περίμετρο κοιλίας >75%. (7) Το CD68: α) βρέθηκε αυξημένο στα διαβητικά αγόρια >18 ετών σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες, β) έτεινε να μειωθεί στους διαβητικούς >13ετών με διάρκεια διαβήτη >5έτη, σε σύγκριση με τους αντίστοιχης ηλικίας μάρτυρες και γ) έτεινε να μειωθεί με τα αυξανόμενα επίπεδα της HbA1c και στους διαβητικούς με LDL >100 mg/dL. (8) To TNF-α έδειξε: α) σημαντική μείωση στους διαβητικούς ασθενείς σε σχέση με τους μάρτυρες και ιδιαίτερα σε αυτούς που ήταν ≤13ετών με διάρκεια διαβήτη >5 έτη και σε αυτούς με ηλικία >18ετών, β) μία τάση αύξησης με τις τάξεις HbA1c μέχρι του 10%. (9) Η IL-6 έδειξε: α) σημαντική μείωση στους μάρτυρες με την παράλληλη αύξηση της ηλικίας, β) σημαντική αύξηση στους διαβητικούς >18ετών σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες, γ) μία τάση μείωσης στους διαβητικούς ≤13ετών με διάρκεια διαβήτη >5έτη, σε σχέση με τους ηλικιακά αντίστοιχους μάρτυρες και δ) μία σημαντική μείωση στους διαβητικούς με HbA1c >10,1% σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τάξεις της HbA1c. (10) Ο TF βρέθηκε: α) σημαντικά αυξημένος στα διαβητικά αγόρια ≤13 ετών και έτεινε να αυξηθεί στα διαβητικά αγόρια >18ετών σε σχέση με τους αντίστοιχους μάρτυρες, β) σημαντικά μειωμένος στους διαβητικούς με διάρκεια νόσου >5έτη και έτεινε να μειωθεί στους διαβητικούς με HbA1c >10,1% και σε αυτούς με LDL >100 mg/dL. (11) Η γονιδιακή έκφραση της Akt2 έδειξε: α) σημαντική αύξηση στους προεφηβικούς διαβητικούς, β) σημαντική μείωση στους διαβητικούς με LDL >100mg/dl και σε αυτούς με HbA1c >9%, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μάρτυρες. (12) Η πρωτεϊνική έκφραση της Akt2 έδειξε: α) μία τάση αύξησης στους προεφηβικούς διαβητικούς και στους διαβητικούς που βρίσκονται στις τάξεις HbA1c: 7,1%-9%, ενώ αυξανόταν σημαντικά στους διαβητικούς με διάρκεια διαβήτη >5έτη, β) σημαντική αύξηση στους διαβητικούς με LDL >100mg/dl.l Συμπέρασμα: Στα άτομα με ΣΔ1, φαίνεται να υπάρχει μια ήπια διαδικασία χημειοταξίας και ενεργοποίησης των μονοκυττάρων, ωστόσο η έκφραση των κυτταροκινών και των υπολοίπων μορίων που εμπλέκονται σε αυτή δεν είναι εντυπωσιακά αυξημένη σε σχέση με τους μάρτυρες. Το γεγονός αυτό μπορεί να σχετίζεται αφενός με τον καλό γλυκαιμικό και λιπιδαιμικό έλεγχο των ασθενών και αφετέρου στην τροποποιημένη ανοσολογική απόκριση που εμφανίζουν τα άτομα αυτά. / Diabetes Mellitus type 1 (DM1) is one of the most common types of diabetes in children and its prevalence has increased over the past decades. DM1 is usually associated with severe micro- and macro- angiopathic complications. The activation of monocytes, their chemotaxis (major chemotactic factor of monocytes: MCP-1) and their transformation to macrophages (marker of macrophages: CD68) is known to play a central role in the development of those complications. The redundant glucose, that characterizes DM1, reacts non enzymatically with plural substrates and causes the formation of AGEs (Advanced Glycation Endproducts). AGEs can cause tissue damage either by direct interaction with extracellular matrix’s domains or via their receptor (main representative: RAGE). RAGE’s activation, through the activation of the intracellular signaling pathways of protein kinase B (Akt2/PKB) and nuclear factor κB (NF-κB), leads to the increased expression of pro-inflammatory [Tissue Necrosis Factor-α (TNF-α), Interleukin-6 (IL-6)] and pro-thrombotic factors [Tissue Factor (TF)], contributing to the development of endothelial dysfunction. As a decoy to these actions of AGEs, the soluble form of RAGE, sRAGE, binds AGEs, leading them to degradation and therefore inhibiting the AGE-induced intracellular signaling. Aim / Material- Methods: In order to investigate the role of the inflammatory procedures in the development of diabetic complications, in peripheral blood mononuclear cells (PBMCs) of 47 pre-pubertal and pubertal children (4-18 years of age) and 10 young adults (18-29 years of age) with DM1 and 39 age-matched controls, we studied: 1) with RT-PCR the gene expression of: MCP-1, CD68, Akt2, IL-6 and RAGE, 2) with Western Immunoblotting the protein expression of Akt2, RAGE and TF, 3) sRAGE plasma levels were determined by ELISA. Results: Our study showed that: (1) sRAGE: a) was increased in pre-pubertal controls in comparison to the pubertal and the young adult controls, while its levels were decreased in pre-pubertal DM1 patients in comparison to their controls and b) tended to decrease with the progressive increase of HbA1c levels in DM1 patients. (2) RAGE gene expression: a) tended to increase in pre-pubertal DM1 patients and was significantly increased in young adults DM1 patients in comparison to their age-matched controls and b) was negatively correlated with HbA1c levels in DM1 patients >18years of age. (3) Protein expression of both RAGE isoforms (46kDa & 80kDa) tended to decrease with the progression of puberty (pre-pubertal > pubertal > young adults) in the control group, changes that were also found in DM1 patients, although the expression was at higher levels. (4) Protein expression of 46 kDa RAGE isoform: a) was increased in DM1 young adults and decreased in DM1 patients >13 years of age and duration of diabetes ≤5years, in comparison to age-matched controls and age-matched DM1 patients with duration of diabetes >5years, b) tended to increase with levels of HbA1c ≤7%-8% and decrease with levels of HbA1c 8-10% and c) was positively correlated with the duration of diabetes and the levels triglycerides in DM1 patients’ group. (5) Protein expression of 80kDa RAGE isoform: a) tended to increase in DM1 patients aged >13 years and with duration of diabetes ≤5 years, in comparison to age-matched controls and age-matched DM1 patients with duration of diabetes >5years, b) negatively correlated with HbA1c levels in DM1 patients with ≤5 years duration of diabetes. (6) MCP-1: tended to increase in DM1 patients in comparison to controls and this increase was significant in DM1 patients with II and V Tanner stage of puberty, b) tended to elevate with the progressive increase of HbA1c and was significantly higher in DM1 patients with waist circumference >75%. (7) CD68: a) was increased in DM1 boys >18 years of age in comparison to the age-matched controls, b) tended to decrease in DM1patients >13 years of age and duration of diabetes >5years, in comparison to the age-matched controls and c) tended to decrease with the increasing levels of HbA1c and also in DM1 patients with LDL >100 mg/dL. (8) TNF-α: a) was significantly decreased in DM1 patients in comparison to controls and especially to those with age ≤13 years and duration of diabetes >5years and them with >18 years of age, b) tended to increase with the increasing levels of HbA1c until 10%. (9) IL-6 showed: a) significant decrease in controls with the parallel increase of the age, b) significant increase in DM1 patients >18 years of age in comparison to the age-matched controls, c) a tendency to decrease in DM1 patients ≤13 years of age and duration of diabetes >5years, in comparison to the age-matched controls and d) significant decrease in DM1 patients with HbA1c levels >10,1%, in comparison to the rest of the determined levels of HbA1c. (10) TF: a) was significant elevated in DM1 boys ≤13 years of age and tended to increase in DM1 boys >18 years of age in comparison to the age-matched controls, b) was significant decreased in DM1 patients with duration of diabetes >5years and tended to decrease in DM1 patients with HbA1c levels >10,1% and them with LDL >100mg/dl. (11) Akt2 gene expression showed: a) significant increase in pre-bubertal DM1 patients, b) significant decrease in DM1 patients with LDL >100mg/dl and them with HbA1c levels >9%, in comparison to their controls. (12) Akt2 protein expression showed: a) a tendency to increase in pre-pubertal DM1 patients and in those with HbA1c levels between 7,1-9%, whereas it was increased significantly in DM1 patients with duration of diabetes >5years, b) a significant increase in DM1 patients with LDL >100mg/dl. Conclusions: In the DM1 patients studied, a low grade procedure of chemotaxis and activation of macrophages is possibly present, although the cytokines’ and inflammatory factors’ expression was not remarkably increased in comparison to the controls. This may reflect the good glycemic and lipidemic control of these patients who at the same time possibly exhibit small modifications in their immunological response.
6

Κρυοπλαστική. Εφαρμογή σε in vivo πειραματικό μοντέλο αρτηριών κονίκλων και προοπτική κλινική μελέτη στην επιπολής μηριαία αρτηρία διαβητικών ασθενών με περιφερική αγγειοπάθεια

Σπηλιόπουλος, Σταύρος 12 August 2011 (has links)
Περισσότεροι από 20 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη πάσχουν από περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων (ΠΑΑΚΑ) και ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί πλέον διαπιστωμένα έναν από τους ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου της νόσου. Ο μηριαίο-ιγνυακός άξονας είναι γνωστός ως μια ιδιαίτερα “εχθρική” ανατομική περιοχή, όσον αφορά στην ενδαγγειακή αντιμετώπιση της ΠΑΑΚΑ, καθώς παρά τα υψηλά ποσοστά άμεσης τεχνικής επιτυχίας, παρουσιάζει επίσης υψηλά ποσοστά κλινικής υποτροπής και επανεπεμβάσεων λόγω του φαινομένου της επαναστένωσης. Η κρυοπλαστική έχει προταθεί ως μια νέα μέθοδος αντιμετώπισης της ΠΑΑΚΑ του μηριαίο-ιγνυακού άξονα, παρουσιάζοντας ικανοποιητικά αρχικά αποτελέσματα. Σκοπός της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας ήταν τόσο η κλινική μελέτη των άμεσων και μακροχρόνιων αποτελεσμάτων της εμπορικά διαθέσιμης κρυοπλαστικής, όσον αφορά στην αντιμετώπιση της ΠΑΑΚΑ του μηριαίο-ιγνυακού άξονα διαβητικών ασθενών, όσο και η πειραματική εφαρμογή της σε in vivo αρτηριακό μοντέλο κονίκλων, συγκριτικά με την συμβατική αγγειοπλαστική. Το διπλό αυτό επιστημονικό πρωτόκολλο, απέφερε τα πρώτα μακροχρόνια αγγειογραφικά και κλινικά δεδομένα της τυχαιοποιημένης σύγκρισης μεταξύ της κρυοπλαστικής και της συμβατικής αγγειοπλαστικής στην συγκεκριμένη ανατομική περιοχή, καθώς και τα πρώτα in vivo αποτελέσματα της σύγκρισης των δύο μεθόδων, αλλά και της διπλής εφαρμογής της κρυοπλαστικής στο αρτηριακό τοίχωμα. Τα κλινικά αποτελέσματα δεν επαλήθευσαν την ανωτερότητα της κρυοπλαστικής έναντι της συμβατικής αγγειοπλαστικής, καθώς η πολύπαραγοντική Cox ανάλυση ανίχνευσε μεγαλύτερο ποσοστό κινδύνου όσον αφορά στην απώλεια της πρωτογενούς βατότητας και στην διενέργεια επανεπεμβάσεων, ενώ η διωνυμική Kaplan-Meyer ανάλυση προέβλεψε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό επαναστένωσης στα 3 έτη. Εν αντιθέσει, τα αποτελέσματα του πειραματικού πρωτοκόλλου εξακρίβωσαν μεγαλύτερα ποσοστά απόπτωσης των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα στην ομάδα της κρυοπλαστικής, συγκριτικά με την συμβατική αγγειοπλαστική. Επίσης η διπλή εφαρμογή της κρυοπλαστικής απεδείχθη ασφαλής, με χαμηλό βαθμό αρτηριακού τραυματισμού και φλεγμονής. Παρά ταύτα η διπλή εφαρμογή δεν απέφερε ποσοτική αύξηση της απόπτωσης των λείων μυϊκών κυττάρων του μέσου χιτώνα, συγκριτικά με την μονή εφαρμογή. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης επιστημονικής εργασίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι η κρυοπλαστική αποτελεί μια ελάχιστα τραυματική μέθοδο αγγειοπλαστικής, η οποία επάγει την απόπτωση των λείων μυϊκών κυττάρων, χωρίς να προκαλεί νέκρωση των κυτταρικών στοιχείων του αρτηριακού τοιχώματος, αλλά η βελτιστοποίηση του συστήματος αποτελεί αναγκαιότητα για την περαιτέρω κλινική της εφαρμογή. / Peripheral obstructive arterial disease (PAOD) represents a pathology affecting over 20 million people in Europe and diabetes mellitus (DM) has been long recognized as an independent risk factor of PAOD. The main artery affected by the disease is the femoropopliteal axis, which constitutes a particularly hostile territory, regarding the percutaneous endovascular treatment, due to the disappointedly high percentages of restenosis and clinically driven repeated procedures. Cryoplasty has been proposed as a novel method of endovascular treatment of the femoropopliteal axis, with acceptable initial results. This particular scientific research was aiming in the clinical investigation of the immediate and long term results of the commercially available cryoplasty system in the femoropopliteal artery of patients suffering from DM, as well as the study of cryoplasty application in an experimental in vivo animal model, compared to conventional balloon angioplasty (COBA). This double scientific protocol reported the first long-term angiographic and clinical data, regarding the randomized comparison of cryoplasty and COBA in the specific anatomical region and also the first results from the direct comparison of the single and double PolarCath application versus a conventional balloon catheter, in an in vivo arterial animal model. Cryoplasty was not proven superior to COBA, as the multivariable Cox statistical model detected cryoplasty as an independent predictor of reduced primary patency and elevated repeated clinically driven procedures, while the bivariable Kaplan-Meyer estimated significantly higher restenosis rate in the cryoplasty group, up to 3 years follow-up. On the other hand, the results from the in vivo application of cryoplasty detected superior smooth muscle cells (SMC) apoptotic rates, compared to the control group. The double application of cryoplasty on the arterial wall was safe as it resulted in low grade arterial barotrauma and inflammation scores. However, the double application of cryoplasty was not able to induce superior rates of apoptosis of the SMC, compared to the single application. The results herein reported, suggest that although cryoplasty can be considered a safe and minimally traumatic method of angioplasty, which induces apoptosis and not necrosis of the SMC, the optimization of the system is fundamental, in order to be further applied in every day clinical practice.
7

Η επίδραση της διαβητικής κετοξέωσης στο ανοσολογικό σύστημα. / Diabetic ketoacidosis and immune responses.

Γιαλή, Σοφία 26 June 2007 (has links)
Σκοπός. Η διαβητική κετοξέωση (ΔΚ) και η υπεργλυκαιμική υπερωσμωτική κατάσταση (ΥΥΚ) είναι δύο από τις πιο σοβαρές οξείες επιπλοκές του Σακχαρώδη διαβήτη, που εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνητότητας μεταξύ των διαβητικών. Οι λοιμώξεις, συχνός εκλυτικός παράγων και επιπλοκή της ΔΚ και ΥΥΚ, αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου και η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της σήψης είναι κριτικής σημασίας για την επιβίωση των ασθενών. Διερευνήσαμε την επίδραση των ανωτέρω καταστάσεων στην ανοσοποιητική απόκριση, μελετώντας τους υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων – παραμέτρους οξείας φάσης και την ιντερλευκίνη 6 (IL-6) στο περιφερικό αίμα των ασθενών μας, σε μια προσπάθεια να διαπιστώσουμε τυχόν υποκείμενες διαταραχές και να προσδιορίσουμε πιθανόν διαγνωστικούς και προγνωστικούς δείκτες για τη σήψη. Μέθοδος. Η μελέτη μας περιέλαβε 61 διαβητικούς ασθενείς με ΔΚ ή ΥΥΚ. Ξεχωρίσαμε μια ομάδα ασθενών που είχαν συμπτώματα Συνδρόμου συστηματικής φλεγμονώδους αντίδρασης (SIRS). Προσδιορίσαμε στον ορό όλων των ασθενών τις συγκεντρώσεις των παραγόντων οξείας φάσης (συμπεριλαμβανομένης της C αντιδρώσας πρωτεΐνης ,CRP) και της IL-6 (ως κύρια κυτταροκίνη για την παραγωγή πρωτεϊνών οξείας φάσης), κατά την εισαγωγή και στην ύφεση (μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων και σε κατάσταση ευγλυκαιμίας). Σε μια ομάδα 28 ασθενών με ΔΚ ή ΥΥΚ (σε σύγκριση και με αντίστοιχη ομάδα ελέγχου) μελετήσαμε επιπλέον υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων, τα ολικά (CD3) / τα βοηθητικά (CD4) / τα κατασταλτικά (CD8) Τ κύτταρα και τα κύτταρα φυσικοί φονείς (ΝΚ) χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα και μικροσκόπιο ανοσοφθορισμού, προ και αμέσως μετά τη διόρθωση της μεταβολικής διαταραχής. Αποτελέσματα. Παρατηρήσαμε ότι οι υποπληθυσμοί των Τ λεμφοκυττάρων ήταν σημαντικά ελαττωμένοι κατά την εισαγωγή, συγκρινόμενοι με τους υγιείς μάρτυρες (ενώ οι περισσότερες μελέτες διαβητικών τύπου 1 καταγράφουν αυξημένα βοηθητικά Τ κύτταρα) και παρέμειναν και αμέσως μετά τη διόρθωση της μεταβολικής διαταραχής. Οι ασθενείς που τελικά απεβίωσαν είχαν σημαντικά ελαττωμένους τους υποπληθυσμούς των Τ λεμφοκυττάρων (εκτός των ΝΚ κυττάρων) συγκρινόμενοι και με τους υγιείς μάρτυρες και με όσους ασθενείς επιβίωσαν. Από τους 61 ασθενείς της μελέτης με ΔΚ ή ΥΥΚ, οι 49 ασθενείς είχαν συμπτώματα SIRS. Οι 27 ασθενείς είχαν SIRS χωρίς στοιχεία λοίμωξης, ενώ οι 22 ασθενείς είχαν SIRS με αποδεδειγμένη λοίμωξη. Διαπιστώσαμε σημαντικά αυξημένες συγκεντρώσεις CRP και IL-6 στον ορό των σηπτικών διαβητικών ασθενών συγκριτικά με όσους ασθενείς μας είχαν SIRS χωρίς λοίμωξη. Οι ασθενείς που τελικά απεβίωσαν είχαν σημαντικά πιο αυξημένες συγκεντρώσεις CRP και IL-6 κατά την εισαγωγή, που μειώθηκαν σημαντικά στην ύφεση. Συμπεράσματα. Η διαβητική κετοξέωση και η υπεργλυκαιμική υπερωσμωτική κατάσταση προκαλούν συχνά κλινικό σύνδρομο που ομοιάζει με σύνδρομο συστηματικής φλεγμονώδους αντίδρασης. Διαταραχές στην ισορροπία των υποπληθυσμών των Τ λεμφοκυττάρων, κυρίως η ελάττωση των βοηθητικών Τ κυττάρων μπορεί να συμβάλλουν στην υψηλή θνησιμότητα αυτών των μεταβολικών διαταραχών. Οι μετρήσεις των συγκεντρώσεων C αντιδρώσας πρωτεΐνης και ιντερλευκίνης 6 στον ορό αυτής της ομάδας των διαβητικών ασθενών, είναι ένας χρήσιμος τρόπος αποκλεισμού λοίμωξης και επιβεβαίωσης και παρακολούθησης της σήψης. / Aims / hypothesis. Diabetic ketoacidosis (DKA) and hyperglycemic hyperosmolar state (HHS) are two of the most serious acute complications of diabetes mellitus, being important causes of morbidity and mortality among patients with diabetes. Infection is a common precipitating event in DKA and HHS and the major cause of death. An early diagnosis of sepsis in patients with DKA and HHS is crucial and life saving. We studied the immune responses in these states, investigating the peripheral T lymphocyte subsets, acute phase reactants and interleukin 6 (IL-6) to find out how useful these might be for identifying sepsis. Methods. Sixty one diabetic patients with DKA or HHS were enrolled. Patients with signs and symptoms of systemic inflammatory response syndrome (SIRS) were identified. Acute phase reactants, including serum C-reactive protein (CRP) and IL-6, the main cytokine responsible for the induction of acute phase proteins, were measured (concentrations in peripheral blood) on admission and when patients were clinically improved and were euglycaemic. Peripheral T lymphocyte subsets including total (CD3), helper (CD4) and suppressor (CD8) T cells and natural killer (NK) cells, were studied in twenty one patients with DKA plus seven patients with HHS and twenty eight healthy matched control (using monoclonal antibodies), prior to and after treatment of metabolic disorders. Results. Peripheral T lymphocyte subsets were decreased in the twenty eight patients with DKA and HHS in admission compared to healthy controls (while helper T cells are mostly increased in diabetics type 1), and remained so after treatment of metabolic disorders. Patients who finally died had significantly decreased T lymphocyte subsets (except NK cells) compared with both healthy controls and patients who survived. A total of forty nine out of sixty one patients with DKA and HHS had signs of SIRS. Twenty seven patients had SIRS and no signs of infection and twenty two patients had SIRS due to proven infection. We detected a significant increase in serum CRP and IL-6 values in patients infected compared to patients with no septic SIRS. Patients who finally died had much higher levels of these proteins, while there was a prompt reduction of serum CRP and IL-6 early during remission. Conclusion / interpretation. Diabetic ketoacidosis and hyperglycemic hyperosmolar state can often cause a clinical syndrome resembling systemic inflammatory response syndrome. An imbalance of subpopulations of T lymphocytes, especially decreased helper T cells (CD4), may be correlated with the high morbidity and mortality in these states. Determination of serum C-reactive protein and interleukin-6 is a useful way of early excluding an underlying infection as well as confirming and monitoring sepsis.
8

Mοριακοί μηχανισμοί που ενέχονται στην παθογένεια των αγγειακών επιπλοκών στον σακχαρώδη διαβήτη

Δεττοράκη, Αθηνά 13 November 2007 (has links)
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μια μεταβολική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από χρόνια υπεργλυκαιμία ως αποτέλεσμα διαταραχής στην έκκριση της ινσουλίνης ή τη δράση της ή και στα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρόνιας υπεργλυκαιμίας στον ΣΔ διακρίνονται σε μικροαγγειακές και μακροαγγειακές επιπλοκές. Η μικροαγγειακή νόσος οδηγεί σε αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια και νευροπάθεια, ενώ η σχετιζόμενη με τον ΣΔ μακροαγγειακή νόσος προκαλεί αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και ακρωτηριασμούς των άκρων. Έχει βρεθεί ότι η υπεργλυκαιμία είναι η κύρια αιτία της μικροαγγειακής νόσου, ενώ στην παθογένεια της μακροαγγειακής νόσου συμμετέχει η υπεργλυκαιμία, αλλά και η αντίσταση στην ινσουλίνη. Ο σύνδεσμος ανάμεσα στην χρόνια υπεργλυκαιμία και την αγγειακή βλάβη έχει αποδοθεί σε τέσσερα ανεξάρτητα βιοχημικά μονοπάτια: 1. Αυξημένη δραστηριότητα του μονοπατιού της πολυόλης 2. Συσσώρευση τελικών προϊόντων προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (Advanced Glycation Endproducts: AGEs) 3. Ενεργοποίηση της πρωτεϊνικής κινάσης C (PKC) και 4. Αυξημένη δραστηριότητα του μονοπατιού της εξοζαμίνης. Αυτά τα φαινομενικά μη σχετιζόμενα μεταξύ τους μοριακά μονοπάτια έχουν έναν υποκείμενο κοινό μηχανισμό : την υπερπαραγωγή ριζών υπεροξειδίου από τη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων. Οι μιτοχονδριακές ελεύθερες ρίζες οξυγόνου, μέσω ενεργοποίησης της πολυμεράσης της πολυ-ADP-ριβόζης, μερικώς αναστέλλουν το γλυκολυτικό ένζυμο αφυδρογονάση της 3-φωσφορικής γλυκεραλδεΰδης, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση των γλυκολυτικών ενδιάμεσων προϊόντων, όπως της 3-φωσφορικής γλυκεραλδεΰδης και της 6-φωσφορικής φρουκτόζης, που αποτελούν υποστρώματα για τα τέσσερα παραπάνω βιοχημικά μονοπάτια. Το αποτέλεσμα της αντίστασης στην ινσουλίνη, όσον αφορά τις μακροαγγειακές επιπλοκές, είναι η αυξημένη ροή των ελεύθερων λιπαρών οξέων από τα λιποκύτταρα προς τα αρτηριακά ενδοθηλιακά κύτταρα. Η αυξημένη οξείδωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων στα μιτοχόνδρια και η μιτοχονδριακή υπερπαραγωγή ελευθέρων ριζών οξυγόνου οδηγούν στην ενίσχυση των τεσσάρων μοριακών μονοπατιών με τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό που έχει περιγραφεί παραπάνω για την υπεργλυκαιμία. Στην αντίσταση στην ινσουλίνη έχει παρατηρηθεί, επίσης, η μερική αναστολή του μονοπατιού της κινάσης της 3-φωσφατιδυλινοσιτόλης, που τελικά προάγει την ενίσχυση των αθηρογόνων και την καταστολή των αντι-αθηρογόνων ιδιοτήτων της ινσουλίνης. Ο κύριος στόχος αυτής της βιβλιογραφικής εργασίας είναι η περιγραφή των μονοπατιών που οδηγούν στη δημιουργία των, επαγόμενων από την υπεργλυκαιμία αλλά και την αντίσταση στην ινσουλίνη, διαβητικών αγγειακών επιπλοκών, καθώς και του κοινού μηχανισμού (παραγωγής ελευθέρων ριζών οξυγόνου) που βρίσκεται πίσω από αυτά τα μονοπάτια, παρέχοντας πλέον μια καινούρια βάση για μελλοντική έρευνα και ανακάλυψη φαρμάκων, προληπτικών και θεραπευτικών της διαβητικής αγγειοπάθειας. / Diabetes Mellitus is a metabolic disorder characterized by chronic hyperglycemia, due to decreased secretion of insulin and/ or decreased tissue sensitivity to insulin. The sequelae of chronic hyperglycemia in diabetes of all phenotypes are divided into microvascular and macrovascular complications. Microvascular disease causes blindness, renal failure, and neuropathy, and diabetes-accelerated macrovascular disease causes excessive risk for myocardial infarction, stroke, and lower limb amputation. Strict glycemic control has been shown to reduce both microvascular and macrovascular complications of diabetes. However, in contrast to diabetic microvascular disease, it is believed that hyperglycemia is not the major determinant of diabetic macrovascular disease : a large part of cardiovascular disease risk is due to insulin resistance. The link between chronic hyperglycemia and vascular damage has been established by four independent biochemical abnormalities : increased polyol pathway flux, increased formation of Advanced Glycation End-products (AGEs), activation of Protein Kinase C (PKC), and increased hexosamine pathway flux. These seemingly unrelated pathways have an underlying common denominator : overproduction of superoxide by the mitochondrial electron transport chain. Mitochondrial reactive oxygen species (ROS) partially inhibit the glycolytic enzymes glyceraldehyde-3-phosphate dehydrogenase, which diverts increased substrate flux from glycolysis to pathways of glucose overutilization. As for insulin resistance, it causes increased free fatty acid flux from adipocytes into endothelial cells and increased free fatty acid oxidation in macrovascular endothelial cells, resulting in mitochondrial overproduction of ROS by exactly the same mechanism described above about hyperglycemia. Furthermore, metabolic insulin resistance is characterized by pathway-specific impairment in phosphatidylinositol 3-kinase-dependent signaling, which also causes endothelial dysfunction. Preliminary experimental evidence in vivo suggests that these mechanisms leading to diabetic microvascular and macrovascular complications offer a novel basis for research and drug development, targeting to prevention and treatment of angiopathy in Diabetes Mellitus.
9

Συσχέτιση βαρύτητας διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας με βιοχημικές και μορφολογικές αλλοιώσεις των ερυθρών αιμοσφαιρίων

Πετρόπουλος, Ιωάννης 14 December 2009 (has links)
Διάφορες ρεολογικές διαταραχές των ερυθροκυττάρων, μεταξύ των οποίων η αυξημένη συσσωμάτωση και η μειωμένη ικανότητα ελαστικής παραμόρφωσης, έχουν παρατηρηθεί στο σακχαρώδη διαβήτη και πιστεύεται ότι εμπλέκονται στην ανάπτυξη της διαβητικής μικροαγγειοπάθειας. Δομικές μεταβολές των πρωτεϊνών της μεμβράνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων, ως αποτέλεσμα της διαβητικής διαδικασίας, μπορεί να βρίσκονται πίσω από αυτές τις ρεολογικές διαταραχές. Στην παρούσα μελέτη, διερευνήθηκε η ύπαρξη μεταβολών των πρωτεϊνών της μεμβράνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε ασθενείς με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Εξετάστηκαν δείγματα περιφερικού αίματος 40 ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια ποικίλης βαρύτητας (19 άνδρες και 21 γυναίκες με μέση ηλικία 66,8 έτη: Ομάδα Α) και συγκρίθηκαν με δείγματα από 19 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 χωρίς αμφιβληστροειδοπάθεια (13 άνδρες και 6 γυναίκες με μέση ηλικία 66,5 έτη: Ομάδα Β) και από 16 υγιείς μάρτυρες (8 άνδρες και 8 γυναίκες με μέση ηλικία 65,6 έτη: Ομάδα Γ). Ερυθροκυτταρικές μεμβράνες από όλα τα δείγματα απομονώθηκαν και υποβλήθηκαν σε ηλεκτροφόρηση πηκτώματος γέλης SDS – πολυακρυλαμίδης και, σε κάθε δείγμα, έγινε μελέτη της ηλεκτροφορητικής κινητικότητας των διαμεμβρανικών πρωτεϊνών και των πρωτεϊνών του υπομεμβρανικού σκελετού. Η ποσοτική ανάλυση κάθε ηλεκτροφορητικής ζώνης επιτεύχθηκε με σάρωση και ψηφιακή ανάλυση. Στις Ομάδες Β και Γ παρατηρήθηκαν μη σημαντικές αποκλίσεις από τη φυσιολογική ηλεκτροφόρηση, εκτός από μια αύξηση στη ζώνη 8 σε δύο δείγματα της Ομάδας Β (11%). Αντίθετα, σε 14 δείγματα της Ομάδας Α (35%) διαπιστώθηκε αύξηση της πρωτεϊνικής ζώνης 8 ή/και της αιμοσφαιρίνης της συνδεδεμένης με τη μεμβράνη παράλληλα με μείωση της σπεκτρίνης. Επιπρόσθετα, σε 10 δείγματα της Ομάδας Α (25%) παρατηρήθηκαν αυξημένη κινητικότητα της ζώνης 3, μια παθολογική ζώνη υψηλού μοριακού βάρους (>255 kDa) και μια παθολογική ζώνη χαμηλού μοριακού βάρους (42 kDa). Οι γλυκοφορίνες εμφάνισαν αλλοιώσεις στο 46% των ασθενών της Ομάδας Α έναντι 38% των ασθενών της Ομάδας Β. Οι γυναίκες και οι ασθενείς με μεγάλη διάρκεια του διαβήτη εμφάνισαν τις περισσότερες ηλεκτροφορητικές διαταραχές. Δομικές μεταβολές των πρωτεϊνών της μεμβράνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε συσχέτιση με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη διεθνή βιβλιογραφία. Η ανίχνευση των μεταβολών αυτών θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αιματικός δείκτης για την ανάπτυξη διαβητικής μικροαγγειοπάθειας. Περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες ώστε να διερευνηθεί αν ενδεχόμενη φαρμακευτική παρέμβαση στη ρεολογία των ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να προλάβει ή να μετριάσει τις επιπλοκές της διαβητικής μικροαγγειοπάθειας. / Several rheological disorders of the erythrocytes, such as increased aggregation and decreased deformability, have been observed in diabetes mellitus and have been implicated in the development of diabetic microangiopathy. Structural alterations of the erythrocyte membrane proteins caused by the diabetic process may be at the origin of these observations. In the present study, we searched for erythrocyte membrane protein alterations in diabetic retinopathy. We examined peripheral blood samples from 40 type-2 diabetic patients with diabetic retinopathy of variable severity (19 males and 21 females, mean age 66.8 years, Group A) and we compared them with samples from 19 type-2 diabetic patients without diabetic retinopathy (13 males and 6 females, mean age 66.5 years, Group B) and 16 healthy volunteers (8 males and 8 females, mean age 65.6 years, Group C). Erythrocyte membrane ghosts from all samples were subjected to SDS-PAGE, and the electrophoretic pattern of transmembrane and cytoskeletal proteins was analysed for each sample. The protein quantification of each electrophoretic band was accomplished through scanning densitometry. No significant deviations from normal electrophoresis were observed in Groups B and C, apart from an increase in band 8 in two samples from Group B (11%). In contrast, in 14 samples from Group A (35%) we detected increases in protein band 8 and/or membrane-bound haemoglobin along with a decrease in spectrin. Moreover, increased mobility of band 3, an aberrant high molecular weight (>255 kDa) band and a low molecular weight (42 kDa) band were evident in 10 samples from Group A (25%). Glycophorins were altered in 46% of Group-A patients versus 38% of Group-B patients. Females and patients with long duration of diabetes presented more electrophoretic abnormalities. Structural alterations of the erythrocyte membrane proteins are shown for the first time in association with diabetic retinopathy. Their detection may serve as a blood marker for the development of diabetic microangiopathy. Further studies are needed to assess whether pharmaceutical intervention to the rheology of erythrocytes can prevent or alleviate microvascular diabetic complications.
10

Συγκριτική μελέτη της χολοπαγκρεατικής εκτροπής με γαστρική παράκαμψη Roux-en-Y (BPDRYGBP) και της επιμήκους γαστρεκτομής (SG) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικό σύνδρομο

Τσώλη, Μαρίνα 09 July 2013 (has links)
Η χολοπαγκρεατική εκτροπή αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο της βαριατρικής χειρουργικής όσο αφορά την απώλεια του βάρους και την υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, συνοδεύεται όμως συχνά από σημαντική έλλειψη θρεπτικών συστατικών. Η επιμήκης γαστρεκτομή είναι μια σχετικά νέα επέμβαση, η οποία σύμφωνα με μελέτες προκαλεί σημαντικού βαθμού απώλεια βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Σκοπός: Η προοπτική εκτίμηση και σύγκριση της επίδρασης της χολοπαγκρεατικής εκτροπής μακρών ελίκων και της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής στην υποχώρηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, της υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας, καθώς επίσης και στα επίπεδα ινσουλίνης, γλυκαγόνης, γκρελίνης, PYY και GLP-1( σε νηστεία αλλά και μετά από τη λήψη γλυκόζης ) σε ασθενείς με κλινικά σοβαρή παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου2. Μέθοδος: Δώδεκα ασθενείς (ΔΜΣ 57.6±9.9 kg/m2) υποβλήθηκαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων και δώδεκα (ΔΜΣ 43.7±2.1 kg/m2 ) σε λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή. Όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μελετήθηκαν προεγχειρητικά και σε 1, 3 και 12 μήνες μετά το χειρουργείο. Σε όλους τους χρόνους υποβλήθηκαν σε από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης. Αποτελέσματα: Το σωματικό βάρος σημείωσε σημαντική και αναλόγου μεγέθους μείωση και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Στους 12 μήνες η ποσοστιαία απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους ήταν παρόμοια στις δύο ομάδες (Ρ=0.8) και ο σακχαρώδης διαβήτης είχε υποχωρήσει σε όλους τους ασθενείς. Η γλυκόζη, η ινσουλίνη και η αντίσταση στη δράση της παρουσίαζαν σημαντική μείωση έπειτα και από τις δύο επεμβάσεις, όμως η ευαισθησία στην ινσουλίνη ενισχύθηκε περισσότερο έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.003). Η αρτηριακή πίεση, η ολική και η LDL χοληστερόλη μειώθηκαν σημαντικά έπειτα από τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ<0.001), όχι όμως και μετά την επιμήκη γαστρεκτομή. Τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν σημαντικά και στις δύο ομάδες, ενώ η HDL χοληστερόλη παρουσίασε σημαντική αύξηση μόνο μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά μετά τη χολοπαγκρεατική εκτροπή (Ρ=0.2), ενώ σημείωσαν σημαντική μείωση μετά την επιμήκη γαστρεκτομή (Ρ<0.001). Η απόκριση των ΡΥΥ και GLP-1 ενισχύθηκε σημαντικά και στις δύο ομάδες ασθενών (Ρ=0.001). Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή οδήγησε σε αναλόγου βαθμού απώλεια σωματικού βάρους και υποχώρηση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με τη χολοπαγκρεατική εκτροπή μακρών ελίκων. Η χολοπαγκρεατική εκτροπή όμως ήταν περισσότερο αποτελεσματική όσο αφορά τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, της δυσλιπιδαιμίας και της αρτηριακής υπέρτασης. / Biliopancreatic diversion (BPD) is the most effective bariatric procedure in terms of weight loss and remission of diabetes type 2 (DM2) but it is accompanied by nutrient deficiencies. Sleeve gastrectomy (SG) is a relatively new restrictive operation that has shown promising results concerning DM2 resolution and weight loss. Objective: To evaluate and compare prospectively the effects of BPD long limb (BPDLL) and SG on remission of DM2, hypertension and dyslipidemia and also on fasting, and glucose-stimulated insulin, glucose, glucagon, ghrelin, PYY and glucagon-like peptide-1 (GLP-1) levels in morbidly obese patients with DM2. Methods: Twelve patients (BMI 57.6±9.9 kg/m2) underwent BPDLL and 12 (BMI 43.7±2.1 kg/m2) underwent SG. All patients had DM2 and were evaluated before and 1, 3 and 12 months after surgery. Oral glucose tolerance test and blood sampling were carried out after an overnight fast and 30, 60 and 120 minutes after glucose ingestion. Results: Body weight decreased markedly in both groups (P<0.001); excess weight loss was similar in both groups at 12 months (P=0.08) and DM2 resolved in all patients. Glucose, insulin and insulin resistance decreased significantly after both procedures, but the BPDLL group had higher insulin sensitivity than the SG group at 1 year (P=0.003). Blood pressure, total and LDL cholesterol decreased markedly after BPDLL (P<0.001) but not after SG. Triglycerides decreased significantly after both operations but HDL increased significantly after SG only (p<0.001). Fasting ghrelin did not change significantly after BPDLL (P=0.2), but decreased markedly after SG (P<0.001). Fasting GLP-1 and PYY increased significantly after BPDLL only (P=0.01), however GLP-1 and PYY responses to glucose were significantly enhanced in both groups (P=0.001). Conclusion: SG results in weight loss and resolution of DM2 comparable to BPDLL, but BPDLL is more effective in terms of dyslipidemia resolution and blood pressure reduction.

Page generated in 0.0386 seconds