1 |
Χρήση τυχαίων χρονικών διαστημάτων για έλεγχο βιομετρικών χαρακτηριστικώνΣταμούλη, Αλεξία 30 April 2014 (has links)
Η μέθοδος αναγνώρισης μέσω του τρόπου πληκτρολόγησης αποτελεί μία μέθοδο αναγνώρισης βιομετρικών χαρακτηριστικών με στόχο να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος κλοπής των προσωπικών κωδικών των πελατών ενός συστήματος. Το παρόν βιομετρικό σύστημα βασίζεται στο σενάριο ότι ο ρυθμός με τον οποίο ένα πρόσωπο πληκτρολογεί είναι ξεχωριστός.
Το βιομετρικό σύστημα έχει δύο λειτουργίες, την εγγραφή των πελατών στο σύστημα και τη σύγκριση. Για την εγγραφή απαραίτητη είναι η εξαγωγή των προτύπων των πελατών τα οποία αποθηκεύονται στη βάση δεδομένων του συστήματος ενώ για στη σύγκριση το πρότυπο του χρήστη συγκρίνεται με το πρότυπο του πελάτη που ισχυρίζεται ότι είναι.
Στη παρούσα εργασία η εξαγωγή τον προτύπων πραγματοποιείται μέσω μία σειράς αλγοριθμικών διαδικασιών. Αρχικά η μονοδιάστατη χαρακτηριστική χρονοσειρά του χρήστη μετατρέπεται μέσω της μεθόδου Method of Delays σε ένα πολυδιάστατο διάνυσμα που λειτουργεί ως χαρακτηριστικό της ακολουθίας. Στη συνέχεια χρησιμοποιούμε δύο διαφορετικές μεθόδους για να υπολογίσουμε τις ανομοιότητες μεταξύ των πολυδιάστατων διανυσμάτων που προέκυψαν. Οι δύο αυτές μέθοδοι είναι οι Wald-Wolfowitz test και Mutual Nearest Point Distance. Οι τιμές αυτές τοποθετούνται σε έναν πίνακα κάθε στοιχείο του οποίου αναπαριστά την ανομοιότητα μεταξύ δύο χρονοσειρών. Ο πίνακας αυτός μπορεί είτε να αποτελέσει το σύνολο των προτύπων των χρηστών είτε να χρησιμοποιηθεί ως είσοδο στη μέθοδο Multidimensional Scaling που χρησιμοποιείται για μετατροπή του πίνακα ανομοιοτήτων σε διανύσματα και εξαγωγή νέων προτύπων. Τέλος, προτείνουμε ως επέκταση της εργασίας την εκπαίδευση του βιομετρικού συστήματος με χρήση των τεχνικών Support Vector Machines.
Για τη λειτουργία της σύγκρισης εξάγουμε πάλι το πρότυπο του χρήστη με την ίδια διαδικασία και το συγκρίνουμε με μία τιμή κατωφλίου. Τέλος, ο έλεγχος της αξιοπιστίας του συστήματος πραγματοποιείται μέσω της χρήσης τριών δεικτών απόδοσης, Equal Error Rate, False Rejection Rate και False Acceptance Rate. / The identification method via keystroke is a method of identifying biometric features in order to minimize the risk of theft of personal codes of customers of a system. The present biometric system based on the scenario that the rate at which a person presses the keyboard buttons is special.
The biometric system has two functions, the enrollment of customers in the system and their test. For enrollment, it is necessary to export standards of customers’ information stored in the system database and for the test the standard of the user is compared with the standard of the user that is intended to be the customer.
In the present thesis the export of the standards is taken place via a series of algorithmic procedures. Initially,the one dimensional characteristic time series of user is converted, by the technique Method of Delays, in a multidimensional vector that acts as a feature of the sequence. Then, two different methods are used to compute the dissimilarities between multidimensional vectors obtained. These two methods are the Wald-Wolfowitz test and the Mutual Nearest Point Distance. These values are placed in an array, each element of which represents the dissimilarity between two time series. This table can be either the standards of users or can be entry in the Multidimensional Scaling method used to convert the table disparities in vectors and then produce new standards of users. Finally, we propose as extension of our thesis, the training of biometric system with using the techniques of Support Vector Machine.
For the test, again the pattern of the user is extracted with the same procedure and is compared to a threshold. Finally, the reliability of the system is carried out through the use of three performance indicators, Equal Error Rate, False Rejection Rate and False Acceptance Rate.
|
2 |
Αναγνώριση προτύπων από εικόνεςΚωτσιόπουλος, Χάρης 06 November 2014 (has links)
Η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολείται με ένα σημαντικό ερευνητικό πρόβλημα του πεδίου της υπολογιστικής όρασης το οποίο είναι η Αναγνώριση Προτύπων (pattern recognition) μέσα από εικόνες. Πιο συγκεκριμένα, θα μελετήσουμε τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός συστήματος αναγνώρισης αντικειμένων από ψηφιακές εικόνες καθώς και την ταξινόμησή τους σε κατηγορίες (image classification). / This thesis deals with an important research problem field of computer vision which is pattern recognition through images. In particular, we will study the design and implementation of a system to recognize objects from digital images and their classification in categories (image classification).
|
3 |
Σύγχρονες τεχνικές στις διεπαφές ανθρώπινου εγκεφάλου - υπολογιστήΤσιλιγκιρίδης, Βασίλειος 16 June 2011 (has links)
Τα συστήματα διεπαφών ανθρώπινου εγκεφάλου-υπολογιστή (BCIs: Brain-Computer Interfaces) απαιτούν την πραγματικού χρόνου, αποτελεσματική επεξεργασία των μετρήσεων των ηλεκτροεγκεφαλογραφικών (ΗΕΓ) σημάτων του χρήστη τους, προκειμένου να μεταφράσουν τις νοητικές διεργασίες/προθέσεις του σε σήματα ελέγχου εξωτερικών διατάξεων ή συστημάτων. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής μελετήθηκε το θεωρητικό υπόβαθρο του προβλήματος και αναλύθηκαν συνοπτικά οι κυριότερες τεχνικές που χρησιμοποιούνται σήμερα. Επιπρόσθετα, παρουσιάστηκε μία μέθοδος ταξινόμησης των νοητικών προθέσεων της αριστερής και δεξιάς κίνησης των χεριών ενός χρήστη η οποία εφαρμόστηκε σε πραγματικά ιατρικά δεδομένα. Η εξαγωγή των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούνται μεταξύ των δύο καταστάσεων βασίστηκε σε πληροφορίες του πεδίου χρόνου-συχνότητας, οι οποίες αντλούνται με το φιλτράρισμα των ακατέργαστων ΗΕΓ δεδομένων και με τη βοήθεια των αιτιατών κυματιδίων Morlet, ενώ για την επακόλουθη ταξινόμηση των χαρακτηριστικών αναπτύχθηκαν και συγκρίθηκαν δύο αξιόπιστες μέθοδοι. Η πρώτη αφορά στη δημιουργία πιθανοθεωρητικών προτύπων κανονικής κατανομής για κάθε κατηγορία πρόθεσης κίνησης, με την τελική απόφαση ταξινόμησης να λαμβάνεται με εφαρμογή του απλού ταξινομητή του Bayes, ενώ η δεύτερη δημιουργεί ένα πρότυπο ταξινόμησης με βάση το θεωρητικό πλαίσιο των Μηχανών Διανυσμάτων Υποστήριξης (SVM). Στόχος του προβλήματος της δυαδικής ταξινόμησης είναι να αποφασίζεται σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει μία δεδομένη νοητική πρόθεση όσο το δυνατόν ταχύτερα και αξιόπιστα, έτσι ώστε ο σχεδιαζόμενος αλγόριθμος να εξυπηρετήσει ένα πλαίσιο ανατροφοδότησης της τελικής απόφασης στο χρήστη σε συνθήκες πραγματικού χρόνου. / Brain-Computer Interfaces (BCIs) demand the efficient processing of EEG data in order to translate one's thought or wish into a control signal that can be applied as input to external devices. Here we present a method to classify left from right hand movements, by extracting features from the data with Morlet wavelets and classifying with two different models, SVMs and Naive Bayes Classifier.
|
4 |
Εξαγωγή αποδοτικών και ερμηνεύσιμων επενδυτικών κανόνων με χρήση μεθόδων υπολογιστικής νοημοσύνηςΑμοργιανιώτης, Θωμάς 27 April 2015 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η δημιουργία μιας μεθόδου για την εξαγωγή αποδοτικών και ερμηνεύσιμων επενδυτικών κανόνων με χρήση μεθόδων υπολογιστικής νοημοσύνης. Οι επενδυτικοί αυτοί κανόνες εξάγονται αυτόματα από το σύστημα και υποδεικνύουν τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει ένας χρήστης. Αποκαλύπτουν το συσχετισμό των εισόδων και παρέχουν πληροφορίες για κερδοφόρες επενδυτικές στρατηγικές.
Η υπολογιστική νοημοσύνη (computational intelligence) αποτελεί παρακλάδι της τεχνητής νοημοσύνης το οποίο περιλαμβάνει τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη θεωριών και μεθόδων, βασιζόμενη στην κατανόηση της βιολογίας και της προσπάθειας για εφαρμογή σε προβλήματα του πραγματικού κόσμου.
Ένα σύστημα είναι υπολογιστικά ευφυές όταν: ασχολείται μόνο με αριθμητικά (χαμηλού επιπέδου) δεδομένα, έχει συστατικά αναγνώρισης προτύπων, δεν χρησιμοποιεί γνώσεις στην μορφή της τεχνητή νοημοσύνης και επιπλέον, εμφανίζει i) υπολογιστική προσαρμοστικότητα, ii) υπολογιστική ανοχή σε σφάλματα, iii) επιτάχυνση που προσεγγίζει την ανθρώπινη, και iv) τα ποσοστά σφάλματός του προσεγγίζουν την ανθρώπινη απόδοση. Οι αλγόριθμοι της υπολογιστικής νοημοσύνης αποτελούνται από μοντέλα που εκπαιδεύονται από τα παραδείγματα με την βοήθεια ενός δασκάλου (επιβλεπόμενη μάθηση) και μοντέλα τα οποία προσαρμόζονται μόνα τους (μη επιβλεπόμενη μάθηση).
Το πρόβλημα στις παρούσες προσεγγίσεις για την πρόβλεψη οικονομικών δεικτών εντοπίζεται στην μη ερμηνευσιμότητα των αποτελεσμάτων. Ενώ υπάρχουν δυνατά υπολογιστικά μοντέλα, όπως οι γενετικοί αλγόριθμοι και οι μηχανές διανυσμάτων υποστήριξης, τα αποτελέσματα τους δεν είναι ερμηνεύσιμα. Από την άλλη τα μοντέλα της ασαφούς λογικής ενώ παρουσιάζουν ερμηνεύσιμα αποτελέσματα δεν έχουν την δύναμη να παράγουν αποδοτικούς κανόνες. Το μοντέλο που προτείνεται σε αυτή την εργασία συνδυάζει τις τρεις προαναφερθείσες μεθόδους ονομάζεται ESVM-Fuzzy Inference Trader. Το προτεινόμενο μοντέλο χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη των δεικτών DAX και FTSE 100. Τα αποτελέσματα του ESVM Fuzzy Inference Trader ξεπέρασαν σε απόδοση τις παραδοσιακές μεθόδους καθώς και μια εξελιγμένη τεχνική μηχανικής μάθησης. / The purpose of the present thesis is to develop a method for extracting efficient and interpretable investment rules, using methods of Computational Intelligence. The investment rules are automatically extracted from the system and suggest the strategy to be followed by a user. They are revealing the correlation between inputs and provide information on profitable investment strategies.
Computational intelligence (CI) constitutes a subbranch of Artificial Intelligence (AI) that includes the design and development of theories and methods with a sound biological understanding alongside their application to solve real world problems.
A system is computationally intelligent when it deals with only numerical (low level) data, has pattern recognition components, does not use knowledge in the AI sense and additionally when it (begins to) exhibit i) computational adaptivity, ii) computational fault tolerance, iii) speed approaching human-like turn around and iv) error rates that approximate human performance. The CI algorithms consist of models that are trained from examples with the aid of a tutor (supervised learning) and models that are self-adapted (unsupervised learning)
The problem in the current approaches for predicting economic indicators is the non-interpretability of results. While there are strong computational models, such as genetic algorithms and support vector machines their results are not interpretable. On the other hand fuzzy logic models create interpretable results, but lack the power to produce efficient rules. The model proposed in this paper combines the three previous methods is called ESVM-Fuzzy Inference Trader. The proposed model is used to predict the indices DAX and FTSE 100. The results of ESVM Fuzzy Inference Trader outperformed traditional methods as well as an advanced machine learning technique.
|
5 |
Prosody modelling using machine learning techniques for neutral and emotional speech synthesis / Μοντελοποίηση προσωδίας με χρήση τεχνικών μηχανικής μάθησης στα πλαίσια ουδέτερης και συναισθηματικής συνθετικής ομιλίαςΛαζαρίδης, Αλέξανδρος 11 August 2011 (has links)
In this doctoral dissertation three proposed approaches were evaluated using two databases of different languages, one American-English and one Greek. The proposed approaches were compared to the state-of-the-art models in the phone duration modelling task.
The SVR model outperformed all the other individual models evaluated in this dissertation. Their ability to outperform all the other models is mainly based on their advantage of coping in a better way with high-dimensionality feature spaces in respect to the other models used in phone duration modelling, which makes them appropriate even for the case when the amount of the training data would be small respectively to the number of the feature set used.
The proposed fusion scheme, taking advantage of the observation that different prediction algorithms perform better in different conditions, when implemented with SVR (SVR-fusion), contributed to the improvement of the phone duration prediction accuracy over that of the best individual model (SVR). Furthermore the SVR-fusion model managed to reduce the outliers in respect to the best individual model (SVR).
Moreover, the proposed two-stage scheme using individual phone duration models as feature constructors in the first stage and feature vector extension (FVE) in the second stage, implemented with SVR (SVR-FVE), improved the prediction accuracy over the best individual predictor (SVR), and the SVR-fusion scheme and moreover managed to reduce the outliers in respect to the other two proposed schemes (SVR and SVR-fusion). The SVR two-stage scheme confirms in this way their advantage over all the other algorithms of coping well with high-dimensionality feature sets. The improved accuracy of phone duration modelling contributes to a better control of the prosody, and thus quality of synthetic speech.
Furthermore, the first proposed method (SVR) was also evaluated on the phone duration modelling task in emotional speech, outperforming all the state-of-the-art models in all the emotional categories.
Finally, perceptual tests were performed evaluating the impact of the proposed phone duration models to synthetic speech. The perceptual test for both the databases confirmed the results of objective tests showing the improvement achieved by the proposed models in the naturalness of synthesized speech. / Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται προβλήματα που αφορούν στο χώρο της τεχνολογίας ομιλίας, με στόχο την μοντελοποίηση προσωδίας με χρήση τεχνικών μηχανικής μάθησης στα πλαίσια ουδέτερης και συναισθηματικής συνθετικής ομιλίας. Μελετήθηκαν τρεις καινοτόμες μέθοδοι μοντελοποίησης προσωδίας, οι οποίες αξιολογήθηκαν με αντικειμενικά τεστ και με υποκειμενικά τεστ ποιότητας ομιλίας για την συνεισφορά τους στην βελτίωση της ποιότητα της συνθετικής ομιλίας:
Η πρώτη τεχνική μοντελοποίησης διάρκειας φωνημάτων, βασίζεται στην μοντελοποίηση με χρήση Μηχανών Υποστήριξης Διανυσμάτων (Support Vector Regression – SVR). Η μέθοδος αυτή δεν έχει χρησιμοποιηθεί έως σήμερα στην πρόβλεψη διάρκειας φωνημάτων. Η μέθοδος αυτή συγκρίθηκε και ξεπέρασε σε απόδοση όλες τις μεθόδους της επικρατούσας τεχνολογίας (state-of-the-art) στη μοντελοποίηση της διάρκειας φωνημάτων.
Η δεύτερη τεχνική, βασίζεται στην μοντελοποίηση διάρκειας φωνημάτων με συνδυαστικό μοντέλο πολλαπλών προβλέψεων. Συγκεκριμένα, οι προβλέψεις διάρκειας φωνημάτων από ένα σύνολο ανεξάρτητων μοντέλων πρόβλεψης διάρκειας φωνημάτων χρησιμοποιούνται ως είσοδος σε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης, το οποίο συνδυάζει τις εξόδους από τα ανεξάρτητα μοντέλα πρόβλεψης και επιτυγχάνει μοντελοποίηση της διάρκειας φωνημάτων με μεγαλύτερη ακρίβεια, μειώνοντας επιπλέον και τα μεγάλα σφάλματα (outliers), δηλαδή τα σφάλματα που βρίσκονται μακριά από το μέσο όρο των σφαλμάτων.
Η τρίτη τεχνική, είναι μια μέθοδος μοντελοποίησης διάρκειας φωνημάτων δύο σταδίων με κατασκευή νέων χαρακτηριστικών και επέκταση του διανύσματος χαρακτηριστικών. Συγκεκριμένα, στο πρώτο στάδιο, ένα σύνολο ανεξάρτητων μοντέλων πρόβλεψης διάρκειας φωνημάτων που χρησιμοποιούνται ως παραγωγοί νέων χαρακτηριστικών εμπλουτίζουν το διάνυσμα χαρακτηριστικών. Στο δεύτερο στάδιο, το εμπλουτισμένο διάνυσμα χρησιμοποιείται για να εκπαιδευτεί ένα μοντέλο πρόβλεψης διάρκειας φωνημάτων το οποίο επιτυγχάνει υψηλότερη απόδοση σε σχέση με όλες τις προηγούμενες μεθόδους, και μειώνει τα μεγάλα σφάλματα.
Επιπλέον εφαρμόστηκε η πρώτη μέθοδος σε συναισθηματική ομιλία. Το προτεινόμενο SVR μοντέλο επιτυγχάνει την υψηλότερη απόδοση συγκρινόμενο με όλα τα state-of-the-art μοντέλα.
Τέλος, πραγματοποιήθηκαν υποκειμενικά τεστ ποιότητας ομιλίας ώστε να αξιολογηθεί η συνεισφορά των τριών προτεινόμενων μεθόδων στη βελτίωση της ποιότητας της συνθετικής ομιλίας. Τα τεστ αυτά επιβεβαίωσαν την αξία των προτεινόμενων μεθόδων και τη συνεισφορά τους στη βελτίωση της ποιότητας στην συνθετική ομιλία.
|
6 |
Ταξινόμηση μιας κλάσης ηλεκτροεγκεφαλικών σημάτων / One-class classification of EEG dataΠιστιόλης, Νικόλαος 04 May 2011 (has links)
Στο πρόβλημα της ταξινόμησης μιας κλάσης μία από τις κλάσεις, που ονομάζεται target κλάση, πρέπει να διαχωριστεί από όλα τα άλλα πιθανά αντικείμενα. Αυτά θεωρούνται σαν outliers (ή non-targets). Η ανάγκη για τη λύση ενός τέτοιου προβλήματος προκύπτει σε πολλές πρακτικές εφαρμογές, π.χ. στη μηχανική ανίχνευση λάθους, στην αναγνώριση προσώπου, στην επαλήθευση συγγραφικών δικαιωμάτων, στην αναγνώριση απάτης ή στη ταυτοποίηση ατόμου με βάση βιομετρικά δεδομένα.
Στη συγκεκριμένη διπλωματική γίνεται ταξινόμηση μιας κλάσης ηλεκτροεγκεφαλικών σημάτων. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η ανίχνευση ενός πυραύλου μέσα σε δορυφορικές εικόνες, χρησιμοποιώντας τα ηλεκτροεγκεφαλικά σήματα ενός υποκειμένου το οποίο βλέπει δορυφορικές εικόνες σε μια LCD οθόνη. Για να γίνει η ταξινόμηση δημιουργήθηκε ένα σετ target και ένα σετ outlier αντικειμένων(δεδομένα).Τα target αντικείμενα είναι τα τμήματα από τα αρχικά ηλεκτροεγκεφαλικά σήματα τα οποία συνδέονται με την παρατήρηση πυραύλου μέσα σε μία δορυφορική εικόνα από το υποκείμενο, ενώ τα outlier αντικείμενα είναι άλλα τμήματα(ίδιου μεγέθους με τα target) των αρχικών ηλεκτροεγκεφαλικών σημάτων. Tα αντικείμενα μεταφέρονται σε ένα χώρο χαρακτηριστικών λιγότερων διαστάσεων από τον αρχικό τους χώρο, χρησιμοποιώντας τη γραμμική μέθοδο MCA (Minor Component Analysis). Για τη ταξινόμηση μιας κλάσης των αντικειμένων μελετώνται και χρησιμοποιούνται οι ταξινομητές MST_CD (Minimum Spanning Tree Class Descriptor), k-NNDD (k Nearest Neighbors Data Description) και SVDD (Support Vector Domain Description). Η εκπαίδευση των ταξινομητών αυτών γίνεται με ένα μικρό ποσοστό των target αντικειμένων (αντικείμενα εκπαίδευσης). Υπολογίζεται η απόδοση ταξινόμησης για κάθε έναν από αυτούς χρησιμοποιώντας τα υπόλοιπα target αντικείμενα μαζί με τα outlier αντικείμενα. Τέλος συγκρίνονται οι αποδόσεις και εξάγονται τα συμπεράσματα για τις υψηλές τιμές τους. Στο παράρτημα Α φαίνεται ο εκτελέσιμος στο matlab κώδικας με τον οποίο έγιναν όλα τα παραπάνω. Ο κώδικας γράφτηκε αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη διπλωματική εργασία. / In the problem of one-class classification one of the classes, called the target class, has to be distinguished from all other possible objects. These are considered as outliers (or non-targets). The need for solving such a task arises in many practical applications, e.g. in fault detection, face recognition, authorship verification, fraud recognition or person identification based on biometric data.
In this thesis a one-class classification of EEG (Electroencephalographic) data is being done. By this way, the detection of an air missile is achieved by using the EEG data of a subject, which is watching satellite images in a LCD monitor. For the classification a set of target and a set of outlier objects (data) were created. The target objects are parts of the original EEG data that are event-related with the detection of an air missile in a satellite image by the subject and the outlier objects are other parts (of the same size with target) of the original EEG data. The objects are mapped in a feature space of fewer dimensions than their original space, by using the linear method MCA (Minor Component Analysis). For the one-class classification of the objects, the classifiers that are studied and used are MST_CD (Minimum Spanning Tree Class Descriptor), k-NNDD (k Nearest Neighbors Data Description) and SVDD (Support Vector Domain Description). For the training of these classifiers a small percentage of target objects (training objects) are used. The performance of the classification is calculated for every classifier by using the rest target objects and the outlier objects. Finally the performances are compared and conclusions for their high values are made. In the appendix A there is the executable code in matlab which does all the above. The code created just for the purposes of this thesis.
|
7 |
Τεχνικές ελέγχου ορθής λειτουργίας με έμφαση στη χαμηλή κατανάλωση ισχύος / VLSI testing techniques focused on low power dissipationΜπέλλος, Μάτσιεϊ 25 June 2007 (has links)
Η διατριβή ασχολείται με το αντικείμενο του ελέγχου ορθής λειτουργίας κυκλωμάτων κατά τον οποίο λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά ως προς την κατανάλωση ισχύος. Οι τεχνικές που προτείνονται αφορούν α) τη συμπίεση ενός συνόλου δοκιμής σε περιβάλλον ενσωματωμένου ελέγχου με χρήση εξωτερικών ελεγκτών, β) την εμφώλευση διανυσμάτων δοκιμής σε περιβάλλον ενσωματωμένου ελέγχου και γ) τη μείωση της κατανάλωση ισχύς και ενέργειας σε περιβάλλον εξωτερικού ελέγχου. Η συμπίεση των δεδομένων βασίζεται στην παρατήρηση ότι ένα διάνυσμα δοκιμής μπορεί να παραχθεί από το προηγούμενό του με την αντικατάσταση κάποιων τμημάτων του. Μεγαλύτερη συμπίεση επιτυγχάνεται όταν γίνει αναδιαταξή διανυσμάτων και αναδιάταξη των φλιπ-φλοπ της αλυσίδας ανίχνευσης. Αν η αναδιάταξη των φλιπ-φλοπ γίνει με βάση τη συχνότητα αλλαγών κατάστασης γειτονικών φλιπ-φλοπ τότε επιτυγχάνεται και μείωση της κατανάλωσης ισχύος. Όσον αφορά τις τεχνικές ενσωματωμένου αυτοελέγχου, μελετήθηκε το πρόβλημα της εμφώλευσης διανυσμάτων δοκιμής. Προτάθηκαν αποδοτικά κυκλώματα παραγωγής διανυσμάτων δοκιμής βασισμένα σε ολισθητές γραμμικής ανάδρασης και δέντρα πυλών XOR και σε ολισθητές συνδυασμένους με δέντρα πυλών OR. Όταν τα κυκλώματα υπό έλεγχο είναι κανονικής μορφής όπως είναι οι αθροιστές του αριθμητικού συστήματος υπολοίπων, προτείνονται κυκλώματα που εκμεταλεύονται την κανονική μορφή του συνόλου δοκιμής. Τέλος, σε περιβάλλον εξωτερικού ελέγχου, προτείνονται μέθοδοι αναδιάταξης διανυσμάτων δοκιμής με επανάληψη διανυσμάτων που μειώνουν την κατανάλωση. Οι μέθοδοι αυτές βασίζονται στην επιλογή των κατάλληλων ελάχιστων γεννητικών δέντρων και στη μετατροπή των κατάλληλων επαναλαμβανόμενων διανυσμάτων επιτυγχάνοντας σημαντική μείωση στην κατανάλωση ενέργειας, στη μέση και στη μέγιστη κατανάλωση ισχύος. / The dissertation is focused on VLSI testing while power dissipation is also taken into account. The techniques proposed are: a) test data compression in an embedded test environment, b) test set embedding in a built-in self test environment and c) reduction in test power dissipation in an external testing environment. Test data compression is based on the observation that a test vector can be produced from the previous one by replacing some parts of the previous vector with new parts of the current vector. The compression is even higher when the test vectors are ordered and scan cell reordering is also performed. If the scan cell reordering is based on a transition frequency approach then reduction in power dissipation is also achieved. In the case of built-in self test the problem of test set embedding was studied and efficient circuits based on linear feedback shift registers combined with XOR trees or shift registers combined with OR trees were proposed. If the circuits have a regular structure, such as the structure of residue number system adders, then a circuit taking advantage of the regular form of the test set can be derived. Finally, when external testing is considered, we proposed test vector ordering with vector repetition methods, which reduce power consumption. The methods are based on the selection of the appropriate minimum spanning trees and through the modification of the repeated vectors they achieve considerable savings in energy, average and peak power dissipation.
|
8 |
Μέθοδοι διάγνωσης με βάση προηγμένες τεχνικές επεξεργασίας και ταξινόμησης δεδομένων. Εφαρμογές στη μαιευτική / Advanced data processing and classification techniques for diagnosis methods. Application in obstetricsΓεωργούλας, Γεώργιος Κ. 13 February 2009 (has links)
Αντικείμενο της διατριβής ήταν η ανάπτυξη υπολογιστικών μεθόδων διάγνωσης και εκτίμησης της κατάστασης της υγείας του εμβρύου. Οι προτεινόμενες μεθοδολογίες αναλύουν και εξάγουν πληροφορίες από το σήμα της ΕΚΣ καθώς το συγκεκριμένο σήμα αποτελεί ένα από τα λιγοστά διαθέσιμα εργαλεία για την εκτίμηση της οξυγόνωσης του εμβρύου και της αξιολόγησης της κατάστασης της υγείας του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Για την αξιολόγηση των μεθόδων εξετάστηκε η συσχέτιση της Εμβρυϊκής Καρδιακής Συχνότητας (ΕΚΣ) με βραχυπρόθεσμες αξιόπιστες ενδείξεις για την κατάσταση του εμβρύου και πιο συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκε η συσχέτιση της τιμής του pH του αίματος του εμβρύου η οποία αποτελεί μια έμμεση ένδειξη για την ανάπτυξη υποξίας κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Στα πλαίσια της διατριβής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η μέθοδος της ανάλυσης σε ανεξάρτητες συνιστώσες για την εξαγωγή χαρακτηριστικών από το σήμα της ΕΚΣ. Επίσης προτάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν Κρυφά Μοντέλα Markov σε μια προσπάθεια να «συλληφθεί» η χρονική εξέλιξη του φαινομένου της μεταβολής της κατάστασης του εμβρύου. Επιπλέον προτάθηκαν νέα χαρακτηριστικά εξαγόμενα με τη χρήση του Διακριτού Μετασχηματισμού Κυματιδίου. Με χρήση μιας υβριδική μέθοδος, που βασίζεται στη χρήση εξελικτικής γραμματικής «κατασκευάστηκαν» νέα χαρακτηριστικά παραγόμενα από τα χαρακτηριστικά που είχαν ήδη εξαχθεί με συμβατικές μεθόδους. Επιπρόσθετα στα πλαίσια της διατριβής χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά (και η μόνη μέχρι στιγμής) μηχανές διανυσμάτων υποστήριξης για την ταξινόμηση και προτάθηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η μέθοδος βελτιστοποίησης με σμήνος σωματιδίων για τη ρύθμιση των παραμέτρων τους. Τέλος προτάθηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η μέθοδος βελτιστοποίησης με σμήνος σωματιδίων για την εκπαίδευση μιας νέας οικογένειας νευρωνικών δικτύων, των νευρωνικών δικτύων κυματιδίου.
Μέσα από τα πειράματα τα οποία διεξήγαμε καταφέραμε να δείξουμε ότι τα δεδομένα της ΕΚΣ διαθέτουν σημαντική πληροφορία η οποία με τη χρήση κατάλληλων προηγμένων μεθόδων επεξεργασίας και ταξινόμησης μπορεί να συσχετιστεί με την τιμή του pH του εμβρύου, κάτι το οποίο θεωρούνταν ουτοπικό στη δεκαετία του 90. / This Dissertation dealt with the development of computational methods for the diagnosis and estimation of fetal condition. The proposed methods analyzed and extracted information from the Fetal Heart Rate (FHR) signal, since this is one of the few available tools for the estimation of fetal oxygenation and the assessment of fetal condition during labor. For the evaluation of the proposed methods the correlation of the FHR signal with short term indices were employed and to be more specific, its correlation with the pH values of fetal blood, which is an indirect sign of the development of fetal hypoxia during labor.
In the context of this Dissertation, Independent Component Analysis (ICA) for feature extraction from the FHR signal was used for the first time. Moreover we used Hidden Markov Models in an attempt to “capture” the evolution in time of the fetal condition. Furthermore, new features based on the Discrete Wavelet Transform were proposed and used. Using a new hybrid method based on grammatical evolution new features were constructed based on already extracted features by conventional methods. Moreover, for the first (and only) time, Support Vector Machine (SVM) classifiers were employed in the field of FHR processing and the Particle Swarm Optimization (PSO) method was proposed for tuning their parameters. Finally, a new family of neural networks, the Wavelet Neural Networks (WNN) was proposed and used, trained using the PSO method.
By conducting a number of experiments we managed to show that the FHR signal conveys valuable information, which by the use of advanced data processing and classification techniques can be associated with fetal pH, something which was not regarded feasible during the 90’s.
|
Page generated in 0.0245 seconds