• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 14
  • Tagged with
  • 14
  • 14
  • 3
  • 3
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 2
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • 1
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Χρονισμός των αλιευτικών ενεργειών στις παραδοσιακές ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις της λιμνοθάλασσας της Κλείσοβας με τον ημερήσιο παλιρροιακό κύκλο

Σπάλα, Καλλιόπη 17 October 2008 (has links)
- / -
2

Χωρικά πρότυπα ειδών ως δείκτες χρονικών μεταβολών των κατανομών τους

Κασβίκης, Γεώργιος 29 April 2014 (has links)
Στην παρούσα εργασία έγινε διερεύνηση των χωρικών προτύπων των ειδών, ως δείκτης πρόβλεψης για τη μεταβολή της κατανομής τους στο χρόνο. Κάθε χωρικό πρότυπο προκύπτει από αλληλεπίδραση των βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων, όπου όλες αυτές οι οικολογικές διεργασίες πιθανόν να επηρεάζουν την γεωγραφική εξάπλωση ή συρρίκνωση του κάθε είδους. Το συνολικό πλαίσιο της έρευνας εντάσσεται στην επιστήμη της οικολογίας του τοπίου, δηλαδή στο πώς οι χωρικές διαρθρώσεις που εμφανίζονται σε κάθε τοπίο, επηρεάζουν τις διεργασίες που καθορίζουν την αφθονία και κατανομή των οργανισμών. Η νέα αυτή προσέγγιση έχει αναπτυχθεί ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες και μπορεί να αποτελέσει βάση για το σχεδιασμό και διατήρηση κάθε οικοσυστήματος. Κυριότερος σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσουμε αν τα χωρικά πρότυπα των ειδών επηρεάζουν την μεταβολή της κατανομής των ειδών, και αν συμβαίνει αυτό, σε τι ποσοστό μπορούν να αποτυπώσουν αυτήν την μεταβολή. Η έρευνα για την μεταβολή της κατανομής των ειδών αφορά αναπαραγόμενα πτηνά, με περιοχές έρευνας την πολιτεία της Νέας Υόρκης και τη Μεγάλη Βρετανία. Όλα τα δεδομένα προέρχονται από τους διαθέσιμους Άτλαντες για τις αντίστοιχες περιοχές. Οι χρονικές περίοδοι των χωρικών δεδομένων ήταν μεταξύ 1980-85 και 2000-05 για την Πολιτεία της Νέας Υόρκης και μεταξύ 1968-72 και 1988-91 για την Μεγάλη Βρετανία. Η διαχρονική μεταβολή της έκτασης των ειδών διερευνήθηκε μέσω στατιστικών αναλύσεων με τους δείκτες χωρικού προτύπου, οι οποίοι αποτελούσαν την ποσοτικοποιημένη έκφραση για το χωρικό πρότυπο κάθε είδους. Στο πλαίσιο αυτό οι στατιστικές αναλύσεις έγιναν με την μέθοδο απλής και πολλαπλής παλινδρόμησης, όπου ως ανεξάρτητες μεταβλητές θεωρήθηκαν οι δείκτες χωρικού προτύπου, και ως εξαρτημένες μεταβλητές θεωρήθηκαν οι μεταβολές της κατανομής των ειδών μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων. Στη συνέχεια ακολούθησε διαχωρισμός των ειδών σύμφωνα με κάποιες βιολογικές ιδιαιτερότητες (ενδιαιτήματα, διατροφή, σπανιότητα), όπου εφαρμόστηκε η ίδια ακριβώς ανάλυση για τα ομαδοποιημένα πλέον είδη. Αφού μεταφέρθηκαν τα αποτελέσματα σε πίνακες, χρησιμοποιήθηκαν και διαγράμματα για να μελετηθεί με συστηματικό τρόπο η επίδραση που έχουν οι τιμές των δεικτών στις μεταβολές της έκτασης των ειδών. Όλες οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση της R. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι το χωρικό πρότυπο της κατανομής των ειδών παρουσίαζε στατιστικά σημαντικές αλλά μη ισχυρές τάσεις, καθιστώντας δύσκολη την πρόβλεψη της μεταβολής της κατανομής των ειδών. Πιθανόν τα χωρικά πρότυπα να μην αποτελούν ενδεδειγμένο δείκτη για τις κάθε τύπου μεταβολές της κατανομής των ειδών. / In the present study there was an investigation of the spatial patterns of species, as an indicator predictor for the configuration of their distribution in the range of time. Each spatial pattern stems from the interaction of biotic and abiotic factors, where all these ecological processes may affect the geographical spread or the contraction of any species. The overall framework of the research is included in the science of the landscape ecology, on how the spatial structures that appear in any landscape, affect the processes that determine the distribution and abundance of organisms. This new approach has been developed rapidly in recent decades and may consists the basis for the design and the maintenance of each ecosystem. The main purpose of this study was to examine whether the spatial patterns of species affect the change in the distribution of species, and if so, at what rate can capture this change. Research on the change in the distribution of the species concerns breeding birds, research areas with the state of New York and of UK. The whole data stern from available Atlases that existed for their respective areas. The time periods of the spatial data were between of 1980-85 and 2000-05 for the State of New York and between of 1968-1872 and 1988-1991 for Great Britain. The temporal evolution at the extent of the species was investigated through statistical analyzes indicators of spatial patterns, which constituted the quantitative expression for the spatial pattern of any species. In this framework, the statistical analyzes were concluded using the method of simple and multiple linear regression, in where independent variables were considered as indicators of spatial patterns, and as dependent variables were considered the alterations of species distribution between the two time periods. Continuing, there was a separation of species according to some biological particularities (habitats, diet, rarity), which the same analysis was applied for most clustered species. Once the results were transferred in tables, charts were used also in order to study systematically the effect, that values of indicators have at the variations of the species area. All analyzes were performed with the use of statistical programming language R. From the outcomes of this study has been resulted that the spatial pattern of species allocation had statistically significant but not strong trends, making difficult the prediction of variation of species spatial patterns. Probably spatial patterns do not consist an appropriate indicator in any type of variations of species distribution.
3

Συμβολή στη μελέτη της οικολογίας του ιχθυοπλαγκτού στον κόλπο της Κισσάμου (ΒΔ Κρήτη)

Παπαζήση, Χριστίνα 26 March 2010 (has links)
- / -
4

Χλωριδική και φυτοκονωνιολογική έρευνα του όρους κυλλήνη - οικολογική προσέγγιση

Δημόπουλος, Παναγιώτης 26 March 2010 (has links)
- / -
5

Συμβολή στην οικολογία των πόλεων της Ελλάδας: χωρολιγική, βιολογική και οικολογική ανάλυση της ξυλώδους χλωρίδας της Δράμας

Λεονταρίδου, Μαρία 22 October 2008 (has links)
Η ξυλώδης χλωρίδα της πόλης της Δράμας, που αποτελείται από 148 taxa Σπερματοφύτων, αναλύεται από βιολογική, χωρολογική και οικολογική άποψη. Γίνονται, επίσης, προτάσεις για τη βελτίωση του πρασίνου της πόλης. Από τα πιο πάνω taxa, 63 (42,6%) είναι ιθαγενή, 77 (52%) ξενικά και 8 (5,4%) υβρίδια. Στο βλαστητικό φάσμα της ξυλώδους χλωρίδας υπερτερούν τα θαμνώδη (54%) και ακολουθούν τα δενδρώδη φανερόφυτα με ποσοστό 25,7%. Διακρίθηκαν 21 χωρολογικές ομάδες, στις οποίες κυριαρχούν τα ασιατικά με ποσοστό 22,2% και τα αμερικανικά και μεσογειακά στοιχεία με ποσοστό 17,9% αντίστοιχα. Από οικολογική άποψη η ξυλώδης χλωρίδας της Δράμας μελετάται σε σχέση με τους πιο σημαντικούς παράγοντες: φως, θερμοκρασία, υγρασία, επίδραση αλατιού και αντίδραση εδάφους. Οι κλιματικοί και εδαφικοί παράγοντες επιτρέπουν την εγκατάσταση κυρίως φωτόφιλων, θερμόφιλων, μετρίως υγρόφιλων, αλόφοβων και βασεόφιλων ειδών. Η περίοδος ανθοφορίας των ξενικών ειδών είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή των ιθαγενών. Από τα καρποφορούντα ξυλώδη είδη ένα σημαντικό ποσοστό taxa φέρει καρπούς εδώδιμους, που αποτελούν πολύ σημαντική πηγή τροφής για την ορνιθοπανίδα της περιοχής. Τέλος, προτείνονται τα προσήκοντα καλλιεργητικά μέτρα για την υπάρχουσα βλάστηση και εμπλουτισμό της με την προσθήκη κατάλληλων ειδών από την ιθαγενή χλωρίδα της περιοχής. / Η ξυλώδης χλωρίδα της πόλης της Δράμας, που αποτελείται από 148 taxa Σπερματοφύτων, αναλύεται από βιολογική, χωρολογική και οικολογική άποψη. Γίνονται, επίσης, προτάσεις για τη βελτίωση του πρασίνου της πόλης. Από τα πιο πάνω taxa, 63 (42,6%) είναι ιθαγενή, 77 (52%) ξενικά και 8 (5,4%) υβρίδια. Στο βλαστητικό φάσμα της ξυλώδους χλωρίδας υπερτερούν τα θαμνώδη (54%) και ακολουθούν τα δενδρώδη φανερόφυτα με ποσοστό 25,7%. Διακρίθηκαν 21 χωρολογικές ομάδες, στις οποίες κυριαρχούν τα ασιατικά με ποσοστό 22,2% και τα αμερικανικά και μεσογειακά στοιχεία με ποσοστό 17,9% αντίστοιχα. Από οικολογική άποψη η ξυλώδης χλωρίδας της Δράμας μελετάται σε σχέση με τους πιο σημαντικούς παράγοντες: φως, θερμοκρασία, υγρασία, επίδραση αλατιού και αντίδραση εδάφους. Οι κλιματικοί και εδαφικοί παράγοντες επιτρέπουν την εγκατάσταση κυρίως φωτόφιλων, θερμόφιλων, μετρίως υγρόφιλων, αλόφοβων και βασεόφιλων ειδών. Η περίοδος ανθοφορίας των ξενικών ειδών είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή των ιθαγενών. Από τα καρποφορούντα ξυλώδη είδη ένα σημαντικό ποσοστό taxa φέρει καρπούς εδώδιμους, που αποτελούν πολύ σημαντική πηγή τροφής για την ορνιθοπανίδα της περιοχής. Τέλος, προτείνονται τα προσήκοντα καλλιεργητικά μέτρα για την υπάρχουσα βλάστηση και εμπλουτισμό της με την προσθήκη κατάλληλων ειδών από την ιθαγενή χλωρίδα της περιοχής.
6

Συμβολή στη μελέτη των χαιτογνάθων των ελληνικών θαλασσών

Κεχαγιάς, Γεώργιος 26 March 2010 (has links)
- / -
7

Πληθυσμιακή και συμπεριφορική οικολογία των συμπάτριων ειδών Ichthyosaura alpestris και Lissotriton vulgaris (Αμφίβια, Ουρόδηλα) σε ένα εποχικό τέλμα στο όρος Χελμός

Μεττούρης, Ονούφριος 05 July 2012 (has links)
Η εργασία αυτή αποσκοπούσε στη μελέτη της πληθυσμιακής και συμπεριφορικής οικολογίας σε δύο είδη τριτώνων που διαβιούν συμπάτρια σε ένα εποχικό τέλμα στο όρος Χελμός κατά την αναπαραγωγική τους περίοδο. Εφαρμόστηκε η μέθοδος της σύλληψης-επανασύλληψης ατόμων με τη χρήση παθητικών πομπών (PIT-tags). Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος εφαρμογής και επιλογής μοντέλων για την εκτίμηση του μεγέθους των πληθυσμών, της αναλογίας φύλων και των πιθανοτήτων επιβίωσης και επανασύλληψης των ατόμων, για την εξέταση του προτύπου μετανάστευσης των ατόμων προς το τέλμα, καθώς και για τη συσχέτιση των πιο πάνω παραμέτρων με περιβαλλοντικές μεταβλητές (θερμοκρασία νερου και εδάφους). Έγινε συγκριτική αξιολόγηση σωματικών μετρήσεων (μήκος και βάρος ατόμων) και διερευνήθηκε η μεταβολή στο χρόνο της κάθε μιας από τις πιο πάνω παραμέτρους ανά είδος και φύλο. Με γενετικές αναλύσεις με τη χρήση μικροδορυφορικών δεικτών προσπαθήσαμε να εκτιμήσουμε τη γενετική ποικιλομορφία (αριθμό αλληλομόρφων) των δύο πληθυσμών, να εξετάσουμε αν βρίσκονται σε ισορροπία Hardy-Weinberg και αν έχουν περάσει από φαινόμενα στενωπού. Η εκτίμηση για τον πληθυσμό του είδους I. alpestris είναι 1032 άτομα και του είδους L. vulgaris 306 άτομα. Οι αναλογίες αρσενικών:θηλυκών ατόμων είναι 1:1 και 2:7, αντίστοιχα. Λόγω ανεπάρκειας των δεδομένων, η εφαρμογή και επιλογή μοντέλων πραγματοποιήθηκε μόνο στο είδος I. alpestris. Η μέση ελάχιστη θερμοκρασία εδάφους είχε ισχυρή επίδραση στις πιθανότητες μετανάστευσης προς το τέλμα. Το ποσοστό ατόμων που εισέρχονταν στο τέλμα μεταβαλλόταν στο χρόνο, αλλά ήταν παρόμοιο για τα δύο φύλα. Η φαινομενική επιβίωση των αρσενικών ατόμων ήταν μικρότερη από την αντίστοιχη των θηλυκών, ενδεχομένως επειδή τα αρσενικά άτομα παραμένουν μέσα στο τέλμα για μικρότερο χρονικό διάστημα. Η σύγκριση του μέσου σωματικού μεγέθους και του μέσου σωματικού βάρους των ατόμων που συλλαμβάναμε σε κάθε δειγματοληψία έδειξε ότι στο είδος I. alpestris άτομα μεγαλύτερα σε μέγεθος και βάρος βρίσκονται στο τέλμα νωρίτερα στην αναπαραγωγική περίοδο. Προς το τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου ο πληθυσμός αποτελούνταν από μικρότερα και ελαφρύτερα άτομα, ενώ το πρότυπο αυτό δεν παρατηρήθηκε στο είδος L. vulgaris. Οι γενετικές αναλύσεις αποκάλυψαν μειωμένα επίπεδα γενετικής ποικιλότητας, ειδικά στο είδος L. vulgaris, ο πληθυσμός του οποίου ενδεχομένως να έχει υποστεί φαινόμενα στενωπού, ενώ υποδεικνύουν την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας. / Our purpose was the study of the population and behavioural ecology of two syntopic newts at a temporary pond in Helmos mountain during their breeding period. We performed a capture-recapture experiment using Passive Integrated Transponders (PIT-tags). We fitted models to our data in order to estimate population sizes, sex ratios, apparent survival and probabilities of capture and to examine the patterns of migration into the pond. Water and ground temperature were used as covariates in the analyses in order to determine their effect on the above parameters. Measurements of length and weight were used to investigate for inter- and intra-population variability. Microsatellite DNA analyses were performed to assess the genetic structure of the two populations and to check for the occurrence of genetic bottlenecks. Population size estimates were 1032 individuals for I. alpestris and 306 individuals for L. vulgaris. Male: female ratios were 1:1 and 2:7 respectively. Due to sparseness of data, models were fitted to the I. alpestris data only. The probabilities of individuals entering the pond in each sampling interval were greatly affected by the mean minimum ground temperature for that interval. The percentage of individuals entering the pond varied with time, but was roughly the same for both sexes. Apparent survival of males was lower than that of females, probably due to the fact that males spent less time in the pond. Comparisons of mean body size and weight of individuals caught in each sampling occasion showed that in I. alpestris larger and heavier individuals entered the pond early in the breeding period. As the period drew to its end, smaller and lighter individuals comprised the sampled population. This was not observed in L. vulgaris. Genetic analyses revealed reduced levels of genetic variation relative to other conspecific populations, particularly for L. vulgaris, suggesting that genetic bottlenecks might have occurred, and call for specific conservation measures
8

Συμβολή στην αστική οικολογία της Κύπρου : η ξυλώδης βλάστηση της μη κατεχόμενης Λευκωσίας και προβλήματα των δεντροστοιχιών της

Ανδρέου, Ευάγγελος 12 April 2010 (has links)
Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να διερευνήσει τις οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στην πόλη της Λευκωσίας σε σχέση με την ευδοκίμηση των ξυλωδών ειδών της (δέντρα και θάμνοι), την ικανότητα προσαρμογής των διαφόρων ειδών στις ιδιαίτερες οικολογικές συνθήκες της πόλης, την εξάπλωση των ξενικών ειδών, τη διατήρηση της υπάρχουσας ή την ανάπτυξη νέας βλάστησης, καθώς και να διατυπώσει προτάσεις για ένα σχεδιασμό του πρασίνου των αστικών χώρων, επί νέων και με σύγχρονη οικολογική αντίληψη βάσεων. / -
9

Μελέτη της οικολογίας και της βλάστησης του όρους Οίτη

Καρέτσος, Γεώργιος Κ. 20 August 2010 (has links)
- / -
10

Ξυλώδης χλωρίδα των αστικών βιοτόπων : έρευνες στην πόλη της Πάτρας / Woody plants in urban biotopes : studies in the city of Patras

Τσιότσιου, Βασιλική Ε. 24 January 2011 (has links)
Μια πόλη συνίσταται από τρία επίπεδα οργάνωσης: το φυσικό, το τεχνητό και το κοινωνικό περιβάλλον, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ τους και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξή της. Η ισορροπία των τριών αυτών επιπέδων οργάνωσης διαταράσσεται ως αποτέλεσμα της έντονης αστικοποίησης, η οποία χαρακτηρίζει τα αστικά οικοσυστήματα και συνδέεται παγκοσμίως με την αλλαγή της χρήσης και του τρόπου κάλυψης της γης. Τα αστικά περιβάλλοντα πρέπει να διαχειρίζονται βάσει σχεδιασμού, ο οποίος θα λαμβάνει υπ‟ όψιν τα οικολογικά στοιχεία μιας περιοχής, όπως είναι για παράδειγμα η ξυλώδης χλωρίδα της. Η παρούσα διδακτορική διατριβή, η πρώτη στο είδος της για τον ελληνικό χώρο, στηρίζεται στη γνώση και στις αρχές της οικολογίας πόλεων και του αστικού σχεδιασμού. Έχει ως σκοπό να ερευνήσει την καλλιεργούμενη ξυλώδη χλωρίδα (δέντρα, θάμνους και ξυλώδη αναρριχώμενα) και την αυτοφυή εξάπλωσή της στην πόλη της Πάτρας και να εξετάσει εάν και με ποιο τρόπο οι τύποι αστικών βιοτόπων, δηλαδή φυσιογνωμικά ομοιόμορφες αστικές περιοχές με χαρακτηριστική δόμηση και ελεύθερους χώρους, μπορούν να χαρακτηρισθούν από τις καλλιεργούμενες ξυλώδεις συστάδες τους, καθώς και να διατυπώσει προτάσεις διαχείρισης για την ποιοτική αναβάθμισή τους. Για το σκοπό αυτό έγινε προσδιορισμός της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης, χλωριδική, βιολογική και χωρολογική ανάλυση των taxa, καταγραφή της φαινολογίας τους και εκτίμηση της συχνότητας και σταθερότητάς τους, λαμβάνοντας υπ‟ όψιν τη σχέση μεταξύ της οικολογίας φυτών, του τύπου δόμησης και της χρήσης γης. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκε η πόλη της Πάτρας, γιατί αφενός η καλλιεργούμενη χλωρίδα της δεν έχει μελετηθεί και αφετέρου παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής ελληνικής μεγαλόπολης, κυρίως όσον αφορά στη δόμηση και στους ελεύθερους χώρους. Διακρίθηκαν 8 διαφορετικοί τύποι αστικών βιοτόπων, όπως Ολιγώροφες κατοικίες συνεχούς και ασυνεχούς δόμησης, Πολυώροφες κατοικίες συνεχούς και ασυνεχούς δόμησης, Ολιγώροφες και πολυώροφες κατοικίες πανταχόθεν ελεύθερης δόμησης, Βίλες, Εργατικές κατοικίες και Πάρκα. Στη συνέχεια επιλέχθηκαν 54 περιοχές μελέτης κατανεμημένες σε όλη την περιοχή έρευνας, συνολικής έκτασης 2.374,4 στρεμμάτων, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύουν τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε τύπου αστικού βιοτόπου και καταγράφηκαν σε αυτήν 218 taxa. Ο αριθμός αυτός των ξυλωδών taxa που εμφανίζεται στην περιοχή έρευνας, θεωρείται χαμηλός σε σύγκριση με άλλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης, όπου έχουν εκπονηθεί αντίστοιχες μελέτες. Αυτό αποδίδεται στην πυκνή δόμηση που χαρακτηρίζει τον πυρήνα της πόλης της Πάτρας, αλλά και γενικά στις λιγοστές επιφάνειες πρασίνου. Όσον αφορά στην καταγωγή των ξυλωδών taxa το ποσοστό των ξενικών και υβριδίων στην Πάτρα ανέρχεται σε 61,5% (125 taxa και 9 taxa αντίστοιχα) με τα ασιατικά και αμερικάνικα taxa να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά (26,9% και 17,2% αντίστοιχα), ενώ των ιθαγενών σε 38,5% (84 taxa). Η κατανομή των βλαστητικών μορφών εντός της περιοχής έρευνας διαφέρει από εκείνη άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Έτσι, στην Πάτρα κυριαρχούν οι δενδρώδεις μορφές με ποσοστό 55,5% έναντι των θαμνωδών, ενώ σε πόλεις της κεντρικής Ευρώπης υπερτερούν οι θαμνώδεις μορφές. Όσον αφορά στην άνθηση, παρατηρείται μια παράταση στην περίοδο ανθοφορίας στο σύνολο των ξυλωδών ειδών. Το γεγονός αυτό αντανακλά την ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό τοπίο και την προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει ανθοφορία όλο το χρόνο, αποτρέποντας παράλληλα τη δημιουργία μονότονων περιοχών. Τα φυλλοβόλα υπερτερούν με μικρό ποσοστό έναντι των αειθαλών. Αυτό οφείλεται στην παρουσία ενός σημαντικού ποσοστού φυλλοβόλων taxa, που ανήκουν στις δύο πλουσιότερες σε taxa οικογένειες, δηλαδή σε αυτές των Rosaceae και Leguminoseae. Όλα σχεδόν τα ξυλώδη taxa σχηματίζουν καρπούς, εκτός από ένα μικρό ποσοστό (5,2%). Το 40,8% των taxa στο σύνολο της ξυλώδους χλωρίδας φέρει σαρκώδεις καρπούς, οι οποίοι αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για την ορνιθοπανίδα της περιοχής, αλλά και τρόπο εξάπλωσης των taxa μέσω των σπερμάτων τους. Το ποσοστό των καλλωπιστικών taxa στο σύνολο της χλωρίδας είναι σαφώς μεγαλύτερο από αυτό των ξυλωδών taxa με εδώδιμους καρπούς (76,8% και 22,6% αντίστοιχα), γεγονός που αντανακλά μια τάση προτίμησης των κατοίκων για καλλωπιστικά taxa και μάλιστα ξενικής καταγωγής, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την παρούσα οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ αριθμού ξυλωδών taxa και μεγέθους επιφάνειας δεν προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ τους, σε αντίθεση με πόλεις της Κ. Ευρώπης, επειδή, σύμφωνα με τη θεωρία «small island effect», στις μικρές περιοχές μελέτης η επιφάνεια παύει να είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Τaxa που να εμφανίζονται και στις 54 περιοχές μελέτης, δηλαδή με σταθερότητα 100%, δεν απαντούν. Όσα taxa εμφανίζονται με μεγάλη σταθερότητα, όπως τα Morus alba, Nerium oleander και Ailanthus altissima, είναι συγχρόνως και εκείνα με το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα taxa αυτά ευνοήθηκαν από τη φύτευσή τους. Όσον αφορά στη σύνθεση των ειδών των τύπων αστικών βιοτόπων της Πάτρας υπάρχει μεγάλη ετερογένεια. Χαρακτηριστικό είναι ότι μερικά είδη εμφανίζουν πολύ μεγάλη σταθερότητα σε ορισμένους τύπους βιοτόπων, ενώ σε άλλους πολύ μικρή ή καθόλου. Το Acer pseudoplatanus αποδείχθηκε το χαρακτηριστικό είδος μόνο για τις πολυώροφες κατοικίες ασυνεχούς τύπου δόμησης. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι οι τύποι των αστικών βιοτόπων της Πάτρας μπορούν να διαφοροποιηθούν με βάση τον αριθμό, όχι όμως και με βάση τη σύνθεση των ξυλωδών ειδών που εμφανίζονται σ‟ αυτούς. Η αυτοφυόμενη ξυλώδης χλωρίδα της Πάτρας εμφανίζεται με ένα ποσοστό 17,9% επί της συνολικής ξυλώδους χλωρίδας και είναι συγκρίσιμη με αυτή που απαντά σε πόλεις της Κ. Ευρώπης, όπου έχουν γίνει αντίστοιχες μελέτες. Και εδώ παρατηρείται σαφής υπεροχή των ξενικών (53,8%) έναντι των ιθαγενών, αλλά και των δενδρωδών μορφών έναντι των θαμνωδών, όπως παρατηρήθηκε και στη συνολική χλωρίδα. Τα πιο σταθερά και συγχρόνως τα πιο πλούσια σε αριθμό ξενικά αυτοφυόμενα ξυλώδη taxa είναι τα Morus alba, Ailanthus altissima, Vitis vinifera ssp. vinifera και Hibiscus syriacus και από τα ιθαγενή το Ligustrum vulgare. Οι μελετηθέντες τύποι αστικών βιοτόπων παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια ως προς τον αριθμό των αυτοφυόμενων ξυλωδών taxa, γεγονός που παρατηρείται και σε πόλεις της Κ. Ευρώπης. Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ αριθμού αυτοφυόμενων ξυλωδών taxa και μεγέθους επιφάνειας, δεν προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ τους. Για να αξιολογηθεί η κατάσταση των τύπων αστικών βιοτόπων της Πάτρας, εκτιμήθηκε η αξία των παραγόντων εκείνων που ενισχύουν ή αποδυναμώνουν το χαρακτήρα τους. Τέτοιοι παράγοντες είναι κυρίως το μικροκλίμα/αέρας (θερμοκρασία, αερισμός, εκπομπές καυσαερίων) το έδαφος, το νερό, το φυσικό περιβάλλον (χώροι πρασίνου), η κυκλοφορία (πολύ αυξημένη – μικρή), ο θόρυβος (ηχορύπανση), οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία (μικροκλίμα, εκπομπές καυσαερίων, κυκλοφορία, θόρυβος), οι χώροι αναψυχής, ο βαθμός εκμετάλλευσης (ενέργειας, επιφάνειας, κτισμάτων) καθώς και κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες (μείξη χρήσεων γης, π.χ. εργασία, κατοικία). Για τον καθένα από αυτούς τους παράγοντες καθορίστηκε μια 5-βάθμια κλίμακα αξιών. Μέσα από την εκτίμηση των αξιών των τύπων αστικών βιοτόπων προσδιορίσθηκαν τα πλεονεκτήματα, αλλά και τα προβλήματά τους. Την υψηλότερη οικολογική αξία την έχουν οι τύποι αστικών βιοτόπων που χαρακτηρίζονται από τον πανταχόθεν ελεύθερο τύπο δόμησης (Ολιγώροφες και πολυώροφες κατοικίες πανταχόθεν ελεύθερου τύπο δόμησης, Βίλες, Εργατικές Κατοικίες) και τα Πάρκα. Οι τύποι αστικών βιοτόπων που χαρακτηρίζονται από το συνεχή και τον ασυνεχή τύπο δόμησης εμφανίζονται μεν οικολογικά υποβαθμισμένοι, αλλά είναι κοινωνικοοικονομικά αναβαθμισμένοι. Γενικά όμως, όπου υπάρχει έντονη εκμετάλλευση του εδάφους υπάρχει και αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζεται η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Οι τύποι αστικών βιοτόπων που χαρακτηρίζονται από έντονη εκμετάλλευση πρέπει να βελτιώσουν για παράδειγμα το μικροκλίμα, την ποιότητα του αέρα και του εδάφους τους. Η ξυλώδης χλωρίδα των πόλεων δεν είναι ο μοναδικός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας των τύπων αστικών βιοτόπων, αλλά σίγουρα είναι ένας τρόπος θετικής παρέμβασης για την αναβάθμισή τους. Τα διαχειριστικά μέτρα που προτείνονται αφορούν στη βελτίωση του φυσικού, του τεχνητού και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Περιλαμβάνουν προτάσεις διαχείρισης που στοχεύουν στην αποκατάσταση, βελτίωση και διατήρηση των παραγόντων εκείνων που επηρεάζουν την ποιότητα των τύπων αστικών βιοτόπων, με απώτερο σκοπό την υγιή και άνετη διαβίωση των κατοίκων της πόλης. / A city is formed by the interaction between natural, built and social environment. These three areas are fundamental for environmental development. Urbanization phenomenon around the world has been an important component of land use and land cover change and influences negatively the balance of those three areas. Management of urban environments must be based on urban planning, which takes into consideration the significant ecological components of an area, such as the woody plants. The present doctorate thesis, the first of its kind in Greece, is based on the knowledge and principles of the science of urban ecology and urban planning. The aim of the present study was to survey the woody species (trees, shrubs and woody climbers) of the city of Patras and to examine whether and in which way the urban structural units (defined as “areas with physiognomically homogenous character, which are marked in the built-up area by a characteristic formation of buildings and open spaces”) can be characterized by their planted woody stands. For that reason the spectra, combination, frequency and consistency of species were assessed, considering the relationships between plant ecology, biotope structure and land-use. The wider area of Patras‟ city was chosen as a study area, because there is a lack of knowledge on its cultivated flora and because it has the features of a typical Greek city concerning the formation of buildings and the open spaces. Eight urban structural units were identified within the city of Patras. These are Multi-storeyed attached housing, Multi–storeyed semi–detached housing, Low–rise attached housing (bungalows–two floors), Low–rise semi-detached housing (bungalows–two floors), Multi–storeyed and low–rise detached housing, Villas, Workers‟ housing, Parks (incl. squares and bocages). In total, 237,44 ha of urban land were studied thoroughly in the fifty-four study areas designated throughout the wider area of Patras city. 218 woody plants were recorded in the eight urban structural units studied. The number of woody species recorded in the study area of 237,44 ha is considered to be low when compared with that of central Europe, where similar studies have been undertaken. This low number is due to the very high building density found in the city centre and also to the limited number of green areas (e.g. parks). Concerning the origin of the woody species in the city of Patras non-native and hybrids dominate. The proportion accounts for 61,5% (125 taxa non-native and 9 taxa hybrids), of which the Asiatic (26,9%) and the American (17,2%) species are represented by high percentages in the woody flora of Patras. The native species represent the 38,5% (84 taxa) of the total woody flora. The life-form spectrum of the woody flora in the city of Patras differs from that recorded in other European cities. The proportion of trees (55,5%) is higher than that of shrubs in the city of Patras, whereas in central European cities shrubs dominate. The prolongation of the flowering period recorded in the study area reflects human attempt to assure blooming all year, so that monotony of the urban landscape can be avoided. The proportion of deciduous species is slightly higher than that of evergreen species. This is due to the presence of high proportions of deciduous species, which belong to the two richest in species families, to these of Rosaceae and Leguminoseae. Almost all woody species fruit, except from a small percentage (5,2%). A significant proportion (40,8%) of the total woody species form fleshy fruits, which are an important food source for the fauna of the study area, especially for birds. At the same time, the distribution of the woody species is assured. The proportion of cultivated woody plants (76,8%) is higher than that of woody plants forming edible fruits (22,6%). This fact reflects inhabitants‟ preference for ornamental plants non-native in origin, denoting social and financial standing. Statistical analysis proves the absence of a positive correlation between the species number and the size of the area. On the contrary, in central European cities the correlation is positive. This is explained by the „small island effect‟ theory, according to which, in small study areas the size of the area does not play the most important role, when species – area relationship is surveyed. Species appearing in all study areas, i.e. with 100% consistency, were not observed. Those species with high consistency, such as Morus alba, Nerium oleander and Ailanthus altissima, are also those with the highest frequency. This shows that these species benefited from them being planted. Floristic composition in the various urban structural units shows great heterogeneity as several species present high consistency in some structural units but low or zero consistency in others. Acer pseudoplatanus proved to be a characteristic species only within the urban structure of multi-storeyed semi-detached housing. Taking these findings into account, we conclude that the urban structural units of Patras can be differentiated based on the number of woody species recorded in each, but not on their floristic composition. Spontaneous diffusion could only be identified for 17,9% of the cultivated species. This proportion is comparable to that recorded in other central European cities, where similar studies have been undertaken. The proportion of non-native species (53,8%) is higher than that of native, and so is the proportion of trees in comparison to that of shrubs. Similar proportions have been also recorded for the total woody flora of the city of Patras. The most frequent non-native spontaneous woody species observed in Patras are Morus alba, Ailanthus altissima and Hibiscus syriacus. The commonest native spontaneous species in the city is Ligustrum vulgare. The urban structural units studied in Patras show relative homogeneity concerning the number of spontaneous woody species. This homogeneity is also observed in cities of central Europe. The correlation between the species number and the size of the area is negative. For the evaluation of the urban structural units in the city of Patras, the value of criteria that strengthen or weaken the character of the urban structural units was taken into consideration. Those criteria are mainly microclimate / wind (temperature, emissions), soil, water, natural environment (green spaces), traffic (heavy or not), noise (noise pollution), dangers for public health (quality of microclimate, emissions, traffic, noise pollution), degree of resources‟ exploitation (of energy, surface, buildings) as well as socio-economic criteria (land-use). For each of these criteria a 5 – degree scale of values was designated. This consideration of the values which affect the urban structural units enabled the definition of the advantages and the drawbacks of each urban structural unit. The urban structural units characterized by detached free building style (multi-storeyed and low-rise detached housing, villas, workers‟ housing) and parks are highly attractive and have high ecological properties. The urban structural units characterized by attached or semi-detached housing have low ecological properties but are socioeconomically benefited. Generally, high exploitation degree (of energy or soil) is related to social and economic integration. At the same time the quality of the natural environment is degraded. Urban structural units characterized by high exploitation in terms of soil, water and energy must upgrade not only their microclimatic conditions, but also the quality of air and soil. The contribution of the woody flora to the environmental development is significant. The management measures proposed, aim to upgrade the natural, built and social environment. They include management proposals that aim to the upgrade and conservation of specific parameters which affect the quality of the urban structural units. Such proposals could make a valuable contribution to the upgrade of the quality of city life.

Page generated in 0.4254 seconds