• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 5
  • Tagged with
  • 5
  • 5
  • 5
  • 4
  • 4
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Συγκριτική μελέτη της γαστρικής παράκαμψης πρός την γαστρική παράκαμψη συνοδευόμενη από εκτομή του θόλου του στομάχου σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία

Χροναίου, Αικατερίνη 09 January 2014 (has links)
Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη κατά Roux-en-Y είναι μία από τις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες βαριατρικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας. Η απώλεια βάρους μετά από βαριατρικού τύπου επεμβάσεις έχει συσχετισθεί με τις επερχόμενες μεταβολές των γαστρεντερικών ορμονών, που έχει δειχθεί ότι συνδέονται με τον έλεγχο του μεταβολισμού και της όρεξης. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης της εκτομής του θόλου του στομάχου σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη στην έκκριση των ορμονών, τα επίπεδα της γλυκόζης αλλά και την απώλεια βάρους. Μέθοδος: Δώδεκα ασθενείς υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη και δώδεκα σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη και εκτομή του θόλου του στομάχου. Όλοι οι ασθενείς μελετήθηκαν προοπτικά πρίν και τρείς, έξι και δώδεκα μήνες μετά την επέμβαση. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε μετά από δωδεκάωρη νηστεία και 30, 60 και 120 λεπτά μετά την χορήγηση πρότυπου γεύματος θερμιδικού φορτίου 300 Kcal. Αποτελέσματα: Το σωματικό βάρος και ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκαν σημαντικά (p<0.001) και στις δύο ομάδες χωρίς όμως διαφορές μεταξύ των ομάδων. Για την ομάδα της γαστρικής παράκαμψης τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας μειώθηκαν στους τρείς μήνες μετεγχειρητικά και αυξήθηκαν στούς δώδεκα μήνες σε επίπεδα υψηλότερα σε σχέση με τα προεγχειρητικά (p<0.01), αντίθετα, μετά από λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη και εκτομή του θόλου, τα επίπεδα γκρελίνης νηστείας μειώθηκαν σημαντικά και παρέμειναν χαμηλά σε όλες τις χρονικές στιγμές της μελέτης (p<0.01). H μεταγευματική απόκριση του PYY, του GLP-1 και της ινσουλίνης ενισχύθηκαν μετεγχειρητικά (p<0.01) και στις δύο επεμβάσεις αλλά η απόκριση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη και τα μεταγευματικά σάκχαρα χαμηλότερα μετά από γαστρική παράκαμψη και εκτομή του θόλου του στομάχου (p for interaction <0.05). Μετεγχειρητικά οι μεταβολές της γκρελίνης συσχετίστηκαν αρνητικά με τις μεταβολές του GLP-1. Συμπεράσματα: Η εκτομή του θόλου του στομάχου σε ασθενείς που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη οδηγεί σε χαμηλότερα βασικά επίπεδα γκρελίνης, σε μεγαλύτερη μεταγευματική απόκριση GLP-1, PYY και ινσουλίνης και σε χαμηλότερα σάκχαρα σε σχέση με την λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη. Η εκτομή του θόλου του στομάχου με συνοδό γαστρική παράκαψη μπορεί να αποδειχθεί μια πολύ χρήσιμη καινούργια χειρουργική τεχνική για την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ. / Background: Laparoscopic Roux-en Y-Gastric bypass (LRYGBP) is the commonest available option for the surgical treatment of morbid obesity. Weight loss following bariatric surgery has been linked to changes of gastrointestinal peptides, shown to be implicated also in metabolic effects and appetite control. The purpose of this study was to evaluate whether gastric fundus resection in patients undergoing LRYGBP enhances the efficacy of the procedure in terms of weight loss, glucose levels and hormonal secretion. Methods: 12 patients underwent LRYGBP and 12 patients LRYGBP plus gastric fundus resection (LRYGBP+FR). All patients were evaluated before and at 3, 6, and 12 months postoperatively. Blood samples were collected after an overnight fast and 30, 60 and 120 min after a standard 300 kcal mixed meal. Results: Body weight and body mass index decreased markedly and comparably after both procedures. Fasting ghrelin decreased three months after LRYGBP, but increased at 12 months to levels higher than baseline while after LRYGBP+FR was markedly and persistently decreased. Postprandial GLP-1, PYY and insulin responses were enhanced more and postprandial glucose levels were lower after LRYGBP+FR compared to LRYGBP. Postoperatively, ghrelin changes correlated negatively with GLP-1 changes. Conclusions: Resection of the gastric fundus in patients undergoing LRYGBP was associated with persistently lower fasting ghrelin levels, higher postprandial PYY, GLP-1 and insulin responses and lower postprandial glucose levels compared to LRYGBP. These findings suggest that fundus resection in the setting of LRYGBP may be more effective than RYGBP for the management of morbid obesity and diabetes type 2.
2

Επίδραση της χειρουργικής θεραπείας παχυσαρκίας στο καρδιαγγειακό σύστημα

Μαζαράκης, Ανδρέας 03 May 2010 (has links)
Η αύξηση του σωματικού βάρους και η παχυσαρκία αντιπροσωπεύουν μία ραγδαία αναπτυσσόμενη απειλή για την υγεία του πληθυσμού που επηρεάζει χώρες σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, κατά μείζονα λόγο τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου και λιγότερο τις αναπτυσσόμενες, και αποτελεί μείζονα πηγή ανησυχίας για τους ασθενείς, τους παροχείς υγείας, τα εμπλεκόμενα στο σύστημα υγείας άτομα και τις κατά τόπου ρυθμιστικές υγειονομικές αρχές. Πράγματι πλέον στις ημέρες μας η παχυσαρκία είναι τόσο συχνό πρόβλημα που πιο κλασικές νοσηρές καταστάσεις όπως ο υποσιτισμός και τα λοιμώδη νοσήματα χάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο σαν αιτιολογικοί παράγοντες κακής υγείας. Η μόνη αποδεκτή στρατηγική που θα μπορούσε να είναι αποδοτική, όχι μόνο με υγειονομικούς αλλά και οικονομοτεχνικούς όρους, θα ήταν μία πληθυσμιακή θεραπευτική προσέγγιση, όμως μία τέτοια στρατηγική σήμερα αν όχι ουτοπική, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον θεραπευτική πρόκληση. Συνεπώς σήμερα στηριζόμαστε αποκλειστικά στους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι σε καθημερινή βάση έρχονται σε επαφή με παχύσαρκα άτομα. Η βασική επιθυμία αυτής της ομάδας ατόμων, είναι η απώλεια σωματικού βάρους και η μακροχρόνια διατήρηση αυτής της απώλειας. Έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη προσέγγιση (είτε πρόκειται για απλό διαιτητικό πρόγραμμα, είτε για δίαιτα με διαιτολογική καθοδήγηση, είτε για εμπορικά διαθέσιμα προγράμματα απώλειας βάρους), αποτυγχάνοντας να επιτύχουν σταθερή και μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους μία μεγάλη ομάδα νοσηρά παχύσαρκων ατόμων φαίνεται να στρέφονται σήμερα στα χειρουργεία παχυσαρκίας. Φαίνεται πλέον σήμερα ότι η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι η πιο αποτελεσματική διαθέσιμη θεραπεία για τη νοσογόνο παχυσαρκία, η οποία εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη απώλεια σωματικού βάρους και πλήρη ή σχεδόν πλήρη υποχώρηση μίας σειράς συνοσηρών καταστάσεων που σχετίζονται αιτιολογικά με την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους. Ο σκοπός της μελέτης μας ήταν να δούμε εάν το γαστρικό bypass σχετίζεται με μεταβολές της λειτουργίας της αορτής και της αριστερής κοιλίας, σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς 3 και 36 μήνες μετά από το χειρουργείο. Χρησιμοποιήθηκε υπερηχογράφημα καρδιάς για την εκτίμησης 60 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση , 20 νοσηρά παχύσαρκων ασθενών που δεν υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση και 40 ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Όλοι είχαν παρόμοια ηλικία, φύλο και παράγοντες κινδύνου στην επίσκεψη αναφοράς. Μετρήσαμε την αορτική τάνυση, διατασιμότητα, δείκτη ανενδοτότητας, το συντελεστή αορτική πίεσης – τάνυσης καθώς επίσης και υπερηχογραφικούς δείκτες doppler διαστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας (το λόγο του κύματος Ε προ; το κύμα Α, το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης και το χρόνο επιβράδυνσης). Οι υπερηχογραφικές μετρήσεις που αφορούσαν τόσο την αορτή, όσο και τη διαστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας, ήταν επηρεασμένα στους νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε σχέση με την ομάδα ελέγχου με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης τόσο στους 3 όσο και στου 36 μήνες, τόσο η μάζα της αριστερής κοιλίας, όσο και οι δείκτες λειτουργικότητας της αορτής και οι διαστολικοί δείκτες της αριστερής κοιλίας επανήλθαν στο φυσιολογικό(διατασιμότητα αορτής 1.9 προεγχειρητικά, 3,4 στους 3 μήνες και 4,3 στους 36 μήνες, συγκρινόμενο με το 3,36 των ατόμων με φυσιολογικό δείκτη σωματικής μάζας), φυσιολογικοποίηση ου δεν παρατηρήθηκε στη ομάδα των ασθενών που δεν έχασαν βάρος. Η ελάττωση του δείκτη σωματικής μάζας μετά το χειρουργείο σχετιζόταν σε στατιστικά σημαντικό ποσοστό (p < .01) με την ελάττωση τόσο των δεικτών της αορτικής λειτουργίας όσο και με το χρόνο ισοογκωτικής χάλασης, μετά από ρύθμιση με βάση την ηλικία, το φύλο, τη συνυπάρχουσα αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια και τη συγκέντρωση χοληστερόλης. Συμπερασματικά η απώλεια σωματικού Βάρους που επιτυγχάνεται με τα χειρουργεία παχυσαρκίας, ελαττώνει την κοιλιακή υπερτροφία και συνεπώς, βελτιώνει τη λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε νοσηρά παχύσαρκους ασθενείς σε μια περίοδο παρακολούθησης διάρκειας 3 ετών. / Body weight gain and obesity represent a rapidly growing threat for public health that affect countries all over the world, mainly of the developed world and less the developing countries, consisting a major topic of interest, for patients, health provider and persons involved in the health system. Nowadays obesity considered to be so frequent as a problem that other classic clinical entities as malnutrition and infectious diseases lose their main role as reasons for bad hygiene. The only acceptable strategy that could be efficient not only in relation to with health, but also under logistic conditions, would be a therapeutical approach for the entire population. However such a strategy could be characterized at least a therapeutic challenge if not utopic. Having depleted any other approach (either a simple dietary program, commercial weight loss programs or dietician guidance) and failing to achieve stable and long term weight loss, a large group of morbidly obese people seems to prefer surgical solutions. Surgical management of obesity seems to be the most efficient therapeutic approach that ensures complete resolution of comorbidities that are related with body weight gain. The purpose of our study was to observe if gastric bypass is related with aortic and LV functional changes, in morbidly obese patients in 3 and 36 months after surgery. We performed echocardiographic measurements in 60 morbidly obese patients who had gastric bypass, 20 morbidly obese that did not had surgery and 40 persons with normal body mass index. All of them had similar age, sex and risk factors as it was mentioned in the reference visit. We measured aortic tension, distensability and aortic pressure, we conducted Doppler echocardiography for diastolic function of LV , E/A ratio, isovolumic relaxation time and deceleration time. Echocardiographic measurements of the aorta and diastolic function of LV were affected more in morbidly obese patients than the control group with normal blood pressure. During observation time in 3 and 36 months , LV mass, functional measurements of the aorta and diastolic function of LV were normalized. Aortic distensability 1,9 presurgically, 3,4 in 3 months and 4,3 in 36 months, correlated with 3,36 in persons with normal BMI. No relation was observed in the group of patients that did not lose weight. BMI reduction after surgery is correlated statistically significant with improvement of aortic function, as well as , isovolumic relaxation time based on age, sex, hypertension and lipid profile. Conclusively body weight loss achieved with obesity surgery, decreases ventricular hypertrophy and consequently improves LV function in morbidly obese patients in a period of 3 years.
3

Συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων της μερικής γαστρικής παράκαμψης κατά Roux en Y (RYGBP) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοικτή ή λαπαροσκοπική επέμβαση

Παναγιωτόπουλος, Σπυρίδων 09 January 2014 (has links)
Η γαστρική παράκαμψη κατά Roux en Y αποτελεί την πλέον δημοφιλή επέμβαση αντιμετώπισης της νοσογόνου παχυσαρκίας. Στη σύγχρονη εποχή, πάνω από τις μισές επεμβάσεις γαστρικής παράκαμψης διενεργούνται λαπαροσκοπικά. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η σύγκριση μεταξύ της ανοικτής και της λαπαροσκοπικής τεχνικής, σε χρονικό ορίζοντα παρακολούθησης 5 ετών από την επέμβαση. Μέθοδος: Οι πρώτοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε ανοικτή γαστρική παράκαμψη και οι αντίστοιχοι 60 ασθενείς, που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική επέμβαση, μελετήθηκαν για 5 χρόνια μετεγχειρητικά. Οι παράμετροι, που καταγράφηκαν περιελάμβαναν την απώλεια βάρους και τη διατήρηση αυτής, τη βελτίωση ή πλήρη ίαση των συνοδών της παχυσαρκίας νόσων, τις πρώιμες και όψιμες μετεγχειρητικές επιπλοκές, τη διάρκεια επέμβασης και το χρόνο νοσηλείας των ασθενών. Αποτελέσματα: Όλοι οι ασθενείς παρουσίασαν απώλεια βάρους, χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, που διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του follow-up. Μικρή επανάκτηση του απολεσθέντος βάρους παρατηρήθηκε μετά τον 3ο χρόνο μετεγχειρητικά. Η ίαση ή βελτίωση των συνοδών νοσημάτων δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Ισοδύναμες παρουσιάζονται και οι δύο τεχνικές, όσον αφορά στην εμφάνιση μετεγχειρητικών επιπλοκών. Η διάρκεια της λαπαροσκοπικής επέμβασης παρουσιάζεται μεγαλύτερη, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί βάσει της καμπύλης εκμάθησης. Η διάρκεια νοσηλείας δεν παρουσιάζει διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Συμπεράσματα: Η λαπαροσκοπική γαστρική παράκαμψη, συγκρινόμενη με την ανοικτή επέμβαση, αποτελεί μία εξίσου ασφαλή και αποτελεσματική τεχνική για την αντιμετώπιση της κλινικά σοβαρής παχυσαρκίας. / Roux en Y gastric bypass (RYGBP) is the most popular operation between patients, undergoing bariatric operation. In modern times, over half of the gastric bypass operations are performed by the laparoscopic way. The aim of the present study is the comparison between open and laparoscopic technique, in a follow-up period of 5 years post surgically.`Methods: The first 60 patients, who underwent open gastric bypass and the respective 60 patients, who underwent the laparoscopic approach, were studied for 5 years post surgically. The parameters recorded, included the excess weight loss and the following maintenance of the loss, the improvement or healing of the obesity related comorbidities, early and late complications, the duration of the operation and the duration of the patients’ hospitalization. Results: All patients exhibited excess weight loss, without statistically significant differences between the two groups, which maintained throughout the follow-up period. A small proportion of regaining the lost weight was observed after the 3rd year post surgically. Healing or improvement of the obesity related comorbidities didn’t appear statistically significant difference between the two groups. There were no differences between the two groups regarding the post surgically complications. The duration of the laparoscopic approach was longer, which can be attributed to the learning curve. The duration of the patients’ hospitalization didn’t differ between the two groups. Conclusion: Laparoscopic gastric bypass, compared to the open procedure, is an equally safe and effective technique for the confrontation of clinically severe obesity.
4

Η επίδραση της απώλειας βάρους, μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση, στην ποιότητα ζωής σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία

Ευθυμίου, Βασίλειος 01 July 2015 (has links)
Όπως φαίνεται από τα ερευνητικά δεδομένα, η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα των συγχρόνων κοινωνιών, καθώς αυτή αποτελεί μια προδιαθεσική κατάσταση και έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαφόρων παθήσεων. Η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη καρδιοαγγειακής νόσου, σακχαρώδη διαβήτη, διαφόρων μορφών καρκίνου και άλλων χρόνιων παθήσεων όπως οστεοαρθρίτιδας, νόσων του ήπατος και των νεφρών, υπνικής άπνοιας, ουρικής αρθρίτιδας, γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και κατάθλιψης. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της δίαιτας, της άσκησης και της φαρμακευτικής αγωγής στην μείωση του σωματικού βάρους παραμένουν σχετικά πτωχά, έως αναποτελεσματικά. Η βαριατρική χειρουργική είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την παχυσαρκία και συνιστάται για όλους τους ασθενείς με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 (νοσογόνος παχυσαρκία) και για όσους έχουν ΒΜΙ ≥35 kg/m2 οι οποίοι παρουσιάζουν και συμπαρομαρτούσες διαταραχές, οι οποίες αποτελούν συννοσηρότητα της παχυσαρκίας, έπειτα από αποτυχία άλλων θεραπευτικών προσπαθειών, όπως η αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα, άσκηση και φαρμακευτική αγωγή, οι οποίες είναι τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικές. Η παρούσα μελέτη διενεργήθηκε στην Χειρουργική Κλινική του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, μεταξύ του Οκτωβρίου του 2008 και του Απριλίου του 2010. Το δείγμα των ασθενών της μελέτης αποτελούσαν 80 διαδοχικοί ασθενείς (50 γυναίκες και 30 άνδρες), οι οποίοι εισήχθησαν στην χειρουργική κλινική για να υποβληθούν σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς ενημερώθηκαν για την μελέτη προτού υποβληθούν στην χειρουργική επέμβαση, και συμφώνησαν να λάβουν μέρος σε αυτή. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να εκτιμήσει την ποιότητα ζωής (HRQOL) και την σεξουαλική λειτουργικότητα (SF), πριν και μετά από βαριατρική χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Η ποιότητα ζωής είναι μια πολυδιάστατη έννοια η οποία περιλαμβάνει τομείς που σχετίζονται με την φυσική (σωματική), ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου. Η ποιότητα ζωής (HRQOL), εκφράζει τον αντίκτυπο που έχει μια νοσηρή κατάσταση ή μια θεραπευτική αγωγή, στην αίσθηση σωματικής και ψυχικής ευεξίας του ατόμου και στην καθημερινή προσωπική και κοινωνική του ζωή. Η σεξουαλικότητα είναι μια εξίσου σημαντική παράμετρος της ανθρώπινης ευεξίας και ευημερίας. Παρουσιάζει αμφιδρομη αλληλεπίδραση με την ψυχική υγεία και με την ποιότητα ζωής. Τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι η παχυσαρκία επιδρά αρνητικά στην σεξουαλική ζωή του ατόμου. Σχετίζεται με σεξουαλική δυσλειτουργία στις παχύσαρκες γυναίκες και με στυτική δυσλειτουργία και γενικότερη σεξουαλική δυσλειτουργία στους παχύσαρκους άνδρες. Αυτό καθιστά πλέον αναγκαία την εκτίμηση της σεξουαλικής λειτουργικότητας, όταν αξιολογούμε την αποτελεσματικότητα των διαφόρων θεραπειών για την παχυσαρκία. Όλοι οι ασθενείς που αποδέχθηκαν την συμμετοχή τους στην μελέτη συμπλήρωσαν το SF-36 ερωτηματολόγιο για την εκτίμηση της HRQOL. Η σεξουαλική λειτουργικότητα εκτιμήθηκε με το δείκτη γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας (FSFI-Female Sexual Function Index), για τις γυναίκες και με το Διεθνή Δείκτη της στυτικής λειτουργίας ( IIEF -International Index of Erectile Function), για τους άνδρες. Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια με την συνδρομή ενός ατόμου από την ερευνητική ομάδα, το οποίο καθοδηγούσε τους ασθενείς για να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητες των ερωτηματολογίων και να διευκρινίσει τυχόν ασάφειες στις ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν οι ίδιοι οι ασθενείς, πρόσφερε βοήθεια όπου χρειαζόταν και έλεγχε για τυχόν παραλείψεις στην απάντηση των ερωτήσεων . Οι ασθενείς συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια πριν το χειρουργείο(Τ1), καθώς και 1 μήνα(Τ2), 6 μήνες(Τ3) και 1 χρόνο(Τ4) μετά το χειρουργείο. Κοινωνικο-δημογραφικά δεδομένα συλλέχτηκαν που συμπεριλάμβαναν την ηλικία, το φύλο, την χρήση καπνού, το μορφωτικό επίπεδο καθώς και την οικογενειακή κατάσταση. Η παρουσία συμπαρομαρτούντων παθολογικών καταστάσεων διαπιστώθηκε από τα ιστορικά των ασθενών. Οι γυναίκες ερωτήθηκαν και για την γυναικολογική τους κατάσταση (για τον αν είχαν κανονικό ή ακανόνιστο κύκλο ή αν ήταν μετεμμηνοπαυσιακές). Η μελέτη εγκρίθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Νοσοκομείου και όλοι οι ασθενείς έδωσαν την έγγραφη ενημερωμένη συγκατάθεσή τους πριν την είσοδό τους στην μελέτη. Όλοι οι ασθενείς ήταν κατάλληλοι για βαριατρική χειρουργική επέμβαση σύμφωνα με τις υφιστάμενες ενδείξεις. Η σοβαρότητα της παχυσαρκίας μετρήθηκε με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) σε Kg βάρους σώματος διηρημένα με το ύψος του ατόμου σε μέτρα εις το τετράγωνο (kg/m2). Ενήλικες με ΒΜΙ ≥25kg/m2 θεωρούνται υπέρβαροι, με ΒΜΙ ≥30 kg/m2 θεωρούνται παχύσαρκοι και με ΒΜΙ ≥40 kg/m2 ως πάσχοντες από νοσογόνο παχυσαρκία (νοσηρά παχύσαρκοι). Το είδος της χειρουργικής επέμβασης που εφαρμόσθηκε σε κάθε ασθενή βασίστηκε σε ειδικά χειρουργικά κριτήρια σύμφωνα με χειρουργικό πλάνο το οποίο εφαρμόζεται στην χειρουργική κλινική. Σύμφωνα με αυτό, ασθενείς με ΒΜΙ ≥50 kg/m2 υπεβλήθησαν σε χολοπαγκρεατική εκτροπή με Roux-en-Y διαμόρφωση,όπως τροποποιήθηκε στο κέντρο μας (BPD), ενώ ασθενείς με ΒΜΙ<50kg/m2 υποβλήθηκαν σε γαστρικό bypass με μακρές έλικες (RYGBP-LL), ή επιμήκη γαστρεκτομή (SG), ανάλογα με τις συνυπάρχουσες νοσηρότητες και τις διαιτητικές συνήθειες. Αποτελέσματα Η στατιστική ανάλυση έδειξε μια σημαντικού βαθμού μείωση του ΒΜΙ με πάροδο του χρόνου(p<0,001). Όλοι οι τομείς της σεξουαλικής λειτουργίας βελτιώθηκαν μεταξύ του Τ1 και Τ4, με μόνη εξαίρεση την ανδρική οργασμική λειτουργία. Όλοι οι τομείς της HRQOL βελτιώθηκαν και αυτή η βελτίωση έφθασε στο μέγιστο επίπεδο ανάμεσα από το Τ2 και Τ3 χρονικό διάστημα. Το βασικό επίπεδο της HRQOL (Τ1), βρέθηκε να συσχετίζεται σημαντικά με την βελτίωση όλων των τομέων της HRQOL μετεγχειρητικά και η μείωση του ΒΜΙ βρέθηκε να συσχετίζεται μόνον με την βελτίωση στις βαθμολογίες στους τομείς του σωματικού ρόλου, του σωματικού πόνου και της ψυχικής υγείας. Τα βασικά επίπεδα της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης, αποτελούσαν ανεξάρτητο στατιστικά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την βελτίωση μετεγχειρητικά της συνολικής σεξουαλικής ικανοποίησης και στα δύο φύλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η σωματική λειτουργία, η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, και η γενική υγεία, βελτιώθηκαν όλα με την πρόοδο του χρόνου. Ο σωματικός ρόλος βελτιώθηκε με την πρόοδο του χρόνου και τελικά οι πορείες του συναισθηματικού ρόλου, και της ψυχικής υγείας, ακολούθησαν τις ίδιες τάσεις. Τα αποτελέσματα για κάθε ηλικία και φύλο ήταν στατιστικά παρόμοια. Η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκε 1 χρόνο μετά την βαριατρική χειρουργική επέμβαση και στους άνδρες και στις γυναίκες. Όλοι οι δείκτες συνηγορούν για το ότι η HRQOL και η σεξουαλική ποιότητα ζωής βελτιώθηκαν μετά το χειρουργείο σε σύγκριση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν προ του χειρουργείου . Συμπεράσματα Η Βαριατρική χειρουργική συνοδεύεται από σημαντικού βαθμού μείωση του σωματικού βάρους (ΒΜΙ) και βελτίωση στην ποιότητα ζωής (HRQOL) και στην σεξουαλική λειτουργικότητα σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία. Ο μεγαλύτερος βαθμός βελτίωσης παρατηρήθηκε ανάμεσα από τον 1 και 6 μήνες μετεγχειρητικά. Η βελτίωση στην HRQOL και στην σεξουαλική λειτουργικότητα συσχετιζόταν σημαντικά με τα βασικά προεγχειρητικά επίπεδα αυτών, ενώ η μείωση του ΒΜΙ συσχετιζόταν σημαντικά με βελτίωση μόνο σε 3 τομείς της HRQOL. Η τιμή του ΒΜΙ προεγχειρητικά συσχετιζόταν αντίστροφα με την επακόλουθη βελτίωση στην σωματική λειτουργικότητα και στο επίπεδο του σωματικού πόνου 1 χρόνο μετεγχειρητικά. / Obesity is considered one of the most relevant problems of modern societies, as it constitutes a predominant risk factor in the development of various diseases. Obesity is a significant risk factor for cardiovascular disease (CVD) and diabetes, for cancer and chronic diseases, including osteoarthritis, liver and kidney disease, sleep apnea and depression. The long term effects of diet, exercise and medical therapy on weight are relatively poor. Bariatric surgery is the most effective treatment for obesity and is considered for all patients with BMI more than 40 kg/m2 and for those with a BMI of more than 35 kg/m2 with concomitant obesity related conditions, after failure of other options as dietary, lifestyle and drug administration, which are often ineffective. The current study was conducted in the Department of Surgery of the University of Patras Medical School, between October 2008 and April 2010. Our sample are 80 (30 men and 50 women) patients who admitted in the Surgery Clinic to undergo a Bariatric Operation.The patients were approached before the operation and invited to take part in the study. The purpose of the study was to measure the Health related quality of life and Sexual functioning, before and after a Bariatric surgery in patients with morbid obesity. Health-related quality of life (HRQOL) is a multi-dimensional concept that includes domains related to physical, mental, emotional and social functioning. HRQOL focuses on the impact of a disease or a medical treatment, on one’s physical and mental wellbeing and on his every day private and social life. Sexuality is an equally important aspect of human well-being and prosperity. Sexual functioning interacts and influences the mental health and the quality of life. The research results show that obesity negatively affects the sexual quality life of the individual, associated with sexual dysfunction in obese women and with erectile dysfunction and general sexual dysfunction in obese men. This makes it necessary to assess sexual functioning when evaluating the effectiveness of several treatments for obesity. All the patients who accepted, were administered the questionnaires accessing Health related quality of life as the sort form 36 questionnaire (SF36). Sexual Functioning was estimated by the Female Sexual function Index (FSFI) for the women, and the International Index of Erectile Function (IIEF) for the men. Patients were administered the questionnaires by a member of our research team who offered assistance when needed and checked the answers for omissions. The patients completed the questionnaires before the operation and 1 month, 6 months and 1 year after the weight loss operation. Sociodemographic data were elicited including age, gender, smoking, educational level and marital status. Comorbidities information was obtained from the hospital charts. The women asked for their gynecological status. If the cycle was regular, irregular or if they were after menopausal. The study protocol was approved by the Institutional Review Board of The University Hospital of Patras, and all participants gave written inform consent before study entry. All the patients were eligible for bariatric operation according the indications for bariatric surgery. The severity of obesity was measured by the B.M.I. (kg/m2). Adults with BMI >25 kg/m2 are overweight, >30 kg/m2 are obese and >40 kg/m2 are considered morbidly obese. The type of procedure performed, was based on specific selection criteria according to an algorithm developed in our center, whereby patients with body mass index (BMI) over 50 kg/m2 undergo biliopancreatic diversion with RYGB (BPD-RYGB) as modified in our center, while patients with BMI under 50 kg/m2 undergo RYGB with long limb (RYGB-LL) or Sleeve Gastrectomy (S.G.), depending on comorbidities and eating habits. RESULTS: Body mass index (BMI) significantly decreased over time (p<0.001). Apart from male orgasm, all sexual functioning components as well as all SF-36 sub-scales improved between T1 and T4. The maximum improvement was observed between T2 and T3. Baseline HRQOL scores correlated with postoperative improvement in all HRQOL components. BMI improvement was correlated with improvement in role physical, bodily pain and mental health scores. Baseline total sexual satisfaction score independently predicted total satisfaction improvement in both genders. The basic levels of total sexual satisfaction (T1-Total Satisfaction score) were independent significant predictor for postoperative improvement in overall sexual satisfaction in both sexes. The results showed that Physical Function,Vitality, the Bodily Pain, and General Health, all improved with the progress of time. The Role Physical improved over time, and finally the improvement in Role Emotional, and Mental Health, followed the same trends. The results for each age and sex were statistically similar. Sexual quality of life improved 1 year after bariatric surgery, in both men and women. All indicators suggest that HRQOL and sexual quality of life improved postoperatively compared to the levels before surgery. CONCLUTIONS The Bariatric surgery accompanied by a significant degree of reduction in body weight (BMI) and improvement in quality of life (HRQOL) and sexual function in patients with morbid obesity. The greatest degree of improvement was observed between the 1 and 6 months postoperatively. The improvement in HRQOL and sexual function correlated significantly with basic preoperative levels of these, while the reduction in BMI was associated with significant improvement in only three aspects of HRQOL. The baseline levels of BMI was reversely significant associated with postoperatively improvement in physical functioning and bodily pain aspects of HRQOL, 1 year postoperatively.
5

Επίδραση της επιμήκους γαστρεκτομής με ή χωρίς εκτομή του επιπλόου στην ευαισθησία στην ινσουλίνη, στην έκκριση των ορμονών του γαστρεντερικού και στα επίπεδα των λιποκυτταροκινών σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία

Σδράλης, Ηλίας 15 September 2014 (has links)
Ο αυξημένος σπλαχνικός λιπώδης ιστός αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για μεταβολικές επιπλοκές, που συσχετίζονται με την παχυσαρκία, και προάγει μία ήπιου βαθμού χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία. Το επίπλουν έχει από καιρό εμπλακεί στη, σχετιζόμενη με την παχυσαρκία, μεταβολική δυσλειτουργία. Αυτό βασίζεται στη σημαντική του λειτουργία, της έκκρισης αντιποκινών. Η ιδέα της εκτομής του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με μία βαριατρική επέμβαση, έχει προταθεί για την βελτίωση των μεταβολικών μεταβολών και την μεγιστοποίηση της απώλειας βάρους. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να προσδιορίσει εάν η εκτομή του μείζονος επιπλόου, στον ίδιο χρόνο με τη λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή, έχει κάποια επίδραση στο μεταβολικό προφίλ, την έκκριση των αντιποκινών, το στάτους της φλεγμονής και την απώλεια βάρους, σε βραχύ ή μακρό βάθος χρόνου. ΜΕΘΟΔΟΙ: Τριάντα – ένας παχύσαρκοι ασθενείς (Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ): 42.49±2.03 Kg/m2 ) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, με ή χωρίς επιπλεκτομή. Αντιπονεκτίνη, Ομεντίνη, Ιντερλευκίνη-6 (IL-6), tumor necrosis factor-α ((TNF-α), C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP), high-density lipoprotein (HDL) χοληστερόλη, γλυκόζη νηστείας, ινσουλίνη και αντίσταση στην ινσουλίνη (εκτιμωμένη με εφαρμογή -­‐ 106 -­‐ Quickie Test) μετρήθηκαν και εκτιμήθηκαν προεγχειρητικά και 7 μέρες, 1, 3 και 12 μήνες μετεγχειρητικά. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά τη μετεγχειρητική παρακολούθηση, στη διάρκεια του πρώτου χρόνου, ο δείκτης μάζας σώματος μειώθηκε αξιοσημείωτα και συγκριτικά και στις δύο ομάδες (Ρ<0.001). Τα επίπεδα της ινσουλίνης, IL-6 και hs-CRP, μειώθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις τιμές αναφοράς (προεγχειρητικά) (Ρ<0.05) και στις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Τα επίπεδα αντιπονεκτίνης και HDL αυξήθηκαν ομοίως και σημαντικά, συγκρινόμενα με τα επίπεδα αναφοράς (Ρ<0.001) και στις δύο ομάδες. Τα επίπεδα της Ομεντίνης αυξήθηκαν σημαντικά (Ρ<0.05) στην ομάδα ελέγχου (επιμήκης γαστρεκτομή, χωρίς εκτομή του επιπλόου) και παρέμειναν χαμηλά στην ομάδα της επιπλεκτομής (επιμήκης γαστρεκτομή + επιπλεκτομή), στο ένα έτος μετεγχειρητικά. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στη μεταβολή των επιπέδων TNF-α σε κάθε ομάδα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα, μέχρι τώρα, θεωρητικά πλεονεκτήματα της επιπλεκτομής, όσον αφορά την απώλεια βάρους και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν αντικατοπτρίζονται στην προοπτική αυτή μελέτη. Επιπλέον, δοθέντος του προστατευτικού ρόλου της ομεντίνης σε συνδυασμό με τη θετική συσχέτισηή της με τα επίπεδα αντιπονεκτίνης πλάσματος και HDL, ήδη γνωστών καρδιοπροστατευτικών πρωτεϊνών, ανακύπτουν ερωτήματα γύρω από την αρνητική επίδραση της επιπλεκτομής και καρδιαγγειακής φυσιολογίας, σε βάθος χρόνου. / Increased visceral adipose tissue is a risk factor for the metabolic complications associated with obesity and promotes a low-grade chronic inflammatory process. Resection of the great omentum in patients submitted to a bariatric procedure has been proposed for the amelioration of metabolic alterations and the maximization of weight loss. The aim of the present study was to investigate the impact of omentectomy performed in patients with morbid obesity undergoing sleeve gastrectomy (SG) on metabolic profile, adipokine secretion, inflammatory status and weight loss. Methods: Thirty-one obese patients were randomized into two groups, SG alone or with omentectomy. Adiponectin, omentin, interleukin-6 (IL-6), tumor necrosis factor α (TNF-α), high sensitivity C-reactive protein (hs-CRP), blood lipids, fasting glucose, insulin and insulin resistance were measured before surgery and at 7 days, and 1, 3 and 12 months after surgery. Results: During the one year follow up BMI decreased markedly and comparably in both groups (P<0.001). Insulin, IL-6 and hs-CRP levels decreased significantly compared to baseline (P<0.05) in both groups with no significant difference between groups. Adiponectin and high-density lipoprotein choresterol levels were significantly and similarly increased compared to baseline (P<0.001) in both groups. Omentin levels increased significantly (p<0.05) in the control group and decreased in -­‐ 108 -­‐ the omentectomy group one year postoperatively. There was no significant change in TNF-α levels in either group. Conclusions: The theoretical advantages of omentectomy in regard to weight loss and obesity related abnormalities are not confirmed in this prospective study. Furthermore, omentectomy does not induce important changes in the inflammatory status in patients undergoing SG.

Page generated in 0.0231 seconds