1 |
Pubertal development and sedentary behaviour during adolescenceMurdey, Ian January 2004 (has links)
The objective of the current study was to investigate the relationships between changing pubertal status, body composition, body image, and time spent in sedentary behaviours during adolescence. A mixed-longitudinal design was used involving 119 students from school Years 6 (10.0 - 10.9 years of age), 8 (12.0 - 12.9 years) and 10 (14.0 - 14.9 years). Participants were assessed in three phases carried out at six-month intervals. Cross-sectional results from Phase 1 showed that time spent in sedentary behaviours was significantly greater in participants who had started puberty compared with those who were pre-pubertal, and in those who were late-/post-pubertal compared with those who were pre-/early-pubertal. Also, students in Year 10 spent significantly greater time in sedentary behaviours compared with those in Years 6 and 8. These differences disappeared after controlling for the amount of time spent sleeping except for the Year 10 boys. It was concluded that differences in sedentary behaviour during adolescence were not associated with differences in behavioural choice related to greater maturity per se but to a greater opportunity for such behaviours with more waking hours. Longitudinal analysis examined changes between Phases 1 and 3. Analysis of covariance showed that, for boys only, weekday sedentary behaviour increased by a significantly greater amount for participants who increased puberty compared with those who stayed at the same pubertal level. No differences were found between pubertal groups for either gender during the weekend. No significant correlations were found between changing body composition and changing body image for boys or girls or between the change in pubertal status and change in body composition or body image. Multiple regression analysis showed that a significant amount of the variance of the increase in weekday sedentary behaviour could be explained by increased pubertal status for boys and reduced physical attractiveness for girls. When considering increasing weekend sedentary behaviour an increase in percentage body fat explained a significant amount of the variance for girls. It was concluded that only a part of the a priori hypothesis, that changes in sedentary behaviour are associated with pubertal changes, was supported by this data and that any changes found were not associated with behavioural choices triggered by body compositional changes.
|
2 |
Η επίδραση της έντονης φυσικής άσκησης στην ανάπτυξη και την ενήβωση αθλητών γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου / The influence of intensive physical exercise on growth and pubertal development of elite artistic gymnastsRottstein, Loredana 10 June 2014 (has links)
Οι ομάδες των ορμονών που επηρεάζουν σημαντικά την αύξηση και την ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, ανήκουν κυρίως στον άξονα της αύξησης και της αναπαραγωγής, στο σύστημα του stress και στο ανοσολογικό σύστημα. Η κορτιλόλη, η λεπτίνη και η IL-6 αποτελούν στρεσογόνους παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τη δυναμική της ανάπτυξης και ενηβωσης του ανθρώπινου οργανισμού. Εκτός από την επίδραση τον ορμονών, η ενήβωση και η αναπαραγωγή του φύλου μπορεί να επηρεαστεί από φαρμακολογικούς παράγοντες, όπως είναι η υδροκορτιζόνη, τα αναβολικά στεροειδή και τα οιστρογόνα. Η φυσική άσκηση είναι ένας τύπος φυσικού stress που προκαλεί πλήθος ορμονικών, μεταβολικών και ανοσολογικών αλλαγών ενώ οι αθλητές και οι αθλήτριες ρυθμικής και ενόργανης γυμναστικής εκτίθονται σε έντονους φυσικούς και ψυχολογικούς στρεσογόνους παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια οι προσδιορισμοί στο σίελο προσελκύουν τεράστιο ενδιαφέρον (λόγω του ανώδυνου τρόπου συλλογής του σιέλου) και κυρίως χρησιμοποιούνται στην Ενδοκρινολογία για την παρακολούθηση των επιπέδων των στεροειδών ορμονών.
Υλικά και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 142 αθλήτριες και 97 αθηλτές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου καθώς και 107 αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής. Ως ομάδα ελέγχου μελετήθηκαν 73 κορίτσια και 68 αγόρια, τα οποία δεν αθλούνταν. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε χρησιμοποιώντας μια ειδικά σχεδιασμένη συσκευή συλλογής σιέλου (Salivette). Για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο χρησιμοποιήθηκε ραδιοανοσολογική μέθοδος ενώ για τον προσδιορισμό της κορτιζόλης η μέθοδος ηλεκτροχημειοφωταύγειας. Για την μέτρηση της IL-6 στο σίελο αναπτύχθηκε και επικυρώθηκε μέθοδος Elisa υψηλής ευαισθησίας.
Αποτελέσματα: Οι αθήτριες της ρυθμικής και της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στο σίελο (p<0,01) συγκριτικά με τους μάρτυρες και τους αθλητές της ενόργανης. Τόσο στους αθλητές όσο και στις αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής, οι απογευματινές τιμές κορτιζόλης (μετά από άσκηση) παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τις πρωινές τιμές. Στις αθλήτριες της ενόργανης τα επίπεδα της IL-6 παρουσιάζουν τάση αύξησης και της λεπτίνης τάση μείωσης μετά από άσκηση, αν και οι μεταβολές αυτές δεν είναι στατιστικά σημαντικές.
Η συλλογή του σιέλου είναι μια μη επεμβατική, ανώδυνη τεχνική που επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη δειγματοληψία. Η ραδιοανοσολογικής μέθοδος είναι απλή και εύκολη για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο, ενώ η μέθοδος της ηλεκτροχημειοφωταύγειας αποτελεί αξιόπιστη επιλογή για τη μέτρηση της κορτιζόλης στο σίελο. Για τον προσδιορισμό της IL-6 στο σίελο απαιτείται η ανάπτυξη και η επικύρωση μεθόδου Elisa, λόγω του ότι ο σίελος επηρεάζει τη μέτρηση της συγκεκριμένης κυτοκίνης. Τόσο στις αθλήτριες όσο και στους αθλητές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου, ο νυχθημερήσιος ρυθμός έκκρισης της κορτιζόλης καταργείται. Επίσης οι αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερες τιμές δεικτών stress συγκριτικά με τους αθλητές. / The aim of this study was to evaluate the effects of intensive physical exercise and acute psychological stress during high level athletic competition as reflected on the levels of salivary cortisol, leptin and IL-6 in elite artistic and rytmic gymnasts.
Design: The study included two hundred and forty-nine (249) Caucasian athletes (elite Gymnasts) -142 girls(aged 16.0 ± 1.6 years) and 97 boys (aged 16.8 ± 1.1 years) from 44 European countries, during theEuropean Championship of Gymnastics held in Volos-Greece on April 2006.
One hundred and forty-one pubertal adolescents, who were recruited from public schools in Greece, not engaged in strenuous sports activities were used as controls (73 girls aged 16.0 ± 1.4 years and 68 boys aged 15.3 ±2.0 years).
Methods: Saliva samples were collected, the morning before training and in the afternoon shortly after the competition. Cortisol concentrations were measured using a chemmiluminesce method. Leptin and IL-6 concentrations were measured using RIA and ELISA methods.
Acute stress was assessed using a questionnaire designed for the
study.
Results: No difference was found between morning and afternoon salivary cortisol levels in both male and female AG.
Female AG presented higher levels of morning salivary cortisol than female controls
(p<0.05). Both male and female AG had higher degree of psychological stress in comparison with controls . Female AG had higher morning and afternoon
salivary cortisol levels and higher degree of stress than males.
Conclusions: In elite AG the diurnal rhythm of salivary cortisol has been abolished, probably
due to the strenuous training and competition conditions. Female AG presented higher levels
of morning salivary cortisol and psychological stress compared to both male AG and female
controls. The long term consequences of these modifications of the HPA axis remain to be
elucidated.
|
Page generated in 0.0231 seconds