• Refine Query
  • Source
  • Publication year
  • to
  • Language
  • 11
  • Tagged with
  • 11
  • 6
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 4
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 3
  • 2
  • About
  • The Global ETD Search service is a free service for researchers to find electronic theses and dissertations. This service is provided by the Networked Digital Library of Theses and Dissertations.
    Our metadata is collected from universities around the world. If you manage a university/consortium/country archive and want to be added, details can be found on the NDLTD website.
1

Οικολογική διαχείριση της περιοχής της λίμνης Καϊάφα (Δυτική Πελοπόννησο), του δικτύου Φύση 2000

Παππά, Διονυσία 28 September 2009 (has links)
Η παρούσα έκθεση περιγράφει την Οικολογική Διαχείριση της Περιοχής της Λίμνης Καϊάφα, που ανήκει στο δίκτυο ΦΥΣΗ 2000. Η περιοχή έχει σπουδαία Οικοσυστήματα, με παραλιακή αμμόφιλη βλάστηση, παράκτια δάση πεύκης και λιμνοθαλάσσια βλάστηση. Υπάρχουν σημαντικοί τύποι οικοτόπων και παράλληλα έντονη ανθρώπινη επίδραση, τόσο λόγω των ιαματικών λουτρών όσο και λόγω της αναψυχής, στις εκτεταμένες αμμώδεις παραλίες. Ωστόσο, σημαντικό μέρος της περιοχής έχει καταστραφεί από τις τελευταίες πυρκαγιές. Ως εκ τούτου, παρατίθενται γενικά στοιχεία περιγραφής των υγροτόπων και του δικτύου ΦΥΣΗ (ΝΑΤURA) 2000, πλήρης περιγραφή του συγκεκριμένου οικοσυστήματος, αξιολόγηση των παραμέτρων, ανάλυση των επιδράσεων που δέχεται η περιοχή και προτάσεις διαχείρισης μέσω ενός προγράμματος παρακολούθησης. Στο τέλος της εργασίας παρατίθεται και ένα ένθετο φωτογραφιών της περιοχής. / The present diploma thesis, studies the Environmental Management of the Kaiafa Lake, located on West Peloponnese, Greece, which is included and protected by the Natura 2000 network. The specific area incorporates large Ecosystems with coastal vegetation, coastal pine forests and lagoon vegetation. The habitat, which is of significant importance, is strongly influenced by human interference, due to the sanative tourism and the extensive recreational works among the wide sandy beaches. Furthermore, a significant part of the area has been devastated by fire, during the past summer. This work provides a general description of Wetlands and Natura 2000 network of sites, a full description of the ecosystems, the effects of the reception area and an evaluation of proposals and management parameters as well, via a monitoring program.
2

Η οικολογική διαχείριση της προστατευμένης περιοχής του όρους Βόρα στην περιοχή της Αριδαίας / The ecological management of his protected region terms Bora in the region of Aridaias

Καραμανλής, Βασίλειος 07 July 2009 (has links)
Οι περιοχές του ευρωπαϊκού οικολογικού Δικτύου Natura 2000 είναι περιοχές πρόσφορες για την ανάπτυξη πολλαπλών ήπιων τουριστικών δραστηριοτήτων, που έχουν σκοπό την ηρεμία, την απομόνωση, την αισθητική απόλαυση του τοπίου καθώς και τη γνωριμία με το φυσικό περιβάλλον. Η πολύτιμη αξία και η αναγκαιότητα προστασίας και ανάδειξης του φυσικού πλούτου που τις διακρίνει, απαιτούν την υιοθέτηση και εφαρμογή μίας πολυεπίπεδης στρατηγικής, αποτελούμενης από εξειδικευμένα έργα, μέτρα και δράσεις, με σκοπό τη συστηματικότερη διαφύλαξη και διαχείριση των εν λόγω περιοχών και κατ’ επέκταση την εξασφάλιση της βιώσιμης τουριστικής τους ανάπτυξής. Στην παρούσα εργασία θα εξετασθεί η προστατευμένη περιοχή τους ορούς βόρα. Η οποια είναι μια εκτεταμένη περιοχή από συνεχόμενα δάση , βαθιές κοιλάδες και βοσκοτόπους. Εκτός από τα παραπάνω η περιοχή διαθέτει και θερμά λουτρά στο Λουτράκι Αριδαίας τα οποία και επισκέπτονται καθ’ολη την διάρκεια του χρόνου πληθώρα επισκεπτών. Η έρευνα, με τη βοήθεια ενός κατάλληλα διαμορφωμένου ερωτηματολογίου, εξετάζει τα ατομικά χαρακτηριστικά των επισκεπτών, τις δραστηριότητες που αυτοί ασκούν κατά την επίσκεψής τους, τις προτιμήσεις τους, καθώς και τις απόψεις και παρατηρήσεις τους για τα όσα η περιοχή διαθέτει και προσφέρει. Από την ανάλυση και επεξεργασία των απαντήσεων που δόθηκαν, εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για την εκτίμηση της παρούσας κατάστασης, με απώτερο σκοπό την γενικότερη αναβάθμιση των εν λόγω περιοχών και την επίτευξη μίας ορθολογικής και αποτελεσματικής διαχείρισης, μέσω της ουσιαστικής βελτίωσης της ποιότητας των υπαρχουσών εγκαταστάσεων, υποδομών και παρεχόμενων υπηρεσιών, έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστικές και πιο ελκυστικές για όσους επιλέγουν τέτοιους είδους προορισμούς. / The regions of European ecological Network Natura 2000 are regions expedient for the growth of multiple soft tourist activities, that has aim the calm, the isolation, the aesthetic enjoyment of landscape as well as the acquaintance with the natural environment. The precious value and the necessity of protection and appointment of natural wealth that distinguishes him, require the adoption and application of multileveled strategy, constituted from specialised work, metres and action, aiming at the more systematic safeguarding and management of regions in question and at extension the guarantee of their viable tourist growth. In the present work will be examined the protected region the terms [bora]. Whoever is a extensive region from possessed forests, deep valleys and pasture lands. Apart from more the region allocates also hot baths in [Loytraki] [Aridaias] which they visit also at the all duration of time abundance of visitors. The research, with the help of suitably shaped questionnaire, examines the individual characteristics of visitors, the activities that these practise at their visit, their preferences, as well as the opinions and their observations for that the region allocates and offers. From the analysis and treatment of answers that was given, are exported useful conclusions on the estimate of present situation, with final aim the more general upgrade of regions in question and the achievement a rational and effective management, via the essential improvement of quality of existing installations, infrastructures and provided services, so as to they are competitive and more attractive for those who they select such type destinations.
3

Οικολογική διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Φύση 2000 "Στενά και εκβολές Αχέροντα GR 2140001 (SCI)" : διαχείριση επισκεπτών

Κωστάρα, Αικατερίνη 13 July 2010 (has links)
Η διατήρηση της φύσης μέσω της δημιουργίας προστατευόμενων περιοχών έχει θεσμοθετηθεί στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια. Με τη δημιουργία του Οικολογικού Δικτύου NATURA 2000 επιδιώκεται να διατηρηθούν οι οικότοποι και τα είδη της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας στην επιθυμητή κατάσταση διατήρησης. Οι προστατευόμενες περιοχές περικλείουν ότι πιο σημαντικό διαθέτει σήμερα η Ελληνική φύση σε τοπία, οικοτόπους και είδη, αλλά και πολύτιμα στοιχεία της ιστορίας, των παραδόσεων και γενικότερα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Οι βασικές αυτές παράμετροι οικολογικής αξίας χαρακτηρίζουν περιοχές που κρίνονται ιδανικές για την ανάπτυξη πολλών ηπίων τουριστικών δραστηριοτήτων, με στόχο την επανανακάλυψη της φύσης και της ιστορίας. Η ελκυστικότητα των φυσικών και πολιτιστικών πόρων μίας περιοχής σε συνδυασμό με την επιτακτική ανάγκη για προστασία και ανάδειξη του φυσικού πλούτου που την διακρίνει, απαιτεί την υιοθέτηση ενός πολυσύνθετου και πολυεπίπεδου αναπτυξιακού σχεδιασμού, αποτελούμενου από συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις, με απώτερο στόχο να επιτευχθεί η στενή σύνδεση της προστασίας με την αειφορική χρήση των φυσικών πόρων της περιοχής, ώστε να αναπτυχθούν δραστηριότητες όπως η αναψυχή και ο τουρισμός. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας εξετάζονται οι προστατευόμενες περιοχές « Στενά και Εκβολές του ποταμού Αχέροντα», που ανήκουν στο δίκτυο ΝATURA 2000 και αποτελούν πόλους συγκέντρωσης των επισκεπτών στην ευρύτερη περιοχή. Πραγματοποιήθηκε έρευνα με τη βοήθεια ενός κατάλληλα διαμορφωμένου ερωτηματολογίου, που εξετάζει τα ατομικά χαρακτηριστικά των επισκεπτών, τα μέρη που επισκέφτηκαν και το χρόνο παραμονής τους στην περιοχή, τις δραστηριότητες που αυτοί ασκούν κατά την επίσκεψή τους, καθώς και τις απόψεις και παρατηρήσεις τους για όσα η περιοχή προσφέρει. Από την ανάλυση και επεξεργασία των απαντήσεων που δόθηκαν, προκύπτει ένα χρήσιμο πληροφοριακό υπόβαθρο, για την παρούσα κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή, με απώτερο σκοπό την αναβάθμιση της συγκεκριμένης περιοχής και την επίτευξη μιας ορθολογικής και αποτελεσματικής διαχείρισης, προσανατολισμένης στις απαιτήσεις των επισκεπτών της. Επισημαίνονται οι ανάγκες για περαιτέρω έργα, η βελτίωση της ποιότητας των υπαρχουσών εγκαταστάσεων και υποδομών, καθώς επίσης και των παρεχόμενων υπηρεσιών έτσι ώστε, να γίνουν πιο ελκυστικές στους επισκέπτες της περιοχής. / -
4

Αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας των ποταμών της Δυτικής Ελλάδας με χρήση του πλαισίου DPSIR και υδρόβιων μακροφύτων ως βιολογικών δεικτών

Μασούρας, Ανδρέας 27 April 2015 (has links)
Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στην Ευρώπη οδήγησε στην έκδοση της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα 2000/60/ΕE, σύμφωνα με την οποία τα επιφανειακά ύδατα πρέπει να βρίσκονται σε «καλή οικολογική κατάσταση» έως το 2015. Τα υδρόβια μακρόφυτα αποτελούν ένα από τα τέσσερα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία της Οδηγίας, τα οποία συμβάλλουν στην αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας. Η οικολογική κατάσταση εκφράζει την ποιότητα της δομής των υδάτινων οικοσυστημάτων και της λειτουργίας των φυτικών συναθροίσεων. Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε το 2013 στα πλαίσια της μεταπτυχιακής μου διατριβής και εντάσσεται στην ευρύτερη ερευνητική προσπάθεια του Εργαστηρίου Οικολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, για την αξιολόγηση των ποτάμιων συστημάτων της Ελλάδας. Υλοποιήθηκε σε ποταμούς της Δυτικής Ελλάδας (Αλφειός, Πηνειός, Εύηνος και Νέδα), σε μια προσπάθεια εκτίμησης της περιβαλλοντικής τους κατάστασης σε όλο το μήκος τους, αλλά και το προσδιορισμό τυχών σχέσεων που μπορεί να είχαν μεταξύ τους. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν το Καλοκαίρι του 2013 για τη συλλογή μακροφύτων ως βιολογικών δεικτών αλλά και δειγμάτων νερού για τον υπολογισμό φυσικοχημικών δεδομένων σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει ορίσει η οδηγία 2000/60. Το πρόγραμμα παρακολούθησης περιλάμβανε: • Καταγραφή στο πεδίο φυσικοχημικών παραμέτρων του νερού, όπως βάθος (m), ταχύτητα ροής (km/h), θερμοκρασία (οC), αγωγιμότητα (mS/cm), διαλυμένο οξυγόνο (mg/l), pH, ολικά διαλυμένα στερεά (mg/l). • Στο εργαστήριο πραγματοποιήθηκαν χημικές αναλύσεις δειγμάτων νερού, οι οποίες περιλαμβάνουν τον υπολογισμό της αλκαλικότητας (mg/l), της συγκέντρωσης των θρεπτικών αλάτων φωσφόρου-SRP(μg/l), ΤP (μg/l), αζώτου- NO2-N (μg/l), NO3-N (μg/l) και ΝΗ4-Ν (μg/l) και ολικού αζώτου (ΤΝ) (μg/l). • Στο πεδίο συλλέχτηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που αφορούν τη δομή των μακροφυτικών κοινωνιών, καθώς και τη χωρική διακύμανση της κατανομής και της ανάπτυξης των μακροφύτων. Για τις εργασίες πεδίου χρησιμοποιήθηκαν φορητά πολυπαραμετρικά όργανα, δειγματολήπτες νερού, ενώ για τις χημικές αναλύσεις φασματοφωτόμετρο και αναλυτές ολικού αζώτου της Shimadzu στο Εργαστήριο. Επίσης καταγράφηκαν οι ανθρωπογενείς πιέσεις που ασκούνται στη λεκάνη απορροής των ποταμών, οι τροποποιήσεις της φυσικής μορφολογίας τους, οι χρήσεις γης καθώς και οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες στην περιοχή. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων στο εργαστήριο πραγματοποιήθηκε ανάλυση των πιέσεων της περιοχής μελέτης με τη χρήση του πλαισίου DPSIR σύμφωνα με το οποίο εντοπίστηκαν και αξιολογήθηκαν οι πιέσεις που δημιουργούν τις σημαντικότερες επιπτώσεις στις λεκάνες απορροής. Αποτέλεσμα της μεθόδου ήταν πως η εκτεταμένη γεωργία είναι αυτή που δημιουργεί τις μεγαλύτερες επιπτώσεις στον κάτω ρου των ποταμών ενώ τα λιγνιτοεργοστάσια της Μεγαλόπολης επιβαρύνουν σε πολύ σημαντικό βαθμό τον Αλφειό στο σύνολό του. Από τη στατιστική επεξεργασία έγινε μια προσπάθεια ομαδοποίησης των σταθμών δειγματοληψίας ανάλογα με την ομοιότητά τους σε βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες με τη χρήση της Ανάλυσης Ιεραρχικής Ομαδοποίησης (Cluster analysis). Από τη συγκεκριμένη ανάλυση προέκυψε μεγάλη ομοιότητα του κάτω ρου των ποταμών και σαφής διαφοροποίηση του άνω ρου του Αλφειού εξαιτίας του εργοστασίου της Δ.Ε.Η στη Μεγαλόπολη. Στη συνέχεια με τη χρήση της Ανάλυσης Κυρίων Συνιστωσών (PCA) και της Ανάλυσης Κανονικών Αντιστοιχιών (CCA) πραγματοποιήθηκε συσχετισμός των βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων των περιοχών μελέτης. Τέλος χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης με υδρόβια μακρόφυτα IBMR (Macrophytes Biological Index for Rivers) για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των ποταμών. Από τα αποτελέσματα προέκυψε πως οι ποταμοί της Δυτικής Ελλάδας παρουσιάζουν μειωμένη παραγωγικότητα σε υδρόβια μακρόφυτα τόσο λόγω της επιβάρυνσης των ποταμών όσο και εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας ροής του νερού που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μακροφύτων στην κοίτη και τα κράσπεδα των ποταμών. Εν κατακλείδι η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της Οικολογικής Αξιολόγησης των Υδάτινων Συστημάτων της Ελλάδας και κατάφερε να πετύχει του στόχους οι οποίοι είχαν τεθεί. Αποτέλεσε ένα σημαντικό διαχειριστικό εργαλείο καθώς έθεσε τις βάσεις για ένα ολοκληρωμένο δίκτυο παρακολούθησης των ποταμών της Δυτικής Ελλάδας. Εκτίμησε την οικολογική αλλά και τη χημική κατάσταση των οικοσυστημάτων όπως επίσης και τις πιέσεις στις οποίες υφίστανται αλλά και τις επιπτώσεις που προκαλούνται από αυτές. Τέλος αποτελεί έναυσμα για περαιτέρω παρακολούθηση των περιοχών αυτών αλλά και εκτίμηση της οικολογικής κατάστασής τους μακροπρόθεσμα. / The degradation of water quality in Europe has forced the European Parliament to adopt the Water Framework Directive 2000/60/EC which insists that EU member states achieve "good ecological status" of surface waters by 2015. Aquatic macrophytes are one of the four biological quality elements of the Directive, for the assessment of ecological quality. The ecological status represents the quality of the structure of aquatic ecosystems and the function of plant assemblages. The present inquiry was carried out in 2013 for my master thesis and is part of the research of the Laboratory of Ecology of the University of Patras for the evaluation of river systems in Greece. The purpose of the present study was to estimate the environmental status of the rivers of Western Greece (Alfeios, Pineios, Evinos, Neda) and to correlate their condition. During summer 2013, sampling was performed to collect macrophytes as biological indicators and water samples to calculate physicochemical data according to the standards of Directive 2000/60. The monitoring included: • Recording of physicochemical parameters of water, such as depth (m), flow velocity (km/h), temperature (oC), conductivity (mS/cm), dissolved oxygen (μg/l), pH and total dissolved solids (μg/l). • Chemical analysis of water samples in the lab, which include measurement of alkalinity (μg/l) and concentration of nutrients phosphorus-SRP (μg/l), total phosphorus TP (μg/l), nitrogen-NO2-N, NO3-N and NH4-N (μg/l) and total nitrogen (TN). • Collection of qualitative and quantitative data in the field concerning the structure of the macrophytic societies and the spatial variation of their distribution and development. For the field study, portable multiparameter devices and water samplers were used, whereas for the chemical analysis in the lab, spectrophotometer and Shimadzu total nitrogen analyzer were used. In addition, human pressure on drainage basin of the rivers, the changes to natural topography, the land use and the human activities in the region were recorded. For the data analysis and interpretation, DPSIR was used to analyze the pressures in the study area and evaluate which ones interfere more in the river basins. The results demonstrated that extensive agriculture cause the greatest damage in the lower course of the rivers and the lignite power plants of Megalopoli pollute river Alfeios. Moreover, cluster analysis was used to group the water samples regarding their resemblance in biotic and abiotic factors. The results indicate great similarity of the lower courses of the rivers and differentiate the upper course of Alfeios because of the presence of power station in Megalopoli. Principal component analysis (PCA) and canonical correlation analysis (CCA) were performed to correlate the biotic and abiotic factors of the study area. IBMR (Macrophytes Biological Index for Rivers) was also used to evaluate the ecological status of the rivers. The results show that the rivers of Western Greece present a low output in macrophytes because of the pollution of the rivers and the high speed flow of water that prevents the development of macrophytes in riverbed and river side curb. To sum up, the present study was conducted for the Ecological Evaluation of Aquatic ecosystems in Greece and succeeded the goals. It has been a management tool to set the basis for a network to monitor the rivers of Western Greece. It has accessed the ecological and chemical status of ecosystems, as well as the pressures that exist and the effects caused by them. Finally, it has been a trigger for further monitoring of these areas and assessment of the ecological status in the long term.
5

Εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτων των ποταμών Πείρου-Παραπείρου & Βουραϊκού (Ν.Αχαΐας) με τηη χρήση βιολογικών, υδρομορφολογικών και φυσικοχημικών δεικτών

Θεοδωρόπουλος, Χρήστος 25 July 2008 (has links)
Η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000/60 για τα νερά θέτει το πλαίσιο δράσης όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σωστή διαχείριση των υδάτινων πόρων τους προκειμένου να επιτευχθεί «καλή» οικολογική ποιότητα των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων τους μέχρι το έτος 2015 και να αποτραπεί η περαιτέρω υποβάθμισή τους, με στόχο να διασφαλισθεί η υγιής λειτουργία των υδρόβιων οικοσυστημάτων. Προκειμένου να εκτιμηθεί η οικολογική ποιότητα των υδάτων των ποταμών Πείρου-Παραπείρου και Βουραϊκού, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες και εν συνεχεία χημικές, υδρομορφολογικές και βιολογικές αναλύσεις σε έντεκα θέσεις, επιλεγμένες με συγκεκριμένα κριτήρια κατά μήκος αυτών. Συγκεκριμένα, η συλλογή των δειγμάτων πραγματοποιήθηκε και τις τέσσερις εποχές του έτους 2006, ενώ στους ποταμούς Πείρο και Παραπείρο υλοποιήθηκε μια επιπλέον δειγματοληψία κατά την άνοιξη του έτους 2007. Η υδρομορφολογική ανάλυση πραγματοποιήθηκε ακολουθώντας τη μεθοδολογία River Habitat Survey, ενώ η βιολογική ανάλυση περιελάμβανε τη συλλογή δειγμάτων βενθικών μακροασπον-δύλων σύμφωνα με τη μεθοδολογία STAR AQEM. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές στατιστικής ανάλυσης προκειμένου να εντοπιστούν οι σημαντικότερες περιβαλλοντικές παράμετροι που επηρεάζουν τις βιοκοινότητες των μακροασπον-δύλων. Για τον υπολογισμό της οικολογικής ποιότητας εφαρμόστηκε η μεθοδολο-γία REFCOND προκειμένου να εκτιμηθεί αυτή με βάση την επιμέρους συμβολή των χημικών, υδρομορφολογικών και βιολογικών παραμέτρων στη διαμόρφωσή της. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας περισσότερο του ήμισυ του μήκους των ποταμών Πείρου-Παραπείρου και των 3/5 του μήκους του ποταμού Βουραϊκού δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2000/60/ΕΕ, εκτιμώμενη η οικολογική τους ποιότητα από «φτωχή» έως «μέτρια». Για τους Πείρο και Παραπείρο, η ποιοτική υποβάθμιση αποδίδεται σε αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες καθώς και στην παρουσία αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων στις κατάντη θέσεις. Η αντίστοιχη του Βουραϊκού, εν μέρει οφείλεται σε αγροκτηνοτροφικές δραστηριότη-τες αλλά κυρίως στην παρουσία σημαντικών ποσοτήτων τυροκομικών αποβλήτων. Επιπλέον, τα ευρήματα στο συγκεκριμένο ποτάμι πιστοποιούν τον καθοριστικό ρόλο της παρόχθιας βλάστησης στην απορρύπανση των υδάτων των ποταμών. Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να ληφθούν τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας των νερών των ποταμών από τα παντοειδή απόβλητα, προκειμένου να αναβαθμιστεί η ποιότητά τους με τελικό στόχο να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2000/60 για διασφάλιση «καλής» οικολογικής ποιότητας μέχρι το έτος 2015. / One of the main issues of the EU Water Framework Directive 2000/60 is the achievement of “good” ecological status for the surface waters by the year 2015. All European countries are obliged to assess the ecological quality of their surface water bodies and classify them into a five-quality class system, with a final purpose to ensure “good” status for Europe’s water bodies and prevent their further deterioration. Eleven sites located in the rivers Peiros - Parapeiros and Vouraikos (Western Greece), were sampled seasonally and analyzed using physicochemical, hydromorphological and biological data, in order to classify the water quality according to the aforementioned directive. Physicochemical classification was performed using the Nutrient Classification System, while the habitat quality was estimated by applying the River Habitat Survey methodology. Biological sampling was performed by application of the STAR AQEM methodology, while the ecological classification was achieved by utilizing the “REFCOND guidance for the relative roles of the physicochemical, hydromorphological and biological quality elements”. Various multivariate techniques (Canonical Correspondence Analysis, Cluster Analysis and MDS) revealed the most important environmental factors that affected the macroinvertebrate communities. According to the results of the study, half length of the rivers Peiros-Parapeiros and the 3/5 of the river Vouraikos were found not to fullfil the demands of the WFD, with their quality being assessed from “moderate” to “poor”. Agriculture, urbanization and hydromorphological alteration were the main factors that contributed to the water quality degradation of the rivers Peiros and Parapeiros, while the presence of dairy wastewaters has been assessed as the main reason for the quality degradation of Vouraikos river. Moreover, the results of the study revealed the valuable role of the riparian vegetation in absorbing a large part of the incoming pollution. Finally, the results reveal the obligation for focused actions to be taken for monitoring and improvement of water quality, in order to meet the demands of the Water Framework Directive 2000/60/EU for “good” ecological quality, by the year 2015.
6

Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των λιμνοθαλασσών Κοτύχι & Πρόκοπος της Δ. Ελλάδας : ανάλυση των βιοκοινωνιών των υδρόβιων μακρόφυτων και μακροασπόνδυλων στα πλαίσια εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα

Φυττής, Γεώργιος 05 July 2012 (has links)
Τα υδρόβια μακρόφυτα και τα βενθικά μακροασπόνδυλα μελετήθηκαν εποχικά σε δύο λιμνοθάλασσες της Δυτικής Ελλάδας (Κοτύχι και Πρόκοπος), με σκοπό την ανάλυση της χωρικής και εποχικής διακύμανσης των βιοκοινωνιών τους. Η λιμνοθάλασσα Κοτύχι παρουσιάζει μεγαλύτερη επικοινωνία με τη θάλασσα, ενώ ο Πρόκοπος έχει μεγαλύτερο βαθμό απομόνωσης από τη θάλασσα. Τα υδρόβια μακρόφυτα αποτελούν κύριο στοιχείο των λιμνοθαλασσών. Συνολικά και στις δύο περιοχές μελέτης βρέθηκαν 22 taxa μακροφύτων (αγγειόσπερμα και μακροφύκη), εκ των οποίων τα 8 αποτελούν νέες αναφορές για την περιοχή μελέτης. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν 16 taxa στο Κοτύχι (2 ροδοφύκη, 8 χλωροφύκη, 5 αγγειόσπερμα, 1 στρεπτόφυτο) και 14 στον Πρόκοπο (1 ροδοφύκος, 5 χλωροφύκη, 5 αγγειόσπερμα, 3 στρεπτόφυτα). Τα αγγειόσπερμα Ruppia cirrhosa και Potamogeton pectinatus ήταν κυρίαρχα και στις δύο λιμνοθάλασσες. Κυρίαρχο taxon στο Κοτύχι ήταν και το χλωροφύκος Cladophora glomerata, ενώ για τον Πρόκοπο το αγγειόσπερμο Zannichellia pallustris ssp. pedicellata. H βιομάζα των υδρόβιων μακροφύτων παρουσίασε μεγάλη αύξηση κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Στο Κοτύχι απαντούν 28 taxa υδροβίων μακροασπονδύλων, ενώ στον Πρόκοπο 19. Η οικογένεια των Chironomidae (Miscellanea) και το Lekanesphaera monodi (Καρκινοειδή) ήταν τα κυρίαρχα taxa και για τις δύο λιμνοθάλασσες. Η ποικιλότητα (Η’) της βενθικής πανίδας κυμάνθηκε από 1,3 έως 2,6 στο Κοτύχι και από 0,7 έως 2,4 στον Πρόκοπο. Τα αποτελέσματα της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) σε σύνολο 72 δειγματοληπτικών επιφανειών, με βάση την αφθονία των υδρόβιων μακροφύτων στις δύο περιοχές μελέτης, ανέδειξαν 5 ομάδες βλάστησης. Στην ομάδα Ι κυρίαρχο taxon είναι το αγγειόσπερμο Zostera noltii, ενώ στις ομάδες ΙΙa και ΙΙb κυριαρχεί το αγγειόσπεrμο Ruppia cirrhosa, με διαφορετική αντιπροσώπευση των συνοδών ειδών. Στην ομάδα ΙΙIa κυριαρχούν τα αγγειόσπερμα Potamogeton pectinatus και Zannichellia pallustris ssp. pedicellata, ενώ η ομάδα ΙΙIb κυριαρχείται από το Zannichellia pallustris ssp. pedicellata που συνοδεύεται από το χλωροφύκος Ulva intestinalis. O έλεγχος των διαφορών των ομάδων βλάστησης, με βάση τη διακύμανση των περιβαλλοντικών τους παραμέτρων πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann - Whitney U. Στατιστικά σημαντικές διαφορές υπάρχουν μεταξύ της ομάδας ΙΙb με τις ομάδες Ι και ΙΙIb, όσον αφορά το βάθος και μεταξύ της ομάδας ΙΙb και ΙΙΙa, όσον αφορά την αναλογία διαφάνεια/βάθος και τη συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου. Τα αποτελέσματα της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) σε σύνολο 36 δειγματοληπτικών επιφανειών, με βάση την αφθονία των υδρόβιων μακροασπονδύλων ανέδειξαν δύο ομάδες βενθικής πανίδας σε επίπεδο ομοιότητας περίπου 50% (Bray curtis similarity 50%) που αντιστοιχούν στις δύο λιμνοθάλασσες. Η ομάδα που αντιστοιχεί στο Κοτύχι κυριαρχείται από την οικογένεια Chironomidae και η ομάδα που αντιστοιχεί στον Πρόκοπο κυριαρχείται από την οικογένεια Οstracoda. O έλεγχος Mann - Whitney U έδειξε ότι οι δύο λιμνοθάλασσες διαφέρουν με βάση τις αβιοτικές παραμέτρους σε επίπεδο σημαντικότητας p<0,001 στο βάθος, την αναλογία διαφάνεια/βάθος, τη συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου, χλωροφύλλης –α και ολικών αιωρούμενων στερεών. Ο Πρόκοπος παρουσίασε μεγαλύτερο βάθος (0,87m) από το Κοτύχι (0,56m) και μεγαλύτερη διακύμανση των παραπάνω παραμέτρων. Γενικά, τα αποτελέσματα της ανάλυσης κύριων συνιστωσών (PCA) και της ανάλυσης ANOSIM, που αφορούν τις περιβαλλοντικές παραμέτρους έδειξαν ότι η διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων παρουσίασε εποχικό και χωρικό πρότυπο και στις δύο λιμνοθάλασσες με τη μεγαλύτερη διακύμανση τους να παρατηρείται στον Πρόκοπo. Κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου ειδικά στον Πρόκοπο καταγράφηκαν πολύ χαμηλές τιμές διαλυμένου οξυγόνου (χαμηλότερη τιμή: 0,34 mg/l), ακραίες τιμές αλατότητας (μέγιστη τιμή: 38,43 psu) και αυξημένες τιμές pH (μέγιστη τιμή: 9,95). Αυτή η εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί έντονο φυσικό στρες στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωση τους. Οι κυριότερες συσχετίσεις των αβιοτικών παραμέτρων που προέκυψαν από την ανάλυση Spearman είναι η θετική συσχέτιση του ολικού φώσφορου με τη χλωροφύλλη – α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά και τη σταθερά απορρόφησης – α, η αρνητική συσχέτιση της αναλογίας διαφάνειας/βάθος με τον ολικό φώσφορο και τη χλωροφύλλη – α και του διαλυμένου οξυγόνου στο υπόστρωμα με τη συγκέντρωση φωσφορικών ιόντων, ολικού αζώτου, ολικού άνθρακα και οργανικού άνθρακα στο ίζημα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης πλεονασμού (RDA), τo pH, η συγκέντρωση των ολικών αιωρούμενων στερεών της χλωροφύλλης - α, το βάθος, η θερμοκρασία και η σταθερά απορρόφησης Κ φαίνεται να παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση & αφθονία των μακροφύτων. Όσον αφορά την εξάπλωση και αφθονία των υδρόβιων μακροασπονδύλων, σύμφωνα με την ανάλυση πλεονασμού (RDA), πιο σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν το βάθος, η συγκέντρωση των ολικών αιωρούμενων σωματιδίων, η θερμοκρασία και το pH. Γενικά, στις δύο λιμνοθάλασσες καταγράφηκε χαμηλός ειδών μακροφύτων και μακροαπονδύλων, όπως και σε άλλες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας (Reizopoulou and Nicolaidou 2004, Kevrekidis 2004, Mogias and Kevrekidis 2005). Ο χαμηλότερος αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι ο αριθμός ειδών, η ποικιλότητα και η αφθονία, των βενθικών μακροασπονδύλων σχετίζεται ισχυρά με την υδρόβια βλάστηση και το βαθμό απομόνωσης από τη θάλασσα. Ο αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων παρουσιάστηκε αυξημένος στον τύπο ενδιαιτήματος, όπου κυριαρχούν τα αγγειόσπερμα, ενώ παρουσιάστηκε μειωμένος σε γυμνό υπόστρωμα. Επίσης, ο αριθμός ειδών και ατόμων μακροασπονδύλων εμφανίζεται μειωμένος με την αύξηση της απόστασης από τη θάλασσα. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης πλεονασμού (RDA) έδειξαν ότι τα μαλάκια παρουσιάζουν καλύτερη συσχέτιση με το αγγειόσπερμο Zostera noltii και τα συνοδά του είδη, ενώ τα καρκινοείδη παρουσιάζουν καλύτερη συσχέτιση με τα αγγειόσπερμα Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus και Zannichellia pallustris ssp. pedicellata και τα συνοδά τους είδη. Τα Miscellanea δείχνουν καλύτερη συσχέτιση με τα ευκαιριακά είδη υδροβίων μακροφύτων. Το Gammarus insensibilis παρουσίασε συνεμφάνιση με το χλωροφύκος Chaetomorpha linum, το οποίο αποτελεί μέρος της διατροφής του (Sheader & Sheader 1987, Bamber et al. 1992). Στην παρούσα εργασία συζητούνται περαιτέρω η οικολογική ποιότητα των δύο λιμνοθαλασσών και οι χωρικές και χρονικές διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων καθώς και οι επιδράσεις τους στη δομή και λειτουργία των βιοκοινωνιών των μακροφύτων και μακροασπονδύλων. / Aquatic macrophytes and benthic macroinvertebrates were studied seasonally in two coastal lagoons (Kotychi and Prokopos) located in Western Greece, in order to investigate spatial and temporal trends. Kotychi lagoon presents a better communication with the sea, while Prokopos has a high degree of confinement. Both ecosystems receive seasonally freshwater input by streams. The submerged aquatic macrophytes constituted a major component of the ecosystems studied. In total were found 22 taxa of aquatic macrophytes (angiosperms and macroalgae), 16 taxa for Kotychi (2 Rhodophyta, 8 Chlorophyta, 5 Magnoliophyta, 1 Streptophyta) and 14 taxa for Prokopos (1 Rhodophyta, 5 Chlorophyta, 5 Magnoliophyta, 3 Streptophyta). Ruppia cirrhosa, and Potamogeton pectinatus were dominant in both lagoons. Kotychi lagoon was also dominated by Cladophora glomerata and Prokopos by Zannichellia pallustris ssp. pedicellata, while the biomass of aquatic species peaked during summer period. The total number of macroinvertebrates found in the lagoons was 28 taxa for Kotychi and 19 for Prokopos. Chironomidae (Miscellanea) and Lekanesphaera monodi (Crustacea) were dominant in both lagoons, while Kotychi was also dominated by Monocorophium insidiosum (Crustacea), and Prokopos by Ostracoda (Crustacea). Benthic diversity (Η’) ranged from 1.3 to 2.6 in Kotychi and from 0.7 to 2.5 in Prokopos. Cluster analysis (Bray Curtis similarity) distinguished 5 vegetation groups based on 72 sampling plots. Group I, was dominated by Zostera noltii, groups IIa and IIb were both dominated by Ruppia cirrhosa, but they present different abundance in companion opportunistic species. Group IIIa was dominated by Potamogeton pectinatus and Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and group IIIb by Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and Ulva intestinalis. Mann - Whitney U – test showed that means of environmental variables such as depth, total P and the ratio transparency/depth differed significantly among groups IIb, IIIa and IIIb. Cluster analysis (Bray Curtis similarity) distinguished two groups of macroinvertebrates, based on 36 sampling plots. Group I represents Kotychi lagoon by Chironomidae and group II represents Prokopos lagoon II dominated by Ostracoda. Mann - Whitney U – test showed that means of environmental variables such as depth, the ratio transparency/depth, total P, chl-a and TSM differed significantly between the two lagoons. Prokopos (0,87m) is a deeper lagoon than Kotychi (0,56m) and presented higher values of the ratio transparency/depth, total P, chl-a and TSM. Generally, PCA and ANOSIM analysis showed that there is a seasonal and spatial fluctuation of environmental variables in the two lagoons. Prokopos showed widest range of the environmental variables among seasons. In Prokopos lagoon during summer period recorded very low values of D.O. (lowest value: 0,34 mg/l), high salinity (max. value: 38,43 psu) and pH (max. value: 9,95). The high seasonal fluctuations of environmental variables create a natural stress to aquatic organisms affecting their abundance. The results of Spearman analysis showed that total P was positively correlated with chl-a, TSM and attenuation coefficient K and the ratio transparency/depth was negatively correlated with total P and chl-a. Also, sediment’s D.O. was negatively correlated with orthophosphates, total nitrogen, total and organic carbon in the sediment. The results of RDA analysis showed that pH, TSM, chl-a, depth, attenuation coefficient K and temperature play the most important role in the abundance and distribution of aquatic macrophytes. Depth, TSM, temperature and pH influence the distribution and abundance of benthic mavroinvertebrates. Generally, both lagoon showed low number of species of macrophytes and macroinvertebrates, similarly with other Greek lagoons (Reizopoulou and Nicolaidou 2004, Kevrekidis 2004, Mogias and Kevrekidis 2005). The lowest number of species and individuals of macroinvertebrates was recorded during the summer period. Moreover, results showed that species richness, diversity, and abundance of benthic macroinvertebrates were strongly related to aquatic vegetation and degree of confinement. The number of species and individuals of macroinvertebrates increased in the habitat where angiosperms were the dominated macrophytes. On the other hand, the number of species and individuals of macroinvertebrates presented lower values in bare substrates. Also, the number of species and individuals of macroinvertebrates presented a reduction at the sampling stations which have a high distance from the sea, in both lagoons. RDA analysis showed that Mollusca prefer as a habitat the angiosperm Zostera noltii and its companion species. Crustacea showed better relation with angiosperms Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus and Zannichellia pallustris ssp. pedicellata and their companion species. Miscellanea showed better relation with the opportunistic species of aquatic macrophytes. Gammarus insensibilis presented co-occurrence with Chaetomorpha linum, which is a part of its diet, as referred also, in Sheader & Sheader (1987) and Bamber et al. (1992). In the current study the ecological evaluation of the two coastal lagoons, the spatial and temporal fluctuations of environmental variables and their influence to the structure and function of biotic communities are further discussed.
7

Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού / Environmental impacts of infrastructure works and activities and ecological evaluation of the Alfeios river basin

Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική 20 April 2011 (has links)
Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στην Ευρώπη οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία τα επιφανειακά ύδατα πρέπει να βρίσκονται σε μια «κατάσταση που χαρακτηρίζεται καλή, τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη». Στην κατεύθυνση αυτή επικεντρώθηκε και η παρούσα μελέτη για την υδρολογική λεκάνη του ποταμού Αλφειού, σε μια προσπάθεια εκτίμησης της περιβαλλοντικής του κατάστασης σε όλο του το μήκος, αλλά και προσδιορισμού των απαραίτητων δράσεων για την ολοκληρωμένη διαχείρισή του. Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος (112 km) και παροχή (ετήσιο δυναμικό 2100×106 m3 ύδατος) ποταμός της Πελοποννήσου και βρίσκεται στην πέμπτη θέση των μεγαλύτερων σε μήκος ποταμών που έχουν το σύνολο της ροής τους εντός του ελληνικού εδάφους. Η λεκάνη απορροής του, έκτασης 3.600 km2, βρίσκεται στη Δυτική και Κεντρική Πελοπόννησο. Οι κυριότεροι παραπόταμοί του είναι ο Ερύμανθος, ο Λούσιος και ο Λάδωνας. Στόχος της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας και του βαθμού τροποποίησης των ποτάμιων ενδιαιτημάτων του Αλφειού και των παραποτάμων του από ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε πρώτη φάση, η προσέγγιση της περιγραφής της δομής των ρεμάτων και ποταμών και της αναγνώρισης των ενδιαιτημάτων τους, έγινε με τη βοήθεια της αναγνωρισμένης μεθόδου RHS (River Habitat Survey). Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε η μέθοδος QBR (Qualitat del Bosc de Ribera), ώστε να επιτευχθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της οικολογικής ποιότητας των υπό μελέτη περιοχών. Στη συνέχεια, έγινε εκτίμηση των φαινομένων διάβρωσης/απόθεσης στην κοίτη και τις όχθες, με έμφαση στις περιοχές όπου εντοπίζονται ανθρώπινες παρεμβάσεις και επιχειρήθηκε η σύνδεσής τους με τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων μεθόδων. Με την ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων εντοπίσθηκαν: οι πιέσεις που δέχονται οι ποταμοί, η ποιότητα της δομής και ο βαθμός τροποποίησης των ενδιαιτημάτων τους, οι σημαντικότερες περιοχές ως προς την οικολογική ποιότητα των ποταμών, καθώς και πιθανές περιοχές προς αποκατάσταση. Τα αποτελέσματα του RHS αναφορικά με την ποιότητα των ενδιαιτημάτων και ειδικότερα με τη σπανιότητα των χαρακτηριστικών, έδειξαν ότι στα εξετασθέντα υδάτινα σώματα δεν είχαμε συχνές τεχνικές παρεμβάσεις στην ενεργό κοίτη, με εξαίρεση τα φράγματα στις περιοχές Φλόκα και Λάμπεια. Σύμφωνα με τη βαθμολογία που προέκυψε από την επεξεργασία του πρωτόκολλου QBR, επιβεβαιώνεται ότι, η ποιότητα και το εύρος της παραποτάμιας ζώνης εξαρτάται περισσότερο από την παρουσία ή μη ανθρώπινων παρεμβάσεων, παρά από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Γενικότερα, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως η διακύμανση της υδρομορφολογικής κατάστασης είναι ανάλογη των πιέσεων που δέχονται οι ποταμοί, στις επιμέρους παραμέτρους (όχθες, παρόχθια ενδιαιτήματα κ.λπ.). Ως προς τα φαινόμενα απόθεσης και διάβρωσης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού, σύμφωνα με τα δεδομένα του Corine, μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκε το εύρος της κοίτης του ποταμού κατά 730 km2, δηλαδή κατά 7,2%. Πρόκειται για το τμήμα του ποταμού που δέχεται τις περισσότερες ανθρώπινες επιδράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν εκτός από εκτεταμένες καλλιέργειες, πολλά τεχνικά έργα και σημεία αμμοχαλικοληψίας. Αντίστοιχο αποτέλεσμα προέκυψε και μετά την ανάλυση των αλλαγών του πλάτους της ενεργού κοίτης, από την περίοδο 1965-1967 έως την περίοδο 2007-2009, χρησιμοποιώντας τους τοπογραφικούς χάρτες της Γ.Υ.Σ. και τους ψηφιακούς χάρτες της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, μέσα σε περίπου 40 χρόνια, κατά μέσο όρο το πλάτος της ενεργού κοίτης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού μειώθηκε κατά 27 m (28%). Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αν και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (εντατικές καλλιέργιες, τεχνικά έργα, αμμοχαλικοληψίες κ.λ.π) που έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος του ποταμού και των παραπόταμών του έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση των παρόχθιων οικοσυστημάτων, μερικές σχεδόν απρόσβλητες περιοχές υπάρχουν ακόμα. Επομένως, ελπίζουμε ότι η οικολογική αξιολόγηση του ποταμού Αλφειού θα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την ολοκληρωμένη διαχείριση της λεκάνης απορροής του ποταμού. / The degradation of the water quality in Europe led the European Parliament to the publication of The Water Framework Directive 2000/60/EC on Water Policy, which requires that physical, chemical and biological parameters of inland waters are measured in order to determine whether ‘high’ or ‘good’ ecological status has been maintained or achieved. In this context, the present study is an effort not only to estimate the ecological status of the Alfeios River basin, but also to determine actions necessary for its integrated management. Alfeios River is the greatest in length (112 km) and flow rate (2100×106m3) river in Peloponnisos and constitutes an important water resource for Western Greece. Alfeios River is also the fifth longest river in Greece among those which have their whole route in the Greek territory. The river basin covers 3600 km2 and extends in Western and Central Peloponnisos. Its main tributaries are the rivers Erymanthos, Lousios and Ladonas. The object of this study is the evaluation of the quality and modification level of Alfeios river habitats, due to human activities. At first, the description of the streams’ and rivers’ structure and the recognition of their habitats was based on the widely used methodology of R.H.S. (River Habitat Survey). Simultaneously, the methodology of QBR (Qualitat del Bosc de Ribera) was applied, in order to obtain a complete view on the ecological status of the study area. After that, we estimated the erosional/depositional phenomena in the watercourse and the banks, emphasising in the sites where human interventions are located and we attempted to connect them with the results of the methods mentioned above. After the data analysis and elaboration we evaluated: the stresses applied on the rivers, the structural quality and the modification degree of the river habitats, the most important areas for their high ecological quality and those which need to be restored. The results of RHS regarding the river habitats’ quality and more specifically the special characteristics showed that, there are not any frequent technical interventions in the river bed, with the exception of the dams in the Floka and Lampeia areas. On the contrary, the pressures sustained by the entire flood plain are frequent and intense. According to the total score of the QBR protocol, it is confirmed that, the quality and the extent of the riparian area depend more on the presence or absence of human activities than on the geomorphological characteristics of the areas. In general, the results of the study demonstrate that the fluctuation of the hydromorphological condition is proportional to the stresses sustained by the rivers in total, by their individual parameters (banks, riparian habitats etc.). According to Corine data, as far as the deposition and erosion phenomena in medium and lower watercourse of Alfeios are concerned, in one decade the width of the river’s watercourse decreased by 730 km2, or 7,2%. It is the river part that undergoes most of the human activities, including extensive agricultural plains, infrastructure and many sand and gravel extraction sites. Matching results were met after studying the changes of the active riverbed’s width from comparing data of the time periods of 1965-1967 until 2007-2009, obtained from topographic maps of the Army’s Geographic Department and the digital maps of KTIMATOLOGIO AE respectively. According to these results, in roughly 40 years the average width of the active riverbed decreased, in the medium and low watercourse of Alfeios, for 27 m (28%). As a conclusion, it is safe to say that Alfeios River constitutes the main water source of Western and Central Peloponnisos, supporting the neighboring communities. Although human activities such as settlements, agroindustries, pumping or deviation of water for irrigation, infrastructure works (dams, bridges), gravel extraction etc. have been developed along the river and its tributaries for a long time and have led to the degradation of the riparian ecosystems, some almost unaffected regions do still exist. Therefore, we hope that the ecological evaluation of the Alfeios River will be a useful tool for the sustainable management of the whole catchment area.
8

Οικολογική αξιολόγηση εκβολικών οικοσυστημάτων στον Πατραϊκό κόλπο με τη χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS)

Κυριακοπούλου, Νίκη 17 July 2014 (has links)
Στην παρούσα εργασία πραγματοποιείται οικολογική αξιολόγηση των εκβολικών οικοσυστημάτων των ποταμών Εύηνου και Πείρου που εκβάλλουν στον Πατραϊκό κόλπο. Αποτελούν συνδυασμό χερσαίων και υγροτοπικών περιοχών με σημαντική οικολογική αξία και λειτουργίες. Ο Εύηνος σχηματίζει τυπικό δέλτα σε αντίθεση με τον Πείρο, στην περιοχή εκβολής του οποίου οι συνθήκες δεν ευνοούν μια τέτοια διαδικασία. Στόχοι της μελέτης ήταν: η καταγραφή και χαρτογράφηση των τύπων οικοτόπων στις επιμέρους περιοχές με τη χρήση των GIS, η μελέτη των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και των επιπτώσεών τους στη δομή των οικοτόπων, η εκτίμηση της κατάστασης τους με τη βοήθεια δεικτών οικολογικής αξιολόγησης και τελικά, η ανάπτυξη κατάλληλου διαχειριστικού σχεδίου. Για την πραγματοποίηση της εργασίας αυτής προηγήθηκαν επισκέψεις και στα δύο εκβολικά οικοσυστήματα, φωτογραφήσεις, καθώς και συλλογή και προσδιορισμός φυτικού υλικού από τους κυριότερους τύπους βλάστησης. Για την αναγνώριση των τύπων οικοτόπων χρησιμοποιήθηκε ο Τεχνικός Οδηγός Χαρτογράφησης του δικτύου NATURA 2000. Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των εξεταζόμενων περιοχών εφαρμόστηκαν τα κριτήρια της ποικιλότητας, φυσικότητας, σπανιότητας, απειλής και δυνατότητας αποκατάστασης στο επίπεδο των οικοτόπων και των συνδυασμών τους σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Επιπλέον, εφαρμόστηκε η ανάλυση DPSIR σε επίπεδο λεκάνης απορροής των υπό μελέτη ποταμών, με έμφαση στα εκβολικά τους συστήματα, με τη χρήση 45 δεικτών. Οι τύποι οικοτόπων, η αξιολόγηση με βάση τα κριτήρια και οι πιέσεις-επιπτώσεις σε κάθε περιοχή μελέτης οπτικοποιήθηκαν σε ψηφιακούς χάρτες με τη χρήση των GIS. Καταγράφηκαν 322 taxa στο δέλτα του Εύηνου και 225 taxa στις εκβολές του Πείρου, εκ των οποίων τα 112 είναι κοινά μεταξύ των περιοχών μελέτης. Πραγματοποιήθηκε περιγραφή και χαρτογράφηση 22 φυσικών και 3 ανθρωπογενών τύπων οικοτόπων. Οι κυριότερες αλλοιώσεις που καταγράφηκαν ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας ανθρώπινης παρουσίας είναι: η έντονη διάβρωση και οπισθοχώρηση της ακτογραμμής, η επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων εις βάρος των φυσικών και η έντονη ρύπανση των υδάτων. Από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι οικότοποι στις δύο περιοχές βρίσκονται σε μια μέτρια έως καλή κατάσταση διατήρησης, με την περιοχή του Εύηνου να λαμβάνει την υψηλότερη βαθμολογία ως προς τα κριτήρια. Το πλαίσιο DPSIR ανέλυσε την επικρατούσα κατάσταση και ανέδειξε τη σοβαρή υποβάθμιση που υφίστανται τα εκβολικά συστήματα. Συμπερασματικά, τα GIS αποτέλεσαν ένα σημαντικό διαχειριστικό εργαλείο, καθώς επιτρέπουν τη συνεχή καταγραφή των διαχρονικών αλλαγών και την εκτίμηση του βαθμού αλλοίωσης των δύο εκβολικών οικοσυστημάτων με σκοπό τη διατήρηση και την προστασία τους. / In the present study an ecological evaluation of the estuary ecosystems of the rivers Evinos and Piros flowing into the Gulf of Patras was carried out. They constitute a combination of terrestrial and wetland areas with significant ecological value and functions. Evinos forms a typical delta unlike Piros, in the estuarine region of which the conditions do not favor such a process. The objectives of the study were: the recording and mapping of habitat types in each area with the use of GIS, the study of human activities and their impact on the structure of habitats, the assessment of their state with the use of indicators of ecological value and finally, the development of an appropriate management plan. For the accomplishment of this study visits to both estuarine ecosystems, photography and collection and identification of the plant material from the main vegetation types was performed. For the identification of habitat types the Technical Guide for Mapping of the network NATURA 2000 was used. To assess the ecological status of the areas concerned the criteria of diversity, naturalness, rarity, threat and replaceability were applied, at the level of habitats and their combinations, according to the Directive 92/43/EEC. Moreover, the DPSIR analysis was applied at the basin level of the studied rivers, with emphasis on their estuarine systems. The habitat types, the evaluation based on the criteria and the pressures-impacts on each of the studied areas were visualized into digital maps using GIS. 322 taxa were recorded for the Evinos delta and 225 for the mouth of Piros, of which 112 are common among the study areas. Description and mapping of 22 natural and 3 anthropogenic habitat types was carried out. The main alterations that were recorded as a result of long-term human presence are: the intense erosion and retreat of the coastline, the expansion of cultivated land at the expense of natural one and the strong water pollution. Assessment revealed that the habitats in both regions are at a moderate to good conservation status, with the area of Evinos receiving the highest rating concerning the above criteria. The DPSIR framework analysed the present state and highlighted the serious degradation that occurs in estuaries. In conclusion, the GIS are an important management tool, as they allow the continuous recording of the diachronic changes and the evaluation of the degree of deterioration of both estuary ecosystems in order to conserve and protect them.
9

Ηχοβολιστική αποτύπωση του αναγλύφου του πυθμένα και διερεύνηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας Γιάλοβας, Ν. Μεσσηνίας, καθώς και ψηφιακή χαρτογράφηση των καλύψεων/ χρήσεων γης στην ευρύτερη προστατευόμενη περιοχή

Παπακωνσταντίνου, Μαρία 13 January 2015 (has links)
Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, μελετήθηκε η προστατευόμενη περιοχή του Οικολογικού Δικτύου Natura 2000: «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι), Νήσος Σφακτηρία, Αγ. Δημήτριος» με κωδικό GR2550004. Διεξάχθηκαν δύο εποχικές δειγματοληψίες, στις 31 Αυγούστου του 2012 και στις 21 Απριλίου του 2013. Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας έχει έκταση περίπου 2,5 Km2, μέγιστο βάθος 1 m και επικοινωνεί με τον κόλπο του Ναυαρίνου μέσω ενός τεχνητού διαύλου. Αρχικά, πραγματοποιήθηκε η ηχοβολιστική αποτύπωση του πυθμένα, με χρήση ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (Side Scan Sonar, SSS) με σκοπό να αποκαλυφθεί, τόσο η μορφολογία του βυθού, όσο και η παρουσία, η αφθονία και η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων. Κατόπιν, σε 9 προεπιλεγμένους δειγματοληπτικούς σταθμούς, πραγματοποιήθηκε καταγραφή των φυσικοχημικών παραμέτρων και συλλέχθηκαν δείγματα υδρόβιας χλωρίδας. Με τη βοήθεια του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης μελετήθηκε, περίπου, το 37% της έκτασης της λιμνοθάλασσας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, προέκυψαν 6 διαφορετικοί ακουστικοί τύποι που αντιστοιχούν σε 6 διαφορετικά ποσοστά φυτοκάλυψης: πυκνή (76-100%), λιγότερο πυκνή (51-75%), αραιή (26-50%), πολύ αραιή (6-25%), σπάνια (1-5%) και καθόλου (<1%). Αφού κατασκευάστηκε το μωσαϊκό του πυθμένα, με τη χρήση των λογισμικών Triton Isis και TritonMap (Delphmap) της Triton Imaging Inc., διαπιστώθηκε ότι, η λιμνοθάλασσα καλύπτεται από βλάστηση σε ποσοστό περίπου 25% ενώ, περίπου, το 75% δεν καταλαμβάνεται από κάποιο είδος υδρόβιας βλάστησης, και το υπόστρωμα είναι αμμώδες/ ιλυοαμμώδες (Μπούζος et al., 2002a). Τα αποτελέσματα του Αυγούστου έδειξαν ότι, η πυκνή φυτοκάλυψη φτάνει περίπου στο 2% της υπό μελέτη έκτασης, και χωρικά περιορίζεται κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τη θάλασσα. Η υδρόβια χλωρίδα που απαντά στους σταθμούς αυτούς αποτελείται από τα είδη Ruppia cirrhosa σε μίξη με την Cymodocea nodosa, με κυρίαρχο είδος τη Ruppia cirrhosa. Όσο απομακρυνόμαστε από το δίαυλο, η πυκνή φυτοκάλυψη εναλλάσσεται με λιγότερο πυκνή, σε ποσοστό 1% επί του συνόλου, και αποτελείται από τα ίδια είδη. Η αραιή φυτοκάλυψη, απαντά σε ποσοστό 3% και χωρικά κατανέμεται στο δίαυλο επικοινωνίας, αλλά και στα νοτιοδυτικά της λιμνοθάλασσας, όπου, εκτός από τη Ruppia cirrhosa, απαντά και η Cladophora glomerata. To ποσοστό της πολύ αραιής φυτοκάλυψης κυμαίνεται γύρω στο 15% και χωρικά κατανέμεται, κυρίως, στα βορειοανατολικά της λιμνοθάλασσας, όπου απαντά μόνο η Ruppia cirrhosa, ενώ, σε ποσοστό 4%, η φυτοκάλυψη είναι σπάνια και απαντά στα βορειοδυτικά και στα κεντρικά σημεία της λιμνοθάλασσας. Τον Απρίλιο, η χωρική κατανομή των υδρόβιων μακροφύτων είναι ακόμα πιο περιορισμένη, με συμμετοχή μόνο της Ruppia cirrhosa, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως, κοντά στο δίαυλο επικοινωνίας με τον κόλπο του Ναυαρίνου, καθώς εκεί ευνοείται η ανανέωση του νερού και οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξή τους. Τονίζεται επίσης ότι, τον Απρίλιο, συλλέχθηκε από τα βόρεια της λιμνοθάλασσας ένα είδος του γένους Ulva spp, που αποτελεί δείκτη ευτροφικών συνθηκών (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). Γενικά, το κυρίαρχο είδος στη λιμνοθάλασσα, και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, είναι το κοσμοπολίτικο είδος Ruppia cirrhosa το οποίο έχει καταγραφεί ξανά στην περιοχή (Tiniakos et al., 1997). Σε όλους τους δειγματοληπτικούς σταθμούς, καταγράφηκαν οι παράμετροι: θερμοκρασία, αλατότητα, pH και διαλυμένο οξυγόνο, αλλά και το βάθος της λιμνοθάλασσας, η διαφάνεια του νερού και η ένταση της φωτοσυνθετικά ενεργής ακτινοβολίας (PAR). Επιπλέον, υπολογίστηκαν οι συγκεντρώσεις της χλωροφύλλης-α, τα ολικά αιωρούμενα στερεά (TSS), οι συγκεντρώσεις των ανόργανων ενώσεων αζώτου και φωσφόρου, καθώς και τα επίπεδα της ολικής αλκαλικότητας των ανθρακικών και όξινων ανθρακικών ιόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν χωρική και χρονική διακύμανση όλων των παραμέτρων, με πιο σημαντικές τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, της αλατότητας και της συγκέντρωσης των θρεπτικών ενώσεων αζώτου και φωσφόρου. H εποχική διακύμανση των περιβαλλοντικών παραμέτρων προκαλεί φυσικό stress στους υδρόβιους οργανισμούς επηρεάζοντας την αφθονία και εξάπλωσή τους (Crouzet et al., 1999). O έλεγχος των στατιστικώς σημαντικών διαφορών των φυσικοχημικών παραμέτρων, πραγματοποιήθηκε με τον έλεγχο Mann-Whitney U, ο οποίος έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικώς σημαντικές διαφορές, μεταξύ των δύο εποχών, που αφορούν στις παραμέτρους: διαφάνεια, αλατότητα, θερμοκρασία, pH, TSS, NO2, CO3ˉ και HCO3=. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχικών δειγματοληψιών στις παραμέτρους: βάθος, διαλυμένο οξυγόνο, χλωροφύλλη-α, NO3, NH4 και PO4. Ενδεικτικά, η θερμοκρασία παρουσίασε μεγάλη εποχική διακύμανση, σημειώνοντας πολύ υψηλές τιμές τον Αύγουστο (28,80 C - 30,50 C), και πολύ χαμηλότερες τον Απρίλιο (19,0 0C - 20,40C). Η αλατότητα παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις από σταθμό σε σταθμό, κυρίως τον Αύγουστο, αλλά και από εποχή σε εποχή. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο, κυμάνθηκε από 42,73‰ έως 54,42‰ ενώ τον Απρίλιο κυμάνθηκε γύρω στο 31‰ σε όλη την έκταση της λιμνοθάλασσας. Επιπρόσθετα, το pH παρουσίασε στατιστικώς σημαντικές διαφορές, καθώς τον Αύγουστο κυμάνθηκε στο 8,23 κατά μέσο όρο, αναφορικά για όλη τη λιμνοθάλασσα, ενώ τον Απρίλιο παρουσίασε πτωτική τάση, αφού η μέση του τιμή ήταν 6,99. Όσον αφορά στις συγκεντρώσεις των θρεπτικών, τα αμμωνιακά ιόντα ήταν η κυρίαρχη μορφή αζώτου, καθώς παρουσίασε υψηλές τιμές και τις δύο δειγματοληπτικές περιόδους, ενώ, τα νιτρώδη ιόντα, παρόλο που διέφεραν στατιστικώς σημαντικά, σε γενικές γραμμές, κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τους δύο μήνες (έως 0,010 mg/l). Το διαλυμένο οξυγόνο παρέμεινε σε φυσιολογικά επίπεδα και τους δύο μήνες, όπου η μέση τιμή του ήταν 8 mg/l. Το βάθος δεν μεταβλήθηκε σημαντικά, ενώ τα επίπεδα της χλωροφύλλης-α, ήταν υψηλά και τις δύο χρονικές περιόδους. Η ανάλυση Spearman έδειξε σαφείς συσχετίσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συγκαταλέγονται, η αρνητική συσχέτιση της διαφάνειας με την εποχή και το βάθος. Επιπλέον, σημαντική είναι η αρνητική συσχέτιση της αλατότητας και της θερμοκρασίας με την εποχή, αλλά και η θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο πρώτων. Στη συνέχεια, εξίσου σημαντική είναι η θετική συσχέτιση του pH με την αλατότητα και τη θερμοκρασία, αλλά αξιοσημείωτες είναι και οι θετικές συσχετίσεις που παρουσιάζουν τα TSS με τη θερμοκρασία και το pH, και η χλωροφύλλη-α με τη διαφάνεια. Σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε η Οργάνωση για Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΕCD) για τα στάσιμα ύδατα, προέκυψε η τροφική κατάσταση της λιμνοθάλασσας, με βάση τις μέσες και οριακές τιμές των παραμέτρων: TP, χλωροφύλλη-α και διαφάνεια (Secchi depth) (OECD, 1982). Έτσι, με βάση τη μέση συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική τον Αύγουστο και ως ευτροφική τον Απρίλιο. Όσον αφορά στη χλωροφύλλη-α, με βάση τις μέσες και μέγιστες τιμές που σημειώθηκαν τον Αύγουστο, η λιμνοθάλασσα χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, ενώ τον Απρίλιο χαρακτηρίζεται ως ευτροφική, με βάση τη μέση τιμή, αλλά ως μεσοτροφική, με βάση τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε. Τέλος, όσον αφορά στη διαφάνεια, σύμφωνα με τις μέσες και ελάχιστες τιμές της, η λιμνοθάλασσα, και τους δύο μήνες, χαρακτηρίζεται ως υπερτροφική. Με χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ), και με υπόβαθρο ένα μωσαϊκό ορθοφωτοχαρτών της Κτηματολόγιο Α.Ε., που αποκτήθηκαν κατά το διάστημα 2007-2009, κατασκευάστηκε ο χάρτης των καλύψεων/ χρήσεων γης του συστήματος ταξινόμησης Corine Land Cover 2000, για ολόκληρη την προστατευόμενη περιοχή. Ακολούθως, έγινε η αντιστοίχηση των κατηγοριών καλύψεων/ χρήσεων γης που προέκυψαν, με τους τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΚ, στο 3ο επίπεδο ταξινόμησης. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική σύγκριση μεταξύ του νέου χάρτη και του χάρτη του Corine Land Cover, που κατασκευάστηκε για την περιοχή το 2000. Με βάση το χάρτη που κατασκευάστηκε διαπιστώθηκε ότι, υπάρχει ποικιλία φυσικών τύπων οικοτόπων, που προσδίδουν στην περιοχή ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική αξία. Περιμετρικά της λιμνοθάλασσας απαντούν μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi), καλαμώνες, μεσογειακοί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων (Molinio Holochoenion), παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae), σχηματισμοί με αρκεύθους (Juniperus spp.), υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria και μονοετή βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Επιπλέον, στη νήσο Σφακτηρία, στους λόφους του Παλαιόκαστρου και του Πετροχωρίου, απαντούν απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.), Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου και φρύγανα ενώ, οι όχθες του ποταμού Σελά χαρακτηρίζονται από δάση ανατολικής πλατάνου (Platanus orientalis). Τονίζεται η σημειακή συμμετοχή του τύπου προτεραιότητας των θινών των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus spp). Επιπλέον, σε μεγάλη έκταση, απαντούν οι αγροτικές καλλιέργειες, με κυρίαρχους τους ελαιώνες, περιοχές αστικού πρασίνου, δρόμοι αλλά και οικισμοί. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας όπως η αποτύπωση της μορφολογίας του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και των καλύψεων/ χρήσεων γης, στα όρια της προστατευόμενης περιοχής και η περαιτέρω εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης της λιμνοθάλασσας θα συμβάλλουν περαιτέρω στην ορθολογική διαχείριση της. / In the context of this research, the protected area of the «Natura 2000» ecological network: "Pylos Lagoon, Sfaktiria island, St. Dimitrios" with the sitecode GR2550004, has been studied. Two sampling campaigns were carried out, οn August 31st 2012 and on April 21st 2013. Gialova lagoon covers an area of 2.5 Km2 with a maximum depth of 1 m and is connected with the adjoining Navarino Bay, via a small channel. Firstly, side scan sonar bottom interpretation was carried out, in order to investigate, not only the morphology of the lagoon’s bottom, but also the presence, abundance and spatial distribution of aquatic macrophytes. In addition, physicochemical parameters were recorded in 9 different sampling stations. Furthermore, samplings of aquatic vegetation were carried out as well. Initially, with the use of SSS, roughly 37% of the lagoon’s surface has been studied. Side scan sonar imagery resulted in 6 different acoustic types, which correspond to 6 different percentages of plant cover: thick (76-100%), less than thick (51-75%), sparse (26-50%), too sparse (6-25%), rare (1-5%) and absent (<1%). Having built the mosaic of the bottom of the lagoon, with the use of software Triton Isis and Triton Map (Delphmap) of Triton Imaging Inc., it was found that, the lagoon is covered by vegetation at 25%, while 75% is not occupied by any kind of aquatic vegetation, but the substrate is sandy/mudsandy (Bouzos et al., 2002a). The results of August showed that the thick plant cover reaches approximately 2% of the study area, and it is spatially restricted near the communication channel with the sea. The aquatic flora which responds to these stations is Ruppia cirrhosa in mixing with the Cymodocea nodosa, with the Ruppia cirrhosa as the dominant species. When we move away from the communication channel, the thick plant cover alternates with less than thick, representing 1% of the total, and consists of the same species. The sparse plant cover responds to 3% and is spatially distributed in the communication channel, but also in the southwest of the lagoon, where, apart from the Ruppia cirrhosa, Cladophora glomerata is found as well. The percentage of too sparse vegetation is around 15%, and it is spatially distributed mainly in the north-east of the lagoon, where only Ruppia cirrhosa is found, while, the vegetation is rare at 4%, and responds to the northwest and the central points of the lagoon. In April, the spatial distribution of aquatic macrophytes is even more limited, involving only the Ruppia cirrhosa, which is mainly concentrated near the communication channel with the adjoining Navarino Bay, which favored the renewal of water and where the environmental conditions are suitable for their development. It should be also noted that, in April, an occasional species of the genus Ulva spp., was collected from the northern section of the lagoon. This species is an indicator of eutrophic conditions (Orfanidis et al., 2005, Aliaume et al., 2007). In general, the dominant species in the lagoon, in both sampling periods, is the cosmopolitan species Ruppia cirrhosa, which has been recorded before in the region (Tiniakos et al., 1997). The following parameters were recorded in all the sampling stations: temperature, salinity, pH and dissolved oxygen, but also the depth of the lagoon, the transparency of the water’s column and the volume of photosynthetically active radiation (PAR). Furthermore, chlorophyll-a, total suspended solids (TSS), inorganic nitrogen and phosphorus compounds, as well as the levels of total alkalinity of carbonates and acid carbonates were calculated. The results showed spatial and temporal variability of all parameters, and the most significant fluctuations were observed in temperature, salinity and in nitrogen and phosphorus concentrations. This seasonal variation of environmental parameters causes natural stress on aquatic organisms affecting their abundance and their spatial distribution (Crouzet et al., 1999). The control of the statistically significant differences in physicochemical parameters was carried out with the Mann-Whitney U test, which has shown that, there are statistically significant differences between the two seasons, relating to parameters: transparency, salinity, temperature, pH, TSS, NO2, CO3ˉ and HCO3=. In contrast, there were not statistically significant differences between the two sampling periods for parameters: depth, dissolved oxygen, Chl-a, NO3, NH4 and PO4. More specifically, the temperature has large seasonal variation, noting very high values in August (28.8ᵒ C – 30.5ᵒ C) and much lower in April (19.0ᵒ C – 20.4ᵒ C). The salinity showed large fluctuations from station to station, especially in August, but also from season to season. Specifically in August, it ranged from 42.73‰ to 54.42‰ and in April fluctuated around 31‰ throughout the lagoon. In addition, the pH values presented statistically significant differences. In August, pH ranged from around 8.23 on average, with respect to the entire lagoon, while in April showed a downward trend, when the average value was around 6.99. With regard to the concentrations of nutrients, ammonium ions were the dominant form of nitrogen, as it presented high values in both sampling periods, while the nitrite ions, although differed statistically significantly, in general, varied in low levels both months. Dissolved oxygen, remained at normal levels in both sampling periods, where the average value was around 8 mg/l. The depth did not change significantly, while the levels of Chl-a, were very high in both time periods. The Spearman analysis showed clear correlations between environmental parameters. Among the most important is, the negative correlation of transparency with season and depth. In addition, significant is the negative correlation of salinity and temperature with season, but also the positive correlation between the first two. Of course, equally important is the positive correlation of pH with salinity and temperature, but also significant are the positive correlations of the TSS with temperature and pH, and Chl-a with transparency. Finally, it is mentioned that there is negative correlation of total phosphorus with season and acid carbonates, and positive correlation with salinity, temperature, pH and TSS. In accordance with the standards set by the Organization for Cooperation and Development (OECD) for stagnant water, the trophic status of the lagoon has been established, on the basis of the average and maximum values of parameters: TP, Chl-a and transparency (Secchi depth) (OECD, 1982). So, on the basis of the average concentration of total phosphorus, it is characterized as hypereutrophic in August and as eutrophic in April. As regards the Chl-a, on the basis of the average and maximum values occurred in August, the lagoon is characterised as eutrophic, while in April it is characterized as eutrophic, based on the average value, but as mesotrophic, on the basis of the maximum value recorded. Finally, with regard to transparency, in accordance with the average and minimum values, the lagoon is characterized as hypereutrophic in both seasons. With the use of Geographical Information Systems (GIS) and with the help of ortho-corrected aerial photographs, acquired during 2007 and 2009, a Land Cover Land Use map was constructed. Subsequently, the categories of Corine Land Cover that came up, matched with the habitat types included in the Annex I of the Directive 92/43/EC, according to the 3rd classification level. Furthermore, the land cover/ land use categories of the new map compared with those of the map that constructed in 2000 for the same area, in order to estimate the changes during the years that have passed. The map, which was constructed in the context of this research, showed that there is a variety of natural habitat types, which gives the area special ecological and aesthetic value. In particular, around the lagoon, we found mediterranean salt meadows (Juncetalia maritimi), reedbeds, mediterranean grassland with high grass and rush (Molinio Holochoenion), southern riparian forest-arcades and scrubs galleries (Nerio-tamaricetea and Securinegion tinctoriae), formations with juniper thickets (Juniperus spp.), embryonic dunes, shifting dunes along the shoreline with Ammophila Arenaria and vegetation of drift lines. In addition, on the Sfaktiria island, in Paleokastro and Petrochori hills respond vegetated sea cliffs of the Mediterranean coasts (with endemic Limonium spp.), Garrigues of eastern Mediterranean and phrygana, while the banks of the river Selas are characterized by oriental plane woods (Platanus orientalis). The spot presence of dune juniper thickets is emphasized (Juniperus spp), which is a priority habitat. In addition, to a large extent, there are agricultural crops with olive groves, urban areas, roads and different kinds of settlements. The ultimate aim of this study is the visual interpretation of the morphology of the bottom of the lagoon and the Land Cover Land Uses, within the limits of the protected area and the further assessment of the ecological status of the lagoon.
10

Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας παράκτιων οικοσυστημάτων Ελλάδας και Κύπρου στα πλαίσια εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΕ για τα ύδατα: λιμνοθάλασσες Κοτύχι-Πρόκοπος, αλυκές Λάρνακας-Ακρωτηρίου

Τζιωρτζιής, Ιάκωβος 23 October 2008 (has links)
Τα παράκτια μεταβατικά οικοσυστήματα όπως οι λιμνοθάλασσες και οι αλυκές, αποτελούν δυναμικά οικοσυστήματα και παρουσιάζουν έντονες χωρικές και χρονικές διακυμάνσεις, αφού ως οικότονοι μεταξύ ξηράς και θάλασσας, δέχονται την ταυτόχρονη επίδραση χερσαίου και θαλάσσιου περιβάλλοντος. Παράλληλα είναι οικοσυστήματα υψηλής παραγωγικότητας, αφού φιλοξενούν είδη με υψηλή πρωτογενή παραγωγικότητα. Τα υδρόβια μακρόφυτα αποτελούν δομικά και λειτουργικά στοιχεία των οικοσυστημάτων αυτών και σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο 2000/60/ΕΕ, αποτελούν ποιοτικά στοιχεία και χρησιμοποιούνται ως βιοδείκτες για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτινων οικοσυστημάτων. Στα πλαίσια της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής, διερευνήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ αβιοτικών και βιοτικών παραμέτρων της υδάτινης στήλης, στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο της ΒΔ Πελοποννήσου και στις αλυκές Λάρνακας και στον υγρότοπο Ακρωτηρίου (Αλυκές Ακρωτηρίου, λιβάδι Φασουρίου) της Κύπρου. Πραγματοποιήθηκαν μηνιαίες δειγματοληψίες κατά την βλαστητική περίοδο των ετών 2006, 2007 και 2008, στην διάρκεια των οποίων καταγράφηκαν οι φυσικοχημικές παράμετροι των υδάτων, όπως βάθος (m), διαφάνεια (m), θερμοκρασία (οC), αλατότητα (‰), αγωγιμότητα (mS/cm), διαλυμένο οξυγόνο (mg/l), pH, ολικά αιωρούμενα στερεά (mg/l), φωτοσυνθετικά ενεργή ακτινοβολία- PAR ενώ υπολογίστηκαν οι συγκεντρώσεις της Chl-α (mg/m3) η αλκαλικότητα (mg/l), η συγκέντρωση των θρεπτικών αλάτων φωσφόρου-SRP (mg/l) και αζώτου - NO2-N, NO3-N και ΝΗ4-Ν (mg/l), καθώς και η σταθερά απορρόφησης Κ (m-1) της υδάτινης στήλης. Παράλληλα συλλέχθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που αφορούν τη δομή των μακροφυτικών κοινωνιών, καθώς και την χωρική και χρονική διακύμανση της κατανομής και της ανάπτυξης των μακροφυτικών ειδών που απαντώνται στις λιμνοθάλασσες και στις αλυκές. Τέλος διερευνήθηκαν οι σχέσεις μεταξύ αβιοτικών παραμέτρων και ειδών μακροφύτων και εξετάστηκαν οι πιθανοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την κατανομή των μακροφύτων. Για την διερεύνηση της δομής των μακροφυτικών κοινωνιών, την ταξινόμηση της υδρόβιας βλάστησης σε ευδιάκριτες ομάδες, καθώς και την ομαδοποίηση των σταθμών δειγματοληψίας ανάλογα με την σύνθεση της βλάστησης τους, εφαρμόστηκαν οι μέθοδοι ταξινόμησης TWINSPAN και MDS. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι συντελεστές συσχέτισης Pearson (r) και Kendall (tau-b), προκειμένου να εξεταστεί η ύπαρξη πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των φυσικοχημικών παραμέτρων, αλλά και μεταξύ βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων, ενώ πραγματοποιήθηκε ανάλυση διασποράς (one-way ANOVA) προκειμένου να διαπιστωθούν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των περιοχών μελέτης, αλλά και μεταξύ των διαφορετικών ομάδων βλάστησης. Τέλος, για την διερεύνηση των αβιοτικών παραμέτρων που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την κατανομή των μακροφύτων, εφαρμόστηκε η μέθοδος ανάλυσης κανονικών αντιστοιχιών CCA (Canonical Correspondence Analysis). Στις τέσσερις περιοχές μελέτης καταγράφηκαν συνολικά 29 taxa μακροφύτων, τα οποία ταξινομήθηκαν σε έξι ομάδες βλάστησης. Πέντε taxa από αυτά, αναφέρονται για πρώτη φορά στην Κύπρο. Τα είδη με την μεγαλύτερη αφθονία στις περιοχές μελέτης ήταν τα Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus, Najas marina ssp. armata, Althenia filiformis, Lamprothamnium papulosum και Ulva lactuca. Η βιομάζα των κυρίαρχων ειδών παρουσίασε εποχικές διακυμάνσεις με τις μέγιστες τιμές να καταγράφονται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στις λιμνοθάλασσες Κοτύχι και Πρόκοπο παρατηρήθηκε οικολογική διαδοχή ειδών στη διάρκεια της βλαστητικής περιόδου, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε σημαντικές αλλαγές του αβιοτικού περιβάλλοντος (π.χ. αλατότητας), όπως η αντικατάσταση του είδους Potamogeton pectinatus από το αγγειόσπερμο Ruppia cirrhosa, ενώ η εμφάνιση ευτροφικών φαινομένων με σημαντική αύξηση της βιομάζας ευκαιριακών ειδών (π.χ. χλωρόφυτα), οδήγησε στην μείωση της βιομάζας των αγγειοσπέρμων. Στις αλυκές Λάρνακας και Ακρωτηρίου η βιομάζα κυμάνθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα πιθανώς λόγω των πολύ ψηλών τιμών αλατότητας. Τις υψηλότερες τιμές βιομάζας παρουσίασε το αγγειόσπερμο Althenia filiformis τον Απρίλιο. Την βλαστητική περίοδο 2008 οι μεγαλύτερες τιμές αλατότητας που καταγράφηκαν στις αλυκές Λάρνακας και Ακρωτηρίου, δεν ευνόησαν την ανάπτυξη μακροφύτων. Αντίθετα στο λιβάδι Φασουρίου όπου η αλατότητα ήταν σημαντικά χαμηλότερη, η βιομάζα του κυρίαρχου Najas marina ssp. armata κυμάνθηκε σε υψηλές τιμές με τις μεγαλύτερες να καταγράφονται τον Ιούνιο. Από την διερεύνηση των μορφομετρικών χαρακτηριστικών του αγγειόσπερμου Ruppia cirrhosa, προέκυψε ότι η πυκνότητα των πληθυσμών του είδους κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα με άλλες λιμνοθάλασσες της Μεσογείου (449–5120 βλαστοί/m2), ενώ παρουσίασε θετική συσχέτιση με την θερμοκρασία και αρνητική συσχέτιση με την συγκέντρωση ολικού φωσφόρου. Το μήκος των φύλλων συσχετίστηκε θετικά με την συγκέντρωση των όξινων ανθρακικών ιόντων, τα οποία σε χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να αποτελέσουν περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη των μακροφύτων. Η μεγαλύτερη ποικιλότητα μακροφύτων (δείκτης Shannon-Weaner) καταγράφηκε στην λιμνοθάλασσα Πρόκοπο, ενώ οι αλυκές Λάρνακας παρουσίασαν την χαμηλότερη ποικιλότητα, πιθανά λόγω του ότι οι υψηλές τιμές αλατότητας δεν ευνοούν την ανάπτυξη πολλών ειδών μακροφύτων. Η εφαρμογή του δείκτη οικολογικής αξιολόγησης ΕΕΙ (Ecological Evaluation Index) για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτων με την χρήση των μακροφύτων ως βιοδεικτών, είχε ως αποτέλεσμα την ταξινόμηση της ποιότητας των υδάτων της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου ως Μέτρια, της λιμνοθάλασσας Πρόκοπος και των αλυκών Λάρνακας ως Καλή, ενώ του υγρότοπου Ακρωτηρίου μπορούν να χαρακτηριστούν ως Υψηλής οικολογικής ποιότητας. Oι σημαντικότερες περιβαλλοντικές παράμετροι που καθορίζουν την σύνθεση των ομάδων βλάστησης, αλλά και την εξάπλωση των ειδών των μακροφύτων στις περιοχές έρευνας, είναι το υδατικό ισοζύγιο, η αλατότητα και οι συγκεντρώσεις των θρεπτικών αλάτων. Στα πλαίσια προστασίας και διατήρησης των παράκτιων αυτών υγροτόπων, προτείνεται ο σχεδιασμός ενός μόνιμου δικτύου παρακολούθησης βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων και η διεξαγωγή συστηματικής έρευνας με την πραγματοποίηση οικολογικών μελετών χρησιμοποιώντας βιοτικά στοιχεία για την εκτίμηση της οικολογικής τους ποιότητας. Επίσης, η λήψη διαχειριστικών μέτρων για τον περιορισμό της εισροής θρεπτικών στους υγρότοπους, κρίνεται επιτακτική αφού η εμφάνιση ευτροφικών φαινομένων αποτελεί διαρκεί απειλή για τα υδάτινα οικοσυστήματα. Η απαγόρευση καταπάτησης των οικοτόπων, της απόρριψης σκουπιδιών, της βόσκησης και της θήρευσης, μπορεί να υλοποιηθεί με την λήψη και εφαρμογή αυστηρών μέτρων, καθώς και με την φύλαξη των περιοχών αυτών. Η περίφραξη και η σηματοδότηση επιλεγμένων σημείων, ο καθαρισμός απορριμμάτων, η απομάκρυνση ξενικών ειδών και ο καθαρισμός των καναλιών που συλλέγουν και διοχετεύουν νερό από την λεκάνη απορροής στους υγρότοπους, μπορούν να βοηθήσουν στην διατήρηση των υγροτόπων και την βελτίωση της οικολογικής τους κατάστασης. Επίσης, η πραγματοποίηση ειδικών περιβαλλοντικών μελετών πρέπει πάντα να προηγείται της υλοποίησης κάθε μορφής έργων. Τέλος η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού με την απρόσκοπτη λειτουργία κέντρων περιβαλλοντικής ενημέρωσης και φορέων διαχείρισης των περιοχών αυτών, κρίνεται απαραίτητη προκειμένου οι υγρότοποι να προστατευτούν και να αποφευχθεί η σταδιακή υποβάθμιση τους. / Lagoons and other coastal wetlands are shallow aquatic environments located in the transitional zone between terrestrial and marine ecosystems, which can span from freshwater to hypersaline conditions depending on their water balance. They exhibit an extreme spatial and temporal variability of environmental parameters and are recognized as highly productive ecosystems. Aquatic macrophytes are key structural and functional components of aquatic ecosystems. As photosynthetic sessile organisms being at the base of food web, are vulnerable and adaptive to human and environmental stress. They respond to aquatic environment representing reliable indicators of its changes and are mentioned in the WFD as biological quality elements for the ecological classification of transitional and coastal waters. In the present work, the relationships between biotic and abiotic parameters of the water column were investigated in coastal lagoons of Kotychi and Prokopos (NW Peloponnisos, Greece), Larnaca salt lakes and Akrotiri wetland (Cyprus). Monthly samplings were conducted during the vegetative periods of the years 2006, 2007 and 2008 and water parameters such as depth (m), transparency (m), temperature (οC), salinity (‰), conductivity (mS/cm), dissolved oxygen (mg/l), pH, photosynthetic active radiation – PAR and attenuation coefficient K (m-1) were recorded in situ, while Chl-α (mg/m3), total suspended matter (mg/l), alkalinity and nutrients of nitrogen and phosphorus (mg/l) were determined in the laboratory. Quantitative and qualitative data concerning aquatic macrophyte flora were recorded during the same period, such as species composition, community structure, spatial and temporal variations of species abundance and the succession of submerged macrophytes in relation to the main environmental factors. The aquatic macrophytic community was distinguished in different vegetation groups using TWINSPAN and MDS techniques. Correlations between environmental parameters were tested using Pearson and Kendall correlation tests, while One –way ANOVA was used to determine statistical significant differences of environmental variables between different study areas and distinguished plant groups. Finally CCA was performed in order to examine relationships between the species abundance and environmental variables. In total, 29 taxa were recorded in all four study areas and were classified in six vegetation groups. Five species were recorded for the first time in the island of Cyprus. The most abundant species were Ruppia cirrhosa, Potamogeton pectinatus, Najas marina ssp. armata, Althenia filiformis, Lamprothamnium papulosum και Ulva lactuca. The biomass of dominant species showed seasonal variations and maximum biomass values were recorded in late spring and summer. In Kotychi and Prokopos lagoons, the replacement of Potamogeton pectinatus by Ruppia cirrhosa was recorded, probably due to significant increase of salinity. In other parts of the lagoons, the replacement of macrophyte beds due to increased macroalgal proliferation was also recorded. In Larnaca and Akrotiri salt lakes, biomass values were significantly lower as a result of high salinity values. The most abundant species was Althenia filiformis (biomass peak in April). During the vegetative period of 2008, extreme salinity values were recorded as a result of reduced rainfall. High salinity values resulted in scarse occurrence of macrophytes in the salt lakes during this period. In Fasouri marsh, which is characterized by minimum salinity values, the dominant species Najas marina ssp. armata showed high biomass values (peak in June). Regarding the results of Ruppia cirrhosa population’s density in Kotychi lagoon (449-5120 shoots/m2), they were comparable with data from other Mediterranean lagoons. Meadows density was positively correlated with temperature and negatively correlated with total phosphorus. Leaf length showed positive correlation with bicarbonate ions, which can be a restrictive factor for the growth of macrophytes. The highest macrophyte diversity (Shannon-Weaner index) was found in Prokopos lagoon, whereas Larnaca salt lakes had the lowest values, probably due to high salinity. The implementation of EEI (Ecological Evaluation Index) for the assessment of the ecological quality of coastal and transitional waters, showed that Kotychi lagoon was classified into Moderate ecological class. Prokopos lagoon and Larnaca salt lakes were classified into Good ecological class and finally Akrotiri wetland was classified into High ecological class. Hydrological regime, salinity and nutrient concentrations seem to be the key factors controlling macrophyte composition, community structure and species abundance. For the conservation and management of these coastal and transitional wetlands, we propose the development of a monitoring network for biotic and abiotic parameters. Ecological studies for the evaluation of ecological quality of the wetlands according to the WFD 200/60/EU and implementation of management practices for the reduction of nutrient inflows in the wetlands are needed, in order to reduce eutrophication phenomena, which are a severe threat for the ecological balance of the wetlands. The encroachment of wetlands, hunting and waste discharges, should be prohibited by law. Finally, the increase of public environmental awareness will have significant results in the conservation of coastal wetlands.

Page generated in 0.669 seconds