Spelling suggestions: "subject:"πολυμορφισμό"" "subject:"πολυμερισμός""
1 |
Πολυμορφισμός Aripiprazole και μέθοδοι ταυτοποίησης και ποσοστικής ανάλυσης / Aripiprazole polymorphism and methods of identification in tabletsΜανίκα, Γεωργία 01 October 2014 (has links)
Several active pharmaceutical ingredients (API) exhibit polymorphism i.e. the ability of a solid material to exist in more than one form or crystal structure (polymorphs). The polymorphs differ somewhat in physical and, sometimes, chemical properties, although their solutions and vapours are identical. Among the different physical properties that are affected by polymorphism are solubility and dissolution rate which have great impact on the bioavailability of the drug. Frequently an API polymorph transforms to another, more thermodynamically stable, phase. When such transformation takes place then a pharmaceutical industry faces problems related to bioavailability of an API as well as litigation problems due to patent protection of specific polymorphs.
The pharmaceutical substance that was studied in this current work was, Aripiprazole, an antipsychotic drug. API crystallizes in a large number of polymorphic and solvatomorphic phases. Μore specific 9 polymorphic and 9 solvatomorphic phases have been positively identified, from which Form III and Form V are currently tested as possible candidates for drug formulations. The objective of the present work was to establish methods capable of identification and quantification of Apiprazole crystal forms and their possible transformation to hydrate phase in Aripiprazole powders as well as in the tested tablets. Stability test were also performed on Aripiprazole crystal forms III and V.
The analytical techniques applied were X-ray Powder Diffraction (XRPD), Infrared spectroscopy (IR) and Raman spectroscopy. Calibration lines of mixtures of API Form III and Monohydrate were constructed. Results show that all three techniques were capable of identifying and quantifying the monohydrate phase however XRPD is probably the method of choice due to the lower detection limit (0.34%) of monohydrate in Phase III-monohydrate mixtures. Quantitative analysis of these polymorphs in the presence of excipients (tablets) is difficult due to the rather low API percentage in tablets (8%) and the high detection limits of monohydrate in mixtures of III and monohydrate. An effort to increase the low API content was made by dissolving in water a large percentage of excipients at alkaline pH. Even though the stability tests show that no transformation of pure Phase III occurs under these conditions, in tablets with some presence of monohydrate, rapid transformation of the remaining Phase III was observed during the dissolution process of the excipients. Thus, the only way was to apply directly the analytical techniques that were used for the pure mixtures to tablets.
It was found that Raman and IR spectra cannot be used due to heavy overlapping with excipients bands. By increasing the scan time the identification of anhydrate phase and the hydrate was possible by using XRPD.
In order to avoid any possible transformation of both Form III and Form V (stability tests show transformation to hydrate phase) it was decided to build the calibration line using only the hydrate phase and the placebo. The constructed calibration line was constructed exhibit low detection limit (0.1156%). Based on this calibration line and the calibration lines that were build using pure Form III and hydrate mixtures a methodology was proposed and the polymorphs were determined in finished formulations. / Αρκετές ενεργές φαρμακευτικές ουσίες εμφανίζουν πολυμορφισμό, δηλαδή την ικανότητα μιας στερεής ένωσης να υπάρχει σε παραπάνω από μια κρυσταλλική φάση (πολύμορφα). Τα πολύμορφα διαφέρουν σε φυσικές, και σε μερικές περιπτώσεις, χημικές ιδιότητες παρόλο που τα διαλύματα και οι ατμοί τους είναι πανομοιότυποι. Μεταξύ των διαφόρων φυσικών ιδιοτήτων που επηρεάζει ο πολυμορφισμός είναι η διαλυτότητα και ο ρυθμός διάλυσης, οι οποίες έχουν μεγάλη επίδραση στην βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου. Συχνά ένα πολύμορφο μιας φαρμακευτικής ουσίας μετατρέπεται σε ένα άλλο πολύμορφο το οποίο είναι θερμοδυναμικά πιο σταθερό. Όταν ένας τέτοιος μετασχηματισμός λαμβάνει χώρα, μια φαρμακευτική βιομηχανία είναι πιθανόν να αντιμετωπίσει προβλήματα που σχετίζονται με την βιοδιαθεσιμότητα της φαρμακευτικής ουσίας καθώς επίσης και νομικά προβλήματα που αφορούν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας των συγκεκριμένων πολυμόρφων.
Η φαρμακευτική ουσία που μελετήθηκε στην συγκεκριμένη εργασία ήταν ένα αντιψυχωσικό φάρμακο, η αριπιπραζόλη. Η αριπιπραζόλη κρυσταλλώνεται σε ένα μεγάλο αριθμό πολυμορφικών και επιδιάλυτων φάσεων (solvatomorphic- ένυδρων φάσεων αλλά και φάσεων με διάφορα άλλα μόρια διαλυτών ενσωματωμένα στη δραστική). Πιο συγκεκριμένα έχουν ταυτοποιηθεί 9 πολυμορφικές και 9 επιδιάλυτες φάσεις, εκ των οποίων η Φάση ΙΙΙ και η Φάση V εξετάζονται επί του παρόντος σαν υποψήφιες για την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων. Σκοπός της συγκεκριμένης ερευνητικής προσπάθειας ήταν η ανάπτυξη μεθοδολογιών για τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό των διαφόρων φάσεων της αριπιπραζόλης και την πιθανή μετατροπή τους στην ένυδρη φάση σε μίγματα καθαρών δραστικών ουσιών καθώς επίσης και στα εξεταζόμενα δισκία. Επίσης διενεργήθηκε έλεγχος σταθερότητας στις πολυμορφικές φάσεις ΙΙΙ και V.
Οι αναλυτικές τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα εργασία είναι η Περίθλαση Κόνεως Ακτινών Χ (XRPD), η Φασματοσκοπία Υπέρυθρου (IR) και η Φασματοσκοπία Raman. Κατασκευάστηκαν καμπύλες βαθμονόμησης μιγμάτων Φάσης ΙΙΙ και Μονοένυδρης Φάσης αριπιπραζόλης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι τρεις τεχνικές είναι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον ποιοτικό και τον ποσοτικό προσδιορισμό της ένυδρης φάσης, η μέθοδος όμως της Περίθλασης Ακτινών Χ είναι πιθανώς καλύτερη εξαιτίας των χαμηλότερων ορίων ανίχνευσης (0,34%) της ένυδρης φάσης σε μίγματα Μονοένυδρης Φάσης-Φάσης ΙΙΙ. Η ποσοτική ανάλυση των πολυμορφικών φάσεων αυτών σε δισκία δηλαδή παρουσία εκδόχων κατέστη πολύ δύσκολη εξαιτίας του σχετικά μικρού ποσοστού δραστικής ουσίας στο δισκίο (8%) και των υψηλών ορίων ανίχνευσης της μονοένυδρης φάσης σε μίγματα αυτής με την φάση ΙΙΙ. Έγινε προσπάθεια να αυξηθεί η ποσότητα της δραστικής ουσίας στο δισκίο διαλύοντας σε νερό ένα μεγάλο ποσοστό των εκδόχων σε αλκαλικό pH. Παρόλο που ο έλεγχος σταθερότητας έδειξε ότι δεν λαμβάνει χώρα μετατροπή της καθαρής Φάσης ΙΙΙ σε μονοένυδρη φάση κάτω από αυτές τις συνθήκες, στα δισκία με κάποια παρουσία μονοένυδρης φάσης λαμβάνει χώρα ταχεία μετατροπή της εναπομείνουσας φάσης ΙΙΙ κατά την διαδικασία διάλυσης των εκδόχων. Κατ' επέκταση ο μόνος τρόπος ήταν η εφαρμογή των αναλυτικών τεχνικών στα δισκία χωρίς περαιτέρω επεξεργασία τους.
Βρέθηκε ότι τα φάσματα Raman και IR δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω των μεγάλων αλληλοεπικαλύψεων των κορυφών τους με τις κορυφές των εκδοχών. Ο προσδιορισμός της ένυδρης φάσης και της άνυδρης φάσης κατέστη δυνατός αυξάνοντας το χρόνο σάρωσης στην Περίθλαση Ακτινών Χ (XRPD). Προκείμενου να αποφευχθεί οποιαδήποτε μετατροπή των δυο Φάσεων ΙΙΙ και V (ο έλεγχος σταθερότητας έδειξε μετατροπή στην ένυδρη φάση), αποφασίστηκε να δημιουργηθεί καμπύλη βαθμονόμησης χρησιμοποιώντας μόνο την ένυδρη φάση και τα μίγμα των εκδόχων (placebo). Η καμπύλη βαθμονόμησης που κατασκευάστηκε παρουσιάζει χαμηλά όρια ανίχνευσης (0,12 %). Με βάση αυτήν την καμπύλη βαθμονόμησης σε συνδυασμό και με τις καμπύλες που δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας μίγματα της Φάσης ΙΙΙ και της ένυδρης Φάσης, προτάθηκε μια μεθοδολογία με την οποία προσδιορίζονται τα πολύμορφα στα τελικά σκευάσματα.
|
2 |
Ανάπτυξη μεθόδου για την ταυτοποίηση του πολυμόρφου της ρισπεριδόνης σε εμπορικά δισκία / Development of a methodology for the identification of the polymorph of risperidone in commercial tabletsΚαραμπάς, Ιωάννης 09 November 2007 (has links)
Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε η ταυτοποίηση της κρυσταλλικής φάσης της δραστικής ουσίας ρισπεριδόνη στα εμπορικά δισκία αυτής. Να σημειωθεί ότι για τη ρισπεριδόνη είναι γνωστά τρία πολύμορφα. Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση αυτού του σκοπού, ήταν η περίθλαση ακτίνων Χ (XRPD), η φασματοσκοπία υπερύθρου (IR) και η φασματοσκοπία Raman. Η ανάλυση με τις τρεις αυτές τεχνικές κατέδειξε ότι ενώ οι φασματοσκοπίες Raman και IR είχαν χαμηλότερα όρια ανίχνευσης, ως προς τη ρισπεριδόνη, ωστόσο δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν το χρησιμοποιούμενο πολύμορφο. Αυτό κατέστει εφικτό με χρήση της περίθλασης ακτίνων Χ, με τη βοήθεια της οποίας πιστοποιήθηκε ότι η ρισπεριδόνη δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κρυσταλλική μετατροπή τόσο κατά τη διαδικασία παραγωγής του δισκίου όσο και κατά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος δύο ετών. / The scope of the current study was the identification of the crystal phase of an active pharmaceutical ingredient, called risperidone, in the commercial tablets. In this point it should be noticed that there are three known polymorphs for risperidone. The techniques used for the materialization of this target were X-ray Powder Diffraction (XRPD), Raman spectroscopy and Infra-red spectroscopy (IR). The analysis with these three techniques showed that although Raman and IR had lower detection limits nevertheless they did not have the ability to identify the existent polymorph. This was attained by using XRPD, by means of which it was certified that risperidone does not undergo any crystalline transformation neither during the manufacturing procedure nor during a period of two years.
|
3 |
Συμμετοχή του πολυμορφισμού Ser326Cys του γονιδίου OGG1 στην κυτταρογενετική και κυτταροτοξική δράση της αντικαρκινικής ένωσης δοξορουβικίνης (Doxorubicin) σε καλλιέργειες ανθρώπινων λεμφοκυττάρων in vitroΠαναγίδης, Ανδρέας 22 October 2008 (has links)
Μελέτη της κυτταροτοξικής και κυτταρογενετικής δράσης της δοξορουβικίνης σε καλλιέργειες ανθρώπινων λεμφοκυττάρων in vitro, καθώς επίσης και της ικανότητας της εν λόγω ένωσης να επάγει την παραγωγή της 8-οξογουανίνης. Επίσης η μελέτη της συμμετοχής του πολυμορφισμού Ser326Cys στη δράση της παραπάνω ένωσης. / Evaluation of the involvment of Ser326Cys polymorphism to the cytotoxic and cytogenetic activity of doxorubicin in human lymphocytes cultured in vitro
|
4 |
Μελέτη του πολυμορφισμού Ile 49 Ser του γονιδίου της αντιμυλλεριανικής ορμόνης (ΑΜΗ) σε γυναίκες με σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)Μπακατσέλου, Αικατερίνη 09 December 2013 (has links)
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) αποτελεί την πιο συχνή ενδοκρινολογική διαταραχή των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από κεντρικού τύπου παχυσαρκία, ακμή, υπερτρίχωση και διαταραχές των εμμηνορησιακών κύκλων που οφείλονται στην υπερανδρογοναιμία και την χρόνια ανωοθυλακιορρηξία. Οι γυναίκες με PCOS αναπτύσσουν και μεταβολικού τύπου διαταραχές όπως η υπερινσουλιναιμία λόγω αντίστασης στην ινσουλίνη, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία και το μεταβολικό σύνδρομο.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές γενετικές μελέτες προκειμένου να προσδιορισθούν οι μοριακοί γενετικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στην παθογένεια του ΣΠΩ. Ένας σημαντικός ρυθμιστής της ωοθυλακιογένεσης που πιθανόν να παίζει ρόλο στην παθοφυσιολογία του ΣΠΩ είναι η αντιμυλλεριανική ορμόνη (ΑΜΗ). Eντός του εξωνίου 1 του γονιδίου της ΑΜΗ εδράζεται ο πολυμορφισμός Ιle49Ser (ref SNPID:rs10407022) που συνίσταται στην αλλαγή μιας βάσης θυμίνης (T) από γουανίνη (G) δημιουργώντας τρεις γονότυπους: ομοζυγώτες GG, oμοζυγώτες TT, ετεροζυγώτες GT. Δεδομένου του ρόλου της ΑΜΗ στην παθοφυσιολογία του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών αλλά και της ενδεχόμενης χρήσης της ως διαγνωστικό και προγνωστικό δείκτη του συνδρόμου, ο πολυμορφισμός Ιle49Ser έχει καταστεί αντικείμενο μελέτης.
Στην παρούσα μελέτη προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός Ιle49Ser σε 111 γυναίκες με ΣΠΩ και 67 υγιείς μάρτυρες . Από τη στατιστική ανάλυση δεν προέκυψε κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά στη συχνότητα των γονοτύπων του πολυμορφισμού Ile49Ser του γονιδίου της ΑΜΗ ανάμεσα στις γυναίκες με ΣΠΩ και του υγιούς πληθυσμού ελέγχου. Από τη στατιστική ανάλυση, επίσης, δεν προέκυψε συσχέτιση των γονοτύπων με κάποια από τις ορμονικές ή κλινικές παραμέτρους των γυναικών με ΣΠΩ.
Η απουσία συσχέτισης του πολυμορφισμού Ile49Ser με αυξημένο κίνδυνο για ΣΠΩ δείχνει ότι το σηματοδοτικό μονοπάτι της ΑΜΗ εμπλέκεται στην παθογένεια του συνδρόμου με έναν έμμεσο τρόπο. Ωστόσο περισσότερες μελέτες είναι απαραίτητες προκειμένου να διαλευκανθεί ο ρόλος της ΑΜΗ στην ανθρώπινη ωοθυλακιογένεση, όπως και στην παθοφυσιολογία του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών. / The polycystic ovary syndrome (PCOS) is the most common endocrine disorder of women of reproductive age, characterized by central obesity, acne, hirsutism and disorders of menstrual cycles due to hyperandrogonemia and chronic anovulation. Women with PCOS develop type and metabolic disorders such as hyperinsulinemia due to insulin resistance, hypertension, diabetes mellitus, dyslipidemia and metabolic syndrome.
Over the last decade there are an increasing number of studies conducted in order to identify the molecular genetic mechanisms that are involved in the pathogenesis of PCOS. AMH seems to be an important regulator of follicle development and may also play a significant role in the pathogenesis of PCOS. The polymorphism Ile49Ser (ref SNPID:rs10407022) is located in exon 1 of AMH gene and results from the conversion of thymine (T) to guanine (G) giving three genotypes: homozygotes TT, GG and heterozygotes GT. Taken as granted the role of AMH in the pathophysiology of PCOS and the possible use of AMH levels as a diagnostic and prognostic marker of the syndrome, recent studies concern the involvement of IIe49Ser polymorphism.
The precent study identified the polymorphism Ile49Ser in a cohort of 111 women with PCOS and 67 controls. Genotype frequencies for the AMH Ile49Ser polymorphism were similar in PCOS women and controls. In addition, AMH Ile49 Ser variant was not associated with clinical or hormonal parameters of PCOS women.
The absence of an association of AMH Ile49Ser polymorphism with susceptibility to PCOS indicates that the AMH signaling pathway is not directly involved in the pathophysiology of PCOS. More studies should be carried out in order to determine the role of AMH in human ovarian physiology.
|
5 |
Ο ρόλος του πολυμορφισμού ACE I/D στην εκδήλωση στεφανιαίας νόσου και στην ανταπόκριση των ασθενών σε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή / The role of polymorphism ACE I/D in coronary heart disease and respond to specific treatmentΚοντός, Βασίλειος 29 June 2007 (has links)
Η στεφανιαία νόσος (ΣΝ) αποτελεί τη συχνότερη πάθηση του καρδιαγγειακού συστήματος. Κύρια αιτία της νόσου είναι η αθηροσκλήρυνση, που σήμερα θεωρείται πλέον μια χρόνια φλεγμονώδης αντίδραση του αγγειακού τοιχώματος. Η λειτουργικότητα του ενδοθηλίου του αγγειακού τοιχώματος που αποτελεί προγνωστικό δείκτη καρδιαγγειακών συμβαμάτων και μέθοδο ελέγχου της ανταπόκρισης σε φάρμακα μπορεί να προσδιοριστεί με μέτρηση της αγγειοδιαστολής που διαμεσολαβείται από τη ροή (Flow-Mediated Dilation, FMD) στη βραχιόνιο αρτηρία. Σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της αθηροσκλήρυνσης ασκεί το σύστημα Ρενίνης-Αγγειοτενσίνης-Αλδοστερόνης (Renin-Angiotensin-Aldosterone System – RAAS) που διακρίνεται σε ενδοκρινές και ιστικό. Κεντρικά σημεία του συστήματος RAAS που αποτελούν και φαρμακευτικούς στόχους είναι η μετατροπή της Αγγειοτενσίνης Ι (ΑΤ Ι) σε Αγγειοτενσίνη ΙΙ ( ΑΤ ΙΙ ) με τη δράση του μετατρεπτικού ενζύμου της ΑT Ι (Angiotensin Converting Enzyme-ACE) και η επίδραση της ΑΤΙΙ στους υποδοχείς της. Στο ιντρόνιο 16 του γονιδίου του ενζύμου ACE(17q23) έχει βρεθεί ο πολυμορφισμός I/D που προκύπτει από την παρουσία ( Insertion– I) ή την απουσία (Deletion–D) μιας Αlu αλληλουχίας μήκους 287 bp, δημιουργώντας τρείς διακριτούς γονότυπους: II, ID και DD. Οι ομοζυγώτες DD παρουσιάζουν αύξηση κατά 50% των επιπέδων του ACE στον ορό σε σχέση με τους ομοζυγώτες II. Οι ετεροζυγώτες ID εμφανίζουν ενδιάμεσα επίπεδα. Με δεδομένο το ρόλο του συστήματος RAAS στη ΣΝ, ο ρόλος του πολυμορφισμού ACE I/D έχει καταστεί αντικείμενο μελέτης ως προς την εκδήλωση στεφανιαίας νόσου και την ανταπόκριση στεφανιαίων ασθενών στα διάφορα θεραπευτικά σχήματα αποκλεισμού του συστήματος RAAS. Στην παρούσα μελέτη προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός ACE I/D σε 100 φυσιολογικά άτομα και σε 100 στεφανιαίους ασθενείς. Το συμπέρασμα μετά τη στατιστική ανάλυση ήταν ότι ο γονότυπος DD δεν συνδέεται στατιστικώς σημαντικά με στεφανιαία νόσο στον ελληνικό πληθυσμό που εξετάστηκε (p>0,05). Επιπλέον προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός ACE I/D σε 30 στεφανιαίους ασθενείς που έλαβαν διάφορα θεραπευτικά σχήματα αποκλεισμού του συστήματος RAAS. Η ανταπόκριση των ασθενών στην αγωγή εκτιμήθηκε μέσω της μεταβολής της FMD. Ο μικρός αριθμός των ασθενών και η μεγάλη τυπική απόκλιση στις μεταβολές της FMD δεν επέτρεψε την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για το ρόλο του πολυμορφισμού στην ανταπόκριση των ασθενών στην φαρμακευτική αγωγή. / The Renin-Angiotensin-Aldosterone System (RAAS) is an important factor for the pathogenesis of Coronary Artery Disease (CAD). The key component of RAAS is the Angiotensin Converting Enzyme (ACE). An Insertion/Deletion polymorphism (I/D) has been identified in ACE gene which accounts for half the variance of serum ACE levels (1). Subsequent reports investigated the relationship between the D allele and cardiovascular diseases, icluding CAD, with conflicting results (2). We determine ACE I/D polymorphism genotype in 100 normal individuals and 100 patients with CAD of greek origin. No association was found between D allele and CAD. Moreover, we determine ACE I/D polymorphism in 30 patients with CAD who were in treatment inhibiting RAAS. No association was found between ACE I/D polymorphism and respond.
|
6 |
Μελέτη της συσχέτισης του -308 γενετικού πολυμορφισμού του TNFα με κλινική υποτροπή ή αγγειογραφική επαναστένωση, μετά από διαδερμική αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών (PTCA)Καρπέτα, Μαρία 21 July 2008 (has links)
Ο σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας ήταν να διερευνήσει την ενδεχόμενη συσχέτιση του γενετικού πολυμορφισμού -308 (G→A) του προαγωγέα (promoter) του γονιδίου του TNFα με την κλινική υποτροπή ή αγγειογραφική επαναστένωση, σε 40 Έλληνες ασθενείς μετά από αγγειοπλα-στική των στεφανιαίων αρτηριών (PTCA).
Στη μελέτη περιελήφθησε και ένας πληθυσμός 30 υγιών μαρτύ-ρων. Η παρούσα μελέτη αποσκοπούσε ακριβώς στο να διερευνήσει τη συχνότητα της κλινικής υποτροπής ή αγγειογρα-φικής επαναστένωσης 6-8 μήνες μετά από PTCA, σε πληθυσ-μούς της περιοχής μας σε σχέση με το γονότυπο των ασθενών αυτών για το παραπάνω γονίδιο.
Η πλειοψηφία των ασθενών 95% (38/40) ήταν ομόζυγοι για τον άγριο τύπο W του αλληλομόρφου και είχαν τον γονότυπο WW, 5% (2/40) ήταν ετεροζυγώτες WM, ενώ δεν ανευρέθησαν ομοζυγώτες MM για τον πολυμορφισμό. Στο δείγμα των 30 υγιών μαρτύρων, 90% (27/30) ήταν ομόζυγοι για τον άγριο τύπο W του αλληλομόρφου και είχαν τον γονότυπο WW, 10% (3/30) ήταν ετεροζυγώτες WM, ενώ δεν ανευρέθησαν ομοζυ-γώτες MM για τον πολυμορφισμό. Αγγειογραφική επαναστέ-νωση συνέβη σε 7 (οι 6/7 ασθενείς έχουν WW γονότυπο και ο 1/7 έχει τον WM γονότυπο) από τους 40 ασθενείς.
Στην παρούσα μελέτη, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση του -308 γενετικού πολυμορφισμού του TNFα με την αγγειογραφική επαναστένωση ή την κλινική υποτροπή μετά από αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών (PTCA), δείχνοντας ότι ο -308 γενετικός πολυμορφισμός του TNFα δεν είναι από μόνος του ένας βασικός παράγοντας κινδύνου, τουλάχιστον στον Ελλαδικό πληθυσμό με στεφανιαία νόσο. Βέβαια, τα αρνητικά μας ευρήματα σχετίζονται άμεσα με τη χαμηλή συχνότητα εμφάνισης του συγκεκριμένου πολυμορφισμού στους διάφορους πληθυσμούς, αλλά και με τον πολύ μικρό αριθμό ατόμων των παρατηρήσεων. / A follow-up study was conducted to investigate whether -308 genetic polymorphism of TNF-α gene was associated with the increased risk of restenosis in 40 Greek coronary artery disease patients undergoing coronary angioplasty and stent implanta-tion.
For comparison of genotype frequency, a control group of 30 asymptomatic individuals was also studied. The end-point of the current study was the incidence of restenosis at 6-8 months of clinical follow-up.
The majority of patients (38/40) had the WW genotype (homozygous for the wild-no polymorphic type allele) and only 2/40 patients had the WM genotype (heterozygous). Patients homozygous for the polymorphism (MM genotype) were not found. The frequency distribution was not different from that of the control subjects. Restenosis occurred in 7 of the 40 patients.
In the population studied, -308 genetic polymorphism of TNF-α gene was not found to predispose patients to an increased incidence of restenosis. Nevertheless, these findings should be considered as preliminary, taking into account the small number of patients that were studied and the rarity of the -308 genetic polymorphism of TNF-α gene.
|
7 |
Πολυμορφισμός του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης και λειτουργία των αναπνευστικών μυών σε νεογνάΠαπακωνσταντίνου, Δέσποινα 24 January 2011 (has links)
Το γονίδιο του ανθρώπινου μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ACE περιέχει έναν πολυμορφισμό δύο αλληλομόρφων που αποτελείται είτε από την παρουσία (I) είτε από την απουσία (D) ενός τμήματος 287 ζευγών βάσεων (bp). Πρόσφατες μελέτες έχουν προτείνει ότι το αλληλόμορφο Ι, μπορεί να σχετίζεται με απόδοση σχετιζόμενη με τη μυϊκή αντοχή. Αντιθέτως, το αλληλόμορφο D γονίδιο έχει συσχετισθεί με απόδοση σχετιζόμενη με τη μυϊκή ισχύ. Επιπλέον, έχει καταδειχθεί ότι η δραστικότητα του κυκλοφορούντος ACE (cACE) συσχετίζεται ευθέως με τη μυική ισχύ σε υγιείς ενήλικες. Η φυσιολογία και η βιοχημεία των αναπνευστικών μυών είναι παρόμοια με αυτή των σκελετικών μυών. Επομένως, η λειτουργικότητα των αναπνευστικών μυών και ιδίως του διαφράγματος, του πλέον σημαντικού αναπνευστικού μυ, μπορεί να επηρεάζεται αναλόγως. Η κόπωση των αναπνευστικών μυών μπορεί να οδηγεί σε αδυναμία διατήρησης του απαραίτητου κυψελιδικού αερισμού. Διάφορες μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί για να αξιολογηθούν οι ιδιότητες αντοχής των αναπνευστικών μυών. Ο διαφραγματικός δείκτης πίεσης-χρόνου (PTIdi) και ο μη επεμβατικός δείκτης πίεσης-χρόνου των αναπνευστικών μυών (PTImus), είναι δύο μέθοδοι εκτίμησης της αντοχής του διαφράγματος και των αναπνευστικών μυών, αντίστοιχα. Έχουν χρησιμοποιηθεί σε ενήλικες και παιδιά και έχουν τεκμηριωθεί σε νεογνά. Η διαφραγματική ισχύς και η ισχύς των αναπνευστικών μυών στα νεογνά μπορεί να αξιολογηθούν ειδικά με τη μέτρηση της μέγιστης δια-διαφραγματικής πίεσης (Pdimax) και της μεγίστης εισπνευστικής πίεσης αεραγωγών (Pimax), αντίστοιχα.
Σκοπός. Να εξετασθεί η πιθανή συσχέτιση του πολυμορφισμού I/D του ACE και του κυκλοφορούντος ACE με την λειτουργικότητα του διαφράγματος και των αναπνευστικών μυών σε νεογνά. Δευτερεύων σκοπός ήταν ο προσδιορισμός της κατανομής του πολυμορφισμού I/D του ACE στον συγκεκριμένο πληθυσμό και η συσχέτισή του με την δραστικότητα του cACE.
Υλικό και Μέθοδοι. Μελετήθηκαν νεογνά που είχαν εισαχθεί στην Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών- Παιδιατρική κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα Ι και D αλληλόμορφα του γονιδίου του ACE προσδιορίστηκαν με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR amplification) σε DNA το οποίο εξήχθη από 0,5 mL ολικού αίματος. Η δραστηριότητα του ACE ορού αξιολογήθηκε με τη χρησιμοποίηση μιας UV κινητικής μεθόδου. Η αντοχή του διαφράγματος και των αναπνευστικών μυών εκτιμήθηκαν με μέτρηση του διαφραγματικού δείκτη πίεση-χρόνου (PTIdi) και του δείκτη πίεσης-χρόνου των αναπνευστικών μυών (PTImus), αντίστοιχα. Η διαφραγματική ισχύς και η ισχύς των αναπνευστικών μυών στα νεογνά αξιολογήθηκαν με μέτρηση της μέγιστης δια-διαφραγματικής πίεσης (Pdimax) και της μεγίστης εισπνευστικής πίεσης αεραγωγών (Pimax), αντίστοιχα.
Αποτελέσματα. Συνολικά εξετάστηκαν 171 νεογνά. Στην πρώτη μελέτη της διατριβής μελετήθηκαν 148 νεογνά, στην δεύτερη μελέτη 132 και στην τρίτη μελέτη 110 νεογνά. Η κατανομή του πολυμορφισμού του ACE στο συγκεκριμένο πληθυσμό βρέθηκε κοντά σε προηγούμενα αναφερόμενα στοιχεία. Τα νεογνά με Ι/Ι γονότυπο είχαν χαμηλότερο PTIdi και PTImus από τα νεογνά με γονοτύπους είτε D/D ή I/D. Η ανάλυση των επιμέρους στοιχείων των PTIdi και PTImus έδειξε ότι μόνο οι λόγοι Pdimean (μέση διαδιαφραγματική πίεση) προς Pdimax και Pimean (μέση πίεση αεραγωγών) προς Pimax, αντίστοιχα, ήταν χαμηλότεροι σε νεογνά με γονότυπο I/I έναντι των νεογνών με γονοτύπους είτε D/D είτε I/D. Οι Pdimax και Pimax δεν ήταν στατιστικά διαφορετικές ανάμεσα στις τρείς ομάδες. Ανάλυση βηματικής παλινδρόμησης κατέδειξε σημαντική συσχέτιση των γονότυπων του ACE με τις τιμές του PTIdi και του PTImus, ανεξαρτήτως παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την λειτουργικότητα του διαφράγματος και των αναπνευστικών μυών. Νεογνά με το D/D γονότυπο είχαν αυξημένη δραστικότητα ACE ορού σε σχέση με νεογνά με I/I ή I/D γονοτύπους. Η δραστικότητα του cACE σχετιζόταν σημαντικά ευθέως με τη Pimax και αντιστρόφως με το PTImus.
Συμπεράσματα. Στις μελέτες αυτής της διατριβής ανεδείχθη συσχέτιση ανάμεσα στους γονοτύπους του ACE και την αντοχή του διαφράγματος και γενικότερα των αναπνευστικών μυών όπως αξιολογείται με τη μέτρηση των PTIdi και PTImus, αντίστοιχα, σε νεογνά. Δεν ανεδείχθη συσχέτιση ανάμεσα στους γονοτύπους του ACE και την ισχύ του διαφράγματος και γενικότερα των αναπνευστικών μυών όπως αξιολογείται με τη μέτρηση των Pdimax και Pimax, αντίστοιχα, σε αυτό τον πληθυσμό. Εντούτοις, κατεδείχθη μια θετική συσχέτιση μεταξύ της δραστικότητας του ACE ορού και της ισχύος των αναπνευστικών μυών, όπως αυτή αξιολογείται από μετρήσεις της Pimax , και μια αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στη δραστικότητα του ACE ορού και του PTImus. Επιπλέον, δείχθηκε μια συσχέτιση του αλληλόμορφου D γονιδίου του γονοτύπου ACE με την αυξημένη δραστικότητα του cACE στα νεογνά. / The human ACE (angiotensin converting enzyme) gene contains a polymorphism consisting of either the presence (insertion, I) or absence (deletion, D) of a 287 base pair (bp) fragment. Recent studies have suggested that the I-allele may be associated with endurance performance. Conversely, D-allele has been associated with power-oriented performance. Moreover, it has been suggested that circulating ACE (cACE) activity is correlated with muscle strength in healthy adults. The physiological and biochemical properties of the respiratory and skeletal muscles are quite similar. Therefore, respiratory muscle and specific diaphragmatic function, may be similarly influenced. Fatigue of respiratory muscles may result in inability to maintain adequate alveolar ventilation. Several methods have been used to assess the endurance properties of respiratory muscles. Diaphragmatic pressure-time index (PTIdi) and the non-invasive pressure-time index of respiratory muscles (PTImus), are two methods of assessment of diaphragmatic and respiratory muscle endurance, respectively. They have been validated in both adults and infants. Diaphragmatic and respiratory muscle strength in infants can be assessed specifically, by measurement of maximum transdiaphragmatic pressure (Pdimax) and maximum inspiratory pressure (Pimax), respectively.
Aims. To examine the possible association of the I/D genotypes of ACE and cACE, with diaphragmatic and respiratory muscle performance, in infants. Secondary aims were to identify the distribution of the I/D genotypes of ACE in the specific population and its association with cACE activity.
Material and methods. Infants cared for at the Neonatal Intensive Care Unit- Paediatric Department of the University General Hospital of Patras, Greece, were eligible for the study. ACE genotyping was performed by polymerase chain reaction amplification on DNA, extracted from 0,5 ml of whole blood. Serum ACE activity was assayed by using a UV-kinetic method. The endurance of the diaphragm and the respiratory muscles was assessed by measurement of diaphragmatic pressure-time index (PTIdi) and pressure-time index of the respiratory muscles (PTImus), respectively. Diaphragmatic and respiratory muscle strength was assessed by measurement of maximum transdiaphragmatic (Pdimax) and maximum inspiratory (Pimax) pressures, respectively.
Results. One hundred seventy one infants were recruited. One hundred fourty eight infants were included in the first study, one hundred thirty two in the second study and one hundred ten in the third study of this thesis. The distribution of the I/D genotypes of ACE in the specific population was close to previous reported data. Infants with I/I ACE genotype had lower PTIdi and PTImus than infants with either D/D or I/D genotypes. Analysis of the components of the PTIdi and PTImus has shown that the ratios of Pdimean to Pdimax and Pimean to Pimax , only, were lower in infants with the I/I genotype, compared to infants with either the D/D or I/D genotypes. Neither Pdimax, nor Pimax were statistically different between the three groups. A stepwise regression analysis revealed that ACE genotypes were significantly related to the PTIdi and PTImus measurements, independent of other factors that may affect diaphragmatic and respiratory muscle function. Infants with D/D genotype had significantly higher serum ACE activity than infants with I/I or I/D genotypes. Circulating ACE activity was significantly related to Pimax and inversely related to PTImus.
Conclusions. In the studies of this thesis, an association between ACE genotypes and the endurance of the diaphragm and the respiratory muscles, assessed by measurement of PTIdi and PTImus, respectively, was demonstrated, in infants. No such association was demonstrated between ACE genotypes and strength of the diaphragm and the respiratory muscles, assessed by measurement of Pdimax and Pimax, respectively, in the specific population. However, a positive correlation between serum ACE activity and respiratory muscle strength, assessed by measurement of Pimax and and a negative correlation between serum ACE activity and PTImus, was shown. Moreover, an association of D-allele of ACE genotype with increased circulating ACE activity in infants, was demonstrated.
|
8 |
Διερεύνηση της συσχέτισης των πολυμορφισμών των α2Β αδρενεργικών υποδοχέων και της Cept με τον κίνδυνο της υποτροπής ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριώνΠατσούρας, Νικόλαος 11 September 2008 (has links)
Η στεφανιαία νόσος αποτελεί ένα από τα πιο συχνά αίτια νοσηρότητας και θνητότητας στο γενικό πληθυσμό. Ένα μεγάλο ποσοστό από τους ασθενείς με στεφανιαία νόσο οδηγείται σε αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών (PTCA) με ή χωρίς εμφύτευση stent, όταν η στένωση στο αγγείο είναι ≥ 70-75%. Παρά την πρόοδο στον τομέα της αγγειοπλαστικής, με τη χρήση των drug-eluting stents και την ελάττωση της επαναστένωσης σε ποσοστό <5-10%, το υψηλό ποσοστό (20-25%) επαναστένωσης παραμένει η Αχίλλειος πτέρνα στα συμβατικά, μεταλλικά(bare)stents.
Η χρήση των drug-eluting stents περιορίζεται σε περιπτώσεις με επαναστένωση, σε σακχαροδιαβητικούς και σε υψηλού κινδύνου βλάβες για επαναστένωση. Τα μεγάλα ποσοστά όψιμης επαναστένωσης(≥ 9-10%) και το υψηλό κόστος τους, κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη εντατικοποίησης της έρευνας προς την κατεύθυνση εντοπισμού παραγόντων σχετιζόμενων με την επαναστένωση.
Σκοπός της εργασίας μας ήταν να διερευνήσει τον πιθανό ρόλο πολυμορφισμών γονιδίων στην υποτροπή ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών και εμφύτευση μεταλλικών stents.
Συγκεκριμένα, εξετάσθηκε αναλυτικά ο γενετικός πολυμορφισμός των γονιδίων α2Β-αδρενεργικού υποδοχέα και της CETP(πρωτεΐνη μεταφοράς εστέρων χοληστερόλης).
Η υπόθεση στηρίχτηκε στο γεγονός ότι σε μια σημαντική μελέτη 912 αρρένων Φινλανδών μέσης ηλικίας, αποδείχτηκε ότι ο D/D γονότυπος σε σχέση με τον I/D γονότυπο και τον I/I γονότυπο, εμφανίζει 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για οξέα στεφανιαία επεισόδια, συμπεριλαμβανομένου του εμφράγματος μυοκαρδίου.
Η εκσεσημασμένη αγγειοσύσπαση, τόσο στην περιφέρεια, όσο και
στις στεφανιαίες αρτηρίες μέσω του πολυμορφισμού του γονιδίου α2Β που θεωρείται πιθανό αίτιο για τα οξέα στεφανιαία επεισόδια, μαζί με το σημαντικό ρόλο του α2Β αδρενεργικού υποδοχέα στην υπερπλασία και μετανάστευση των λείων μυϊκών κυττάρων, πιθανόν να έχει μεγάλη συμβολή στη διεργασία της υποτροπής ισχαιμίας.
Μελετήσαμε προοπτικά 96 Έλληνες που υπέστησαν επιτυχή PTCA και εμφύτευση stents, εκ των οποίων 81 ήταν άνδρες και 15 γυναίκες(μέση ηλικία ± σταθερά απόκλιση=57,7± 10,1 ετών, με όρια 37-76 ετών) που προσήλθαν με συμπτωματική στεφανιαία νόσο. Όλοι οι παραπάνω ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη μεταξύ των ετών 2001 και 2003 και παρακολουθήθηκαν κλινικά για 6-8 μήνες μετά από μια επιτυχή τεχνική διάνοιξης του αποφραγμένου αγγείου. Αμέσως μετά την PTCA και για ένα(1) μήνα οι ασθενείς έλαβαν ασπιρίνη(100-325mg/day) και κλοπιδογρέλη 75mg/day. Η εκτίμηση της υποτροπής ισχαιμίας βασίστηκε σε στατικό και δυναμικό σπινθηρoγράφημα θαλλίου στους 3 και 6-8 μήνες μετά την PTCA. Αιμοδυναμικά, σε όσους υπέστησαν νέα στεφανιογραφία μέχρι και τους 6-8 μήνες, η επαναστένωση ορίσθηκε ως ≥ 50% στένωση του αυλού του αγγείου στο σημείο όπου έγινε η αγγειοπλαστική.
Εκτός από την ομάδα των ασθενών και μια ομάδα υγιών μαρτύρων 83 ατόμων, συμμετείχε στη μελέτη για σύγκριση της συχνότητας του γονότυπου. Το τελικό καταληκτικό σημείο για την παραπάνω μελέτη, ήταν η συχνότητα της υποτροπής ισχαιμίας στους 8 μήνες κλινικής παρακολούθησης.
Υποτροπή ισχαιμίας και της επαναστένωσης ≥ 50% σε όσους υπεβλήθησαν σε νέα στεφανιογραφία, συνέβη σε 15 από τους 96 ασθενείς. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι ασθενείς (70/96) είχαν το
φυσιολογικό γονότυπο με το αλληλόμορφο I, λιγότεροι ασθενείς
(23/96) είχαν το Insertion/Deletion και μόλις 3/96 είχαν το Deletion/ Deletion γονότυπο. Από το γονοτυπικό group, υποτροπή ισχαιμίας παρουσιάσθηκε σε 11/70 για τον I/I, 3/23 για τον I/D γονότυπο και 1/3 για τον D/D γονότυπο. Δε βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ πολυμορφισμού γονιδίου και υποτροπής ισχαιμίας στους ασθενείς μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών.
Προηγούμενες μελέτες έχουν ερευνήσει τη συσχέτιση των πολυμορφισμών των γονιδίων της ACE, του AT1 υποδοχέα της αγγειοτενσίνης II και της CETP με την επαναστένωση μετά από αγγειοπλαστική. Εντούτοις, καμιά μελέτη δεν πραγματοποιήθηκε που να συγκρίνει τον α2Β-AR πολυμορφισμό και την υποτροπή ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών. Όπως αρχικά αναφέρθηκε, ο γονότυπος α2Β ευνοεί τη μετανάστευση των αγγειακών SMCs, επηρεάζει τη λειτουργία του Α.Ν.Σ. και συσχετίζει το α2Β-AR αλληλόμορφο D deletion με οξέα στεφανιαία επεισόδια. Όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να δικαιολογούν το ρόλο του α2Β-AR πολυμορφισμού στην υποτροπή ισχαιμίας και πιθανόν την επαναστένωση μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών. Βέβαια, η αρνητική συσχέτιση των πολυμορφισμών του α2Β-AR και της CETP ΤaqIB με την υποτροπή ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική, μπορεί να θεωρηθεί προκαταρκτική, δεδομένου ότι συμμετείχε σχετικά μικρός αριθμός ασθενών συγκριτικά με μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες και επειδή ο D/D γονότυπος δεν είναι ιδιαίτερα συχνός(για τη μελέτη των α2Β-AR).
Όσον αφορά τη μελέτη με τη CETP, διερευνήσαμε τον πολυμορφισμό ΤaqIB που είναι μια σιωπηρή μετάλλαξη βάσης στο 277 νουκλεοτίδιο της CETP(η οποία μπορεί να αναγνωρισθεί με την περιοριστική ενδονουκλεάση ΤaqI), με την πιθανότητα υποτροπής ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών. Οι όροι Β1 και Β2 αντίστοιχα χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν την ύπαρξη ή μη της
περιοριστικής περιοχής (site) της ΤaqIB. Το Β2 αλληλόμορφο
σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα HDL και ελαττωμένα επίπεδα
CETP, τόσο σε υγιείς όσο και σε άτομα με στεφανιαία νόσο(μοιάζει με ήπιας μορφής ανεπάρκεια CETP). Αντίθετα το Β1 αλληλόμορφο σχετίζεται με ελαττωμένα επίπεδα HDL και με αυξημένα επίπεδα και δραστηριότητα CETP.
Επειδή η ΤaqIB σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα HDL και αυξημένο κίνδυνο για CHD(επηρεάζοντας το μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών), μπορεί να συμμετέχει στην παθοφυσιολογία της υποτροπής ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική.
Μελετήσαμε 204 ασθενείς από το έτος 2001 έως και το 2003 με την προοπτική να διερευνηθεί η συσχέτιση ΤaqIB στον Ελλαδικό πληθυσμό με την πιθανότητα υποτροπής ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική σε άτομα που φέρουν τον παραπάνω γονότυπο. Η συχνότητα της ΤaqIB(54%) ήταν παρόμοια με τη συχνότητα του πολυμορφισμού σε μια ομάδα 35 υγιών μαρτύρων.
Το αποτέλεσμα από αυτή τη μελέτη δεν αποδεικνύει ότι ο ΤaqIB πολυμορφισμός στο γονίδιο της CETP είναι σημαντικός προγνωστικός παράγων για εκτίμηση του κινδύνου υποτροπής ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών.
Συμπερασματικά, η υποτροπή ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών οφείλεται σε έναν πολύπλοκο μηχανισμό και σε ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
Μπορεί οι πολυμορφισμοί του α2Β και της CETP, να μην αναδείχθηκαν ως ανεξάρτητοι παράγοντες υποτροπής ισχαιμίας μετά από αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών, αλλά σε συνδυασμό με άλλους πολυμορφισμούς γονιδίων και υπό την επίδραση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων, είναι πολύ πιθανόν να συμμετέχουν στην παραπάνω διεργασία της υποτροπής ισχαιμίας και κατ’επέκταση της επαναστένωσης μετά από PTCA. / Coronary heart disease is one of the most common causes of morbidity and mortality in the population. A great percent of the patients with coronary heart disease may undergo percutaneous coronary angioplasty (PTCA) with or without the implantation of stents, mainly when the stenosis of the vessel is ≥ 70-75%. Despite the progress made with the introduction of drug-eluting stents and the reduction of the restenosis rate up to 5%-10%, the Achillean heel of the angioplasty using bare metal stents, is the restenosis rate which is 20%-25% of all cases.
The use of drug-eluting stents is limited in cases with restenosis, in patients with diabetes mellitus and in high-risk for restenosis lesions. The great percent of late restenosis(≥ 9-10%) and the high price of drug-eluting stents, make more urgent the necessity for more intense research on the identification of the exact factors involved in the pathophysiology of restenosis.
The primary objective of our study is to define the role of gene polymorphisms in the recurrence of ischaemia after PTCA and the implantation of the stents.
Virtually, we scrutinely examined the role of the genetic polymorhisms of α2Badrenergic receptor and the CETP(Cholesteryl Ester Transfer Protein)-TaqIB polymorphism.
Our assumption was based on the conclusion drawn by a study conducted in Finnish patients, which showed that D/D genotype confers 2,5 increase in the risk for acute coronary events(including acute myocardial infarction). The intense vasoconstriction properties of the α2Badrenergic polymorphism both on the coronary arteries and the periphery is considered to be the primary cause of the acute coronary events.
The aforementioned statement with the significant role of α2B
adrenergic receptor α2B-AR on the hyperplasia and mainly the migration of smooth muscle cells, probably correlates well with the pathophysiology of the recurrence of ischaemia after PTCA.
We conducted a genetic association/prospective follow-up study in 96 Greek coronary artery disease patients undergoing coronary angioplasty and stent implantation. 81 patients were men and 15 women(mean age ± standard deviation=57,7± 10,1 years, ranges 37-76 years old) who presented with symptomatic CAD. All patients were enrolled in the study between 2001 and 2003 and were followed-up clinically for 6-8 months after an initially successful procedure. Post-angioplasty and for one (1) month following the procedure, all the patients received aspirin(100-325mg/day) and clopidogrel(75mg/day).
Assessment of recurrence of ischaemia was based on positive thallium stress testing(at least moderate defect to the distribution of the culprit lesion of the vessel which was revascularised). Hemodynamically, restenosis was defined as ≥50% narrowing of the vessel at the point where angioplasty was performed.
In addition to the patient group, a control group of totally 83 asymptomatic individuals were included in the study for comparison of the frequency of the genotype. The final end-point of the current study was the incidence of restenosis at 8 months of clinical follow-up.
Recurrence of ischaemia (including restenosis rate ≥50% to the patients who underwent coronary angiography) occurred in 15 of the 96 patients.
In note, the majotiy of patients (70/96) had the Insertion/Insertion genotype, fewer patients (23/96) had the Insertion/Deletion genotype and only 3/96 had the Deletion /Deletion genotype.
With regard to to the genotype groups , restenosis was found in 11/70 for I/I, 3/23 for I/D and 1/3 for the D/D genotype. No association between gene polymorphisms and recurrence of ischaemia was detected to the patients who underwent coronary angioplasty.
Previous studies have investigated the association between gene polymorhisms of angiotensin-converting enzyme(ACE), the AT1 receptor for angiotensin II and cholesteryl ester transfer protein (CETP) with restenosis in patients after coronary angioplasty.
However, no study has been performed to involve the α2B-AR polymorphism with recurrence of ischaemia after percutaneous angioplasty of coronary vessels.
As it was initially mentioned, α2B genotype promotes the migration of vascular SMCs, influences the function of autonomic nervous system and the α2B-AR deletion variant is associated with acute coronary events.
All these data might correlate the role of α2B-AR polymorphism with the recurrence of ischaemia and probably with the restenosis after an angioplasty of coronary vessels.
Nevertheless, the negative findings of our study might be considered preliminary, taking into account the small number of patients that were studied and the rarity of the Deletion/Deletion(D/D) genotype.
As far as the CETP study, we investigated the TaqIB polymorphism, which is a silent base change affecting the 277th nucleotide and can be identified by the restriction endonuclease TaqI, with the chance of recurrence of ischaemia after PTCA. The terms B1 and B2 are used to denote the presence and absence, respectively, of the TaqI restriction site. The B2 allele has been associated with increased HDL levels and decreased CETP levels and activity in both patients with CHD and healthy subjects(resembling a mild form of CETP deficiency).
On the other hand, the B1 allele has been associated with decreased HDL levels and increased CETP levels and activity.
Due to the fact that TaqIB is associated with decreased HDL levels
and increased risk for CHD, affecting the lipoprotein metabolism
might be involved in the pathophysiology of reccurence of ischaemia after PTCA.
We studied 204 patients between 2001 and 2003 with the primary objective to investigate the frequency of TaqIB and possible association with reccurence of ischaemia after PTCA in the patients who have this genotype. The frequency of TaqIB was 54% similar to the frequency of the polymorphism in a group of 35 healthy controls.
The results from this study does not indicate that the TaqIB polymorphism at the CETP gene locus is a significant predictor for assessing the risk of reccurence of ischaemia after PTCA.
As a conclusion, reccurence of ischaemia after PTCA is due to a complicated mechanism and to a multifactoral phenomenon. Virtually, we didn’t find any correlation of α2ΒAR polymorphism and CETP TaqIB with reccurence of ischaemia, especially as causitive factors, but based on their role in the pathophysiology, under certain circumstances, especially with the cooperation of other genes, these polymorphisms can not be definitely excluded in the reccurence of ischaemia and the restenosis after PTCA.
|
9 |
Διερεύνηση των περιοχών AZF του Υ χρωμοσώματος και του πολυμορφισμού SNP G197T του γονιδίου της πρωταμίνης-1 σε υπογόνιμους άνδρες της Δυτικής ΕλλάδαςΠαπαδημητρίου, Σοφία 10 October 2008 (has links)
Προβλήματα υπογονιμότητας αντιμετωπίζει το 15% των ζευγαριών, εκ των οποίων το 40%-50% οφείλεται στον ανδρικό παράγοντα. Περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας στις οποίες δεν ανευρίσκεται προφανής αιτιολογικός παράγων, αντιπροσωπεύουν το 15% των περιπτώσεων και αναφέρονται ως περιπτώσεις ιδιοπαθούς υπογονιμότητας.
Παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες πληθυσμιακές μελέτες ανέδειξαν γενετικούς παράγοντες ως υπεύθυνους για τον φαινότυπο ορισμένων περιστατικών ιδιοπαθούς υπογονιμότητας και επομένως η μελέτη του γενετικού υπόβαθρου των ανδρών αυτών μπορεί να συμβάλλει στην διερεύνηση του παθογενετικού μηχανισμού της υπογονιμότητας/στειρότητας που παρουσιάζουν. Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι ελλείμματα στις AZF περιοχές του Υ χρωμοσώματος υπάρχουν σε ένα ποσοστό 2% - 11% των υπογόνιμων ανδρών αυτής της κατηγορίας. Επίσης, σε πολύ πρόσφατη μελέτη προσδιορίστηκε η παρουσία ενός απλού νουκλεοτιδικού πολυμορφισμού SNP G197T που εντοπίζεται στο τέλος του πρώτου εξονίου του γονιδίου της πρωταμίνης-1. Ο πολυμορφισμός αυτός οδηγεί σε αντικατάσταση μιας συντηρημένης αργινίνης από σερίνη στην αμινοξική αλληλουχία της πρωταμίνης-1 (R34S), με ενδεχόμενες συνέπειες στο πακετάρισμα και την ακεραιότητα του DNA στην κεφαλή του σπερματοζωαρίου, γεγονότα, που μπορεί να οδηγήσουν σε ιδιοπαθή υπογονιμότητα. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι μόνο 3 από τα 100 άτομα (3%) έφεραν ελλείμματα στο Y χρωμόσωμα, ειδικότερα ένα άτομο με ενδιάμεση ολιγοσπερμία έφερε ελλείμματα στις AZFa και AZFb περιοχές και δυο άτομα με αζωοσπερμία έφεραν ελλείμματα στην AZFc περιοχή. Παράλληλα, o πολυμορφισμός SNP G197T δεν ανευρεθεί σε κανένα δείγμα του εξεταζόμενου πληθυσμού. / Infertility affects 10%-20% of all couples attempting pregnancy, with men responsible in 40%-50% of these cases. Male infertility exhibits no obvious clinical or pathophysiological features in 15% of these cases and it is therefore characterized as idiopathic. Genetic studies have revealed deletions in the AZF regions of Y chromosome, which contain genes involved in spermatogenesis, in 2%-11% of men with idiopathic infertility. Recent studies, also correlate male idiopathic infertility with the presence of an heterozygous SNP (G197T ) at the end of the first exon of protamine-1 (PRM1) gene. This SNP converts one of the highly conserved arginine residue to serine residue (R34S) which can substantially alter both DNA binding and protamine to protamine interaction in the sperm nucleus leading to infertility through defective chromatin packaging in the sperm nucleus. The purpose of this study was to evaluate the frequency of deletions in the AZF regions of Υ chromosome and the contribution of the polymorphism SNP G197T in a local sample of 100 men attending the Urology Clinic of the Patras University Hospital for infertility problems of unknown aetiology. Our results revealed that three of our patients (3%) were found to bear deletions in the AZF regions of the Y chromosome, one patient with intermediate oligospermia had deletions in AZFa and AZFb regions and two patients with azoospermia had deletion in AZFc region. On the other hand, the polymorphism SNP G197T has no distribution to the idiopathic infertility of the population studied.
|
10 |
Νόσος του Parkinson και γνωστική δυσλειτουργία : συσχέτιση με τον κινητικό φαινότυπο και το γονίδιο της α4 υπομονάδας του νευρωνικού νικοτινικού υποδοχέα της ακετυλοχολίνηςΛύρος, Επαμεινώνδας 09 October 2009 (has links)
ΜΕΛΕΤΗ Α΄
Στόχος: Να διερευνηθεί αν ο κινητικός υπότυπος της αστάθειας κορμού και δυσχέρειας της βάδισης (ΑΚΔΒ) σχετίζεται με τη γνωστική δυσλειτουργία που εμφανίζουν οι ασθενείς με νόσο του Parkinson (NP) χωρίς άνοια. Μέθοδοι: Χορηγήσαμε μια συστοιχία επιλεγμένων νευροψυχολογικών δοκιμασιών σε δύο ομάδες μη ανοϊκών ασθενών με ήπια έως μέτριας βαρύτητας νόσο κατηγοριοποιημένους είτε στον υπότυπο της ΑΚΔΒ είτε σε υπότυπο μη ΑΚΔΒ, καθώς και σε μια ομάδα υγιών μαρτύρων. Οι ομάδες εξισώθηκαν κατά το δυνατόν όσον αφορά δυνητικούς συγχυτικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις νευροψυχολογικές επιδόσεις. Αποτελέσματα: Δε διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων ασθενών στην επίδοση σε οποιαδήποτε από τις χορηγηθείσες νευροψυχολογικές δοκιμασίες. Παρόλα αυτά, σε σχέση με τους μάρτυρες υπήρξε μια τάση διαφοροποίησης ως προς το κυρίαρχο πρότυπο της γνωστικής δυσλειτουργίας. Η ομάδα με τον υπότυπο της ΑΚΔΒ είχε βραδύτερες επιδόσεις σε μια δοκιμασία ψυχοκινητικής ταχύτητας και γνωστικής ευελιξίας, ενώ η ομάδα με υπότυπο της νόσου μη ΑΚΔΒ είχε χειρότερες επιδόσεις στις μετρήσεις της λεκτικής μάθησης και της οπτικοχωρικής αντίληψης. Συμπεράσματα: Ο υπότυπος της ΑΚΔΒ δε συσχετίσθηκε με σοβαρότερα γνωστικά ελλείμματα και έτσι είναι πιθανό οι μηχανισμοί της γνωστικής δυσλειτουργίας να είναι, έως ένα ορισμένο βαθμό, κοινοί ανεξάρτητα από τον κινητικό υπότυπο της νόσου.
ΜΕΛΕΤΗ Β
Στόχος: Να διερευνηθεί αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ΝΡ και του γονιδίου CHRNA4, το οποίο κωδικοποιεί την α4 υπομονάδα του α4β2 νικοτινικού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης (nAChR). Mέθοδοι: Στη μελέτη συμμετείχαν 100 ασθενείς με ΝΡ και 105 μάρτυρες, εξισωμένοι ως προς την ηλικία και το φύλο και ανήκοντες στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα με τους ασθενείς. Ο γενετικός δείκτης που εξετάσθηκε είναι ένας μονονουκλεοτιδικός πολυμορφισμός στο 5ο εξόνιο του γονιδίου CHRNA4 (dbSNP rs1044396). Έγινε απομόνωση DNA γονιδιώματος από περιφερικό αίμα και ακολούθησε ανάλυση μεγέθους περιοριστικών τμημάτων μετά από αλυσωτή αντίδραση πολυμεράσης και κατάτμηση των προϊόντων αυτής με το ένζυμο Hha I. Μια υποομάδα 42 ασθενών υποβλήθηκαν επίσης σε λεπτομερή κλινική και νευροψυχολογική εκτίμηση. Η στατιστική ανάλυση για τη σύγκριση της συχνότητας των αλληλομόρφων και των γονοτύπων μεταξύ των ομάδων έγινε με τη δοκιμασία χ2, και τον ακριβή έλεγχο Fisher εάν έστω ένα κελί είχε n<5. Υπολογίστηκαν οι σχετικοί κίνδυνοι και τα κατά 95% διαστήματα αξιοπιστίας τους που αντιστοιχούσαν στα αλληλόμορφα και τους γονότυπους. Χρησιμοποιήθηκε η λογιστική ανάλυση παλινδρόμησης εάν ήταν απαραίτητη η προσαρμογή για την ηλικία ή το φύλο. Αποτελέσματα: Οι συχνότητες των γονοτύπων στην ομάδα των ασθενών (TT 34%; CT 58%; CC 8%) σε σύγκριση με τις συχνότητες των γονοτύπων στην ομάδα των μαρτύρων (TT 28.6 %; CT 47.6%; CC 23.8 %) παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά (χ2 = 9.48, df = 2, p = 0.009). Η ομοζυγωτία CC συσχετίσθηκε με χαμηλότερο κίνδυνο παρουσίας της ΝΡ (CC vs φορείς T: OR = 0.28; 95% CI = 0.12–0.65; p = 0.002; στατιστική ισχύς 93.1%). Παρατηρήθηκε επίσης απόκλιση στην κατανομή των αλληλομόρφων μεταξύ των ασθενών και των μαρτύρων. Υπήρχε σημαντικά χαμηλότερη συχνότητα του αλληλόμορφου C μεταξύ των ασθενών (37%) σε σχέση με τους μάρτυρες (47.6%) (χ2 = 4.73; df = 1; OR=0.65; 95% CI = 0.44–0.96; p = 0.03). Η ανάλυση διαστρωμάτωσης έδειξε ότι η διαφορά στην κατανομή των γονοτύπων μεταξύ ασθενών και μαρτύρων ήταν στατιστικά σημαντική και συγκριτικά μεγαλύτερη στο θήλυ φύλο σε σχέση με το άρρεν φύλο και στους ασθενείς με εκδήλωση ΝΡ σε όψιμη ηλικία ( > 50 ετών) σε σχέση με αυτούς που εμφάνισαν πρώιμης έναρξης νόσο (< 50 ετών). Οι ασθενείς με ΝP που ανιχνεύθηκαν να φέρουν το γονότυπο CC και υποβλήθηκαν σε νευροψυχολογική αξιολόγηση έτειναν να έχουν καλύτερα διατηρημένες τις γνωστικές λειτουργίες που σχετίζονται με την προσοχή και την ταχύτητα επεξεργασίας των πληροφοριών. Συμπεράσματα: Η παρουσία του αλληλομόρφου C (dbSNP rs1044396) του γονιδίου CHRNA4 συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο ΝΡ κατά 35%. Επίσης, τα άτομα με το γονότυπο CC εμφανίζουν σχεδόν τρισήμισυ (3,5) φορές χαμηλότερο κίνδυνο νόσου του Parkinson. Η ποικιλομορφία του γονιδίου CHRNA4 φαίνεται ότι σχετίζεται ιδιαίτερα με την επιρρέπεια εκδήλωσης της ΝΡ με ηλικιακά όψιμη έναρξη της νόσου, και επίσης με τις γνωστικές λειτουργίες των ασθενών χωρίς άνοια, ειδικά αυτές που εξαρτώνται από την προσοχή και την οπτικοκινητική αντίληψη. / Study A
Aim: To investigate whether there is an association of the postural instability and gait difficulty (PIGD) motor subtype with cognitive dysfunction in non-demented Parkinson’s disease (PD) patients.
Methods: We administered a battery of selected neuropsychological tests to assess attention, psychomotor speed, executive functions (set shifting ability and inhibitory control), visuospatial perception and visual constructive ability to two groups of non-demented patients with mild to moderate disease classified either as PIGD or as non-PIGD subtype and to a group of healthy controls. Groups were matched on potential confounders of neuropsychological performance.
Results: No significant differences were revealed between the two groups of patients in the performance of any of the administered neuropsychological tests. However, relative to controls there was a tendency towards a differential pattern of cognitive dysfunction. The PIGD group had slower performance in a test of psychomotor speed and cognitive flexibility, whilst the non-PIGD group performed worse in measures of verbal learning and visuo-spatial perception.
Conclusions: The PIGD subtype was not associated with more severe cognitive deficits and may to a certain extent share common mechanisms of cognitive dysfunction with non-PIGD subtypes.
Study B
Aim: to investigate whether there is an association between PD and a variation in the CHRNA4 gene coding for the α4 subunit, the primary subunit of the α4β2 brain nicotinic acetylcholine receptors. Methods: Patients (N=100) and controls (N=105), matched on the basis of sex, age and ethnicity, were genotyped for a single nucleotide polymorphism at cDNA position 1860 lying within the 5th exon of the CHRNA4 gene. DNA was extracted from peripheral blood samples and genotyping was done by PCR-based restriction fragment length polymorphism analysis. A subset of 42 patients also received detailed clinical and cognitive assessments. Comparisons of allele and genotype frequencies between groups were performed using the χ2 test, and the Fisher exact test if one cell had n<5. The relative risk for genotypes and alleles was estimated through calculation of odds ratios (ORs) with 95% confidence intervals (CIs). Logistic regression analysis was used if adjustment for age or sex was necessary.
Results: The genotype frequencies in the patients group (TT 34%; CT 58%; CC 8%) vs. the genotype frequencies in the control group (TT 28.6 %; CT 47.6%; CC 23.8 %) demonstrated a statistically significant difference (χ2 = 9.48, df = 2, p = 0.009). CC homozygosity was associated with a lower risk of PD (CC vs T carriers: OR = 0.28; 95% CI = 0.12–0.65; p = 0.002). Also, the allelic distribution was significantly different between patients and controls. There was a significantly lower frequency of the C allele among the patients with PD (37%) as compared with the controls (47.6%) (χ2 = 4.73; df = 1; OR=0.65; 95% CI = 0.44–0.96; p = 0.03).
Stratified analysis showed that the difference in the genotypic distribution between cases and controls was significant among females but did not reach significance among males. The frequency of CC homozygotes was also significantly lower in the group of patients with late onset PD than in the controls, but it was not significantly different between the early onset group of patients and the controls. CC homozygotes also tended to have better performance than T carriers on measures of attention and psychomotor speed (Trail Making Test part A and Symbol Digit Modalities Test).
Conclusions: The presence of the C allele at SNP rs1044396 of the CHRNA4 gene is associated with a decreased risk for PD by 35%. Moreover, the CC genotype lowers the risk for PD by ~ 3.5 fold. Variation in the CHRNA4 gene may particularly influence susceptibility for late onset PD and further be associated with measurable effects on overt cognitive performance of yet not-demented PD patients, specifically the part loading on attentional capacities.
|
Page generated in 0.055 seconds