• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 29
  • 2
  • Tagged with
  • 31
  • 14
  • 13
  • 8
  • 8
  • 7
  • 7
  • 6
  • 6
  • 6
  • 6
  • 5
  • 4
  • 4
  • 4
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Πρόταση-μελέτη πιστοποιημένου εργαστηρίου για έλεγχο βιοϊατρικών καθετήρων και υποκατάστατων καρδιακών βαλβίδων

Μπάκα, Αικατερίνη 14 June 2010 (has links)
- / -
2

Στεροειδή παράγωγα της Ν-[Ν΄-(2-χλωροαιθυλο)-Ν΄-νιτρoζοκαρβαμοϋλο]-L- αλανίνης με πιθανή αντικαρκινική δράση

Hussein, Abdelrahman M. 09 September 2010 (has links)
- / -
3

Έκφραση συνδεδεμένων εξωκυτταρικών τμημάτων του νικοτινικού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης και χρήση τους για την ανάπτυξη αντιγονοειδικής θεραπείας για τη μυασθένεια

Ευαγγελάκου, Παναγιώτα 18 June 2014 (has links)
Οι νικοτινικοί υποδοχείς της ακετυλοχολίνης, μέλη της υπερ-οικογένειας των ιοντικών διαύλων ενεργοποιούμενων από προσδέτη, είναι διαμεμβρανικές γλυκοπρωτεΐνες μεγέθους ~290 kDa. Ανάλογα με την τοπολογία και τα φαρμακολογικά τους χαρακτηριστικά οι νικοτινικοί υποδοχείς διακρίνονται σε νευρικούς και μυϊκούς υποδοχείς. Οι νευρικοί υποδοχείς εκφράζονται κυρίως στα περιφερειακά γάγγλια και σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου, καθώς και σε μη νευρικούς ιστούς όπως είναι τα επιθηλιακά κύτταρα και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι μυϊκοί υποδοχείς απαντώνται στις μετασυναπτικές μεμβράνες των νευρομυϊκών συνάψεων των σπονδυλωτών, όπου ενέχονται στη διαβίβαση της νευρικής ώσης στους μυς και στα ηλεκτρικά όργανα ορισμένων ψαριών. Επιπλέον από το φυσιολογικό του ρόλο, ο μυϊκός υποδοχέας της ακετυλοχολίνης αποτελεί στόχο για πολλά κληρονομικά και επίκτητα νοσήματα, με σημαντικότερο και καλύτερα μελετημένο το αυτοάνοσο νόσημα μυασθένεια. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών με μυασθένεια (~80%) ανιχνεύονται στο ορό αυτοαντισώματα έναντι του μυϊκού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης (αντί-υποδοχέα αντισώματα) τα οποία οδηγούν στην ελάττωση των διαθέσιμων λειτουργικών υποδοχέων στη νευρομυϊκή σύναψη. Η μείωση του αριθμού των υποδοχέων προκαλεί αδυναμία δέσμευσης της ακετυλοχολίνης από τη μετασυναπτική μεμβράνη, αναστολή της σύσπασης του μυ και εκδήλωση μυϊκής κόπωσης και αδυναμίας, συμπτώματα χαρακτηριστικά της μυασθένειας. Οι υποδοχείς της μετασυναπτικής μεμβράνης δύνανται να ελαττωθούν μέσω δράσης του συμπληρώματος, αντιγονικής τροποποίησης ή λειτουργικής παρεμπόδισης. Οι σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη μυασθένεια είναι μη ειδικές και περιλαμβάνουν τη χορήγηση ουσιών που αναστέλλουν τη δράση της ακετυλοχολινεστεράσης, ανοσοκατασταλτικών και ανοσορυθμιστικών φαρμάκων, ενδοφλέβιων ανοσοσφαιρινών καθώς και την πλασμαφαίρεση. Μια υποσχόμενη αντιγονοειδική θεραπευτική προσέγγιση για την μυασθένεια αποτελεί η μέθοδος της αναοσοπροσρόφησης. Η βασική αρχή αυτή της προσέγγισης έγκειται στην ακινητοποίηση των υπομονάδων του μυϊκού υποδοχέα ως ανοσοπροσροφητών σε ένα σταθερό υπόστρωμα, κατασκευάζοντας έτσι ανοσοπροσροφητικές στήλες. Για την προσέγγιση αυτή απαραίτητη είναι η απόκτηση ενός ανοσοπροσροφητή με διαμόρφωση που να προσομοιάζει αυτή του αντιγόνου-στόχου. Ωστόσο, η απόκτηση μεγάλων ποσοτήτων του υποδοχέα της ακετυλοχολίνης καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του, του υδρόφοβου χαρακτήρα του και της αδυναμίας απομόνωσης του σε μεγάλες ποσότητες από φυσικές πηγές. Για τους λόγους αυτούς, η έρευνα προσανατολίζεται στην μελέτη των εξωκυτταρικών περιοχών (ΕΚΠ) του ανθρώπινου νικοτινικού υποδοχέα στις οποίες προσδένεται η πλειονότητα των αυτοαντισωμάτων των μυασθενών. Η καθήλωση ανασυνδυασμένων ΕΚΠ των υπομονάδων α1, β, γ, δ και ε του υποδοχέα ως ανοσοπροσροφητών εκφρασμένων στο ετερόλογο σύστημα Pichia pastoris είχε περιγραφεί και προηγουμένως από το εργαστήριό μας. Ωστόσο, αν και η χρήση των πρωτεϊνών αυτών ως ανοσοπροσροφητών κατάφερε την αφαίρεση ενός ποσοστού αυτοαντισωμάτων από ορούς μυασθενών, δεν επετεύχθη η ικανοποιητική απομάκρυνσή τους. Η παρούσα εργασία, είχε ως στόχο την έκφραση και το χαρακτηρισμό των συνδεδεμένων ΕΚΠ των υπομονάδων α1, β, γ ή ε και δ του μυϊκού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης στο σύστημα έκφρασης P. pastoris. Στοχεύοντας στη δημιουργία ενός βελτιωμένου ανοσοπροσροφητή, πραγματοποιήθηκε η σύνδεση όλων των ΕΚΠ των υπομονάδων του υποδοχέα χρησιμοποιώντας έναν πεπτιδικό συνδέτη. Τα πενταμερή β-δ-α1-γ-α1 ΕΚΠ και β-δ-α1-ε-α1 ΕΚΠ, κατασκευάστηκαν σε μία προσπάθεια μίμησης της διαμόρφωσης ολόκληρου του υποδοχέα σε ένα μοναδικό πολυπεπτίδιο. Τα πενταμερή, θεωρητικά φέρουν το σύνολο των αντιγονικών επιτόπων που αναγνωρίζουν τα αντισώματα αλλά και τις διεπιφάνειες των υπομονάδων που πιθανολογείται ότι είναι επίσης ανοσογόνες. Παράλληλα, μελετήθηκαν και τα διμερή α1-β ΕΚΠ και β-α1 ΕΚΠ, τα οποία προέκυψαν ως ενδιάμεσα στάδια στην κατασκευή των πενταμερών και φέρουν την πλειονότητα των επιτόπων έναντι των οποίων κατευθύνονται τα αυτοαντισώματα. Τα πενταμερή β-δ-α1-γ-α1 ΕΚΠ και β-δ-α1-ε-α1 ΕΚΠ εκφράστηκαν επιτυχώς στο ετερόλογο σύστημα P. pastoris σε διαλυτή μορφή αλλά με ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο έκφρασης. Επιπλέον η ανοσοπροσροφητική τους ικανότητα ως προς την αφαίρεση αυτοαντισωμάτων όχι μόνο δεν βελτιώθηκε αλλά παρουσιάστηκε μειωμένη σε σχέση με τις επιμέρους υπομονάδες. Αντίθετα, όσο αφορά στη χρήση συγκαταμερών στη θεραπευτική προσέγγιση για τη μυασθένεια, το διμερές α1-β ΕΚΠ φαίνεται να τηρεί ένα σύνολο προϋποθέσεων έναντι των πενταμερών β-δ-α1-γ-α1 ΕΚΠ, β-δ-α1-γ-α1 ΕΚΠ και β-α1 ΕΚΠ που το καθιστούν καλό υποψήφιο ανοσοπροσροφητή. Σε αυτές συγκαταλέγονται το σχετικά υψηλό επίπεδο παραγωγής του από το ετερόλογο σύστημα έκφρασης του P. pastoris καθώς και το γεγονός ότι απομονώνεται σε καθαρή μορφή. Σε ότι αφορά το ανοσοπροσροφητικό του προφίλ, φέρει την πλειονότητα των επιτόπων έναντι των οποίων κατευθύνονται τα αυτοαντισώματα και τα απομακρύνει εξίσου αποδοτικά όσο και το μείγμα των μεμονωμένων α1 και β ΕΚΠ. Επιπλέον, το α1-β ΕΚΠ ως ένα πολυπεπτίδιο, υπερτερεί έναντι των μεμονωμένων α1 ΕΚΠ και β ΕΚΠ καθώς ο χαρακτηρισμός του όσο αφορά τις δοκιμασίες με στόχο την έγκριση για κλινική χρήση αναμένεται να είναι ευκολότερος έναντι των δύο πρωτεϊνών. Τέλος, η υψηλή χωρητικότητά του ως προς την αφαίρεση αυτοαντισωμάτων μπορεί να εξασφαλίσει χαμηλό κόστος παραγωγής, έναν παράγοντα σημαντικό για την εφαρμογή της αντιγονοειδικής θεραπευτικής προσέγγισης σε μεγάλη κλίμακα. Ο επιτυχής χαρακτηρισμός του α1-β ΕΚΠ σχετικά με παραμέτρους σταθερότητας, τοξικότητας και ασφάλειας θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη των κλινικών δοκιμών για τη χρήση του ως ανοσοπροσροφητή στην εφαρμογή της νέας θεραπευτικής προσέγγισης για τη μυασθένεια σε ανθρώπους. / Myasthenia gravis is an antibody mediated autoimmune disease that affects the neuromuscular junction. The muscle nicotinic acetylcholine receptor (AChR) is the main antigen in myasthenia gravis. Circulating antibodies against the acetylcholine receptor are the main pathogenic factors, causing loss of the available functional receptors at the neuromuscular junction with the consequent impairment of signal transduction. Muscle nicotinic acetylcholine receptors are transmembrane proteins formed by 5 homologous subunits: two α subunits and three β, γ (in the embryo and replaced by ε in the adult) and δ. Typically, each subunit consists of an N-terminal extracellular domain (ECD), a transmembrane region and a cytoplasmic loop. The ECDs carry most of the epitopes for MG autoantibodies ,with subunit α baring the main immunogenic region. Current MG treatments include the use of anticholinesterase drugs, immunosuppressants or immunomodulators, plasmapheresis and thymectomy with none of these approaches being specific. The selective removal of anti-AChR antibodies from the blood of MG patients with an extracorporeal technique similar to plasmapheresis could be a therapeutic option. In our laboratory, we aim to develop this method using recombinant extracellular domains (ECDs) of the AChR subunits (α, β, γ, δ and ε) as immunoadsorbents immobilized on CN-Br Sepharose. We have previously described the expression of the individual ECDs in P. pastoris system and their characterization. The aim of this dissertation was to study and characterize the linked ECDs of the α, β, γ, δ and ε subunits expressed in the yeast P. pastoris system. In an attempt to improve immunoadsorption efficiency we expressed the AChR subunits linked with a flexible peptide linker 24 amino acids long. More specifically we designed and characterized two pentameric constucts namely β-δ-α1-γ-α1 ECD & β-δ-α1-ε-α1 ECD to mimic the whole pentameric extracellular domain of the AChR in a native conformation. We also examined two dimeric constructs (α1-β ECD & β1-α ECD) since these subunits carry the majority of MG epitopes. Regarding the pentamers, they were successfully expressed in the P.pastoris system but with the expression yield being relatively low. Furthermore their immunoadsorbing ability was limited in comparison with the mixture of all five ECDs. This fact, combined with their small expression yield, poses a serious obstacle for their use in therapy. On the other hand, both expression yield and antibody binding of the α1-β dimer were satisfactory, at least as good as the mixture of individual α and β ECDs. In addiction, the high capacity of thee α1-β ECD in combination with its expression yield suggests that few milligrams of protein could be sufficient for the clearance of the plasma from an average titer patient. Such a quantity could be easily obtained, allowing the large scale application of the method, while reducing the cost. Therefore, the α1-β dimer constitutes a suitable candidate to be used as efficient immunoadsorbent in the development of a specific therapy against MG. Further characterization of the α1-β ECD, with respect to stability, toxicity and safety aspects, could mark the initiation of animal studies. The successful completion of these studies is crucial for the advancement into clinical trials, for the use of the α1-β ECD as immunoadsorbent in the antigen-specific therapy for myasthenia gravis.
4

Θεραπεία κοιλιακής ταχυκαρδίας με διακαθετήρια κατάλυση με υψίσυχνο ρεύμα (Radiofrequency-RF Ablation): Μακροχρόνια αποτελέσματα / Long-term results after transcatheter radiofrequency ablation of ventricular tachycardia

Συμεωνίδου, Ευτυχία Δ. 26 June 2007 (has links)
Μακροχρόνια αποτελέσματα κατάλυσης κοιλιακής ταχυκαρδίας με υψίσυχνο ρεύμα Την τελευταία δεκαετία η διακαθετήρια κατάλυση με υψίσυχνο ρεύμα (RFA) έχει καθιερωθεί σαν ριζική θεραπεία πρώτης εκλογής σε ιδιοπαθή κοιλιακή ταχυκαρδία (ΚΤ), ενώ οι αυτόματοι απινιδωτές (ICDs) θεωρούνται σαν θεραπεία πρώτης εκλογής για ΚΤ με υποκείμενη οργανική νόσο. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εκτιμηθεί το ποσοστό επιτυχίας της κατάλυσης ΚΤ με υψίσυχνο ρεύμα σε 2 διαφορετικές υποομάδες ασθενών καθώς και τα μακροχρόνια αποτελέσματα αυτής της θεραπευτικής παρέμβασης. Mέθοδοι: Εκατόν τέσσερις ασθενείς περιελήφθησαν στη μελέτη, 75 άνδρες και 29 γυναίκες, μέσης ηλικίας 53±16 έτη, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε διακαθετήρια κατάλυση με υψίσυχνο ρεύμα εμμένουσας μονόμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας χρησιμοποιώντας τα συμβατικά συστήματα χαρτογράφησης και κατάλυσης. Εβδομηνταοκτώ ασθενείς είχαν υποκείμενη οργανική καρδιακή νόσο: δεκατρείς αρρυθμιογόνο δυσπλασία δεξιάς κοιλίας (ARVD), 62 στεφανιαία νόσο (CAD) με ιστορικό εμφράγματος μυοκαρδίου, 1 διατατική μυοκαρδιοπάθεια (DCM), 1 σαρκοείδωση, 1 χειρουργηθείσα μεσοκοιλιακή επικοινωνία (VSD) και 26 ασθενείς είχαν ιδιοπαθή κοιλιακή ταχυκαρδία: 21 ΚΤ από το χώρο εξόδου της δεξιάς κοιλίας (RVOT), 3 ΚΤ από το χώρο εξόδου της αριστεράς κοιλίας (LVOT) και 2 ιδιοπαθή δεσμιδική κοιλιακή ταχυκαρδία. Το Westmead πρωτόκολλο, το οποίο είναι πιο επιθετικό από τα κλασικά, χρησιμοποιήθηκε για προγραμματισμένη κοιλιακή διέγερση πριν και μετά την κατάλυση. Η επιτυχία προσδιορίσθηκε σύμφωνα με την απάντηση στο παραπάνω πρωτόκολλο κατά το τέλος της επέμβασης σαν άμεση επιτυχία, τροποποιημένο αποτέλεσμα και αποτυχημένη επέμβαση. Αποτελέσματα: Επιτυχής κατάλυση ΚΤ επιτεύχθηκε σε 82% των ασθενών, 78% αυτών με οργανικό υπόστρωμα και 92% αυτών με ιδιοπαθή ΚΤ. Εναλλακτική θεραπεία, αντιαρρυθμική χειρουργική θεραπεία ή εμφύτευση ICD συστήθηκε σε όλους τους ασθενείς με αποτυχημένη επέμβαση και υποκείμενη οργανική νόσο καρδιάς. Αρχικά 6 ασθενείς έλαβαν ICD και 4 υποβλήθηκαν σε αντιαρρυθμική χειρουργική θεραπεία. Κατά τη διάρκεια παρακολούθησης 61 μηνών κατά μέσο όρο, 96 ασθενείς από τους 104 ήσαν ζώντες. Δεκαεννέα ασθενείς (18%) είχαν 109 υποτροπή της ΚΤ ενώ 97% αυτών με επιτυχή αρχική κατάλυση παρέμειναν ελεύθεροι υποτροπών. Tο ποσοστό υποτροπής ήταν 84% σε αυτούς με μη επιτυχή κατάλυση ενώ ήταν 3% σε αυτούς με επιτυχή κατάλυση (P< 0.001). Tο ποσοστό υποτροπής στους ασθενείς με οργανικό υπόστρωμα ήταν 22%, 8% στην ομάδα με την επιτυχή κατάλυση και 88% στην ομάδα με την αποτυχημένη κατάλυση. Η ανάλυση της επιβίωσης ελεύθερης υποτροπών ΚΤ αποκάλυψε σημαντικά μικρότερο ποσοστό υποτροπών σε ασθενείς με μερική ή πλήρη επιτυχία. Δεν υπήρξε θάνατος κατά τη διάρκεια ή σαν συνέπεια της επέμβασης της κατάλυσης. Οκτώ από τους ασθενείς με υποτροπή της ΚΤ υποβλήθηκαν σε δεύτερη επιτυχή κατάλυση. Κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας παρακολούθησης, υπήρξαν 8 θάνατοι από την ομάδα με την υποκείμενη οργανική νόσο, 3 από μη εξωκαρδιακά αίτια, 3 από επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας και 1 από αιφνίδιο αρρυθμιολογικό θάνατο παρά το γεγονός ότι έφερε ICD μετά από αποτυχημένη κατάλυση και 1 από άγνωστη αιτία μετά από τροποποιημένο από κατάλυση υπόστρωμα. Συμπεράσματα: Η κατάλυση της ΚΤ με υψίσυχνο ρεύμα προσφέρει ριζική θεραπεία σε ασθενείς με ιδιοπαθή ΚΤ με μικρό ποσοστό υποτροπών. Αν και οι ICDs θεωρούνται θεραπεία εκλογής για ΚΤ με υποκείμενο οργανικό υπόστρωμα, προσφέρουν μόνο διακοπή της ταχυκαρδίας και δε μπορούν να την προλάβουν, ενώ η RFA είναι λογική ριζική θεραπεία για τους ασθενείς αυτής της ομάδος με υψηλό ποσοστό επιτυχίας και χαμηλό ποσοστό υποτροπών. Τα αποτελέσματα της επιτυχούς κατάλυσης στην οξεία φάση, με τη χρήση ενός ειδικού πρωτοκόλλου κοιλιακής διέγερσης, προδικάζουν τη μακροχρόνια πρόγνωση της αρρυθμίας. / Over the last 10 years radiofrequency catheter ablation (RFA) has been established as curative treatment of first choice for idiopathic ventricular tachycardia (VT), while implantable defibrillators (ICDs) are cosidered as first choice treatment for ventricular tachycardia with underying heart disease. The aim of the present study was to evaluate the success rate of RFA of VT in these 2 different subgroups of patients and the long-term results of this procedure. Methods: One hundred four patients were enrolled in the study, 75 men and 29 women, mean age 53±16 years, who underwent transcatheter radiofrequency ablation of sustained monomorphic ventricular tachycardia using the conventional mapping and ablating systems. Seventy-eight patients had underlying heart disease: thirteen patients arrhythmogenic right ventricular dysplasia (ARVD), 62 patients coronary artery disease (CAD) with remote myocardial infarction, 1 patient dilated cardiomyopathy (DCM), 1 patient sarcoidosis, 1 patient ventricular septal defect (VSD) corrected. Twenty six patients had idiopathic ventricular tachycardia: 21 patients right ventricular outflow tract (RVOT) VT, 3 patients left ventricular outflow tachycardia (LVOT) VT and 2 patients idiopathic fascicular tachycardia. The Westmead protocol which is more aggressive than the classic ones was used for programmed ventricular stimulation before and after the procedure. Success was defined according to the response to the above protocol at the end of the procedure as acute success, modified result and failed procedure. Results: Acute procedural success of VT RFA was achieved in 82% of the patients, 78% of those with underlying heart disease and 92% of those with idiopathic VT. Alternative treatment, antiarrhythmic surgery and ICD implantation was offered to all the patients with failed procedures and underlying heart disease. Initially 6 patients received an ICD and 4 patients underwent antiarrhythmic surgery. During a mean follow-up of 61 months, 96 patients were alive. Nineteen pts (18%) suffered VT recurrences, 97% of those who had an acutely successful procedure remained free of recurrent VT. The recurrence rate was 84% in the nonsuccessfully ablated group while it was 3% in the successfully ablated one; P< 0.001. The recurrence rate was 22% in patients with organic heart disease, 8% in the successful group and 88% in the failed procedure group. Analysis of survival free of recurrences of VT revealed significantly lower recurrence rate in patients with full or partial success. No patient died during or as consequence of the procedure. Eight of the patients with recurrent VT underwent a second successful procedure. During the long-term follow-up, there were 8 deaths from the group with underlying heart disease, 3 of non-cardiac causes, 3 of progressive heart failure and 1 of sudden arrhythmic death despite having an ICD inserted after a failed procedure and 1 of unknown cause following a modified result. Conclusions: VT RFA offers curative treatment to patients with idiopathic VT with rare recurrences. Although ICDs are considered the treatment of choice for VT with underlying heart disease they only offer VT termination but they do not prevent VT, while RFA is reasonable curative therapy for the patients of this group with high success rate and low recurrence rate. The acute success results using a standardized stimulation protocol at the time of RFA predict the long-term prognosis of the arrhythmia.
5

Συγκεντρώσεις στο ιγμόρειο άντρο σε ασθενείς με παραρρινοκολπίτιδα νεότερων αντιβιοτικών σκευασμάτων

Μαργαρίτης, Βασίλειος 24 January 2011 (has links)
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της εξωκυττάριας συγκέντρωσης και του βαθμού διεισδυτικότητας των νεότερων μακρολίδων στο υγρό περιεχόμενο του ιγμορείου άντρου, εντός των πρώτων 24 ωρών από την χορήγηση σε ασθενείς με οξεία παραρρινοκολπίτιδα, χρησιμοποιώντας ως μοντέλα την κλαριθρομυκίνη και αζιθρομυκίνη. Σε 36 ασθενείς με οξεία ιγμορίτιδα συλλέχθηκαν δείγματα υγρού από το ιγμόρειο άντρο και ορού αίματος 2,4,6,8 και 12 ώρες ή 2,6,12 και 24 ώρες μετά την χορήγηση τριών δόσεων ρ.ο. κλαριθρομυκίνης 500 mg δις ημερησίως ή δύο δόσεων ρ.ο. αζιθρομυκίνης 500 mg άπαξ ημερησίως αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις των φαρμάκων στα δυο βιολογικά υγρά προσδιορίσθηκαν με την υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης με φθοριομετρική ανίχνευση, ενώ επίσης εκτιμήθηκε το pH σε όλα τα δείγματα υγρού παραρρίνιων. Η μέση συγκέντρωση κλαριθρομυκίνης στο υγρό παραρρίνιων κόλπων ήταν σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη της αζιθρομυκίνης (2,47 mg/l έναντι 0,65 mg/l), ενώ ο μέσος βαθμός διεισδυτικότητας στο υγρό του ιγμόρειου άντρου,εκφρασμένος ως η αναλογία των συγκεντρώσεων φαρμάκου στον ιστό και στον ορό αίματος, ήταν παρόμοια για τα δύο αντιβιοτικά (115 % και 120% αντίστοιχα). Σε ασθενείς με οξεία παραρρινοκολπίτιδα, η κλαριθρομυκίνη και η αζιθρομυκίνη παρουσιάζουν επαρκή διεισδυτικότητα στο υγρό του ιγμόρειου άντρου για την εκρίζωση στελεχών streptococcus pneumoniae ευαίσθητων στην ερυθρομυκίνη. Με βάση τις συγκρίσιμες δραστικότητες τους in vitro, την επίδραση του pH του υγρού του ιγμόρειου άντρου και το προφίλ διεισδυτικότητας στο συγκεκριμένο υγρό, συμπεραίνουμε ότι ανάμεσα στα ευαίσθητα στην ερυθρομυκίνη στελέχη streptococcus pneumoniae, η κλαριθρομυκίνη θα πλεονεκτούσε σε σχέση με την αζιθρομυκίνη στην εκρίζωση των στελεχών χαμηλής αντίστασης. / The aim of this study was to investigate the extracellular concentration and the degree of sinus fluid penetration of newer macrolides, during the first 24-48 hours of treatment in patients with acute bacterial rhinosinusitis (ABRS), choosing clarithromycin and azithromycin as model antibiotics. An open, noninterventional pharmacokinetic study was performed at a tertiary teaching hospital. In 36 outpatients with ABRS, sinus fluid aspirates and serum samples were collected 2, 4, 6, 8 and 12 hours or 2, 6, 12 and 24 hours after the administration of three doses of oral clarithromycin, 500mg, twice daily or two doses of oral azithromycin, 500 mg, once daily, respectively. Drug concentrations were determined in both matrices by high-performance liquid chromatography (HPLC) with fluorometric detection ,and the pH was estimated for all sinus fluid samples. The average clarithromycin sinus fluid concentration was found to be significantly higher than the corresponding azithromycin concentration (2.47mg/L versus 0.65 mg/L), while the extent of the average sinus fluid penetration, expressed by the ratio of drug concentration in tissue versus serum, was similar for both drugs (115% and 120% respectively). In patients with ABRS, clarithromycin and azithromycin, present adequate penetration into sinus fluid to eradicate erythromycin-sensitive strains of S. pneumoniae. Considering their comparative in vitro activity, the sinus fluid pH effect and their sinus fluid penetration profile, we may conclude that among the erythromycin-resistant S. pneumoniae strains, clarithromycin might be advantageous over azithromycin in eradicating some of the low-level resistant strains.
6

Ο ρόλος των ενδοκυστικών εγχύσεων ιντερφερόνης στη θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως (συγκριτική μελέτη σχήματος interferon A2 σε σχέση με σχήμα interferon A2 σε σχέση με σχήμα interferon A2 και epirubicin)

Κατσένης, Γεώργιος 23 April 2010 (has links)
- / -
7

Συμμόρφωση ασθενών με μυασθένεια gravis ανάλογα με την αγωγή που λαμβάνουν

Δημακάκου, Σταυρούλα 11 October 2013 (has links)
Η βαριά μυασθένεια (Myasthenia gravis-MG) είναι μία επίκτητη αυτοάνοση δυσλειτουργία στη νευρομυϊκή σύναψη που προκαλείται από αντισώματα που κατευθύνονται ειδικά έναντι του μυϊκού τύπου νικοτινικού υποδοχέας της ακετυλοχολίνης (AChR) που βρίσκεται στα μυϊκά κύτταρα. Τα αντισώματα μειώνουν τον αριθμό των λειτουργικών υποδοχέων με αποτέλεσμα οι μυς να μην μπορούν να ανταποκριθούν στα μηνύματα που λαμβάνουν από τα νευρικά κύτταρα. Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από χρόνια μυϊκή αδυναμία. Η σωστή διάγνωση από τον θεράποντα ιατρό και ο σχεδιασμός της κατάλληλης θεραπείας, αποτελούν τη βάση για την αντιμετώπιση μιας νόσου και την ενίσχυση της ποιότητας ζωής. Η μη συμμόρφωση όμως του ασθενούς, στη θεραπεία που του προτείνεται, αποτελεί αντικείμενο έρευνας τις τελευταίες δεκαετίες. Η μη συμμόρφωση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους περίθαλψης, προκαλώντας μεγάλες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Στην παρούσα έρευνα δημιουργήθηκε ένα ερωτηματολόγιο και διατέθηκε σε δείγμα 30 μυασθενών. Μέσω της συλλογής των απαντήσεων έγινε μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι παράγοντες που οδηγούν σε μη συμμόρφωση. Διερευνάται η στάση ζωής που κρατά ο ασθενής, η εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του και ο ρόλος που έχουν το στενό περιβάλλον, ο ιατρός και ο φαρμακοποιός του, ούτως ώστε, ο ασθενής να είναι συνεπής στην αγωγή που του έχει προταθεί. / Myasthenia Gravis (MG) is an acquired autoimmune neuromuscular junction disorder caused by antibodies directed specifically toward the skeletal muscle nicotinic acetylcholine receptor (AChR). The antibodies decrease the number of functional AChRs which compromises neuromuscular transmission. The clinical course of MG is characterized by muscular weakness and fatigability. The right diagnosis of the attending physician and the design of appropriate therapy are determinant for the treatment of a disease and enhance quality of life. Non-compliance of the patient (also adherence or capacitance) to the treatment that his doctor suggested, however, is being investigated in the last decades. Non-compliance increase health care costs and evoke considerable socioeconomic consequences. Worldwide, non-compliance is a major obstacle to the effective delivery of health care. In the present dissertation a questionnaire is created and distributed to a sample of 30 MG patients. Through the collection of responses we attempted to analyze the factors that lead to non-compliance. The objective was to identify how the patient sees himself. It was also made an effort to clarify the roles of doctor, pharmacist and family in patient compliance when long term medication is needed.
8

Ανάπτυξη επισωματικού φορέα για τη γονιδιακή μεταφορά του φυσιολογικού γονιδίου της β-σφαιρίνης

Μπαβέλη, Μαρία 11 September 2008 (has links)
Η γονιδιακή θεραπεία θεωρείται μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση για την αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών, καθώς για αρκετές από αυτές δεν υπάρχει ουσιαστική θεραπεία παρά μόνο αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Οι αιμοσφαιρινοπάθειες ως μονογονιδιακές ασθένειες έχουν θεωρηθεί εδώ και πολλά χρόνια εξαιρετικά μοντέλα ασθενειών για τη γονιδιακή θεραπεία. Επιπλέον, ο μοριακός μηχανισμός της νόσου είναι από τους καλύτερα μελετημένους. Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται στις προσπάθειες γονιδιακής θεραπείας των αιμοσφαιρινοπαθειών περιλαμβάνουν: Μεταφορά του φυσιολογικού γονιδίου β, κυρίως σε αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα, και Προσπάθεια ενεργοποίησης των γ γονιδίων, καθώς ασθενείς με β- θαλασσαιμία και κληρονομική παραμονή της εμβρυϊκής αιμοσφαιρίνης παρουσιάζουν σχεδόν φυσιολογικό φαινότυπο. Όσον αφορά τη γονιδιακή μεταφορά, αυτή γίνεται κατά κύριο λόγο με ιϊκά συστήματα. Ωστόσο, οι φορείς αυτοί παρουσιάζουν ορισμένα μειονεκτήματα με κυριότερα την πρόκληση ανοσολογικών αντιδράσεων και την in vitro μεταλλαξιγένεση λόγω ενσωμάτωσης. Για το λόγο αυτό, τα τελευταία χρόνια οι έρευνες έχουν στραφεί στην κατασκευή επισωματικών φορέων που θεωρούνται γενικά πιο ασφαλείς καθώς δεν ενσωματώνονται στο γενετικό υλικό των κυττάρων. Σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη επισωματικών φορέων για την γονιδιακή θερπαπεία των αιμοσφαιρινοπαθειών, επιτεύχθηκε με την κατασκευή του φορέα pEPI-eGFP ο οποίος έχει την ικανότητα να διατηρείται σε επισωματική κατάσταση χάρη στην αλληλουχία S/MAR που περιέχει και η οποία προέρχεται από το 5΄ άκρο του ανθρώπινου γονιδίου της ιντερφερόνης β. Επιπλέον, έρευνες στο παρελθόν έχουν δείξει ότι το mini LCR της β-σφαιρίνης είναι απαραίτητο για την υψηλή και ιστο-ειδική έκφραση του γενετικού τόπου της β-σφαιρίνης. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η κατασκευή ενός επισωματικού φορέα που θα βασίζεται στον φορέα pEPI-eGFP και ο οποίος αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο για την κατασκευή ενός κοσμιδιακού φορέα που θα περιλαμβάνει το mini locus της β-σφαιρίνης. / Gene therapy is considered many promising approach for the confrontation of enough various illnesses, while for from them does not exist essential treatment only that confrontation of symptoms. Haemoglobinopathies as monogenic disorders have been considered for many years exceptional models for gene therapy. Moreover, the molecular mechanism of haemoglobinopathies is very well studied. The strategies that are used in the efforts of gene therapy haemoglobinopathies include: Transport of physiologic gene b, mainly in original stem cells, and Effort of activation of γ-globin genes, since patients with b thalassaemia and hereditary presence of embrionic haemoglobin show almost physiologic phrenotype. With regard to the pertaining to genes transport, this becomes in the first place with virus systems. However, this vectors present certain disadvantages with mainly the challenge of immunological reactions and in vitro metallaxigenesi because incorporation. For this reason, in the past few year the researches have been turned in the manufacture of episomal vectors that is considered in general sure while is not incorporated in the genetic material of cells. Important step in the growth of episomal vectors for gene therapy of haemoglobinopathies, was achieved with the manufacture of pEPI-eGFP which has the faculty to be maintained in episomal situation thanks to the concatenation S/MAR that it contains and which is emanated from the 5΄ of the human gene of interferon β. Moreover, researches in the past have shown that mini LCR of b-globin is essential for high and specific expression of genetic place of b-globin. Aim of present work is the manufacture of episomal vector that will be based on the institution pEPI-eGFP and which constitutes intermediary stage for the manufacture of cosmidial vector that will include the mini locus b-globin.
9

Επίπεδα ενζύμων λυοσωμάτων κατά τη θεραπεία ασθενών με μικροβιακή μηνιγγίτιδα

Ηλιοπούλου, Μαρία 07 August 2008 (has links)
Σκοπός. Η δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) είναι αυξημένη στην βακτηριακή μηνιγγίτιδα, αλλά η πορεία της κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι άγνωστη. Σκοπός της μελέτης ήταν η μέτρηση της δραστηριότητας της β-γλυκουρονιδάσης κατά τη διάρκεια της θεραπείας και η σύγκρισή της με άλλες κυτταρικές και βιοχημικές παραμέτρους του ΕΝΥ. Μέθοδος. H δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης, ο αριθμός κυττάρων, η συγκέντρωση πρωτεΐνης και ο λόγος γλυκόζης ΕΝΥ/αίματος μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια της θεραπείας σε 47 ασθενείς με βακτηριακή μηνιγγίτιδα, από τους οποίους 4 ήταν νεογνά και 97 μάρτυρες. Οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε 1 ή 2 επαναληπτικές οσφυονωτιαίες παρακεντήσεις. Επίσης η δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης μετρήθηκε σε 8 ασθενείς με πυελονεφρίτιδα και στείρα πλειοκυττάρωση ΕΝΥ. Αποτελέσματα. Πριν τη θεραπεία η διάμεση δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης σε ασθενείς βρεφικής μέχρι εφηβικής ηλικίας ήταν 136 moles 4-methylumbelliferone/ml/ώρα (με διακύμανση από 44 έως 826), ενώ στους μάρτυρες ήταν 14 nmoles/ml/ώρα (με διακύμανση 7 έως 23) (p<0,000001). Σε όλους τους ασθενείς με κλινική βελτίωση, η δραστηριότητα της β- γλυκουρονιδάσης ήταν χαμηλότερη σε δείγματα ΕΝΥ, τα οποία ελήφθησαν μετά πάροδο τουλάχιστον 6 ωρών από την έναρξη της θεραπείας. Έξι μέχρι 12 ώρες μετά την έναρξη της θεραπείας η διάμεση δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης είχε ήδη μειωθεί κατά 59%. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι παράμετροι του ΕΝΥ έδειξαν μεταβλητότητα των τιμών τους, κατά τις πρώτες 24 ώρες της θεραπείας, η οποία ήταν ανεξάρτητη από την πορεία της νόσου. Σε 1 ασθενή με πνευμονιοκοκκική μηνιγγίτιδα, ο οποίος ενεμφάνισε επιδείνωση των συμπτωμάτων του 22 ώρες μετά την έναρξη της θεραπείας, η δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης αυξήθηκε κατά 89%. Στη νεογνική μηνιγγίτιδα η δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης πριν τη θεραπεία ήταν αυξημένη, αλλά η παρακολούθηση της πορείας της νόσου απαιτεί παρατεταμένη περίοδο ενζυμικών μετρήσεων, για έγκαιρη ρύθμιση της θεραπείας επί υποτροπών και αναμολύνσεων. Συμπεράσματα. Η δραστηριότητα της β-γλυκουρονιδάσης του ΕΝΥ είναι αξιόπιστος δείκτης βακτηριακής μηνιγγίτιδας, που μπορεί να προσδιορίσει, νωρίς στην πορεία της νόσου, την ανταπόκριση στην θεραπεία. / Aim: β-Glucuronidase activity is increased in the cerebrospinal fluid (CSF) of patients with bacterial meningitis. The aim of this study was to investigate the β-glucuronidase activity in the cell-free CSF of bacterial meningitis, its course during treatment and compare it to other CSF parameters. Methods: The β-glucuronidase activity, cell number, protein concentration and CSF/blood glucose ratio were measured in 47 consecutive infants and children with bacterial meningitis, and 97 control subjects. Patients had 1 or 2 follow-up lumbar punctures. Results: The β-glucuronidase activity was increased early in bacterial meningitis, even when the other CSF parameters were undisturbed. Before treatment, the median activity in affected children was 136 moles 4-methylumbelliferone/L/h (range 44-826) and in controls 14 (7-23). In all patients who improved, the activity was lower in the follow-up CSF samples. Six to 12 hours after starting treatment, the median activity was already reduced by 59%. The other CSF parameters showed a variability during the first 24 hours of treatment independently of the course of the disease. Multiple comparisons of the CSF parameters in 17 patients who had 2 follow-up punctures showed that the β-glucuronidase activity was the best prognostic index. Conclusion: β-Glucuronidase activity in the CSF is a reliable indicator of bacterial meningitis, which can identify the response to treatment early in the course of illness. The enzyme activity is increased early in the disease, even when the other laboratory parameters from the CSF remain normal.
10

Clinically derived dose-response relations for urinary bladder and prostate from combined photon and proton prostate radiotherapy

Μπουμπούτση, Ιωάννα 19 January 2010 (has links)
The aim of this study is the clinical derivation of the dose-response relations of bladder and prostate regarding PSA progression and urinary complications using patients treated for prostate cancer with both photon and proton beams. Such data are necessary for a prospective estimation of the clinical effectiveness of radiation therapy using combinations of different radiation modalities. Material During the period from 2002 until 2006, at the Academic Hospital in Uppsala, Sweden 189 patients underwent radiotherapy for prostate cancer, which combined photon and proton beams therapy. Of these patients, 100 have been included in this study and have been analysed for the prostate. The analyses for urinary complications were made for 72 patients who didn’t have final clinical urinary outcome equal to one . The dose distribution delivered to the prostate, the two regions of the bladder and the clinical treatment outcome, were available for each patient. The patients were given a proton boost of 20 Gy in 4 fractions of 5 Gy in addition to a conventional photon beam treatment, which was prescribed to a dose of 50 Gy in 25 fractions of 2 Gy. In this analysis, the delineated regions of interest were the prostate, the whole urinary bladder and the lower 3 cm part of the bladder. It is known that most urinary complications come from the lower 3cm part of bladder due to its anatomical position near to urethra and prostate. The photon and proton doses were calculated using the BED (biologically effective dose) concept. Furthermore, for the calculation of the proton dose an RBE value of 1.1 was considered. Finally, the combined effective dose was chosen to be the sum of the maximum dose of protons and the mean dose of photons for the whole bladder and the bladder-3cm, while for the prostate, the effective dose was considered as the sum of the mean dose for photons and the minimum dose for protons. The radiobiological parameter acquisition was performed for the Poisson Binomial and Probit models using the Maximum Likelihood method. Results Of the 100 patients, 94 had tumor control (94 %), whereas 6 patients had treatment failure (6 %). Of the 72 patients, 15 (21%) showed urinary complications, whereas 57 (79%) were complication-free.. The estimated values of the parameters for tumour are D50= 49.4 Gy (68% CI = 47.90-52.80 Gy) and γ = 2.25 (68% CI = 1.95-2.80) for the Poisson , D50= 49.55Gy (68% CI= 47.56-51.45Gy) and γ = 2.25 (68% CI = 1.95-2.80) for Binomial, whereas for the Probit model the values of D50 and γ50 are 47,27Gy (68% CI = 45.25-50.01 Gy) and 1,33 (68% CI = 1.20-1.37), respectively. The estimated values of the parameters for the whole bladder are D50= 104 Gy (68% CI = 103.12-105.01 Gy) and γ = 0.7 (68% CI = 0.67-0.72) for the Poisson , D50= 108 Gy (68% CI= 106-108.8 Gy) and γ = 0.6 (68% CI = 0.58-0.70) for Binomial, whereas for the Probit model the values of D50 and γ50 are 97 Gy (68% CI = 95.30-97.56 Gy) and 1 (68% CI = 0.94-1.12), respectively. Finally, the estimated values of the parameters for bladder 3cm are D50= 88.4 Gy (68% CI = 85.4-89.5 Gy) and γ = 1.30 (68% CI = 1.18-1.45) for the Poisson , D50= 88.58 Gy (68% CI= 86.21-89.85 Gy) and γ = 1.28 (68% CI = 1.12-1.51) for Binomial, whereas for the Probit model the values of D50 and γ50 are 85.58 Gy (68% CI = 83.23-89.21Gy) and 1.78 (68% CI = 1.56-1.83), respectively. From the derived mean DVHs of the prostate it is concluded that photon and proton therapies contribute the same in the toxicity of the patients and both proton and photon therapy provide the patients with the prescribed dose in the target – prostate gland. From the derived mean DVHs of the bladder and the bladder 3cm, it is observed that photon therapy provides the patients with more dose than the proton therapy, thus it can be assumed that the urinary complications were mainly due to the photon treatment. Bladder 3cm receives more dose both during photon and proton therapy in comparison with the whole bladder for patients with and without complications. Thus, the lower 3cm part of the bladder contributes more in the possibility of urinary complications. In ROC analysis, for the prostate the area under the ROC curve is 0.71. This indicates that the model distinguishes quite well the group of the patients with and without PSA progression. For the whole bladder and the lower 3cm of the bladder, the results are 0.61 and 0.65 respectively; the model does not separate well the two groups (with and without the complications). These results suggest that other factors may also be important for urinary toxicity. Conclusions The dose-response relations of bladder and prostate appear to be described well by the estimated parameters of the Poisson, Poisson and Probit models. Future studies incorporating more radiobiological models and more detailed factors describing the combined treatment and endpoint registration will be needed until an accurate prospective estimation of the expected urinary complications is reached. / Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι ο προσδιορισμός των παραμέτρων δόσης απόκρισης αναφορικά με το κλινικό αποτέλεσμα της εξέλιξης της PSA και των ουροποιητικών επιπλοκών μετά από ακτινοθεραπεία προστάτη με φωτόνια και πρωτόνια. Αυτά τα δεδομμένα είναι πού χρήσιμα στην κλινική πράξη για την εκτίμηση και σύγκριση των πλάνων ακτινοθεραπείας. Υλικά και μέθοδοι Κατά την περίοδο 2002 με 2006, στο Ακαδημαϊκό Νοσοκομείο της Ουψάλα, Σουηδίας, 189 ασθενείς υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία φωτονίων και πρωτονίων για προστάτη. Από το σύνολο των ασθενών, 100 μελετήθηκαν και συμπεριλήφθηκαν στην παρούσα εργασία. Ειδικότερα για τις ουροποιητικές επιπλοκές, η ανάλυση πραγματοποιήθηκε για 72 ασθενείς χωρίς κλινικό αποτέλεσμα ίσο με 1. Το κλινικό αποτέλεσμα και οι κατανομές δόσεις της ουροδόχου κύστης και του προστάτη ήταν διαθέσιμα για κάθε ασθενή. Οι ασθενείς δέχθηκαν θεραπεία πρωτονίων των 20 Gy σε 4 συνεδρίες των 5 Gy καθώς και θεραπεία φωτονίων των 50 Gy σε 25 συνεδρίες των 2 Gy. Οι περιοχές ενδιαφέροντος που απεικονίστηκαν είναι ο προστάτης, ολόκληρη η ουροδόχος κύστη και τα χαμηλότερα 3 cm από την βάση της ουροδόχου κύστης (κύστη 3εκ.). Είναι γνωστό ότι οι περισσότερες επιπλοκές προέρχονται από το τμήμα που περιλαμβάνει τα χαμηλότερα 3 cm από την βάση της ουροδόχου κύστης εξαιτίας της ανατομικής του θέσης κοντά στην ουρήθρα και στον προστάτη. Οι δόσεις φωτονίων και πρωτονίων υπολογίστηκαν χρησιμοποιώντας την BED. Επίσης, στον υπολογισμό της δόσης πρωτονίων χρησιμοποιήθηκε η RBE ίση με 1.1. Τέλος, η ισοδύναμη δόση για την κύστη και τα 3 εκ. της κύστης είναι το άθροισμα της μέγιστης δόσης πρωτονίων και της μέσης δόσης φωτονίων. Ενώ για τον προστάτη, είναι το άθροισμα της μέσης δόσης φωτονίων και της ελάχιστης δόσης των πρωτονίων. Τα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν σε μια διαδικασία προσαρμογής μέγιστης πιθανοφάνειας (maximum likelihood fitting) ώστε να υπολογιστούν οι βέλτιστες τιμές των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται από τα μοντέλα Poisson, Binomial και Probit. Αποτελέσματα Από τους 100 ασθενείς , 94 ήταν ασυμπτωματικοί ασθενείς και 6 εμφάνισαν επιπλοκή όσο αφορά την εξέλιξης της PSA . Από τους 72 ασθενείς, 15 (21%) παρουσίασαν ουροποιητικές επιπλοκές ενώ, 57 (79%) δεν παρουσίασαν. Οι βέλτιστες εκτιμήσεις των παραμέτρων δόσης απόκρισης για τον όγκο είναι are D50= 49.4 Gy (68% CI = 47.90-52.80 Gy) και γ = 2.25 (68% CI = 1.95-2.80)για το Poisson, για το Binomial μοντέλο D50= 49.55Gy (68% CI= 47.56-51.45Gy) and γ = 2.25 (68% CI = 1.95-2.80), ενώ για το Probit μοντέλο οι τιμές για τα D50 και γ50 είναι 47,27Gy (68% CI = 45.25-50.01 Gy) και 1,33 (68% CI = 1.20-1.37) αντίστοιχα. . Οι βέλτιστες εκτιμήσεις των παραμέτρων δόσης απόκρισης για την κύστη είναι D50= 104 Gy (68% CI = 103.12-105.01 Gy) και γ = 0.7 (68% CI = 0.67-0.72) για το Poisson , D50= 108 Gy (68% CI= 106-108.8 Gy) και γ = 0.6 (68% CI = 0.58-0.70) για το Binomial, ενώ για το Probit μοντέλο οι τιμές για τα D50 και γ50 είναι 97 Gy (68% CI = 95.30-97.56 Gy) και 1 (68% CI = 0.94-1.12), αντίστοιχα. Τέλος, οι βέλτιστες εκτιμήσεις των παραμέτρων δόσης απόκρισης για την κύστη 3cm είναι D50= 88.4 Gy (68% CI = 85.4-89.5 Gy) και γ = 1.30 (68% CI = 1.18-1.45) για το Poisson, D50= 88.58 Gy (68% CI= 86.21-89.85 Gy) and γ = 1.28 (68% CI = 1.12-1.51) για το Binomial μοντέλο, , ενώ για το Probit μοντέλο οι τιμές είναι 85.58 Gy (68% CI = 83.23-89.21Gy) and 1.78 (68% CI = 1.56-1.83). Από τα μέσα αθροιστικά διαγράμματα του προστάτη προκύπτει ότι και η θεραπεία φωτονίων και πρωτονίων συνεισφέρουν το ίδιο στην τοξικότητα των ασθενών, αλλά και ότι και οι δυο θεραπείες δίνουν στον στόχο την καθορισμένη δόση. Από τα μέσα αθροιστικά διαγράμματα της κύστης και της κύστης 3cm, παρατηρείται ότι η θεραπεία φωτονίων προσφέρει στους ασθενείς με επιπλοκές μεγαλύτερη δόση από την θεραπεία πρωτονίων, με αποτέλεσμα να μπορεί να υποτεθεί ότι οι ουροποιητικές επιπλοκές οφείλονται κυρίως στην θεραπεία φωτονίων. Επίσης, παρατηρείται ότι η κύστη 3cm λαμβάνει περισσότερη δόση και στην θεραπεία φωτονίων και στην θεραπεία πρωτονίων συγκριτικά με ολόκληρη την κύστη για όλους τους ασθενείς με ή χωρίς επιπλοκές. Έτσι, συμπεραίνεται ότι αυτό το μέρος της κύστης συμβάλλει περισσότερο στην εμφάνιση επιπλοκών. Επιπλέον, στην ROC ανάλυση, για τον προστάτη η περιοχή κάτω από τη ROC καμπύλη είναι 0.71, δηλαδή τα μοντέλα φαίνονται να διαφοροποιούν καλά τις ομάδες ασθενών με και χωρίς επιπλοκή της PSA. Για την ουροδόχο κύστη και την κύστη 3cm , τα αποτελέσματα είναι 0.61 και 0.65 αντίστοιχα. Τα μοντέλα δεν διαφοροποιούν καλά τις ομάδες με ή χωρίς. Συμπεραίνεται ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ουροποιητική τοξικότητα. Συμπεράσματα Οι σχέσεις δόσης απόκρισης για την κύστη και τον προστάτη φαίνεται να περιγράφονται αρκετά καλά από τις εκτιμημένες παραμέτρους δόσης απόκρισης για τα Poisson, Poisson και Probit μοντέλα. Μελλοντικές μελέτες με περισσότερα ακτινοβιολογικά μοντέλα και λεπτομερέστερους παράγοντες, που θα περιγράφουν την συνδυασμένη θεραπεία και το κλινικό αποτέλεσμα είναι απαραίτητες για μια ακριβή πρόβλεψη των επιπλοκών.

Page generated in 0.0427 seconds