Spelling suggestions: "subject:"τελιθρομυκίνη"" "subject:"ερυθρομυκίνη""
1 |
Συγκεντρώσεις στο ιγμόρειο άντρο σε ασθενείς με παραρρινοκολπίτιδα νεότερων αντιβιοτικών σκευασμάτωνΜαργαρίτης, Βασίλειος 24 January 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της εξωκυττάριας συγκέντρωσης και του βαθμού διεισδυτικότητας των νεότερων μακρολίδων στο υγρό περιεχόμενο του ιγμορείου άντρου, εντός των πρώτων 24 ωρών από την χορήγηση σε ασθενείς με οξεία παραρρινοκολπίτιδα, χρησιμοποιώντας ως μοντέλα την κλαριθρομυκίνη και αζιθρομυκίνη.
Σε 36 ασθενείς με οξεία ιγμορίτιδα συλλέχθηκαν δείγματα υγρού από το ιγμόρειο άντρο και ορού αίματος 2,4,6,8 και 12 ώρες ή 2,6,12 και 24 ώρες μετά την χορήγηση τριών δόσεων ρ.ο. κλαριθρομυκίνης 500 mg δις ημερησίως ή δύο δόσεων ρ.ο. αζιθρομυκίνης 500 mg άπαξ ημερησίως αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις των φαρμάκων στα δυο βιολογικά υγρά προσδιορίσθηκαν με την υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης με φθοριομετρική ανίχνευση, ενώ επίσης εκτιμήθηκε το pH σε όλα τα δείγματα υγρού παραρρίνιων.
Η μέση συγκέντρωση κλαριθρομυκίνης στο υγρό παραρρίνιων κόλπων ήταν σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη της αζιθρομυκίνης (2,47 mg/l έναντι 0,65 mg/l), ενώ ο μέσος βαθμός διεισδυτικότητας στο υγρό του ιγμόρειου άντρου,εκφρασμένος ως η αναλογία των συγκεντρώσεων φαρμάκου στον ιστό και στον ορό αίματος, ήταν παρόμοια για τα δύο αντιβιοτικά (115 % και 120% αντίστοιχα).
Σε ασθενείς με οξεία παραρρινοκολπίτιδα, η κλαριθρομυκίνη και η αζιθρομυκίνη παρουσιάζουν επαρκή διεισδυτικότητα στο υγρό του ιγμόρειου άντρου για την εκρίζωση στελεχών streptococcus pneumoniae ευαίσθητων στην ερυθρομυκίνη. Με βάση τις συγκρίσιμες δραστικότητες τους in vitro, την επίδραση του pH του υγρού του ιγμόρειου άντρου και το προφίλ διεισδυτικότητας στο συγκεκριμένο υγρό, συμπεραίνουμε ότι ανάμεσα στα ευαίσθητα στην ερυθρομυκίνη στελέχη streptococcus pneumoniae, η κλαριθρομυκίνη θα πλεονεκτούσε σε σχέση με την αζιθρομυκίνη στην εκρίζωση των στελεχών χαμηλής αντίστασης. / The aim of this study was to investigate the extracellular concentration and the degree of sinus fluid penetration of newer macrolides, during the first 24-48 hours of treatment in patients with acute bacterial rhinosinusitis (ABRS), choosing clarithromycin and azithromycin as model antibiotics. An open, noninterventional pharmacokinetic study was performed at a tertiary teaching hospital.
In 36 outpatients with ABRS, sinus fluid aspirates and serum samples were collected 2, 4, 6, 8 and 12 hours or 2, 6, 12 and 24 hours after the administration of three doses of oral clarithromycin, 500mg, twice daily or two doses of oral azithromycin, 500 mg, once daily, respectively. Drug concentrations were determined in both matrices by high-performance liquid chromatography (HPLC) with fluorometric detection ,and the pH was estimated for all sinus fluid samples.
The average clarithromycin sinus fluid concentration was found to be significantly higher than the corresponding azithromycin concentration (2.47mg/L versus 0.65 mg/L), while the extent of the average sinus fluid penetration, expressed by the ratio of drug concentration in tissue versus serum, was similar for both drugs (115% and 120% respectively).
In patients with ABRS, clarithromycin and azithromycin, present adequate penetration into sinus fluid to eradicate erythromycin-sensitive strains of S. pneumoniae. Considering their comparative in vitro activity, the sinus fluid pH effect and their sinus fluid penetration profile, we may conclude that among the erythromycin-resistant S. pneumoniae strains, clarithromycin might be advantageous over azithromycin in eradicating some of the low-level resistant strains.
|
2 |
Επίδραση του ιοντικού περιβάλλοντος στη λειτουργία αντιβιοτικών που αναστέλλουν την πρωτεϊνική σύνθεσηΠετρόπουλος, Αλέξανδρος Δ. 23 December 2008 (has links)
Τα ριβοσώματα, οι μακρομοριακές μεταφραστικές μηχανές που είναι
υπεύθυνες για την πρωτεϊνική σύνθεση, αποτελούν έναν από τους
κυριότερους κυτταρικούς στόχους των αντιβιοτικών, που χορηγούνται για
αντιμικροβιακή θεραπεία. Μελέτες για περισσότερο από 40 χρόνια δείχνουν
ότι το κατάλληλο ιοντικό περιβάλλον (μονοσθενή, δισθενή κατιόντα και
πολυαμίνες) είναι απαραίτητο για τη σωστή ριβοσωματική λειτουργία, ενώ
παράλληλα επηρεάζει τις αλληλεπιδράσεις του με διάφορους προσδέτες.
Παρόλα αυτά η μοριακή βάση της επίδρασης του ιοντικού περιβάλλοντος στο
μηχανισμό δράσης των αντιβιοτικών δεν έχει ενδελεχώς μελετηθεί. Στόχος της
παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση του μηχανισμού δράσης
αντιβιοτικών που αναστέλλουν την πρωτεϊνική σύνθεση σε συνθήκες που
προσομοιάζουν με τις φυσιολογικές του κυττάρου και η μελέτη της επίδρασης
του ιοντικού περιβάλλοντος στη δράση αυτών. Τα αντιβιοτικά που
μελετήθηκαν ήταν: α) η βλαστισιδίνη, ως κλασικός αναστολέας της
πεπτιδυλοτρανσφεράσης (ΡΤάσης), β) το μακρολίδιο τυλοσίνη που
αναστέλλει την ΡΤάση, αλλά παράλληλα προσδένεται στην αρχή του τούνελ
εξόδου και παρεμποδίζει την πολυπεπτιδική αλυσίδα να εξέλθει από το
ριβόσωμα, και γ) τα μακρολίδια ερυθρομυκίνη (πρώτης γενεάς),
αζιθρομυκίνη (δεύτερης γενεάς) και τελιθρομυκίνη (μακρολίδιο τρίτης γενεάς
ή κετολίδιο), η δράση των οποίων έγκειται στην παρεμπόδιση του τούνελ
εξόδου. Εξίσου σημαντική φαίνεται να είναι η επίδραση των μακρολιδίων στη
συγκρότηση της 50S ριβοσωματικής υπομονάδας.
Ο μηχανισμός δράσης των αντιβιοτικών και η επίδραση του ιοντικού
περιβάλλοντος στη δράση τους έγινε αρχικά με κινητικές μελέτες. Το
πειραματικό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η αντίδραση
πουρομυκίνης, η οποία μας έδωσε τη δυνατότητα τιτλοδότησης των ενεργών
ριβοσωμάτων. Βάσει αυτού μελετήθηκαν τα αντιβιοτικά βλαστισιδίνη και
τυλοσίνη που αναστέλλουν άμεσα την ΡΤάση, ενώ για τη μελέτη των
υπολοίπων μακρολιδίων διεξήχθησαν πειράματα συναγωνιστικής αναστολής.
Ως γνωστό, τα μακρολίδια ερυθρομυκίνη, αζιθρομυκίνη και τελιθρομυκίνη μοιράζονται κοινές θέσεις πρόσδεσης στο ριβόσωμα με την τυλοσίνη. Έτσι,
για την εύρεση των σταθερών πρόσδεσης αυτών στο ριβόσωμα έγινε
συναγωνισμός με τυλοσίνη. Τα πειράματα συναγωνισμού
πραγματοποιήθηκαν, επωάζοντας το ριβόσωμα με μείγμα μακρολιδίου και
τυλοσίνης, και τιτλοδοτώντας την απομένουσα δραστικότητα του
ριβοσώματος με την αντίδραση πουρομυκίνης απομακρύνοντας την
περίσσεια αντιβιοτικών. Σε παράλληλα πειράματα, το ριβόσωμα
προεπωάστηκε αρχικά με το μακρολίδιο και στη συνέχεια προστέθηκε
τυλοσίνη, η οποία ανιχνεύει το εναπομείναν ριβοσωματικό σύμπλοκο. Επειδή
η σταθερά συγγένειας στη δεύτερη περίπτωση βρέθηκε μικρότερη (ισχυρότερη
πρόσδεση αντιβιοτικού) συμπεράναμε, ότι ο μηχανισμός πρόσδεσης του
αντιβιοτικού είναι βραδύς και ακολουθεί δυο στάδια. Βασιζόμενοι στις τιμές
των σταθερών συγγένειας σε πειράματα αναγέννησης του ριβοσωματικού
συμπλόκου από την απενεργοποιημένη μορφή του, προσδιορίστηκαν
ξεχωριστά όλες οι κινητικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν την πρόσδεση
του αντιβιοτικού στο ριβόσωμα. Συγκρίναμε τις παραμέτρους αυτές και
γενικότερα την ισχύ πρόσδεσης των αντιβιοτικών στο ριβόσωμα σε πέντε
ιοντικές συνθήκες: (α) 4,5 mM Mg2+, 150 mM NH4+, (β) 4,5 mM Mg2+, 150 mM
NH4+, 100 μΜ σπερμίνη, (γ) 4,5 mM Mg2+, 150 mM NH4+, 50 μΜ σπερμίνη και
2 mM σπερμιδίνη, (δ) 4,5 mM Mg2+, 150 mM NH4+ ριβοσωματικό σύμπλοκο
φωτοσημασμένο με 100 μΜ ΑΒΑ-σπερμίνη, και (ε) 10 mM Mg2+, 100 mM
NH4+. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πολυαμίνες βελτιώνουν την πρόσδεση
της βλαστισιδίνης, αλλά μειώνουν την πρόσδεση των μακρολιδίων. Η
επίδραση των ιόντων Mg2+ προσομοιάζει εκείνης των πολυαμινών, αλλά είναι
λιγότερο αποτελεσματική, αφού 100 μΜ σπερμίνης επιφέρουν μεγαλύτερη
αναστολή πρόσδεσης, από ότι 10 mM Mg2+.
Για να ερμηνευτεί σε μοριακό επίπεδο η επίδραση της σπερμίνης στη
συγγένεια των αντιβιοτικών έναντι του ριβοσώματος, οι θέσεις πρόσδεσης
των πολυαμινών στο ριβόσωμα προσδιορίστηκαν με φωτοσήμανση
συγγένειας, χρησιμοποιώντας ως μοριακό ανιχνευτή ένα φωτοδραστικό
ανάλογο της σπερμίνης, την ΑΒΑ-σπερμίνη. Οι θέσεις αυτές αποκάλυψαν ότι οι πολυαμίνες προσδένονται σε γειτονικές θέσεις προς τα αντιβιοτικά,
επηρεάζοντας την τοπική διαμόρφωση και το φορτίο.
Επιβεβαίωση του μηχανισμού δράσης και της επίδρασης των
πολυαμινών έγινε με ανάλυση αποτυπώματος. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή,
τα μακρολίδια προσδενόμενα στο ριβόσωμα προστατεύουν ορισμένα
νουκλεοτίδια από την επίδραση χημικών τροποποιητών. Τα αποτελέσματα
έδειξαν ότι τα αντιβιοτικά διέρχονται μια ενδιάμεση κατάσταση πρόσδεσης
στο ριβόσωμα δεσμευόμενα αρχικά στην είσοδο του τούνελ εξόδου και στη
συνέχεια εισχωρώντας βαθύτερα σε αυτό. Η φύση της ενδιάμεσης κατάστασης
εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε μακρολιδίου. Η
επίδραση των πολυαμινών στο μηχανισμό πρόσδεσης ελέγχθηκε
επαναλαμβάνοντας τα πειράματα χημικής προστασίας παρουσία αυτών. Τα
αποτελέσματα έδειξαν ότι η μείωση της πρόσδεσης των μακρολιδίων στο
ριβόσωμα επιτελείται κυρίως μέσω της επίδρασης των πολυαμινών στη
δέσμευση του υδρόφοβου λακτονικού δακτυλίου. Τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του κάθε αντιβιοτικού επηρεάζουν ποικιλοτρόπως το μέγεθος
της επίδρασης αυτής.
Στο τελευταίο κομμάτι της διατριβής μελετήθηκε η ισχύς των
μακρολιδίων, υπολογίζοντας την αναστολή που προκαλούν στο συζευγμένο
σύστημα μεταγραφής-μετάφρασης του γονιδίου της GFP πρωτεΐνης, και τα
αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τα κινητικά δεδομένα πρόσδεσης των
μακρολιδίων στο ριβόσωμα-στόχο. Σε υψηλή συγκέντρωση ιόντων Mg2+ η
τυλοσίνη έχει μεγαλύτερη ισχύ, ενώ σε χαμηλή συγκέντρωση ιόντων απουσία
ή παρουσία πολυαμινών η αζιθρομυκίνη. Η τελιθρομυκίνη παρουσίασε τη
χαμηλότερη ισχύ πρόσδεσης στο ριβόσωμα και αναστολής της πρωτεϊνικής
σύνθεσης. Επιπρόσθετα, ελέγχθηκε πιθανή επίδραση των μακρολιδίων στην
πρόσδεση των υποστρωμάτων (tRNAs) στην Α-, Ρ- και Ε- θέση του
ριβοσώματος, στη μετατόπιση αυτών από την Α- στην Ρ- θέση και στη
μεταφραστική πιστότητα του ριβοσώματος. Βρήκαμε ότι τα μακρολίδια δεν
μπορούν να επηρεάσουν αυτά τα στάδια της ριβοσωματικής λειτουργίας. / Ribosomes, the macromolecular translating machines responsible for
protein biosynthesis, are the most common targets for many antibacterial
agents. Experiments for more than 40 years have demonstrated that a distinct
ionic environment (monovalent, divalent cations and polyamines) is essential
for ribosomal functions and their interactions with the ligands. Nevertheless,
the molecular basis of the ionic environment’s influence on antibiotic
mechanism of action has never been precisely elucidated.
The aim of this thesis was first to investigate the mechanism of action
of several antibiotics –inhibitors of protein synthesis, under ionic conditions
close to the cell environment and second, to clarify the role of the ionic
environment on their mechanism of action. The antibiotics studied were: a)
blasticidin-S, a classic inhibitor of peptidyl tranferase (PTase) activity, b)
tylosin which inhibits PTase, but in parallel binds at the entrance of exit
tunnel and blocks the passage of the nascent polypeptide chain, and c)
erythromycin (a first generation macrolide), azithromycin (a second
generation macrolide), and telithromycin (a third generation macrolide,
ketolide), that blocks the exit tunnel.
The mechanism of action of antibiotics and the influence of ionic
environment on antibiotic potency was studied primarily with kinetic
methods. The experimental procedure was based on the puromycin reaction,
performed under conditions allowing the estimation of the catalytic rate
constant. Using this experimental approach we studied the mechanism of
action of blasticidin and tylosin which directly inhibit PTase. For studying
the other macrolides, experiments employing competitive kinetics were
performed. Erythromycin, azithromycin and telithromycin share common
binding sites on ribosomes with tylosin. Thus, to estimate the kinetic
constants of their interactions with ribosomes, competitive kinetic
experiments were carried out in the presence of tylosin. Namely, a posttranslocation
ribosomal complex formed from Escherichia coli 70S ribosomes
bearing tRNAPhe at the E-site and AcPhe-tRNA at the P-site (complex-C) was incubated with a mixture of each macrolide and tylosin for the desired time
intervals. The rest of ribosomal activity was titrated by the puromycin
reaction. In parallel experiments, complex-C was pre-incubated with each one
of the macrolides and then reacted with tylosin. The rest of complex-C activity
was again titrated with the puromycin reaction. Since the affinity constant
obtained by the second series of experiments was less than that obtained by
the first series of experiments, we concluded that the mechanism of action of
antibiotics follows a slow onset inhibition process, which includes two steps.
Based on secondary plots and on kinetic plots derived from regeneration of
complex-C, we measured the kinetic parameters participating in the kinetic
model. Thus, the potency of each antibiotic was determined under five
different ionic conditions: (a) 4,5 mM Mg2+, 150 mM NH4+, (b) 4,5 mM Mg2+,
150 mM NH4+, 100 μΜ spermine, (c) 4,5 mM Mg2+, 150 mM NH4+, 50 μΜ
spermine and 2 mM spermidine, (d) 4,5 mM Mg2+, 150 mM NH4+, and
ribosomal complex photolabelled with 100μΜ ΑΒΑ-spermine, and (e) 10 mM
Mg2+, 100 mM NH4+. Processing of the data led us to the conclusion that
polyamines and Mg2+ ions increase the potency of blasticidin, but decrease the
potency of macrolides.
To explain the diverse action of polyamines and of the ionic
environment in general on antibiotic potency, the binding sites of spermine in
ribosomes were localized by photoaffinity labeling, using a photoactive
analogue of spermine, ABA-spermine. These experiments revealed that
polyamines bind at the vicinity of antibiotics, influencing the ionic charge and
the local conformation of rRNA.
Confirmation of the macrolide mechanism of action and verification of
the influence of polyamines on their potency was achieved by footprinting
analysis. According to this technique, macrolides bind to ribosomes and
protect specific nucleotides from modification by chemical reagents like DMS,
CMCT and kethoxal. The results demonstrated that the antibiotics (I) form an
encounter complex with complex-C (CI), in which the antibiotics occupy the
entrance of the exit tunnel. This intermediate complex is then isomerized slowly to a tighter complex (C*I) with which antibiotics move deeply in the
exit tunnel. The exact interactions stabilizing the intermediate complex
depend on the characteristic groups of each macrolide. The influence of
polyamines was checked by repeating the experiment in the presence of
polyamines. The results showed that polyamines reduce the macrolide
binding to ribosomes, by affecting mainly the interactions of the hydrophobic
lactone ring with the ribosome. The special characteristic groups of each
macrolide affect the polyamine action. The potency of macrolides action was
also estimated using a coupled transcription-translation system for GFP
expression. The results obtained were consistent with those produced by
kinetic analysis. In addition, we check for possible macrolide effects on tRNA
binding at the A-, P- and E- sites of the ribosome, on translocation, and on
translational fidelity. No strong effects were identified excluding the
macrolide from these ribosomal functions.
|
Page generated in 0.0238 seconds